(με τη μορφή ερωταποκρίσεων)
Του Σπύρου Ραυτόπουλου
Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια παρουσίαση του πολιτικού παραλογισμού που σχετίζεται με το μείζον ζήτημα του ελληνικού χρέους, μέσα από μια σύνοψη σχετικών ερωτημάτων που σπανίως τίθενται στο δημόσιο διάλογο, και απαντήσεων που ακόμα σπανιότερα βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Όσοι θέτουν τέτοια ερωτήματα και κυρίως όσοι πρεσβεύουν απόψεις που θεωρούνται επικίνδυνες για την ευστάθεια του συστήματος, του ίδιου συστήματος που οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα της καταστροφής, αποκλείονται από τις στρογγυλές τράπεζες τις κάμερες και τα μικρόφωνα των ΜΜΕ. Οι φόβοι των ταγών του πολιτικοοικονομικού status είναι εύλογοι ιδίως σε μια περίοδο που, καθώς γνωρίζουν, και η παραμικρή σπίθα θα μπορούσε να πυροδοτήσει πρωτόγνωρες αλυσιδωτές αντιδράσεις στους κόλπους της ελληνικής -και όχι μόνον- κοινωνίας με αποτέλεσμα την κατάρρευση θεσμών και ιδεολογιών. Αν ακόμα και ηγετικά στελέχη της αριστεράς διατυπώνουν σήμερα έναν λόγο επιφυλακτικό έως μουδιασμένο είναι ακριβώς γιατί οι προϋποθέσεις μιας ριζικής ανατροπής είναι πλέον ωριμότερες από ποτέ. Η ανησυχία τους είναι ότι δεν γνωρίζουν τη θέση που θα κατέχουν μέσα σε μια νέα τάξη πραγμάτων, δεν γνωρίζουν αν η περιορισμένη έστω εξουσία που τώρα ασκούν πρόκειται κι αυτή να αμφισβητηθεί μέσα σε ένα σκηνικό γενικευμένης αναθεώρησης ρόλων και εξουσιών. Ίσως τελικά η αριστερά φοβάται μήπως κληθεί να ανταποκριθεί εμπράκτως στον ιστορικό της ρόλο... Πώς αλλιώς να ερμηνευτεί η σιωπή σε σχέση με την κραυγαλέα παθογένεια ενός χρεοκοπημένου μοντέλου διακυβέρνησης και ενός επίσης χρεοκοπημένου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης; Λαλίστατοι σε άλλες εποχές όπου ο ριζοσπαστικός λόγος ήταν λόγω συνθηκών ανέξοδος, σήμερα αρκετοί αριστεροί περιορίζονται στην πρόταση σχετικά ανώδυνων για το σύστημα διορθωτικών μέτρων, τη διατύπωση μετριοπαθέστατων αιτημάτων, και ήπιας κριτικής όπως π.χ. εκείνης που ισχυρίζεται ότι τα μέτρα είναι δήθεν απαραίτητα αλλά θα έπρεπε απλώς να είναι κοινωνικά κάπως δικαιότερα. Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον όπου ο κομφορμισμός βαφτίζεται ρεαλισμός και υπευθυνότητα, και η παραπληροφόρηση φθάνει στα όρια της προπαγάνδας ας δούμε μερικά από τα ερωτήματα και τις απαντήσεις που σκοπίμως αποσιωπούνται.
Ερ. Το χρέος της χώρας είναι νόμιμο ή ειδεχθές;
Απ. Ο όρος ειδεχθές χρέος (odious debt) είναι ευρέως αποδεκτός και έχει εκτός του ηθικού, και νομικό περιεχόμενο, σύμφωνο με τη διεθνή πρακτική. Ένα δημόσιο χρέος μπορεί να χαρακτηριστεί ειδεχθές αν ισχύει κάποια από τις εξής προϋποθέσεις:
α) να ανελήφθη αρχικά ή να διογκώθηκε στη συνέχεια χωρίς τη συναίνεση της κοινωνίας
β) η δημιουργία του να μην ωφέλησε αλλά μάλλον να ζημίωσε τη χώρα
γ) η αποπληρωμή του να συνεπάγεται καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα.
Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν ισχύει μόνο μία αλλά και οι τρεις παραπάνω προϋποθέσεις, άρα το χρέος είναι όντως ειδεχθές.
Ερ. Το χρέος αυτό σε τι βαθμό είναι δημόσιο και σε τι βαθμό ιδιωτικό;
Απ. Ο δημόσιος χαρακτήρας ενός χρέους συναρτάται με τα πιο πάνω και ιδίως με τα οφέλη που αποκομίζει ο λαός και το έθνος απ' αυτό. Μπορούμε να υπολογίσουμε τα οφέλη για την Ελλάδα από το εν λόγω χρέος, συγκρίνοντας το τωρινό βιοτικό επίπεδο του λαού, την κατάσταση της οικονομίας, τις υποδομές της χώρας, την ποιότητα βασικών δημόσιων αγαθών όπως της παιδείας, της υγείας και της πρόνοιας, την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών, τους ρυθμούς ανάπτυξης και τις προοπτικές της, με τα αντίστοιχα μεγέθη πριν από τον δανεισμό. Δεδομένου ότι πολλά από τα παραπάνω βρίσκονται σήμερα σε κατάσταση χειρότερη από την αντίστοιχη πριν το δανεισμό, είναι φανερό ότι το χρέος δεν είναι δημόσιο, εφόσον ωφέλησε ελάχιστα ή καθόλου τη χώρα, από πολλές απόψεις μάλιστα τη ζημίωσε. Αντιθέτως είχε προφανή οφέλη για τις ιδιωτικές τράπεζες, για συγκεκριμένες ελληνικές και ξένες ιδιωτικές επιχειρήσεις και ιδιώτες, ενώ είχε και τουλάχιστον έμμεσα προσωπικά οφέλη για όσους πολιτικούς, εξασφάλισαν στους παραπάνω ευνοηθέντες προνομιακή μεταχείριση με πόρους του δημοσίου. Οι Έλληνες πολίτες δεν μπορεί να βαρύνονται με χρέη που δεν δημιούργησαν οι ίδιοι, αλλά τα ενέγραψαν άλλοι στο λογαριασμό τους, αυτοί που τελικά ωφελήθηκαν.
Ερ. Είναι υποχρεωμένο ένα κράτος να εξοφλήσει ένα μη δημόσιο ειδεχθές χρέος;
Απ. Κανένα κράτος δεν έχει παρόμοια ηθική ή νομική υποχρέωση, εφόσον ο ειδεχθής μη-δημόσιος χαρακτήρας του χρέους μπορεί να αποδειχτεί με αριθμητικά και όχι μόνο μεγέθη. Άρα το ελληνικό κράτος έχει όχι απλώς δικαίωμα αλλά και υποχρέωση για εθνικούς και συνταγματικούς λόγους να αρνηθεί την αποπληρωμή του. Οι ξένοι πιστωτές έχουν με τη σειρά τους δικαίωμα να απαιτήσουν εξωδίκως ή ενδίκως την αποπληρωμή του από όσους ωφελήθηκαν από το χρέος αυτό.
Ερ. Δεν ευθύνεται μια χώρα για τις επιλογές των κυβερνήσεών της, δεν ευθύνεται ένας λαός για τις επιλογές των αντιπροσώπων του;
Απ. Ευθύνεται ο λαός μόνον εφόσον λειτουργούσε ως εντολέας κατά τη στιγμή της λήψης των συγκεκριμένων αποφάσεων και μάλιστα μόνον εφόσον τελούσε εν γνώσει όλων των παραμέτρων που σχετίζονταν με τις αποφάσεις αυτές. Όμως, πρώτον, ο ελληνικός λαός βαφτίζεται εντολέας μία μόνον μέρα κάθε 3-4 χρόνια κατά την οποίαν η μοναδική δυνατότητα που του δίνεται είναι να επιλέξει αμέσως ή εμμέσως αντιπροσώπους. Πέραν της επιλογής κόμματος (ίσως και βουλευτών) δεν ερωτάται ποτέ σχετικά με καμία απόφαση που τον αφορά, ούτε καν την ημέρα των εκλογών. Η ψήφος του ερμηνεύεται από την εξουσία αυθαιρέτως ως έγκριση ενός κομματικού προγράμματος που έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν εφαρμόζεται συνολικά, ενός προγράμματος για την κατάρτιση του οποίου ποτέ δεν ρωτήθηκε και την εφαρμογή του οποίου ποσώς μπορεί να ελέγξει. Το ότι ο λαός δεν έχει καμία δυνατότητα ελέγχου των αποφάσεων και πράξεων των υποτιθέμενων αντιπροσώπων του οφείλεται στο ότι χάνει την ιδιότητα του εντολέα ήδη από τη στιγμή που κλείνουν οι κάλπες. Αλλά τότε χάνουν και την ιδιότητα των αντιπροσώπων του οι εκλεγέντες. Είναι άρα προφανές ότι και οι συγκεκριμένες επιλογές τους που οδήγησαν στο χρέος δεν είχαν τη ρητή έγκριση του λαού.
Ερ. Μήπως οι κυβερνητικές επιλογές είχαν την έμμεση, παθητική αποδοχή της ελληνικής κοινωνίας, αφού δεν υπήρξε έγκαιρη αντίδρασή της;
Απ. Ούτε αυτός ο ισχυρισμός είναι βάσιμος, αφού πρώτον, στο ισχύον σύστημα δεν προβλέπεται θεσμικά κατοχυρωμένος τρόπος αποτελεσματικής λαϊκής αντίδρασης και δεύτερον, αφού είναι γνωστό ότι η ελληνική κοινή γνώμη εξαπατήθηκε επί σειρά ετών δια της απόκρυψης σημαντικών πληροφοριών. Πληροφοριών όχι μόνον σε σχέση με τους όρους και τις πιθανές επιπτώσεις στην οικονομία των αλλεπάλληλων δανεισμών αλλά και σε σχέση με την πραγματική κατάσταση αυτής της οικονομίας, τα ελλείμματα, τη διάρθρωση και τις πραγματικές προοπτικές της, καθώς επίσης για επιμέρους πληροφορίες όπως για την πραγματική κατανομή κονδυλίων, το πραγματικό μέγεθος και ρόλο του δημόσιου τομέα, τους όρους και τα μεγέθη των προμηθειών κ.λπ. Όταν όλες αυτές οι πληροφορίες αποκρύπτονταν επιτυχώς από την Ε.Ε. και τους τεχνοκράτες της για χρόνια, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι όφειλαν να είναι γνωστές στους Έλληνες πολίτες, ώστε αυτοί να αντιδράσουν και μάλιστα εγκαίρως! Άρα η ελληνική κοινωνία δεν έχει καμία ευθύνη για το χρέος αυτό.
Ερ. Δεν κινδυνεύει η εθνική κυριαρχία από τη μη αποπληρωμή του χρέους;
Απ. Αντιθέτως, η εθνική κυριαρχία κινδυνεύει από την απόπειρα αποπληρωμής του. Μια τέτοια απόπειρα θα ήταν είτε μάταιη λόγω του τεράστιου όγκου του χρέους, είτε καταστροφική, αλλά κατά πάσα πιθανότητα και τα δύο. Όσο η χώρα θα επιχειρεί κάτι τέτοιο, τόσο θα πρέπει να παίρνει είτε αποφάσεις που θα την ωθούν ακόμα πιο βαθειά στον εξωτερικό δανεισμό, είτε μέτρα που θα εξαθλιώνουν την οικονομία και θα αποσυνθέτουν τον κοινωνικό της ιστό ενώ θα συμπεριλαμβάνουν πιθανότατα και εκποίηση μεγάλων τμημάτων της κρατικής περιουσίας, γιατί όχι και εθνικού εδάφους. Μετά την εθνική της κατεδάφιση θα είναι ευκολότερο να παραδοθεί εξουθενωμένη εκ νέου στις διαθέσεις των κηδεμόνων και δανειστών της, προκειμένου να της επιτραπεί η επί ερειπίων πλέον ανοικοδόμησή της με ανάληψη νέων δανείων κ.ο.κ. Μέχρι να συμβούν αυτά, αλλά και μετά, θα είναι υποχρεωμένη να υπακούει σε έξωθεν εντολές για όλα τα σημαντικά ζητήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, δεδομένου ότι η -κατά δήλωση του ίδιου του πρωθυπουργού- απώλεια μέρους της εθνικής κυριαρχίας που έχει ήδη αρχίσει, θα επεκτείνεται διαρκώς.
Ερ. Τι συνιστά μια οικονομικά βιώσιμη, κοινωνικά δίκαιη και εθνικά σωτήρια λύση;
Απ. Ο συνδυασμός ορισμένων περίπου αυτονόητων μέτρων. Πρώτον, η αποκήρυξη μεγάλου μέρους του χρέους, η μετάθεση της αποπληρωμής του υπολοίπου σε χρόνο κατά τον οποίον θα έχει επιτευχθεί ικανοποιητικός και βιώσιμος ρυθμός ανάπτυξης της χώρας και η δραστική μείωση των επιτοκίων για αυτό το υπόλοιπο. Δεύτερον, η δημιουργία δραχμικού εσωτερικού χρέους με χαμηλότοκα κρατικά δάνεια που θα στηρίξει την ανάπτυξη. Τρίτον η δυνατότητα χάραξης ανεξάρτητης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, ασφαλώς εκτός Ο.Ν.Ε. και η από κοινού προσπάθεια με άλλες χώρες για τη δημιουργία μιας Ε.Ε. λαών και όχι ιδιωτικών κεφαλαίων. Τέταρτον, ο αποκλεισμός κάθε πολιτικής ή οικονομικής λύσης που θα μπορούσε μελλοντικά να οδηγήσει σε νέο εξωτερικό δανεισμό. Πέμπτον, η επιδίωξη και εξασφάλιση της αντιπροσωπευτικότητας του πολιτικού συστήματος με απαραίτητη την ριζική αναθεώρηση του Συντάγματος. Το νέο Σύνταγμα θα πρέπει να περιλαμβάνει ρυθμίσεις όπως το θεσμό των δημοψηφισμάτων με πρωτοβουλία των ίδιων των πολιτών και χωρίς να είναι αναγκαία η έγκριση του κοινοβουλίου, ή όπως το μέτρο της ανακλητότητας κρατικών λειτουργών, ρυθμίσεις δηλαδή που θα εξασφαλίζουν τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων και τον αποτελεσματικό έλεγχο της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας. Επίσης θα πρέπει να εγγυάται με ειδικούς όρους και όχι με γενικόλογες διατυπώσεις τη διαφάνεια του πολιτικού συστήματος, και την προστασία του από τη διαφθορά.
Τέλος, ας επανέλθουμε στο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας με μερικές αλήθειες που είτε αγνοούνται είτε αποσιωπούνται. Ακούγεται ίσως παράδοξο, αλλά το ελληνικό κράτος μπορεί και τώρα ακόμα να στηρίξει -με όσες δραχμές χρειάζονται- την ανάπτυξη της χώρας. Δεν είναι ζήτημα οικονομικό αλλά πολιτικό. Η χώρα μπορεί βεβαίως να χρειάζεται εισαγωγές και εξαγωγές, να χρειάζεται καλές διεθνείς σχέσεις, όμως δεν χρειάζεται χρήμα! Μπορεί να το παράγει το κράτος σε όση ποσότητα είναι απαραίτητη. Η αντίρρηση περί πληθωρισμού δεν στέκει, αν ο όποιος εσωτερικός δανεισμός υπάρξει, δεν στοχεύει στην πρωτογενή ενίσχυση της κατανάλωσης αλλά της παραγωγής. Η κατανάλωση θα αυξηθεί δευτερογενώς ως αποτέλεσμα της αύξησης της απασχόλησης. Το πρόβλημα που έχει η χώρα είναι ότι δεν παράγει. Έτσι η σημερινή κατανάλωση οδηγεί υποχρεωτικά σε αυξημένες εισαγωγές που σημαίνουν αυξημένο εμπορικό έλλειμμα και άρα αύξηση του εξωτερικού χρέους, που με τη σειρά του καταλήγει σε μέτρα όπως αυτά, δηλαδή έχουμε έναν φαύλο κύκλο που εγγυάται την εξαθλίωση της χώρας.
Σήμερα η παραγωγή χρήματος είναι καθαρά λογιστική πράξη. Επίσης απλές λογιστικές πράξεις είναι συνήθως η δημιουργία αλλά και η διαγραφή ενός χρέους. Για να το πούμε σχηματικά, η δημιουργία και η αναδιάρθρωση όπως και η διαγραφή ενός δημόσιου χρέους, είναι μια λογιστική πράξη, που γίνεται με πολιτικές αποφάσεις και θεωρητικά θα μπορούσε να μη συνεπάγεται καμία άμεση οικονομική συνέπεια για κανένα από τα μέρη (ούτε για τον πιστωτή ούτε για τον δανειολήπτη). Οι συνέπειες εξαρτώνται αποκλειστικά από το πώς ερμηνεύεται με πολιτικοοικονομικούς όρους και άρα πώς χρησιμοποιείται ένα δημόσιο χρέος. Η ύπαρξή του αυτή καθεαυτήν έχει περισσότερο συμβολική και λιγότερο φυσική υπόσταση. Για μεγαλύτερη γλαφυρότητα, μπορούμε να πούμε ότι η πραγματική αξία ενός δανείου δεν είναι κατ' αρχήν πολύ μεγαλύτερη από την αξία του χαρτιού που απαιτείται για τα χαρτονομίσματα (στο βαθμό που υπάρχουν) και για τα γραφειοκρατικά έγγραφα που σχετίζονται με το δάνειο! Με άλλα λόγια οι τράπεζες δανείζουν εικονικό πλούτο, καθότι οι ίδιες δεν διαθέτουν τον αντίστοιχο φυσικό πλούτο. Τους έχει παραχωρηθεί όμως το σκανδαλώδες δικαίωμα να χρεώνουν τόκους για τον εικονικό αυτό πλούτο τη στιγμή που οι ίδιες διεκδικούν από τους πελάτες τους φυσικό πλούτο με τη μορφή εγγυήσεων. Και αντί οι πολιτικές αποφάσεις να στοχεύουν στην αναθεώρηση αυτού του παραλογισμού, στρέφονται κατά των ίδιων των θυμάτων του, κάτι που σήμερα κορυφώνεται στην Ελλάδα.
Αν δεν μπορούμε τη στιγμή αυτή να ανατρέψουμε αυτόν τον παραλογισμό του τραπεζικού δανεισμού, τότε ας δώσουμε τουλάχιστον σε ελληνικές κρατικές τράπεζες την ευκαιρία να τον αξιοποιήσουν προς όφελος του ελληνικού λαού. Ρωτήστε τους πολιτικούς μας γιατί δεν το κάνουν!
____________________
Ο Σπύρος Ραυτόπουλος είναι συνθέτης και έχει ασχοληθεί επί σειρά ετών με χρηματοοικονομικά θέματα. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε έγκυρα ξένα οικονομικά περιοδικά.
Σε ποιά έγκυρα ξένα περιοδικά έχει δημοσιεύσει ο Στέλιος Ραυτόπουλος; Εννοεί academic journals; Με όλο το σεβασμό και την αγάπη μου για τη μουσική σύνθεση, δεν μπορώ να δώ οτι είναι επαρκής για να συζητά κάποιος το ζήτημα του χρέους αλλά και της μακροοικονομίας γενικώτερα. Μου φαίνεται κάπως ανεύθυνο να μιλά κανείς για τέτοια ζητήματα αν δεν έχει τις ανάλογες σπουδές και τίτλους. Οι σπουδές ειναι απλά μιά αναγκαία αν και σίγουρα μη ικανή συνθήκη για να έχει καποια βαρύτητα ο σχετικός λόγος. Όπως εξίσου ανεύθυνο θα ήταν να μιλούσα κι εγώ για ζητήματα αντίστηξης χωρίς τις σχετικές σπουδές.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ