Ενας νέος κίνδυνος απειλεί την ελληνική οικονομία, καθώς η μείωση της κατανάλωσης, οι υψηλοί φόροι, η αδυναμία δανεισμού και ο φόβος για το αύριο δημιουργούν συνθήκες απελπισίας. Ο κίνδυνος είναι να διαμορφωθεί κίνημα για την παύση πληρωμών προς το Δημόσιο από αυτούς που είτε δεν έχουν τη δυνατότητα εξαιτίας της μείωσης του εισοδήματός τους είτε αντιδρούν υπό το βάρος των φόρων. Ο κίνδυνος αυτός αποτυπώνεται στις απόψεις των μικρομεσαίων επιχειρηματιών που απάντησαν σε έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ.
Τα στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ και αφορούν την κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι τραγικά. Η αγορά έχει διαλυθεί με περισσότερες από 88.000 θέσεις εργασίας να έχουν χαθεί στο πρώτο εξάμηνο του έτους και να απειλούνται με λουκέτο 175.000 επιχειρήσεις στο δεύτερο εξάμηνο του έτους. Το πιο ενδιαφέρον όμως συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι ένα σημαντικό ποσοστό των ερωτηθέντων μικροεπιχειρηματιών προτείνει την παύση πληρωμών προς το Δημόσιο ως την ενδεδειγμένη στάση για τη διάσωση της επιχείρησής τους. Η παύση πληρωμών προς το Δημόσιο θεωρείται από αυτούς τους μικρούς επιχειρηματίες αναγκαία για την επιβίωσή τους ελλείψει ρευστότητας. Δεν μπορούν, με λίγα λόγια, εξαιτίας της μείωσης του τζίρου τους να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, στο Μαξίμου και στο υπουργικό συμβούλιο επεκράτησε πολύ σοβαρός προβληματισμός μετά τη δημοσίευση της έρευνας της ΓΣΕΒΕΕ, αλλά στο υπουργείο Οικονομίας θεωρούν ότι η πολιτική που ακολουθείται είναι μονόδρομος τουλάχιστον ως το Πάσχα του 2011. Και αυτό διότι θέλει να εξασφαλίσει τις επόμενες δόσεις του δανείου της τρόικας, οι οποίες εξαρτώνται από την εφαρμογή του μνημονίου και μόνο. Είναι πεπεισμένο πλέον το υπουργείο Οικονομίας ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσει η χώρα να δανειστεί από τις διεθνείς αγορές τουλάχιστον ως το πρώτο τρίμηνο του 2011, συνεπώς θεωρεί ότι δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει την ίδια φορολογική πολιτική με την ελπίδα- πόθεν προκύπτει αυτή ουδείς γνωρίζει- ότι θα αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα. Η οικονομία έχει μπει σε έναν φαύλο κύκλο όπου η ύφεση περιορίζει το ΑΕΠ και δεν φέρνει φορολογικά έσοδα, ενώ η όποια φορολογική συνείδηση κινδυνεύει να χαθεί από την αδυναμία πληρωμής των δυσβάσταχτων φόρων.
Αποδεικνύεται σήμερα ότι η πολιτική που ακολουθείται δεν είναι η ενδεδειγμένη για το πρόβλημα της οικονομίας και ότι η τρόικα αποσκοπεί στο να μπορέσει το Δημόσιο να μαζέψει φόρους για να πληρώσει τα ομόλογα που έχουν στα χέρια τους οι ξένοι πιστωτές. Αυτό δηλαδή που γίνεται σήμερα είναι η αφαίμαξη του εισοδήματος των ελλήνων πολιτών προκειμένου να πληρωθούν οι ξένοι δανειστές. Η πολιτική αυτή όμως οδηγεί σε αδιέξοδο, διότι σε λίγο δεν θα υπάρχει ούτε δυνατότητα ούτε και διάθεση για την πληρωμή των φόρων.
Η κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοήσει τον ορατό πλέον κίνδυνο οι πολίτες να προχωρήσουν σε παύση πληρωμών προς το Δημόσιο. Αν αυτή η σκέψη αποκτήσει κινηματική διάσταση, κάτι το οποίο μπορεί να γίνει ξαφνικά και σύντομα, η οικονομία θα καταρρεύσει άμεσα. Ο Πρωθυπουργός πρέπει να δώσει οδηγίες προκειμένου να υπάρξει μείωση των φόρων και αναθέρμανση της οικονομίας, προτού φτάσει σε αναγκαστική αναδιάρθρωση του χρέους και παύση πληρωμών, ενδεχομένως νωρίτερα και από το Πάσχα του 2011.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ για να εξυγιανθεί δημοσιονομικά με βιώσιμο τρόπο και να ανακάμψει παραγωγικά χρειάζεται μία δραστική αναδιαπραγμάτευση και μαζική διαγραφή χρέους κατά 60-70%. Αυτό δεν αποτελεί μία αυθαίρετη εκτίμηση αλλά κατάληξη πολλών ξεχωριστών επιστημονικών εκτιμήσεων έγκυρων αναλυτών και οργανισμών με βάση και την ιστορική εμπειρία.
του ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ
Όταν ο υπουργός Οικονομίας κ. Παπακωνσταντίνου δηλώνει πως δεν τίθεται ζήτημα αναδιάρθρωσης χρέους λέγει στην πραγματικότητα τη μισή αλήθεια. Ζήτημα αναδιάρθρωσης χρέους δεν θέτει βεβαίως σήμερα η κυβέρνηση. Τίθεται, όμως, εκ των πραγμάτων. Από τον ίδιο τον χαρακτήρα της κρίσης και της αδυναμίας εναλλακτικής αντιμετώπισής της. Αρκετοί αριστεροί αναλυτές θεωρούν αντιμετωπίσιμη την ελληνική δημοσιονομική κρίση καταλογίζοντάς την στους κακούς κυβερνητικούς χειρισμούς και την ενδοτικότητα στις επιλογές της τρόικας. Χωρίς να το αντιλαμβάνονται έτσι συγκλίνουν μεθοδολογικά με την επίσημη ερμηνεία πως το κλειδί για την επίλυση της κρίσης βρίσκεται στο να πεισθούν οι αγορές πως η Ελλάδα επιτέλους προσαρμόζεται και όλα τελούν υπό έλεγχο. Δυστυχώς, όμως, ο κοινός στις δύο αυτές προσεγγίσεις, υποκειμενικός χαρακτήρας της κρίσης επισκιάζεται από το πραγματικό αντικειμενικό βάρος της. Η ελληνική κρίση είναι τριπλή και γι’ αυτό εξαιρετικά σύνθετη. Είναι προϊόν της διεθνούς υπερχρέωσης που έχει οδηγήσει στις σημερινές συνθήκες αυξανόμενης πιστωτικής ασφυξίας και ένδειας ρευστότητας των αγορών. Είναι αποτέλεσμα ενός εγχώριου δημοσιονομικού εκτροχιασμού δεκαετιών. Και είναι, επίσης, κατάληξη της χρόνιας έλλειψης ανταγωνιστικότητας ενός αναχρονιστικού μοντέλου ανάπτυξης της οικονομίας.
ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ο λόγος που η ελληνική κρίση εξαρτάται πρωτίστως από τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με εθνικά ματογυάλια, ενώ δεν αντιμετωπίζεται με συμβατικά δημοσιονομικά μέσα μόνον. Με τη σημερινή της μορφή, η ελληνική οικονομία είναι ήδη χρεωκοπημένη καθώς αδυνατεί να επιπλεύσει στη φουρτουνιασμένη -από τη δική της κρίση- ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. Αν αυτό δεν έχει επισήμως αναγνωρισθεί, είναι γιατί βρίσκεται διασωληνωμένη στην εντατική του ευρωπαϊκού μηχανισμού "στήριξης", της τρόικας και του Μνημονίου, ακολουθώντας τη γνωστή συνταγή της μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων με αποκλειστικό υποτίθεται στόχο τη μείωση του δημοσίου ελλείμματος και την τόνωση της ανταγωνιστικότητας. Λέμε "υποτίθεται", γιατί έχει επιστημονικά αποδειχθεί ότι το μεν έλλειμμα ανταγωνιστικότητας δεν οφείλεται στους υψηλούς μισθούς και δη συντάξεις, αλλά στις παρασιτικές στρεβλώσεις της οικονομίας των μεσαζόντων, στα μονοπωλιακά κυκλώματα που διαμορφώνουν ανεξέλεγκτα και κερδοσκοπικά τις τιμές, και στη μεγάλη διαφθορά και σπατάλη του κομματικού και πελατειακού κράτους που έχει σφυρηλατήσει μία κρατικοδίαιτη και μη βιώσιμη επιχειρηματική τάξη "της αρπαχτής".
ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ, η κατά τα άλλα απαραίτητη μείωση του δημοσίου ελλείμματος και χρέους αναλογικά ως προς το ΑΕΠ, δεν μπορεί να γίνει με τα συμβατικά μέσα μιας δραστικής μείωσης των κρατικών δαπανών και αύξησης των φόρων (ακόμη και εάν αυτοί έχουν προοδευτικό χαρακτήρα που σήμερα δεν έχουν) όπως επιχειρεί να κάνει η τρόικα, για δύο απλούς λόγους: πρώτον, γιατί σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και παρατεταμένης στασιμότητας ή και ύφεσης, η μείωση ορισμένων δαπανών και κυρίως η υπερφορολόγηση επιβαρύνουν το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και βυθίζουν σε ύφεση την ελληνική οικονομία συντηρώντας έτσι το δημόσιο έλλειμμα αντί να το μειώσουν (βλ τεράστια τρύπα στα φετινά φορολογικά έσοδα και επιδείνωση της ύφεσης το β' τρίμηνο) και, δεύτερον, γιατί στα υψηλά επίπεδα του δημοσίου χρέους που πλέον βρισκόμαστε και σε συνθήκες αύξησης των διεθνών επιτοκίων δανεισμού το διογκωμένο κονδύλι της πληρωμής τόκων αποκτά καθοριστικό ρόλο καθιστώντας αυτοτροφοδοτούμενη την αύξηση του ελλείμματος και του χρέους.
ΒΕΒΑΙΩΣ, ο τριετής σχεδιασμός της τρόικας για την Ελλάδα, ο οποίος βασίζεται στην ενδιάμεση εξασφάλιση εξωτερικής χρηματοδότησης 110 δισ. μέσω του μηχανισμού στήριξης, προβλέπει την αύξηση του δημοσίου χρέους έως το 150% του ΑΕΠ μέχρι το 2012 και μετά τη σταδιακή υποχώρησή του, καθώς στο μεταξύ η δημοσιονομική λιτότητα θα έχει υποτίθεται αποδώσει πρωτογενές πλεόνασμα (προβλέπεται 1% του ΑΕΠ το 2012) και η ανάπτυξη θα έχει επιστρέψει στην οικονομία. Πρόκειται, όμως, για απλό ευχολόγιο αφού εμφανώς αγνοεί τον δομικό χαρακτήρα της διεθνούς οικονομικής κρίσης και τη σοβαρότατη πιθανότητα επιστροφής σε νέα ύφεση φέτος ή το 2011, ενώ παραλείπει την τάση αύξησης των επιτοκίων διεθνώς λόγω της εξελισσόμενης κρίσης χρεών (δημόσιων και ιδιωτικών) ανά την υφήλιο που καθιστά απρόθυμους τους επενδυτές στην ανάληψη ρίσκου χωρίς υψηλότερες αποδόσεις. Κυρίως, όμως, υποτιμά τις οικονομικές επιπλοκές από τις έντονες κοινωνικές αντιδράσεις στο σκληρότατο και προκλητικά ταξικό μείγμα δημοσιονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής που έχει επιλέξει και επιβάλλει στη χώρα.
ΣΤΟ ΔΙΑΦΑΙΝΟΜΕΝΟ αδιέξοδο της δημοσιονομικής πολιτικής η λύση βρίσκεται εκτός αυτής, στην ανάπτυξη. Η οποία για να λάβει χώρα προϋποθέτει (α) τη δραστική μείωση του τεράστιου βάρους του χρέους μέσω της πολιτικής αναδιαπραγμάτευσής του μέσα στην Ευρωζώνη και (β) την αλλαγή του πακέτου των αναγκαίων για την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του κόστους διαβίωσης (βλ έλεγχο ολιγοποπωλιακών κυκλωμάτων και συμπίεση υπερβολικών περιθωρίων κέρδους, μείωση κόστους διατροφής μέσα από την απευθείας σύνδεση του συνεταιριστικού κινήματος των αγροτών-παραγωγών με αυτό των λιανεμπόρων ώστε να συμπιεσθούν τα τεράστια περιθώρια κέρδους των χοντρεμπόρων, μείωση του κόστους υγείας και ειδικότερα των φαρμάκων τα οποία επιβαρύνουν σοβαρά τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ελαχιστοποίηση της κερδοσκοπίας στην αγορά καυσίμων με την αύξηση των ελέγχων και την επιβολή κυρώσεων στους λαθρέμπορους, πάγωμα ενοικίων κ.λπ.) παράλληλα με το δημοσιονομικό νοικοκύρεμα της χώρας.
ΕΙΤΕ ΜΙΛΑΜΕ για αναδιάρθρωση είτε για αναδιαπραγμάτευση του χρέους, ουσιαστικά αναγνωρίζουμε την αδυναμία πληρωμών της χώρας και την τυπική ή άτυπη χρεωκοπία της. Όμως, μία απλή αναδιάρθρωση χρέους σημαίνει συνήθως επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του ή/και μείωση των επιτοκίων με τα οποία επιβαρύνεται. Πρόκειται, δηλαδή, για μία διευκόλυνση που παρέχουν οι πιστωτές στους όρους εξυπηρέτησης των χορηγηθέντων δανείων χωρίς την αμφισβήτηση και ακύρωση μέρους αυτών. Αντίθετα, μία αναδιαπραγμάτευση του κρατικού χρέους οδηγεί κατά κανόνα στη μερική διαγραφή αυτού με την έκδοση νέων ομολογιακών τίτλων χαμηλότερης ονομαστικής αξίας των αρχικών και ενδεχομένως μεγαλύτερης διάρκειας και μικρότερης απόδοσης. Στη δεύτερη περίπτωση η ελάφρυνση από το βάρος του χρέους είναι ουσιαστική και εξαρτάται πλέον από το ποσοστό της διαγραφής του το οποίο "ζημιώνονται" οι πιστωτές.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ για να εξυγιανθεί δημοσιονομικά με βιώσιμο τρόπο και να ανακάμψει παραγωγικά χρειάζεται μία δραστική αναδιαπραγμάτευση και μαζική διαγραφή χρέους κατά 60-70%. Αυτό δεν αποτελεί μία αυθαίρετη εκτίμηση αλλά κατάληξη πολλών ξεχωριστών επιστημονικών εκτιμήσεων έγκυρων αναλυτών και οργανισμών με βάση και την ιστορική εμπειρία. Η ελληνική κυβέρνηση δεν θέτει καν σήμερα ζήτημα αναδιάρθρωσης χρέους όπως λέγει, τόσο γιατί ευελπιστεί να αποδώσει το "σχέδιο" της τρόικας όσο κυρίως γιατί θέλει να δώσει χρόνο στις ευρωπαϊκές και ελληνικές τράπεζες και τις άλλες ευάλωτες δημοσιονομικά χώρες-μέλη (Πορτογαλία, Ισπανία κ.λπ.) να ανασυνταχθούν κεφαλαιακά και δημοσιονομικά αντίστοιχα ώστε να αποφύγουν τη "μόλυνση" και τον συστημικό κίνδυνο από την επέκταση της ελληνικής κρίσης. Είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο συγκροτήθηκε αρχικά ο ευρωπαϊκός μηχανισμός διάσωσης και συνεχίζεται η εξωτερική δανειοδότηση της Ελλάδας.
ΟΜΩΣ, το ζήτημα δεν είναι να πετύχει η εγχείρηση και να πεθάνει ο ασθενής. Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι να μην χρεωκοπήσει σήμερα και να χρεωκοπήσει αύριο υπό δυσμενέστερους όρους, αλλά να ξεφύγει οριστικά από την παγίδα του χρέους και να ανακάμψει μία ώρα αρχύτερα ακόμη και εάν αυτό σημαίνει την παραδοχή της χρεωκοπίας. Κάθε μήνας που περνά με το χρέος να αυξάνει λόγω της εξασφαλισμένης "βοήθειας" και την οικονομία να αποδυναμώνεται λόγω των σκληρών αλλά αναποτελεσματικών μέτρων λιτότητας, σημαίνει χειρότερους όρους χρεωκοπίας μεθαύριο και ανάγκη μεγαλύτερης έκτασης διαγραφής χρέους για να ανακάμψει η οικονομία.
ΜΕ ΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ να αρνείται την αναδιάρθρωση του χρέους, η ελληνική κυβέρνηση βάζει πλάτες ώστε να κερδίσει χρόνο και να διασωθεί η Ευρώπη από μία ανεξέλεγκτη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική κρίση. Θα ήταν κατανοητή αυτή η στάση εάν η Ευρώπη όντως έτσι διασωζόταν και δεχόταν κατόπιν την ουσιαστική περιστολή του ελληνικού κρατικού χρέους. Τίποτα δεν είναι περισσότερο αβέβαιο από τις δύο αυτές υποθέσεις. Πολύ περισσότερο που η ελληνική κυβέρνηση προδιαθέτει για απλή αναδιάρθρωση μελλοντικά του χρέους και όχι για μία δυναμική αναδιαπραγμάτευση και μαζική διαγραφή του 65% αυτού. Για να ορθοποδήσει η Ελλάδα χρειάζεται μία άλλη οικονομική πολιτική. Και η παρούσα κυβέρνηση απέχει παρασάγγας από αυτήν...
Σχεδόν ένας στους δύο ελεύθερους επαγγελματίες δεν πληρώνει εισφορές στο ασφαλιστικό του ταμείο
ΡΕΠΟΡΤΑΖ Δ. ΧΑΡΟΝΤΑΚΗΣ Κ. ΣΙΩΜΟΠΟΥΛΟΣ | Σάββατο 28 Αυγούστου 2010
Σε στάση πληρωμών προς το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς φορείς οδηγούνται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και οι επαγγελματίες, βιοτέχνες και έμποροι. Τα στοιχεία τα οποία παρουσίασε το προεδρείο της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ) στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης προκαλούν σοκ. Σχεδόν ένας στους δύο ασφαλισμένους στον Οργανισμό Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ)- δεύτερος σε μέγεθος ασφαλιστικός φορέας της χώρας- δεν πληρώνει εισφορές. Ειδικότερα, οι κκ. Δ. Ασημακόπουλος και Ν. Σκορίνης, πρόεδρος και γενικός γραμματέας της ΓΣΕΒΕΕ αντιστοίχως, ενημέρωσαν τον υπουργό Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, την υπουργό Οικονομίας κυρία Λούκα Κατσέλη , τον υφυπουργό Εργασίας κ. Γ. Κουτρουμάνη και τον υφυπουργό Περιβάλλοντος κ. Ι. Μανιάτη ότι από τους 830.000 ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ οι 410.000
δεν καταβάλλουν τις εισφορές τους. Οι περισσότεροι μάλιστα εξ αυτών οφείλουν κατά μέσον όρο εισφορές ύψους 10.000 ως 12.000 ευρώ ο καθένας. Η κατάσταση που επικρατεί στην αγορά οδηγεί τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες σε μια αναγκαστική «στάση πληρωμών» προς τα ασφαλιστικά ταμεία, και όχι μόνο.
Την ίδια στάση φαίνεται να τηρούν και όσον αφορά την πληρωμή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), τον οποίο εισπράττουν από τους καταναλωτές κατά την πώληση προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών. Οπως αναφέρει αρμόδιος παράγοντας του υπουργείου Οικονομικών, η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ έχει οδηγήσει σε άνοδο της φοροδιαφυγής, την οποία κυνηγά καθημερινά το ΣΔΟΕ. Εχει διαπιστωθεί όμως ότι σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια τα περισσότερα καταστήματα, ενώ κόβουν ανελλιπώς αποδείξεις, δεν αποδίδουν τον ΦΠΑ που εισπράττουν καθώς τον κρατούν για να καλύψουν διάφορες λειτουργικές και τρέχουσες δαπάνες τους. Και αυτό διότι δεν μπορούν να αντλήσουν ρευστότητα από τις τράπεζες, οι οποίες έχουν κλείσει τις στρόφιγγες των δανείων.
Ενδεικτικά του κλίματος που επικρατεί στις τάξεις των μικρομεσαίων είναι τα ευρήματα της πρόσφατης έρευνας που παρουσίασε η ΓΣΕΒΕΕ, σύμφωνα με τα οποία οι τέσσερις στους δέκα ερωτηθέντες προκρίνουν ως πιο αποτελεσματικό τρόπο αντίδρασης στην κυβερνητική οικονομική πολιτική «την οργανωμένη στάση πληρωμών προς το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς φορείς».
Ο υφυπουργός Εργασίας κ. Γ. Κουτρουμάνης μελετά το ενδεχόμενο οι ασφαλισμένοι οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους, για όσο διάστημα αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, να πληρώνουν εισφορές με βάση την πρώτη κλίμακα του ΟΑΕΕ- που αφορά τους νέους σφαλισμένους -, άρα κατά πολύ χαμηλότερες από αυτές που αντιστοιχούν στην κλίμακα όπου βρίσκονται σήμερα. Η διαφορά ανάμεσα στο ύψος της εισφοράς στην κλίμακα στην οποία ανήκουν και της χαμηλής κλίμακας στην οποία ενδέχεται να τους δοθεί η δυνατότητα να πληρώνουν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα θα κεφαλαιοποιηθεί και θα ρυθμιστεί. Τα χρέη αυτά θα προστεθούν προφανώς στα χρέη που ήδη συσσωρεύουν οι ασφαλισμένοι που δεν πληρώνουν εισφορές εδώ και μήνες. Επομένως, εφόσον υλοποιηθεί το σχέδιο, θα μιλάμε για συνολική ρύθμιση χρεών των ασφαλισμένων του ΤΕΒΕ και ουσιαστική μείωση της διμηνιαίας εισφοράς ώσπου να περάσει η κρίση.
Από την πλευρά τους, οι εκπρόσωποι της ΓΣΕΒΕΕ πρότειναν τα εξής, τα οποία ο κ. Κουτρουμάνης φέρεται διατεθειμένος να συζητήσει σοβαρά μαζί τους:
Να παγώσουν τα χρέη των ασφαλισμένων προς τον ΟΑΕΕ για δύο χρόνια.
Η καταβολή της εισφοράς να γίνει μηνιαία από διμηνιαία που είναι σήμερα και μετά την πάροδο δύο χρόνων να γίνει ρύθμιση των «παγωμένων» οφειλών με εξαμηνιαίες δόσεις που να μην υπερβαίνουν μηνιαίως το ύψος των 100 ευρώ, ώστε να δοθεί στους οφειλέτες η δυνατότητα να αποπληρώσουν τα χρέη τους σε ένα διάστημα 10-12 χρόνων.
Οπως έλεγαν αρμόδιες πηγές «ένα μέρος από τους 410.000 οφειλέτες του ΟΑΕΕ έχει καταστραφείοικονομικά, όμως με αυτότον τρόπο ρύθμισης είναι δυνατόντουλάχιστον 200.000-250.000 μικρομεσαίοι επιχειρηματίεςνα εξοφλήσουν τις υποχρεώσειςτους».
Χειρότερα αποτελέσματα από αυτά που έβγαλε η δημοσκόπηση της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Γιούροστατ) δεν θα μπορούσε να φανταστεί ούτε στους πιο άγριους εφιάλτες της η κυβέρνηση Παπανδρέου. «Κακή» κρίνει την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας το... 98% (!) των ερωτηθέντων. «Κακή» κρίνει την κατάσταση της αγοράς εργασίας το... 99%! Μάλιστα, το 70% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι η κατάσταση της οικονομίας θα χειροτερεύσει και μόνο το 8% ότι θα βελτιωθεί. «Πάμε άθλια και θα πάμε ακόμη χειρότερα», είναι δηλαδή η γνώμη της παμψηφίας του ελληνικού λαού. Ενας λαός σε απόγνωση, χωρίς ελπίδα.
Κανείς δεν πιστεύει ότι η κυβερνητική πολιτική οδηγεί σε καλύτερες μέρες... Κι όμως δεν έχει περάσει ούτε ένας χρόνος από τότε που οι Ελληνες επανέφεραν θριαμβευτικά το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, προσδοκώντας ένα πολύ καλύτερο μέλλον από το μελαγχολικό παρόν που τους είχε επιβάλει η κυβέρνηση Καραμανλή. Η κυβέρνηση Παπανδρέου διέψευσε όμως οικτρά τις προσδοκίες και τις ελπίδες όχι μόνο των ψηφοφόρων της, αλλά όλων των Ελλήνων.
Εγκαταλείπουν την κυβέρνηση ακόμη και όσοι είχαν αρχικά αυταπάτες ως προς τις ολέθριες επιπτώσεις του μνημονίου υποτέλειας στο ΔΝΤ και την ΕΕ. Οπως π.χ. το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (ΕΒΕΑ), το οποίο είχε υποστηρίξει με θέρμη το Μνημόνιο. Είδε τα αποτελέσματα και άλλαξε στάση. «Η συνολική πολιτική που επιβάλλει το Μνημόνιο όχι μόνο δεν αφήνει καμία ελπίδα βελτίωσης της κατάστασης, αλλά αναιρεί και τις όποιες θετικές εξελίξεις θα μπορούσαν να προεξοφληθούν από μια «κλασική εθνική εκσυγχρονιστική πρωτοβουλία» αναφέρει σε ανακοίνωσή του το ΕΒΕΑ.
«Τοκογλυφική (!) διαδικασία» αποκαλεί την πολιτική που επιβλήθηκε με το Μνημόνιο, το ΕΒΕΑ. «Οπως διαφάνηκε μέχρι σήμερα, το Μνημόνιο δεν αποτελεί συνολική μεταρρυθμιστική προσπάθεια, αλλά τοκογλυφική διαδικασία επιβολής εύκολων, ισοπεδωτικών και αναποτελεσματικών επιλογών που αντί να εκσυγχρονίζουν, κατεδαφίζουν. Αντί να αναπροσανατολίζουν, αποσυνθέτουν. Και αντί να εξοικονομούν πόρους, προσθέτουν φτώχεια, διευρύνουν ανισότητες και αποδυναμώνουν ελπίδες και προοπτικές» προσθέτει στην ανακοίνωση - καταπέλτη που εξέδωσε.
Ποιον εκπροσωπεί άραγε η πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση Παπανδρέου από τη στιγμή που φτάσαμε στο σημείο να την καταγγέλλουν μέχρι και οι έμποροι και οι βιομήχανοι του ΕΒΕΑ; Εναντίον του Μνημονίου έχουν ήδη ταχθεί και οι μικρομεσαίοι επαγγελματοβιοτέχνες της ΓΣΕΒΕΕ, η οποία εκτιμά ότι περίπου 175.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις κινδυνεύουν να κλείσουν τους επόμενους μήνες. Οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι είναι φυσικά έξαλλοι κατά του Μνημονίου.
Τραπεζίτες και ΣΕΒ είναι πλέον οι τελευταίοι υποστηρικτές της πολιτικής της κυβέρνησης που εδράζεται στο διαβόητο μνημόνιο. Αυτές οι ολιγομελείς κοινωνικές ομάδες έχουν βεβαίως εξαιρετική οικονομική ισχύ. Δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι επαρκούν για να στηρίξουν μια κυβέρνηση που έχει στρέψει εναντίον της οικονομικής πολιτικής της όλα τα κοινωνικά στρώματα, τα οποία πλέον στρέφονται τώρα μαζικά και εναντίον της ΕΕ. Πολύ φυσιολογικό, καθώς οι Ελληνες είδαν με δυσάρεστη έκπληξη πόσο εχθρικά και περιφρονητικά συμπεριφέρθηκαν εναντίον της χώρας μας οι Ευρωπαίοι.
Καταρρέει το κύρος της ΕΕ στη συνείδηση των Ελλήνων. Καταποντίστηκε από το 61% στο 44% (!) μέσα σε ένα μόλις εξάμηνο, βάσει της δημοσκόπησης της Γιούροστατ, το ποσοστό των Ελλήνων που θεωρεί «καλό πράγμα» τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ. Και να σκεφτεί κανείς ότι η δημοσκόπηση έγινε τον Μάιο, πριν αρχίσει η κυβέρνηση Παπανδρέου να εξαγγέλλει τα αντιλαϊκά μέτρα που ξεσήκωσαν τους πάντες.
Δεν εμπιστεύεται την ΕΕ πλέον -μετά την απαίσια εμπειρία του Μνημονίου- το 56% των Ελλήνων. Είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των 27 χωρών - μελών της ΕΕ, όπου ακατανίκητοι «πρωταθλητές της δυσπιστίας» παραμένουν οι Βρετανοί, οι οποίοι δεν την εμπιστεύονται σε ποσοστό 68%, ενώ μόνο το 20% των συμπατριωτών τους εμπιστεύεται την ΕΕ. Δεν έχουν κι άδικο, όπως διαπιστώσαμε.
Στο άρθρο του, για την New Statesman, ο John Pilger ανατρέπει την αντίληψη που υπάρχει για την Ελλάδα ως «σκουπιδοχώρα» και βλέπει την ελπίδα να ανατέλλει μέσω της εξέγερσης των απλών Ελλήνων που αντιτάσσονται στον τρόπο σωτηρίας της χρεωκοπημένης οικονομίας, η οποία προκλήθηκε από τη φοροδιαφυγή των πλουσίων.
Η Ελλάδα είναι ο μικρόκοσμος μιας μοντέρνας πάλης των τάξεων, που σπανίως χαρακτηρίζεται ως τέτοια, γιατί απλούστατα αντικατοπτρίζει την αλήθεια.
Ενώ ο πολιτικός κόσμος της Βρετανίας προσποιείται ότι δημοκρατία είναι η προκαθορισμένη εναλλαγή του τάδε με το δείνα, η έμπνευση για όλους μας είναι η Ελλάδα. Δεν είναι αξιοπερίεργο που η Ελλάδα δεν παρουσιάζεται ως φωτεινό παράδειγμα, παρά σα μια «σκουπιδοχώρα» που δικαίως τιμωρείται για τον «παραφουσκωμένο δημόσιο τομέα» καθώς και για τη νοοτροπία της «πλαγίας οδού» (όπως αναφέρει η Observer). Η αιρετική περίπτωση της Ελλάδας μας δείχνει ότι υπάρχει πραγματική ελπίδα στην αντίσταση που πραγματοποιούν οι απλοί πολίτες της, σε αντίθεση με αυτή που επενδύθηκε σπάταλα πάνω στους πολέμαρχους του Λευκού Οίκου.
Η κρίση που οδήγησε στην «σωτηρία» της Ελλάδας, από τις Ευρωπαϊκές τράπεζες και το ΔΝΤ, είναι προϊόν ενός αποτρόπαιου οικονομικού συστήματος που και το ίδιο βρίσκεται σε κρίση. Η Ελλάδα είναι ο μικρόκοσμος μιας μοντέρνας πάλης των τάξεων που σπανίως χαρακτηρίζεται με αυτό τον όρο και δημιουργεί κύματα πανικού στον ιμπεριαλιστικό πλούτο.
Αυτό που διαφοροποιεί την Ελλάδα είναι ότι μέσα στην ιστορική της μνήμη ακόμα υπάρχει η εισβολή, η ξένη κατοχή, η προδοσία της Δύσης, η στρατιωτική δικτατορία και η λαϊκή αντίσταση. Οι απλοί άνθρωποι δεν δειλιάζουν απέναντι στη διεφθαρμένη επιχειρηματοκρατία που κυριαρχεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η δεξιά κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, που προηγήθηκε της παρούσας του Γιώργου Παπανδρέου, χαρακτηρίστηκε από τον κοινωνιολόγο Jean Ziegler ως «μια μηχανή συστηματικής λεηλασίας των πόρων της χώρας».
ΕΠΙΚΗ ΚΛΟΠΗ
Η μηχανή αυτή έχει περιβόητους φίλους. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ διερευνά το ρόλο της Goldman Sachs και άλλων Αμερικανικών επιχειρήσεων αμοιβαίων κεφαλαίων οι οποίες πόνταραν στη χρεωκοπία της Ελλάδας, καθώς δημόσια περιουσιακά στοιχεία ξεπουλήθηκαν και 360 δισεκατομμύρια ευρώ κατατέθηκαν από πλουσίους φοροφυγάδες σε Ελβετικές Τράπεζες. Οι μεγαλύτερες Ελληνικές πλοιοκτήτριες εταιρείες μετέφεραν τις έδρες τους στο εξωτερικό. Αυτή η «αιμορραγία» κεφαλαίου συνεχίζεται με την έγκριση των Ευρωπαϊκών Κεντρικών Τραπεζών και κυβερνήσεων.
Το έλλειμμα της Ελλάδας κυμαίνεται στο 11%, ποσοστό όχι υψηλότερο από αυτό της Αμερικής. Ωστόσο, όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου προσπάθησε να δανειστεί από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, ουσιαστικά μπλοκαρίστηκε από Αμερικανικούς οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι υποβίβασαν την Ελλάδα σε «σκουπίδι». Αυτοί οι οίκοι ήταν εκείνοι που έδιναν ΑΑΑ αξιολόγηση (δηλ. μηδέν πιστωτικός κίνδυνος – η υψηλότερη αξιολόγηση) σε χρεόγραφα ενυπόθηκων δάνειων υψηλού κινδύνου, αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, και έτσι επέσπευσαν την οικονομική κατάρρευση του 2008.
Αυτό που συνέβη στην Ελλάδα ήταν κλοπή σε μία επική - αν και όχι άγνωστη - κλίμακα. Στη Βρετανία, η «σωτηρία» Τραπεζών όπως η Northern Rock και η Royal Bank of Scotland κόστισαν δισεκατομμύρια λίρες. Χάρη στον προηγούμενο πρωθυπουργό, Gordon Brown, και του πάθους του για ικανοποίηση των φιλάργυρων ενστίκτων της «Πόλης του Λονδίνου», (City of London, το κέντρο της χρηματιστηριακής αγοράς), οι δωρεές του δημοσίου χρήματος ήταν άνευ όρων και μεταξύ τους οι τραπεζίτες συνέχιζαν να διανέμουν τα «λάφυρα», τα οποία αποκαλούν μπόνους. Δοθείσας της μονόπλευρης Βρετανικής πολιτικής κουλτούρας, οι τράπεζες έχουν το ελεύθερο να κάνουν ό,τι επιθυμούν. Στην Αμερική, η κατάσταση προκαλεί μεγαλύτερη έκπληξη. Σύμφωνα με το δημοσιογράφο David DeGraw: «(καθώς οι κύριες Τράπεζες της Wall Street) που ευθύνονται για τη καταστροφή της οικονομίας όχι μόνο δεν πλήρωσαν καθόλου φόρους, παρά πήραν 33 δισεκατομμύρια ως επιστροφή φόρων».
Στην Ελλάδα, όπως στην Αμερική και την Βρετανία, οι απλοί πολίτες καλούνται τώρα να πληρώσουν τα χρέη που δημιούργησαν οι πλούσιοι και οι ισχυροί. Θέσεις εργασίας, συντάξεις και δημόσιες υπηρεσίες οδηγούνται στην κατακρεούργηση, με τους υπαίτιους στο τιμόνι. Για την Ε.Ε. και το ΔΝΤ, αυτή είναι μια ευκαιρία να «αλλάξουν την νοοτροπία» των Ελλήνων και να διαλύσουν την κοινωνική πρόνοια, ακριβώς όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα «αναδιάρθρωσαν δομικά» -επέβαλαν καθεστώς ελέγχου και φτώχιας- και άλλες χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Η Ελλάδα είναι μισητή για τον ίδιο λόγο για τον οποίο η Γιουγκοσλαβία έπρεπε να καταστραφεί, με πρόσχημα την προστασία των κατοίκων του Κοσόβου. Οι περισσότεροι Έλληνες είναι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ οι νέοι και τα σωματεία συνιστούν μια λαϊκή συμμαχία που δεν έχει καταπνιγεί - τα στρατιωτικά τανκς εναντίον του Πολυτεχνείου παραμένουν, ως πολιτικό φάντασμα. Τέτοια αντίσταση είναι ανάθεμα για τους τραπεζίτες της Κεντρικής Ευρώπης και θεωρείται εμπόδιο στην ανάγκη της Γερμανίας να επιβληθεί στις αγορές, ιδιαίτερα στην εποχή που ανέτειλε μετά την προβληματική ενοποίησή της.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΟΚ
Στην Βρετανία, η 30χρονη προπαγάνδα μιας ακραίας οικονομικής θεωρίας γνωστή στην αρχή ως μονεταρισμός και έπειτα ως νεοφιλελευθερισμός, ήταν τέτοια ώστε να επιτρέπει στον καινούργιο πρωθυπουργό, όπως και στον προκάτοχό του, να χαρακτηρίζει ως «δημοσιονομική ευθύνη» την επιβολή πληρωμής του χρέους - που δημιούργησαν απατεώνες – από τους απλούς πολίτες . Αυτά που δεν κατονομάζονται είναι η φτώχια και οι ταξικές διακρίσεις. Περίπου το 1/3 των παιδιών στη Βρετανία βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχιας. Στην πόλη Kentish του Λονδίνου, που κατοικείται κατά κόρον από ανθρώπους της εργατικής τάξης, το προσδόκιμο όριο ζωής για τους άντρες είναι τα 70 χρόνια. 3-4 χλμ μακριά, στο Hampstead, το προσδόκιμο είναι 80. Όταν η Ρωσία υποβλήθηκε σε παρόμοια «θεραπεία σοκ» στη δεκαετία του 90, το προσδόκιμο όριο ζωής έκανε βουτιά. Αυτή τη στιγμή, 40 εκατομμύρια άποροι Αμερικανοί – αριθμός ρεκόρ – τρέφονται με κουπόνια φαγητού της κοινωνικής πρόνοιας: με λίγα λόγια, δεν μπορούν να συντηρήσουν τον εαυτό τους.
Στον αναπτυσσόμενο κόσμο, έχει επιβληθεί εδώ και καιρό ένα σύστημα «διάγνωσης» από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ που προκαθορίζει ποιοι θα ζήσουν και ποιοι θα πεθάνουν. Κάθε φορά που το ΔΝΤ διατάζει την κατάργηση φόρων εισαγωγής/εξαγωγής και επιδοτήσεων σε τρόφιμα και καύσιμα, οι βιοπαλαιστές αγρότες συνειδητοποιούν ότι κηρύχθηκαν αναλώσιμοι. Το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Πόρων (World Resources Institute) εκτιμά ότι η παιδική θνησιμότητα φτάνει τα 13 με 18 εκατομμύρια το χρόνο. Ο οικονομολόγος κ. Lester C. Thurow, γράφει: «αυτό δεν είναι ούτε αλληγορία ούτε παρομοίωση με πόλεμο, είναι πραγματικός πόλεμος».
Οι ίδιες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχουν χρησιμοποιήσει φρικτά στρατιωτικά όπλα εναντίον υπανάπτυκτων χωρών, που ο κύριος πληθυσμός τους είναι παιδιά και έχουν εγκρίνει βασανιστήρια ως μέσο άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Αποτελεί φαινόμενο στρουθοκαμηλισμού ότι καμία απ'αυτές τις επιθέσεις κατά της ανθρωπότητας, στις οποίες συμμετέχει ενεργά η Βρετανία, δεν επετράπη να «διαταράξει» τις Βρετανικές εκλογές.
Ο κόσμος στους δρόμους της Αθήνας δεν ανέχεται αυτή την άρρωστη κατάσταση. Τους είναι ξεκάθαρο ποιος είναι ο εχθρός τους και θεωρούν ότι για μια ακόμη φορά βρίσκονται υπό ξένη κατοχή. Και για άλλη μια φορά αντιστέκονται, με θάρρος. Όταν λοιπόν ο David Cameron αποπειραθεί να κουτσουρέψει 6 δισεκατομμύρια λίρες από τις δημόσιες υπηρεσίες της Βρετανίας, θα βασιστεί στο ότι αντίδραση σαν κι αυτή της Ελλάδας δεν θα συμβεί στη Βρετανία. Θα πρέπει να τον διαψεύσουμε.
___________________________________________________________________________
Η μετάφραση έγινε από το μέλος του μεταφραστικού project του TVXS, Μελίνα Ζήκου και η αναθεώρηση από τον M. Herzog. Για πληροφορίες συμμετοχής μπορείτε να επικοινωνήσετε στοdimitris@tvxs.gr
Μαθαίνουμε τελευταία ότι μερικοί μπλόγκερς κάνουν κάποιες συναντήσεις για να συζητήσουν για τα Ελληνικά ιστολόγια και το μέλλον τους. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό αν ανταλλάσουν γνώμες και προτάσεις. Εκείνο που με φοβίζει είναι μήπως κάποιοι αποφασίσουν να συνδιαλλαγούν με την κυβέρνηση για το νομικό καθεστώς λειτουργίας των ιστολογίων.
Οι ενστάσεις για τυχόν τέτοιες ενέργειες είναι πολλές και οι φόβοι ακόμα πιο πολλοί. Μία βασική ένσταση είναι ότι δεν έχει κανείς νομιμοποίηση να προχωρήσει σε συζητήσεις με την κυβέρνηση στο όνομα όλων των διαχειριστών ιστολογίων. Για να νομιμοποιηθούν κάποιοι να μιλούν εξ ονόματος των υπολοίπων πρέπει να προηγηθεί σύσταση συλλόγου ή σωματείου, προκύρηξη εκλογών κτλ.
Αν μπούμε σε τέτοιες διαδικασίες «φωτιά στα μπατζάκια μας». Το κίνημα των ελεύθερων και ανώνυμων διαχειριστών θα σβήσει για να αντικατασταθεί από κάτι άλλο πλήρως ελεγχόμενο. Η κυβέρνηση θα επιδιώξει να συνομιλήσει με τα λεγόμενα σοβαρά ιστολόγια για να δικαιολογήσει ότι οι όποιες αποφάσεις της, προήλθαν μετά από διαβούλευση. Θα δικαιολογηθεί ότι δεν ήταν δυνατό να συνομιλήσει με όλα τα ιστολόγια λόγω του μεγάλου αριθμού τους και της ανωνυμίας, γι’ αυτό συνομίλησε με τα πλέον γνωστά. Πιθανό να δώσει κάποια προθεσμία σε όσους θέλουν να κάνουν τα ιστολόγιά τους επώνυμα για να πάρουν μέρος στον διάλογο. Άρα τέρμα η ελευθερία που δίνει η ανωνυμία.
Υπάρχει κάποιος που να πιστεύει ότι οι αποφάσεις των κυβερνόντων δεν είναι προειλημμένες; Έχει γίνει ποτέ στο παρελθόν να ληφθούν αποφάσεις μετά από διάλογο; Πάντοτε οι διαβουλεύσεις αυτές είχαν προσχηματικό χαρακτήρα.
Ότι και να γίνει και όσο να πολεμηθούν τα ελεύθερα ιστολόγια το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Η εκάστοτε εξουσία πρέπει να ελέγχεται για πράξεις και παραλείψεις χωρίς να έχει την άνεση να φιμώνει με τους γνωστούς τρόπους αυτούς που πρέπει να την ελέγχουν. Ένα είναι βέβαιο, το διαδίκτυο δεν ελέγχεται, αν οι χρήστες του δεν θέλουν και αντιδράσουν. Καλή συνέχεια σε όλους.
Βασικό όχημα εμπέδωσης ενός ακραία συγκεντρωτικού και αυταρχικού συστήματος.
Του Δημήτρη Υφαντή.
Έχει σημασία το χρονικό σημείο που διά της διαρροής στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία τέθηκε το θέμα του νέου εκλογικού νόμου. Η παραπολιτική φλυαρία και η εκλογολογία, χωρίς όμως να τίθεται το θέμα στην ουσία του, μπορούν να προσφέρουν μία χρήσιμη οδό διεξόδου για την κυβέρνηση. Ως ώρας ο χειρισμός ήταν άστοχος, ουδείς θεώρησε χρήσιμο να τοποθετηθεί ή να αντιδράσει. Πολιτική τακτική ή πολιτική αμηχανία, θα αποδειχτεί σύντομα.
Ο νέος εκλογικός νόμος θα προβλέπει: 120 βουλευτές με λίστα και 180 μονοεδρικές περιφέρειες με σταυρό προτίμησης – νέα διοικητική διαίρεση που αντιστοιχεί στο νέο χάρτη της τοπικής αυτοδιοίκησης. Το όριο του 3% για την είσοδο στη βουλή παραμένει, ενώ προβλέπεται μπόνους αυτοδυναμίας 40 εδρών στο πρώτο κόμμα, ώστε με 40,5% να σχηματίζεται κυβέρνηση. Μετά από αυτά υπάρχει ο σχολιασμός ότι διατηρείται η αναλογικότητα κατά 87%! Όλα τα στοιχεία βασίζονται στο δημοσίευμα της «Ε» στις 16/8, που δεν διαψεύσθηκε.
Ο εκλογικός νόμος θα είναι από τα βασικά οχήματα για την εμπέδωση ενός ακραία συγκεντρωτικού και αυταρχικού πολιτικού συστήματος, το δεύτερο βήμα μετά τον Καλλικράτη. Και θα είναι η αντιδραστική, η καθεστωτική απάντηση στην βαθιά πολιτική κρίση. Η λαϊκή αποδοκιμασία και η αγανάκτηση που καθημερινά εκδηλώνεται απέναντι σε παραδοσιακούς εκπροσώπους αλλά και στους νέους αστέρες του πολιτικού κατεστημένου, τους κλώνους της τρόικας, είναι μία πληγή που στη νέα περίοδο θα κακοφορμίζει και δεν θα κλείνει με τίποτα.
H θωράκιση απέναντι στη λαϊκή θέληση, η αποπολιτικοποίηση μέσω της εμπέδωσης του star system σε κάθε κλίμακα, από την πρωθυπουργική μέχρι τη βουλευτική, η συρρίκνωση των επιλογών στα όρια των εξής …δύο με τους πρόθυμους δορυφόρους που ήδη αναδύονται. Όσο το δυνατόν πιο μακριά από τον πολίτη όσο το δυνατόν πιο κοντά στα κλειστά προεδρικά-αρχηγικά λόμπυ της απευθείας διαπλοκής με τη διεθνή χρηματοπιστωτική ελίτ και τους εγχώριους υπεργολάβους της. Αυτή είναι η συνταγή.
Κάτι θυμίζει…
Αν κάτι θυμίζουν όλα αυτά δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μοντέλο εξαμερικανισμένης, επιχειρηματικής δημοκρατίας, δημοκρατίας στα χαρτιά. Γιατί η βουλευτική πλειοψηφία θα είναι άμεσα εξαρτώμενη από το πανίσχυρο προεδρικό κέντρο, ενώ το εκλογικό σώμα θα επικυρώνει τις προαποφασισμένες επιλογές σε μία στημένη διαδικασία, όπου η πολιτική αντιπαράθεση θα δίνει όλο και περισσότερο τη θέση της σε ένα σύγχρονο μιντιακό λαϊκισμό. Τα δείγματα τα βλέπουμε στη γειτονική Ιταλία, τα ζήσαμε με τραγικό τρόπο στη χώρα μας το τελευταίο δεκάμηνο, στο πώς ο Έλληνας πρωθυπουργός παραβίασε τη λαϊκή εντολή, καταπάτησε το Σύνταγμα, εκβίασε τους βουλευτές, ενώ η κυβέρνησή του μετατράπηκε σε τοποτηρητή της τρόικας και των διορισμένων συμβούλων των συμμάχων πιστωτών.
Είναι σημάδια από αυτό που επωάζεται για το πολιτικό τοπίο στο άμεσο μέλλον, με την κοινωνική δυσαρέσκεια και τη λαϊκή οργή χωρίς διέξοδο και ελπίδα, αντιμέτωπη στα ξεσπάσματά της με την ωμή αστυνομική βία που θα επικαλείται νομιμοποίηση στη σιωπηρή, αγρίως χειραγωγημένη και ψευδεπίγραφη όσο ποτέ «πλειοψηφία».
Δεν υπάρχει κανένα σημείο επικοινωνίας με το σύμβολο του συγκεντρωτισμού και της ωμής κλοπής της λαϊκής θέλησης που φέρνει ως εκλογικό νόμο η κυβέρνηση. Εκτός των άλλων, στρέφεται ευθέως κατά της Αριστεράς με το στόχο-εκβιασμό την περιθωριοποίηση ή την ταπεινωτική δορυφοροποίησή της. Είναι γελοία τα περί ποσοστού αναλογικότητας. Γιατί δεν υπάρχει επί τοις εκατό ανόθευτη λαϊκή ψήφος. Ο δικομματισμός που δεκαετίες τώρα μηχανορραφεί την υποκλοπή της ψήφου μόνο και μόνο για να επιβάλλει τις ισχυρές του κυβερνήσεις με τη συνένοχη εναλλαγή, έχει το θράσος να απευθύνεται στο λαό και την Αριστερά, λες και κάνει κάποια χάρη επιτρέποντας με μεγαλοσύνη «τόσο» ή «τόσο» ποσοστό αναλογικότητας. Με όρια και κλοπές ψήφων δεν υπάρχει δημοκρατία, αλλά ωμή καταστρατήγηση της λαϊκής θέλησης.
ΧΑΣΤΟΥΚΙ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Κλίμα υπέρ της αποδοχής των προσφυγών κατά των περικοπών μισθών, συντάξεων και επιδομάτων
ΜΠΛΟΚΟ στο περιβόητο Μνημόνιο που επέβαλαν στη χώρα μας Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται να βάλει το Συμβούλιο της Επικρατείας, εγείροντας ζήτημα αντισυνταγματικότητας ορισμένων ρυθμίσεων και θα ζητεί την άμεση αναστολή τους. Προς αυτήν την κατεύθυνση συγκλίνουν όλες οι πληροφορίες, όσο και οι εκτιμήσεις, οι οποίες ενισχύονται και από την πρωτοφανή ταχύτητα με την οποία προσδιορίσθηκε η ημερομηνία συζήτησης (8 Οκτωβρίου) της προσφυγής που κατατέθηκε (μόλις στις 29 Ιουλίου) από φορείς και ιδιώτες.
Αντιμετωπίσθηκε μάλιστα κατ’ απόλυτη προτεραιότητα και σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες ο εισηγητής έχει ήδη ξεκινήσει τη σύνταξη της εισήγησής του, για να είναι έτοιμη τη μέρα της εκδίκασης. Λαμβάνοντας υπόψη και το κλίμα που επικρατεί γενικότερα στις τάξεις των δικαστικών (έχουν πληγεί σε μεγάλο βαθμό από τα περιοριστικά μέτρα της κυβέρνησης) νομικοί κύκλοι αποκλείουν αναβολή της συζήτησης (σ’ αυτό συγκλίνουν πληροφορίες από δικαστές του ΣτΕ) και ότι η τελική απόφαση θα πρέπει να αναμένεται μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις έγκριτων συνταγματολόγων, το «μπλόκο» από το Συμβούλιο της Επικρατείας θα αφορά τις περικοπές μισθών και συντάξεων του Δημοσίου και θα αποτελέσει αναμφίβολα ένα «ηχηρό ράπισμα» για την κυβέρνηση που θα υποχρεωθεί να πάρει πίσω τα συγκεκριμένα μέτρα. Οι ίδιοι συνταγματολόγοι θεωρούν ότι στην απόφαση του ΣτΕ δεν πρόκειται να αντιδράσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς οι αμοιβές και οι συντάξεις προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Είναι προφανές ότι μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργήσει νέα δεδομένα και θα υποχρεώσει την κυβέρνηση αφενός να προχωρήσει σε νέα διαπραγμάτευση με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και αφετέρου να αναζητήσει άλλους τρόπους περιστολής των κρατικών δαπανών. Στην ουσία θα ανατραπεί ολόκληρο το σχέδιο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η προσπάθεια για τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Στην κυβέρνηση επικρατεί, όπως είναι φυσικό, έντονος προβληματισμός εν όψει της συζήτησης της 8ης Οκτωβρίου και κανείς δεν πρέπει να αποκλείσει παρασκηνιακές κινήσεις με στόχο τον επηρεασμό των μελών του ΣτΕ. Αν και εκφράζονται επιφυλάξεις για το κατά πόσο οι δικαστές θα αντέξουν στις πιέσεις και αν τελικά θα αποφασίσουν με καθαρά νομικά κριτήρια και οδηγό το Σύνταγμα, είναι τέτοιο το κλίμα, όχι μόνο στον δικαστικό χώρο, αλλά και στην κοινωνία, που δεν μπορούν να πάνε κόντρα, πέραν του γεγονότος ότι υπάρχει πράγματι αντισυνταγματικότητα, δεδομένου ότι υπάρχει πάγια νομολογία που λέει ότι δεν μπορεί να αφαιρεθούν δικαιώματα νομοθετημένα.
Υπενθυμίζεται ότι στην προσφυγή που κατέθεσαν στις 29 Ιουλίου δέκα φορείς (Δικηγορικός Σύλλογος, ΑΔΕΔΥ, Τεχνικό Επιμελητήριο, ΕΣΗΕΑ κ.ά.), αλλά και ιδιώτες, θέτουν μεταξύ άλλων θέμα αντισυνταγματικότητας στη λήψη της απόφασης για το Μνημόνιο (νόμος 3845 /2010). Ενώ πρόκειται ουσιαστικά για διεθνή σύμβαση και βάσει του άρθρου 28 του Συντάγματος θα έπρεπε να ψηφισθεί από τα 3/5 της Βουλής, με απόφαση της κυβέρνησης ψηφίσθηκε μόνο από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και του ΛΑΟΣ.
Επίσης χαρακτηρίζουν μη νόμιμη την απόφαση με την οποία εκχωρήθηκαν στον υπουργό Οικονομικών αρμοδιότητες της Βουλής να υπογράφει κάθε Μνημόνιο, δανειακή σύμβαση και ό,τι άλλο κρίνει απαραίτητο για την εκτέλεση του Μνημονίου, διότι όπως τονίζουν αντίκειται στο άρθρο 36 του Συντάγματος.Εξάλλου ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δ. Παξινός έχει επισημάνει ότι η κατάργηση συλλογικών διαπραγματεύσεων και συλλογικών συμβάσεων συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση στην ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά και στη συνδικαλιστική ελευθερία.
Σημειώνεται ότι επικεφαλής της ομάδας των νομικών που χειρίζονται την προσφυγή είναι ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου και για χρόνια διευθυντής του Νομικού Γραφείου του Ανδρέα Παπανδρέου, κ. Γιώργος Κασιμάτης.
Τσιμπήστε με για να βεβαιωθώ πως είναι αλήθεια! Δεν μπορούμε να αποφύγουμε να λέμε τέτοια πράγματα στη θέα των στοιχείων για το ρυθμό μεγέθυνσης της γερμανικής οικονομίας: 2.2% το δεύτερο τρίμηνο του 2010! Αν θελήσουμε να είμαστε πιο ουσιαστικοί, και να κάνουμε προγνώσεις για ολόκληρο το έτος (όπως το συνηθίζουν οι Αμερικανοί) η γερμανική οικονομία καλπάζει περήφανη με όλα τα φώτα της ανοικτά κι ένα ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του... 9%, πράγμα που την καθιστά αδιαφιλονίκητη ηγέτιδα όλων των παραδοσιακών βιομηχανικών κρατών. Ήρθε πια η ώρα να ξεκολλήσουμε από πάνω μας την εικόνα της «αρχαϊκής» οικονομίας και να καταξιωθούμε ως μια υπερ-ευέλικτη αγορά! Ήδη ο τύπος πέραν του Ατλαντικού μιλάει για τη γερμανική «Superman Economy»(«υπεράνθρωπη οικονομία»).
Μολοταύτα, δεν πρόκειται επ' ουδενί περί θαύματος. Τρεις αιτίες, λίγο-πολύ αλληλεξαρτώμενες, εξηγούν εν πολλοίς αυτό το φαινόμενο.
Πρώτη: η «'Ανγκελα Κέινς». Το χειμώνα του 2008-2009, όταν έθεσε σε εφαρμογή μια πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης, η καγκελάριος είχε την τύχη να έχει δίπλα της άξιους κυβερνητικούς εταίρους και κυρίως το σοσιαλδημοκράτη υπουργό οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ (Peer Steinbrück). Σύμφωνα με τις διδαχές του μεγάλου οικονομολόγου του 20ού αιώνα Τζoν Μάιναρντ Κέινς (John Maynard Keynes) η κατάρρευση της εσωτερικήςζήτησης αναπληρώθηκε με την αύξηση των δημοσίων δαπανών, που αντλήθηκαν από τις διεθνείς χρηματαγορές. Τα χρήματα αυτά δαπανήθηκαν στην επιδότηση της απόσυρσης των αυτοκινήτων, στην παράταση της ισχύος των επιδομάτων μερικής ανεργίας και στον τομέα των υποδομών. Το σύστημα λειτούργησε τέλεια, αναδεικνύοντας για ακόμα μια φορά τα πλεονεκτήματα των οικονομικών πολιτικών που βασίζονται στην τόνωση της ζήτησης.
Το μόνο «θαύμα» εδώ είναι πως -για μια φορά- η πολιτική ηγεσία δεν άκουσε τις συμβουλές των νεοφιλελεύθερων συμβούλων της -και προτίμησε να εφαρμόσει τον Κέινς.
Δεύτερη: το γερμανικό μοντέλο της συναίνεσης των κοινωνικών εταίρων, ήτοι τα τόσο πολύ δυσφημισμένα «παζάρια» μεταξύ εργοδοτών, συνδικάτων και κυβέρνησης, απέδειξαν την αποτελεσματικότητά τους και σε συνθήκες κρίσης! Αρχικά τα συνδικάτα έπεισαν τους εργοδότες για τη θετική επίδραση που θα είχε η παράταση της διάρκειας των κοινωνικών επιδομάτων και η επιδότηση της απόσυρσης των αυτοκινήτων. Μετά έπεισαν από κοινού την κυβέρνηση.
Τα συνδικάτα επίσης συνέβαλαν καταλυτικά στη διάσωση όσο το δυνατό περισσότερων θέσεων εργασίας στις επιχειρήσεις, παρά την κατακόρυφη πτώση της εσωτερικής ζήτησης. Το 2009, κανένα άλλο κράτος δεν υπέστη τόσο μεγάλη μείωση του ΑΕΠ του, αλλά και παράλληλα τόσο μικρή αύξηση της ανεργίας. Αυτός είναι ο λόγος που σήμερα δεν παρατηρείται εξίσου σημαντική αύξηση της εσωτερικής ζήτησης: οι γερμανικές εταιρείες έχουν προσαρμοστεί στις εξαιρετική αστάθεια των αγορών χάρη στην ελαστικοποίηση των αμοιβών, την αύξηση της κερδοφορίας τους και την παροχή βραχυχρόνιων επιδομάτων ανεργίας.
Τρίτη (και δυστυχώς σημαντικότερη): η Γερμανία τα τελευταία χρόνια έχει εκφυλιστεί σε αυτό που ονομάζεται «μικρή αλλά πολύ ανοικτή χώρα». Έτσι αποκαλούν οι οικονομολόγοι εκείνες τις οικονομίες που εξαρτώνται υπέρμετρα από τις διεθνείς τους συναλλαγές -άρα από την κατάσταση της υγείας της παγκόσμιας οικονομίας. Όμως αυτή η τελευταία ντοπαρίστηκε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι η Γερμανία από κεϊνσιανές πολιτικές «εκτάκτου ανάγκης». Ιδού λοιπόν που αρχίζουν να εμφανίζονται προβλήματα στο γερμανικό «παραμύθι»: η γερμανική οικονομία δεν είναι δυνατό να συνεχίσει να αναπτύσσεται με τόσο ρωμαλέους ρυθμούς όσο σήμερα, γιατί απλούστατα σε όλο τον κόσμο οι έκτακτες πολιτικές αντιμετώπισης της κρίσης φτάνουν στο τέλος τους. Ίσως να μην αναμένεται μια καινούργια βουτιά της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά δεν αποκλείεται κιόλας να βιώσουμε κάτι τέτοιο. Πολλοί λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τέτοια σενάρια!
Να τι θα 'πρεπε να κάνει προς το παρόν η 'Ανγκελα Μέρκελ (Angela Merkel): κατ' αρχήν να χαρεί και να ανάψει μια λαμπάδα στον Κέινς για τη θεωρία και στους Αμερικάνους και τους Κινέζους για την τόσο αψεγάδιαστη εφαρμογή της. Στη συνέχεια να αποφύγει, όσο αυτό είναι δυνατό, οτιδήποτε θα μπορούσε να μειώσει την εσωτερική ζήτηση, και πάνω απ' όλα κάθε περαιτέρω αύξηση της φορολογίας. Αν επιδιώκει να ξανακάνει τη Γερμανία «μεγάλη» οικονομικά, κάτι που θα είχε και τα πλεονεκτήματά του, ας συνεχίσει να τροφοδοτεί την ζήτηση, επενδύοντας π.χ. στην εκπαίδευση ή τις υποδομές.
Όταν δε οι ξένοι ηγέτες τη ρωτούν ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας της, ας κοκορεύεται όσο θέλει για την ελαστικοποίηση των αμοιβών, αλλά καλύτερα να μη λέει κουβέντα για τις γερμανικές εξαγωγές. Διότι αν όλες οι χώρες στραφούν στο εξαγωγικό εμπόριο, θα είμαστε δυστυχώς αναγκασμένοι να βρούμε έναν άλλο πλανήτη με τον οποίο η Γη μας θα συνάψει εμπορικές σχέσεις. Δίχως παρόμοιους πλανήτες, το πλεονασματικό ισοζύγιο πληρωμών δεν είναι παρά ένας ευφημισμός για την εξαγωγή της ανεργίας, προς όφελος της απασχόλησης στο εσωτερικό της κάθε χώρας.
Ρεύμα απείθαρχων χωρών φοβάται το ΔΝΤ μήπως δημιουργήσει η Ουγγαρία, όπως αποκαλύπτει ο δυτικός Τύπος, μετά την απόφασή της να φορολογήσει τις τράπεζες παρακάμπτοντας τις οδηγίες του μισητού διεθνούς οργανισμού. Χωρίς αντίκρισμα αποδείχτηκαν οι απειλές για καταστροφή της χώρας.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΨΥΛΟΣ
Δεν πάει ένας μήνας που ο δεξιός ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ούρμπαν τόλμησε να πεί ένα κατηγορηματικό «όχι» στις αξιώσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για πρόσθετα μέτρα λιτότητας. Αντίθετα, η –δεξιά επαναλαμβάνω– κυβέρνηση της Ουγγαρίας αποφάσισε να επιβάλει για τρία χρόνια έκτακτη εισφορά ύψους 0,45% στον τζίρο των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, υποχρεώνοντας τις τράπεζες να καταβάλουν 700 εκατομμύρια ευρώ και να γλιτώσουν έτσι οι απλοί πολίτες ενδεχόμενα νέα μέτρα.
«Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι να ενισχυθεί η ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητά μας», τόνισε ο υφυπουργός Οικονομικών Ζόλταν Κσελφάβαι. «Μετά από τέσσερα χρόνια λιτότητας, η… λιτότητα δεν μπορεί να είναι η λύση» πρόσθεσε!
Το ΔΝΤ και η ΕΕ απέρριψαν κατηγορηματικά τη λύση της φορολόγησης των ουγγρικών τραπεζών –οι περισσότερες εκ των οποίων άλλωστε ανήκουν σε δυτικοευρωπαικές τράπεζες, κυρίως αυστριακές– και αποφάσισαν να μη χορηγήσουν στην Ουγγαρία την τελευταία δόση των 5,5 δισ. ευρώ που απέμεναν από το δάνειο των 20 δισ. που είχαν εγκρίνει στη Βουδαπέστη το 2008.
Το σύνολο σχεδόν του δυτικού Τύπου είχε φρίξει με τη στάση αυτή του Όρμπαν, προβλέποντας ούτε λίγο ούτε πολύ την καταστροφή της χώρας. Το εξοργιστικό είναι ότι η εκβιαστική στάση του ΔΝΤ και της ΕΕ δεν βασίζονται, έστω και τυπικά, σε κάποια «αποτυχία» της Ουγγαρίας να πιάσει τους στόχους που της είχαν επιβάλει πριν καν αναλάβει την εξουσία η κυβέρνηση Όρμπαν. «Το έλλειμμα της Ουγγαρίας είναι μόλις 3,8% του ΑΕΠ» γράφει το γαλλικό περιοδικό Μαριάν. Και προσθέτει με έκδηλη οργή: «Το ποσοστό αυτό προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι τα ελλείμματα των χωρών μελών της Ευρωζώνης είναι από 5 έως και 12%»! Απλώς,τα «γεράκια» του ΔΝΤ και της ΕΕ επιχείρησαν να εκβιάζουν τους Ούγγρους γιατί φοβούνται μήπως δημιουργηθεί ρεύμα …απείθαρχων κρατών!
Οι Τάιμς της Νέας Υόρκης το ομολόγησαν απερίφραστα: «Ο αγώνας στην Ουγγαρία αντανακλά μια μεγαλύτερη μάχη που αναμένεται να δοθεί το επόμενο έτος, καθώς οι περισσότεροι ευρωπαίοι πολιτικοί που επιδιώκουν να επιβάλουν τη δημοσιονομική πειθαρχία, αντιμετωπίζουν όλο και πιο απείθαρχους πολίτες». Στο ίδιο μήκος κυματος και οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς: «Το ΔΝΤ θα πρέπει να κρατήσει σκληρή γραμμή στην Ουγγαρία γιατί πρέπει να στείλει ένα μήνυμα σε άλλες κυβερνήσεις που θα έμπαιναν στον πειρασμό να φλερτάρουν με την απειθαρχία».
Και όμως! Η καταστροφολογία δεν πέρασε. «Παραδόξως», γράφει η γαλλική Μοντ, «η επίδειξη δύναμης του Όρμπαν με το ΔΝΤ δεν προκάλεσε τον πανικό των επενδυτών. Το φιορίνι μπορεί να υποτιμήθηκε κάπως, αλλά η χώρα εξακολουθεί να δανείζεται χωρίς πρόβλημα από τις αγορές. Η κυβέρνηση της Ουγγαρίας έχει να αντιμετωπίσει πολύ ισχυρά συμφέροντα τους τελευταίους δύο μήνες και μέχρι στιγμής φαίνεται να κερδίζει – παρά τις τεράστιες αντιδράσεις που προκαλεί» λέει ο οικονομολόγος Μαρκ Γουέισμπροτ, διευθυντής του Κέντρου Οικονομικής και Πολιτικής Ερευνας.
Ακόμη και τα γεράκια του ΔΝΤ παραδέχονται την ήττα τους, χωρίς φυσικά να πάψουν να απειλούν. «Ναι, προς το παρόν η Ουγγαρία δεν μας χρειάζεται», λέει ο Κριστόφ Ρόζενμπεργκ, επικεφαλής της αντίστοιχης τρόικας στη Βουδαπέστη. «Το 2011, όμως το κλίμα θα μπορούσε να αλλάξει απότομα στις αγορές», συνεχίζει απειλητικά.
Η Ουγγαρία –με τους Σοσιαλιστές στην κυβέρνηση– έζησε τέσσερα χρόνια εξοντωτικής λιτότητας και όντως το έλλειμμα μειώθηκε από 9 σε 3,8% του ΑΕΠ. Με τα μέτρα αυτά όμως η ανεργία αυξήθηκε από 7% το 2007 στο 12% σήμερα και η οικονομία βυθίστηκε στο χάος. Και όμως οι Σοσιαλιστές παραμένουν αμετανόητοι, αν και συνετρίβησαν στις πρόσφατες εκλογές. Σε πλήρη ταύτιση με το ΔΝΤ ο Πέτερ Ότσκο, υπουργός Οικονομικών της προηγούμενης σοσιαλιστικής κυβέρνησης ούτε λίγο ούτε πολύ κάλεσε την κυβέρνηση Όρμπαν να αλλάξει στρατηγική και να ακολουθησει τις επιταγές του ΔΝΤ. Αυτό θα πει υπηρετικό προσωπικό…
Μια ιστορική οπισθοδρόμηση πασπαλισμένη με τη χρυσόσκονη των όρων και της ιδεολογικής σύγχυσης.
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Διαβάσαμε την περασμένη Κυριακή στα σχοινοτενή δημοσιεύματα του Αυγούστου (που ως γνωστόν, δεν έχει ειδήσεις): «Ανατροπές παντού», «το νέο μεγάλο αφήγημα του Γιώργου», «αλλάζουν όλα σε κράτος, διοίκηση, οικονομία». Ένας εκ των τροϊκανών, ο Πόλ Τόμσεν, σε μια από τις πολλές συνεντεύξεις που έδωσε στα διψασμένα για «αποκλειστικότητες» ΜΜΕ, μίλησε για «πραγματική επανάσταση» που συντελείται στην Ελλάδα. Ο Γ. Παπανδρέου, επίσης, έχει κάνει προ πολλού λόγο για «επανάσταση του αυτονόητου» στη χώρα, κλισέ που έχει χρησιμοποιήσει πανομοιότυπο και ο Αντώνης Σαμαράς.
Τι ακριβώς μας συμβαίνει; Ένα μεταρρυθμιστικό τσουνάμι; Μια επανάσταση; Εκ πρώτης όψεως οι βαρύγδουποι όροι προκαλούν θυμηδία όταν συγκρίνονται με τα καταστρεπτικά αποτελέσματα του Μνημονίου στην κοινωνία και την οικονομία. Ωστόσο, η χρήση και κατάχρηση των λέξεων δεν είναι ιδεολογικά ανώδυνη. Το παράδοξο είναι δε, πως ο τρόπος που τοποθετούν κυβέρνηση, τρόικα και ΜΜΕ τις «μεταρρυθμίσεις» δίπλα στην «επανάσταση» καταργεί και το σχετικό ιστορικό δίλημμα της αριστεράς που άνοιξε χάσμα ανάμεσα στις ρεφορμιστικές και τις επαναστατικές συνιστώσες της. Θυμάστε τι απαντούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στον Μπερνστάιν μέσω του κειμένου της «Μεταρρύθμιση ή επανάσταση»; «Δεν υπάρχει τέτοιο δίλημμα… Για τη σοσιαλδημοκρατία ο καθημερινός πρακτικός αγώνας για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, για τη βελτίωση της θέσης του εργαζόμενου λαού και μέσα στα πλαίσια ακόμη του υφιστάμενου καθεστώτος, αποτελεί τον μοναδικό δρόμο καθοδήγησης της ταξικής πάλης του προλεταριάτου και επίτευξης του τελικού σκοπού, που είναι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και η κατάργηση του συστήματος της μισθοδουλείας». Στην αποστροφή αυτή υπάρχει ήδη το αδρό περίγραμμα τόσο της μεταρρύθμισης όσο και της επανάστασης από τη σκοπιά των υποτελών τάξεων. Ωστόσο, και οι δύο όροι που εμπεριέχουν την αποδυνάμωση και ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων έχουν στο πέρασμα του χρόνου υποστεί μια επικίνδυνη στρέβλωση.
Από τη δεκαετία του ’80, οπότε μεσουρανούσαν τα άστρα της Θάτσερ και του Ρήγκαν και οι πολιτικές συντριβής της μισθωτής εργασίας, εδραιώθηκε η φιλολογία οικονομολόγων και πολιτικών (νεοφιλελεύθερης και νεοσυντηρητικής κοπής) περί «συντηρητικής επανάστασης». Βασικό της περιεχόμενο ήταν μια σειρά θεσμικές παρεμβάσεις στην κατεύθυνση αποδέσμευσης του κεφαλαίου από περιορισμούς που είχαν θεσπιστεί τα μεταπολεμικά χρόνια, στο πλαίσιο του λεγόμενου κεϊνσιανού συμβιβασμού, που εξασφάλιζε την αναγκαία για την ανάπτυξη του καπιταλισμού κοινωνική ειρήνη. Οι παρεμβάσεις αυτές ονομάστηκαν «μεταρρυθμίσεις», αν και βασική τους λειτουργία ήταν η απορύθμιση των αγορών κεφαλαίου και εργασίας. Και από την άποψη της τύχης που επεφύλασσαν για τις εργαζόμενες τάξεις ήταν μια σαφής οπισθοδρόμηση στο πεδίο των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Άλλη αγαπημένη φράση των ειδικών γι’ αυτές της «μεταρρυθμίσεις» είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές.
Στον αστερισμό μιας «επανάστασης» διαρθρωτικών (ή εξαρθρωτικών) αλλαγών βρισκόμαστε και σήμερα. Η κυβέρνηση, η επιχειρηματική ελίτ, οι ευρωκράτες, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ και των αγορών μπερδεύουν γλυκά και απονήρευτα υπαρκτά προβλήματα εκσυγχρονισμού του κράτους, της δημόσιας διοίκησης και των υπηρεσιών που παρέχουν με τα κεφαλαιώδη αιτήματα του κεφαλαίου, και δη του χρηματοπιστωτικού για περισσότερη ελευθερία κινήσεων, απεριόριστη πρόσβαση στον κοινωνικό πλούτο, ασφυκτικότερο έλεγχο της πολιτικής εξουσίας και μεγαλύτερα περιθώρια υπερεκμετάλλευσης της εργασίας. Το μόνο αυτονόητο στην «επανάσταση του αυτονόητου» είναι ότι υπηρετείται η καπιταλιστική αδηφαγία στην πιο αντιδραστική, οπισθοδρομική και καταστροφική εκδοχή της. Σχεδόν το σύνολο των «μεταρρυθμίσεων» που προωθούνται, είτε απορρέουν από την ατζέντα της τρόικας είτε υπηρετούν επιθυμίες της εγχώριας ιθύνουσας τάξης, ξεφεύγουν ακόμα κι απ’ αυτή τη γραμμική αντίληψη της προόδου, μια και μεταφράζονται σε παραγωγική παρακμή της χώρας, συρρίκνωση της δημοκρατίας, διάλυση του κοινωνικού ιστού και επιστροφή των όρων εκμετάλλευσης και αναπαραγωγής της εργασίας στα ζοφερά χρόνια της βικτοριανής εποχής.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, ίχνος μεταρρύθμισης και πολύ περισσότερο επανάστασης σ’ αυτήν την τεράστια μετατόπιση ισχύος στην πιο αντιδραστική και καταστρεπτική δύναμη της εποχής. Αντιθέτως, υπάρχει μια ευθεία, θρασύτατη, σχεδόν σκοταδιστική απάντηση στο άλλο δίλημμα που ετέθη ειλικρινά πριν 90 χρόνια (πάλι από τη Ρόζα) και υποκριτικά πριν από ένα χρόνο: «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα;» Ποια είναι η απάντηση δεν χρειάζεται να το πούμε.
Γιώργος Κοντογιώργης, Οικονομικά συστήματα και ελευθερία, Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 2010. Στο περιοδικό Άρδην, 80/2010, σελ. 77-79.
Το απόσπασμα που ακολουθεί αντιμετωπίζει το ζήτημα της εργασίας του πολίτη στη διαλεκτική της σχέση με την εργασία του οικονομικού μετανάστη.
[..] Η αντίθεση που επισημαίνεται ανάμεσα στην εργασία του πολίτη και στην εργασία του οικονομικού μετανάστη είναι όντως πραγματική, έχει δηλαδή δομικό χαρακτήρα, ή ο ξένος αποτελεί απλώς την εύκολη αιτία, μια νομιζόμενη απειλή εναντίον της εργασίας του πολίτη;
Πρώτα-πρώτα, διαπιστώνεται ότι τόσο η εργασία του πολίτη όσο και η εργασία του οικονομικού μετανάστη έχουν κοινή θεμελίωση. Ανήκουν και οι δύο στην εποχή της μετα-φεουδαλικής ή, αλλιώς, πρωτο-ανθρωποκεντρικής οικοδόμησης. Συναντώνται δηλαδή –ως μορφές εργασίας– με το οικονομικό σύστημα και τον ιδιοκτήτη του, εξωθεσμικά είτε στον χώρο της παραγωγής (και επομένως με όχημα τη σύμβαση εργασίας) είτε στο πεδίο της κατανάλωσης.
Κατά τούτο, διαφεύγει της προσοχής ότι το σημερινό σύστημα είναι ακριβώς η προέκταση εκείνου της δεσποτείας. Με μια διαφορά. Η ιδιοκτησία επί του συστήματος που απαντάται στη μετα-δεσποτική εποχή δεν εκτείνεται και στους φορείς της εργασίας. Στο μέτρο, όμως, που το σύστημα χρειάζεται την εργασία, ο ιδιοκτήτης συμβάλλεται μαζί της, ουσιαστικά την αγοράζει αντί χρηματικής αμοιβής. Ο φορέας της εργασίας, εισφέροντάς την εθελουσίως –με τον όρο της εξάρτησης–, ουσιαστικά παραιτείται από ένα θεμελιώδες διακύβευμα, την αυτονομία του.
Είναι γεγονός ότι ο πολίτης και ο οικονομικός μετανάστης συνάπτουν ενοχική σύμβαση με τον ιδιοκτήτη του συστήματος, από την οποία δηλαδή μπορούν να αποχωρήσουν οικεία βουλήσει όποτε το θελήσουν1. Όμως, η σύμβαση αυτή, πέραν των επιπτώσεών της στο πεδίο της ελευθερίας, είναι από τη φύση της ετεροβαρής. Είναι ετεροβαρής διότι δεν συνάπτεται μεταξύ ισοτίμων εταίρων. Ο ένας είναι κάτοχος/ιδιοκτήτης του συστήματος και, επομένως, το συγκροτεί, το διοικεί και αποφασίζει για την τύχη του και, στο πλαίσιο αυτό, για την τύχη της εργασίας. Ο άλλος όχι. Με τη σύμβαση ο εργαζόμενος δεν υπεισέρχεται στο σύστημα ως εταίρος/συντελεστής του. Η παροχή εργασίας στο σύστημα δεν τον μεταβάλλει σε μέλος του.
Αυτό σημαίνει ότι, μολονότι οι διαφορές μεταξύ εργασίας και εργοδοσίας έχουν ως πηγή τη συνάντησή τους στο πεδίο της παραγωγής, δηλαδή στο εσωτερικό του συστήματος, η διαπραγμάτευση του εργασιακού καθεστώτος προόρισται τελικά να γίνει έξω από αυτό, στο επίπεδο της πολιτικής. Εδώ ακριβώς έγκειται η διαφοροποίηση της εργασίας του πολίτη από την εργασία του οικονομικού μετανάστη. Ο πολίτης δύναται να επικαλεσθεί το πολιτικό του όπλο, την ψήφο του (την απεργία ή τη διαδήλωση), να υποστηρίξει πολιτικά την εργασιακή του θέση, έτσι ώστε να την εγγράψει στις θεματικές του δημοσίου χώρου.
Με τη μετάταξη της σχέσης μεταξύ εργασίας και ιδιοκτησίας στη δημόσια σφαίρα, ο εργαζόμενος πολίτης κατόρθωσε να κατοχυρώσει σειρά περιορισμών στην ιδιοκτησία και υποχρεώσεων στο κράτος, να την μεταβάλλει επομένως σε μια κατά το μάλλον ή ήττον προκαθορισμένη κανονιστική πραγματικότητα. Εν προκειμένω, η φύση της σχέσης μεταξύ εργασίας και εργοδοσίας δεν αλλάζει. Όμως η μεταφορά της στη δημόσια σφαίρα επιφέρει αναλόγως περιορισμούς στη δυνατότητα της οικονομικής αγοράς να υπαγορεύει τους όρους της στην εργασία.
Στον αντίποδα, η εργασία του οικονομικού μετανάστη υπόκειται ευθέως στους νόμους της αγοράς, δηλαδή στους συσχετισμούς δύναμης, που υπαγορεύει ουσιαστικά η εργοδοσία. Το άμεσο συγκριτικό γνώρισμα της εργασίας του οικονομικού μετανάστη είναι αυτό. Δεν είναι όμως το μοναδικό και ίσως όχι το κυριότερο.
Αν όντως η φθηνή εργασία ήταν το μοναδικό κίνητρο του κεφαλαίου, θα επέλεγε, χωρίς άλλο, δηλαδή κατά τρόπο μονοσήμαντο, τη μετατόπισή του στις χώρες όπου αυτή προσφέρεται «άνευ όρων». Συνδυάζεται προφανώς και με άλλους παράγοντες, όπως η κανονιστική ασφάλεια των χωρών της πρωτοπορίας, η ποιότητα ζωής για τους διοικητικούς της συντελεστές, οι επικοινωνιακές ευκολίες, η προσβασιμότητα στις αγορές, η πολιτική του υποστήριξη κ.λπ.
Κατά τούτο, πρωταρχικό συγκριτικό πλεονέκτημα της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης στις χώρες της πρωτοπορίας, αποβαίνει η πίεση που αυτή ασκεί στην εργασία του πολίτη, προκειμένου να εξουδετερώσει τη δυνατότητά του να υποστηρίζει πολιτικά τα κεκτημένα που συνδέονται με αυτήν. Η εργοδοσία ευελπιστεί έτσι να επαναφέρει την εργασία του πολίτη από την πολιτική αγορά (τη δημόσια σφαίρα) στην οικονομική αγορά. Να την υποτάξει δηλαδή στους κανόνες της και να τη μεταβάλει σε εμπόρευμα. Να την εξομοιώσει με εκείνη του οικονομικού μετανάστη, σε ό,τι αφορά στους όρους παροχής της, αλλά και για την αμοιβή της και, φυσικά, για τα συνοδευτικά με την εργασία δικαιώματα (πρόνοια κ.λπ).
Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στην ανταγωνιστική παρουσία της εργασίας-εμπορεύματος που εισφέρει η οικονομική μετανάστευση στην εσωτερική αγορά εργασίας των χωρών της πρωτοπορίας. Εξού και πολλοί διατείνονται ότι εάν αυτή ενσωματωθεί, δηλαδή εξομοιωθεί με την εργασία του πολίτη, θα εκλείψει το πρόβλημα.
Αναγνώρισα ήδη τη βαρύτητα του ζητήματος αυτού. Όμως, δεν αποτελεί την πρωτογενή αιτία. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι απλώς εσφαλμένη στη φιλοσοφική της σύλληψη, αφού συνδυάζεται με το δόγμα ότι αιτία της εκμετάλλευσης είναι το κεφάλαιο (ο καπιταλισμός). Είναι και λογικά αντιφατική, διότι η ενσωμάτωση αυτή καθεαυτή της «ώνιας εργασίας» (της εργασίας εμπορεύματος), αφενός θα πολλαπλασιάσει τον αριθμό των πολιτών που θα προσφέρουν ισότιμη οικονομική εργασία και, αφετέρου, θα αυξήσει τη ζήτηση νέων οικονομικών μεταναστών για να καλύψουν το κενό της «ώνιας εργασίας». Συγχρόνως, η επιλογή αυτή δεν θα σταθεί ικανή να αποτρέψει τη μετακόμιση του κεφαλαίου στις χώρες της περιφέρειας, εφόσον ορθωθούν ανυπέρβλητα αναχώματα στην εισαγωγή «ώνιας εργασίας».
5. Πού βρίσκεται λοιπόν η λύση; Όσο και αν φανεί παράξενο, το πρόβλημα είναι πρωταρχικά γνωσιολογικό. Η αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα στην οικονομική θεωρία είναι ότι το οικονομικό σύστημα της εποχής μας, όπως εξάλλου και το σύγχρονο πολιτικό σύστημα, είναι η απόληξη μιας ασύγκριτης ανωτερότητας και σε κάθε περίπτωση τελειωτικό. Δηλαδή μη επιδεκτικό περαιτέρω εξέλιξης υπό το πρίσμα μιας τυπολογικά και όχι απλώς μορφολογικά μετάλλαξής του, με γνώμονα την πρόοδο της ανθρώπινης κατάστασης. Όμως δεν είναι έτσι.
Επισήμανα ήδη ότι το παρόν (οικονομικο-κοινωνικό και πολιτικό) σύστημα προσήκει εξελικτικά στην πρώιμη φάση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος και συγκεκριμένα στο στάδιο της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Το ερώτημα, στο πλαίσιο αυτό, είναι αν επιβεβαιώνεται ως εφικτή η περαιτέρω εξέλιξη του συστήματος αυτού στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα και προς ποια κατεύθυνση.
Η εποχή μας δεν προσφέρει παρά μόνον ορισμένες ενδείξεις για την κατεύθυνση της εξέλιξης, οι οποίες για να αποτιμηθούν ορθά πρέπει να ενταχθούν σε ένα ορισμένο, σφαιρικό γνωσιολογικό πλαίσιο, το οποίο όμως δεν υπάρχει. Η γνωσιολογία της νεοτερικότητας είναι καταγραφική του παρόντος και, μάλιστα, κατά τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια υποβολής του σε κριτική δοκιμασία.
Όπως ήδη διαπιστώσαμε, η μεταβολή της σχέσης μεταξύ εργασίας και ιδιοκτησίας (εργοδοσίας) σε υπόθεση δημοσίου συμφέροντος επήλθε λόγω της πολιτικής βαρύτητας που απέκτησαν οι μάζες με την είσοδό τους στην πολιτική (η καθολική ψήφος ή η πολιτειότητα). Με άλλα λόγια, η οικονομική μετανάστευση επέσπευσε τις εξελίξεις, δεν αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της αδυναμίας εφεξής των δυνάμεων της εργασίας να υποστηρίξουν πολιτικά την υπόθεσή τους. Η γενεσιουργός αιτία εστιάζεται στον συνδυασμό του τέλους της φάσης που έκανε εφικτή την εξωθεσμική συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική, στο πολιτειακό περιβάλλον όπου το πολιτικό σύστημα το ενσαρκώνει το κράτος, με την αυτονόμηση των θεμελιωδών παραμέτρων του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος (ιδίως της οικονομίας και της επικοινωνίας). Όντως, πριν από τη λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση», συνέτρεχε, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, μια σχετική συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική, η οποία διερχόταν από την ιδεολογική διασταύρωση των πολιτικών δυνάμεων με τα ομόλογα κοινωνικά στρώματα (βασικά οι ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού).
Σήμερα, όχι μόνο δεν συντρέχει αυτό, αλλά και η δυναμική ισορροπία που είχε εγκαθιδρυθεί στη σχέση μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς έχει πλήρως διαρραγεί2. Η τελευταία έχει αποβεί εξολοκλήρου κυρίαρχη στο πεδίο της οικονομίας και της ιδεολογίας και έχει επιβάλει πλήρως τους νόμους της στην πολιτική. Η κοινωνία των πολιτών βρίσκεται, επομένως, αντιμέτωπη με την ιδιώτευση και την αποξένωση από την πολιτική και σε δεινή θέση σε ό,τι αφορά στην κοινωνικο-οικονομική της κατάσταση. Αν αποκωδικοποιήσουμε το περιεχόμενο της ανησυχίας των ιθυνόντων κατά την πρόσφατη κρίση, θα διαπιστώσουμε με έκπληξη ότι σκοπός της πολιτικής δεν είναι το συμφέρον της κοινωνίας. Το ενδιαφέρον τους εστιάζεται στη διαχείριση της κοινωνικής δυσαρέσκειας έτσι ώστε να μη διαταραχθεί η κοινωνική ειρήνη και συνοχή, δηλαδή το κεκτημένο της αγοράς.
Σε κάθε περίπτωση, στις προτεραιότητες της πολιτικής δεν εμπεριέχεται η αποτροπή της μετατροπής της εργασίας του πολίτη σε εργασία-εμπόρευμα, ούτε πολλώ μάλλον ο συνδυασμός της προστασίας αυτής με μια αντίστοιχη κανονιστική εξοικονόμηση της εργασίας της οικονομικής μετανάστευσης. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι οι δυνάμεις της «εκσυγχρονιστικής» Αριστεράς και οι δυνάμεις του φιλελευθερισμού συγκλίνουν ως προς το σημείο της συνάντησής τους, δηλαδή στην πολιτική κυριαρχία του πνεύματος της αγοράς και, από μια άλλη άποψη, στην απέχθειά τους προς την κοινωνία των πολιτών.
Εδώ ακριβώς αναδεικνύεται ο πυρήνας του πολιτικού προβλήματος: η ιδιοκτησιακή θεμελίωση του πολιτικού συστήματος, που οδηγεί στην ενσάρκωσή του, με όρους ταυτολογίας, από το κράτος. Το αδιέξοδο, στο πλαίσιο αυτό, έγκειται στο ότι, ενώ η συνάντηση της κοινωνίας με την πολιτική δεν είναι πια εφικτή στο εξωθεσμικό πεδίο της ιδεολογίας ή της ταξικής αναφοράς, η νεοτερική θεωρία επιμένει να αποκλείει κάθε ιδέα ανασύνδεσης της κοινωνίας με το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα σε νέες βάσεις.
Όντως, οι συγκρούσεις που ταλάνισαν τον κόσμο, ιδίως τον περασμένο αιώνα, είχαν ως πρόσημο τον έλεγχο της ιδιοκτησίας/συστήματος, το διακύβευμα εάν αυτή θα περιερχόταν στη δημόσια ή στην ιδιωτική σφαίρα. Σε καμιά περίπτωση, όμως, η κοινωνία δεν περιελήφθη ως συντελεστής στο διακύβευμα αυτό. Και τούτο διότι ζητούμενο γι’αυτήν ήταν η μετάβαση από τη δουλοπαροικία στην ατομική ελευθερία, η οποία διερχόταν υποχρεωτικά από την κατοχύρωση της αυτονομίας του ιδιωτικού χώρου και όχι από την ιδιοκτησία του (οικονομικού και/ή πολιτικού) συστήματος.
Σήμερα, το δίλημμα αυτό εξέλιπε και, ελλείψει άλλου, που θα προσέδιδε στο πρόταγμα των δυνάμεων της Αριστεράς προοδευτικό πρόσημο, το διακύβευμα εστιάζεται μονοσήμαντα στο αίτημα της ενσωμάτωσης της οικονομικής μετανάστευσης. Το αίτημα αυτό, όπως τίθεται, εισάγει στην πραγματικότητα την οικονομική μετανάστευση ως εναλλακτικό συντελεστή της πολιτικής ζωής, στη θέση της κοινωνίας των πολιτών. Στην πραγματικότητα εντούτοις βοηθάει τις κρατούσες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, που διακονούν τις ιδεολογίες του φιλελευθερισμού και του σοσιαλισμού, να διέρχονται εν σιωπή το κεντρικό πρόβλημα: που είναι ο αποκλεισμός της κοινωνίας των πολιτών από την πολιτική και, μάλιστα, από το πολιτικό σύστημα, η οποία συνεπάγεται εντέλει τη διάρρηξη της ισορροπίας μεταξύ κράτους, κοινωνίας και αγοράς. Διάρρηξη η οποία, εάν συνεχισθεί, θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη σταδιακή μετατροπή της εργασίας του πολίτη από σχέση δημοσίου δικαίου σε υπόθεση της αγοράς και, περαιτέρω, σε εμπόρευμα υποκείμενο στους νόμους της ή, αναλόγως, στη διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης.
Το αδιέξοδο της εποχής μας έγκειται ακριβώς στο ότι ο μεν φιλελευθερισμός διδάσκει πως η (οικονομική) αγορά (επομένως η παραγωγικότητα κ.λπ.) και όχι η κοινωνία (των πολιτών) οφείλει να αποτελεί τον σκοπό της πολιτικής και, υπό μια άλλη έννοια, τον λόγο ύπαρξης των πολιτειακών μορφωμάτων (των κρατικών κοινωνιών). Ο δε σοσιαλισμός νομίζει ότι για την εκμετάλλευση ευθύνεται το κεφάλαιο και όχι η κληρονομημένη δεσποτική αντίληψη ότι ιδιοκτησία του κεφαλαίου και ιδιοκτησία του συστήματος ταυτίζονται εκ φύσεως. Σε κάθε περίπτωση, η κοινωνική ελευθερία δεν αποτελεί διακύβευμα ούτε του ενός ούτε του άλλου προτάγματος.
Ώστε, με γνώμονα τις προσεγγίσεις αυτές και με δεδομένες τις εξελίξεις στο πεδίο του συνόλου ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, είναι προφανές ότι η εργασία θα υποκύπτει ολοένα και περισσότερο στους νόμους της αγοράς και θα αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα. Για να επανέλθει η ισορροπία στα πράγματα καλούμαστε να υπερβούμε τις εμμονές της (πρωτο-ανθρωποκεντρικής) νεοτερικότητας και να εναρμονισθούμε με τα μελλούμενα: ο χρόνος που αρκούσε η ατομική ελευθερία, δηλαδή το σύστημα που την ικανοποιεί, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Με άλλα λόγια, η ανασύνταξη του οικονομικού και, πριν από αυτό, του πολιτικού συστήματος, που απαιτείται για την επιστροφή της κοινωνίας στα πράγματα, προϋποθέτει τη διεύρυνση της ελευθερίας στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο. Διότι η ελευθερία συνεπάγεται ακριβώς τη μετατόπιση του οικονομικού και πολιτικού συστήματος από την ιδιοκτησία (του ιδιώτη ή του κράτους) στην κοινωνία, άρα τη θεσμική υποστασιοποίηση της κοινωνίας εντός του συστήματος και όχι στο έδαφος της ιδιωτείας.
Όλα δείχνουν ότι η κατεύθυνση της εξέλιξης του νεότερου ανθρωποκεντρικού κόσμου οδεύει προς τα εκεί. Η οικονομική μετανάστευση θα ογκούται ολοένα και περισσότερο συντωχρόνω με την ενσωμάτωση της πλανητικής περιφέρειας στον ανθρωποκεντρισμό και την εμβάθυνση της βίας που παράγει η κρατοκεντρική συνάρθρωση του κοσμοσυστήματος. Με αποτέλεσμα, την προϊούσα επιβάρυνση της εργασίας των πολιτών ή, ακόμη, και την απόρριψή της3.
1. Εν αντιθέσει προς τον φορέα της εργασίας εμπορεύματος στην πόλη-κράτος, ο οποίος, προερχόμενος από τη δεσποτική περιφέρεια, συνήπτε εμπράγματη «σύμβαση», δηλαδή σχέση που προσιδίαζε στο καθεστώς της καταγωγής του και όχι σ’εκείνο του πολίτη της πόλης. Περισσότερα, ανωτέρω στο κεφάλαιο «Τα οικονομικά συστήματα υπό το πρίσμα της ελευθερίας», και στο έργο μου, Πολίτης και πόλις. Έννοια και τυπολογία της πολιτειότητας, όπ.παρ.
2. Περισσότερα στο έργο μου, 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, όπ.παρ.
3. Απόρριψη η οποία συνδυάζεται επίσης με την υπεισέλευση της τεχνοδικτυακής παραμέτρου στην οικονομική διαδικασία. Βλέπε σχετικά στα έργα μου, «Η δημοκρατία στην τεχνολογική κοινωνία», Το Βήμα των κοινωνικών επιστημών, 18/1996, σελ. 5-26. και Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, σελ. 763 επ. ___________________________________________________________________
Ενώ η Κοινοβουλευτική Χούντα του ΠΑΣΟΚ στο θέμα του δήθεν «μονόδρομου» ακολουθεί κατά γράμμα τον μεγάλο δάσκαλο της προπαγάνδας Γκέμπελς που διακήρυσσε ότι όσο μεγαλύτερο το ψέμα και όσο περισσότερο επαναλαμβάνεται τόσο πιο πιστευτό γίνεται, ο μύθος του δημοσίου τομέα ως του «μεγάλου ασθενούς» επανήλθε στην επικαιρότητα με αφορμή την εντεινόμενη σφαγή σε αυτόν. O μύθος όμως αυτός δεν προέκυψε μόνο από την σημερινή κρίση, αλλά καλλιεργείται απο χρόνια τόσο στην Ελλάδα όσο και σε διεθνές επίπεδο, από νεοφιλελεύθερους και σοσιαλφιλελεύθερους, ως τμήμα της ιδεολογίας της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που εκφράζει το ανώτερο στάδιο της αγοραιοποίησης της καπιταλιστικής οικονομίας. Δηλαδή, το στάδιο όπου οι κοινωνικοί έλεγχοι πάνω στις αγορές ελαχιστοποιούνται (αν δεν καταργούνται ολοσχερώς), με δήθεν στόχο την μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα, αλλά πραγματικό στόχο την μεγιστοποίηση του ιδιωτικού κέρδους, ιδιαίτερα των πολυεθνικών που οδήγησαν στην σημερινή παγκοσμιοποίηση και τώρα ελέγχουν την παγκόσμια παραγωγή και εμπόριο. Η επέκταση των πολυεθνικών αναγκαστικά περνούσε μέσα απο την ιδιωτικοποίηση κάθε οικονομικής δραστηριότητας, πράγμα που συνεπαγόταν τη δραστική συρρίκνωση του δημοσίου τομέα, καθώς και απο την «απελευθέρωση» των αγορών (κεφαλαίου, εργασίας, αγαθών και εμπορευμάτων ―τις γνωστές «4 ελευθερίες» της Ε.Ε.[1])που σήμερα, χάρη στην τρόικα, ολοκληρώνεται και στη χώρα μας.
Φυσικά, ο δημόσιος τομέας δεν εξυπηρετούσε πάντα το γενικό συμφέρον, ιδιαίτερα όταν οι εθνικοποιημένες επιχειρήσεις άρχισαν να λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, προσθέτοντας έτσι στο βασικό πρόβλημα που χαρακτηρίζει τον δημόσιο τομέα (γραφειοκρατία και έλλειψη αυτοδιαχείρισης απο τους εργαζομένους και τους πολίτες γενικότερα) το κύριο πρόβλημα απο το οποίο πάσχει ο ιδιωτικός τομέας (εξυπηρέτηση του ατομικού συμφέροντος σε βάρος του γενικού). Στην Ελλάδα, μάλιστα, όπως και σε κάθε χώρα στην περιφέρεια και ημιπεριφέρεια, ο δημόσιος τομέας φορτώθηκε και με επί πλέον προβλήματα που απέρρεαν απο τον βαθμό οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης της χώρας (εκτεταμένη διαφθορά, «φακελάκια» κ.λπ.). Όμως, ενώ η επέκταση του δημοσίου τομέα στις μητροπολιτικές χώρες, όπου ο ιδιωτικός τομέας ήταν καπιταλιστικά αναπτυγμένος και οικονομικά αποτελεσματικός, οφειλόταν κυρίως στις πολιτικές των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος και την προστασία της κοινωνίας απο την αγορά, στις περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα η επέκταση του δημοσίου τομέα ―πολιτική που ακολούθησαν μεταπολεμικά όλα τα κόμματα εξουσίας― είχε άλλο βασικά στόχο: την αναπλήρωση ενός μη ανταγωνιστικού και αποτυχημένου ιδιωτικού τομέα που ήταν ανίκανος να απορροφήσει το πλεονάζον εργατικό δυναμικό.
Έτσι, όταν η πηγή της μετανάστευσης (που έπαιζε τον ρόλο απορρόφησης της ανεργίας τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες) στέρεψε στη δεκαετία του ’70, ενώ η ένταξη μας στην ΕΕ τη δεκαετία του ‘80 σήμανε την αποδιάρθρωση της παραγωγικής μας δομής ―εφόσον ούτε η δασμοβίωτη ελαφρά βιομηχανία μας ούτε η μη ανταγωνιστική γεωργία μας μπορούσαν να επιβιώσουν στις ανοικτές και απελευθερωμένες αγορές της Ε.Ε.― το ΠΑΣΟΚ που μόλις είχε έλθει στην εξουσία, μη έχοντας καμιά διάθεση να συγκρουστεί με τις ξένες ελίτ και τη ντόπια μεταπρατική ελίτ, δεν είχε άλλη επιλογή απο την επέκταση του δημοσίου τομέα. Ο ευρύτερoς δημόσιoς τoμέας που απορροφούσε το 41% του ΑΕΠ το 1979 λίγο πριν την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, έφθασε ν’ απορροφά τo 65% τoυ εθνικού εισοδήματος τo 1989! Αντίστοιχα, ο αριθμός των απασχoλoυμένων στoν ευρύτερo δημόσιo τoμέα, ως συνέπεια του γεγονότος ότι ο ετήσιoς ρυθμός αύξησης των δημoσίων υπαλλήλων (2,9%) ήταν διπλάσιoς εκείνoυ της αύξησης της απασχόλησης στoν ιδιωτικό τoμέα[2], διπλασιάστηκε στη μεταπολίτευση και από περίπoυ 344.000 τo 1974 έφθασε τις 693.000 τo 1989, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν τo 20% τoυ oικoνoμικά ενεργoύ πληθυσμoύ. Σήμερα, μετά την πρόσφατη απογραφή, o συνολικός αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων έφθασε τους 768.000, αντιπροσωπεύοντας δηλαδή σημαντικά μικρότερο ποσοστό του σημερινού ενεργού πληθυσμού σε σχέση με τότε ―μόλις το 15%![3]
Το ποσοστό, μάλιστα, των δημοσίων υπάλληλων στην παρούσα δεκαετία ―παρά τη μυθολογία των απατεώνων της κοινοβουλευτικής χούντας― ήταν και είναι σχετικά μικρό, όπως έδειξε σχετικά πρόσφατη συγκριτική έρευνα[4], σύμφωνα με την οποία, το 2002, ήταν μόλις 11,4% του εργατικού δυναμικού, όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε των 17 ήταν πάνω απο 16%, με τις Σκανδιναβικές χώρες και τη Γαλλία να παρουσιάζουν ποσοστά μεταξύ 20% και 30%. Οπως τονίζει η ίδια μελέτη, τα ποσοστά αυτά δεν ήταν συμπτωματικά αλλά αντιπροσώπευαν μακροπρόθεσμες τάσεις που επιβεβαιωνόντουσαν και απο τα ποσοστά των δημοσίων δαπανών στο ΑΕΠ. Η σημερινή επομένως αύξηση του ποσοστού των δημοσίων υπάλληλων στο 15%, που παρουσιάστηκε ως έγκλημα απο τους απατεώνες της ΠΑΣΟΚικής χούντας, στη πραγματικότητα, σημαίνει απλώς ότι τώρα φθάσαμε τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Δεν ήταν, επομένως, η αναπoτελεσματικότητα τoυ δημοσίου τομέα ―παρόλo πoυ αυτή είναι αναμφισβήτητη― «τo αίτιo πoυ oδήγησε σε διαδικασίες oι oπoίες παρεμπόδισαν τoν ανταγωνισμό και τελικά διέστρεψαν την ανάπτυξη της χώρας», όπως υποστήριζε εδώ και 20 σχεδόν χρόνια ο σοσιαλφιλελεύθερος αδελφός του πρωθυπουργού[5] και σημερινός άτυπος συμβουλάτορας του, ο οποίος, μαζί με τον νεοδιορισθέντα και γνωστό όργανο της υπερεθνικής ελίτ Πάντοα Σκιόπα (Tommaso Padoa-Schioppa), και τον ίδιο τον αρχηγό της «χούντας», αποτελούν την «ελληνική» τρόικα που διαχειρίζεται το προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ ―την οποία εκπροσωπεί στη χώρα η τρόικα του ΔΝΤ, Ε.Ε. και ΕΚΤ.[6] Aντίθετα, τo τελικό αίτιo της απoτυχίας της ελληνικής ανάπτυξης είναι τo γεγoνός που παίρνει δεδoμένo η νεο/σοσιαλφιλελεύθερη πρoσέγγιση: δηλαδή η αυξανόμενη «απελευθέρωση» των αγορών.
Και αυτό, διότι το μοντέλο εξωστρεφούς «ανάπτυξης» στο οποίο οδήγησε η απελευθέρωση αυτή δεν στηριζόταν στις δυνάμεις της ίδιας της χώρας αλλά στην εξωτερική αγορά και το ξένο κεφάλαιο και, αναπόφευκτα, κατέληξε σε ένα στρεβλό επενδυτικό πρότυπο που δεν επέτρεπε τη δημιουργία ενός ισχυρού μεταποιητικού τομέα, καθώς και σε ένα καταναλωτικό πρότυπο που είχε ελάχιστη σχέση με το εγχώριο παραγωγικό πρότυπο. Στη διαδικασία αυτή, το Κράτος δεν έπαιξε πoτέ ένα σημαντικό άμεσo ρόλo για την αναδιάρθρωση της παραγωγικής δoμής και περιoρίστηκε πάντα σε ένα έμμεσo ρόλo ενίσχυσης της πoσoτικής διαδικασίας αύξησης τoυ εθνικού εισoδήματoς, πoυ συνεπαγόταν απλώς την επέκταση της υπάρχoυσας παραγωγικής δoμής, σε συνδυασμό με κάπoια βελτίωση της υπoδoμής (μεταφoρές, επικoινωνίες, ενέργεια κ.λπ.), αφήνοντας ουσιαστικά την αναπτυξιακή διαδικασία στις δυνάμεις της αγoράς και περιορίζοντας τον δημόσιο τομέα στον ρόλο μιας δικλείδας ασφάλειας στο πρόβλημα της απασχόλησης που δημιουργούσε ο ανεπαρκής ιδιωτικός τομέας.
Παρόλα αυτά, οι ντόπιες και ξένες ελίτ επιβάλλουν σήμερα όχι μόνο κτηνώδεις περικοπές στα εισοδήματα όλων των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα που καμιά άλλη χώρα της Ευρωζώνης δεν επέβαλε, αλλά και πετσοκόβουν τον αριθμό των θέσεων στον τομέα αυτο, γεγονός που, με δεδομένη την οριακή απορροφητικότητα εργασίας στον ιδιωτικό τομέα σημαίνει παραπέρα αύξηση της μαζικής ανεργίας των νέων στο μέλλον. Και όχι μόνο! Σημαίνει, επίσης, την συνεχή καταβαράθρωση κοινωνικών υπηρεσιών όπως η εκπαίδευση και η υγεία, έτσι ώστε στο προσεχές μέλλον μόνο η μειονότητα που έχει τη δυνατότητα να προσφεύγει στον ιδιωτικό τομέα θα μπορεί να ικανοποιεί τις σχετικές βασικές ανάγκες, ενώ η πλειοψηφία θα συνθλίβεται κάτω απο τις τριτοκοσμικές συνθήκες που θα προσφέρει ένας εξαθλιωμένος δημόσιος τομέας, κατά το Αμερικανικό πρότυπο που επιβάλλουν οι δύο τρόικες...
[1] Γι’ αυτό και το ιστορικό αίτημα της αντισυστημικής Αριστεράς ήταν πάντα η έξοδος από την Ε.Ε. και όχι η «αποδέσμευση» με την έννοια της συλλογικής αποδέσμευσης των Ευρωπαϊκών λαών από αυτή (πράγμα που αποκλείει την μονομερή Ελληνική έξοδο) ή την έννοια της αντικαπιταλιστικής αποδέσμευσης (πράγμα που παραπέμπει το θέμα στις ελληνικές καλένδες) ―γεγονός που σημαίνει ότι η χρήση του όρου εάν δεν διαφοροποιείται σαφώς απο τις παραπάνω έννοιες, παίζει αποπροσανατολιστικό ρόλο.
[2] OECD, Economic Surveys, 1986-87, σελ. 43.
[3] World Bank, World Development Indicators 2010, Table 2.2.
[5] Νicholas Papandreou, “Finance and industry: the case of Greece,” International Review of Applied Economics, Vol.5, Issue 1 (1991), p. 1-23.
[6] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος,Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ: Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την Ε.Ε. και για μια αυτοδύναμη Οικονομία (υπό έκδοση, Γόρδιος, Σεπτέμβρης, 2010).