Όλος ο κόσμος ξέρει το πιο πρόχειρο τέτοιο παράδειγμα, τη ναζιστική Γερμανία. Όταν οι καπιταλιστές της χτυπήθηκαν από το κραχ του 1929, καταστροφικό όσο και η σημερινή κρίση στην Ελλάδα, για να κρατήσουν τα προνόμιά τους έδωσαν την εξουσία στον Χίτλερ. Η αριστερά, απορροφημένη από τις διαιρέσεις της, δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα τον κίνδυνο. Μόλις δυνάμωσαν οι ναζί την τσάκισαν, κι έστησαν το απάνθρωπο καθεστώς τους. Εξαπέλυσαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ώσπου εντέλει κατέστρεψαν κι εκείνους που τους είχαν φτιάξει. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος από το να υποτιμάς τον φασισμό. Οι ηγέτες του αρχικά φαίνονται γελοίοι, ο Χίτλερ και ο Μουσσολίνι ακριβώς έτσι έμοιαζαν στους συγχρόνους τους, αλλά είναι επικίνδυνοι. Δεν πρέπει να τους δώσουμε καμιά ευκαιρία να δυναμώσουν.
Μια θεωρία λέει ότι διαφημίζεις τους νεοναζί όταν μιλάς γι’ αυτούς, και είναι καλύτερο να τους αγνοείς. Ποια η γνώμη σου;
Λες και είχαν ανάγκη διαφήμισης από την αριστερά, λες και δεν τους διαφημίζουν ακατάπαυστα τα κανάλια και οι λεγόμενες ‘σοβαρές’ εφημερίδες, από την Καθημερινή ως το Βήμα και τα Νέα, ή ακόμη και δήθεν ‘νηφάλια’ έντυπα κουλτούρας, όπως το ταλαίπωρο Books Journal. Αυτή όμως είναι θεωρία του καφενείου, δεν είναι σοβαρή άποψη. Συχνά την επαναλαμβάνουν φίλοι από το ΚΚΕ ή τον Συνασπισμό. Τους ρωτώ τότε, σε ποιά στοιχεία τα στηρίζετε αυτά που λέτε; Ποιά είναι η στρατηγική των κομμάτων σας για ν’ αντιμετωπιστεί ο φασισμός; Δεν την κρίνω, απλά ζητώ να μάθω ποιά είναι. Κανείς δεν ξέρει φυσικά να πει ποια είναι αυτή η στρατηγική, απλούστατα γιατί καμιά τέτοια στρατηγική δεν υπάρχει. Ξέρετε τι συμβαίνει; Οι ηγεσίες αυτών των κομμάτων δεν έχουν επεξεργαστεί καμιά στρατηγική για την αντιμετώπιση του φασισμού, κι έτσι πετάνε χαζομάρες για να περνάει η ώρα, για να κρύψουν τις ευθύνες τους. “Μην ασχολείστε με το πρόβλημα, και θα λυθεί από μόνο του”. Ωστόσο οι αγωνιστές της βάσης δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια. Βλέπουν ότι η αδράνεια των ηγεσιών απλώς γιγαντώνει το πρόβλημα. Δέκα χρόνια τώρα ανεβαίνει η άκρα δεξιά, πρώτα το Λάος και ήδη οι χρυσαυγίτες, και ο στρουθοκαμηλισμός της επίσημης αριστεράς δεν τους ενόχλησε καθόλου· αντίθετα, τους ευνόησε.
Άλλη άποψη λέει ότι δε χρειάζεται να αναπτυχθεί αντιφασιστικό μέτωπο, και ότι το δυνάμωμα των αγώνων ενάντια στα μνημόνια μπορεί να τους κόψει το δρόμο.
Αυτή στηρίζεται στη γνωστή αναγωγιστική θεωρία της δεκαετίας του 1930, που θεωρούσε τον φασισμό απλώς πολιτικό επιφαινόμενο, χωρίς δική του δυναμική. Ουσιαστικά, αναπαράγει τα τραγικά λάθη που άνοιξαν το δρόμο στον Χίτλερ και οδήγησαν το αριστερό κίνημα της Γερμανίας στο χαμό. Τα ιστορικά δεδομένα μάς δίνουν μια ολότελα διαφορετική εικόνα. Πρέπει να μελετήσουμε τα παραδείγματα που έχουμε, και να δούμε πού αντιμετωπίστηκε σωστά ο φασισμός και πού όχι. Κατά τη γνώμη μου, αυτά τα παραδείγματα δείχνουν ότι ο φασισμός, που σε καιρό κρίσης ενισχύεται από τους καπιταλιστές και το κράτος, δεν νικιέται αν δεν σχηματιστεί ένα ευρύ αντιφασιστικό μέτωπο. Μέτωπο που να ενώνει όλες τις δυνάμεις, από τις γυναίκες που αρνούνται να επιστρέψουν στο ρόλο της νοικοκυράς, τους οργανωμένους μετανάστες και κάποιους δημοκράτες ως τους αναρχικούς, και να πολεμά δίνοντας ιδεολογικές μάχες, κινητοποιώντας μαζικούς φορείς και ανακτώντας τον δημόσιο χώρο, ιδίως τον έλεγχο των δρόμων. Σήμερα μόνον ένα τέτοιο μέτωπο, στο οποίο οφείλουν να συμμετάσχουν οι οργανώσεις της αριστεράς και ιδίως το ΚΚΕ, αν εννοούν σοβαρά αυτά που επαγγέλλονται, μπορεί ν’ ανασχέσει την εξάπλωση των χρυσαυγίτικων φέουδων, και ν’ απελευθερώσει ξανά, γιατί δυστυχώς νέα απελευθέρωση χρειάζεται, τον Άγιο Παντελεήμονα.
Πες μας, γιατί είχαν σημασία τα αντιναζιστικά συλλαλητήρια που έγιναν στις 17 Μάρτη;
Για πρώτη φορά ένωσαν τόσες χιλιάδες λαού, ντόπιους και μετανάστες, νέους και ηλικιωμένους, παλαίμαχους και πρόσφατα κινητοποιημένους, γυναίκες και άνδρες, σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, ενάντια στην εξάπλωση του φασισμού. Φέτος ήταν πολύ πιο μαζικά από παλιότερα αντίστοιχα συλλαλητήρια, επειδή ολοένα περισσότερος κόσμος καταλαβαίνει πως ο φασισμός είναι πραγματικό πρόβλημα, και πως μόνον ο οργανωμένος λαός μπορεί να τον σταματήσει. Δεν θα εξατμιστεί από μόνος του, ούτε θα καταπολεμηθεί ποτέ από το κράτος, ό,τι και αν λεν οι νόμοι, γιατί στην πραγματικότητα ορισμένοι κρατικοί μηχανισμοί είναι οι ίδιοι που τον καλλιεργούν. Δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα η δικαιοσύνη αθώωσε τον νεοναζί Πλεύρη, ή ότι τα ΜΑΤ προστατεύουν τις κινητοποιήσεις των χρυσαυγιτών, ενώ εμπόδισαν τους αντιφασίστες να πραγματοποιήσουν την προγραμματισμένη συναυλία στον Άγιο Παντελεήμονα. Αυτό έγινε με εντολή των πολιτικών προϊσταμένων τους, του ελεεινού Χρυσοχοΐδη και του τραπεζίτη Παπαδήμου, όλων των επικεφαλής της σημερινής χούντας. Χρειάζονται τους φασίστες για να χτυπήσουν το διεκδικητικό κίνημα των εργαζομένων, και οργανώνουν τα πογκρόμ των μεταναστών και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης για να απομακρύνουν την προσοχή από τις ευθύνες τους για τη χρεωκοπία. Τόσο αδίστακτες και κυνικές πολιτικές έχουμε να δούμε από τον καιρό της ναζιστικής Κατοχής.
Πώς χρειάζεται να κινηθεί η αριστερά προκειμένου να εμποδίσει την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή;
Η αριστερά έπρεπε να είχε κινητοποιηθεί πολύ νωρίτερα ενάντια στον φασιστικό κίνδυνο, κρίμα που δεν το έκανε, αλλά βέβαια δεν είναι ακόμη πολύ αργά.
Είναι επικίνδυνο να μπει η Χρυσή Αυγή στη βουλή. Αν το πετύχει αυτό, οι παρακρατικοί μηχανισμοί που συνδέονται μαζί της θα διαβρώσουν ακόμη περισσότερο το κράτος. Επίσης, θα χρησιμοποιήσει το βήμα της βουλής για να προπαγανδίσει το μίσος με το οποίο απειλεί άμεσα τη ζωή των μεταναστών, αλλά όχι μόνον αυτών. Μάθαμε όλοι και όλες, πιστεύω, τι έγινε την περασμένη εβδομάδα στου Ζωγράφου, όπου φασίστες επιτέθηκαν και τραυμάτισαν άσχημα αριστερούς φοιτητές. Τέτοια και χειρότερα επεισόδια θα έχουμε ολοένα συχνότερα στο μέλλον. Αν οι φασίστες χτυπούν σήμερα τους μετανάστες, το κάνουν όχι επειδή τους έχουν καμιά ιδιαίτερη προτίμηση, δεν συμβαίνει τίποτε τέτοιο, αλλά επειδή ξέρουν ότι λίγος είναι ο κόσμος που θα πάει να υπερασπιστεί τους μετανάστες. Τους χτυπάνε ακριβώς επειδή σήμερα οι μετανάστες είναι οι πιο αδύναμοι. Όσο περισσότερο δυναμώνουν όμως οι χρυσαυγίτες, τόσο θα πληθαίνουν οι στόχοι τους. Θ’ αρχίσουν να χτυπούν συνδικαλιστές, γυναίκες, αριστερούς, όλους εκείνους που αντιστέκονται στη χούντα. Αν δεν τους σταματήσουμε τώρα, που είναι ακόμη λίγοι, τότε δεν θ’ αργήσει να έρθει και η σειρά μας. Πρέπει να πείσουμε γι’ αυτό όλους τους συντρόφους και τις συντρόφισσες που υποτιμούν τον κίνδυνο του φασισμού. Τι περιμένουν δηλαδή, να φανεί και στην Ελλάδα κανένας Μπρέιβικ;
Πώς θα σταματήσουμε όμως τους φασίστες; Αυτό δεν είναι ζήτημα αυτοσχεδιασμών, αλλά χρειάζεται στρατηγική. Και η στρατηγική για την αντιμετώπιση του φασισμού δεν μπορεί να βγει από το νου του ενός ή του άλλου ατόμου· αντίθετα, χρειάζεται επεξεργασία, σε μορφές που να είναι ανοιχτές και επίκαιρες, από συλλογικούς φορείς. Χρειάζεται ανοιχτή κι εμπεριστατωμένη συζήτηση, στους κόλπους της αριστεράς και με όλο τον κόσμο που αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο του φασισμού.
Νομίζω πάντως ότι σημαντικά στοιχεία της στρατηγικής αυτής θα είναι η δημιουργία ενός μετώπου μαζικών φορέων, που θα δίνει άμεση απάντηση σε κάθε φασιστική επίθεση. Με οργανώσεις βάσης που θα ξαναπάρουν από τις φασιστικές συμμορίες, όπως είπαμε προηγουμένως, τον έλεγχο των δρόμων. Που θα κλείσουν όλα εκείνα τα γραφεία τα οποία στην πραγματικότητα είναι άντρα τρομοκρατικών οργανώσεων, από τα οποία οργανώνονται και ξεκινούν πογκρόμ. Χρειαζόμαστε ομάδες που, ενώνοντας στους κόλπους τους ντόπιους και μετανάστες και αγωνίστριες, θα επιτρέψουν ξανά να κυκλοφορούν ασφαλείς στους δρόμους όλης της Αθήνας ντόπιοι και μετανάστες και γυναίκες, και να μη φοβούνται ακόμη κι επιθέσεις στα σπίτια και στα καταστήματά τους, όπως αυτές που οργανώνουν στον Άγιο Παντελεήμονα και αλλού οι νεοναζί με την κάλυψη πάντοτε της αστυνομίας.
Υπάρχει, τέλος, και το ιδεολογικό μέτωπο. Πρέπει να μιλήσουμε, σε απλή και κατανοητή γλώσσα, στους έφηβους που περιβάλλουν τις φασιστικές ομάδες επειδή θέλουν κάπου ν’ ανήκουν, στους κατεστραμμένους μικροαστούς κι εργάτες που από απόγνωση σκέφτονται να τις πλαισιώσουν, στις γυναίκες που πίστεψαν ότι το πρόβλημα για την ασφάλειά τους είναι οι μετανάστες και όχι οι ίδιοι οι νεοναζί. Πρέπει να εξηγήσουμε ότι ο φασισμός, όσο και αν δανείζεται συνθήματα και οργανωτικές τεχνικές της αριστεράς, θέλει να διχάσει τους εργαζόμενους και να τσακίσει τις διεκδικήσεις μας. Ότι όσο και αν παριστάνει τον αντιστασιακό, είναι παρατρεχάμενος των τραπεζιτών και του κράτους. Ότι είναι πραγματικός κίνδυνος και όχι φαντασίωση, όπως επαναλαμβάνουν δυστυχώς οι τυφλές ηγεσίες της αριστεράς. Αν κινηθούμε σύντονα θα τα καταφέρουμε όλα αυτά, γιατί τώρα πια ο κόσμος συνειδητοποιεί το πρόβλημα του φασισμού.
• Ο Σπύρος Μαρκέτος είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ και μέλος του Πανελλαδικού Συντονιστικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Πηγή: εφημερίδα Εργατική Αλληλεγγύη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου