1/3/14

Χαλυβουργική: Κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση στους ιδιοκτήτες, φραγμός στην αποβιομηχάνιση

XALYV
Το τέλος μιας ολόκληρης εποχής σήμαναν οι 200 διαθεσιμότητες που ανακοίνωσε η Χαλυβουργική του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου. Το νέο δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία, καθώς το καλοκαίρι είχαν αναγκάσει 150 εργαζόμενους να αποχωρήσουν με πρόγραμμα …εθελουσίας εξόδου, ενώ οι πρόσφατες μειώσεις μισθών είχαν προμηνύσει την σημερινή εξέλιξη. 


Δύο ήταν οι αφορμές που οδήγησαν στο κλείσιμο, επί της ουσίας, της ιστορικής βιομηχανίας και περαιτέρω ολόκληρου του κλάδου καθώς με διαφορά λίγων ημερών την σκυτάλη πήρε η οικογένεια Μάνεση που ανακοίνωσε στους 108 εναπομείναντες της Χαλυβουργίας στον Ασπρόπυργο ότι βάζει λουκέτο.

του Λεωνίδα Βατικιώτη

Κατ’ αρχάς, το υψηλό ενεργειακό κόστος που ως αποτέλεσμα είχε στα 500 ευρώ που τιμάται κατά μέσο όρο ο τόνος η μπετόβεργα σε διεθνές επίπεδο στην Ελλάδα τα 55 ευρώ να αφορούν ενέργεια, όταν στην Ιταλία το αντίστοιχο κόστος ήταν 35 ευρώ. 

Καθοριστικό ρόλο όμως για την αυλαία που πέφτει σε ολόκληρο τον κλάδο όπως μαρτυρούν τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει κι ο τρίτος μονοπωλιακός όμιλος που δραστηριοποιείται στην ίδια αγορά, του Στασινόπουλου, με τρία εργοστάσια στην Ελλάδα (Σωληνουργεία Θηβών, Ελληνική Βιομηχανία Αλουμίνιου και Σοβέλ στο Βόλο που παράγει μπετόβεργα) ο οποίος ανακοίνωσε την μεταφορά της έδρας του εκτός Ελλάδας για να αποφύγει το υψηλό κόστος δανειακών κεφαλαίων, έπαιξε και η πρωτοφανής ύφεση που αντιμετωπίζει η ελληνικός καπιταλισμός. Η πτώση του ΑΕΠ περισσότερο από 21% τα τελευταία έξι χρόνια, εξ αιτίας των μέτρων τεχνητής ύφεσης που έχει επιβάλλει η Τρόικα ώστε πιο εύκολα και χωρίς αντιδράσεις να περάσουν μέτρα όπως η μείωση των μισθών και η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, έπληξε με προνομιακό τρόπο την οικοδομή, που όπως συνέβαινε σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό νότο αποτελούσε μαζί εμ την κατανάλωση την ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης. 

Σημαντικά σε αυτή την μεταβολή συνέβαλε και το σπάσιμο της τραπεζικής φούσκας, καθώς η ανέγερση νέων κατοικιών χρηματοδοτούταν σταθερά από δάνεια. Έτσι όμως εξασφαλιζόταν ένα υψηλό, ποιοτικό επίπεδο ζωής για εκατομμύρια εργαζόμενους και πολύ περισσότερο για μεσαία στρώματα. Το φρενάρισμα επομένως που παρατηρείται στην οικοδομική δραστηριότητα δεν αποτελεί δείγμα οικονομικού εξορθολογισμού, όπως συχνά παρουσιάζεται. Όσο κι αν μην φαίνεται τώρα, μεσοπρόθεσμα θα σημάνει την ραγδαία επιδείνωση των όρων στέγασης για την κοινωνική πλειοψηφία που θα ζει σε παλιά και κακοσυντηρημένα σπίτια. 

Αποτέλεσμα της καθίζησης της οικοδομικής δραστηριότητας, που δεν αφορά μόνο την ιδιωτική οικοδόμηση αλλά και την δημόσια με τα μεγάλα έργα να ανήκουν οριστικά και αμετάκλητα στο παρελθόν, αν εξαιρέσουμε το συγκρότημα της νέας Λυρικής στο Φάληρο, είναι ότι από τα 2,5 εκ. τόνους μπετόβεργας το 2007 η ετήσια κατανάλωση να έχει πέσει στους 300.000, περίπου στο ένα όγδοο ή στα επίπεδα της δεκαετίας του ’50.

Στον βωμό των Μνημονίων, της κατάρρευσης της τραπεζικής φούσκας και της γερμανικής επέλασης κλείνουν οι χαλυβουργικές βιομηχανίες
Η παρακμή του κλάδου της χαλυβουργίας δεν σημαίνει ότι το κόστος της προσαρμογής κατανέμεται συμμετρικά μεταξύ της εργατικής και της αστικής τάξης. Όλο το προηγούμενο διάστημα, με αποκορύφωμα την ηρωική απεργία στην Χαλυβουργία προ διετίας, το κεφάλαιο επιχείρησε να μεταφέρει στην εργατική τάξη το κόστος της ύφεσης, αξιοποιώντας μάλιστα όλο το οπλοστάσιο των μνημονιακών νόμων. Έτσι επιχείρησε κι εν πολλοίς κατάφερε να μειώσει τους μισθούς, να επιβάλει την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, ακόμη και να θέσει υπό απαγόρευση το δικαίωμα της διεκδίκησης και της απεργίας, όπως πέτυχε ο Μάνεσης, επιλέγοντας να τιμωρήσει τους απεργούς μέσω εκδικητικών μηνύσεων που στόχο είχαν την παραδειγματική εξόντωση των πρωτοπόρων εργατών. 

Το αβυσσαλέο κενό που χωρίζει αυτούς που έδεναν επί δεκαετίες το ατσάλι από κείνους που νέμονταν τους καρπούς της δουλειάς των εργατών, πολλοί εκ των οποίων είναι σακαταμένοι από εργατικά ατυχήματα, φαίνεται επίσης κι από το γεγονός ότι έγκαιρα η αστική τάξη της χαλυβουργίας είχε φροντίσει να κάνει «διασπορά κινδύνου» τοποθετώντας τα κεφάλαια της σε κλάδους υψηλότερης κερδοφορίας: από τράπεζες και ποδόσφαιρο μέχρι εισαγωγικό εμπόριο και ναυτιλία.
Ούτε κι οι ευθύνες κατανέμονται αναλογικά για την παρακμή του κλάδου. Όπως πολύ εύστοχα και αποκαλυπτικά κατήγγειλε η Πρωτοβουλία για την δημιουργία Ανεξάρτητης Ταξικής Εργατικής Κίνησης με ανακοίνωσή της όλα τα προηγούμενα χρόνια οι καπιταλιστές του κλάδου, όταν υπήρχαν τα κέρδη, αντί να προχωρήσουν σε επενδύσεις σε λαμαρίνα, ανοξείδωτο ή ειδικό χάλυβα έμειναν στην μπετόβεργα. Πολύ περισσότερο από την εκ παραδόσεως κοντόθωρη λογική του ελληνικού κεφαλαίου η ευθύνη βρίσκεται στους νόμους κίνησης του ίδιου του καπιταλισμού. Το υψηλό ρίσκο που συνοδεύει τις νέες επενδύσεις, το οποίο γίνεται εντελώς αποθαρρυντικό αν συγκριθεί με τις αποδόσεις άλλων τοποθετήσεων σε πιο κερδοσκοπικές δραστηριότητες, είχε προαναγγείλει πριν την σημερινή κρίση τους τίτλους τέλους της ελληνικής χαλυβουργίας.

Η κυβέρνηση από την άλλη εκμεταλλεύτηκε την συγκυρία και την αυξημένη κοινωνική ευαισθησία για το τέλος ενός κλάδου που συντηρούσε πολλαπλάσιες θέσεις εργασίας (από 6 ως 8 άτομα έβρισκαν δουλειά παράλληλα με την θέση εργασίας κάθε χαλυβουργού) για να ανακοινώσει ένα πακέτο μέτρων, που χωρίς ακόμη να έχει ολοκληρωθεί και εξειδικευτεί, μειώνει το κόστος της παραγωγής, μετακυλίοντας το στις πλάτες της κοινωνίας. Πρόκειται για ημίμετρα. Η κυβέρνηση Σαμαρά κι οι προηγούμενες Μνημονιακές κυβερνήσεις φέρουν τεράστια ευθύνη για το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της ελληνικής βαριάς βιομηχανίας, όχι όμως και την αποκλειστική, καθώς πρόκειται για μια διαδικασία που δεν εξελίσσεται ομοιόμορφα σε όλο τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό κι ειδικά στην ΕΕ. Η τάση αποβιομηχάνισης, που ενίοτε εμφανίζεται κι ως δείγμα εξέλιξης, δεν είναι γενική! Από τον Οκτώβριο του 2012 η ΕΕ έχει υποδείξει το περίγραμμα της επαναφοράς μιας βιομηχανικής πολιτικής, που υπακούει στις ανάγκες συσσώρευσης και διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε μια περίοδο κρίσης και υποχώρησης των εύκολων κερδών που άφηνε επί τρεις κοντά δεκαετίες η υπέρμετρη ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα. Το αντιφατικό, στα όρια της τραγωδίας, είναι ότι η προώθηση και υλοποίηση αυτής της πολιτικής που ως ζητούμενο έχει την κανονικοποίηση της διαδικασίας απόσπασης υπεραξίας και δημιουργίας κερδών, χωρίς ποτέ φυσικά να περάσει σε δεύτερη μοίρα η κερδοσκοπία, αποτελώντας εγγενές χαρακτηριστικό του σύγχρονου, ολοκληρωτικού καπιταλισμού, κάνει μη αντιστρέψιμο τον ξαφνικό θάνατο και δεν δημιουργεί ελπίδες ανάκαμψης στην ελληνική χαλυβουργία. Η αιτία βρίσκεται στα ποιοτικά γνωρίσματα της κυοφορούμενης βιομηχανικής πολιτικής. 

Μακριά από τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, διατροφική επάρκεια, επίλυση του στεγαστικού προβλήματος κι άνοδο του βιοτικού του επιπέδου η έμφαση πλέον δίνεται στην δημιουργία καινοτόμων προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, ώστε να εξασφαλίζονται υπερκέρδη, ή τις εξαγωγές που, κακά τα ψέμματα, γίνονται για την τιμή των όπλων. Γιατί, είναι τόσο σκληρός ο ανταγωνισμός για όποιον περάσει τα σύνορα και συντηρητική, κατ’ επέκταση, η τιμολόγηση που κατά κοινή ομολογία δεν αποφέρουν κέρδη. (Λέγεται μάλιστα ότι μοναδική βιώσιμη αναλογία εξαγωγών προς πωλήσεις στο εσωτερικό είναι 3 προς 7.) Μάρτυρας, οι χαλυβουργικές επιχειρήσεις που εξήγαγαν για να μειώσουν τις ζημιές κι όχι να τις αντιστρέψουν ή να τις κάνουν κέρδη. Ο εξαγωγικός προσανατολισμός της νέας βιομηχανικής πολιτικής επομένως γίνεται αιτία λουκέτων και κρίσεων στο Νότο, διευρύνει το πλεονέκτημα της Γερμανίας και των σημερινών πρωταθλητών. 

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η Ευρωπαϊκή Ένωση απέρριψε αρχικά το μέτρο της«διακοψιμότητας» που μειώνει το κόστος της ενέργειας όταν μεγάλοι καταναλωτές, όπως η χαλυβουργία, ενημερώνουν έγκαιρα ότι σταματούν να τραβούν ρεύμα σε περιόδους υψηλής κατανάλωσης, χαρακτηρίζοντάς το ως κρατική επιδότηση. Προφανώς οι κοινοτικοί αξιωματούχοι λειτουργούν σαν βαποράκια και λομπίστες γερμανικών και βορειοευρωπαϊκών ομοειδών μονοπωλίων, που μόνο να κερδίσουν έχουν αν αποσυρθούν από τον κλάδο οι έλληνες ανταγωνιστές τους. Ό,τι ακριβώς έκαναν με τα ναυπηγεία, την βιομηχανία ζάχαρης, την πολεμική βιομηχανία, κ.α. 

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ακόμη κι οι πιο γενναιόδωρες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, όταν δεν σημαίνουν νέα βάρη για την κοινωνία που θα κληθεί να σώσει την βιομηχανία, πέφτουν στο κενό. Αποδεικνύονται επικοινωνιακά πυροτεχνήματα που στοχεύουν να σώσουν ό,τι σώζεται από την γελοιότητα του «σαξές στόρι». Τίποτε άλλο δεν ενδιαφέρει τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο.

Η εργατική τάξη και τα μικρομεσαία στρώματα, αντίθετα, θέλουν να συνεχίσει να υπάρχει χαλυβουργία και βαριά βιομηχανία για πολλούς λόγους: γιατί εγγυώνται ποιοτικές, εξειδικευμένες και καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, αντίθετα με το εμπόριο, τις υπηρεσίες και τον τουρισμό όπου οι θέσεις εργασίας είναι ευκαιριακές, προσωρινές και κακοπληρωμένες, γιατί η ταξική συνείδηση που αρμόζει σε αυτές τις θέσεις εργασίας ευνοεί την τάση του αγώνα και τον αντικαπιταλισμό, γιατί αυτές οι δραστηριότητες μπορούν να εγγυηθούν την παραγωγή κοινωνικά αναγκαίων και επωφελών αγαθών, και πολλούς ακόμη λόγους. Μόνο που ο σημερινός τρόπος παραγωγής δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν και, πολύ περισσότερο, να λειτουργούν προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας τέτοιες βιομηχανίες. 

Σήμερα, ωστόσο, επείγει η επιθετική διεκδίκηση του στόχου να μείνουν ανοικτές αυτές οι βιομηχανίες, που αποτελούν δημιούργημα των εργαζομένων κι όχι του κάθε τυχάρπαστου καπιταλιστή που τις οδήγησε στην υπερχρέωση με αποτέλεσμα κι οι τρεις όμιλοι να οφείλουν σε τράπεζες περισσότερα από 2 δισ. ευρώ. 

Η λύση για τώρα είναι αυτές οι βιομηχανίες να εθνικοποιηθούν και να περάσουν υπό εργατικό έλεγχο, χωρίς καμιά αποζημίωση στους ιδιοκτήτες τους που πρέπει μάλιστα να διωχθούν για να ικανοποιηθεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα. 

Το κράτος οφείλει επιπλέον να προχωρήσει στην κατάσχεση της περιουσίας τους, κινητής και ακίνητης σε Ελλάδα και εξωτερικό, έτσι ώστε να καλυφθεί η ζημιά που θα προκληθεί στα δημόσια οικονομικά. 

Πηγή: Πριν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου