8/1/14

Η χρεοκοπία της νεοελληνικής ταυτότητας

Η χρεοκοπία της νεοελληνικής ταυτότητας

του Γιώργου Ν. Οικονόμου

Η χρεοκοπία που διέρχεται η χώρα δεν είναι μόνο οικονομική και πολιτική αλλά πρωτίστως και κυρίως χρεοκοπία «ταυτότητας». Τα στοιχεία που συγκρότησαν τη νεοελληνική ταυτότητα ήταν κυρίως εθνικά και θρησκευτικά, με έμφαση στον Έλληνα και στον πιστό.

Οι ιδέες και οι σημασίες στις οποίες στηρίχθηκε η ύπαρξη και η πορεία του νεοελληνικού μορφώματος ήταν: το «αναλλοίωτο» διαχρονικό έθνος, η «ανωτερότητα» της Ορθοδοξίας, η αυτοκρατορική δύναμη του χριστιανικού Βυζαντίου και η αίγλη της αρχαίας Ελλάδας. Οι ιδέες αυτές προσέδωσαν μία επίπλαστη συλλογική ταυτότητα, μία ψευδαίσθηση του συνανήκειν, διότι ήταν νεκρά παρελθοντικά στοιχεία και ως εκ τούτου δεν μπόρεσαν να στοιχειοθετήσουν πραγματικά στηρίγματα για πορεία στον σύγχρονο κόσμο.

Εφ’ όσον το «ένδοξο» παρελθόν θεωρείται δικαίωση, τότε συνεπάγεται αυτοϊκανοποίηση και επανάπαυση, άρα απουσία κάθε προσπάθειας για αξιόλογη δημιουργία στο παρόν. Η «δικαίωση» μέσα από το παρελθόν είναι το άλλοθι για το μίζερο παρόν και το άθλιο μέλλον, το άλλοθι για τη διαρκή πολιτική παρακμή και πολιτισμική μιζέρια, τη στεγανοποίηση των σημασιών, την έλλειψη κριτικής αντιμετώπισης και αμφισβήτησης της παράδοσης. Κατασκευάζει δηλαδή περίφραξη της σημασίας, κλειστότητα του νοήματος και κυριάρχηση ιδεολογημάτων και ιδεοληψιών.
Έτσι, η νεοελληνική κοινωνία αποτελεί κλασική περίπτωση ετερόνομης κοινωνίας, εγκλωβισμένης στον «ναρκισσισμό της νωθρής ιδιαιτερότητας», κατά την έκφραση του φιλοσόφου Κώστα Αξελού. Με αποτέλεσμα τον επαρχιώτικο εγκλεισμό, την άρνηση ανοίγματος στον διαφωτισμό, την αδυναμία δημιουργίας μίας γνήσιας και σημαντικής κουλτούρας με θεσμούς και πολιτικές σημασίες δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Έτσι στάθηκε αδύνατο τα στοιχεία του παρελθόντος να ανοίξουν έναν δρόμο για κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις, με βάση κοινωνιοκεντρικά και πολιτικά αιτήματα, υποστηριζόμενα από μία πολιτική δραστηριότητα για θεσμικές αλλαγές– δραστηριότητα που δεν έχει σχέση με κομματικές γραφειοκρατίες και ηγεσίες. Αντιθέτως, αυτά τα στοιχεία ταυτότητας έστρεψαν τα άτομα στον ατομικισμό και επέτρεψαν την παράκαμψη του νόμου αντί της αλλαγής του, δηλαδή τη φοροδιαφυγή, τη διαφθορά, το πελατειακό κράτος, την επικράτηση του οικογενειακού, κομματικού και συντεχνιακού συμφέροντος. με άλλα λόγια επέβαλαν την κατίσχυση του ιδίου συμφέροντος, την ιδιοτέλεια, την ιδιοποίηση του δημοσίου αγαθού, την ιδιώτευση, την αδιαφορία και την απάθεια για το κοινό αγαθό. Αυτό συνιστά περιστολή των δυνατοτήτων των ατόμων και της κοινωνίας σε κάτι περιορισμένο και μικρό, περιορισμό των οριζόντων και των οραμάτων σε έναν «ελάχιστο εαυτό» (με την ορολογία του Cristopher Lash).

Από τέτοιες κοινωνίες λείπουν η ιστορική αντίληψη, η κοινωνική και πολιτική συνείδηση, η κριτική δύναμη και αμφισβήτηση, που είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις για τον συσχετισμό εννοιών και την αξιολόγηση απόψεων. Απουσιάζουν η φιλοσοφική σκέψη, η θέληση για κοινωνική συνύπαρξη, συνομιλία και σύμπραξη, για άνοιγμα οπτικής και προσπάθεια κατανόησης του άλλου, για συνδυασμό και σύνθεση διαφορετικών ή αντιθετικών απόψεων, για αλληλοσυμπλήρωσή τους. Απουσιάζει με άλλα λόγια η πολιτική κοινωνία, με αποτέλεσμα την κυριαρχία ενός ολιγαρχικού κομματοκρατικού πολιτεύματος, της οικογενειοκρατίας και ενός διεφθαρμένου πελατειακού συστήματος, όχι μόνο ανίκανων να λύσουν τα προβλήματα, αλλά ικανών να οδηγήσουν τη χώρα στην καταστροφή.
Οι επενδύσεις στο παρελθόν δεν μπορούν να δημιουργήσουν εικόνα του παρόντος και του μέλλοντος. Κατασκευάζουν άτομα χωρίς γνώση της ελευθερίας και ευαισθησία δικαιωμάτων, χωρίς αντιστικτική πληροφόρηση και έλλογη διαβούλευση, χωρίς την αίσθηση έννομης τάξεως και συλλογικής βούλησης. Επομένως άτομα ανίκανα να συλλάβουν τις ιεραρχήσεις και προτεραιότητες που θέτουν οι ιστορικές συγκυρίες, ανίκανα να σχηματίσουν την έννοια της «αξίας».
Για να πραγματώσει μία κοινωνία κάτι αξιόλογο θα πρέπει να γνωρίζει τι είναι «αξία», να την επιθυμήσει, να την φαντασθεί και να την σκεφθεί. Για να τη σκεφθεί, όμως, πρέπει να ενεργήσει συλλογικά, με πολιτικές και πολιτισμικές προσπάθειες. Όμως η νεοελληνική κοινωνία δεν έχει ασκηθεί σε τέτοιες, δεν διαθέτει επιθυμία για δημιουργικές αξίες που να υπερβαίνουν τόσο τον ελληνοκεντρισμό και τη θρησκεία όσο και τον ατομικισμό, τον συντεχνιασμό και το κομματικό συμφέρον.

Η ουσιαστική «ταυτότητα» σχηματίζεται από τη δυναμική που αναδύεται μέσα στον αγώνα για μία πολιτική κοινωνία, και συγκροτείται από συλλογικά οράματα, θεσμικούς προσανατολισμούς ελευθερίας, ισότητας, δημοκρατίας και από έλλογες προσπάθειες για την πραγματοποίησή τους. Όλα αυτά λείπουν.

Η χαμένη νεοελληνική συλλογικότητα και δημιουργικότητα υποκαταστάθηκαν από τον εθνικισμό, τη θρησκεία, το Βυζάντιο και τον ναρκισσισμό της «αρχαίας καταγωγής». Μπορεί τα στοιχεία αυτά να χρεοκόπησαν, δυστυχώς όμως δεν έχουν καταρρεύσει, όπως ακριβώς και το χρεοκοπημένο οικονομικό-πολιτικό σύστημα που επιβιώνει ακόμη εις βάρος της κοινωνίας οδηγώντας την στον γκρεμό. 

Είναι αναγκαίο λοιπόν να υπάρξει αναπροσανατολισμός και αναθεώρηση: αντί για τον Έλληνα και τον πιστό να δοθεί προτεραιότητα στον άνθρωπο και στον πολίτη. Να υπάρξει μετατόπιση από τις εθνοκεντρικές και θρησκειοκεντρικές σημασίες σε ανθρωποκεντρικά και κοινωνιοκεντρικά νοήματα. Θα μπορέσει η νεοελληνική κοινωνία να αλλάξει ταυτότητα; 
Αυτό είναι το διακύβευμα του μέλλοντος.

Ο Γιώργος Οικονόμου είναι Δρ Φιλοσοφίας


Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών

1 σχόλιο:

  1. Και σ’ αυτό του ο άρθρο ο Γ. Οικονόμου εμφανίζεται ως αναλυτής καλής προαίρεσης. Παραμένει συνεπής στην αρκετά επιτυχή διαπίστωση των συμπτωμάτων-προβλημάτων, τα οποία όμως ερμηνεύει ανεπαρκώς μέσω αντιφάσεων, ελλείψεων, επιφανειακών προσεγγίσεων και δογμάτων.
    Ενώ συνειδητοποιεί την ομογενοποίηση του κομματικού συστήματος, αποδίδοντας ευθύνες σε όλο το κομματικό φάσμα, ταυτόχρονα εντοπίζει και “άρνηση ανοίγματος στον διαφωτισμό”. Ενώ αναζητά μια χαμένη συλλογικότητα, αποδίδει τον ατομικισμό και την δημόσια ιδιώτευση μέσα στα χριστιανικά αυτοκρατορικά μεγαλεία και στην αίγλη της Αρχαίας Ελλάδας. Τόση άγνοια της χριστιανικής διδασκαλίας; Τόση ταύτιση οποιασδήποτε Εκκλησίας, περιόδου ή ατόμων με τον χριστιανισμό;
    Δεν έχει άδικο ο κ. Οικονόμου ότι, πράγματι, το μείγμα που επιβλήθηκε στο ελληνικό (ελλαδικό) κράτος ήταν ένα μείγμα στείρου αρχαιοελληνισμού και χριστιανισμού. Όμως είναι απόλυτα επιβεβαιωμένο ότι το ιδιότυπο αυτό μείγμα επιβλήθηκε από τον “διαφωτισμό”, που κέρδισε μέσω δανείων και δολιότητος την μάχη του 1821 και επέβαλε ένα “αθηναϊκό” κράτος και την απόλυτη διαφθορά και αναξιοκρατία που έσπαζε μόνον περιστασιακά και για να επιβεβαιώνει -πού και πού- την θεωρία της “τρίτης τάξης” και των συνταγματικών δικαιωμάτων. Η μάχη που επίσης δόθηκε το 1821 αφορούσε στην εδραίωση της τρίτης τάξης, αφού το μείζον θέμα ήταν να εκποιηθούν, να υποθηκευτούν και πάντως, σε καμιά περίπτωση να μη μοιραστούν τα εθνικά κτήματα σε ακτήμονες. Και αυτό έγινε συνειδητά από όλους εκείνους του ριζοσπάστες-προοδευτικούς (συνταγματικούς) της εποχής που εκθείαζαν μόνον την Αρχαία Αθήνα και καταδίκαζαν (εκτός από το “Βυζάντιο” που ουδέποτε υπήρξε) και τον Μέγα Αλέξανδρο. Έτσι διαμορφώθηκε η τάξη που θα είχε “ατομικά δικαιώματα”, αλλά όχι ατομική ιδιοκτησία, ώστε να υποχρεωθεί σε εξωθεσμική εξάρτηση από την εξουσία και γρήγορα, να ανταλλάσσει την ψήφο της για τα ψίχουλα της επιβίωσης. Το γιατί επιβίωσε και ένας κρατικός (εθνικός) χριστιανισμός μέσα στην “διαφωτισμένη” Μαυροκορδατοκωλεττική Ελλάδα είναι ένα ενδιαφέρον ζήτημα που θέλει αρκετό χώρο, ακόμα και για συνοπτική παρουσίαση. Το να ταυτίζεται όμως ο χριστιανισμός με μια κλειστή (εθνικά) οριοθέτηση ενός κρατικού υπαλληλικού συστήματος που δημιουργείται από τον εχθρό του, αυτό είναι εντελώς λανθασμένο και αρχικά, ανεξήγητο. Η θεοποίηση της μεθόδου (κοσμική συλλογικότητα - άμεση δημοκρατία) έρχεται ως φυσικός καρπός μιας τέτοιας καλοπροαίρετης ανάλυσης, ενώ το θέμα "ταυτότητα της ελληνικής κοινωνίας" παραμένει στο πλαίσιο που εξηγήσαμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή