της Κατερίνας Νασιώκα
H κρίση ως κριτική της θεωρίας
Μέσα στην καπιταλιστική έρημο είμαστε προφανώς ένα τίποτα. Όχι μόνο επειδή ζούμε σε ένα σύστημα σχέσεων και πρακτικών που όταν δεν μας σκοτώνει, μας μετατρέπει σε ανθρώπινη σκιά, αλλά και επειδή όπως λέει ο W. Benjamin στην έκτη από τις Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας «αυτός ο εχθρός δεν έχει πάψει να νικά» (Löwy 2004: 83). Ωστόσο, εξίσου προφανώς, είμαστε ένα τίποτα που μπορεί να ανθίσει ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, όπως ένα λουλούδι στην έρημο. Η δυνατότητα της ύπαρξής του, όπως ακριβώς και η δυνατότητα της έλευσης της επαναστατικής άνοιξης, είναι τόσο αμφίβολη, εύθραυστη και διαρκώς απροσδόκητη όπως η στιγμή της ζωτικής ανάσας.
Η νεανική εξέγερση του 2008 στην Ελλάδα, μια βαθιά ανάσα φρέσκου αέρα, αποτελεί κατά τη γνώμη μου το αφετηριακό σημείο κατανόησης της μορφής που λαμβάνει η σημερινή κρίση του κεφαλαίου στην Ελλάδα ως διαλεκτική διαδικασία της ταξικής πάλης μέσα στο ειδικό ιστορικό πλαίσιο της νέας πειθαρχίας που προσπαθεί να επιβάλλει η καπιταλιστική σχέση στην προσπάθεια της να αναδιαρθρώσει τις μορφές παραγωγής: την πειθαρχία του χρήματος. Και σαν τέτοια, όπως πολλές αντίστοιχες εξεγερτικές εμπειρίες, παράγει η ίδια θεωρία, κυρίως όμως παράγει κριτική της θεωρίας.
Η 6η του Δεκέμβρη του 2008 αποτέλεσε για την Ελλάδα μια κρίσιμη ρωγμή στο επιφανειακά ποικίλο, γεμάτο πολλαπλές χωρικότητες του φαντασιακού, αλλά λείο και ομογενοποιημένο στο βάθος καπιταλιστικό βιότοπο, που προεικόνισε το εμβάθυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού και ανέσυρε στο αντιφατικό υλικό του αστικού εδάφους τη δυνατότητα της εξέγερσης, ο θάνατος της οποίας είχε προαναγγελθεί από καιρό. Η δυνατότητα αυτή όρισε και ορίζει με ποικίλους τρόπους την κρίση στην Ελλάδα, όχι ως κρίση οικονομική που μπορεί να επιλυθεί με οικονομικές «συνταγές» μέτρων λιτότητας ούτε ως πολιτειακή αλλά ως κρίση που δηλώνει ακριβώς την απόφαση της στιγμής της πάλης (1), της στιγμής της αλήθειας, της μορφής του όχι, του ¡ya basta! των από κάτω, την απόφαση του αγώνα ενάντια αλλά και πέρα από το σύστημα, δηλαδή το κατώφλι ενός δρόμου με τον οποίο η καρδιά βγαίνει στον κόσμο ή έναν τρόπο με τον οποίο μπορεί να ακουστεί και η πιο μακρινή λέξη, όπως περίπου ορίζουν οι ζαπατίστας το σύμβολο των caracoles (σαλιγκάρι).
Η Ελλάδα αποτελεί μια ιδιαίτερη ιστορικά περίπτωση σε σχέση με την διάρθρωση της κεφαλαιακής σχέσης και τους συνυφασμένους με αυτήν κοινωνικούς αγώνες, όπως και κάθε κοινωνικός μετασχηματισμός. Δύο από τα βασικά ιστορικά σημεία για την κατανόηση των ταξικών αγώνων στην Ελλάδα είναι: α) ο (ταξικός) εμφύλιος πόλεμος (1944-1949), β) η δικτατορία των συνταγματαρχών και η εξέγερση του Πολυτεχνείου (1973). Τη λήξη του εμφυλίου πολέμου που βρήκε νικημένη την αριστερά ακολούθησε μια μακρά περίοδο ψευδούς κοινωνικής συμφιλίωσης που μετέθεσε το ταξικό στο εθνικό και ουσιαστικά αποσιώπησε τον ταξικό αγώνα φορώντας του τον μανδύα του «εθνικοαπελευθερωτικού» κινήματος αντίστασης στη γερμανική κατοχή. Η κοινωνική αυτή διαδικασία άφησε μέχρι σήμερα μια ανοιχτή πληγή στο στήθος της αριστεράς αναδεικνύοντας το αδύναμο σημείο της είτε απώθησης του ταξικού είτε εγκλωβισμού του σε θεσμικό πλαίσιο κατάφασης της ηγεμονίας του κεφαλαίου –αδυναμία που εντοπίζεται σε κάποιο σημείο της διαδρομής ανάμεσα στην ενοχική αναζήτηση μιας θεσμικά νομιμοποιημένης πολιτειακής έκφρασης και στην εκπροσώπηση της πιο ριζοσπαστικής δυναμικής των από κάτω.(2)
Το τέλος της στρατιωτικής δικτατορία (1964), που έπεσε το 1973 από την αντίσταση φοιτητών, εργαζόμενων, άνεργων και νεολαίων, σηματοδότησε την έναρξη της «μεταπολίτευσης», δηλαδή της ιστορικής φάσης της νεότερης Ελλάδας, με επίκεντρο την εδραίωση της «αστικής δημοκρατίας» και των μαζικών αστικών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ), τη νομιμοποίηση του αστικού κράτους και την ευρεία συμμετοχή του λαού σʼ αυτό. Η τελευταία περίοδος αυτής της ιστορικής φάσης ταυτίζεται επίσης με τη σαρωτική προέλαση του νεοφιλελευθερισμού που κορυφώνεται με τη μαζική συμμετοχή των Ελλήνων στο «φαντασιακό της αγοράς» μέσω της οικονομικής ενοποίησης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 σηματοδοτεί τη λήξη της μεταπολιτευτικής περιόδου, την έναρξη απονομιμοποίησης του αστικού κράτους και την είσοδο στην «εποχή των ταραχών.(3)
Πιστεύω πως αυτό που έχει περισσότερο σημασία να δούμε ως αφετηρία σε σχέση με οποιαδήποτε θεωρητική ανάλυση της εμπειρίας των εξεγερμένων σε όλο τον κόσμο, των λαών σε αντίσταση, μέσα στη σχέση κεφάλαιο και την αντικειμενική παγκόσμια κίνησή του (και ειδικά την κρίση όπως εκδηλώνεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα), είναι η ίδια η ύπαρξή τους, η επιμονή τους να φυτρώνουν παντού και να παράγουν σκέψη και θεωρία· μια σκέψη ενίοτε πολύ πιο κριτική και αυτο-κριτική από οποιαδήποτε ακαδημαϊκή ανάλυση, μια θεωρία που αποκαλύπτει με τον καλύτερο τρόπο τις αντιφάσεις των αστικών θεωρητικοποιήσεων αλλά μας φέρνει επίσης συχνά αντιμέτωπους με το έλλειμμα φαντασίας των «μαρξισμών».
Από την οπτική της αστικής θεωρίας, που προϋποθέτει τον συνεχή διαχωρισμό ανάμεσα στο οικονομικό και το πολιτικό πεδίο ως δικλείδα αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος διασπώντας και αυτονομώντας έτσι τον κοινωνικό αγώνα σε οικονομικό (πάλη των τάξεων) και πολιτικό (πολιτικός αγώνας) και νομιμοποιώντας την ωμή βία στην οποία άπαξ στηρίζεται το κεφάλαιο –διαχωρισμός στον οποίο δυστυχώς επιμένει ένα κομμάτι της αριστεράς–, η κρίση εμφανίζεται με πολλές ψευδείς εκφάνσεις. Από τη μια πλευρά ερμηνεύεται ως δυσλειτουργία των διαμεσολαβήσεων (πολιτικό σύστημα), ως κρίση αντιπροσώπευσης, αποτυχία δηλαδή των αστικών θεσμών (στη συγκεκριμένη περίπτωση του σχεδίου ευρωπαϊκής ενοποίησης)· αποτυχία που αντικατοπτρίζει την αδυναμία συνάρθρωσης σε πολιτικό επίπεδο των οικονομικά αδύναμων περιφερειακών προαστίων της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής επικράτειας και υποταγής τους στην οικονομική επιβολή των κεντρικών χωρών-καπιταλιστών.
Από την άλλη πλευρά ερμηνεύεται στο επίπεδο της ηθικής του ατόμου, ως κέντρου μιας κατακερματισμένης σε μονάδες και χαλαρά αλλά εκτεταμένα δικτυωμένης «κοινωνικότητας» ή σε ένα ευρύτερο μόρφωμα αυτής της μορφής, του έθνους. Οι Έλληνες εμφανίζονται ως ο αδύναμος κρίκος της Ευρώπης, ένα έθνος που δανείζεται επί χρόνια για να επιβιώσει αλλά δεν δουλεύει αρκετά και που καλείται τώρα να πληρώσει τα λάθη του ή τα λάθη των διεφθαρμένων πολιτικών του (4).
Σε υλική βάση ωστόσο, η κρίση στην Ελλάδα έχει φτάσει να σημαίνει σήμερα την αποδιάρθρωση της παραγωγής και δη της γεωργικής, την υπερδιόγκωση του τομέα των υπηρεσιών, την πριμοδότηση της κατανάλωσης μέσω του δανεισμού, την καθήλωση των ρυθμών αύξησης των πραγματικών μισθών, την αδυναμία εξαγωγών. Η «τεχνητή» μεγέθυνση του ΑΕΠ που προβάλλουν τα στατιστικά στοιχεία όλων των μελετών σχετικά με την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης απεικονίζει απλώς τον «δανεισμό του οικονομικού παρελθόντος από το οικονομικό μέλλον» (Τομπάζος 2010), που, ουσιαστικά, οδηγεί σταδιακά στην αδυναμία πραγματοποίησης της αξίας (στο χρήμα και στη σφαίρα της κυκλοφορίας) και αναπαραγωγής των προηγούμενων μορφών του κεφαλαίου, όπως φαίνεται από τη γενικευμένη ανεργία, την ύφεση και τη φτώχεια η οποία αγγίζει πλέον τα όρια της πλειοψηφίας των Ελλήνων, μέσω των μέτρων λιτότητας που άρχισαν να επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από το έτος 2008 και έπειτα.
Έτσι, βάσει της συγκεκριμένης οπτικής, η κρίση μπορεί να επιλυθεί με επαχθή οικονομικά μέτρα, θυσίες από την πλευρά των πολιτών προκειμένου να σωθεί η χώρα, οι τράπεζες και το ισχύον οικονομικό σύστημα, αποδοχή των μνημονίων που προβλέπουν την ιδιωτικοποίηση όλων των κοινών και φυσικά συνέχιση του δανεισμού, των χρεών και της εξάρτησης. Ωστόσο, όταν και όπου αυτές οι επείγουσες λύσεις δεν αποδίδουν, δηλαδή όπου οι απλοί άνθρωποι αδυνατούν να κατανοήσουν πώς αυτή η μέθοδος ραγδαίας υποβάθμισης των όρων ζωής τους μπορεί να είναι προς το «κοινό καλό» και αρνούνται να υποταχθούν στην πλήρη απαξίωση της ζωής που επιφυλάσσει το κεφάλαιο, η οριστική λύση είναι η ωμή βία και ο διορισμός κυβερνητικών διαχειριστών που επιβάλλουν χωρίς διαπραγματεύσεις ή διάλογο τη νέα οικονομική και κοινωνική τάξη πραγμάτων.
Από την πλευρά της αστικής θεωρίας λοιπόν, όσο η κρίση εμφανίζεται ως λάθος που πρέπει να διορθωθεί, ως «ατύχημα» που δεν θα όφειλε να υπάρχει, άλλο τόσο και η αντίσταση και η πάλη των από κάτω εμφανίζεται ως παθογόνο κοινωνικό φαινόμενο, αρρώστια που πρέπει να θεραπευτεί με ριζικές επεμβάσεις από τα πάνω. Η διόρθωση των ατυχών αυτών λαθών μέσα στο πλαίσιο της δήθεν «ισότιμης» διαχείρισης της εγγενούς ανισότητας στην οποία βασίζεται το καπιταλιστικό μοντέλο κοινωνικής αλληλοσυσχέτισης (εκμετάλλευση και κυριαρχία μιας τάξης σε μια άλλη κοινωνική τάξη) μέσα από τη μορφή της σχέσης του κράτους με τους υποτιθέμενα ελεύθερους πολίτες-άτομα δεν αποδεικνύει τίποτε περισσότερο από τις ανεπίλυτες αντιφάσεις της κεφαλαιακής σχέσης (και της αστικής θεωρίας) η οποία πλέον φτάνει να εξαντλεί τα όρια εκμετάλλευσης της υλικής της δύναμης (άνθρωπος, περιβάλλον). Η συγκεκριμένη διαδικασία, οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας που αναπαράγεται και εξαπλώνεται καθημερινά, συνιστά κατά βάση την συνεχή ανανέωση της διαδικασίας φετιχοποίησης των κοινωνικών σχέσεων που τείνουν προς την ολοκληρωτική υπαγωγή τους στο χρήμα, την ετερονομία και τον ατομικισμό, η έκταση και η ένταση της οποίας αποτελεί και το σημείο κρίσης της.
Από την οπτική του μαρξισμού (ορθόδοξου και μη), η κρίση ερμηνεύεται δομικά ως κρίση ενός συστήματος που αδυνατεί να αναπαραχθεί κοινωνικά ή τουλάχιστον με τους όρους του παρελθόντος στο σύνολό του. Στην δεδομένη στιγμή αυτή η αδυναμία καθίσταται περισσότερο ορατή, όχι επειδή το καπιταλιστικό σύστημα έχει μεταβληθεί ποιοτικά, δηλαδή έχει γίνει περισσότερο άδικο (στη βάση της ταξικής κυριαρχίας) απʼ ό,τι ήταν στο παρελθόν, αλλά επειδή διενεργείται μια ποσοτική μετατόπιση καθώς, μετά τη διάρρηξη του καθεστώτος ευημερίας που εμπεδώθηκε στο δυτικό κόσμο –και πάντα σε βάρος όλου του υπόλοιπου κόσμου– μετά τον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο, όλο και μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων και όλο και μεγαλύτερος αριθμός χωρών μπορεί να βιώσει συνολικά την εγγενή αδικία και τη συνεχή επίθεση μέσα από την βίαιη και αιφνίδια περιθωριοποίησή τους από μια ειδική συστημική λογική στην οποία πριν θεωρούσαν ότι ήταν ενταγμένοι.
Η ένταξη αυτή, ωστόσο, πάντοτε ισοδυναμούσε με την απώθηση της συνείδησης (και από ένα μεγάλο κομμάτι της θεσμικής αριστεράς που συμμετείχε οργανικά στη συγκρότηση της συναίνεσης) ότι η δεδομένη συμμετοχή χτιζόταν διαρκώς στη βάση της συγκεκριμένης σχέσης εκμετάλλευσης και κυριαρχίας πάνω σε μια άλλοτε μικρότερη κι άλλοτε μεγαλύτερη μάζα εργατικής δύναμης. Εκεί έγκειται σε ένα βαθμό και το πρόβλημα της θεσμικής διεκδίκησης, μέσω των λεγόμενων παραδοσιακών (συστημικών) κοινωνικών αγώνων, μεγαλύτερης συμμετοχής (συνεργασίας) σε μια μορφή κοινωνικής αλληλοσυσχέτισης, την καπιταλιστική, (ορθόδοξος μαρξισμός) χωρίς την προϋπόθεση της καταστροφής της συγκεκριμένης βάσης ανισοτήτων, δηλαδή ανατροπής της μορφής των κοινωνικών σχέσεων στο σύνολό τους, γεγονός που πάντα συνιστούσε από την πλευρά της εργατικής τάξης αντίστοιχη συμμετοχή στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων στην ίδια βάση εκμετάλλευσης (άλλοτε λιγότερης και άλλοτε περισσότερης), δηλαδή αναπαραγωγή της ίδιας της εργατικής τάξης ως τάξης του κεφαλαίου και όχι ως τάξης ενάντια στο κεφάλαιο (ή πέρα από το κεφάλαιο) (5). Δανειζόμενη τη φράση του Μαρξ των Grundrisse (Μαρξ 1990: 180), με την οποία ασκούσε κριτική στους σοσιαλιστές «είναι ουτοπισμός να μην κατανοούμε την πραγματική διαφορά ανάμεσα στην πραγματική και την ιδεατή μορφή της αστικής κοινωνίας», επιδιώκοντας την τελευταία η οποία αποτελεί στην ουσία είδωλό της.
Για τους λιγότερους από εμάς ή για τους περισσότερους αλλά μακρινούς από εμάς (στις χώρες του λεγόμενους τρίτου κόσμου ή στα περιθώρια του πρώτου κόσμου) κοινωνικά περιθωριοποιημένους που θυσιάζονται κατά χιλιάδες στα θεμέλια του καπιταλιστικού οικοδομήματος, αυτή η σχέση υπήρξε πάντοτε κάτι περισσότερο από διαρκώς ανταγωνιστική· μια περίφραξη που καθόριζε τα όρια ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, όπου ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό αναπαρίσταναν υλικά την «αριστοποίηση της ζωής» από τη μια και την «κατασκευή του θανάτου» από την άλλη (6), μια μαύρη τρύπα ανθρώπινης ύλης που διαρκώς διογκώνεται πολλαπλασιάζοντας με γεωμετρική πρόοδο τους μη-τόπους, τα περάσματα προς το θάνατο, τις no manʼs land, τους ανθρώπινους σκουπιδότοπους.
Γιʼ αυτό μοιάζει ειρωνικό, αν όχι κυνικό, να τοποθετείται ο ορίζοντας κοινωνικής χειραφέτησης στο ίδιο κλειστό πεδίο ενός άνισου κόσμου με άξονα ένα μοντέλο κρατικής διαχείρισης των ανισοτήτων στις ίδιες παραγωγικές βάσεις, που απλώς αντιστρέφει τις πλειοψηφίες και τις μειοψηφίες αλλά δεν βλέπει την ανατροπή τους· δηλαδή σε ένα κοινωνικό μοντέλο που χρησιμοποιεί και αναπαράγει τις παλιές δομές αποδίδοντας περισσότερα ή λιγότερα «δικαιώματα», αντί να κατευθύνεται στην καταστροφή τους, δοκιμάζοντας νέες σχέσεις κοινωνικής συμβίωσης και οργανώνοντας topiles (7) ενάντια στα καραβάνια θανάτου που εξαπολύει καθημερινά εναντίον μας το κεφάλαιο και το αστικό κράτος με τους στρατούς και τις αστυνομίες τους.
Η εμφάνιση αυτής της μορφής ακραίας περιθωριοποίησης, που αναφέρθηκε προηγουμένως, ως αποτέλεσμα της αντικειμενικής κίνησης που λαμβάνει η σημερινή μορφή του κεφαλαίου, χρηματοπιστωτικού, στην τάση του να παγκοσμιοποιηθεί, απογυμνώνει την αντίφαση του κεφαλαίου να χρησιμοποιεί όλο και λιγότερη ζωντανή εργασία και με όλο και πιο βαθύ, εκτεταμένο βαθμό εκμετάλλευσης προκειμένου να παράγει υπεραξία. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτή η κίνηση έχει φτάσει να σημαίνει: 40% μείωση των μισθών μέσα σε διάστημα των δύο τελευταίων χρόνων, ριζική περικοπή όλων των μέχρι σήμερα θεσμοθετημένων κοινωνικών παροχών της υγείας, παιδείας και κοινωνικής ασφάλισης, κατάργηση των συλλογικών συμφωνιών σχετικά με την εργασία (κατώτερος μισθός κ.λπ.), ιδιωτικοποίηση όλων των κοινών και συνεχείς «περιφράξεις» με διανομή ολόκληρων ζωνών εκμετάλλευσης σε πολυεθνικές, επιβολή επαχθούς άμεσης φορολόγησης με αντισυνταγματικά μέτρα (σύνδεσή τους με κοινωφελείς οργανισμούς, όπως η παροχή ρεύματος), εκτίναξη της ανεργίας, δημιουργία μιας νέας «υπο-τάξης» (8) που αποκλείεται από τα λεγόμενα «κοινωνικά αγαθά», ενεργειακή φτώχεια, θεσμοθέτηση αυστηρών νόμων πλαισίων που ποινικοποιούν κάθε είδος κοινωνικής ανυπακοής, παραγωγή ενός νέου «πολιτικού λεξιλογίου της αγοράς» που απονομιμοποιεί πλήρως τη μέχρι τώρα εμπεδωμένη μορφή της αστικής δημοκρατίας και καθορίζει ως αντικοινωνική συμπεριφορά κάθε μορφή κοινωνικής πάλης (9).
Η ολοένα αυξανόμενη ένταση του κοινωνικού, μετά την διάρρηξη της «συναίνεσης επιθυμίας», δηλαδή του ταξικού συμβολαίου αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης με όρους εν μέρει «προνομιακής εκμετάλλευσης» για ορισμένες κοινωνικές ομάδες και συγκεκριμένες χώρες που εμπεδώθηκε στα δυτικά κράτη μετά τον Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο –σηματοδοτώντας την κυριαρχία του κεφαλαίου όχι μόνο σε έκταση αλλά και σε κοινωνικό βάθος– ερμηνεύεται αγχωτικά από ορισμένες μαρξιστικές εκδοχές ως ήττα (αντί νίκη;) της εργατικής τάξης στο πεδίο της ταξικής πάλης.
«Ζητούμενη είναι επομένως μια πολιτική στρατηγική που ανοίγει το δρόμο σε οικονομικές και θεσμικές αλλαγές που βελτιώνουν το μισθό και τις συνθήκες εργασίας, κατοχυρώνουν την κοινωνική προστασία, το κοινωνικό κράτος, αποτελώντας ουσιαστικά «ενδιάμεσο σταθμό» για την περαιτέρω βελτίωση του ταξικού συσχετισμού δύναμης υπέρ της εργασίας και για τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής αμφισβήτησης και ανατροπής του καπιταλισμού». (Μηλιός, Τζανακόπουλος 2011)
Κατʼ αυτόν τον τρόπο οι εγγενείς αντιφάσεις της αντικειμενικής κίνησης του κεφαλαίου, δηλαδή η σχέση κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, εσωτερικεύονται όχι ως αποτέλεσμα του κοινωνικού ανταγωνισμού με επίκεντρο την πάλη των τάξεων αλλά ως ειδικές αντιφάσεις της ίδιας της ύπαρξης της εργατικής τάξης εφόσον αυτή εκλαμβάνεται ως κομμάτι της αναπαραγωγής του κεφαλαίου που αδυνατεί να αναπαραχθεί ως τέτοια (10).
Αυτό συμβαίνει επειδή οι υλικοί όροι αναπαραγωγής της εργατικής τάξης υποβαθμίζονται ριζικά, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να μεταφράζεται η όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων και η διασάλευση της τάξης πραγμάτων ως «αίτημα» προς το κράτος για την ανάκτηση των χαμένων δικαιωμάτων ή την επανένταξη στην ίδια συστημική λογική και όχι ως ρήξη με αυτήν. Ωστόσο, η γενίκευση αυτής της ολέθριας πραγματικότητας καθιστά ορατή την αντίστοιχη αδυναμία αναπαραγωγής της μορφής κράτος ως φανταστικής (ή φετιχισμένης) μορφής που αποτελεί μέρος της σχέσης εκμετάλλευσης και κυριαρχίας ενώ εμφανίζεται ως απρόσωπη διαμεσολάβηση μεταξύ του κοινωνικού και του οικονομικού με στόχο την ισότιμη διαχείριση της ανισότητας (11). Η μορφή της κεφαλαιακής σχέσης απογυμνώνεται και εξαναγκάζεται στην εγκατάλειψη των διαμεσολαβήσεων (κράτος ως φορέας αστικών δικαιωμάτων και ελευθερίας) πάνω στις οποίες στήριζε πάντοτε τη δικαιολόγηση τόσο της ύπαρξής της όσο και της χρήσης βίας ως πρακτική επιβολής της «κοινωνικής συνοχής».
Για όσους, επομένως, συνδέουν την κατάληψη της κρατικής εξουσίας με την κοινωνική αλλαγή, είτε ως πρακτική διαχείρισης της οικονομικής ανισότητας σε νέα πολιτικά χέρια είτε ως στρατηγική που θα απελευθερώσει τις δυνατότητες μετάβασης σε μια αταξική κοινωνία, η κατάρρευση της αξιοπιστίας των θεσμικών διαμεσολαβήσεων και η αποδυνάμωση της μορφής των σχέσεων που συγκροτεί το κράτος στο σύνολό του, δηλαδή η γενικευμένη ρήξη με τον παλιό τρόπο να κάνουμε πολιτική που εκδηλώνεται μέσα από την εμπειρία της πάλης (καθώς η κρίση διαπερνά όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής πράξης και όχι μέρος αυτής) καθιστά όλο και πιο θολό το πεδίο μεταμόρφωσης αυτής της κοινωνικής μορφής (κράτος) σε όργανο χειραφέτησης της εργατικής τάξης (και καθιστά όλο και πιο θολό και αφηρημένο τον λόγο των υποστηρικτών του). Σε αυτό το πλαίσιο, η κατάρρευση του κράτους πρόνοιας μοιάζει να ερμηνεύεται με την ίδια λογική που ερμηνεύεται η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού»: αδυναμία αντικατάστασης της μιας δομής με μια άλλη, της μιας ολότητας με μια άλλη, μια «βουτιά στην άβυσσο» (12), στο κενό ενός άγνωστου ή μη σχεδιασμένου μέλλοντος της επόμενης μέρας της επανάστασης.
Η περίπτωση της Ελλάδας στη συγκεκριμένη ιστορική συνθήκη της κρίσης, δηλαδή της κοινωνικής πάλης, είναι ένα από τα παραδείγματα της διάλυσης αυτής της ψευδαίσθησης πολιτικής διαμεσολάβησης του κοινωνικού και οικονομικού και εκδηλώνεται ταυτόχρονα και στα δύο επίπεδα, των από πάνω και των από κάτω. Αρχικά, στο επίπεδο της κίνησης των από πάνω, το αστικό κράτος στην Ελλάδα εμφανίζεται εντελώς απονομιμοποιημένο, χαοτικό και σε πλήρη αποσύνθεση (13). Η επιβολή κυβερνήσεων της αγοράς, ο διορισμός πρωθυπουργού, η εφαρμογή δηλαδή μιας τραπεζικής δικτατορίας που συνεχίζει να παράγει θεσμικά αποτελέσματα (νόμους) εις βάρος των από κάτω, η πρόταση για την τοποθέτηση ενός τοποτηρητή της Ευρωπαϊκής Ένωσης με δικαίωμα άσκησης βέτο σε όλες τις αποφάσεις σχετικά με τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας, είναι μερικές από τις νέες βίαιες στρατηγικές του διεθνούς κεφαλαίου, στις οποίες το κράτος κατέχει τον ύστατο ρόλο του βίαιου νομιμοποιητή.
Το κράτος υπάρχει και δεν υπάρχει, παραμένει στο προσκήνιο διαλυμένο, κουρελιασμένο, και σε πλήρη αντίθεση με αυτό που κάποτε το προσδιόριζε, το «λαό» του. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αυτό που απομένει στην ουσία από τις ορθόδοξες θεωρητικές κατηγορίες περί «επαναστατικού κράτους» ή «επαναστατικού κόμματος» είναι η απορία για το τι μπορεί να σημαίνουν σήμερα, για το καθαυτό περιεχόμενό τους, αν όχι μια παραδοξότητα που υπονοεί την αυτο-κατάργηση, την αντι-εξουσία, εμπειρία που άνοιξε το ζαπατιστικό κίνημα το 1994 με το mandar obedeciendo, δηλαδή με την «τρελή» ιδέα οι κυβερνήσεις πρέπει να υπακούν το λαό (14). Αυτό δεν σημαίνει ότι η μορφή κράτος μπορεί να προσδιοριστεί ως μια αφηρημένη καθολικότητα, ούτε ότι μπορεί να καταργηθεί η συγκεκριμένη ιστορική του σύνδεση με μορφές επαναστατικής πάλης, ωστόσο η διαλεκτική του ανταγωνισμού σήμερα φανερώνει μια διεργασία ξεπεράσματος που δεν αποτελεί ατυχή στιγμή αλλά ουσία της ίδιας της σχέσης.
Ανάμεσα στις δύο αυτές ανταγωνιστικές κινήσεις που ξεδιπλώνονται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, από τα πάνω και από τα κάτω, γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές ότι υπάρχει μόνο ένα κοινό σημείο: η αμοιβαία απώθηση και η σύγκρουση· μια σύγκρουση πολλαπλή, με διαφορετικές αφετηρίες και κατευθύνσεις, με διαφορετικές μορφές και με διαφορετικές εντάσεις αλλά με κοινούς ορίζοντες χειραφέτησης. Σε αυτόν τον κοινό ορίζοντα χειραφέτησης διαγράφεται η ευρεία άρνηση της πολιτικής αντιπροσώπευσης του αγώνα σε επίπεδο κρατικών θεσμών, κομμάτων και συνδικάτων, η οποία ορισμένες φορές ξετυλίγεται αδιάκριτα, δυσχεραίνοντας ένα είδος ενότητας αγώνα. Στην ουσία ωστόσο αποκαλύπτει πόσο ίδια της καπιταλιστικής λογικής μπορεί να είναι μια ομογενής μορφή αγώνα και οργάνωσης του αγώνα, φέρνοντας ταυτόχρονα στην επιφάνεια και τις εσωτερικές αντιφάσεις όσων συμμετέχουν σʼ αυτόν αγώνα, καθιστώντας δηλαδή περισσότερο ορατή τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε μορφές αγώνα που βασίζονται σε λογικές που προσιδιάζουν στην καπιταλιστική σχέση (κράτος, ιεραρχία, σχεδιασμός από τα πάνω) και σε εκείνες που προς το παρόν τις αρνούνται, ακόμη κι αν δεν έχουν έτοιμη μια αντιπρόταση.
Η ίδια η κατηγορία «κίνημα», όταν καταλήγει να παίρνει την αποκρυσταλλωμένη μορφή μιας αποτελεσματικότητας με προσδιορίσιμα και μετρήσιμα χαρακτηριστικά δραστών και στρατηγικών που στοχεύουν σε ένα τέλος και στον πραγματισμό που αυτό συνεπάγεται, βρίσκεται στο πεδίο της αυτο-κριτικής μιας νέας αγωνιζόμενης υποκειμενοποίησης. Γιʼ αυτό και στις πρόσφατες κινητοποιήσεις απέναντι στο μνημόνιο, οι εντάσεις και οι βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα σε μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) και σε διαδηλωτές από τον αναρχικό χώρο κατά τη διάρκεια μιας από τις μεγαλύτερες για την Ελλάδα πορείες μετά τη μεταπολίτευση στο κέντρο της Αθήνας στις 25 Οκτώβρη του 2011, στην προσπάθεια να τεθεί το πολιτικό στίγμα εκείνων που θα αποκλείσουν το Κοινοβούλιο, δηλαδή εκείνων που ηγούνται του αγώνα, αποτελούν εκδήλωση αυτού του αναπόφευκτου ρήγματος ανάμεσα σε μια λογική πρωτοπορίας, πολιτικής αντιπροσώπευσης και υποταγής σε ιεραρχημένες σχέσεις και στην άρνησή τους.
Και αυτή η ρήξη μπορεί να οδηγήσει ίσως τη σκέψη μας πέρα από τις κριτικές απέναντι στις πρόσφατες αντιστάσεις των κατειλημμένων πλατειών περί μικροαστικής αντίδρασης με στόχο τη διεκδίκηση ενός εξανθρωπισμένου καπιταλισμού (15), επειδή οριοθετεί την πάλη πέρα από τη θετικιστική προσέγγιση της κοινωνικής έκρηξης ως κίνησης για, σε κίνηση ενάντια, σε έκφραση της άρνησης του έτσι-είναι-τα-πράγματα. Ταυτόχρονα προσδιορίζει και έναν ορίζοντα αυτο-κριτικής των παλιών εργαλείων αντίστασης, τα οποία εντάσσονται στην ίδια λογική που επιθυμεί να μας καθηλώσει στο έτσι-είναι-τα-πράγματα, μια αυτο-κριτική που ανοίγει το κατώφλι ενός πεδίου που αναγκαστικά δεν καλλιεργείται πάνω στο «αίτημα», τη «διαπραγμάτευση» ή την επιλογή της μιας ή της άλλης εξουσίας· καλλιεργείται πάνω στην ιστορική (διαχρονική και συγχρονική) μνήμη της πάλης των από κάτω και την επικαιροποιεί στο παρόν, κοιτάζοντας και συντονίζοντας αυτό το παρόν μέσα τη ματιά του μέλλοντος (16)· συνεχίζει να εξαπλώνεται μολύνοντας ως επιδημία εξεγερτικότητας και άλλους τόπους/μη τόπους, ενάντια στη δεδομένη λογική της Ιστορίας που υποδεικνύει το ρεαλισμό της ήττας· και εξηγεί επίσης γιατί, ο απλός και συνηθισμένος κόσμος (που είναι οι επαναστάτες για τους ζαπατίστας), ανάμεσα στην εξουσία και την πρωτοπορία, ανάμεσα στην εξουσία και στην κατάληψη της εξουσίας, ανάμεσα στην ιδεολογία και στο «άγχος της ουτοπίας», όπου το νέο εξαναγκάζεται να χωρέσει στο παλιό λεξιλόγιο αλλά δεν χωράει, επιλέγει να αποσυρθεί στις γειτονιές οργανώνοντας συνελεύσεις και βάσεις αλληλεγγύης ή ακόμα να πάει σπίτι του χωρίς να σημαίνει ότι υποτάσσεται στην εντολή του κεφαλαίου.
Από την προσέγγιση της κριτικής θεωρίας και της κριτικής της θεωρίας, αυτό που ενδιαφέρει κυρίως σε σχέση με μια ερμηνεία της κρίσης της σχέσης-κεφάλαιο είναι ακριβώς το γιατί η τελευταία στη συγκεκριμένη ιστορική της στιγμή δεν μπορεί να αναπαραχθεί με την ίδια μορφή. Η ερώτηση αυτή οδηγεί στην ειδική ιστορική συνθήκη που διαμορφώνει την ποιότητα και τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού ανταγωνισμού, με επίκεντρο την ταξική πάλη όχι ως μια κατηγορία αφηρημένη και ανιστορική (δηλαδή σαν να λέμε πως το κεφάλαιο υπήρχε πάντα σε όλες τις κοινωνικές μορφές και η ταξική πάλη εξίσου) αλλά ως κατηγορία που διαπερνάται από τις συγκεκριμένες αντιφάσεις του κεφαλαίου από τη μία και από τις μορφές αγώνα από την άλλη, σε μια ειδική χωροχρονική εκδοχή. Αυτό σημαίνει πως η συγκεκριμένη διεργασία σκέψης και προβληματισμού ουσιαστικά μετακινεί τη θεωρία στο επίπεδο της πάλης, είναι ένα είδος αντι-θεωρίας από την οπτική των υποκειμένων σε πάλη αντί των αυτοκινούμενων δόμων, συμμετέχοντας και όχι παρατηρώντας ή αναλύοντας (ως αντικείμενο) αυτή την πάλη. Είναι η απλή διατύπωση του μόνου, σύμφωνα με τον Holloway, επιστημονικού ή θεωρητικού ερωτήματος που μας απομένει: «πώς στο διάολο θα βγούμε από αυτό το χάος;» (Holloway 2011: 331).
Η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 σηματοδότησε για την Ελλάδα την έναρξη μιας νέας εμπειρίας αγώνα ενάντια σʼ αυτόν τον κόσμο που μας φυλακίζει, μας αναπαράγει σε συνθήκες αιχμαλωσίας και μας σκοτώνει κανονικοποιώντας αυτές τις διαδικασίες με την ίδια σχεδιασμένη κανονικότητα της παραγωγικής διαδικασίας. Κι αυτό γιατί η εξάπλωσή και η έντασή της στις χωρητικότητες που συγκροτούν τη δομή του κεφαλαίου και φυσικοποιούν την αφηρημένη κοινωνικότητα που προϋποθέτει η καπιταλιστική σχέση, όπως είναι ο μητροπολιτικός χώρος της Αθήνας, ήταν η έκφραση μιας ποιοτικά καθολικής, αν και σε περιορισμένη ποσοτικά διάσταση, άρνησης αυτού του κόσμου, ήταν μια έκφραση οργισμένης καταστροφής του παλιού κόσμου και όχι αναπαραγωγής του.
Σημειώσεις
(1) Βλ. σχ. Christos Lynteris, 2011.
(2)Βλ. σχ. Γαβριηλίδης, 2007.
(3) Βλ. σχετ. «Η εποχή των ταραχών, blaumachen, 2011.
(4) Η συνεχή προπαγάνδα των γερμανικών μέσων ενημέρωσης το επιβεβαιώνει, με κεντρικούς τίτλους εφημερίδων: «Εμείς γιατί πληρώνουμε τις πολυτελείς συντάξεις των Ελλήνων;», (βλ. σχ. http://www.bildblog.de/wp-content/bild_griechen2.png, http://marialourdesblog.files.wordpress.com/2011/10/griechenland-inselverkauf.jpg, http://www.bildblog.de/wp-content/bild_griechen.png, http://hinter-den-schlagzeilen.de/wp-content/uploads/2011/06/Griechenland-pleite-Bild-Zeitung.jpg, http://bilder.bild.de/fotos-skaliert/ausrisse-23930840-mbqf-21255112/2,h=493.bild.jpg καθώς και ενδιαφέρουσα ανάλυση στο http://www.marxistische-aktion.de/?p=342).
(5) Βλ. blaumachen ο.π.
(6) Βλ. σχ. Ολιβιέ Ραζάκ, 2008.
(7) Ομάδες λαϊκής φύλαξης (άοπλες) που χρησιμοποιήθηκαν και στην εξέγερση της Οαχάκα. Στις ιθαγενικές κοινότητες που λειτουργούν με παραδοσιακές φόρμες αποτελεί το βασικό καθήκον από το οποίο περνούν σχεδόν όλα τα μέλη της Κοινότητας. Στο ιθαγενικό ιδίωμα nauatl σημαίνει το μπαστούνι που συμβολικά κατέχουν οι αρχές της κοινότητας που εκλέγονται μέσα από τη λαϊκή συνέλευση.
(8) Υπο-τάξη φυσικά υπήρχε και στη Ελλάδα και πριν την εμφάνιση της κρίσης με τη σημερινή της μορφή από τους μετανάστες και άλλες ομάδες κοινωνικά περιθωριοποιημένων που δεν απολάμβαναν τα αστικά δικαιώματα.
(9) Από άρθρο πολιτικών στελεχών της πρώην κυβέρνησης Παπανδρέου: «Μέσα από τέτοιου είδους κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες, και με τη λογική «τα θέλουμε όλα δικά μας», φθάσαμε στην περιφρόνηση κάθε έννοιας Δικαιοσύνης και δημόσιου συμφέροντος και στη de facto επιβολή του κανόνα: κατάληψη στο σχολείο, και ενίοτε καταστροφή του, κατάληψη στο πανεπιστήμιο, διακοπή της λειτουργίας των μέσων μεταφοράς, της αποκομιδής των σκουπιδιών και προσβολή της δημόσιας υγείας, κατάληψη δημόσιων κτηρίων, ακόμη και υπουργείων, αποκλεισμοί λιμανιών και αεροδρομίων, και κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, πράξεις και απειλές ακόμη και κατά της ζωής. Το σημαντικότερο όλων δε είναι, πως αυτή η εξαιρετικά αντιδημοκρατική και αντικοινωνική κουλτούρα και συμπεριφορά, επενδύθηκε με το μανδύα του προοδευτισμού και της επαναστατικότητας, για να κρύψει το πραγματικό πρόσωπο του συντεχνιακού συμφέροντος». (Πηγή: Ισοτιμία, 16-10-2011).
(10) Σχ. Karl Löwith, 1987: 135 αναφέρει: «Ήδη η Εισαγωγή στην Κριτική της εγελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου περιέχει την πρόταση: Η διάλυση της κοινωνίας στη μορφή της ιδιαίτερης κοινωνικής τάξης είναι το προλεταριάτο. Αλλά η ιδιαίτερη
κοινωνική τάξη είναι το προλεταριάτο όχι ως τάξη μέσα στην αστική κοινωνία, αλλά στο βαθμό που αποτελεί κοινωνία έξω από την υφιστάμενη κοινωνία» .
(11) Βλ. σχ. Holloway, 1985.
(12) Βλ. σχ. Esteva, 2009.
(13) Η εξαγγελία από την τότε κυβέρνηση Παπανδρέου του υποτιθέμενου δημοψηφίσματος (Οκτώβρης 2011) σχετικά με την αποδοχή της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ευρώ που ωστόσο δεν έγινε ποτέ και η ψήφος εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση με τον όρο, από τα ίδια τα μέλη της, να παραιτηθεί ο τότε πρωθυπουργός αποτελούν τα πιο πρόσφατα ιλαρά στιγμιότυπα αυτής της αποσύνθεσης.
(14) Βλ. σχ. στον Πρόλογο από τον John Holloway του βιβλίου του Sergio Tischler, 2012.
(15) Ή όπως ανέφερε πρόσφατα στο Σεμινάριο Προβληματισμού και Ανάλυσης «Πλανήτης γη – αντισυστημικά κινήματα» που έλαβε χώρα στο Πανεπιστήμιο της Γης στην Τσιάπας (CIDECI) του Μεξικού (Ιανουάριος 2012), η εκπρόσωπος της Occupy Wall Street, «της μικροαστικής αντίδρασης όσων έχασαν το κομμάτι του γλυκού που μέχρι τώρα απολάμβαναν» .
(16) Βλ. σχ. Tischler, 2011.
Πηγή: «Εφημερίδα Δράση»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου