της Λίζας Χαρατζή
Μέσα από δήθεν «αντικειμενικές και ουδέτερες» τοποθετήσεις περί «κατανόησης της οργής του κόσμου» αλλά και ταυτόχρονης καταδίκης της οποιασδήποτε έντονης αντίδρασης-από τις διαδηλώσεις που βλάπτουν τον τουρισμό, την οικονομία, το εμπόριο και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς μέχρι την εκτόξευση επικίνδυνων (;), προφανώς, για την υγεία γιαουρτιών και ζαρζαβατικών -, τρομοκρατούν διαρκώς συμβάλλοντας τα μέγιστα στη διαμόρφωση ενός σκηνικού πολέμου. Ενός πολέμου ανάμεσα στο λαό που «καλά κάνει και αγανακτεί» αλλά θα κάνει ακόμη καλύτερα να το βουλώσει και το κράτος, τις αρχές, το κοινοβούλιο, την μη εκλεγμένη κυβέρνηση που το πόση σχέση έχουν με το χαρακτηρισμό «εκπρόσωπος του ελληνικού λαού» μετριέται στις πόσες σειρές αστυνομικών και στο πόσα μέτρα ασφαλείας χρειάζονται για να περπατήσουν μερικά μέτρα στο δρόμο.
Γεννιέται όμως ένα ερώτημα. Ένα ερώτημα που απευθύνεται κυρίως προς τις δυνάμεις της αριστεράς, είτε αυτές που αυτοπροσδιορίζονται ως μέρος του πολιτικού αυτού χώρου είτε αυτές που αυτοπροσδιορίζονται ως μοναδικοί εκπρόσωποι της εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Αλήθεια, έχουν συνειδητοποιήσει σε ποιο σύστημα ζούμε ακόμη όλοι; Έχουν συνειδητοποιήσει ότι ζούμε σε καπιταλισμό;
Η τάξη που ελέγχει τα μέσα παραγωγής ελέγχει και τα μέσα διαμόρφωσης της συνείδησης, έλεγε ο Μαρξ, αφού η συνείδηση διαλεκτικά διαμορφώνεται σε σχέση με την πραγματικότητα. Και έτσι είναι. Η χειραγώγηση, η προσπάθεια αποπροσανατολισμού, η συστηματική απόπειρα κατακερματισμού της σκέψης και της οποιασδήποτε δυνατότητας εξαγωγής συμπερασμάτων αρχίζει μέσα από τα ίδια τα σχολικά βιβλία και συνεχίζεται μέσα από τα υποπροϊόντα πολιτισμού που λάνσαρε και λανσάρει η τηλεόραση, μέσα από την εξαφάνιση του ελεύθερου χρόνου άρα την καλλιέργεια της αναγκαιότητας για «γρήγορο και εύπεπτο» πνευματικό προϊόν.
Τίποτε από αυτά δεν είναι καινούργιο.
Ήταν και είναι βία ο ίδιος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής
Πηγή: inprecor
Κάγκελα, κάγκελα παντού. Αυτή η αποστροφή από το γνωστό τραγούδι είναι, ίσως, το μοναδικό που ερχόταν στο μυαλό κάποιου που βρέθηκε στο κέντρο της Αθήνας την 25η Μαρτίου για να δει το στρατό να παρελαύνει «τρέχοντας», όπως γράφτηκε και σε πολλά άρθρα, υπό τον ασφυκτικό κλοιό αστυνομικών δυνάμεων.
Τι εικόνα αλήθεια! Τι εικόνα θλιβερά τρομακτική!
Μια πόλη άδεια, χωρίς κόσμο. Μια παρέλαση, που θεωρητικώς γίνεται για τον κόσμο, να πραγματοποιείται με μέτρα αντίστοιχα και σκληρότερα της επίσκεψης πχ του Αμερικανού Προέδρου Κλίντον στην Ελλάδα μπροστά σε ένα σιδερόφραχτο κοινοβούλιο.
Εν έτι 2012, το άρωμα αλλοτινών χρόνων και εποχών, αλλά και αλλοτινών πολιτειακών τρόπων και εκτροπών είναι κάτι παραπάνω από έντονο.
Το πώς αυτό το φοβικό κλίμα καλλιεργήθηκε συντονισμένα από τις κραυγές των πραιτωριανών της εξουσίας μέσα από όλα τα συστημικά ΜΜΕ είναι γνωστό και χιλιοειπωμένο.
Μέσα από δήθεν «αντικειμενικές και ουδέτερες» τοποθετήσεις περί «κατανόησης της οργής του κόσμου» αλλά και ταυτόχρονης καταδίκης της οποιασδήποτε έντονης αντίδρασης-από τις διαδηλώσεις που βλάπτουν τον τουρισμό, την οικονομία, το εμπόριο και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς μέχρι την εκτόξευση επικίνδυνων (;), προφανώς, για την υγεία γιαουρτιών και ζαρζαβατικών -, τρομοκρατούν διαρκώς συμβάλλοντας τα μέγιστα στη διαμόρφωση ενός σκηνικού πολέμου. Ενός πολέμου ανάμεσα στο λαό που «καλά κάνει και αγανακτεί» αλλά θα κάνει ακόμη καλύτερα να το βουλώσει και το κράτος, τις αρχές, το κοινοβούλιο, την μη εκλεγμένη κυβέρνηση που το πόση σχέση έχουν με το χαρακτηρισμό «εκπρόσωπος του ελληνικού λαού» μετριέται στις πόσες σειρές αστυνομικών και στο πόσα μέτρα ασφαλείας χρειάζονται για να περπατήσουν μερικά μέτρα στο δρόμο.
Λόγος περί προβοκάτσιας και η αποδοχή της αστικής νοηματοδότησης της βίας
Εκπρόσωποι κομμάτων και κινήσεων της αριστεράς έσπευσαν, πάλι, να καταναλώσουν αρκετή ενέργεια, χρόνο και χαρτί για να στοιχειοθετήσουν την άποψή τους περί προβοκάτσιας, να διαχωρίσουν τη θέση τους, να υπερθεματίσουν υπέρ του οργανωμένου εργατικού λαϊκού κινήματος ακόμη και να διαβεβαιώσουν, κατά περίπτωση, ότι η αριστερά «δεν σχετίζεται με τη βία» ή για το ότι «όταν θα γίνει επανάσταση δεν θα σπάσει ούτε μία βιτρίνα», όπως έχει ειπωθεί κατά καιρούς. Πρόκειται για εκθέσεις ιδεών που ασχέτως των βαρύγδουπων επαναστατικών εκφράσεων, και μόνο από το γεγονός ότι αποδέχονται να συνομιλήσουν για την βία με περιεχόμενο και όρους που θέτει η αστική εξουσία και μάλιστα η συγκεκριμένη που έχει πολλάκις ποδοπατήσει τους ίδιους τους δικούς της κανόνες και όρους, λειτουργούν αποπροσανατολιστικά, απομακρύνουν κάθε διαλεκτική προσέγγιση της έννοιας της βίας και τελικά καταλήγουν σε ιδεαλιστικού τύπου φιλοσοφικές παραβολές, που ουδένα ταξικό περιεχόμενο έχουν.
Το πώς ακριβώς το σύστημα αξιοποιεί τις εκφράσεις αγανάκτησης (γιαουρτώματα κλπ) με αποτέλεσμα σε τελική ανάλυση να λειτουργούν με τρόπο προβοκατόρικο για την επιβολή ακόμη μεγαλύτερης καταστολής είναι αναμφισβήτητο, γνωστό και έχει πολλάκις επιβεβαιωθεί. Όχι μόνο το τελευταίο χρονικό διάστημα αλλά και κατά το παρελθόν, παντού στον κόσμο. Το ότι σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις αγανάκτησης είναι πολύ πιο εύκολο ν’ αναμιχθούν δυνάμεις αντιδραστικές, όπως ακροδεξιές και φασιστικές κινήσεις, και εννοείται και διαφόρων ειδών «υπηρεσίες» (από εκείνες τις γνωστές που είθισται συχνά να φοράνε κουκούλες και να το παίζουν εξαγριωμένοι αντιεξουσιαστές), επίσης είναι γνωστό, και έχει πολλάκις επιβεβαιωθεί και εδώ και σε άλλες χώρες.
Το ότι αυτού του είδους η έκφραση δυσαρέσκειας δεν έχει, τελικά, κανένα απτό θετικό αποτέλεσμα ούτε για το κίνημα, ούτε για όσους την επιλέγουν, πέραν ίσως από τη λύτρωση μιας στιγμιαίας εκτόνωσης, είναι και αυτό γνωστό, πιθανότατα και από όσους την επιλέγουν. Το ότι είναι αναγκαίο σταδιακά η οργή αυτή να γίνει συνειδητή, οργανωμένη δράση στο πλαίσιο του λαϊκού, εργατικού κινήματος είναι προφανές. Πολλά άρθρα και αναλύσεις έχουν γραφτεί για όλα αυτά. Δεν θα είχε νόημα να γραφτεί κάτι ακόμη.
Βία είναι η καπιταλιστική καθημερινότητά μας
Η τάξη που ελέγχει τα μέσα παραγωγής ελέγχει και τα μέσα διαμόρφωσης της συνείδησης, έλεγε ο Μαρξ, αφού η συνείδηση διαλεκτικά διαμορφώνεται σε σχέση με την πραγματικότητα. Και έτσι είναι. Η χειραγώγηση, η προσπάθεια αποπροσανατολισμού, η συστηματική απόπειρα κατακερματισμού της σκέψης και της οποιασδήποτε δυνατότητας εξαγωγής συμπερασμάτων αρχίζει μέσα από τα ίδια τα σχολικά βιβλία και συνεχίζεται μέσα από τα υποπροϊόντα πολιτισμού που λάνσαρε και λανσάρει η τηλεόραση, μέσα από την εξαφάνιση του ελεύθερου χρόνου άρα την καλλιέργεια της αναγκαιότητας για «γρήγορο και εύπεπτο» πνευματικό προϊόν.
Τίποτε από αυτά δεν είναι καινούργιο.
Αυτά, από μόνα τους, είναι βία. Είναι βία η προβολή του απόλυτου ευτελισμού της προσωπικότητας σε μοναδικό μέσο επιτυχίας. Είναι βία η συνεχόμενη προβολή κενών τηλεοπτικών περσόνων ως επιτυχημένων μέσα σε τόνους χρυσόσκονης όταν, ακόμη και σε ημέρες ευημερίας, το πρόβλημα της μέσης ελληνικής οικογένειας δεν ήταν σε ποιο σαλέ θα περάσει το Σαββατοκύριακο. Είναι βία, ακόμη και τώρα που η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας συνθλίβεται, από άμβωνος να δίνονται μαθήματα από διάφορους δήθεν ειδικούς για το πόσο φταίει ο Έλληνας, πόσο «πικρό αλλά αναγκαίο» είναι το «φάρμακο» της εξαθλίωσής του, της μετατροπής του σε δούλο, της πείνας των παιδιών του.
Ήταν και είναι βία ο ίδιος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής
Μέσα σε αυτόν μαθαίνουμε όλοι ότι για να βγάλουμε μεροκάματο πρέπει να γίνουμε αντικείμενο εκμετάλλευσης. Πρέπει να αφήσουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας, να αποξενωθούμε από αυτό που οι ίδιοι παράγουμε. Για να βγάλουμε κάτι παραπάνω πρέπει να γίνουμε οι ίδιοι αντικείμενο μεγαλύτερης εκμετάλλευσης ή να εκμεταλλευτούμε κάποιον. Βία είναι το ότι όλοι γνωρίζουμε ότι για να πάρουμε προαγωγή θα πρέπει να αφήσουμε λίγο άκρη την αξιοπρέπειά μας και να «γλείψουμε» λίγο τα αφεντικά μας. Βία είναι το ότι μαθαίνουμε να αντιμετωπίζουμε με βδελυρό δέος –που βαφτίζεται δήθεν σεβασμός- τους από πάνω και με ανηλεή σκληρότητα –που βαφτίζεται εμπειρία που πρέπει να μεταβιβαστεί για «να μάθουν όπως έμαθα και εγώ»- τους από κάτω στην ιεραρχία της δουλειάς μας.
Βία είναι ότι για να «πετύχουμε», μαθαίνουμε ότι πρέπει να εξειδικευόμαστε τόσο πολύ, που γινόμαστε πλέον ευφυϊες στον τομέα μας και ηλίθιοι σε όλα τα άλλα. Βία είναι που, ακόμη και σε καλούς καιρούς όταν δεν χρειαζόταν να δουλεύουμε ή να ψάχνουμε για δουλειά ώρες ολόκληρες την ημέρα για να επιβιώσουμε, δεν είχαμε καν χρόνο για να σκεφτούμε, να πάρουμε ανάσα, να ρίξουμε μια ματιά στο μέσα μας, να αναλογιστούμε τι θα θέλαμε πραγματικά να κάνουμε στη ζωή μας, με τι άλλο θα θέλαμε να καταπιαστούμε για να γίνουμε ευτυχισμένοι, πώς θα θέλαμε να είμαστε σαν γυναίκες, σαν άντρες, σαν πατεράδες, σαν μανάδες, σαν παιδιά, σαν φίλοι, σαν πολίτες, σαν εργαζόμενοι, σαν ο,τιδήποτε.
Βία είναι ότι δεν είχαμε, και δεν έχουμε, καν το χρόνο να προβληματιστούμε για το γιατί αναγκαζόμαστε να υφιστάμεθα τόσους πολλούς διαχωρισμούς, από το διαχωρισμό μας από αυτό που παράγουμε μέχρι το διαχωρισμό μας σε πολίτες και εργαζόμενους σαν να είμαστε δύο διαφορετικά πρόσωπα.
Βία, λοιπόν είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός. Με τη βία επιβλήθηκε, στο αίμα και στον ιδρώτα όλων μας, των εργαζομένων, θεμελιώνεται, στην αποξένωση όλων διαιωνίζεται. Αν αυτό είναι κατανοητό, είναι απορίας άξιον πώς είναι δυνατόν να περιμένει κανείς από κάποιον που μεγάλωσε ακριβώς μέσα και με αυτόν τον τρόπο παραγωγής, που, σε μεγάλο βαθμό, δεν τον αμφισβήτησε ποτέ αλλά αντίθετα τον ενστερνίστηκε ως μονόδρομο, που έχει δεχτεί όλη αυτήν την βία με όλες τις προαναφερόμενες μορφές, να αντιδράσει χωρίς βία στην απότομη και απόλυτη υπαρξιακή εξαφάνιση που υφίσταται από όλες τις ιδιότητές του (ως εργαζόμενος, ως πολίτης, ως καταναλωτής, ως ο,τιδήποτε είχε μάθει να βλέπει τον εαυτό του).
Είναι, με άλλα λόγια, μάλλον αναμενόμενο ότι η αντίδρασή του θα είναι κατακερματισμένη, ανερμάτιστη, τυφλή, περιορισμένη, εκτονωτική, ατομικιστική, αδιέξοδη και ανέξοδη και εύκολα χειραγωγούμενη. Θα είναι αντίστοιχη της πραγματικότητάς του ή αυτού που εκλαμβάνει ως πραγματικότητα.
Αποστειρωμένη «συνενοχή»
Και αν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, που ουδέποτε ανέλυσαν ή αμφισβήτησαν τον καπιταλισμό, δεν μπορούν -και κυρίως δεν θέλουν- να καταλάβουν, είναι απορίας άξιο γιατί το ίδιο συμβαίνει και με τις περισσότερες δυνάμεις της αριστεράς που σπεύδουν να «φτύσουν στον κόρφο τους» απέναντι στις εκδηλώσεις βίας, ασχέτως, επαναλαμβάνουμε, της πολιτικής τους χρησιμότητας και του πώς τις αξιοποιεί το ίδιο το σύστημα. Τόσο αποξενωμένες είναι και οι ίδιες από αυτό που υποτίθεται ότι είναι το κέντρο του ενδιαφέροντός τους, ο άνθρωπος; Τόσο μακριά είναι από την καθημερινότητα του καπιταλισμού και του πώς αυτός αποτυπώνεται σε όλους μας;
Θέτοντας τα δικά τους «κάγκελα και φράχτες» απέναντι σε ερμηνεύσιμες, ασχέτως αν συμφωνεί κανείς με αυτές, ανθρώπινες εκδηλώσεις απελπισίας και οργής, τις οποίες μάλιστα τσουβαλιάζουν με τα οργανωμένα σχέδια άλλων κέντρων και κύκλων, οι δυνάμεις της αριστεράς, τελικά, δεν καταφέρνουν να προσεγγίσουν το αναμενόμενο αυτό φαινόμενο, να το εξηγήσουν και με την οργανωμένη τους παρουσία να παίξουν το ρόλο τους, δηλαδή να το μετατρέψουν σε γόνιμη ώριμη στοχευμένη πάλη. Με την στάση του «απεταξάμην» τι πετυχαίνουν εκτός από το να στέλνουν την αγανάκτηση αυτή στην αγκαλιά των κέντρων που καταγγέλουν, να αποποιούνται, ουσιαστικά, το ρόλο και το λόγο της ύπαρξής τους και τελικά να διαμορφώνουν μια απεχθή εικόνα για την επαναστατική προοπτική, στην οποία θα συμμετέχουν μόνο αποστειρωμένοι, απόλυτα συνειδητοποιημένοι, ξεκάθαροι, αλώβητοι απέναντι σε ανθρώπινες αδυναμίες, όπως πχ το συναίσθημα της οργής και το θόλωμα του νου μπροστά στην απελπισία, ..μη-άνθρωποι;
Πηγή: inprecor
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου