19/5/15

Κόκκινες γραμμές και Πράσινα άλογα




Όταν προεκλογικά υπόσχεσαι στους μεν παραμονή στο ευρώ και στους δε διαγραφή χρέους και κατάργηση μνημονίων είναι εύκολο να πάρεις τις εκλογές. Αλλά μετά, ως κυβέρνηση είναι εντελώς αναπόφευκτο να ακούσεις λαχαναγορίτικα τουλάχιστον από τη μια πλευρά. Ε, λοιπόν η κυβέρνηση με κύρια συνιστώσα τον ΣΥΡΙΖΑ, κάνει ό,τι μπορεί για να τα ακούσει και από τις δύο πλευρές. Όμως το τι θα πάθει πολιτικά το εν λόγω κόμμα είναι το έλασσον, για να το πούμε ευγενικά

Το μείζον είναι αυτός ο εγκληματικός για τις τύχες όλων μας, κυβερνητικός τυχοδιωκτισμός του «πάμε και βλέπουμε». Χωρίς πραγματικό σχέδιο δράσης, χωρίς δομημένο πλάνο αντίδρασης, χωρίς αναλυτικό πρόγραμμα για την επόμενη μέρα (συμπεριλαμβανομένης της κακής μας), με «κόκκινες γραμμές» που αλλάζουν διαρκώς απόχρωση και θέση, με διγλωσσία που αποπροσανατολίζει τον λαό και υπονομεύει τις όποιες πολιτικές, οικονομικές και διαπραγματευτικές δυνατότητες της Ελλάδας.

Αν η κυβέρνηση Τσίπρα μαγεμένη από τα θέλγητρα της αποκαλούμενης Ευρώπης ήθελε σώνει και καλά συνεύρεση, μη αποκλείοντας μάλιστα το μαζοχιστικό, δεν υπήρχε λόγος να εκτεθεί δημοσίως. Όχι μόνο το έκανε, αλλά πορεύτηκε και πορεύεται με τον χειρότερο δυνατό τρόπο για τη χώρα, για την πραγματική –τη μη εικονική- Ευρώπη, για τα συμφέροντα κυρίως της εργατικής τάξης και ασφαλώς για το μέλλον της αριστεράς. Διότι κατάφερε να στρέψει τα μάτια όλου του κόσμου πάνω της ακριβώς τη στιγμή του βίτσιου: δυο μπάτσες και πίσω στο κλουβί με kolotoumba (κληροδότημα της υπερήφανης κυβέρνησης Τσίπρα στο διεθνές πολιτικό αγοραίο λεξιλόγιο). Πέτυχε να μετατρέψει δηλαδή μια παραταξιακή διαστροφή στο αποκαρδιωτικό θέαμα μιας –τουλάχιστον μέχρι στιγμής- ατιμωτικής και οικτρής συνολικής ήττας, μιας ήττας που με την πορεία που η ίδια επέλεξε ήταν φυσικά προδιαγεγραμμένη.

Γιατί αν αντιθέτως η κυβέρνηση πίστευε ποτέ σε πραγματικές κόκκινες γραμμές και επομένως σε σοβαρή πιθανότητα αντιμετώπισης ενός ανελέητου οικονομικού, πολιτικού ή και άλλου πολέμου -που κάθε σοβαρή ρήξη  με πανίσχυρα οικονομικοπολιτικά σαρκοβόρα συνεπάγεται- τότε εγκλημάτησε ακόμα χειρότερα: Δεν προετοίμασε τον ελληνικό λαό για αυτές τις συνέπειες, δεν ξεστόμισε καμιά αλήθεια. Συνεχίζει μέχρι σήμερα να τον νανουρίζει με φιλοευρωπαϊκά αφηγήματα της κακιάς ώρας αντί να τον ενημερώσει για τους κινδύνους που διατρέχει κάθε κοκκινοσκουφίτσα από τις λυκοφιλίες της. Προτίμησε να αγνοεί το χαμηλό βαρομετρικό και την επερχόμενη καταιγίδα, και δεν έχει έτοιμο ούτε ένα αξιόπιστο σωσίβιο από το εξωτερικό. Αμφιβάλλουμε αν η κηρώδης ευκαμψία της θα της επέτρεπε έστω μια σοβαρή διαπραγμάτευση με κάποιον άλλον επίδοξο προστάτη και με στόχο ένα εναλλακτικό έστω νταβατζιλίκι με λιγότερο επαχθείς όρους! Δεν κατάρτισε κανένα αξιόπιστο σχέδιο β οικονομικής μας επιβίωσης (πολύ δε περισσότερο μεσο-μακροπρόθεσμης ευημερίας), ούτε φαίνεται διατεθειμένη να ποντάρει στη λαϊκή και εθνική συσπείρωση που προκύπτει όταν ένας λαός ενημερώνεται επαρκώς και αληθώς για τις πραγματικές απειλές κατά της υπόστασής του. Αντί να αναγνωρίσει και να ονοματίσει τον εχθρό άρχισε να τον ευφημεί όχι μόνο εκτός αλλά και εντός συνόρων («εταίροι», «θεσμοί», «ευρωπαϊκή οικογένεια») και να χαριεντίζεται μαζί του τη στιγμή του βιασμού της ελληνικής κοινωνίας. Αντί να του δείξει ότι διαθέτει κι αυτή νύχια -έστω σαν γατάκι με στοιχειώδες ένστικτο- προτίμησε να τα κόψει και να τα κρύψει, αντιδρώντας μάλλον σαν λαχανιασμένη υπάκουη σκυλίτσα που τη μάλωσε ο κυρ-Σόιμπλε, το αφεντικό της. Κάθε τόσο όμως θεωρεί υποχρέωσή της να γαυγίζει με εκείνη την ιδιαίτερα απειλητική φωνή του κανίς. Επιπλέον δηλώνει και περήφανη με την επαναστατική παρακαταθήκη που μέχρι στιγμής μας αφήνει: ένα υπουργικό «Ουάου!» και τη μετονομασία της τρόικας.

Η μόνη υπόνοια αμυντικής συγκρότησης που υποφώσκει μέσα στο βαθύ κυβερνητικό και κοινοβουλευτικό σκοτάδι, είναι οι εργασίες της επιτροπής αλήθειας για το χρέος σε συνδυασμό με το αόριστο ενδεχόμενο κάποιου δημοψηφίσματος. Το δε γεγονός του εκνευρισμού και των αμήχανων αντιδράσεων στο ενδεχόμενο αυτό αποτελεί σαφέστατη απόδειξη ότι οι πραγματικές δημοκρατικές διαδικασίες αποτελούν τη μόνη απειλή που το σύστημα παίρνει σοβαρά υπόψη. Αλλά επειδή αυτό που εδώ συζητείται είναι ένα και μοναδικό δημοψήφισμα (βλέπε δημοκρατία με σχεδόν ολική αναπηρία), η αξία του ακόμα και ως απειλής είναι περιορισμένη. Για ποιο πράγμα θα αποφασίσουμε με αυτό το μεμονωμένο δημοψήφισμα; Για το αν θα φύγουμε από το ευρώ; Αν θα αποπληρώσουμε στο ακέραιο το χρέος ή θα απαιτήσουμε κούρεμα ή διαγραφή του; Τίθεται π.χ. καθόλου ζήτημα ΕΕ και των στραγγαλιστικών οικονομικών και λοιπών πολιτικών της; Θα πούμε, «όχι στο ευρώ αλλά ναι στην ΕΕ»; Θα πούμε –ακόμα χειρότερα- «όχι στο ευρώ αλλά ναι στην αποπληρωμή του χρέους»; Τα επακόλουθα ορισμένων καθοριστικών «όχι» τα συζητήσαμε επαρκώς; Σε περίπτωση ρήξης τι θα κάνει η κυβέρνηση με τις ελληνικές τράπεζες, με τη ρευστότητά τους, την ιδιοκτησία τους και το ρόλο τους στην οικονομία; Ύστερα, σε έναν ανοιχτό ή συγκαλυμμένο οικονομικό πόλεμο με τους πιστωτές ποιο λεπτομερές σχέδιο χρηματοδότησης και αναδιάρθρωσης της οικονομίας, ενθάρρυνσης της παραγωγής, στήριξης του κοινωνικού κράτους και κλεισίματος της ταξικής οικονομικής ψαλίδας έχει εκπονηθεί; Δεν το ακούμε από επίσημα χείλη ούτε ως εναλλακτικό σενάριο ούτε καν ως πρόγραμμα έκτακτης ανάγκης! Ακόμα κι αν υπάρχουν τέτοιες ιδέες (γιατί σοβαρά κυβερνητικά σχέδια σίγουρα δεν υπάρχουν) έχει την παραμικρή γνώση για αυτές ο μέσος Έλληνας πολίτης, του οποίου τη στήριξη υποτίθεται ότι μπορεί και οφείλει να ζητήσει η κυβέρνηση ενόψει της όποιας πιθανότητας ρήξης; Γιατί έστω δεν διαρρέονται από «ανώνυμες πηγές» «ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες» για τις εναλλακτικές αυτές πολιτικές ούτε προς όλους εμάς τους αναστενάρηδες ούτε προς τους καουμπόηδες των Βρυξελών μπας και θελήσουν επιτέλους να διαπραγματευτούν έστω στοιχειωδώς; 

Τέλος, ποια αντι-προπαγάνδα έχει προετοιμάσει η αριστερή μας κυβέρνηση και ποιο σχέδιο μάχης της ενημέρωσης διαθέτει για να τα βγάλει πέρα με τους ξένους και εγχώριους βαρώνους των ΜΜΕ που θα κορυφώσουν τον πόλεμο κατά της πολιτικής και κοινωνικής αλήθειας σε περίπτωση ουσιαστικής αντιπαράθεσης με τους εγχώριους και διεθνείς προστάτες μας; Και αλήθεια, επιτελάρχης αυτής της αντι-προπαγάνδας θα είναι ένας...Ταγματάρχης (και μάλιστα με καριέρα που κάθε άλλο παρά Λάμπει);

Όλα αυτά δείχνουν προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: ότι δεν υπάρχει καμιά πραγματική κόκκινη γραμμή, ότι η κυβέρνηση είναι έτοιμη να πει ναι σε κάθε απαίτηση των δανειστών, ακόμα κι αν αυτή συνεπάγεται όξυνση της ανθρωπιστικής κρίσης (δεδομένου ότι ήδη άνθρωποι πεινάνε και πεθαίνουν χωρίς φαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη) και ότι η κυβέρνηση δεν ετοιμάζεται για πόλεμο με τους ληστές, αλλά με την εσωτερική της αντιπολίτευση και με το λαό. Έχει μάλιστα ρίξει κι άλλες γέφυρες συνεργασίας με τη δεξιά, με την οποία άλλωστε ήδη συνεργάζεται. Ας σταματήσει λοιπόν το παραμύθι. Και μόνο η ανυπαρξία εναλλακτικού σχεδίου, αποδεικνύει και την ανυπαρξία κόκκινων γραμμών.

Κρίμα, γιατί αυτό που φοβούνται οι πιστωτές μας και ολόκληρη η παρασιτική τάξη που εκπροσωπούν είναι μην τυχόν πετύχει, έστω τοπικά, οποιοδήποτε οικονομικό και πολιτικό μοντέλο βρίσκεται εκτός του άμεσου και αποκλειστικού ελέγχου τους. Γιατί σε τέτοια περίπτωση ο μύθος του μονόδρομου θα κατέρρεε και ένα ντόμινο δυσάρεστων για αυτούς εξελίξεων θα ήταν πλέον παραπάνω από πιθανό. Δεν υπάρχει πιο επώδυνο χαστούκι, πιο σοβαρή απειλή για αυτούς από τη δραπέτευση ενός κράτους-κρατούμενού τους, με ευεργετικές για τον λαό οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Αυτό που τους γεμίζει με ανασφάλεια είναι πως, σε πλήρη αντίθεση με ό,τι προπαγανδίζουν, γνωρίζουν άριστα ότι όχι μόνο υπάρχουν βιώσιμα εναλλακτικά οικονομικοπολιτικά μοντέλα (αυτά που δεν εξετάζει καθόλου η κυβέρνηση), αλλά και ότι η επιτυχία τους πρέπει να θεωρείται δεδομένη αν οι συμμορίτες δεν κάνουν ό,τι μπορούν για να εμποδίσουν τους λαούς να τα θέσουν σε εφαρμογή.

Αν λοιπόν θέλεις να μιλάς για κόκκινες γραμμές και να σε παίρνουν στα σοβαρά οι συνομιλητές σου, υπάρχει μια λίγο διαφορετική διαδικασία που επιβάλλεται να ακολουθήσεις: Καταρτίζεις αναλυτικά εναλλακτικά σχέδια δια παν ενδεχόμενο και κάνεις την καλύτερη εφικτή πρακτική προετοιμασία, (τα περισσότερα από αυτά έπρεπε φυσικά να είχαν ξεκινήσει όσο ακόμα ως αριστερό κόμμα εξουσίας, ήσουν στην αντιπολίτευση, και πάντως μέχρι σήμερα έπρεπε να έχουν σχεδόν ολοκληρωθεί). Ύστερα, με ανοιχτή και ειλικρινή διαβούλευση, προχωράς σε έναν αληθινό διάλογο με τον λαό τον ενημερώνεις υπεύθυνα για τις πιθανές συνέπειες κάθε επιλογής του, ακούς τι έχει εκείνος να πει για όλα αυτά και αναπροσαρμόζεις τις πολιτικές και τους σχεδιασμούς σου. Τέλος ζητάς την απόφασή του και την στήριξη των πολιτικών εφαρμογής αυτής της απόφασης. Μιλάς «καλά» και σταράτα: «Αυτά θα πάθουμε αν πάμε κόντρα, αυτά θα πάθουμε αν υποχωρήσουμε. Σε κάθε περίπτωση παθόντες θα είμαστε τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Μαγικά δεν υπάρχουν. Τα θετικά θα είναι αυτά στη μια περίπτωση, αυτά στην άλλη». Ο κόσμος πρέπει να ξέρει τι ακριβώς συνεπάγεται ο κάθε πολιτικός δρόμος, και ενήμερος πλέον να έχει αποφασιστικό δικαίωμα, αφού σε όλες τις περιπτώσεις αυτός θα κληθεί να πληρώσει το μάρμαρο. Όμως αν του μιλήσεις με ειλικρίνεια και αμεσότητα, τότε μπορείς πράγματι να υπολογίζεις στην υποστήριξή του. Η αλήθεια είναι τόσο ξένη προς τα κοινοβουλευτικά ήθη, τόσο λίγο συμβατή με την «τέχνη του εφικτού» και τόσο απροσδόκητη όταν εκφέρεται από επαγγελματία πολιτικό, που μπορείς να είσαι περίπου βέβαιος ότι ο κόσμος θα εκτιμήσει την ειλικρίνειά σου και ότι θα σου παράσχει αυτή τη στήριξη με ενθουσιασμό.
 
Στη συνέχεια γυρνάς στους αγαπημένους σου «θεσμούς», τους πληροφορείς με ψύχραιμες και καθαρές κουβέντες τι είσαι διατεθειμένος να κάνεις και τι όχι, τους διαβεβαιώνεις ευγενικά ότι ήρθες αποφασισμένος για μια συμφωνία προώθησης της ελληνικής και πανευρωπαϊκής κοινωνικής ευημερίας ή τους λες κάποια κοινότοπη μπούρδα του διπλωματικού savoir vivre, αλλά ξεκαθαρίζεις ότι ήρθες για διαπραγμάτευση και όχι για υποταγή. Τους ενημερώνεις ότι όχι μόνο δεν προτίθεσαι να υποχωρείς διαρκώς στο εθνικό σου ζήτημα αλλά πως επιπλέον έχεις απαιτήσεις αλλαγής επί το δημοκρατικότερον της ίδιας της δομής και λειτουργίας της ΕΕ και ασφαλώς αναθεώρησης όλων των λαοκτόνων πολιτικών της και ότι καταληκτικές ημερομηνίες θα υπάρξουν και ως προς αυτά! Με το πρώτο ειρωνικό «ουάου» που θα ακούσεις, βγάζεις ήρεμα το πολιτικό ρεβόλβερ σου και το ακουμπάς στο τραπέζι, όντας σίγουρος πως είναι γεμάτο και πως είσαι πραγματικά έτοιμος να το χρησιμοποιήσεις. Γιατί κατά πάσα πιθανότητα θα χρειαστεί να το κάνεις.