«Μα γιατί
τόσες διαψεύσεις;» Την απορία εξέφραζε τις προάλλες μια διεθνής ομάδα ερευνητών
που παρακολουθούν την καταστροφική επίδραση που έχει η παρατεταμένη λιτότητα
στην ελληνική δημόσια υγεία.
Όσα στοιχεία έρχονται στη δημοσιότητα
αποδεικνύοντας τη δραματική αλλαγή βασικών μεγεθών τα τελευταία χρόνια (από το
προσδόκιμο ζωής μέχρι τον αριθμό αυτοκτονιών, την κατακόρυφη αύξηση της χρήσης
ναρκωτικών ή την αύξηση των ανθρώπων που δεν περιθάλπονται όπως πρέπει), αντί
να αντιμετωπίζονται από τους επίσημους ελληνικούς φορείς ως βάση πολιτικού
προβληματισμού, ή έστω ως επιχειρήματα στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα,
γίνονται αντίθετα αντικείμενο αρχικής διάψευσης. Σε δεύτερη φάση, κάποτε
χρησιμοποιούνται παραλλαγμένα ή παρερμηνευμένα για εσωτερική κατανάλωση, ώστε
να ενισχύσουν τη φοβία του πληθυσμού και την αίσθηση της κατάστασης έκτακτης
ανάγκης.
Έτσι αποφεύγεται η συζήτηση για τους δείκτες υγείας,
για την υγεία δηλαδή ως δημόσιο αγαθό, και εκτρέπεται αντίθετα σε
αντιπαραθέσεις που αφορούν εξατομικευμένες πολιτικές, ευθύνες, και εντέλει
περίθαλψη. Συζητάμε τη δημόσια υγεία από τη μια με βάση τις sui generis απόψεις
υπουργών με εντελώς προσωπική ατζέντα (Λοβέρδος, Άδωνις). Κι από την άλλη ως
μια ατομική σύμβαση που σε κάποιους βγαίνει, σε κάποιους δεν βγαίνει, και σε
κάποιους άλλους θα βγει αν προσπαθήσουν λίγο περισσότερο. «Εντάξει, μπορεί η
χώρα να μην έχει πια τη δυνατότητα να δώσει στον καρκινοπαθή το φάρμακο που
χρειάζεται, αλλά θα πρέπει ο άνθρωπος αυτός να μπορεί να πάει σε ένα νοσοκομείο
τουλάχιστον με αξιοπρέπεια» έλεγε γνωστός παρουσιαστής ειδήσεων τις προάλλες.
Προσέξτε πώς η συζήτηση εξατομικεύεται. Το ζήτημα δεν είναι το επίπεδο κάλυψης
ή οι αρχές που το ορίζουν, αλλά η ιστορία του ενός, που, τι να κάνουμε, δεν
φτάνουν τα λεφτά για να πάρει το βασικό φάρμακό του, ας έχει όμως τουλάχιστον
πρόσβαση σε ένα νοσοκομείο όπου θα μπορεί να πεθάνει. Το δημόσιο αγαθό και η
δημόσια διαχείρισή του μεταμορφώνονται και εννοιακά και πραγματιστικά: δεν
υπάρχουν πια δημόσιοι τόποι της υγείας, όμως εξασφαλίζεται, ως το ωραίο
μίνιμουμ, ο κοινόχρηστος χώρος ενός ιδιωτικού θανάτου.
Τα πράγματα θα μπορούσαν, βεβαίως, να είναι αλλιώς.
Στην πρόσφατη μελέτη τους Γιατί η λιτότητα σκοτώνει, οι Ντέιβιντ Στάκλερ
και Σανζάι Μπάσου χρησιμοποιούν ως αντιπαράδειγμα της Ελλάδας την Ισλανδία. Ενώ
στην Ελλάδα η λιτότητα φέρνει μια τρομερή πτώση των δεικτών υγείας σε όλους
τους τομείς (κάνει δηλαδή έναν πληθυσμό να αργοπεθαίνει), στην Ισλανδία κάτι
τέτοιο δεν συμβαίνει, πολύ απλά διότι πάρθηκε νωρίς η πολιτική απόφαση να μην
πειραχτεί το δημόσιο σύστημα υγείας, όποια και αν ήταν η οικονομική κατάσταση
του κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι και σ’ αυτό τον τομέα, όπως και σε πολλούς
άλλους (την ανάλυση και τη δημόσια απόδοση, για παράδειγμα, των ευθυνών για την
κρατική χρεοκοπία) στην Ισλανδία λειτούργησε κάτι που στην Ελλάδα της κρίσης
εξαρχής υπονομεύθηκε και ακυρώθηκε. Η αίσθηση του δημοσίου, η αξίωση του
συλλογικού και του κοινού.
Η ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτό το παράδειγμα
είναι ευρύτερη και ορίζει την πολιτική στιγμή στην Ελλάδα σήμερα. Γινόμαστε
μάρτυρες μια συνεχούς απαξίωσης της έννοιας του δημόσιου αγαθού από πολλές
πλευρές και με πολλούς τρόπους. Κοντά στην υγεία, η παιδεία, οι εργασιακές
σχέσεις, η διαχείριση της δημόσιας σφαίρας (ΜΜΕ, τεχνολογίες ενημέρωσης,
πλατφόρμες επικοινωνίας), οι πλουτοπαραγωγικές πηγές, το περιβάλλον, η
πολιτιστική πολιτική.
Καθώς το Δημόσιο ως σύστημα διαχείρισης δαιμονοποιείται
ως αενάως αντιπαραγωγικό και κοστοβόρο, κάτι πολύ πιο βαθύ, η έννοια του
δημοσίου, εντέχνως ακυρώνεται. Και την ίδια στιγμή εξατομικεύεται. Το
ζήτημα δεν είναι η κοινή παιδεία και ο τρόπος που τη μοιραζόμαστε, οι
συλλογικές συμβάσεις και το πώς περιφρουρούμε την ανθρώπινη εργασία, οι
δημόσιες συχνότητες και ο τρόπος που τις αναθέτουμε και διασφαλίζουμε την
κοινότητα στην πρόσβαση, το δημόσιο πολιτιστικό αρχείο και ο τρόπος που το
διατηρούμε. Το ζήτημα, αντίθετα, είναι η βελτίωση της ατομικής μας σχέσης με
μια διαχείριση που μας επαναλαμβάνουν ότι είναι προβληματική, πρέπει να
μεταρρυθμιστεί, και τυγχάνει προς το παρόν δημόσια.
Το δημόσιο, μας λένε, δεν λειτουργεί, όμως αφού το
καταρρακώσουμε κι άλλο, θα δώσουμε στον κάθε έναν από εσάς μια πολύ καλύτερη
υπηρεσία. Μπορεί, για παράδειγμα, κάθε έννοια κοινού αγαθού να γίνεται κουρέλι,
να παραχωρούνται δημόσιες συχνότητες αδιαφανώς, να έχουν γίνει φαρ ουέστ οι
επικοινωνίες, να λειτουργούμε σε καθεστώς εκτεταμένης προπαγάνδας, να
υπονομεύεται η ελευθερία του λόγου, εντούτοις, σε πολύ λίγο, ο καθένας από σας
θα έχει δωρεάν ίντερνετ.
Αναφέρομαι εδώ στη γνωστή, προσωπική δέσμευση («το
έχω ψάξει») του πρωθυπουργού Σαμαρά ότι «σε ένα χρόνο θα δώσουμε δωρεάν
WiFi σε όλη την Ελλάδα». Ας την κρατήσουμε στο μυαλό μας, όσο θα προσπαθούμε
να δούμε το πλαίσιό της.
Γιατί πλαίσιο εν προκειμένω είναι μια διεθνής
νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Σε πρώτη φάση υπονομεύεται η έννοια του δημόσιου και
εκθειάζεται η σημασία της αγοράς. Σε δεύτερη φάση η σχέση μας με τα δημόσια
αγαθά εξατομικεύεται. Και σε μια τρίτη φάση, η εξατομικευμένη αυτή σχέση
φαίνεται πολύ λογικό ότι πρέπει και να ιδιωτικοποιηθεί, να διαμορφωθεί δηλαδή,
απολύτως, με τους όρους της αγοράς. Στη λογική αυτή ακολουθία, αυτό που χάνεται
μια και καλή είναι η έννοια του δημοσίου, η διάσταση του κοινού. Το πιο απλό
παράδειγμα για να καταλάβει κανείς τη στρατηγική αυτή είναι η ανώτατη παιδεία.
Εκθειάζεται και επιβάλλεται, εδώ και χρόνια, η ανάγκη σύνδεσης της παιδείας με
την αγορά, του πτυχίου με συγκεκριμένη επαγγελματική αποκατάσταση, των
πανεπιστημιακών μαθημάτων με την παροχή συγκεκριμένων δεξιοτήτων. Η σχέση με
την παιδεία έτσι εξατομικεύεται: ψάξε κι εσύ να βρεις το πανεπιστήμιο που θα
σου μάθει καλύτερη δουλειά και θα σε κάνει ανταγωνιστικότερο, δες την επιλογή
ανώτατης παιδείας ως μέρος του ανταγωνισμού στον οποίον αυτή θα σε κάνει να
εισέλθεις επιτυχέστερα. Λογικό επακόλουθο, σου λένε μετά: γιατί να πληρώνουμε
όλοι την παροχή δεξιοτήτων σε μερικούς; Γιατί να πληρώνει ο υδραυλικός τα μαθήματα
του μελλοντικού δικηγόρου; Το επιχείρημα αυτό ήταν το βασικό που
χρησιμοποιήθηκε στην Αγγλία για την εισαγωγή όλο και υψηλότερων διδάκτρων στα
πανεπιστήμια, και τη μεταμόρφωση της δημόσιας ανώτατης παιδείας της χώρας
ουσιαστικά πλέον σε ιδιωτική.
Μιλάμε λοιπόν για μια πορεία που πρέπει να
περιγράφεται, σε στάδια, ως εξής: απαξίωση (του κοινού αγαθού), εξατομίκευση
(της σχέσης με αυτό), ιδιωτικοποίηση.
Τρία στάδια που χρησιμοποιούνται
για να στηρίξουν την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού σε πολλές χώρες και με
διαφορετικούς ρυθμούς· στη Βρετανία η διαδικασία έχει πάρει πια τρεις
δεκαετίες· στην εργαλειακή Ελλάδα όλα τα στάδια,
απαξίωση/εξατομίκευση/ιδιωτικοποίηση, φαίνεται σαν να πρέπει να γίνουν εντός
εξαμήνου (όπως έδειξε η περίπτωση της ΕΡΤ και δείχνει τώρα η περίπτωση
νοσοκομεία/φάρμακα/ΕΣΥ), γι’ αυτό και καθίστανται και τόσο εμφανή.
Υπάρχουν όμως δύο παράμετροι που συνήθως δεν
προσέχουμε σε αυτήν τη διαδικασία.
Η πρώτη είναι ότι το δημόσιο δεν καταργείται
εντελώς, όσο κι αν καταργούνται οι διαστάσεις και η παρεμβατικότητά του. Ίσα
ίσα: φροντίζουν ώστε να παραμένει νεκροζώντανο. Όχι ως μέγιστος κοινός
παρανομαστής, αλλά ως ελάχιστος κοινός διαιρέτης. Όχι ως το καλύτερο που θα
μπορούσε να υπάρξει, αλλά ως το λιγότερο που μπορεί να σταθεί. Το πιο αναξιόπιστο.
Το πλέον απευκταίο. Το αναγκαίο ασπρόμαυρο, η ιδιωτικοποιημένη εκδοχή του
οποίου θα είναι το έγχρωμο. Το προβληματικό, η λειτουργική εκδοχή του οποίου θα
βρίσκεται πάντα αλλού (στο Βορρά, στις χώρες των δανειστών, στην πραγματική
Ευρώπη, στον ουτοπικό λόγο των πολιτικών). Το βαλτωμένο και ως εκ τούτου
βρώμικο, από το οποίο θα μας λένε ότι πρόκειται να μας ξεπλύνουν οι νέες
πολιτικές διαχείρισης που κατά καιρούς θα μας προτείνονται. Λέγοντάς μας,
παράλληλα, ότι τα νάματα στα οποία θα μας ξεπλύνουν, θα ανήκουν σε μια νέα
κοινοτικότητα, ουτοπική μεν προς το παρόν, στο μέλλον όμως καλοδιαχειριζόμενη,
ομοιογενή και ομοιοευτυχή.
Αυτή είναι και η ουσιαστική σημασία όλων των
διακηρύξεων τύπου «όλη η Ελλάδα ένα ατέλειωτο WiFi», κάθε Έλληνας τον γιατρό
του, κάθε Ελληνόπουλο ένα Χάρβαρντ, κάθε βιβλίο εθνικής ιστορίας κι ένα
περήφανο εθνικό υποκείμενο, κάθε κινητό κι ο άνθρωπός του, κάθε ταυτότητα και
τα δικαιώματά της, και κάθε ενημερωνόμενος την ενημερωτική του ατζέντα.
Υπάρχει, με άλλα λόγια, μια διαρκής υπόμνηση μιας νέας φαντασιακής
κοινοτικότητας, που μικροτεχνείται σήμερα για να στηρίξει το κατ’ ουσίαν
αντίθετό της, τη λειτουργική απαξίωση του κοινού. Όλοι μαζί, μας λένε,
θα τα καταφέρουμε. Με το ίντερνετ, τα νεκροταφεία και τους ομιλούντες δέκτες
μας. Όλοι μαζί.
Η πολιτική λειτουργία αυτής της ψευδοκοινοτικής
μελλοντικότητας δεν πρέπει να υποτιμηθεί· είναι υπόγεια και απίστευτα
διαβρωτική.
Από τη μια ανταγωνίζεται ευθέως κάθε προσπάθεια επιστροφής της
συζήτησης σήμερα στο ζήτημα του κοινού αγαθού και στους όρους της
συλλογικότητας – η ψευδοκοινοτική μελλοντικότητα στόχο έχει να καταστήσει το
κοινό της απρόθυμο να λειτουργήσει συλλογικά. Από την άλλη, βοηθά την ανάδυση
του φασισμού ως βασικού ρυθμιστικού παράγοντα του συστήματος που γυρεύει να
επιβάλει.
Σαν το κουμπί του ριστάρτ στο μόντεμ για το (δωρεάν) ίντερνετ, ο
φασισμός, όσο κι αν δεν φαίνεται, γίνεται όλο και πιο πολύ σήμερα η ασφαλιστική
δικλείδα του συστήματος απαξίωση/εξατομίκευση/ιδιωτικοποίηση. Εξασφαλίζει: ως
αναγκαίο φόβητρο, την παρουσίαση του συστήματος αυτού ως μόνης λύσης· κι ως
αναγκαίο υποσυνείδητο, την εικόνα μιας παθητικής κοινοτικότητας που χρειάζεται
το σύστημα αυτό για να μακροημερεύσει.
Πηγή: artfullyonsaturday.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου