Συνέντευξη στους Αλεξάντερ Μπάρκερ και Άλεξ Νίβεν, με
αφορμή το νέο του βιβλίο, με τίτλο «Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο»
Σε όλη τη διάρκεια μιας καριέρας που μετράει αρκετές
δεκαετίες ο Terry Eagleton έχει υπάρξει οργανικό κομμάτι της βρετανικής
διανόησης. Γεννημένος και μεγαλωμένος στο Σάλφορντ του Μάντσεστερ, από γονείς μετανάστες
ιρλανδούς και μέλη της εργατικής τάξης, ο Ήγκλετον κέρδισε μια υποτροφία για το
Cambridge, όπου σπούδασε αγγλική λογοτεχνία υπό την επίβλεψη του Raymond
Williams. Ως ακαδημαϊκός, στο Cambridge και αργότερα στην Οξφόρδη, έγινε
γνωστός για τις μαρξιστικές του προσεγγίσεις στην αγγλική λογοτεχνία και για
την υπεράσπιση της ηπειρωτικής φιλοσοφίας, σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ήταν
σχεδόν αδιανόητο. Το βιβλίο του Θεωρία της Λογοτεχνίας (1983) έγινε το
κλασικό «αλφαβητάρι» για το θέμα και στα χρόνια που ακολούθησαν ο Ήγκλετον
συνέχισε να προσφέρει θεωρητικές αναλύσεις για μια σειρά από θέματα, από την
προσωδία ως το μεταμοντερνισμό, με μια κριτική φωνή που είναι εξ ορισμού
προκλητική, εκλαϊκευτική και ευρυμαθής. Το πρόσφατο βιβλίο του Ήγκλετον, με τίτλο
Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο, επιδιώκει να συνοψίσει και να εκσυγχρονίσει τις
μαρξιστικές αρχές στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και σε ένα
κλίμα διογκούμενου αντικαπιταλισμού.
Λοιπόν; γιατί είχε δίκιο ο Μαρξ;
Λοιπόν; γιατί είχε δίκιο ο Μαρξ;
Κάποιος με ρώτησε εχθές το βράδυ σε μια ομιλία, και ανέφερα την Ελλάδα. Είναι πολύ ειρωνικό το γεγονός πως, εν μέσω μιας εποχής τεράστιας παραγωγής πλούτου, βλέπουμε ανθρώπους να ψάχνουν σε κάδους απορριμμάτων για φαγητό. Αυτό είναι το είδος της αντίφασης, νομίζω, για το οποίο μιλούσε ο Μαρξ. Ανέφερα επίσης το πόσο ο Μαρξ θαύμαζε τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός συσσώρευσε τόσο πλούτο σε τόσο σύντομο διάστημα -υλικό, πνευματικό, πολιτισμικό-, ενώ δεν θα μπορούσε να το κάνει αυτό χωρίς την αντίφαση του να γεννά ανισότητα την ίδια στιγμή. Σήμερα βλέπουμε στην Ελλάδα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντίφασης. Λοιπόν, αυτό είναι το είδος του παραδείγματος που θα επικαλούμουν για να δείξω την επικαιρότητα του Μαρξ. Ακόμα και εντός του αντικαπιταλιστικού κινήματος, ο Μαρξ δεν είναι πλειοψηφική παρουσία. Πρέπει να το πούμε αυτό. Αυτό οφείλεται μερικώς στην απαξίωση του μαρξισμού λόγω του σταλινισμού, από την οποία η μαρξιστική αριστερά θα κάνει καιρό να συνέλθει. Όμως, εγώ δεν ενδιαφέρομαι τόσο για το αν οι άνθρωποι θα κολλήσουν την ταμπέλα «μαρξιστής» στον εαυτό τους, εφόσον υιοθετούν μια κριτική στάση σε σχέση με την παρούσα κατάσταση. Δεν έχει σημασία πώς αυτοαποκαλούνται.
Θεωρείτε πως σ΄ αυτό το σημείο της ιστορίας οι όροι «μαρξισμός», «κομμουνισμός», «σοσιαλισμός» «αριστερισμός» είναι βασικά εναλλάξιμοι; Θα επιμένατε σε κάθετους διαχωρισμούς;
Όχι. Κατά μία έννοια, αυτό που είπα υπονοεί πως δεν είναι. Μπορείς να είσαι ένα καλός αριστεριστής και στοχαστής του αντικαπιταλιστικού κινήματος χωρίς να χρωστάς πολλά στο μαρξισμό. Δεν θα επένδυα πάρα πολλά στην αναγκαιότητα να είναι ο Μαρξ σωστός, αν και είναι αληθές, υποθέτω, πως ο μαρξισμός έχει υπάρξει το βασικό ρεύμα στην αντικαπιταλιστική κριτική εντός της αριστεράς. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ο δραματικός τρόπος με τον οποίο έχει αλλάξει η κατάσταση, για παράδειγμα απ’ την αλλαγή της Χιλιετίας. Στο γύρισμα της Χιλιετίας υποτίθεται πως η ιστορία είχε τελειώσει. Ο καπιταλισμός ήταν καλά εδραιωμένος, σίγουρος για τον εαυτό του και αλαζονικός. Και έπειτα, απ την πτώση του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου και δώθε, έχει υπάρξει ο επονομαζόμενος «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία», η τεράστια καπιταλιστική κρίση, η Αραβική Άνοιξη, κοινωνίες σαν την Ελλάδα παραπαίουν στο όριο της ριζικής αλλαγής, η πλειοψηφία της αμερικανικής νεολαίας δηλώνει πως προτιμά το σοσιαλισμό απ τον καπιταλισμό. Κανείς δεν θα μπορούσε να τα έχει προβλέψει αυτά πριν από 10 χρόνια. Νομίζω, λοιπόν, πως αυτό που έκανε ξανά επίκαιρο το μαρξισμό ή τουλάχιστον το σοσιαλισμό, είναι, φυσικά, η καπιταλιστική κρίση. Δεν είναι επειδή οι άνθρωποι ξεκίνησαν ξαφνικά να διαβάζουν Μαρξ ή επειδή μια καινούρια γενιά αριστερών έχει αναδυθεί. Είναι η κρίση που κάνει πάντα ένα σύστημα ορατό, που κάνει πάντα τα όριά του ορατά -και στα συστήματα, συνήθως αυτό δεν αρέσει. Επομένως, οι άνθρωποι μπορούν να αρχίσουν να τα βλέπουν με μια άλλη οπτική, κριτικά.
Μιλήσατε για το γεγονός πως ο Μαρξ δεν θεωρούσε πως μια επανάσταση έπρεπε να είναι κατ’ ανάγκη βίαιη. Αισθάνεστε πως αυτό που συμβαίνει τώρα ως απάντηση στην κρίση και τα επακόλουθά της είναι η αρχή μιας επανάστασης με το νόημα που της έδινε;
Πιστεύω πως ίσως να είναι λιγάκι βιαστικό να πει
κανείς κάτι τέτοιο. Νομίζω πως θά’ θελα να περιμένω να δω. Οι
σοσιαλιστές, παραδοσιακά, μιλούσαν για προ-επαναστατικές καταστάσεις. Δεν είμαι
σίγουρος αν θα την χαρακτήριζα ως τέτοια. Επίσης, ο Μαρξ ήταν ενάντια στις
προβλέψεις και όσες προβλέψεις έκανε ήταν σχεδόν όλες λανθασμένες. Θα
έλεγα πως είναι πάντα βεβιασμένο το να υπερεκτιμούμε την πτώση της ισχύος του
συστήματος. Έχουν πιο πολλά τανκς απ’ ότι εμείς! Από την άλλη, ο καπιταλισμός,
όπως και κάθε άλλο πολιτικό σύστημα, δεν μπορεί να δουλέψει πραγματικά χωρίς
έναν δεδομένο βαθμό συναίνεσης. Δεν χρειάζεται οι άνθρωποι να είναι υπέρ του,
αλλά χρειάζεται να είναι τουλάχιστον παθητικά συναινετικοί. Η κατάσταση στην
Ελλάδα δεν είναι τώρα τέτοια, αυτό που επικρατεί στην Ελλάδα είναι η ωμή οργή
ανθρώπων που δεν είναι με κανέναν τρόπο εκ φύσεως ριζοσπάστες. Και δεν είναι
εκτός συζήτησης – δεν το ξέρουμε- το αν αυτή η διάθεση θα μπορούσε να εξαπλωθεί
στην Ευρώπη. Οι άνθρωποι, κατά τη γνώμη μου, καταλήγουν σε μια ριζοσπαστική
εναλλακτική μόνο όταν πιστεύουν πως το υπάρχον σύστημα είναι φθαρμένο σε σημείο
που δεν επιδέχεται διόρθωση. Εφόσον νομίζουν πως θα τους αποφέρει κάποια
πενιχρά οφέλη, είναι πιθανό να επαναπαυθούν, γιατί οι κίνδυνοι και οι ασάφειες
της αλλαγής είναι τέτοιοι που πτοούν τους ανθρώπους. Αν αποδειχθεί όμως ότι το
σύστημα δεν μπορεί να παράσχει τα βασικά στους ανθρώπους -γιατί το
να ψάχνει ένα ολόκληρο έθνος στους σκουπιδοτενεκέδες είναι αδιανόητο- δεν
υπάρχει λόγος γιατί οι άνθρωποι να μην εξετάσουν μια εναλλακτική λύση.
Λέτε
κάπου, νομίζω πως είναι στο The Gatekeeper (2002), στην αυτοβιογραφία
σας, πως είναι μεγάλη παρηγοριά για εσάς που αποφύγατε την κλασική πορεία από
ριζοσπάστης νέος να γίνετε ένας γέρος Συντηρητικός. Έχει υπάρξει όμως μια
κάποια μετακίνηση προς την ενασχόληση με μεταφυσικά θέματα στο πρόσφατο έργο
σας, πιστεύω: τραγωδία, το κακό, η θρησκεία, η αγάπη, ο θάνατος. Έχετε
συνείδηση αυτής της στροφής;`
Ως προς την αποφυγή του κλισέ του οργισμένου νέου που
γίνεται χολερικός, αντιδραστικός, υποθέτω πως ένας λόγος που δεν το’ χω κάνει
είναι επειδή, όπως υποστηρίζω στο βιβλίο για τον Μαρξ, ο λόγος που οι άνθρωποι
σταμάτησαν να είναι αριστεροί τις τελευταίες δεκαετίες δεν ήταν απαραιτήτως
επειδή άλλαξαν οι απόψεις τους για το σύστημα, αλλά επειδή θεώρησαν πολύ
δύσκολο να το ανατρέψουν. Υπήρχε απογοήτευση ως προς τις εναλλακτικές του
νεοφιλελευθερισμού στα αχαλίνωτα χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης, της Θάτσερ, του
Ρέιγκαν –του καουμπόι του καπιταλισμού. Απλά, δεν φαινόταν να υπάρχει
εφικτός τρόπος να αλλάξεις το σύστημα. Αυτό είναι καταθλιπτικό με μια έννοια,
αλλά ενθαρρυντικό με μια άλλη. Δεν είναι πως οι άνθρωποι έβγαλαν το καπέλο στο
σύστημα επειδή πίστεψαν ότι ήταν υπέροχο (εκτός από έναν από τους πιο
ριζοσπάστες μαρξιστές φοιτητές που είχα ποτέ, ο οποίος έγινε χρηματιστής γιατί
πείστηκε πως ο καπιταλισμός ήταν το καλύτερο πράγμα που συνέβη μετά τον Μιχαήλ
Άγγελο). Έτσι, αυτός ήταν ο λόγος που δεν άλλαξα απόψεις, όπως έκαναν
πολλοί άνθρωποι.
Υποθέτω πως ένα από τα πλεονεκτήματα της ύφεσης της
αριστεράς, περιέργως, είναι πως σου δίνει χρόνο να σκεφτείς για την πολιτική
και να μην τη φετιχοποιείς. Η πολιτική δεν είναι τα πάντα και το τέλος των
πάντων. Ποτέ δεν πίστεψα πραγματικά πως ήταν, αλλά όταν η αριστερά είναι σε
φάση υπεροχής είναι δύσκολο να μην το πιστεύεις. Έτσι, υπάρχουν περιέργως οφέλη
απ’ αυτή την κατάσταση, διότι μπορείς να ξεκινήσεις να ασχολείσαι με ιδέες ή να
σκέφτεσαι το ζήτημα, και υποθέτω πως εν μέρει αυτό είναι που έκανα: το να μην
εγκαταλείπεις την πολιτική, αλλά να προσπαθείς να της προσδώσεις βάθος, και
επίσης, κάνοντας αυτό να σπας την Αγία Τριάδα της τάξης, της φυλής και του
φύλου. Όσο ζωτικά θέματα κι αν είναι αυτά, έχουν γίνει οι ράγες πάντως στις
οποίες κινείται η πολιτισμική αριστερά.
Θεωρείτε
λοιπόν πως μπορεί να υπάρχουν δυνατότητες μιας συμμαχίας ανάμεσα στη θρησκεία
και την αριστερή πολιτική;
Με μια έννοια, θα μπορούσατε σχεδόν να πείτε πως αυτό
έχει υπάρξει το θέμα της διανοητικής μου καριέρας. Δεν είναι προφανές σε μένα ή
σε οποιονδήποτε άλλο το ζήτημα. Αλλά, φυσικά, ξεκίνησα, όταν ήμουν στο
Cambridge, σαν αριστερός καθολικός, στις μεθυστικές μέρες της Δεύτερης
Βατικανής Συνόδου. Υποθέτω πως θα μπορούσε κανείς να πει πως ο «πολιτικός
χριστιανισμός» έχει υπάρξει ένα είδος υπό-ρεύματος μέσα στο έργο μου. Τώρα
έρχεται στην επιφάνεια, ενώ υπήρχαν εποχές, ειδικά σε αυτή που θα αποκαλούσα
αλτουσσεριανή μου φάση, στην οποία αυτό δεν ήταν τόσο προφανές.
Πολλοί
άνθρωποι θα έβλεπαν μια αντίφαση ανάμεσα στον μαρξισμό και τον καθολικισμό, για
παράδειγμα…
Κοιτάξτε, δεν είμαι σίγουρος πως θα μιλούσα για
τον ρωμαιοκαθολικό εαυτό μου. Ανατράφηκα εντός αυτής της κουλτούρας, και είναι
πράγματι μια κουλτούρα -αυτό είναι ένα από τα ελκυστικά πράγματα σχετικά
με αυτή. Ξέρετε, συναντάς έναν καθολικό απ τον Κορέα ή από αλλού, και έχετε
πάρα πολλά κοινά. Είναι σαν να’ σαι εβραίος, μ’ αυτή την έννοια. Δεν έχω
σχέση με το Βατικανό κι αυτού του είδους τα πράγματα. Υποθέτω όμως πως είναι
ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό ρεύμα που με ενδιαφέρει, όπως και οι πολιτικές του
συνέπειες. Και προφανώς έχει έρθει στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια. Αν
σκεφτεί κανείς τον αριθμό αγνωστικιστών και ντεϊστών αριστερών, απ’ τον Agamben
και τον Zizek μέχρι τον Habermas και τον Badiou, οι οποίοι εγείρουν θεολογικά
ζητήματα, είναι σε μεγάλο βαθμό κομμάτι του πνεύματος της εποχής.
Πόσο
σημαντική είναι για σας η Ιρλανδία; Επειδή προφανώς μεγαλώσατε στο Μάντσεστερ,
είναι το ενδιαφέρον σαν για την «ιρλανδικότητα» η παρόρμηση ενός εξόριστου;
Βασικά, δεν το γνωρίζω. Έγραψα πολλά για την Ιρλανδία
τη δεκαετία του 1990. Έγραψα μια τριλογία βιβλίων για την ιρλανδική ιστορία,
κουλτούρα και λογοτεχνία και από τότε απομακρύνθηκα διανοητικά από την
Ιρλανδία. Ακόμα ζω εκεί, απλά δεν έχω γράψει πολλά γι’ αυτήν από τότε. Με
εξαίρεση το ότι μόλις έγραψα μια εκτεταμένη κριτική για την London Review
of Books, σχετικά με ένα μυθιστόρημα που αφορά την ιρλανδικότητα, στην
οποία παρατηρώ το πώς οι Ιρλανδοί τοποθετήθηκαν σ’ αυτή τη γη κατά τρόπον ώστε
οι άλλοι άνθρωποι να έχουν ρομαντικά αισθήματα γι’ αυτούς. Ένα πράγμα που
εκτιμώ στην Ιρλανδία, το οποίο επίσης αναφέρω στην Επιθεώρηση, είναι πως το
βασικό μας εξαγωγικό προϊόν παραμένει ο πολιτισμός, σε όλο του το φάσμα,
από τον Μπόνο ως τον Heaney και τον Friel, και αυτό είναι καλό. Το
εκτιμώ αρκετά αυτό. Το να ζεις όμως σε ένα μικρό, ξακουστό νησί έχει και
τα αρνητικά του, ακόμα περισσότερο αν είσαι ημι-ξένος, όπως είμαι εγώ. Πρέπει
να είσαι προσεκτικός μερικές φορές. Δεν ξέρω. Υποθέτω πως πάντα ήξερα την Ιρλανδία
υπερβολικά καλά για να τρέφω ρομαντικά αισθήματα γι αυτήν.
Και τι
συμβαίνει με την «αγγλικότητά» σας; Υπάρχει μεγάλη συζήτηση γι αυτήν αυτό τον
καιρό.
Ναι. Με πολλούς τρόπους αισθάνομαι άγγλος. Μερικές
φορές στους ανθρώπους που με ρωτούν τι είμαι, εθνικά, λέω πως δεν με αφορά, κι
ότι αυτό είναι ένα προνόμιο. Το τι είσαι εθνοτικά ή εθνικά έχει σημασία μόνο αν
είσαι καταπιεσμένος, αν κάποιος το χρησιμοποιεί εναντίον σου για να σε
κάνει να αισθανθείς άσχημα με αυτό. Λοιπόν, αυτή δεν είναι η περίπτωσή μου,
οπότε δεν έχει μεγάλη σημασία.
Ποιες
είναι οι απόψεις σας για την υπάρχουσα κατάσταση του ακαδημαϊκού κόσμου; Τον
έχετε δει να εξελίσσεται μέσα στα χρόνια.
Οι περισσότεροι άνθρωποι που ξέρω στον ακαδημαϊκό χώρο
θέλουν να φύγουν. Αυτό είναι μια αρκετά καινούρια κατάσταση. Ποτέ δεν το’ χω
ξανασυναντήσει στο παρελθόν. Όταν έφτασα στο Oxbridge, στην
τρυφερή ηλικία των 18, ήταν σε συντριπτικό βαθμό ανώτερης τάξης και
πολύ ελιτίστικο, και πέρασα πολύ δύσκολα εκεί. Σαν tutor στην Οξφόρδη
μέσα στα χρόνια είδα όλο αυτό το κλίμα -τουλάχιστον επιφανειακά- να
διαφοροποιείται. Ξέρετε, μέλη του Κολλεγίου Eton με κόκκαλα στις μύτες
τους και μέλη του Κολλεγίου Winchester να τραβάνε με επιτήδευση τα
φωνήεντα, ταλαιπωρώντας τα τζιν και την προφορά τους. Τουλάχιστον, όμως, εκείνα
τα χρόνια το νεομανατζερίστικο ήθος δεν είχε ασκήσει τη γλοιώδη του επιρροή,
τόσο πολύ, στα πανεπιστήμια. Ο νεομανατζερισμός είναι απολύτως ειδεχθής.
Εννοώ, έφερε το τέλος μιας παράδοσης τουλάχιστον διακοσίων ετών, του
πανεπιστημίου σαν κέντρου κριτικής, σε μια κοινωνία που κατά τα άλλα είναι
αρκετά δύσκολο να συναντήσεις κριτική. Αυτή είναι μια σημαντική ιστορική
εξέλιξη, και είμαι πολύ χαρούμενος, μιλώντας προσωπικά, που συμπίπτει με την
αποχώρησή μου. Όπου κι αν πάω, απ το Περού ως την Αυστραλία οι άνθρωποι είναι
πολύ δυσαρεστημένοι με αυτό που πιθανώς κάποτε ήταν -ξέρετε- «η καλύτερη
περίοδος της ζωής ενός ανθρώπου».
Ποια είναι η άποψή σας για
την τρέχουσα λογοτεχνική κριτική; Ήσασταν ο ίδιος ένα επεισόδιο στην ιστορία
της λογοτεχνικής κριτικής , ένα είδος μεταβατικής φάσης απ τη σχολή του Leavy
στην σημερινή κατάσταση…
Πρόκειται να εκδοθεί ένα βιβλίο μου με τον τετριμμένο
τίτλο Πως να σπουδάσετε λογοτεχνία, γιατί φοβάμαι πως η λογοτεχνική κριτική,
τουλάχιστον όπως την γνώριζα και τη δίδασκα, είναι πια ένα φάντασμα. Αυτό
σημαίνει πως όλα τα πράγματα που διδασκόμουν στο Cambridge —προσεκτική
ανάλυση της γλώσσας, ανταπόκριση στην λογοτεχνική μορφή, μια αίσθηση ηθικής
σοβαρότητας (όλα αυτά, βέβαια μπορούσαν να έχουν και αρνητικά παρεπόμενα), δεν
διδάσκονται πια. Κάπου στην πορεία, αυτή η ευαισθησία για τη γλώσσα, την οποία
εκτιμώ απεριόριστα, χάθηκε. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει αμέσως αυτό, γιατί
είχα ανέβει τα κλιμάκια της ακαδημαϊκής κοινότητας και δεν ήμουν αρκετά κοντά
στην πραγματικότητα του προπτυχιακού επιπέδου, ώστε να το γνωρίζω. Όταν όμως
πήγα στο Μάντσεστερ, με απώθησε ο τρόπος που οι άνθρωποι μπορούσαν να’ ναι πολύ
έξυπνοι σχετικά με τα συμφραζόμενα ενός ποιήματος, αλλά δεν είχαν ιδέα πώς να
μιλήσουν γι’ αυτό ως ποίημα. Ακόμα και αν κάποιος το έκανε αυτό με άσχημο τρόπο
ή με αδιαφορία, ήταν παρόλα αυτά κάτι που κάναμε αυτόματα στις μέρες μου. Αυτό
το βιβλίο, που εκδίδεται την επόμενη χρονιά, είναι πραγματικά μια προσπάθεια να
φέρει ξανά στην επικαιρότητα τη λογοτεχνική κριτική όπως την βλέπω εγώ. Και να
μιλήσει για ζητήματα όπως η αξία, τι είναι καλό, τι κακό, για τη μορφή, το
θέμα, τη γλώσσα, τη φαντασία κλπ.
Δεν είναι ακριβώς μια στροφή
180 μοιρών, αλλά ορισμένοι άνθρωποι θα σας έβλεπαν σαν έναν από τους υπευθύνους
για την πορεία απομάκρυνσης από την παραδοσιακή λογοτεχνική κριτική, πορεία που
ξεκίνησε στο τέλος του περασμένου αιώνα. Έχει ενδιαφέρον ότι αυτή η συμμαχία
ανάμεσα στην παλιά παράδοση του Cambridge και την πολιτική κριτική του τέλους
του 20ου αιώνα φαίνεται να βρίσκεται σε παραλληλία με την νέα συμμαχία ανάμεσα
στη θρησκεία και την αριστερά για την οποία μιλήσατε νωρίτερα. Έτσι, κάποιος
σαν τον Geoffrey Hill (καθηγητής ποίησης στην Οξφόρδη) θα συμφωνούσε με
πολλά από αυτά που λέτε, αλλά είναι αγγλικανός Συντηρητικός.
Βεβαίως. Αυτό σημαίνει το να κάνεις το δύσκολο εύκολο.
Πρέπει να αποδεχθούμε πως κάποιες απ τις θέσεις μας μπορούν να συμπίπτουν με
αυτές των αντιπάλων μας, και αυτό είναι μερικές φορές μια κοινή βάση..
Φαίνεται
όμως πως υπάρχει μεγάλη κοινή βάση, πιθανώς, αυτή τη στιγμή, σχετικά με τα
αγγλικά.
Οποιοσδήποτε, όποια κι αν είναι η θέση του, που να
υποστηρίζει κάποιου είδους επιστροφή στην ευαισθησία για την γλώσσα, έχει την
υποστήριξή μου ως προς αυτό. Μπορώ να καταλάβω το επιχείρημά σας πως
είναι πιθανώς ειρωνικό πως κάποιος σαν κι εμένα που εν μέρει ξεκίνησε την
υψηλή θεωρία σ αυτή τη χώρα να θρηνεί μετά για την απώλεια της παράδοσης της
προσεκτικής ανάγνωσης, αλλά, όπως είπα και πριν, δεν νομίζω πως πρόκειται γι’
αυτή την περίπτωση. Πιστεύω πως σχεδόν με ομοιόμορφο τρόπο σε όλο το φάσμα οι
μεγάλοι θεωρητικοί ήταν πολύ προσεκτικοί αναγνώστες, απ τον Hartmann τον
Jameson, την Kristeva, τον Derrida, ο οποίος για κάποιους ανθρώπους παραήταν
προσεκτικός αναγνώστης. Έτσι, θεωρώ πως στην πραγματικότητα αυτή είναι μια
λανθασμένη αντιπαράθεση. Δεν πιστεύω πως αυτός είναι ο λόγος. Πιστεύω πως η
αιτία έγκειται πολύ περισσότερο στα ΜΜΕ, τον μεταμοντερνισμό, τις αλλαγές
συνολικά στην κουλτούρα, το status του γραπτού κειμένου κλπ.
Φυσικά, αυτό που μοιραζόμαστε με κάποιον σαν τον Hill είναι αρκετά
τυπικό: μια συμφωνία για έναν ορισμένο διαδικαστικό τρόπο να διαβάζεις. Μετά
όμως ξεκινούν όλες οι διαφορές, όλες οι διαφορές για το νόημά του, τη θέση του
εντός μια ορισμένης κουλτούρας.
Και ποια
θα λέγατε πως είναι η θέση της λογοτεχνίας; Ποια είναι η αξία της κουλτούρας;
Έχουν γίνει προσπάθειες να γίνει η κουλτούρα
υποκατάστατο της θρησκείας. Ο μοντερνισμός είναι σπαρμένος με αποτυχημένους
υποψηφίους, υποκατάστατα για την θρησκεία. Η κουλτούρα έχει, μάλιστα,
υπάρξει πιο επιτυχημένη από πολλά από αυτά. Κατά την άποψή μου, κανένα
συμβολικό σύστημα δεν έχει την ισχύ, τη διάχυση, το βάθος της θρησκείας.
Ό,τι και να πιστεύει κανείς για τη θρησκεία, θεωρώ πως αυτό είναι δεδομένο. Όχι
πάντοτε ένα δεδομένο που μπορείς να το υπερασπίζεσαι με κάθε τρόπο, αλλά θεωρώ
πως είναι ένα δεδομένο. Η κουλτούρα δεν πιάνει μία μπροστά στη θρησκεία. Απ’
την άλλη, το γεγονός ότι δεν μπορεί να κάνει τα πάντα δεν σημαίνει πως πρέπει
απλώς να αποσυρθεί και να απομονωθεί σε κάποιο ιδιωτικό, ιερό μέρος. Είναι
κομμάτι, υποθέτω, της υλιστικής θεωρίας πως η κουλτούρα δεν είναι αυτό
που ήταν κάποτε, αν και η κουλτούρα έχει υπάρξει τρομερά πιο σημαντική απ το
1900 και μετά στις δυτικές κοινωνίες. Παρόλα αυτά όμως έχει να παίξει έναν
σημαντικό ρόλο, και αυτός, ιδανικά, είναι πέραν την ιδιωτικής ή ακαδημαϊκής
συγγραφής λογοτεχνικής κριτικής , όπως αυτή υπήρξε. Θα ήθελα να δω την
κριτική να γίνεται για άλλη μια φορά κομμάτι της δημόσιας διανόησης. Αλλά αυτό
δεν επιβάλλεται με διατάγματα. Εξαρτάται απ την κουλτούρα σαν όλον, την
πολιτική σαν όλον.
Τι
συμβουλές θα δίνατε λοιπόν στους νέους κριτικούς;
Δεν είναι καλή εποχή να είναι κανείς στο πανεπιστήμιο.
Αυτό που κάποιος μου περιέγραψε (στην Νότια Αφρική) σαν θατσεροποίηση των
πανεπιστημίων συνεχίζεται γρήγορα, με διαφορετικά ονόματα. Έχω μονάχα μια
έμμεση σχέση με τον ακαδημαϊκό κόσμο, όπως ξέρετε, τώρα είμαι εν μέρει στην
σύνταξη, αλλά ακόμα και όταν είχα εμπλοκή, όταν ήμουν στην καρδιά του τέρατος,
προσπαθούσα πραγματικά να κρατάω τον ρόλο του δημόσιου διανοουμένου. Αυτό είναι
πολύ σημαντικό. Όχι ότι ο καθένας μπορεί να είναι ένας Edward Said,
ή ένας Habermas. Αλλά αυτό είναι που χρειαζόμαστε, και μάλιστα επιτακτικά
και άμεσα, δοθείσης της σχεδόν απόλυτης αφομοίωσης του ακαδημαϊκού κόσμου στον
καπιταλισμό.
Πιστεύετε
λοιπόν πως υπάρχουν θετικοί τρόπο να καταλάβει κανείς αυτό το δημόσιο ρόλο έξω
απ την ακαδημαϊκή ζωή και πιθανώς έξω απ την αγορά;
Τίποτα δεν είναι εξ ολοκλήρου εκτός της αγοράς. Και
δεν νομίζω πως θα πρέπει να είμαστε πολύ «καθαρολόγοι» σχετικά μ’ αυτό.
Δουλεύουμε με ότι έχουμε, και πρέπει να είμαστε ρεαλιστές. Όμως το πρόβλημα
ήταν, τουλάχιστον στα τέλη του 19ου αιώνα, ίσως μετά τον Matthew Arnold, πως
βαθμιαία οι διανοούμενοι μετακινήθηκαν στα πανεπιστήμια. Μπορείς σχεδόν να
χαρτογραφήσεις αυτή τη μεταστροφή στην ύστερη Βικτωριανή Αγγλία. Με μια
έννοια, αυτό τους έδωσε μια ορισμένη υποστήριξη και εξουσία. Δεν ήταν πια
αθυρόστομες μοναχικές φωνές. Επίσης, όμως, αυτό συνέπεσε με τον
αργό θάνατο σημαντικών επιθεωρήσεων και δομών όπου μπορούσες να’ χεις μια
μη-ακαδημαϊκή δημόσια διανοητική κουλτούρα. Υποθέτω πως αντιπροσωπεύω
αυτό το πράγμα τώρα, αλλά δεν το έκανα για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου:
δεν το έκανα όταν ήμουν στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Ένα από τα πράγματα που με
ανησυχεί είναι πως στις ΗΠΑ ακόμα και ριζοσπάστες ακαδημαϊκοί δεν ενδιαφέρονται
γι’ αυτό. Αποδέχονται την «ακαδημαϊκοποίηση» της ριζοσπαστικής διανοητικής ζωής
πολύ εύκολα. Αυτό συμβαίνει εν μέρει γιατί ολόκληρη η ακαδημαϊκή
κοινότητα είναι πολύ πιο συνειδητά επαγγελματική απ’ ότι εδώ, στην πατρίδα των
ερασιτεχνών. Αυτή όμως είναι μια πολύ ανησυχητική εξέλιξη. Όπως είπα πάρα
πολλές φορές, βλέπω τον διανοούμενο σαν το αντίθετο του ακαδημαϊκού, με πολλούς
τρόπους. Αν μπορείς να προάγεις αυτό το πρότζεκτ από μια ακαδημαϊκή θέση, όπως
συχνά συμβαίνει, αυτό πρέπει να γίνει σε αντίθεση με τον
εφησυχασμό, τις ειδικεύσεις και το ναρκισσισμό μεγάλου μέρους της ακαδημαϊκής
δουλειάς. Αλλά και πάλι, ρεαλιστικά, με μια υλιστική ανάλυση, οι δυνατότητες
δεν εξαρτώνται από το ακαδημαϊκό επίπεδο, αλλά από τις γενικότερες
πολιτικές εξελίξεις.
Τέλος, τι
βλέπετε να γίνεται στη συνέχεια; Στον κόσμο, τη Βρετανία, την Αγγλία, την
Ιρλανδία, τον ακαδημαϊκό κόσμο.
Στην Ιρλανδία πρόκειται, στα τέλη του μήνα, να λάβει
χώρα ένα δημοψήφισμα για την λιτότητα. Πιθανώς η λιτότητα θα κερδίσει, αλλά δεν
θα κερδίσει στην Ελλάδα. Εάν δεν κερδίσει στην Ελλάδα θα υπάρξουν αλλαγές σε
όλη την Ευρώπη και ελπίζω πως αυτό θα ενδυναμώσει το κίνημα ενάντια στη
λιτότητα ανυπολόγιστα. Πιστεύω ότι υπάρχουν καλές πιθανότητες αυτό να
συμβεί εξαιτίας της Ελλάδας, με την έννοια πως αυτή είναι το καναρίνι στο
ορυχείο, και αυτό δεν μπορούν να το αντέξουν οι έλληνες, όσο περήφανοι κι αν
είναι σαν λαός. Και ούτε οι άλλοι λαοί θα το αντέξουν, αν η λιτότητα εξαπλωθεί.
Δεν ισχυρίζομαι πως μετά οι λαοί θα βγουν στα οδοφράγματα, αν και η Ελλάδα
μπορεί να μην είναι μακριά απ αυτό, σίγουρα δεν είναι μακριά απ τον εμφύλιο
πόλεμο. Τουλάχιστον, όμως, θα οξύνει τις πολιτικές επιλογές: θα τις θέσει στο
τραπέζι. Και παραδόξως, όχι λόγω ηρωικών προσπαθειών της Αριστεράς, αλλά
εξαιτίας της λογικής του ίδιου του καπιταλισμού, ο οποίος, όπως είπε ο Oliver
Hardy, έχει φέρει τον εαυτό του σε αυτό το χάλι. Και όσο περισσότεροι άνθρωποι
είναι έτοιμοι, σε βαθμό αυτοθυσίας, να βγουν απ’ αυτό το σύστημα, τόσο
περισσότερες επιλογές, νομίζω, θα γίνονται ορατές.
Ο Alexander Barker είναι υποψήφιος διδάκτορας πολιτικής θεωρίας στο Lincoln College της Οξφόρδης.
Ο Alex Niven είναι υποψήφιος διδάκτορας αγγλικής λογοτεχνίας στο St John’s College της Οξφόρδης. Είναι και οι δυο αρχισυντάκτες του Oxonian Review.
Μετάφραση: Ντίνα Τζουβάλα
Επιμέλεια: Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης
Επιμέλεια: Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης
Πηγή: The Oxonian Review και ilesxi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου