(Ένα σχόλιο
με αφορμή ένα πρόσφατο άρθρο του Boaventura de Sousa Santos*)
Μην
τρομάζετε. Στην ιστορία της η Αριστερά ήταν πάντα διχασμένη και
πολυδιασπασμένη. Υπήρξαν εποχές που η πολυδιάσπαση δεν αποτέλεσε εμπόδιο για τη
δημιουργία μεγάλων ανατροπών προς όφελος των καταπιεσμένων.
Αλλά: «Η
αριστερά πάντα διχαζόταν για τα μοντέλα σοσιαλισμού που πρότεινε και για τους
τρόπους υλοποίησης του σοσιαλισμού. Σήμερα διχάζεται για μοντέλα καπιταλισμού»
επισημαίνει ο Boaventura de Sousa Santos.
Το άρθρο
του αφορά κυρίως τις διαφωνίες στην Αριστερά της Ευρώπης και της Λατινικής
Αμερικής στο θέμα της Ανάπτυξης, αλλά και στις διάφορες τάσεις που υπάρχουν
στην ίδια τη Λατινική Αμερική πάνω σε μοντέλα ανάπτυξης, δυστυχώς
καπιταλιστικά.
Έχω να
προσθέσω ότι στην Ευρώπη η Αριστερά μάλιστα διαφωνεί ακόμα και για τους τρόπους
εξόδου του καπιταλισμού από την κρίση του!
Επίσης ενώ
στη Λατινική Αμερική η κυρίαρχη τάση στην Αριστερά υποστηρίζει την περιφερειακή
οικονομική ολοκλήρωση στην UNASUR, την κοινή τράπεζα και το κοινό
λατινοαμερικάνικο νόμισμα, το Ευρώ είναι υπό κατάρρευση.
Ο έξωθεν
παρατηρητής των πολιτικών τοποθετήσεων στην Ευρώπη παθαίνει σύγχυση διότι
βλέπει εκπροσώπους του Γερμανικού κεφαλαίου να θέλουν επιστροφή στο μάρκο, και
ταυτόχρονα ορισμένους ισπανούς νεοαποικιοκράτες που θέλουν πάλι την ισπανική
πεσέτα. Η Λεπέν θέλει αποχώρηση της Γαλλίας από την Ευρωζώνη και παραδόξως το
ίδιο διεκδικούν μανιωδώς αρκετοί κομμουνιστές του Νότου.
Και για να
έρθουμε στην Ελλάδα.
Η αριστερά
στην Ελλάδα διχάζεται για το μοντέλο καπιταλισμού που πρέπει να εφαρμοστεί και
για τους καπιταλιστικούς θεσμούς που χρειαζόμαστε.
Υπάρχει η
αριστερά του Ευρώ και η αριστερά του «εθνικού νομίσματος», υπάρχει η αριστερά
του «Μέσα στην ΕΕ» και η αριστερά του «Έξω από την ΕΕ», υπάρχει η αριστερά που
προσπαθεί να δώσει τη μάχη μέσα στους διεθνείς καπιταλιστικούς σχηματισμούς
ελπίζοντας σε διεθνείς ανατροπές και υπάρχει η αριστερά που επιμένει στο «έθνος-κράτος»,
που πιστεύει στην «Εθνική Ανεξαρτησία και την Παραγωγική Ανάπτυξη».
Μήπως είναι
καιρός να πάψουμε να διαφωνούμε για τα μοντέλα καπιταλισμού και να αρχίσουμε να
διαφωνούμε για την άλλη κοινωνία που ονειρευόμαστε;
Έχει νόημα
τελικά να συζητάμε για το ποια τράπεζα θα τυπώνει νόμισμα; Ποιος ο σκοπός της
ιδιαίτερης αναφοράς στη σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τους
άλλους θεσμούς διακυβέρνησης της ΕΕ;
Μια
ουσιαστικά αντικαπιταλιστική πρόταση, που είναι πραγματικά απελευθερωμένη από
«μοντέλα καπιταλισμού» δεν έχει ανάγκη να θέσει ως «ιδιαίτερο», «ξεχωριστό» και
πιο «σημαντικό» στόχο την σύγκρουση με την ΕΕ. Εκτός αν θέλει να υπονοήσει μια
ανύπαρκτη αντίθεση «Έθνους» και «Ε.Ε», να τονίσει την ανυπόστατη και φανταστική
αντίθεση Ελλάδας και Γερμανίας, λόγου χάρη, ενώ θα έπρεπε να αποκαθηλώσει τις
φανταστικές εθνικές ενότητες.
Αν είναι
«ανόητο» να απαριθμούμε ξεχωριστά έναν-έναν τους καπιταλιστικούς θεσμούς με
τους οποίους πρέπει να συγκρουστούν οι καταπιεσμένοι όλων των εθνών, είναι
μάλλον επικίνδυνο να δίνουμε έμφαση στη σύγκρουση με το «ξένο» κεφάλαιο, τις
«ξένες» επιλογές, τις «ξένες» νομοθεσίες που μας καταπιέζουν. Όπως είναι
αυτονόητο ότι οι εργάτες της Ελλάδας πάντα θα συγκρούονται πχ με την Τράπεζα
της Ελλάδας και τους στόχους της περί «πληθωρισμού», περί «ελλειμμάτων» και
δημοσίου χρέους, έτσι είναι και αυτονόητο ότι οι εργαζόμενοι της Ευρώπης
συγκρούονται με τις αντίστοιχες επιλογές των οργάνων της Ευρωζώνης.
Μήπως στις
καταγγελίες για «λαϊκισμό» όταν προβάλλουμε τα δικαιώματα των καταπιεσμένων
πρέπει να αντιτάξουμε ακόμα περισσότερη «ταξική» πολιτική;
Στις θέσεις
για «επαναδιαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους» η καλύτερη απάντηση δεν είναι το
«δεν υπάρχει φιλολαϊκή λύση μέσα στην Ευρωζώνη» αλλά ίσως κάτι που λέει πάλι ο Boaventura de Sousa Santos:
«(…) να
υποστηρίξουμε ότι η ευτυχία της κοινωνίας εξαρτάται λιγότερο από την ανάπτυξη
και περισσότερο από την κοινωνική δικαιοσύνη και τον περιβαλλοντικό
ορθολογισμό, να βρούμε το θάρρος να
δηλώσουμε ότι ο αγώνας για τη μείωση της φτώχιας είναι μια κοροϊδία για να
συγκαλυφθεί ότι θέλουν να εμποδίσουν τον αγώνα κατά της συγκέντρωσης του
πλούτου.
Και καταλήγει:
«Οι όροι
για πολιτικές παγκόσμιας σύγκλισης είναι απαιτητικοί αλλά δεν είναι ανέφικτοι
και δεν πρέπει να απορρίπτουμε επιλογές με την πρόφαση ότι είναι ανέφικτες
πολιτικές. Το ζήτημα δεν είναι να επιλέξουμε την πολιτική του εφικτού κόντρα
στην πολιτική του ανέφικτου. Το ζήτημα
είναι να ξέρουμε πάντα ποια είναι η αριστερή πλευρά του εφικτού.»
*Ο Boaventura de Sousa Santos είναι κοινωνιολόγος και καθηγητής
Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Κοίμπρα στην Πορτογαλία. Έχει ασχοληθεί πολύ με
τα κινήματα και τους αγώνες της Λατινικής Αμερικής. Τα βιβλία του είναι
ανέκδοτα στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου