Τα ανθρώπινα
δικαιώματα έχουν μόνο παράδοξα να προσφέρουν. Αν επιμείνουν στην παράδοση της
αντίστασης, θα επιβιώσουν. Αν την εγκαταλείψουν, θα χάσουν σταδιακά τον λόγο
ύπαρξής τους.
Εκείνοι που υπερασπίζονται τους μετανάστες χωρίς χαρτιά και τους άνεργους διασώζουν την αξία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Εκείνοι που χρησιμοποιούν τη ρητορική για να υπερασπιστούν τα «ανθρώπινα δικαιώματα» πανίσχυρων εταιρειών ή τους ψευδεπίγραφους «ανθρωπιστικούς» πολέμους, συμβάλλουν στον μαρασμό τους
του Κώστα Δουζίνα*
Το άρθρο αυτό είναι το πρώτο μιας σειράς με θέμα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η σειρά εξετάζει ένα κεντρικό παράδοξο. Οι μετανάστες που πνίγονται στη Μεσόγειο και το Αιγαίο, οι 300 της «Υπατίας», οι άνεργοι νέοι και ηλικιωμένοι ή οι έγκλειστοι στο Γκουαντάναμο Μπέι δεν έχουν σχεδόν κανένα δικαίωμα ή απαίτηση προς την εξουσία. Πώς γίνεται, λοιπόν, σ’ έναν κόσμο όπου, όπως λέγεται, θριάμβευσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα πολλοί άνθρωποι να μην έχουν κανένα;
Η υπερβολική ρητορική περί δικαιώματων έχει συσκοτίσει μερικές βασικές αλήθειες. Τα «ανθρώπινα δικαιώματα» συνδυάζουν το δίκαιο και την ηθική. Ως νομικά, τα δικαιώματα έχουν αποτελέσει τον θεμέλιο λίθο του δυτικού δικαίου από την περίοδο της πρώιμης νεωτερικότητας. Ως ανθρώπινα, τα δικαιώματα εισάγουν ένα είδος ηθικής στον τρόπο με τον οποίο δημόσιες και ιδιωτικές εξουσίες πρέπει να μεταχειρίζονται τους πολίτες. Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι, λοιπόν, μια υβριδική κατηγορία. Αποτελούν νομικά δικαιώματα που προστατεύουν σημαντικά ατομικά αγαθά, όπως η σωματική ακεραιότητα, η ελευθερία λόγου και πολιτικής δραστηριότητας και καίρια συλλογικά αγαθά, όπως η εργασία, η ιατρική περίθαλψη και η παιδεία.
Ας ξεκινήσουμε με τα νομικά δικαιώματα.
Τα ιδιοκτησιακά, τα συμβατικά και τα εταιρικά δικαιώματα εμφανίστηκαν στην πρώιμη νεωτερικότητα, με πρώτο το δικαίωμα του δανειστή να υποχρεώσει τον χρεώστη να πληρώσει. Ακολούθησαν την ανάδυση της οικονομίας της αγοράς και συνέβαλαν στην επικράτησή της. Πολιτισμικά, τα δικαιώματα ήταν συνέπεια, όπως έχει πει ο Αλασντερ Μακιντάιρ, μιας «ηθικής καταστροφής»: της διάλυσης των προνεωτερικών κοινοτήτων που βασίζονταν στην αρετή και την έννοια του «αγαθού», έλλογου την κλασική περίοδο, χριστιανικού τον Μεσαίωνα.
Επειδή ο καπιταλιστικός ατομισμός και η ελευθερία βούλησης δεν αποδέχονται έναν οικουμενικό ηθικό κώδικα, πρέπει να τεθούν εξωτερικοί περιορισμοί στον ιδιωτικό εγωτισμό. Αυτό ακριβώς επιτυγχάνουν τα νομικά δικαιώματα, το αυστηρό ποινικό δίκαιο και το δίκαιο των αδικοπραξιών. Το δίκαιο δίνει στα άτομα τη δυνατότητα να ασκούν και να επιβάλλουν τα δικαιώματά τους, κυρίως την ιδιοκτησία, αλλά ταυτόχρονα περιορίζει την άσκησή τους, έτσι που θεωρητικά μπορούμε όλοι να έχουμε την ίδια ποσότητα δικαιωμάτων. Οταν προκύπτουν διενέξεις, η επίλυσή τους είναι δουλειά των δικηγόρων και των δικαστών.
Αυτοί οι «ειδικοί των κανόνων» έχουν φροντίσει να εξαπλωθεί η κοινότοπη αντίληψη ότι οι νόμοι και τα δικαιώματα έχουν «αντικειμενικό» νόημα, το οποίο μπορούν να το ανακαλύψουν οι επαγγελματίες του δικαίου. Η άποψη αυτή υποστηρίζει ότι τα νομικά δικαιώματα μπορούν να επιλύουν τις κοινωνικές διαμάχες, μετατρέποντάς τες σε τεχνικά προβλήματα σχετικά με το νόημα και την εφαρμογή των κανόνων δικαίου.
Πρόκειται για μια χίμαιρα. Για να εφαρμοστούν οι νομικοί κανόνες, πρέπει να ερμηνευτούν. Οι περισσότερες αντιδικίες που αφορούν δικαιώματα περιλαμβάνουν τουλάχιστον δύο αντικρουόμενες, αλλά πιθανές εκδοχές για το νόημα των σχετικών κανόνων. Οι προβλέψεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων ειδικά είναι ιδιαίτερα γενικόλογες και αφηρημένες. Ας πάρουμε το «δικαίωμα στη ζωή», με το οποίο ξεκινούν οι περισσότερες διακηρύξεις δικαιωμάτων.
Η διακήρυξή του δεν απαντά σε ερωτήματα σχετικά με την άμβλωση, τη θανατική ποινή, την ευθανασία ή ακόμα κατά πόσον το δικαίωμα αυτό προστατεύει και τις προϋποθέσεις για την επιβίωση, όπως η τροφή, η στέγη ή η υγειονομική φροντίδα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αναφορά σε κάποιο ανθρώπινο δικαίωμα αποτελεί την αρχή και όχι την κατάληξη της αντιδικίας για το νόημα και την εφαρμογή του.
Τα δικαιώματα και το δίκαιο υποτίθεται ότι χρησιμοποιούν τη λογική και τα νομικά προηγούμενα για να κάνουν ουδέτερη και αντικειμενική την άσκηση της εξουσίας. Ηταν ακριβώς η υποτιθέμενη αποβολή της ηθικής και της θρησκείας από το νεωτερικό θετικό δίκαιο που του έδωσε την απαραίτητη ουδετερότητα για να μπορεί να επιλύει συγκρούσεις. Αλλά οι αποφάσεις που αφορούν δικαιώματα είναι αμφίσημες, ανοιχτές, δυνητικά μπορούν να κινηθούν σε ριζοσπαστική κατεύθυνση. Η βασική δουλειά του νόμου είναι να υποστηρίζει την τάξη, όχι την ηθική. Η ανάθεση καίριων αποφάσεων στους νομικούς δεν καταργεί τις αντικρουόμενες ερμηνείες, ούτε και βάζει τέλος στην κοινωνική σύγκρουση.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, παρεισφρέουν στα νομικά επιχειρήματα ηθικές, πολιτικές ή ιδεολογικές προτεραιότητες. Για παράδειγμα, η επίλυση της σύγκρουσης ανάμεσα στην ελευθερία και την ασφάλεια, που οι αποκαλύψεις του Σνόουντεν υπογράμμισαν πρόσφατα, προϋποθέτει μια -ανύπαρκτη σήμερα- συμφωνία για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να λειτουργεί μια δημοκρατική κοινωνία.
Και εδώ τα προβλήματα αρχίζουν, γιατί τα «ανθρώπινα δικαιώματα» είναι ηθικές διεκδικήσεις που εισήχθησαν στο δίκαιο ακριβώς επειδή η σχέση νόμου και δικαιοσύνης έχει διαταραχτεί. Μια άνεργη νέα που διεκδικεί «το δικαίωμα στη δουλειά» έχει συγχρόνως δίκιο και άδικο. Το «δικαίωμά» της αναφέρεται σε έναν υπαρκτό νομικό κανόνα, αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με την υλική δυνατότητα άσκησης αυτού του δικαιώματος. Από την άλλη, ένας Κινέζος διαφωνών που διεκδικεί το δικαίωμα της ελεύθερης πολιτικής δραστηριότητας δεν αναφέρεται σε ένα υπαρκτό νομικό «δικαίωμα», αλλά στις απαιτήσεις της ηθικής, του διεθνούς δικαίου ή της ιδεολογίας. Η ύπαρξη ενός δικαιώματος δεν σημαίνει και τη δυνατότητα άσκησής του.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα συγχέουν επομένως το πραγματικό και το ιδεώδες.
Ας δούμε το Αρθρο 1 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου: «Ολοι οι άνθρωποι γεννιούνται ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα». Οπως, όμως πρώτος παρατήρησε ο Τζέρεμι Μπένθαμ, τα νεογέννητα εξαρτώνται για την επιβίωσή τους από τους γονείς τους. Οι άνθρωποι δεν γεννιούνται ίσοι, μια και η βιολογική και η κοινωνική φύση κατανέμουν άνισα τα αγαθά τους. Η ισότητα είναι «αφύσικη», είναι αποτέλεσμα πολιτικής και κοινωνικής δράσης. Η ισότητα είναι κάλεσμα για αγώνα και όχι περιγραφή μιας πραγματικής κατάστασης.
Η ιδεολογική ισχύς των ανθρώπινων δικαιωμάτων έγκειται ακριβώς στη ρητορική τους αμφισημία, στην ταλάντωση ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδεώδες, ανάμεσα στην ανθρώπινη ιδιότητα και την υπηκοότητα.
Με αυτή την έννοια, τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν τη σύγχρονη έκφραση της αιώνιας ανθρώπινης έξης για αντίσταση στην κυριαρχία και την καταπίεση.
Ανήκουν σε μια μακρά παράδοση, που αρχίζει με την ανυπακοή της Αντιγόνης στον άδικο νόμο και έρχεται ξανά στην επιφάνεια στους αγώνες των αποκλεισμένων και των εκμεταλλευόμενων, κάθε φορά που γεμίζει η Ταχρίρ, το Σύνταγμα ή το Ταξίμ. Εκείνοι που υπερασπίζονται τους μετανάστες χωρίς χαρτιά και τους άνεργους διασώζουν την αξία των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Εκείνοι που χρησιμοποιούν τη ρητορική για να υπερασπιστούν τα «ανθρώπινα δικαιώματα» πανίσχυρων εταιρειών ή τους ψευδεπίγραφους «ανθρωπιστικούς» πολέμους, συμβάλλουν στον μαρασμό τους.
Παραδόξως, ο μαρασμός αυτός ακολουθεί τον θρίαμβο των δικαιωμάτων. Πρόσφατα, τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν μεταλλαχθεί, έχουν διευρυνθεί και έχουν μετατραπεί σε μια γλώσσα που αγγίζει όλες τις όψεις της ζωής. Εχουν γίνει κεντρικό συστατικό της ηθικής, της πολιτικής και της υποκειμενικότητας και είναι πανταχού παρόντα. Αλλά το τίμημα είναι βαρύ, γιατί έχουν χάσει τη σαφήνεια και τη βαρύτητά τους.
Για τους φιλελεύθερους, η διεκδίκηση δικαιωμάτων αποτελεί τη βασική μορφή ηθικής δράσης. Η ευθύνη και η αγάπη, η αρετή και το καθήκον, από την άλλη, δεν θεωρούνται κρίσιμοι ηθικοί πόροι, γιατί προέρχονται δήθεν από οπισθοδρομικές κοινότητες και φανατικές θρησκείες. Ταυτόχρονα, η διεκδίκηση και η απόκτηση δικαιωμάτων γίνεται το βασικό εργαλείο και ο κύριος στόχος της πολιτικής. Διεκδικήσεις και ιδεολογικές θέσεις, κλαδικά συμφέροντα και οικουμενικές εκστρατείες εκφράζονται συνήθως στη γλώσσα των ατομικών δικαιωμάτων.
Οταν όμως τα δικαιώματα επιβάλλονται στις κρατικές πολιτικές και τις συλλογικές προτεραιότητες για να προστατευθεί υποτίθεται η ελευθερία του ατόμου, η κοινωνία αρχίζει να διασπάται και να μετατρέπεται σε ένα σύνολο μονάδων που αδιαφορούν για το κοινό καλό. Με αυτό τον τρόπο, η πολιτική αποπολιτικοποιείται, πλήττοντας τόσο την ελευθερία όσο και την ασφάλεια.
Τέλος, τα δικαιώματα έχουν γίνει το κύριο εργαλείο της πολιτικής των ταυτοτήτων. Στις μετανεωτερικές κοινωνίες, το «θέλω Χ» έχει καταστεί συνώνυμο του «έχω δικαίωμα στο Χ» ή «το Χ είναι καλό». Αυτός ο γλωσσικός πληθωρισμός αποδυναμώνει τη σύνδεση των ανθρώπινων δικαιωμάτων με την προστασία σημαντικών αγαθών πέρα από τα συνηθισμένα νομικά δικαιώματα. Ενας Βρετανός υπουργός υποστήριξε πρόσφατα ότι έχουμε το ανθρώπινο δικαίωμα να λειτουργούν καλά οι συσκευές της κουζίνας μας. Ενας Ελληνας, ότι δεν είμαστε κομμουνιστές για να νοιαζόμαστε για τη δυνατότητα των πολιτών να ζεσταίνουν τα σπίτια τους.
Σε αυτή τη λογική, το δικαίωμα να επιλέγουμε το κινητό μας ή τον σχετικό πάροχο είναι πιο σημαντικό από το δικαίωμα να μην κινδυνεύουμε από βασανιστήρια ή να έχουμε φαγητό στο τραπέζι μας. Αυτό όμως δεν έχει καμία σχέση με την παράδοση χειραφέτησης του Διαφωτισμού ή με τη ριζοσπαστική παράδοση αντίστασης, τις δύο μεγάλες παραδόσεις που ενσωματώνονται στα ανθρώπινα δικαιώματα. Οταν κάθε επιθυμία μπορεί να μετατραπεί σε νομικό δικαίωμα, τίποτα δεν διατηρεί την αξιοπρέπεια των δικαιωμάτων.
Κάτι ακόμη. Η ρητορική των δικαιωμάτων έχει γίνει ο εύκολος και απλός τρόπος να περιγραφούν σύνθετες ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις, ένα είδος «γνωσιακής χαρτογράφησης» που είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για την απλοϊκή κάλυψη συνθέτων προβλημάτων. Ας πάρουμε για παράδειγμα την απεργία του διοικητικού προσωπικού των πανεπιστημίων. Οταν παρουσιάζεται σαν μια σύγκρουση ανάμεσα στο δικαίωμα της απεργίας και το δικαίωμα των φοιτητών να παρακολουθήσουν τα μαθήματά τους, τότε ένα πολύπλοκο σύνολο σχέσεων, αξιών, παραδόσεων και συμφερόντων ανάγεται σε έναν απλό υπολογισμό ανάμεσα σε δύο δικαιώματα, ένα από τα οποία πρέπει να κερδίσει, γιατί το άλλο είναι λάθος. Καθώς το πεδίο των δικαιωμάτων επεκτείνεται, ο εγγενώς απόλυτος χαρακτήρας τους κάνει τους ανταγωνιστές αδιάλλακτους και δίνει μια τελείως λανθασμένη εικόνα της πραγματικότητας.
Τέλος, τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν γίνει η τελευταία οικουμενική ιδεολογία. Ενώνουν τον Βορρά με τον Νότο, τους ιμπεριαλιστές της παγκοσμιοποίησης με τους κινηματίες της αντιπαγκοσμιοποίησης, τους φιλελεύθερους του Πρώτου Κόσμου με τους επαναστάτες του Τρίτου. Τα ανθρώπινα δικαιώματα χρησιμοποιούνται από κάποιους ως σύμβολο ή συνώνυμο του φιλελευθερισμού, του καπιταλισμού ή του ατομισμού και από άλλους ως σύμβολο της ανάπτυξης, της κοινωνικής δικαιοσύνης ή της ειρήνης.
Στον Νότο, τα δικαιώματα θεωρούνται πρωτίστως συλλογικά και όχι ατομικά, κοινωνικά και οικονομικά και όχι πολιτικά, συνδέονται περισσότερο με την κοινωνική δικαιοσύνη και λιγότερο με την ελευθερία. Η επικράτηση και οικουμενικότητα των δικαιωμάτων δεν σημαίνει, λοιπόν, ότι οι συγκρούσεις τάξεων και ιδεών τελείωσαν. Το μόνο σίγουρο στον κόσμο μας είναι οι διαρκώς αυξανόμενες ανισότητες ανάμεσα στον Βορρά και τον Νότο, το απύθμενο χάσμα εισοδήματος και ευκαιριών ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους, τα διαρκώς επεκτεινόμενα και αυστηρά αστυνομούμενα τείχη που χωρίζουν τους εύπορους από τους μετανάστες, τους ανέργους και τους ανεπιθύμητους, αυτούς τους θύλακες του Τρίτου Κόσμου μέσα στον Πρώτο.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα εισάγουν την ηθική και την ιδεολογία στο δίκαιο και προσφέρουν μια περιορισμένη νομική υποστήριξη σε ηθικές και πολιτικές διεκδικήσεις. Αλλά επειδή η ηθική δεν είναι μία και το δίκαιο δεν είναι μια απλή άσκηση λογικής, οι ηθικές και πολιτικές συγκρούσεις μπαίνουν στην «αυτοκρατορία» του δικαίου, ενώ οι νομικοί έλεγχοι περιορίζουν την ηθική ευθύνη.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν μόνο παράδοξα, λοιπόν, να προσφέρουν. Αν επιμείνουν στην παράδοση της αντίστασης θα επιβιώσουν. Αν την εγκαταλείψουν, θα χάσουν σταδιακά τον λόγο ύπαρξής τους.
* Καθηγητής της Νομικής, αντιπρύτανης και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Ερευνών στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Πηγή: efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου