του Στάθη Στασινού
Ερνστ Κίρχνερ, "Πέντε λουόμενες σε μια λίμνη", 1911
Όταν η Τράπεζα Πειραιώς έκανε προσφορά στην κυβέρνηση για την εξαγορά του 33% του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και του 77% της Αγροτικής Τράπεζας έναντι 700 εκ. ευρώ πριν από δέκα μέρες, ακόμα και ο μπακάλης της γειτονιάς με το τεφτέρι του δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί και πώς. Κι ας είχε αλλάξει τον ΦΠΑ της ταμειακής για μια ακόμα φορά αυτό το μήνα.
Όταν η Τράπεζα Πειραιώς έκανε προσφορά στην κυβέρνηση για την εξαγορά του 33% του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και του 77% της Αγροτικής Τράπεζας έναντι 700 εκ. ευρώ πριν από δέκα μέρες, ακόμα και ο μπακάλης της γειτονιάς με το τεφτέρι του δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί και πώς. Κι ας είχε αλλάξει τον ΦΠΑ της ταμειακής για μια ακόμα φορά αυτό το μήνα.
Βλέπετε, η Τράπεζα Πειραιώς δεν είναι και η πιο σταθερή τράπεζα του χρηματοπιστωτικού μας συστήματος. Κι αυτό παρά τα χαριστικά 3,4 δισ. ευρώ που πήρε από την κυβέρνηση από το γνωστό πακέτο των 28 δις, εκ των οποίων τα 2,2 δις δόθηκαν μόλις τον Απρίλη. Και μην ακούτε τα παπαγαλάκια που λένε πως τα περισσότερα από αυτά είναι σε εγγυήσεις. Οι εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου, όταν πηγαίνουν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), μεταφράζονται σε ζεστό χρήμα, κι αν καταπέσουν το δημόσιο είναι υπεύθυνο για την αποπληρωμή τους.
Κι όποιος αμφισβητεί το πόσο χαριστικά δόθηκαν αυτά τα χρήματα, δεν έχει παρά να ανατρέξει στη συμφωνία που έκανε την ίδια εποχή ο Γουώρεν Μπάφφετ για την εξαγορά ποσοστού της δοκιμαζόμενης τότε Goldman Sachs. Ο Μπάφφετ όχι μόνο παίρνει μέρισμα 10% κάθε χρόνο για το σύνολο της επένδυσής του (και όχι το 1/5), αλλά διαθέτει ταυτόχρονα το δικαίωμα να αγοράσει επιπλέον μετοχές σε προνομιακή τιμή, χώρια το γεγονός πως η υπεραξία του κεφαλαίου που επένδυσε μεταφράζεται ήδη σε κέρδη άνω του 50%, αντί για την «απάτη» των μη διαπραγματεύσιμων προνομιούχων μετοχών που πήρε το ελληνικό δημόσιο.
Ο σοσιαλισμός των πλουσίων
Παγκοσμίως σε αυτές τις περιπτώσεις μια μεγάλη και σταθερή τράπεζα απορροφά τη λιγότερο σταθερή, έτσι ώστε τα προβλήματά της να κρυφτούν και να διασκορπιστούν μέσα στο χαρτοφυλάκιο του σταθερού ιδρύματος. Στη χειρότερη περίπτωση, όταν καμία τράπεζα δεν είναι αρκετά σταθερή για να αναλάβει μια τέτοια αποστολή, το κράτος και η κεντρική τράπεζα παρεμβαίνουν αναλαμβάνοντας ολόκληρο το χαρτοφυλάκιο και τη λειτουργία των προβληματικών τραπεζών, όπως συνέβη στη Σουηδία το 1992.
Στην Ελλάδα όμως συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Η λιγότερο σταθερή τράπεζα θέλει να εξαγοράσει τις άλλες και μάλιστα με εξολοκλήρου κρατική χρηματοδότηση καθώς το ποσό που προσφέρει σε μετρητά είναι το ¼ αυτού που έχει λάβει ως κρατική βοήθεια. Είναι σαν ο μπακάλης της πρώτης παραγράφου να παίρνει ένα δάνειο από το σουπερμάρκετ και μετά –με τα χρήματα του δανείου– να θέλει να εξαγοράσει ολόκληρο το σουπερμάρκετ.
Πώς είναι δυνατό να συμβαίνει αυτό σε μια καπιταλιστική αγορά; Γιατί δεν κάνει κάτι η διοίκηση του σουπερμάρκετ; Οι μέτοχοι τι λένε; Η διοίκηση κάνει φυσικά την πάπια, διότι έχει έρθει σε συνεννόηση με τον μπακάλη. Και πιθανότατα με τους άλλους μπακάληδες της γειτονιάς. Βλέπετε το φιλετάκι ζεστού χρήματος που ονομάζεται Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο αποτελεί μήλον της έριδος για όλο το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ήδη Εθνική και Eurobank διαθέτουν από 6% καθεμιά, και όλοι περιμένουν να απαντήσουν. Μήπως λοιπόν ο πρώτος μπακάλης έσκασε τη βόμβα για να κάνει το λαγό; Μήπως η κρατική διοίκηση έθεσε τη βάση στα 700 εκ. για να έρθει ένας άλλος μπακάλης να τα αγοράσει στη διπλή τιμή και έτσι να φανεί πως εξυπηρετήθηκε το δημόσιο συμφέρον; Πολύ πιθανό, αν και αδιάφορο για τους μετόχους του σουπερμάρκετ.
Διότι η αλήθεια είναι πως όσο και να προσπαθήσουν τα ΜΜΕ, που μάλλον αστεία παρουσιάζουν την υπόθεση, να δώσουν μια θετική χροιά στο παραμύθι, οποιαδήποτε ελληνική τράπεζα αγοράσει το Τ.Τ. και την Αγροτική, θα το κάνει εξολοκλήρου με κρατικά χρήματα. Διότι η Eurobank έχει πάρει από το κράτος, σε δάνεια, ρευστό και εγγυήσεις, 5,5 δισ. ευρώ, η Εθνική 4,3 δισ. ευρώ και η Alpha Βank 4,8 δισ. ευρώ. Κι όλα αυτά χωρίς να μετρήσουμε μέσα τα επιπλέον 15 δισ. σε εγγυήσεις που υποσχέθηκε σε δυο γραμμές του Μνημονίου η κυβέρνηση (άρθρο 4, παράγραφος και τα οποία επιμελώς κρύβονται στην ειδησεογραφία πίσω από 15 δις του παλιού πακέτου των 28 δισ. Ή τα 10 δισ. σε δάνεια που θα λάβει η κυβέρνηση για τη συγκρότηση ταμείου υπέρ των τραπεζών, πάλι σύμφωνα με το Μνημόνιο. Πώς μπορούμε να μιλάμε για ιδιωτικοποιήσεις σε έναν κλάδο όπου το κράτος έχει επενδύσει ήδη 53 δισ. ευρώ, πάνω από τρεις φορές δηλαδή της σημερινής αξίας ολόκληρου του κλάδου;
Άρα, με όποιους όρους κι αν γίνει αυτή η πώληση, θα συντελεστεί μπρος στα μάτια μας μια ξεδιάντροπη μεταφορά πλούτου από τα κρατικά ταμεία στα ιδιωτικά. Κι αυτό δεν εξωραΐζεται, ακόμα κι αν βάλεις όλα τα μπαλέτα του LSE να χορεύουν γύρω του, πόσο μάλλον με τους συνήθεις περιφερόμενους υπαλλήλους των τηλεπαραθύρων — μονίμους ή συμβασιούχους.
Γιατί μαμά;
Το ελληνικό κράτος, εδώ και χρόνια, βρίσκεται στα χέρια μιας εγχρήματης (moneyed), μη παραγωγικής ελίτ. Σε αντίθεση με τις περισσότερο παραγωγικές ελίτ που διαθέτουν τον πλούτο τους π.χ. σε εργοστάσια, οι εγχρήματες ελίτ ψάχνουν μόνο για γρήγορες αποδόσεις τύπου καζίνο, και φυσικά για ενοίκια. Το κακό με τα ενοίκια, όπως μας εξηγούσαν οι κλασικοί οικονομολόγοι εδώ και δύο αιώνες, είναι πως αποτελούν μη παραγωγικές μεταφορές χρήματος μηδενικού αθροίσματος. Με λίγα λόγια, από τη συναλλαγή δεν παράγεται κανένα επιπλέον αποτέλεσμα. Αυτές τις ελίτ τις ονόμαζαν ραντιέρηδες (rentiers), μια κατάσταση γνώριμη στην ελληνική κοινωνία όπου το κεφάλαιο δεν έχει πολλές παραγωγικές διεξόδους. Είτε στη μικροκλίμακα της αντιπαροχής και του rooms to let είτε στις σοβαρές μπίζνες που κάνουν τα μεγάλα παιδιά.
Έτσι το κράτος άρχισε να προσφέρει σε αυτό το τεμπέλικο κεφάλαιο διάφορα φιλέτα τα οποία θα απέδιδαν ενοίκια. Είτε μέσω της παραχώρησης και της διευκόλυνσης δημιουργίας μονοπωλίων (Ολυμπιακή, Αττική Οδός, Ρίο-Αντίρριο, διόδια εθνικών οδών, ΕΛΠΕ κ.λπ.). Είτε διευκολύνοντας και κάνοντας τα στραβά μάτια σε ολιγοπωλιακά καρτέλ (κινητή τηλεφωνία, ακτοπλοΐα, μπύρες, γαλακτοκομικά κ.λπ). Είτε –κι αυτό αφορά την ιστορία μας– μέσω της παραχώρησης του δικαιώματος της δημιουργίας χρήματος που διαθέτουν οι τράπεζες.
Η τραπεζική λειτουργία είναι μια παραχώρηση της κοινωνίας προς κάποια ιδρύματα, με αντάλλαγμα τη δημιουργία του κατάλληλου πιστωτικού περιβάλλοντος που θα βοηθήσει την καπιταλιστική ανάπτυξη. Αντί γι’ αυτό όμως τα πιστωτικά ιδρύματα λειτούργησαν ως αρπακτικά προσφέροντας πιστώσεις σε φούσκες. Φούσκες που φυσικά προσφέρουν ελάχιστο παραγωγικό αποτέλεσμα, καθώς η αύξηση της αξίας ενός σπιτιού δεν περιέχει καμία παραγωγική διαδικασία. Είναι απλώς η μηδενικού αθροίσματος μεταφορά εγχρήματου πλούτου από τον αγοραστή στον πωλητή. Μηδενικού αθροίσματος, διότι όσα χάνει ο αγοραστής τόσα κερδίζει ο πωλητής.
Όταν αυτές οι διαδοχικές μη παραγωγικές φούσκες έσκασαν, οι τράπεζες ζήτησαν τη βοήθεια του κράτους, προκειμένου να συνεχίσουν να επιτελούν το έργο τους. Είναι το γνωστό σύνδρομο too big to fail, πολύ μεγάλο για να καταρρεύσει. Μόνο που στη διαδικασία αυτή το κράτος και οι τράπεζες «ξέχασαν» να πουν στην κοινωνία γι’ αυτή την παραχώρηση. Κι έτσι σήμερα φτάσαμε στο σημείο, οι ιδιώτες τραπεζίτες να απαιτούν παραπάνω ραντιέρικες παραχωρήσεις από το «σπάταλο» κράτος που τους έσωσε και τους επιτρέπει να συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο.
Δεν είναι εντυπωσιακό πως η ίδια ομάδα μετόχων και στελεχών που είναι υπεύθυνες για την κατάντια και την κεφαλαιακή ανεπάρκεια των ελληνικών τραπεζών την τελευταία δεκαετία, είναι οι ίδιοι που κουνάνε απειλητικά το χέρι και ζητάνε κυριολεκτικά τα ρέστα του κράτους; Δεν είναι ακόμα πιο εντυπωσιακό πως οι ίδιοι άνθρωποι ανακυκλώνονται στις διάφορες θέσεις με διαφορά μερικών ετών; Από την Πειραιώς στην ΑΤΕ, από την Εθνική στην ΤτΕ, από την ΤτΕ στην ΕΚΤ και από τη Eurobank στο μονοπώλιο των ΕΛΠΕ; Ποιος μας τους φόρεσε αυτούς τους βαρόνους; Και πόσο παραγωγικό πλούτο έχουν δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια για να τους έχουμε εκεί πάνω;
Η παραπάνω διαδικασία παρουσιάζεται ως τόσο φυσική, που οι περισσότεροι τείνουν να τη δέχονται, παρά το γεγονός πως κατανοούν ότι κάπου υπάρχει μια τρύπα. Τρύπα που το καπιταλιστικό σουηδικό κράτος δεν άφησε ανοιχτή στην αντίστοιχη περίπτωση το 1992. Διότι τότε το σουηδικό κράτος έθεσε ως όρο για την κρατική βοήθεια την εξαφάνιση των μετόχων. Αυτών δηλαδή που αποδεδειγμένα έφταιγαν για την κακή πορεία της τράπεζας. Έτσι εάν μια τράπεζα είχε ζημιές, π.χ., 15 δισ. και μετοχικό κεφάλαιο 5 δισ. οι μέτοχοι έχαναν τα 5 δισ. και οι μετοχές τους μηδενίζονταν και μετά το κράτος έβαζε από την τσέπη του τη διαφορά.
Φυσικά στον αντίποδα –στις ΗΠΑ– οι τρεις τελευταίοι υπουργοί Οικονομικών κατείχαν διευθυντικές θέσεις στην Goldman Sachs, και δεν είναι καθόλου τυχαίο πως η GS ήταν η μόνη επενδυτική τράπεζα που επιβίωσε μαζί με την Morgan Stanley έπειτα από δύο χρόνια κρίσης και απίθανες μεταφορές κρατικού χρήματος στις εν λόγω εταιρείες.
Εάν χρειαζόμαστε κάτι απέναντι σε αυτή την επίθεση των ραντιέρικων ακρίδων, είναι να ξαναθυμηθούμε τα επιχειρήματα των κλασικών οικονομολόγων απέναντι στις αντίστοιχες ακρίδες της εποχής τους. Εγχρήματες ελίτ, με προνομιακές αριστοκρατικές σχέσεις με το κράτος που μέσω των ενοικίων και των ειδικών προνομίων απομυζούσαν τη ζωτικότητα της εργασίας και της οικονομίας. Διότι η μάχη που βλέπουμε μπροστά μας έχει ξαναδοθεί. Τα εργαλεία υπάρχουν εδώ και έναν –τουλάχιστον– αιώνα. Χρειάζεται μόνο να βρούμε το πολιτικό προσωπικό που θα τα εφαρμόσει, έτσι ώστε να δοθεί τέλος σε αυτή την ιδιότυπη φεουδαρχία στην οποία βυθιζόμαστε.
Πηγή: Ενθέματα