4/4/12

Λογική της αγοράς και κοινωνική δικαιοσύνη

του Χρίστου Σ. Αλεξόπουλου


Όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο οξύνεται η οικονομική κρίση και, όπως διαφαίνεται, οι επόμενες δεκαετίες για την Ευρώπη και για την Αμερική θα είναι σίγουρα πιο σκληρές. Αυτό δεν σημαίνει, ότι ο υπόλοιπος κόσμος δεν θα υποστεί τις επιπτώσεις της κρίσης του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος και του τρόπου ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας.

Ιδιαιτέρως όμως στη Δύση το επίπεδο ζωής θα ακολουθήσει πτωτική πορεία κατά 20–25% στις δεκαετίες που έρχονται σύμφωνα με τις προγνώσεις ορισμένων οικονομολόγων.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προγνώσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας για την παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα με αυτές το 2012 η ανάπτυξη θα περιορισθεί στο 2,5%, ενώ έξι μήνες πριν, τον Ιούνιο του 2011, προέβλεπε ανάπτυξη 3,6%. Για την ευρωζώνη προβλέπει ύφεση 0,3%. Ακόμη και για τις δυναμικά αναδυόμενες οικονομίες, όπως της Κίνας, της Βραζιλίας και της Ινδίας προβλέπει μείωση της ανάπτυξης. Οι δυναμικά αναδυόμενες οικονομίες και οι αναπτυσσόμενες μαζί θα έχουν θετικό πρόσημο στην ανάπτυξη της τάξης του 5,4%. Τον Ιούνιο του 2011 όμως η πρόβλεψη ήταν 6,2%.

Μέσα σε ένα εξάμηνο παρατηρείται αναθεώρηση προς τα κάτω. Και το τοπίο παραμένει αρκετά ρευστό.  Για το 2013 η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να έχει ρυθμό ανάπτυξης  ,1 %, ενώ η ευρωζώνη θα απομακρυνθεί από την ύφεση παρουσιάζοντας 1,1% ανάπτυξη.

Είναι εμφανές ότι η εποχή της υπερχρέωσης και όχι της αναδιανομής του πλούτου με κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης οδήγησε σε μια ιστορικά μοναδική μαζική ευημερία, ακόμη και αν η ψαλίδα πλούσιων και φτωχών συνεχώς άνοιγε. Η περισσότερη ευημερία, η μεγαλύτερη κοινωνική πρόνοια και οι υψηλότερες συντάξεις υπερέβησαν τα όρια του κοινωνικού κράτους, το οποίο υπήρξε το κόσμημα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και γενικότερα του ανεπτυγμένου κόσμου.

Στην Ευρώπη η κρατική φροντίδα λόγω των γηρασκουσών κοινωνιών, οι οποίες την απαρτίζουν, σε συνδυασμό με προσδοκίες για υψηλή ποιότητα ζωής και ανάλογες συντάξεις δεν μπορεί πλέον να καλυφθεί οικονομικά.

Παραλλήλως, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας από το ένα μέρος με την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εργασίας και προϊόντων συνέβαλε στη γεωγραφική κινητικότητα του πλούτου και στην ανάπτυξη των δυναμικά αναδυόμενων οικονομιών (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, κ.λπ.), από το άλλο όμως οδήγησε στην αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων, στη σταδιακή εξάντληση των φυσικών πόρων και στην καταστροφή του κοινωνικού ιστού στις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου και στο φαινόμενο της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών από το Νότο στον ανεπτυγμένο Βορρά. Ταυτοχρόνως, με την επικράτηση της λογικής του νεοφιλελευθερισμού προχώρησε ραγδαία η αποσάρθρωση του παραδοσιακού συστήματος κοινωνικών αξιών και η κυριαρχία του ατομικισμού, του κέρδους και του σκληρού ανταγωνισμού.

Το πολιτικό σύστημα και οι πολιτικοί δεν δείχνουν να έχουν συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση αυτής της πτωτικής πορείας και τη γρήγορη βελτίωση της κατάστασης, ενώ έχουν χάσει την αξιοπιστία τους και τη νομιμοποίησή τους στις συνειδήσεις των πολιτών.

Οι διαδηλώσεις άρχισαν να είναι στην ημερήσια διάταξη. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και όχι μόνο, βρισκόμαστε σε μια περίοδο συνεχών κοινωνικών αναταράξεων, που δεν γνωρίσαμε σε αυτή την έκταση και ένταση μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και οι εξελίξεις είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Δημιουργείται στις κοινωνίες η αίσθηση, ότι κανείς δεν γνωρίζει τι θα ξημερώσει αύριο. Η ανασφάλεια κυριαρχεί.

Αυτή η κατάσταση δείχνει ότι ένα μεγάλο πρόβλημα επανέρχεται σε ιστορικά και πολιτικά νέα πιο οξυμένη μορφή. Πρόκειται για τη σύγκρουση της λογικής της αγοράς με την κοινωνική δικαιοσύνη.

Αγορές σημαίνει κατανομή ευκαιριών με κριτήριο τις αξίες των αγορών. Οι κοινωνίες όμως δεν έχουν ούτε τη λογική ούτε την ευελιξία των αγορών, αλλά βασίζονται σε διαφορετικές αξίες ως προς τη δίκαιη κατανομή ευκαιριών από αυτές των αγορών.

Ανάγκες όπως σταθερότητα, ασφάλεια και κοινωνικά δίκαιη κατανομή ευκαιριών, οι οποίες εκφράζονται στους διάφορους δημοκρατικούς θεσμούς, ευρίσκονται σε σύγκρουση με τη δυναμική των αγορών και την εσωτερική λογική τους ως συστήματος.

Κοινωνικά λειτουργικές και συνεκτικές είναι οι πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες, οι οποίες βεβαίως ευρίσκονται στον αντίποδα των πλασματικών, τις οποίες προωθούν οι αγορές όπως ο καταναλωτισμός, ο ατομικισμός και ο ολοκληρωτικός ανταγωνισμός με στόχο την αέναη συσσώρευση κέρδους.

Γι’ αυτό και η κοινωνική ασφάλιση και η βελτίωση της ποιότητας ζωής πέρασαν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους και της πολιτικής, ενώ το οικονομικό σύστημα απαλλάχθηκε από κάθε ευθύνη. Αυτό συνέβαλε στην υπερχρέωση. Επέτρεψε όμως στο οικονομικό σύστημα και στις αγορές να ευημερούν σε βάρος των κοινωνιών. Επειδή δε σε περιόδους μείωσης της ανάπτυξης έχουμε αντίδραση στην αύξηση των φόρων, οι δημοκρατικά αποφασισμένες δημόσιες δαπάνες χρηματοδοτήθηκαν με την υπερχρέωση του κράτους.

Ιδιαιτέρως δε σε κρατικοδίαιτες οικονομίες μετά την υπερχρέωση του κράτους δεν καθυστερεί να εμφανισθεί και η υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα, των επιχειρήσεων και των φυσικών προσώπων.

Οπότε ο ρόλος των αγορών καθίσταται πρωταγωνιστικός, προκειμένου να αντληθούν κεφάλαια για την αντιμετώπιση του χρέους.

Και δυστυχώς τα τελευταία τριάντα χρόνια ο πολιτικός έλεγχος των παγκόσμιων αγορών έχει γίνει πολύ πιο αδύναμος, σχεδόν μηδενικός. Τα αίτια αυτής της κατάστασης είναι δύσκολο να αντιμετωπισθούν, εάν δεν υπάρξουν συστημικές αλλαγές, διότι έχουν δομικά χαρακτηριστικά όχι μόνο σε σχέση με τη μορφή οργάνωσης και λειτουργίας του συστήματος, αλλά αποτελούν σημεία αναφοράς του τρόπου ζωής σε ατομικό επίπεδο.

Η επικράτηση συστήματος κοινωνικών αξιών, οι οποίες αναγορεύουν τον καταναλωτισμό και τον ατομικισμό σε βασικά στοιχεία και προϋποθέσεις ύπαρξης νοήματος σε ατομικό επίπεδο, αποσταθεροποιεί την προοπτική εξισορρόπησης της ατομικής λειτουργίας με το συλλογικό, δημόσιο συμφέρον και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Ανάλογες επιπτώσεις έχει και η πολυδιάσπαση της κοινωνικής πραγματικότητας σε επιμέρους αυτόνομα κοινωνικά συστήματα, τα οποία βασίζονται σε κοινωνικούς ρόλους, οι οποίοι δεν συμβάλλουν στην ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ των ανθρώπινων αναγκών και δυνατοτήτων ως προς την ταχύτητα ροής του χρόνου από το ένα μέρος και από το άλλο των λειτουργικών αναγκών των συστημάτων αναφοράς τους. Η ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας σε συνδυασμό με τη λογική της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης έχουν διαμορφώσει ασταθείς και δυναμικές συνθήκες σε ό,τι αφορά τα επιμέρους κοινωνικά συστήματα και τους ρόλους, οι οποίοι εγγυώνται τη λειτουργία τους. Όλο και περισσότερο κυριαρχεί η αφηρημένη σκέψη, ως προϋπόθεση για τη διεκπεραίωση της λειτουργίας τους. Και αυτό δημιουργεί πολλές διαφορετικές ταχύτητες μεταξύ των κοινωνιών, όχι μόνο μεταξύ αυτών που χαρακτηρίζονται κοινωνίες της γνώσης, αλλά και μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων. Το φαινόμενο αυτό έχει την αφετηρία του τόσο στο διαφορετικό επίπεδο αξιοποίησης της επιστήμης και της τεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία, όσο και στη μορφή κοινωνικής οργάνωσης και εξειδίκευσης κοινωνικών λειτουργιών και ρόλων.

Μια άλλη αιτία για την αδυναμία ελέγχου των παγκόσμιων αγορών κεφαλαίου και εργασίας από το πολιτικό σύστημα είναι η παγκοσμιοποιημένη νέα πραγματικότητα, η οποία χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα και απαιτεί παγκόσμια διακυβέρνηση. Μόνο σε αυτή την περίπτωση είναι εφικτή η δημιουργία των κατάλληλων πλανητικής εμβέλειας μηχανισμών από το πολιτικό σύστημα, οι οποίοι θα είναι σε θέση με την αξιοποίηση της επιστήμης και της τεχνολογίας να σχεδιάσουν τη δυναμική της εξέλιξης. Μίας εξέλιξης, η οποία θα βασίζεται σε μια ισορροπημένη κατανομή εργασίας και πλούτου και θα σέβεται το περιβάλλον. Μόνο τότε θα διασφαλισθεί ένα βιώσιμο μέλλον.

Για να συμβεί βεβαίως αυτό, πρέπει να αντιμετωπισθεί με αποφασιστικό τρόπο η αναγόρευση του οικονομικού συστήματος και ιδιαιτέρως των αγορών σε παγκόσμια δύναμη με πολιτικές προεκτάσεις, η οποία ελέγχει ανθρώπους, κοινωνίες και κράτη, έχοντας κυρίαρχο κριτήριο της λειτουργίας της το κέρδος. Μπροστά σε αυτή την επιδίωξη μάλιστα χάνουν κάθε αξία ανθρώπινες ζωές και θέσεις εργασίας.

Εάν δεν υπάρξει ενεργοποίηση των κοινωνιών τόσο με την κρατική τους έκφραση όσο και ως δομών της κοινωνίας πολιτών στο άμεσο μέλλον τότε θα αναγκασθούμε να αντιμετωπίσουμε πολύ δύσκολες καταστάσεις. Ήδη αυξάνεται δραματικά η κοινωνική ανισότητα, αμβλύνεται επικίνδυνα η κοινωνική συνοχή και οι πρώτες αναταράξεις άρχισαν να εμφανίζονται, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ειρηνική συμβίωση των λαών.

Η πολιτική ως σύστημα και οι πολιτικοί σε πλανητικό επίπεδο και στην Ευρώπη ιδιαιτέρως πρέπει να απελευθερωθούν από τη σχεδόν πλήρη υποταγή στο οικονομικό σύστημα και στις αγορές. Είναι πλέον επιτακτική ανάγκη να πάψουν να λειτουργούν ως διαχειριστές των κατευθύνσεων τους και να αποκτήσουν την απαραίτητη αυτονομία, η οποία θα εγγυάται τη διεκπεραίωση του πολύ σημαντικού ρόλου της διασφάλισης της ισορροπίας των κοινωνικών συστημάτων και του σχεδιασμού του μέλλοντος με στόχο την ευημερία του συνόλου των πολιτών.

Οι κοινωνίες δεν θα αντέξουν σε βάθος χρόνου την εξαθλίωση τους και η παροχή «δημοκρατικής νομιμοποίησης» θα τεθεί υπό αμφισβήτηση.

Το πρόβλημα είναι, ότι αυτές οι συνθήκες είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε ανατροπές χωρίς βιώσιμη προοπτική. Αυτό οφείλεται από το ένα μέρος στην έλλειψη συνολικής εναλλακτικής πρότασης μετάβασης της κοινωνικής πραγματικότητας και των επιμέρους συστημάτων, τα οποία την αποτελούν, στην επόμενη φάση της ανθρώπινης ιστορίας, η οποία θα ισορροπεί τη βιώσιμη ανάπτυξη με την κοινωνική δικαιοσύνη, τις δυνατότητες και τα όρια του ανθρώπου με την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας καθώς και με την ταχύτητα της ροής του χρόνου.

Από το άλλο μέρος προκαλούνται συνθήκες ασφυξίας στις κοινωνίες από την αδυναμία του κώδικα επικοινωνίας στη σύγχρονη πραγματικότητα να αποτελέσει αξιόπιστο εργαλείο ρεαλιστικής αποτύπωσης της πραγματικότητας και ανάπτυξης ανάλογου διαλόγου, ο οποίος οδηγεί σε συγκλίσεις και συναινέσεις. Και τούτο, διότι η επικοινωνία, τόσο η μαζική όσο και η διαπροσωπική, κινούνται εγκλωβισμένες στη λογική του πολιτισμού της προσομοίωσης. Η ψηφιακή πραγματικότητα είτε στο πλαίσιο των ηλεκτρονικών ΜΜΕ είτε στο πλαίσιο του διαδικτύου οδηγεί και σε ανάλογη βίωση, η οποία οριοθετείται από τον αποσπασματικό χαρακτήρα της ψηφιακής επικοινωνίας. Η κυριαρχία της εικόνας από το ένα μέρος δεν αποτυπώνει το σύνολο της πραγματικότητας, αλλά μόνο αυτό που βλέπει ο φακός και επιλέγει ο χειριστής του και από το άλλο ο όποιος διάλογος αναπτύσσεται, βασίζεται σε αυτή την ελλειμματική εικονική αποτύπωση και όχι στο σύνολο των παραμέτρων, που συνθέτουν την σύγχρονη πραγματικότητα.

Αρνητικές επιπτώσεις έχει επίσης η έλλειψη κοινού μεθοδολογικού εργαλείου προσέγγισης και ερμηνείας της πραγματικότητας, λόγω της πολυπλοκότητας που την χαρακτηρίζει και της αδυναμίας της νόησης του ανθρώπου ως ατόμου να την συλλάβει σε όλες της τις διαστάσεις.

Αυτά τα δεδομένα οδηγούν σε ορισμένες σημαντικές διαπιστώσεις για την περίοδο κρίσης, που διανύουμε.

Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις σε πολιτικό επίπεδο καθώς και ο σχεδιασμός του μέλλοντος προϋποθέτουν σύνθετους μηχανισμούς με διεπιστημονική επάρκεια, οι οποίοι θα παρέχουν το αναγκαίο γνωστικό υλικό και θα εγγυώνται στο μεγαλύτερο βαθμό τη βιώσιμη προοπτική των επιπτώσεων της πολιτικής λειτουργίας. Προς το παρόν τέτοια εργαλεία αξιοποιούνται μόνο από κρατικές οντότητες ανεπτυγμένων μεταβιομηχανικών χωρών.

Οι κοινωνίες και οι μεμονωμένοι πολίτες χρειάζονται μηχανισμούς απλοποίησης της πολυπλοκότητας, που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, ώστε να μπορούν να την κατανοήσουν και με βάση το εκλαϊκευμένο πληροφοριακό φορτίο, που δέχονται, να είναι σε θέση να κάνουν επιλογές και να δίδουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση στην κοινωνικοπολιτική δυναμική και εξέλιξη. Ο φορέας δε που μπορεί να διεκπεραιώσει αυτή τη λειτουργία, είναι η κοινωνία πολιτών, εάν βεβαίως δεν αποτελεί προέκταση του πολιτικού συστήματος και οργανωτικά πληροί τις προϋποθέσεις.

Ταυτοχρόνως όμως η κοινωνία πολιτών πρέπει να είναι δομημένη με δικτυακή μορφή και θεματική αναφορά ανάλογα με τον τομέα δραστηριοποίησης. Η δικτύωση βεβαίως δεν πρέπει να εξαντλείται στα εθνικά όρια, αλλά οφείλει να έχει πλανητικό χαρακτήρα, διότι και τα προβλήματα σε όλα τα κοινωνικά συστήματα από το οικονομικό μέχρι το πολιτικό και το πολιτισμικό διαπλέκονται και πλήττουν όλο τον πλανήτη.

Και η κοινωνική δικαιοσύνη εξαρτάται και οριοθετείται ποιοτικά και ποσοτικά από τη δυναμική της εξέλιξης σε παγκόσμιο επίπεδο, διότι δεν είναι ένα ιδεατό μόρφωμα, αλλά το περιεχόμενο της σχετίζεται άμεσα με τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και την κατανομή των ευκαιριών στις τοπικές κοινωνίες καθώς και την πρόσβαση των κοινωνιών αυτών στους αναγκαίους φυσικούς πόρους, ώστε να δρομολογηθεί αναπτυξιακή δυναμική.

Σε αυτή την πορεία η κοινωνία πολιτών καλείται να παίξει αποφασιστικό ρόλο. Από το ένα μέρος μπορεί να εκφράζει το δημόσιο συμφέρον και από το άλλο να συνδράμει τις τοπικές κοινωνίες, με την πληροφόρηση που θα παρέχει, στην αξιολόγηση των πολιτικών αποφάσεων και επιλογών.

Βασική επιδίωξη όμως θα πρέπει να είναι σε συνεργασία με τη διανόηση να προκαλέσει την έναρξη ενός συστηματικού διαλόγου για την αναζήτηση οράματος χωρίς εθνικές περιχαρακώσεις και στρατηγικής, που θα ανταποκρίνονται στις νέες πλανητικές συνθήκες και ανάγκες ενός βιώσιμου μέλλοντος. Δυστυχώς το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να ηγηθεί αυτής της πορείας, διότι λειτουργεί μόνο διαχειριστικά, σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα βασιζόμενο σε ιδεοληψίες και εμπειρισμούς χωρίς προοπτική. 


Πηγή: Monthly Review

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου