17/1/12

Περιβαλλοντική κρίση – Η κατάρρευση της κάλυψης του θέματος από τα μεγάλα ΜΜΕ

Ο τελευταίος γύρος συνομιλιών του ΟΗΕ για το κλίμα, στο Ντέρμπαν, της Ν. Αφρικής, το Δεκέμβριο 2011, πραγματοποιήθηκε αν και οι πλουσιότερες χώρες του κόσμου είχαν, ήδη, σχεδιάσει να εμποδίσουν την οποιαδήποτε νέα συνθήκη να εφαρμοστεί πριν από το 2020. Ο Achim Steiner, επικεφαλής του περιβαλλοντικού προγράμματος του ΟΗΕ, καταδίκασε τη συγκεκριμένη στάση υποστηρίζοντας ότι αποτελεί «πολιτική επιλογή» και δεν προκύπτει από καμία επιστημονική μελέτη, γι αυτό και τη χαρακτήρισε «εξαιρετικά επικίνδυνη».
 
Με τη Συνθήκη του Κιότο να λήγει το 2012, η λεγόμενη «διεθνής κοινότητα» έχει αποτύχει παταγωδώς να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις της για την προστασία του πλανήτη. Αυτό δεν θα  πρέπει να εκπλήσσει κανέναν. Όπως τόνιζε ανώτερος επιστήμονας της NASA για το κλίμα James Hansen μετά την προηγούμενη διάσκεψη για το κλίμα στο Μεξικό το 2010, οι συνομιλίες του ΟΗΕ «είναι καταδικασμένες να αποτυγχάνουν», εφόσον δεν ασχολούνται καθόλου με τους θεμελιώδεις φυσικούς περιορισμούς του κλιματικού συστήματος της Γης και με το πώς μπορεί κανείς να ζει μέσα σε αυτούς.

Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για την κλιματική αλλαγή εξακολουθεί να αυξάνεται. Σύμφωνα με την τελευταία δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου (Οκτώβριος 2011), το 68% των Ευρωπαίων ερωτηθέντων θεωρούν την κλιματική αλλαγή πολύ σοβαρό πρόβλημα (πάνω από 64% το 2009). Συνολικά το 89% θεωρεί ότι αποτελεί σοβαρό πρόβλημα (κατατάσσοντάς του είτε ως «πολύ σοβαρό» είτε ως «αρκετά σοβαρό»). Σε μια κλίμακα από το 1 (τουλάχιστον) έως 10 (μάξιμουμ) η σοβαρότητα της κλιματικής αλλαγής κατατάσσεται στο  7,4, έναντι 7,1 το 2009.
 
Εν τω μεταξύ, το ενδιαφέρον των ΜΜΕ για το θέμα έχει κατακρημνιστεί. Ο Δρ Robert J. Brulle του Πανεπιστημίου Drexel  μιλά για «κατάρρευση κάθε σημαντικής κάλυψης των κλιματικών αλλαγών στα ΜΜΕ των ΗΠΑ. Γνωρίζουμε ότι το 2010 καταγράφηκε ρεκόρ χαμηλής προβολής του θέματος και το 2011 θα δούμε κατά πάσα πιθανότητα ότι έχει συμβεί το ίδιο ή και χειρότερα. Εάν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν εφιστούν την προσοχή στο ζήτημα, τότε θα μειωθεί και το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης».
Στο δικό του blog υπό τον τίτλο «Πρόοδος του Κλίματος», ο  Joe Romm σημειώνει, για παράδειγμα, ότι στην εφημερίδα « New York Times»  η κάλυψη του ζητήματος έχει υποστεί «σοβαρότατη μείωση μετά την κορύφωση που παρουσίασε μεταξύ 2006 – 2007».
 
Εξίσου ανησυχητική είναι η συχνότητα και το βάρος που αποδίδεται στην παρουσίαση του θέματος από τα ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο. Μια εκτεταμένη μελέτη του Reuters για το κατά πόσο προβάλλεται επαρκώς ο προβληματισμός σχετικά με το κλίμα στα παγκόσμια ΜΜΕ – υπό τον τίτλο «με εξαίρεση το Βόρειο και το Νότιο Πόλο, Τα διεθνή ρεπορτάζ σχετικά με τον προβληματισμό περί του κλίματος» – επικεντρώθηκε σε εφημερίδες των  Βραζιλία, Κίνα, Γαλλία, Ινδία,  Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ. Οι περίοδοι που μελετήθηκαν ήταν το χρονικό διάστημα μεταξύ Φλεβάρη – Απρίλη 2007 και από τα μέσα Νοεμβρίου 2009 έως τα μέσα Φεβρουαρίου 2010 (περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκε και η σύνοδος κορυφής του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή στην Κοπεγχάγη και το «Climategate»). Αξίζει να σημειωθεί ότι, η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προβληματισμός σχετικά με το κλίμα αποτελεί «κατά κύριο λόγο αγγλοσαξονικό φαινόμενο», που συναντάται συχνότερα στις ΗΠΑ και στις βρετανικές εφημερίδες:
«Σε γενικές γραμμές, στα έντυπα ΜΜΕ της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ αναφέρονταν σημαντικά περισσότερες επικριτικές φωνές ή φωνές προβληματισμού ως προς το τι γίνεται με το κλίμα, σε σύγκριση με τις άλλες τέσσερις χώρες. Τα έντυπα από τις δύο αυτές χώρες αντιπροσώπευαν πάνω από το 80% των φορών που τέτοιου είδους προβληματισμός καταγραφόταν σε ΜΜΕ και από τις έξι χώρες, όπου διενεργήθηκε η έρευνα.»
Η μελέτη κατέληξε στο εξής συμπέρασμα: «Σε γενικές γραμμές, τα δεδομένα δείχνουν ότι υπάρχει ισχυρή αντιστοιχία μεταξύ του γενικότερου προσανατολισμού μιας εφημερίδας και της  προβολής τέτοιων φωνών για το κλίμα, ιδίως στις σελίδες γνώμης. Στις περισσότερες μετρήσεις (αν και όχι όλες), όσο πιο δεξιό προσανατολισμό είχε μια εφημερίδα, τόσο περισσότερο χώρο έδινε σε τέτοιου είδους απόψεις, ενώ οι, αριστερής κατεύθυνσης, εφημερίδες αφιέρωναν λιγότερο χώρο στο θέμα».
Όμως και στις δέκα βρετανικές εφημερίδες που μελετήθηκαν,  καταγράφηκε αύξηση «τόσο σε απόλυτους αριθμούς των άρθρων που εξέφραζαν σκεπτικισμό για την ακολουθούμενη πολιτική σχετικά με το κλίμα, όσο και στο γενικό ποσοστό δημοσίευσης τέτοιων άρθρων». Φαίνεται λοιπόν ότι Βρετανία και ΗΠΑ – οι δύο χώρες  που ανταποκρίνονται πιο επιθετικά στις υποτιθέμενες «απειλές» για την ανθρώπινη ασφάλεια σε χώρες όπως το Αφγανιστάν, το Ιράκ και η Λιβύη – είναι οι δύο χώρες που σε επίπεδο διακυβέρνησης ενδιαφέρονται λιγότερο για την αντιμετώπιση της πολύ πραγματικής απειλής που προκύπτει από την κλιματική αλλαγή και αυτό αποτυπώνεται στα επικριτικά σχετικά άρθρα που δημοσιεύονται.
 
«Ο Καπιταλισμός ποδοπατά τη Δημοσιογραφία»
 
Η μελέτη του Reuters καταλήγει ότι τα ρεπορτάζ των ΜΜΕ και οι αναφορές τους σε συγκεκριμένα θέματα επηρεάζονται πάρα πολύ από τη στάση που τηρεί σε αυτά τα θέματα η διεύθυνση της εφημερίδας, και η οποία με τη σειρά της επηρεάζεται πάρα πολύ από οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα. Τον Οκτώβριο, ο πρώην δημοσιογράφος της  Daily Star Richard Peppiatt κατέθεσε στην επιτροπή Leveson που διερευνά τη φιλοσοφία και την ηθική του βρετανικού Τύπου την αλήθεια για τον πολιτισμό και τη νοοτροπία που επικρατεί στις αίθουσες ειδήσεων της Μεγάλης Βρετανίας:
«Σε περίπου 900 υπογεγραμμένα άρθρα εφημερίδας, που έχω γράψει, μπορώ, ίσως, να μετρήσω στα δάχτυλα των χεριών, τις φορές που ένιωσα πραγματικά ελεύθερος να πω την αλήθεια, ενώ την ίδια στιγμή ελάχιστες μόνο φορές θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει ψέματα αυτό που έγραψα. 
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι όσο η ικανότητα ενός δημοσιογράφου σήμερα είναι η εξεύρεση στοιχείων σχετικά με τα γεγονότα, άλλο τόσο θεωρείται δημοσιογραφική ικανότητα, κατά την λογική των ταμπλόιντ που καταλήγουν στην αγορά, να γνωρίζει ποια γεγονότα πρέπει να αγνοήσει. Η δουλειά μας τείνει να γίνει το πώς θα κάνουμε τα στοιχεία να ταιριάζουν με την ιστορία, επειδή η ιστορία έχει σχεδόν εξολοκλήρου προκαθοριστεί.
Πολύ πριν από τον όποιο δημοσιογράφο, υπάρχουν οι κανόνες, στη βάση ιδεολογικών και εμπορικών κριτηρίων, που καθορίζουν τις αφηγήσεις που πρέπει να τηρούνται. Η εφημερίδα ορίζει εαυτόν ως ηθικό διαιτητή, και η δουλειά του δημοσιογράφου είναι να σφραγίσει τη δική της κοσμοθεωρία σε όλη τη δημοσιογραφία που κάνει… Οι ιδεολογικές επιταγές προηγούνται των δημοσιογραφικών – παραδείγματος χάριν όπως τα μότο: τα ναρκωτικά είναι πάντα κάτι κακό, η βρετανική δικαιοσύνη είναι πάντα ελαστική».
«Οι αίθουσες ειδήσεων των εφημερίδων είναι συνήθως  περιβάλλοντα εκφοβιστικά και επιθετικά, στα οποία η διαφωνία απλώς δεν είναι ανεκτή. Είναι δύσκολο να σηκωθεί κανείς και να εγκαταλείψει μια τέτοια αίθουσα, όταν έχει ένα δάνειο να πληρώσει, και γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται να τον περιμένει παραπέρα καμία άλλη ευκαιρία».
Το ζήτημα που δεν συζητείται από την επιτροπή Leveson είναι ο βαθμός στον οποίο οι παρατηρήσεις αυτές μπορούν να γενικευθούν και χαρακτηρίζουν την «ποιότητα» των  επιχειρήσεων μέσων μαζικής ενημέρωσης, και γιατί.  Ο Nick Davies της εφημερίδας « the Guardian», αντίθετα, εμφανίστηκε πιο ήπιος στους χαρακτηρισμούς τους ως προς την παρέμβαση στη δημοσιογραφική δουλειά ιδιοκτητών και διαφημιστών: «Οι δημοσιογράφοι με τους οποίους έχω συζητήσει το θέμα συμφωνούν ότι, αν μπορούσε να υπολογιστεί σε ποσότητα το πρόβλημα, οι δύο αυτές μορφές παρέμβασης θα καταλάμβαναν μόνο το 5% ή το 10% των ρεπορτάζ και των άρθρων που γράφονται και μεταδίδονται». (Davies, Flat Earth News,Vintage 2008, σ. 22)
Συγκρίνετε αυτό το συμπέρασμα με την κατηγορηματική δήλωση του Peppiatt, που «δραπέτευσε» από το χώρο των μεγάλων ΜΜΕ: «Ο καπιταλισμός ποδοπατά τη δημοσιογραφία».
 
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του αληθούς της διαπίστωσης του Peppiatt  προσφέρεται από την ιδιαίτερα προβεβλημένη σειρά του BBC, Frozen Planet, με αφηγητή τον David Attenborough, με επίκεντρο τη ζωή και το περιβάλλον στην περιοχή της Αρκτικής και της Ανταρκτικής. Οι Βρετανοί θεατές θα δουν συνολικά επτά επεισόδια, το τελευταίο εκ των οποίων έχει τον τίτλο «Πάνω σε λεπτό πάγο» και ασχολείται με την απειλή της κλιματικής αλλαγής.
 
Ωστόσο, οι τηλεθεατές σε ορισμένες άλλες χώρες θα παρακολουθήσουν μόνο έξι επεισόδια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το BBC προώθησε τη σειρά με τέτοιο τρόπο ώστε το επεισόδιο που αφορούσε την κλιματική αλλαγή  να εμφανίζεται ως «προαιρετική αγορά» από τα ξένα δίκτυα με τα οποία διαπραγματευόταν. Και όντως το απέρριψαν:  από τα 30 δίκτυα σε όλο τον κόσμο που έχουν αγοράσει τη σειρά, τα  10 επέλεξαν να μην αγοράσουν το επεισόδιο για την κλιματική αλλαγή. Η  πιο αξιοσημείωτη περίπτωση ανάμεσά τους είναι τα δίκτυα των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες αποτελούν έναν από τους κυριότερους παράγοντες στον κόσμο, που συντελούν τόσο στη δημιουργία του προβλήματος όσο και στην παραπληροφόρηση σχετικά με αυτό.
Όπως σχολίαζε και ένας εκπρόσωπος της Greenpeace:  «Μοιάζει κάπως σαν να πατά κανείς ένα κουμπί που θα σταματούσε τον Τιτανικό την ώρα ακριβώς που φάνηκε στον ορίζοντα το παγόβουνο. 

Η κλιματική αλλαγή είναι το πιο σημαντικό μέρος της πολικής ιστορίας. Η αύξηση της θερμοκρασίας στην Αρκτική δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Και αυτό αλλάζει το περιβάλλον με τρόπους που κάνουν τους εμπειρογνώμονες να φοβούνται πολύ για το μέλλον.»
Η χρήσιμη σειρά του BBC Frozen Planet προκάλεσε μικρό ενδιαφέρον στα ΜΜΕ, παρά το ότι έλαβε αρκετούς επαίνους.  Ο Λόρδος Leach του  Fairford, ομότιμο μέλος των Τorries και πρώην διευθυντής της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, σχολίαζε χαρακτηριστικά:
«Δεν νομίζω ότι αξίζει τον κόπο ν’ ακούσει κανείς αυτό που ο Attenborough έχει να πει για την κλιματική αλλαγή. Είναι πολύ προσφιλής, αλλά δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτά που λέει – δεν έχει ιδέα για όλο αυτό το θέμα.  Το να είναι κανείς πολύ ευχάριστα και ωραία με τους πιθήκους, δεν σημαίνει ότι είναι ξέρει να μιλήσει και για την κλιματική αλλαγή. Είναι πολύ σωστό το ότι κόπηκε το συγκεκριμένο επεισόδιο» προσέθεσε.
Ο δημοσιογράφος John Gibbons κάλυπτε το θέμα της κλιματικής αλλαγής για την ιρλανδική εφημερίδα Times επί δύο χρόνια.  Στο τελευταίο καταδικαστικό άρθρο του, το Φεβρουάριο του 2010, έγραφε: «Ο σημαντικότερος εμπειρογνώμονας για το κλίμα, στην Ιρλανδία, ο καθηγητής John Sweeney του NUI [Εθνικό Πανεπιστήμιο της Ιρλανδίας]  Maynooth, παραδέχτηκε την περασμένη εβδομάδα ότι οι αρνητές του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής «κερδίζουν τον πόλεμο της προπαγάνδας». Μεταξύ αυτών, προσέθεσε, κυρίαρχη θέση κατέχουν εκείνοι που αρνούνται την κλιματική αλλαγή και προέρχονται από τις γραμμές της δημοσιογραφίας και των διαφόρων ομάδων άσκησης πίεσης – λόμπυ.
«Μπορεί να αναρωτηθείτε: δεν υποτίθεται ότι οι δημοσιογράφοι είναι οι καλοί της υπόθεσης; Δεν είναι εκείνοι που ερευνούν, δεν κάνουν προπαγάνδα, δεν εξαπατούν; Λοιπόν, ναι και όχι. «Ένα Μέσο Ενημέρωσης και η βιομηχανία της Τηλεπικοινωνίας τροφοδοτούνται από τη διαφήμιση και η μεγιστοποίηση του κέρδους είναι μέρος του προβλήματος», επισημαίνουν οι [Justin] Lewis και [Tammy] Boyce της Σχολής Δημοσιογραφίας του Κάρντιφ.
Ο Gibbons ανέφερε το προφανές:  «Οι εκατομμυριούχοι » δημοσιογράφοι » έχουν οι ίδιοι  βαθύ, αν και μη διατυπωμένο ανοιχτά, προσωπικό έννομο συμφέρον να διατηρείται το οικονομικό στάτους κβο των ΜΜΕ στα οποία εργάζονται, δηλαδή να μεγιστοποιείται το κέρδος τους, γιατί με τον τρόπο αυτό διατηρείται και ο δικός τους πλούτος. Προφανώς, ανάλογος είναι και ο στόχος, δηλαδή η διατήρηση και η μεγιστοποίηση των κερδών, και των ιδιοκτητών ΜΜΕ.  Και έτσι προσπαθούν να προβάλλουν τη δική τους επιχειρηματολογία και να γελοιοποιήσουν τους διαφωνούντες.» 
 

Ενώ τα ΜΜΕ «σφυρίζουν αδιάφορα», το «Τέρας» μεγάλωσε εκπληκτικά το 2010
 
Την ώρα που η ανησυχία της κοινής γνώμης αυξάνεται και η κάλυψη του θέματος από τα ΜΜΕ καταρρέει, το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής διογκώνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη από το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ, η παγκόσμια παραγωγή της θερμότητας που παγιδεύει το διοξείδιο του άνθρακα αυξήθηκε κατά το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από την έναρξη μελέτης του φαινομένου το 2010. Οι εκλύσεις διοξειδίου του άνθρακα ήταν περίπου 564 εκατομμύρια περισσότεροι το 2010 από ό, τι το 2009, δηλαδή παρουσίασαν αύξηση 6%.  Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι τα επίπεδα των αερίων του θερμοκηπίου «είναι υψηλότερα σήμερα από ό, τι προέβλεπε το χειρότερο σενάριο που περιέγραφαν οι ειδικοί της κλιματικής αλλαγής μόλις πριν από τέσσερα χρόνια»,  αναφέρει η εφημερίδα , USA Today.
Ο Gregg Marland, καθηγητής γεωλογίας στο Appalachian State University, ο οποίος παλαιότερα είχε συμμετάσχει στους υπολογισμούς των στοιχείων του υπουργείου Ενέργειας, εκτίμησε ότι «πρόκειται για πρωτοφανή αύξηση του «τέρατος»».
Ο Granger  Morgan, επικεφαλής του τμήματος μηχανικής και δημόσιας πολιτικής, στο Carnegie Mellon University, σχολίασε σχετικά με τα νέα αυτά στοιχεία: «Είναι πραγματικά απογοητευτική. Φτιάχνουμε μια φρικτή κληρονομιά για τα παιδιά και τα εγγόνια μας ».
Γιατί λοιπόν δεν γίνεται τίποτε για το πρόβλημα αυτό;
Σε μια νέα μελέτη, με τίτλο «Ποιος μας κρατά πίσω;», η Greenpeace αναφέρει: «Οι πολυεθνικές εταιρείες που ευθύνονται περισσότερο για τις εκπομπές που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή και επωφελούνται από τις δραστηριότητες αυτές, προσπαθούν να αυξήσουν την πρόσβασή τους στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το θέμα και, ταυτόχρονα, εργάζονται για να περιθωριοποιήσουν την οποιαδήποτε προοδευτική νομοθεσία υιοθετείται για την κλιματική αλλαγή και την ενέργεια σε όλο τον κόσμο».
«Ενώ κάνουν δημόσιες δηλώσεις για να καλλιεργήσουν την εντύπωση ότι ανησυχούν για την κλιματική αλλαγή, οι εταιρείες αυτές παλεύουν με νύχια και με δόντια να αποτρέψουν την οποιαδήποτε δράση για την αντιμετώπισή της. Αυτό βοηθά να εξηγηθεί, σημειώνει η Greenpeace, γιατί μέτρα ανάληψης αποφασιστικής δράσης για το κλίμα δεν συγκαταλέγονται σε καμία πολιτική ατζέντα».
Και προσθέτει: «Αυτές οι ρυπογόνες εταιρείες ασκούν συχνά την επιρροή τους στο παρασκήνιο, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία τεχνικών, συμπεριλαμβανομένης της αξιοποίησης εμπορικών ενώσεων και ινστιτούτων προβληματισμού, ως βιτρίνα. Προσπαθούν να προκαλούν σύγχυση στη διεθνή κοινή γνώμη προωθώντας απόψεις που αρνούνται τη σοβαρότητα της κλιματικής αλλαγής ή κάνοντας σχετικές διαφημιστικές καμπάνιες. Κάνουν μεγάλες πολιτικές δωρεές σε κόμματα προκειμένου να υποστηρίξουν αυτές τις θέσεις τους. Τέλος, χρησιμοποιούν και τη γνωστή τεχνική της δωροδοκίας προς δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι είναι αυτοί που υποτίθεται ότι καταγράφουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα προκειμένου να ελεγχθούν οι εταιρείες».
Μόνο στις ΗΠΑ, περίπου 3,5 δισ. δολάρια επενδύονται κάθε χρόνο σε δραστηριότητες των διαφόρων λόμπυ –των ομάδων άσκησης πίεσης- σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, η ολλανδική Royal Shell, το Επιμελητήριο Εμπορίου των ΗΠΑ, το Ινστιτούτο Edison Electric, η πολυεθνική PG & E, η Southern Company, η εταιρεία  ExxonMobil, η Chevron, η BP και η ConocoPhillips αποτελούν τις πρώτες 20 ομάδες άσκησης πίεσης, τροφοδοτούν τα κυριότερα λόμπυ. Η οργάνωση για την διεξαγωγή μιας καμπάνιας για το κλίμα υπό την επωνυμία «350.org» εκτιμά ότι το 94% των εισφορών του αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου κατευθύνθηκε σε υποψηφίους που συγκαταλέγονται σε αυτούς που αρνούνται ότι υπάρχει πρόβλημα με το κλίμα.
Εταιρείες όπως το American Petroleum Institute, η καναδική ένωση Παραγωγών Πετρελαίου και η Αυστραλιανή Ένωση Άνθρακα, συχνά τάσσονται άμεσα ενάντια και προσπαθούν «ν’ αποτρέψουν οποιαδήποτε μέτρο στοχεύει στην μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ενώ παράλληλα πραγματοποιούν καμπάνιες υποστήριξης της απρόσκοπτης κατανάλωσης ενέργειας από ορυκτά καύσιμα».
Οι προσπάθειες της ΕΕ ν’ αυξήσει το στόχο της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2020 από το 20% στο 30% έχει υπονομευθεί από τις έντονες πιέσεις των συμφερόντων που συνδέονται με την εκμετάλλευση του άνθρακα, όπως είναι οι εταιρείες BASF, ArcelorMittal και η Business Europe.
Ο Tzeporah Berman, συν-διευθυντής του περιβαλλοντικού και ενεργειακού προγράμματος της Greenpeace International, υποστηρίζει ότι αυτή η τελευταία μελέτη: «δείχνει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι υπάρχει μια χούφτα από ισχυρές εταιρείες που ρυπαίνουν, οι οποίες ασκούν υπερβολική επιρροή στις πολιτικές διαδικασίες με στόχο να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους.»
Πριν από δύο χρόνια, προκαλέσαμε τον James Hansen να συνοψίσει τις κυβερνητικές ατις απαντήσεις απέναντι στην απειλή της κλιματικής αλλαγής σε μια ενιαία λέξη. Επέλεξε τον όρο «παραπλανητικές απαντήσεις». Γιατί παραπλανητικές; Επειδή «είναι ως επί το πλείστον δίνουν πράσινο χρώμα στις αντιδράσεις τους αλλά δεν απαντούν στην ουσία…», μας είπε. (E-mail, 18 Ιουνίου 2009)
Τότε του ζητήσαμε να μας δώσει μια γενική εικόνα, με βάση το πόσο πολλά βήματα πραγματικά εκτιμά ο ίδιος ότι έχουν κάνει οι κυβερνήσεις στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. Θα μπορούσε, παραδείγματος χάριν, να διατυπώσει τις εκτιμήσεις του με ποσοστά, με 1%, 20%, 50%, 70 %; Γνωρίζαμε ότι επρόκειτο για μια ανακριβή προσέγγιση αλλά θέλαμε περισσότερο να δούμε το πώς ο ίδιος ένιωθε ότι προχωρά η κατάσταση. Εκείνος απάντησε: 0%, επειδή έχουν επιλέξει, ήδη, λάθος δρόμο, ο οποίος απαιτεί 1-2 δεκαετίες για να διορθωθεί.  «Στόχοι», όπως τη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, η λογική της «ανταλλαγής» των ρύπων με αντισταθμιστικά οφέλη, ενώ παράλληλα συνεχίζεται η κατασκευή περισσοτέρων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα και η ανάπτυξη μη συμβατικών ορυκτών καυσίμων, είναι μια καταστροφική πορεία. Έχει ως στόχο να ξεγελαστεί η κοινή γνώμη, αλλά να ξεγελάσουν και τους εαυτούς τους. Μια στρατηγική προσέγγιση, αντί να κάνει κάτι τέτοιο, θα αναγνώριζε τις γεωφυσικές οριακές συνθήκες και πιο συγκεκριμένα ότι οι εκπομπές άνθρακα πρέπει να είναι εξαλειφθούν το γρηγορότερο δυνατό.»
 
 Προσέθεσε ορισμένα επιπλέον ανησυχητικά στοιχεία: «Θεμελιώδης σε όλη αυτή την υπόθεση είναι ο ρόλος της τιμής των καυσίμων. Τα ορυκτά καύσιμα είναι συχνά επιδοτούμενα και φθηνότερα σε σχέση με τις άλλες υπάρχουσες εναλλακτικές λύσεις, όπως είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, άλλα είδη ενέργειας εκτός από όσα προέρχονται από άνθρακα, και οι τακτικές της ενεργειακής απόδοσης.  Αυτό θα πρέπει να αντιστραφεί. Όπως επίσης, θα πρέπει ν’ αυξηθεί το τίμημα για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (ίσως επιβολή προστίμου τόσο στην πηγή παραγωγής άνθρακα, πετρελαίου, αερίου όσο και σε αυτόν που το εισάγει κάπου). Αν ίσχυαν αυτά, τότε πιθανότατα θα φτάναμε, λογικά, σε ένα σημείο όπου η χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας θα απογειωνόταν και θα ήταν πολύ πιο φτηνή και έτσι  θα προχωρούσαμε  πέρα από τη βρώμικη εποχή των ορυκτών καυσίμων. Ο φόβος ότι αυτό θα συμβεί στην πραγματικότητα είναι αυτό που οδηγεί τις εταιρείες που έχουν  ορυκτά συμφέροντα να επιδιώκουν και να πετυχαίνουν, τις περισσότερες φορές, να έχουν τον πλήρη έλεγχο των ενεργειών των διαφόρων κυβερνήσεων στο συγκεκριμένο τομέα».
Ακόμη και η προσεκτική και επιφυλακτική Διεθνής Αρχή Ενέργειας προειδοποίησε, πλέον, ότι αν συνεχίσουν ν’ ακολουθούνται οι σχεδιαζόμενες πολιτικές: «η αυξημένη χρήση της ενέργειας από ορυκτά θα οδηγήσει σε ανεπανόρθωτες και πιθανότατα καταστροφικές κλιματολογικές αλλαγές».
 
Ας μην έχει κανείς καμία αμφιβολία: η κυριαρχία των συμφερόντων των μεγάλων εταιρειών και των πολυεθνικών στην άσκηση των κυβερνητικών πολιτικών για το περιβάλλον έχει φέρει την ανθρωπότητα στην άκρη της αβύσσου όσον αφορά το κλίμα. Θα πρέπει να θεωρείται μάλλον φυσικό, το ότι τα ΜΜΕ που συνδέονται με αυτά τα συμφέροντα αποφεύγουν συστηματικά να θίξουν το ζήτημα με τιμιότητα αφού κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε βίαιη σύγκρουση με τη μεγιστοποίηση του κέρδους των ιδιοκτητών τους, την ανάγκη τους για ατελείωτη οικονομική ανάπτυξη, την μεγάλη τους εξάρτηση από τα έσοδα των διαφημίσεων του προαναφερόμενων πολυεθνικών.
 
Είναι όντως σωστό ότι πρέπει να καταλάβουμε τη Wall Street, φυσικά -  και θα πρέπει να απομακρυνθεί ο έλεγχος των πολυεθνικών από την άσκηση κυβερνητικής πολιτικής.  Θα πρέπει, όμως, επίσης, να καταλάβουμε το χώρο των μέσων ενημέρωσης που εδώ και τόσο πολύ καιρό έχει μονοπωληθεί από την προπαγάνδα της Wall Street. Πρέπει να καταλάβουμε το σύστημα των μεγάλων πολυεθνικών ΜΜΕ που αποκρύπτει και σφυρά αδιάφορα ενώ ο κόσμος μας, – αυτός ο πολύτιμος απειλούμενος  πλανήτης στον οποίο βασιζόμαστε για την ίδια την επιβίωσή μας – φλέγεται.
 
Πηγή: inprecor.gr και http://www.medialens.org/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου