30/10/12

Η ομότιμη παραγωγή ως εναλλακτική στον καπιταλισμό: ένας νέος κομμουνιστικός ορίζοντας

του Jakob Rigi

Η παρούσα κρίση του καπιταλισμού έχει προκαλέσει διαμαρτυρίες, εξεγέρσεις και επαναστάσεις σε μεγάλα τμήματα του πλανήτη που περιλαμβάνουν 3 δισεκατομμύρια κατοίκους. Ακόμα και το συμβατικό περιοδικό «Time» έκανε το «διαδηλωτή» το πρόσωπο της χρονιάς. 

Η λεζάντα στο εξώφυλλο του Time έχει ως εξής: Από την Αραβική Άνοιξη στην Αθήνα, από το κίνημα «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ» στη Μόσχα. Η Κίνα, η Χιλή, η Ισπανία, η Αγγλία, η Ιταλία, η Ινδία, το Ισραήλ, το Ιράν και η Γαλλία, μεταξύ άλλων, μπορούν να προστεθούν στις εστίες των πρόσφατων κοινωνικών διαμαρτυριών που αναφέρει το Time.

Τα κινήματα διαμαρτυρίας έχουν θέσει στην ιστορική ημερήσια διάταξη εναλλακτικές λύσεις για τον καπιταλισμό (Hardt και Negri, 2011).
Το παρόν άρθρο υποστηρίζει ότι ένα τμήμα των εργατών της γνώσης έχουν ήδη δημιουργήσει έναν καινούργιο τρόπο παραγωγής που ονομάζεται «ομότιμη παραγωγή», η οποία είναι βιώσιμη εναλλακτική στον καπιταλισμό. Αν και ακόμα βρίσκεται στα πρώτα βήματά της και κυριαρχείται από τον καπιταλισμό, η ομότιμη παραγωγή εμφανίζει σαφώς τα κύρια χαρακτηριστικά της ισόνομης κοινωνίας. 

Το ίδιο το γεγονός ότι τμήματα των ακτιβιστών της ομότιμης παραγωγής και των εργαζομένων στις τεχνολογίες της πληροφορίας και των επικοινωνιών συμμετέχουν ενεργά στις σημερινές διαδηλώσεις μπορεί να λειτουργήσει καταλυτικά στη σύνδεση της ομότιμης παραγωγής με τα κινήματα αυτά.

Στο περιβάλλον της ομότιμης παραγωγής, οι παραγωγοί παράγουν αγαθά συλλογικά μέσω της εθελοντικής συμμετοχής σε ένα σύστημα παραγωγής που είναι αποκεντρωμένο και βασισμένο σε δίκτυα. Οι εθελοντές επιλέγουν τις εργασίες που θα εκτελέσουν, το ποσό του χρόνου που ξοδεύουν για τη συλλογική παραγωγή καθώς και τον τόπο και το χρόνο της παραγωγικής τους δραστηριότητας.

 Όσον αφορά στη διανομή, οποιοσδήποτε στον κόσμο μπορεί να χρησιμοποιεί τα προϊόντα δωρεάν σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες και ανεξάρτητα από τη συνεισφορά του (Benkler, 2006). Αυτός ο τρόπος παραγωγής είναι παρόμοιος με ό,τι ο Μαρξ (1978α, 1978β) περιγράφει ως «προηγμένο κομμουνισμό». Ως εκ τούτου έχει επίσης ονομαστεί «κυβερνοκομμουνισμός» (Kleiner, 2010˙ Barbrook, 2007˙ Moglen, 2003).

Η ομότιμη παραγωγή και η προηγμένη φάση του κομμουνισμού του Μαρξ

Καθώς η ιστορία του σύγχρονου τρόπου της ομότιμης παραγωγής έχει ήδη γραφτεί (Söderberg, 2008˙ Raymond, 200˙ Weber, 2004), θα κάνω μια σύντομη παύση εδώ σε δύο καθοριστικές στιγμές της ιστορίας της, δηλαδή στην εφεύρεση της γενικής δημόσιας άδειας και του ελεύθερου λογισμικού από τον Richard Stallman το 1984 και στην εφεύρεση του συστήματος της εθελοντικής συλλογικής συνεργασίας online από τον Linus Torvalds το 1991.

Ο Stallman δημιούργησε το Ίδρυμα Ελεύθερου Λογισμικού με την κυκλοφορία ενός κώδικα βάσει άδειας, την οποία ονόμασε «γενική δημόσια άδεια». Η άδεια αυτή εγγυόταν τέσσερις ελευθερίες: το τρέξιμο του προγράμματος για οποιονδήποτε σκοπό, τη μελέτη και την προσαρμογή του προγράμματος, την αναδιανομή αντιγράφων είτε δωρεάν είτε σε λογική τιμή, και την αλλαγή και βελτίωση του προγράμματος. Ο Stallman περιέλαβε στην άδεια τη λεγόμενη ρήτρα «copyleft» (λογοπαίγνιο με τη λέξη «copyright» που σημαίνει το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας). Σύμφωνα με τη ρήτρα αυτή, κάθε κώδικας που θα περιλαμβάνει ένα συστατικό που προέρχεται από κώδικα που έχει παραχωρηθεί με γενική δημόσια άδεια πρέπει επίσης να κυκλοφορήσει εξ ολοκλήρου βάσει γενικής δημόσιας άδειας. Η ρήτρα «copyleft» είναι διαλεκτική άρνηση του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, επειδή ταυτόχρονα διατηρεί και καταργεί τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (Stallman, 2002).

Η σημασία της γενικής δημόσιας άδειας έγκειται στο γεγονός ότι διατυπώθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας ένα καθολικό δικαίωμα ιδιοκτησίας. Κοινά αγαθά υπάρχουν από την αρχή της ανθρωπότητας με διάφορες μορφές και ανάμεσα σε διάφορους πολιτισμούς (Μαρξ, 1965˙ Polanyi, 1992˙ Ostrom, 1990). Αλλά όλες οι μορφές τους, εκτός από τη γνώση, ήταν πάντοτε σε συνάρτηση με κάποια εδαφική περιοχή και ανήκαν σε συγκεκριμένες κοινότητες, φυλές ή κράτη. Ως εκ τούτου, κατά κανόνα, οι ξένοι αποκλείστηκαν. Η γενική δημόσια άδεια δημιούργησε παγκόσμια κοινά αγαθά που αγκάλιαζαν σχεδόν τα πάντα και ήταν ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εδαφική περιοχή. Εξαιρούσε μόνο τους χρήστες αυτούς που δε δέχονταν να κυκλοφορήσουν τα δικά τους προϊόντα βάσει της γενικής δημόσιας άδειας. Η άδεια έχει τροποποιηθεί με τη μορφή του λογισμικού ανοιχτού κώδικα, προκειμένου να εξυπηρετήσει εμπορικά συμφέροντα. Αυτό το νέο πρωτόκολλο το μόνο που κάνει είναι να υποχρεώνει τους χρήστες να κυκλοφορούν βάσει γενικής δημόσιας άδειας τα τμήματα εκείνα των προϊόντων τους που προέρχονται από προϊόντα με γενική δημόσια άδεια. Ο ιδιοκτήτης μπορεί να κρατήσει τα άλλα τμήματα ως ιδιωτική περιουσία.

Για τους σκοπούς αυτού του άρθρου θα επικεντρωθώ μόνο στη γενική δημόσια άδεια, επειδή αντιπροσωπεύει την ουσία της νέας παγκόσμιας και καθολικής κοινοκτημοσύνης της γνώσης. 

Οι περισσότερες μορφές της γνώσης ανήκουν σε όλους. Ο Merton (1979) υποστήριξε ότι η επιστήμη απαιτεί μια κομμουνιστική μορφή παραγωγής και διανομής. Αν και υπήρξαν εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα (οι σαμάνοι, οι μάγοι, οι ιερείς και οι τεχνίτες, μεταξύ άλλων, προσπάθησαν να κρατήσουν μυστική τη γνώση τους ή να τη μεταδώσουν μόνο σε επιλεγμένα άτομα), ο καπιταλισμός και οι συνακόλουθοι θεσμοί της πνευματικής ιδιοκτησίας και των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας περιφρουρούσαν συστηματικά εκείνες τις μορφές της γνώσης που θα μπορούσαν να αποφέρουν κέρδη (Boyle, 1996). 

Καθώς η γνώση έγινε σημαντικός παράγοντας του πληροφοριακού καπιταλισμού, ένα δρακόντειο καθεστώς πνευματικών δικαιωμάτων γιγαντώθηκε δραματικά (Lessig, 2005). Η γενική δημόσια άδεια αποτέλεσε μια πρωτοποριακή νομική και παραγωγική στρατηγική για την παραγωγή της παγκόσμιας κοινοκτημοσύνης της γνώσης και την προστασία της από την εισβολή του καπιταλισμού. Με αυτήν την έννοια, η πρωτοβουλία του Stallman ήταν ένα σημαντικό ορόσημο για τον αγώνα των εργατών της γνώσης ενάντια στον πληροφοριακό καπιταλισμό (Söderberg, 2008).

Ο Linus Torvalds, όμως, ήταν αυτός που ανέδειξε αυτήν την τοπική εξέλιξη σε παγκόσμιο επίπεδο, με την πλήρη αξιοποίηση της ικανότητας του διαδικτύου για διανομή. Η παραγωγή του Linux ήταν πραγματικά μια επανάσταση στην οργάνωση της συνεργασίας ανάμεσα σε μεγάλο αριθμό παραγωγών. 

Ο Μαρξ υποστήριξε ότι κάθε επιστημονική γνώση ήταν προϊόν συλλογικής εργασίας (Μαρξ, 1981: 199), εφόσον ο κάθε επιστήμονας βασιζόταν και συνέχιζε τα επιτεύγματα των προηγουμένων. Αλλά η συλλογική αυτή διάσταση της επιστήμης δεν ήταν αποτέλεσμα συνειδητής και ταυτόχρονης συνεργασίας των επιστημόνων αλλά τυχαίας μετάδοσης της γνώσης στο χρόνο και το χώρο. 

Η εφεύρεση του Torvald ξεπέρασε τα εμπόδια του χρόνου και του χώρου με τη χρήση του διαδικτύου. Επομένως έκανε εφικτή την ταυτόχρονη, συνειδητή, εθελοντική, συντονισμένη και παγκόσμια συνεργασία μεγάλου αριθμού παραγωγών. Ο συνδυασμός της γενικής δημόσιας άδειας με τον τρόπο συνεργασίας του Linux αποτελεί την ουσία του ομότιμου τρόπου παραγωγής, ο οποίος συμπίπτει με τις γενικές αρχές της προηγμένης μορφής του κομουνισμού που περιγράφει ο Μαρξ:

1) Δε θα υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στη συμβολή του καθενός στην κοινωνική παραγωγή και στο μερίδιό του από το σύνολο των κοινωνικών προϊόντων. Θα συμβάλει ανάλογα με τις ικανότητές του και θα χρησιμοποιεί προϊόντα σύμφωνα με τις ανάγκες του. Το χρήμα ως ποσοτική μέτρηση της αξίας θα εξαφανιστεί (Μαρξ, 1978β). Το χρήμα δεν παίζει κανένα ρόλο στο εσωτερικό σύστημα της ομότιμης παραγωγής, αν και εξακολουθεί να αποτελεί το εξωτερικό του πλαίσιο και να ασκεί πίεση σε αυτό.

2) Στον προηγμένο κομμουνισμό του Μαρξ, ο καταμερισμός της εργασίας και μαζί του το κράτος και η αγορά εξαφανίζονται (Μαρξ, 1978 α, β). Στην ομότιμη παραγωγή, ο καταμερισμός της εργασίας αντικαθίσταται από την κατανομή της εργασίας (Weber, 2004) και τίθεται υπό αμφισβήτηση η λογική του κράτους και της αγοράς (βλέπε παρακάτω).

3) Ο Μαρξ πρόβλεψε (1978α) ότι ο προηγμένος κομμουνισμός θα υπερέβαινε την αποξένωση, όχι μόνο καταργώντας τη λογική της ποσοτικής ισοδυναμίας στη σφαίρα της ανταλλαγής ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία και ανάμεσα στα άτομα, αλλά και καταργώντας τον καταμερισμό της εργασίας και δίνοντας τη δυνατότητα στα άτομα να χρησιμοποιούν τα κοινωνικώς παραγόμενα μέσα παραγωγής για να υλοποιήσουν τις δικές τους δημιουργικές δυνάμεις. 

Τα εθνογραφικά μου ευρήματα δείχνουν ότι η δημιουργικότητα και η αναγνώριση από τους ομότιμους είναι από τα ισχυρότερα κίνητρα των ομότιμων παραγωγών (βλ. επίσης Weber, 2004). Ο Söderberg (2008) δείχνει πώς η δημιουργικότητα της ομότιμης παραγωγής υπερβαίνει την αποξένωση.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να θέσουμε τα εξής ερωτήματα:

1. Είναι η ομότιμη παραγωγή πραγματικά ένας νέος ιστορικός τρόπος παραγωγής ή απλώς ένα προσάρτημα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής;
2. Ποια είναι η σχέση της με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής;
3. Σε ποιο βαθμό μπορεί να εφαρμοστεί η ομότιμη παραγωγή στην παραγωγή υλικών αντικειμένων;
4. Τι πιθανότητες έχει να αντικαταστήσει ή να εκτοπίσει εντελώς τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής;

Η ομότιμη παραγωγή ως νέος ιστορικός τρόπος παραγωγής

Ας περιγράψουμε εν συντομία τη μαρξιστική έννοια του τρόπου παραγωγής (Μαρξ, 1978γ). Η παραγωγή είναι μια διαδικασία στην οποία οι άνθρωποι παράγουν προσχεδιασμένα αγαθά. Τα αγαθά αυτά μπορεί να είναι υλικά όπως το ψωμί, υπηρεσίες όπως η περίθαλψη και η εκπαίδευση, ή πληροφορίες και γνώσεις όπως τα λογισμικά. Τις δυνάμεις παραγωγής τις αποτελούν οι άνθρωποι, οι γνώσεις και οι δεξιότητές τους, τα μέσα που χρησιμοποιούν, το υλικό στο οποίο επενεργούν, και άλλες υλικές συνθήκες παραγωγής όπως η ενέργεια, τα κτήρια, κλπ. Οι σχέσεις παραγωγής είναι «σαφείς» και «απαραίτητες» σχέσεις ανθρώπων που αντιστοιχούν στο υλικό στάδιο των παραγωγικών δυνάμεων. Οι σχέσεις ιδιοκτησίας είναι νομικές εκφράσεις των σχέσεων παραγωγής. Ο τρόπος παραγωγής είναι το σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής μαζί.

Οι παραγωγικές δυνάμεις της ομότιμης παραγωγής αντιστοιχούν σε ό,τι ορίζει ο Manuel Castells (2010/1996: 70-72) ως «πληροφοριακό τεχνολογικό υπόδειγμα». Το σφαιρικό αυτό υπόδειγμα δίνει έμφαση στην άτυπη δικτύωση και την ευελιξία, και χαρακτηρίζεται από το ότι η τεχνολογία επενεργεί στις πληροφορίες και οι πληροφορίες επενεργούν στην τεχνολογία, καθώς και από την ενσωμάτωση διάφορων τεχνολογιών όπως η μικροηλεκτρονική, οι τηλεπικοινωνίες, η οπτικοηλεκτρονική και οι υπολογιστές σε ένα μεγαλύτερο σύστημα.

Αξίζει να τονίσουμε ότι οι ίδιοι οι εργάτες της γνώσης είναι σημαντικό στοιχείο ή το πιο σημαντικό στοιχείο των παραγωγικών δυνάμεων του πληροφοριακού τεχνολογικού υποδείγματος.

Η κεντρική φύση των πληροφοριών/γνώσεων και η δομή του δικτύου αντικρούουν εγγενώς τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Η λογική του δικτύου απαιτεί ότι η γνώση που παράγεται σε κάθε κόμβο ενός παγκόσμια ολοκληρωμένου δικτύου θα πρέπει να ρέει ελεύθερα και οριζόντια προς όλες τις κατευθύνσεις σε όλους τους άλλους κόμβους. Η γνώση είναι μη ανταγωνιστικό αγαθό και μπορεί να αναπαραχθεί χωρίς επιπλέον κόστος. Είναι επίσης καθολική, καθώς το ίδιο αντικείμενο της γνώσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ταυτόχρονα από όλους σε αυτόν τον πλανήτη.

Ωστόσο, ο καπιταλισμός εμποδίζει την ελεύθερη ροή της γνώσης σε όλες τις κατευθύνσεις στο διαδίκτυο. Είναι αλήθεια ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, μετά την προσαρμογή του στο πληροφοριακό τεχνολογικό υπόδειγμα, έχει γίνει παγκόσμιος και έχει υιοθετήσει όλο και περισσότερο δικτυακή μορφή. Παρ’ όλα αυτά, το άθροισμα όλων των πιθανών δεσμών του διαδικτύου υπερβαίνει σημαντικά το άθροισμα των δεσμών των παγκόσμιων δικτύων κεφαλαίου. Επομένως η δυνατότητα του διαδικτύου ως υποδειγματικής παραγωγικής δύναμης της εποχής μας υπερβαίνει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (Hardt και Negri, 2000).

Το ίδιο ισχύει και για τις γνώσεις-πληροφορίες, μία άλλη υποδειγματική παραγωγική δύναμη της εποχής μας. 

Η γνώση είναι καθολική και μη ανταγωνιστική. Το κεφάλαιο κόβει για τον εαυτό του ένα επιλεγμένο υποδιαδίκτυο από το συνολικό διαδίκτυο: το παγκόσμιο δίκτυο της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Η ροή γνώσης-κεφαλαίου είναι περιφραγμένη σε αυτό το επιλεγμένο υποδιαδίκτυο. 

Ακόμα και σε αυτό το υποδιαδίκτυο η ροή της γνώσης δεν είναι ελεύθερη. Πρώτον, μέσα στον ανταγωνισμό των διάφορων πολυεθνικών σημαντικές μορφές γνώσης έχουν γίνει όλο και πιο κρυφές και φυλάσσονται ζηλότυπα για ένα μόνο μικρό αριθμό σχεδιαστών και μηχανικών από συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Δεύτερον, η εμπορευματοποιημένη γνώση μπορεί να μετακινηθεί από τον ένα κόμβο στον άλλον μόνο με την ανταλλαγή χρήματος. Με άλλα λόγια, η ίδια η εμπορευματική της μορφή είναι μορφή περίφραξης.

Το πληροφοριακό τεχνολογικό υπόδειγμα έρχεται επίσης σε βαθιά αντίθεση με την καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής. 
Το διαδίκτυο είναι ένα δίκτυο ανοιχτής επέκτασης στο οποίο κάθε κόμβος μπορεί να συνδεθεί με οποιονδήποτε άλλο κόμβο αμέσως και οριζόντια. Αυτό σημαίνει ότι οι μονάδες παραγωγής μπορούν να γίνουν παγκόσμια, συνδεδεμένα, ανεξάρτητα από εδαφικό χώρο δίκτυα ανοιχτής επέκτασης, αποτελούμενα από άμεσους παραγωγούς που συνεργάζονται ο ένας με τον άλλον οριζόντια (αν και η μεσολάβηση μιας συντονιστικής αρχής ίσως να είναι αναγκαία) και παράγουν διάφορα αγαθά. 
Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά η κοινωνική οργάνωση της γνωστικής ομότιμης παραγωγής. Το Linux, που είναι το μοντέλο που εγκαινίασε την ομότιμη παραγωγή, είναι πράγματι ένα πρακτικό παράδειγμα τέτοιου δικτύου συνεργασίας. 

Ένα άλλο παράδειγμα είναι η Wikipedia. Αυτό το μοντέλο μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε μορφή γνωστικής παραγωγής και σε μεγάλο βαθμό στην υλική παραγωγή μέσω αυτοματισμού (βλέπε επίσης Bauwens, 2011).

Ριζική ρήξη με τον καπιταλισμό

Ενώ πρακτικά και εμπειρικά ο ομότιμος τρόπος παραγωγής εξακολουθεί να βρίσκεται υπό την επίδραση του καπιταλισμού και να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτόν (η αγορά ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλων υλικών και υπηρεσιών, καθώς και η χρήση των υποδομών του), η λογική του έρχεται σε ριζική αντίθεση με αυτήν του κεφαλαίου. Περιέγραψα εν συντομία παραπάνω σημαντικές πτυχές της ομότιμης παραγωγής που συμφωνούν με την κατανόηση του Μαρξ για τον κομμουνισμό. Όλες αυτές οι πτυχές έρχονται σε αντίθεση με τη λογική του κεφαλαίου. 

Εδώ θα αποδείξω πώς η λογική της ομότιμης παραγωγής έρχεται σε βαθιά αντίθεση με τον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας, επειδή ο καταμερισμός της εργασίας είναι το βασικό στοιχείο κάθε τρόπου παραγωγής. Επιτρέψτε μου να τονίσω ότι στην ομότιμη παραγωγή έχουμε κατανομή της εργασίας και όχι καταμερισμό της εργασίας (Weber, 2004). 

Οι τρόποι συνεργασίας στην ομότιμη παραγωγή και η διανομή των προϊόντων καθιστούν περιττό τον καπιταλιστικό μικροκαταμερισμό (καταμερισμός εντός ξεχωριστών μονάδων παραγωγής) και μακροκαταμερισμό (καταμερισμός ανάμεσα σε διαφορετικές μονάδες) της εργασίας.

Ομότιμη παραγωγή και ο καπιταλιστικός μικροκαταμερισμός της εργασίας

Στο επίπεδο της επιχείρησης, η καπιταλιστική διαχείριση επιβάλλει στους εργαζομένους τον τεχνικό καταμερισμό της εργασίας. Οι καπιταλιστές (ή οι διευθυντές που διορίζουν) συγκεντρώνουν τους εργάτες μαζί κάτω από την ίδια στέγη και τους βάζουν σε συγκεκριμένες θέσεις στην παραγωγική γραμμή του καταμερισμού της εργασίας υπό τη διεύθυνσή τους. Η συνεργασία μεταξύ των εργαζομένων είναι προϊόν του κεφαλαίου (Μαρξ, 1976). Η εφεύρεση των μηχανών τελειοποίησε τον τεχνικό καταμερισμό της εργασίας και οδήγησε στον τεϋλορισμό, στον οποίο το κεφάλαιο, με τη χρήση επιστημονικών μεθόδων, καθιέρωσε ένα πλήρες δεσποτικό σύστημα πάνω στους εργάτες (Braverman, 1974). 

Οι μελετητές του μεταφορντισμού υποστηρίζουν ότι ο μεταφορντισμός έχει ξεπεράσει τον τεϋλορισμό με την ενίσχυση των δεξιοτήτων των εργατών και τη συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων (Amin, 1994). Παρόμοιοι ισχυρισμοί έχουν γίνει επίσης και για τη λεγόμενη ιαπωνοποίηση (Kaplinsky, 1988). Αυτοί οι ισχυρισμοί είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφιλεγόμενοι (Castells, 2010/1996). 

Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο τεϋλορισμός εξακολουθεί να είναι η κυρίαρχη μορφή οργάνωσης της εργασιακής διαδικασίας (Tomaney, 1994˙ Huws, 2003). Ανεξάρτητα από την εγκυρότητα της υπόθεσης του μεταφορντισμού, μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι οι εργάτες ακόμα κατανέμονται σε κλειστούς χώρους και τους διαχειρίζονται δεσποτικά οι αντιπρόσωποι του κεφαλαίου. Αν και μια μικρή επίλεκτη ομάδα εργατών μπορεί να απολαμβάνει μερική αυτονομία, το σύνολο των εργασιακών διαδικασιών ελέγχεται κεντρικά από διευθυντές οι οποίοι ενσωματώνουν την εργασία ξεχωριστών εργατών σε μια συνολική συνεργατική διαδικασία εργασίας. Ο Andre Gorz (1999: κεφάλαιο 2), υπέρμαχος της υπόθεσης του μεταφορντισμού, λέει ότι ο μεταφορντισμός έχει αντικαταστήσει τον απρόσωπο και μηχανοποιημένο δεσποτισμό του τεϋλορισμού με νέες μορφές ατομικής υποδούλωσης. 

Οι μεμονωμένοι παραγωγοί δεν επιλέγουν τις εργασίες τους ή το ρυθμό, την ώρα και τον τόπο της εργασίας τους. Με άλλα λόγια, η διαδικασία της εργασίας είναι τόσο τοπικά όσο και χρονικά ενταγμένη σε ένα «μικροχώρο». Υπό την έννοια αυτή, η αντίθεση με την ομότιμη παραγωγή δε θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη. Στη συνεργασία της ομότιμης παραγωγής οι διαδικασίες εργασίας τόσο χρονικά όσο και τοπικά είναι ανεξάρτητες σε παγκόσμιο επίπεδο από κάποιο χώρο.

Η όλο και πιο περίπλοκη ανάπτυξη των ιεραρχικών μικροκαταμερισμών της εργασίας, η οποία ήταν σημαντικός παράγοντας για την αύξηση της παραγωγικότητας της βιομηχανικής εργασίας, αποτελεί εμπόδιο για την παραγωγικότητα της γνωστικής εργασίας. Ο Brook (1975) απέδειξε ότι σε μια κεντρική οργάνωση η αύξηση του αριθμού των μηχανικών που εργάζονται σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα λογισμικού μειώνει την απόδοση δημιουργώντας περιττές περιπλοκές με εκθετικό ρυθμό. Ο Raymond (2001) έδειξε ότι αυτό δεν ισχύει για την αποκεντρωμένη δικτυακή συνεργασία της ομότιμης παραγωγής. Εδώ η αύξηση του αριθμού των εργατών αυξάνει την απόδοση και βελτιώνει το προϊόν. Η υπόθεση αυτή μπορεί να ισχύει για όλες τις μορφές της γνωστικής παραγωγής.

Η online εθελοντική συνεργασία που βασίζεται σε δίκτυο ανατρέπει τη λογική της προς τα κάτω καπιταλιστικής διαχείρισης, η οποία είναι και η λογική του καπιταλιστικού κράτους. Ωστόσο, υπάρχει μια μορφή «κεντρικού» ελέγχου στην ομότιμη παραγωγή. Η ανάπτυξη του κάθε έργου ελέγχεται τελικά από το άτομο ή τα άτομα που θα το ξεκινήσει ή θα το ξεκινήσουν στο διαδίκτυο. Στα σταυροδρόμια έχουν τον τελευταίο λόγο, αν και υπάρχει χώρος για εκτενείς συζητήσεις. Ωστόσο, αν οι άλλοι δεν είναι ευχαριστημένοι με τις αποφάσεις που λαμβάνονται από την «ηγεσία», έχουν το δικαίωμα να πάρουν όλο το έργο και να το αναπτύξουν στην κατεύθυνση που επιθυμούν. Είναι ανάγκη να εξεταστεί με κριτικό πνεύμα αν αυτή η μορφή της «συγκέντρωσης» είναι επίδραση του εξωτερικού καπιταλιστικού περιβάλλοντος ή εγγενές χαρακτηριστικό της ομότιμης παραγωγής (O'Neil, 2009).

Ομότιμη παραγωγή και ο καπιταλιστικός μακροκαταμερισμός της εργασίας

Στον καπιταλιστικό μακροκαταμερισμό της εργασίας, οι διαφορετικές μονάδες παραγωγής δεν αλληλοσυνδέονται αμέσως αλλά μέσω της διαμεσολάβησης της αγοράς. Οι εργάτες ανταλλάσσουν την εργασία τους με αμοιβή και τα προϊόντα της εργασίας τους γίνονται εμπορεύματα που ανήκουν σε καπιταλιστές και πωλούνται στην αγορά. Μόνο με αυτόν τον τρόπο οι εργασίες των άμεσων παραγωγών από διάφορες μονάδες και κλάδους παραγωγής αλληλοσυνδέονται και γίνονται μέρη της συνολικής κοινωνικής εργασίας της κοινωνίας. 

Η κάθε μονάδα παραγωγής γίνεται συστατικό στοιχείο του συνολικού καπιταλιστικού μακροκαταμερισμού της εργασίας στο βαθμό που παράγει εμπορεύματα που πωλούνται (Μαρξ 1978). Αντίθετα, τα προϊόντα της ομότιμης παραγωγής είναι κυρίως παγκόσμια κοινά αγαθά.

Παρά το γεγονός ότι η γενική δημόσια άδεια επιτρέπει την πώληση των προϊόντων, είναι κοινή λογική ότι κανείς δεν πληρώνει για ένα προϊόν το οποίο είναι διαθέσιμο δωρεάν. Η εμπορική χρήση των προϊόντων της ομότιμης παραγωγής δεν τα κάνει εμπορεύματα, επειδή ο χρήστης δεν πληρώνει για αυτά και επομένως δεν καταγράφουν το κόστος του εμπορεύματος. Από αυτό προκύπτει ότι ο συνολικός μόχθος που ξοδεύεται παγκοσμίως σήμερα για τις διάφορες μορφές της ομότιμης παραγωγής είναι εκτός του καπιταλιστικού κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και τον οριοθετεί. Στην παρούσα φάση, η ομότιμη παραγωγή οριοθετείται επίσης από την εμπορευματική μορφή, καθώς μεγάλα τμήματα των μέσων παραγωγής είναι εμπορεύματα και οι συντελεστές της ομότιμης παραγωγής πρέπει να κερδίσουν χρήματα. 

Ωστόσο, μια πλήρως αναπτυγμένη κοινωνία ομότιμης παραγωγής δεν είναι συμβατή με χρήματα και εμπόρευμα. Η εμπορευματική μορφή εξ ορισμού οριοθετεί τις ελευθερίες που εγγυάται η γενική δημόσια άδεια. (Στο σημείο αυτό μπορεί επίσης να φτάσει κανείς με τη χρήση της μαρξιστικής θεωρίας της αξίας. Ωστόσο αυτό απαιτεί μεγάλη επιχειρηματολογία για την οποία δεν υπάρχει εδώ χώρος).

Για να συνοψίσουμε, οι παραγωγικές δυνάμεις του πληροφοριακού τεχνολογικού υποδείγματος σε συνδυασμό με την αποκεντρωμένη μορφή συνεργασίας βάσει δικτύου, την απουσία μισθωτής εργασίας, την εθελοντική συνεισφορά, και τη μορφή των προϊόντων που είναι κοινά για όλους αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά του ομότιμου τρόπου παραγωγής. 

Παρά το γεγονός ότι ο ομότιμος τρόπος παραγωγής είναι ακόμα στα πρώτα του βήματα, η λογική του είναι σαφώς διαφορετική από εκείνη του καπιταλισμού και έχει δημιουργηθεί ως απάντηση στις απαιτήσεις των νέων παραγωγικών δυνάμεων. Επομένως δύσκολα μπορεί να υπερεκτιμηθεί η ιστορική του σημασία, η επιτακτικότητά του και η καινοτομία του. 

Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι εμπόδιο για την υλοποίηση των δυνατοτήτων της γνώσης στην εποχή του διαδικτύου. Περιορίζει την ανθρώπινη δημιουργικότητα και γενικότερα την ανάπτυξη των εργατών της γνώσης. Συνεπώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ένα τμήμα των εργατών της γνώσης έχει επαναστατήσει ενάντια στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής με την εμφάνιση της ομότιμης παραγωγής. Όπως υποστηρίζει ο Söderberg (2008), αυτό αποτελεί μορφή ταξικής πάλης.

Η σχέση του ομότιμου τρόπου παραγωγής με τον καπιταλισμό

Η νέα κοινωνική παραγωγή αποτελείται από νησιά στη θάλασσα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η σχέση αυτών των δύο, όπως τονίστηκε ανωτέρω, είναι σχέση αμοιβαίας εξάρτησης και ανταγωνισμού. Η κοινωνική παραγωγή εξαρτάται από τον καπιταλισμό για την απόκτηση κάποιων μέσων παραγωγής και των μισθών των συνεργατών της, ενώ ο καπιταλισμός από την άλλη πλευρά χρησιμοποιεί δωρεάν τα κοινά αγαθά της κοινωνικής παραγωγής.

Οι μαρξιστές διακρίνουν μεταξύ του τρόπου παραγωγής και του κοινωνικού σχηματισμού. Ο κοινωνικός σχηματισμός είναι ένα ολοκληρωμένο κοινωνικοοικονομικό, ιδεολογικό/πολιτισμικό σύστημα. Μπορεί να αποτελείται από περισσότερους τους ενός τρόπους παραγωγής. 

Ωστόσο, ένας τρόπος παραγωγής υπερισχύει έναντι των άλλων και οι επιταγές του καθορίζουν τα γενικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού σχηματισμού. Με αυτήν την έννοια μπορούμε να θεωρήσουμε τους φεουδαρχικούς και καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς διαφορετικούς από τους φεουδαρχικούς και καπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής. 

Παρά το γεγονός ότι ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής υπερισχύει έναντι άλλων τρόπων παραγωγής, δεν μπορεί να διαγράψει τις συγκεκριμένες λογικές τους. Η συνεχής ένταση και αλληλεξάρτηση μεταξύ του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής και των δευτερευόντων κάνουν τους κοινωνικούς σχηματισμούς δυναμικά, άνισα και σύνθετα φαινόμενα.

Ο καπιταλιστικός κοινωνικός σχηματισμός έχει περάσει από τρεις μερικώς αλληλεπικαλυπτόμενες φάσεις: την αναδυόμενη, την κυρίαρχη και τη φθίνουσα. Στην αναδυόμενη φάση (1850-1950), ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής υπερίσχυε έναντι του φεουδαρχικού και του οικιακού τρόπου παραγωγής καθώς και άλλων τρόπων παραγωγής πριν από τον καπιταλιστικό σε όλον τον κόσμο, αποσπώντας εργατικά χέρια και αξία από αυτούς (Mandel, 1972: κεφάλαιο 2). 

Στη δεύτερη φάση (1950-1980), ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής διέβρωσε βαθιά τους τρόπους παραγωγής που ήταν προγενέστεροι του καπιταλιστικού και τους αντικατέστησε με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο καπιταλισμός επεκτάθηκε τόσο εντατικά (διεισδύοντας σε νέους τομείς παραγωγικής δραστηριότητας όπως οι υπηρεσίες) όσο και εκτατικά (κατακτώντας όλον τον κόσμο). Η τρίτη φάση (1980-και μετά) χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση του πληροφοριακού τεχνολογικού υποδείγματος και του κοινωνικού τρόπου παραγωγής εντός του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Η περίοδος αυτή έχει περιγραφεί με όρους όπως «δικτυακή κοινωνία» (Castells, 2010/1997), «αυτοκρατορία» (Hardt και Negri, 2000), κ.λπ.

Παρά το γεγονός ότι ο ομότιμος τρόπος παραγωγής εξακολουθεί να βρίσκεται υπό την επίδραση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η θέση του έναντι του καπιταλισμού είναι διαφορετική από εκείνη των τρόπων παραγωγής πριν από τον καπιταλιστικό. Ενώ στις δύο πρώτες φάσεις ο καπιταλισμός αντιπροσώπευε τις νέες παραγωγικές δυνάμεις, στην τρίτη φάση η ομότιμη παραγωγή είναι ο νέος και αναδυόμενος τρόπος παραγωγής και ο καπιταλισμός είναι ο φθίνων. 

Αν υπερισχύσει η ομότιμη παραγωγή έναντι του καπιταλισμού, θα έχουμε την αναδυόμενη φάση του κοινωνικού σχηματισμού της ομότιμης παραγωγής. Δε θέλω να δώσω την εντύπωση ότι η νίκη της ομότιμης παραγωγής απέναντι στον καπιταλισμό είναι είτε ομαλή εξελικτική διαδικασία είτε αναπόφευκτη. Εξαρτάται πλήρως από τους προσανατολισμούς και τις συνέπειες της τρέχουσας κοινωνικής πάλης, ιδιαίτερα του αγώνα των κοινοτήτων με ομότιμη παραγωγή. Καθώς θα ασχοληθώ με το θέμα αυτό στο τελευταίο μέρος, το μέρος που ακολουθεί διερευνά κατά πόσον η τρέχουσα κοινωνική παραγωγή μπορεί να συμπεριληφθεί γενικά στην παραγωγή υλικών αγαθών.

Μπορεί η παραγωγή και η διανομή υλικών αγαθών να οργανωθεί μέσω του ομότιμου τρόπου παραγωγής;

Ο κοινωνικός τρόπος παραγωγής (ομότιμος) έχει σήμερα επεκταθεί πέρα από το χώρο των λογισμικών και καλύπτει και άλλους τομείς της παραγωγής συμβόλων και σημείων (βλ. ιστοσελίδα του Ιδρύματος Ομότιμης Παραγωγής, P2P Foundation). Ο Bauwens (2011) αποδεικνύει ότι η ομότιμη παραγωγή κερδίζει έδαφος στο σχεδιαστικό και κατασκευαστικό χώρο. Ο Adrian Bowyer (2006) και οι συνεργάτες του παρουσίασαν ένα έργο ανοιχτού κώδικα για την παραγωγή τρισδιάστατου εκτυπωτή το 2005, ο οποίος τώρα αναπαράγει τον εαυτό του. Πράγματι, ο ομότιμος τρόπος παραγωγής μπορεί να επεκταθεί στους περισσότερους κλάδους της παραγωγής υλικών αγαθών. Η αυτοματοποίηση θα είναι πυλώνας αυτού του μετασχηματισμού, αν και δεν αποτελεί η αυτοματοποίηση απαραίτητη προϋπόθεση για την ομότιμη παραγωγή υλικών αγαθών. Σε μια πλήρως αυτοματοποιημένη παραγωγή, η ομότιμη παραγωγή του γνωστικού παράγοντα (έρευνα και ανάπτυξη, σχεδιασμός και λογισμικά) θα οδηγήσει την παραγωγή υλικών αγαθών κάτω από την επίδραση της ομότιμης παραγωγής. 

Η καπιταλιστική αυτοματοποίηση έχει αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων εργασίας και την υποβάθμιση της εργασίας. Η αυτοματοποίηση δε θα χρειαστεί να προκαλέσει τις επιπτώσεις αυτές στον κοινωνικό σχηματισμό της ομότιμης παραγωγής. Η απασχόληση δεν έχει κανένα νόημα και η αυτοματοποίηση θα προσφέρει στην ανθρωπότητα πολύ ελεύθερο χρόνο. Αυτός ο χρόνος μπορεί να αφιερωθεί στη συλλογική παραγωγή γνώσης, εκπαίδευσης και κοινωνικής πρόνοιας.

Καθώς οι στρατηγικοί υλικοί πόροι είναι περιορισμένοι και διασκορπισμένοι άνισα στον κόσμο, η δίκαιη παγκόσμια διανομή των πόρων αυτών θα γίνει μια μεγάλη πρόκληση για μια παγκόσμια κοινωνία ομότιμης παραγωγής. 
Το φυσικό όριο των πρώτων υλών θα περιορίσει επίσης και τον υλικό πλούτο, και θα χρειαστούν κανόνες διανομής. Ωστόσο, το κριτήριο της διανομής μέσα στην παγκόσμια κοινότητα και σε κάθε τοπική κοινωνία δεν μπορεί να είναι η συμβολή της εργασίας από άτομα και κοινότητες, επειδή η γνωστική εργασία είναι συλλογική σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν έχει ανταλλακτική αξία και δεν παράγει ανταλλακτική αξία. Μόνο οι ανάγκες των κοινοτήτων και των ατόμων, που ορίζονται δημοκρατικά μεταξύ και εντός των κοινοτήτων, μπορεί να είναι το κριτήριο της διανομής. 
Δεν μπορώ να κάνω υποθέσεις σχετικά με κανόνες που θα ρυθμίζουν την ομότιμη παγκόσμια διανομή πρώτων υλών, αλλά είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι, αν ο παράγοντας γνώση αποτελέσει δωρεάν κοινό αγαθό για όλη την ανθρωπότητα, τότε οι στρατηγικοί φυσικοί πόροι θα πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους. 

Το οικολογικό κίνημα έχει ήδη διαμορφώσει την αντίληψη ότι η γη και η ατμόσφαιρα είναι παγκόσμια κοινά αγαθά (Rabinowitz, 2010). Η κοινή ιδιοκτησία και χρήση της φύσης, και ιδίως της στεριάς, από το σύνολο της ανθρωπότητας θα είναι η απόλυτη πρόκληση για την κοινωνία της ομότιμης παραγωγής και, για παρόμοιους λόγους, για την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Ως εκ τούτου, η προστασία της φύσης θα γίνει η κύρια προτεραιότητα της παγκόσμιας ομότιμης κοινωνίας.

Ποιες είναι οι δυνατότητες για τη δημιουργία μιας ομότιμης κοινωνίας: ο ρόλος του αγώνα

Ο καπιταλισμός βρίσκεται σε βαθιά κρίση και υπάρχει ένα παγκόσμιο αντικαπιταλιστικό κίνημα. Επιπλέον, η τεχνολογική βάση για τη δημιουργία μιας πλήρως ανεπτυγμένης ομότιμης κοινωνίας ήδη υπάρχει και ένας σημαντικός αριθμός εργατών της γνώσης προσπαθούν ενθουσιωδώς να επεκτείνουν την ομότιμη παραγωγή. 

Ωστόσο δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η ομότιμη παραγωγή θα υπερισχύσει αυτόματα του καπιταλισμού. Ο Tim Wu (2010) υποστηρίζει ότι το κράτος και οι εταιρικές αυτοκρατορίες θα παλέψουν με νύχια και με δόντια για να φέρουν τις τεχνολογίες της πληροφορικής υπό τον έλεγχό τους, όπως έκαναν με τη ραδιοτεχνολογία. Αλλά δεν είναι εξασφαλισμένο εκ των προτέρων ότι θα πετύχει το κράτος και το κεφάλαιο να αποτρέψει την ομότιμη παραγωγή να γίνει ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής. 
Τα πράγματα μπορούν να πάνε σε οποιαδήποτε κατεύθυνση ανάλογα με το αποτέλεσμα των κοινωνικών αγώνων. Το κίνημα της ομότιμης παραγωγής, αν το στηρίξουν όλα τα άλλα κοινωνικά μαζικά κινήματα, μπορεί να επικρατήσει. Ο κοινωνικός αγώνα επίσης θα καθορίσει το είδος της ομότιμης κοινωνίας που θα έχουμε.

Ποια είναι λοιπόν τα πιθανά σενάρια για να γίνει η ομότιμη παραγωγή ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής; Θα αυξάνεται παράλληλα με τον καπιταλισμό, μέχρι να τον ξεπεράσει; Ή θα είναι η πορεία της ανάπτυξής της πολύ πιο περίπλοκη, με επιτυχίες και αποτυχίες και με προσωρινά πισωγυρίσματα; Θα είναι μια κοινωνική επανάσταση που θα αφαιρέσει από τους καπιταλιστές στρατηγικά μέσα παραγωγής προϋπόθεση για να γίνει η ομότιμη παραγωγή ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής; Ποιος θα είναι ο ρόλος των κοινωνικών αγώνων και της ανθρώπινης συνείδησης στην προώθηση της ομότιμης παραγωγής; 

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά χρειάζεται συλλογική προσπάθεια πολλών. Εδώ αρκεί να αναφέρουμε ότι «η ιδέα του κομμουνισμού» ξαναγίνεται ελκυστική. Ωστόσο δεν είναι αρκετό, αν και είναι πραγματικά απαραίτητο, να πούμε ότι «ένας άλλος κομμουνισμός είναι δυνατός» (Harvey, 2010:259), αλλά να φανταστούμε το γενικό περίγραμμα της κομμουνιστικής παραγωγής. Εδώ έγκειται η ιστορική και πολιτική σημασία της ομότιμης παραγωγής. Αντιπροσωπεύει, αν και σε εμβρυακή μορφή, ένα μοντέλο για την κομμουνιστική παραγωγή και διανομή. Είναι σίγουρο ότι η επιτυχία αυτού του τρόπου παραγωγής θα εξαρτηθεί από τη συνακόλουθη κοινωνική πάλη. Ποια είναι λοιπόν τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του κοινωνικού κινήματος της ομότιμης παραγωγής; Το δυνατό του σημείο είναι ότι πρόκειται για παραγωγική πρακτική.

Το αδύνατο σημείο του, όπως υποστηρίζει ο Söderberg (2008), είναι ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες στην ομότιμη παραγωγή δε διαθέτουν σαφή αντικαπιταλιστική συνείδηση, πόσο μάλλον κομμουνιστική συνείδηση. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, υπάρχουν κάποιοι όπως ο Moglen (2003), ο Barbrook (2007) και ο Kleiner (2010) που ορίζουν το κίνημα ως κομμουνιστικό. 

Ωστόσο η συμμετοχή των περισσοτέρων στην παραγωγή υπαγορεύεται από προσωπικούς λόγους όπως ότι κάνουν κάτι συναρπαστικό και δημιουργικό και βελτιώνουν τις δικές τους δεξιότητες. Οι συμμετέχοντες, όμως, γνωρίζουν και εκτιμούν το γεγονός ότι παράγουν κοινά αγαθά. Παρά την έλλειψη ενός σαφούς κομμουνιστικού οράματος, οι εθνογραφικές παρατηρήσεις μου δείχνουν ότι οι συμμετέχοντες έχουν αναπτύξει και εκτιμούν προοδευτικές πεποιθήσεις όπως την εκτίμηση της συνεργασίας, την προτίμηση για δημιουργικότητα και ευτυχία παρά για χρήματα και καριέρα, τις οικολογικές ανησυχίες, την προτίμηση για τα δημόσια συμφέροντα παρά για εγωιστικά συμφέροντα, την αντιπάθεια για τον καταναλωτισμό, και το ενδιαφέρον για τους φτωχούς και τον τρίτο κόσμο. Παραδείγματος χάριν, οι ακτιβιστές της τεχνολογίας έχουν βοηθήσει Ιρανούς, Τυνήσιους, Αιγύπτιους και Σύριους ακτιβιστές να οργανώσουν δημόσιες σφαίρες βασισμένες στο διαδίκτυο.

Οι ομότιμες κοινότητες αναπτύσσουν επίσης μια προοδευτική και ανθρωπιστική ηθική στάση. Τα μέλη των κοινοτήτων δεν εκτιμούν την καυχησιολογία, την αυτοπροβολή, την ανεντιμότητα και την κυνική χειραγώγηση. Σε γενικές γραμμές, ενώ υπάρχει η αναγνώριση του ατόμου και της συνεισφοράς του, το κοινό ενδιαφέρον για τη διατήρηση και την ανάπτυξη παραγωγικών ομότιμων κοινοτήτων είναι έντονο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο σχηματισμός μιας στέρεας κολεκτιβιστικής και προοδευτικής κουλτούρας που αναπτύσσεται οργανικά γύρω από την ομότιμη παραγωγή και από άλλα κοινωνικά κινήματα θα είναι απαραίτητος για το σχηματισμό μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Παρά τη σημασία αυτής της προοδευτικής κουλτούρας εν τη γενέσει της, δεν μπορεί να διορθώσει την έλλειψη σαφούς προγραμματικού κομμουνιστικού οράματος και σταθερής θεωρητικής κριτικής του καπιταλισμού που εμφανίζουν οι συμμετέχοντες.

Η έλλειψη σαφούς κολεκτιβιστικού οράματος σε συνδυασμό με το κυρίαρχο καπιταλιστικό περιβάλλον καθιστά την ομότιμη παραγωγή ευάλωτη στην εισβολή του καπιταλισμού. Πολλά από τα έργα που είχαν ξεκινήσει ως έργα ομότιμης παραγωγής έγιναν καπιταλιστικές επιχειρήσεις. 
Υπό αυτές τις συνθήκες, η διάδοση ενός σαφούς κομμουνιστικού οράματος μεταξύ αυτών που συμμετέχουν στην ομότιμη παραγωγή θα είναι απαραίτητη για την προώθηση του νέου τρόπου παραγωγής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανάμεσα στους παραγωγούς της ομότιμης παραγωγής υπάρχει ένα τμήμα συνειδητών κομμουνιστών. 

Αυτό το κομμουνιστικό τμήμα πρέπει να διεξαγάγει έναν ασυμβίβαστο θεωρητικό και κριτικό αγώνα μέσα στο κίνημα της ομότιμης παραγωγής. Ωστόσο, αυτός ο αγώνας θα πρέπει να διεξαχθεί με φιλικές σχέσεις και να αποφύγει το σεχταρισμό. Οι κομμουνιστές δεν πρέπει να θέτουν τον εαυτό τους ενάντια στους συμμετέχοντες στο κίνημα της ομότιμης παραγωγής που δεν είναι κομμουνιστές. 

Στην πραγματικότητα, όπως υποστηρίζει ο Barbrook (2007), όλοι οι συντελεστές της ομότιμης παραγωγής συμμετέχουν σε μια κομμουνιστική υλική πρακτική ανεξάρτητα από τη στάση τους απέναντι στον κομμουνισμό. Το καθήκον των κομμουνιστών είναι να περιγράψουν και να θεωρητικοποιήσουν αυτήν την πρακτική και να ασκήσουν κριτική στον καπιταλισμό από την πλεονεκτική θέση αυτής της πρακτικής. Η ίδια η ομότιμη παραγωγή έχει ήδη αναπτύξει μια εξαιρετική διαδικασία για την προώθηση μιας κρίσιμης συζήτησης μεταξύ των συμμετεχόντων. Η συμβολή του καθενός στην παραγωγή υπόκειται σε ανοιχτή και δημόσια εξέταση, αξιολόγηση και αναγνώριση από άλλους στο διαδίκτυο. Η διαδικασία αυτή μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί (και χρησιμοποιείται σε κάποιο βαθμό) σε πολιτικές, θεωρητικές και ιδεολογικές συζητήσεις μέσα στις ομότιμες κοινότητες.

Εκτός από την έλλειψη ταξικής συνείδησης στους ομότιμους παραγωγούς, και ίσως ως αποτέλεσμα αυτής, μία άλλη αδυναμία του κινήματος της ομότιμης παραγωγής είναι η απουσία σταθερών συνδέσμων/συμμαχιών των ομότιμων παραγωγών και άλλων προοδευτικών κοινωνικών κινημάτων. Αυτό αποτελεί επίσης αδυναμία και άλλων κοινωνικών κινημάτων. Η συμμαχία ενός συνειδητού ομότιμου κινήματος και άλλων κοινωνικών κινημάτων με αντισυστημικές δυνατότητες και στόχους θα ενισχύσει και τις δύο πλευρές. Η ομότιμη παραγωγή θα υποστηριχτεί στον αγώνα της εναντίον του ολοένα και πιο δρακόντειου καθεστώτος πνευματικής ιδιοκτησίας που έχει επιβληθεί τα τελευταία 30 χρόνια. Η ομότιμη παραγωγή, από την άλλη πλευρά, παρέχει σε άλλα κοινωνικά κινήματα τα μοντέλα για μια πιο δίκαιη, δημοκρατική και οικολογική εναλλακτική λύση συνεργασίας στην παραγωγή, τη δημόσια σφαίρα και την αυτοδιακυβέρνηση, καθώς και τη συνειδητοποίηση της ατομικής ελευθερίας και της δημιουργικότητας. Είναι πράγματι πολύ ελπιδοφόρο το ίδιο το γεγονός ότι το κίνημα «Καταλάβετε τη Γουόλ Στριτ» ξεκίνησε από το περιοδικό «Adbusters» και τους Anonymous και ότι η αποκεντρωμένη/δικτυακή μορφή της οργάνωσης, παράλληλα με εκείνη των Indignados, είναι παρόμοια με της ομότιμης παραγωγής.

Υπάρχει τουλάχιστον ένα τμήμα μεταξύ των ομότιμων παραγωγών που συσχετίζουν σαφώς την πρακτική τους με τα ευρύτερα θέματα της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, των κοινών αγαθών και της δημοκρατίας. Συμμετέχουν επίσης και σε άλλα κοινωνικά κινήματα. 

Η ακαδημαϊκή και η ακτιβιστική αριστερά, από την άλλη πλευρά, δεν έχουν κατανοήσει ακόμη την ιστορική πρωτοτυπία και σημασία της ομότιμης παραγωγής. Συνήθως υποβαθμίζουν τη σημασία της ομότιμης παραγωγής θεωρώντας την το χόμπι κάποιων γιάπηδων ή ένα επιφαινόμενο στις παρυφές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Άλλοι υποβαθμίζουν τη σημασία της με τον υπαινιγμό ότι δεν είναι δυνατόν οι ντομάτες ή τα αγγούρια να παραχθούν με ομότιμη παραγωγή. Αγνοούν το γεγονός ότι η τεχνολογία και οι βιολογικές επιστήμες, ιδιαίτερα η μικροβιολογία συμπεριλαμβανομένης της αλληλουχίας του DNA, οι οποίες γίνονται ολοένα και πιο σημαντικές για τη γεωργία, μπορούν να παραχθούν μέσω ομότιμης συνεργασίας. Ωστόσο, ένα άλλο επιχείρημα δείχνει ότι οι υπολογιστές, η τεχνολογία των πληροφοριών και οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές αποτελούν αποκλειστική πολυτέλεια των προνομιούχων. Αν και αυτό είναι αληθές σε κάποιο βαθμό, δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως στατικό γεγονός. 

Κατώτερες ομάδες μάχονται για να οικειοποιηθούν την τεχνολογία των πληροφοριών για τους δικούς τους σκοπούς. Οι Ζαπατίστας χρησιμοποίησαν το διαδίκτυο για να κινητοποιήσουν την παγκόσμια υποστήριξη του κινήματός τους. Πρόσφατα, Κινέζοι εργαζόμενοι μετανάστες, ακτιβιστές πράσινων κινημάτων στο Ιράν και ακτιβιστές στην Αίγυπτο, την Τυνησία και τη Συρία έχουν χρησιμοποιήσει το διαδίκτυο για να κυκλοφορούν τα νέα των διαμαρτυριών τους. Φορητοί υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα που διαθέτουν τις λειτουργίες των υπολογιστών γίνονται όλο και φθηνότερα και ως εκ τούτου προσιτά για τους πολλούς, αν και όχι για όλους, στον παγκόσμιο Νότο. 

Το ίδιο ισχύει και για τους τρισδιάστατους εκτυπωτές. Η αριστερά πρέπει να αναγνωρίσει ότι ο αγώνας για τη γνώση είναι το νέο μεγάλο πεδίο της κοινωνικής πάλης και να δώσει τη δέουσα σημασία στην ομότιμη παραγωγή, σε αυτό το πλαίσιο.

Ένα μεγάλο κίνημα διαμαρτυρίας σάρωσε τον πλανήτη το 2011. Τι θα συμβεί αν αυτά τα κινήματα διαμαρτυρίας θέσουν στην ατζέντα τους την οικειοποίηση μεγάλων μέσων παραγωγής και την αναδιοργάνωσή τους σε ένα σύστημα ομότιμης συνεργασίας;

Ο Jakob Rigi είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης,
στη Βουδαπέστη

Μετάφραση: Γιώργος Παντελαίος

Το πρωτότυπο κείμενο: Journal of Peer Production

Έργα που αναφέρονται στο κείμενο

Amin, A. (1994) (ed.) Post-Fordism, Oxford: Blackwell.
Barbrook, R. (2007) ‘Cybercommunism: How the Americans Are Superseding Capitalism in Cyberspace’, http://www.imaginaryfutures.net/2007/18by-richard-barbrook/.
Bauwens, M (2011) ‘Open Design and Manufacturing’ WE_Magazine.
Benkler, Y. (2006) The Wealth of Networks: How Social Production Transforms Market and Freedom, New Haven: Yale UP.
Boyle, J. (1996) Shamans, Software and Spleens: Law and the Construction of Information Society, Cambridge Mass: Harvard UP.
Bowyer, A. (2006) ‘The Self-replicating Rapid Prototyper – Manufacturing for the Masses’, http://reprap.org/wiki.Philopsphy Page. Dowloaded. 2/26. 2011
Braverman, H. (1974) Labor and Monopoly Capital: Degradation of Work in the Twentieth Century, New York: Monthly Review Press.
Brook, F. (1975) The Mythical Man-Month: Essays on Software Engineering, Reading, Mass: Addison-Weley.
Castells, M. (2010/1996) The Rise of the Network Society, Oxford: Wiley – Blackwell.
Gorz, A. (1999) Reclaiming Work, Cambridge: Polity Press.
Hardt, M., and Negri, A. (2011) ‘What to Expect in 2011′. Adbusters.
Hardt, M. and Negri, A. (2000) Empire, Cambridge Mass: Harvard UP.
Harvy, D. (2010) The Enigma of Capital, London: Profile Books.
Huws, U. (2003) The Making of Cybertariat: Virtual Work in the Real World, New York: Monthly Review Press.
Kaplinsky, R. (1988) ‘Restructuring Capitalist Labour Process’. Cambridge Journal of Economic,12: 541-70.
Kleiner, D. (2010) Telekommunist Manifesto, Amsterdam: Institute of Network Cultures.
Lessig, L. (2005) Free Culture: The Nature and Future of Creativity, Penguin Books.
Mandel, L. (1970) Late Capitalism, London: Verso.
Marx, K. (1965) Pre/Capitalist Economic Formations, New York: International Publication.
Marx, K. (1978a) ‘Enstranged Labour’ in Tucker, R.C. (ed.) Marx and Engels Reader, New York: Norton and Company.
Marx, K. (1978b) ‘Critique of Gotha Programme’ in Tucker, R.C. (ed.) Marx and Engels Reader, New York: Norton and Company.
Marx, K. (1978c) ‘Preface to A Contribution to the Critique of Political Economy’ in Tucker, R.C. (ed.) Marx and Engels Reader, New York: Norton and Company.
Marx, K. (1976) Capital Vol. I, Penguin Books.
Marx, K. (1978) Capital Vol .II, Penguin Books.
Marx, K. (1981) Capital Vol. III, Penguin Books.
Merton, K. (1979) The Sociology of Science: Theoretical and Empirical Investigations, Chicago UP.
Merton, K. (1996) On Social Structure and Science, Chicago: Chicago UP.
Moglen, E. (2003) dtCommunist Manifesto, http://www.emoglen.law.columbia.ed/my_pubs/dcm.html.
O’Neil, M. (2009) Cyberchiefs: Autonomy and Authority in Online Tribe: London: Pluto Press.
Ostrom, E. (1990) Govening the Commons: The Evolution of Institutions for Collective Action,
Raymond, E. (2001) The Cthedral and the Bazaar:Musing on Linux and Open Source bt anAccidental Revolutionary, Sebastopol: O’Reilly.
Rigi, J. (2011) ‘Peer to Peer Production and Advanced Communism: The Alternative to Capitalism’ Unpublished ms.
Rabinowitz, D. (2010) ‘Ostrom, the commons, and the anthropology of “earthlings” and their atmosphere’Focaal: Journal of Global and Historical Anthropology, 57:104-108.
Soderberg, J (2008) Hacking Capitalism: The Free and Oen Source Software Movement, New York: Routledge.
Stallman, R. (2002) Free Software, Free Society, Boston: GNU Press.
Tamney, J. (1994) ‘A New Paradigm of Work Organization and Technilogy’ in Amim, A. (ed.) Post-Fordism, Oxford: Blackwell.
Weber, S. (2004) The Success of Open Source, Cambridge Mass: Harvard UP.
Wu, T. (2010) The Master of Switch: The Rise and Fall of Information Enterprises, New York: Knof.

Πηγή: Journal of Peer Production και εφημερίδα Δράση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου