22/12/11

Υποκείμενο, ενδεχομενικότητα και ριζοσπαστική πολιτική

του Δήμου Ε.

Πρόλογος

Ο τίτλος του κειμένου γεννά ένα αναπόφευκτο ερώτημα: Γιατί άραγε να γράψει κάποιος ένα κείμενο για την ενδεχομενικότητα στην ιστορία της ριζοσπαστικής σκέψης; Γιατί να το κάνει αυτό κανείς, σε μία πολιτική συγκυρία μάλιστα στην οποία καθήκον όλων όσων εντάσσονται στην Αριστερά και δει την αντισυστημική ή αντικαπιταλιστική (του γράφοντος συμπεριλαμβανομένου) είναι η άμεση πολιτική και κοινωνική παρέμβαση, με στόχο την ανάπτυξη δυναμικών κοινωνικών αγώνων, οι οποίοι θα αναχαιτίσουν την πρωτοφανή αντιλαϊκή επίθεση των ημερών μας, με όρους ιστορικής αντεπανάστασης;

Ο λόγος είναι στην ουσία διττός: Από τη μία πλευρά, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ιστορικά, όλες οι οικονομικές κρίσεις, αποτέλεσαν πρώτης τάξεως ευκαιρία για ριζικές αναδιατάξεις συσχετισμών δυνάμεων (τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο) είτε προς μία επαναστατική είτε προς μία συντηρητική κατεύθυνση. 

Και για να ακριβολογούμε, είτε κατέληξαν σε αναδιάταξη του συσχετισμού υπέρ των κοινωνικών δυνάμεων της εργασίας, είτε της αστικής τάξης. Το φάσμα των δυνατοτήτων σε αυτή τη συγκυρία φαίνεται από νωρίς ήδη να είναι απεριόριστο: Από διάλυση και του τελευταίου ψήγματος συνοχής και επιστροφή σε συνθήκες κοινωνικής εξαθλίωσης και ταξικής πόλωσης της Ελλάδας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μέχρι την επαναστατική ρήξη και την οικοδόμηση μιας νέας δικαιότερης για τα λαϊκά στρώματα κοινωνίας.

Από την άλλη όμως πλευρά, εκτιμώ πως σε τέτοιους ιστορικούς κόμβους της πάλης των τάξεων για έναν κοινωνικό σχηματισμό, το πολιτικό υποκείμενο που διεκδικεί να εκπροσωπήσει και να εκφράσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά και να καθοδηγήσει την πάλη της με ανατρεπτικό και επαναστατικό προσανατολισμό, οφείλει να επεξεργαστεί ένα πρόγραμμα δράσης (με αιτήματα και αιχμές που θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να είναι ‘προωθημένες’) και ένα πολιτικό σχέδιο, το οποίο θα αξιώνει τα εξής: Να σφυρηλατεί και να βαθαίνει τη συμμαχία όλων των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων και θα καθιστά στιβαρότερες τις αντιστάσεις, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο και να διαβλέπει την επαναστατική και ρηξιακή δυναμική που είναι εγγεγραμμένη στη συγκυρία.

Για να το πραγματοποιήσει όμως αυτό, χρειάζεται να πληρούται μία σημαντική θεωρητική προϋπόθεση. Να αντιλαμβάνεται η αντικαπιταλιστική Αριστερά ότι σε τέτοια ιστορικά σταυροδρόμια αναβαθμίζεται η κρισιμότητα και ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα σε βάρος της ‘αντικειμενικής κατάστασης’. Να αντιληφθεί ότι αυτή συγκυρία αναμφίβολα αφήνει ένα μεγάλο πολιτικό κενό εξαιτίας των τομών που πρόκειται να εμπεδωθούν και το οποίο μένει να καλυφθεί. 

Έχουμε μπει για τα καλά στη ζώνη του πολιτικώς απρόβλεπτου και του αναποφάνσιμου και τον κύριο λόγο τον έχουν οι ανταγωνιστικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και όχι ο αυτοματισμός και οι σιδερένιοι νόμοι της ιστορικής αναγκαιότητας. Είναι μία περίοδος πύκνωσης του πολιτικού χρόνου και επιτάχυνσης των κοινωνικών διαδικασιών και γεγονότων (άνοδος ταξικής συνείδησης, κ.λπ.). Ίσως να πρόκειται για μία περίοδο συμβαντικής τάξης, για να το πούμε και με Μπαντουϊκούς όρους.

Αυτό –και προς αποφυγή παρεξηγήσεων– δε σημαίνει ότι βρισκόμαστε στη ζώνη του αγνωστικισμού κάθε φορά που ιστορικές ανατροπές έρχονται να συνταράξουν το πολιτικό-οικονομικό υπόδειγμα. Ούτε επίσης, ότι δεν υπάρχει δυνατότητα για εκτιμήσεις σχετικά με την εξέλιξη των κοινωνικών αγώνων και την επεξεργασία μιας μάχιμης πολιτικής γραμμής. 

Απλά αν υπάρχει μία αδήριτη αναγκαιότητα να ενσωματωθεί στη μαρξιστική θεωρητική και πολιτική (κατ’ επέκταση) πρακτική το στοιχείο του απροσδόκητου, είναι κυρίως για να εξασφαλίσει στο επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο την ευελιξία να αναδρά με τα γεγονότα της πραγματικότητας –τη μη γραμμική τους εξέλιξη– ώστε να μην καταλήξει σε τοποθετήσεις, των οποίων οι συνδήλωση θα είναι το γνώριμο (ειρωνικό) σχήμα: «Εάν τα γεγονότα δεν ανταποκρίνονται στη θεωρία και τις εκτιμήσεις μας, τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα».

Εδώ αναφερόμαστε ουσιαστικά, στις «νικηφόρες επαναστάσεις που χαθήκανε» για το λαϊκό και εργατικό κίνημα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Την εαμική επανάσταση, αλλά ίσως και την κοινωνική εξέγερση των Ιουλιανών το 1965, όπου σπουδαίο ρόλο στην ήττα τους έπαιξε και η καταστροφική στρατηγική του ΚΚΕ, βασισμένη στους ακλόνητους πυλώνες της θεωρίας των σταδίων, της στιβαρής πρόσδεσης στις υποδείξεις του ΚΚΣΕ και του λεγκαλισμού του.[1]

Θεωρώ, λοιπόν, πως για να εκτιμήσει η αντισυστημική Αριστερά το ιστορικό της καθήκον και τις ευθύνες της στο διάστημα αυτό, πρέπει να επαναδιατυπώσει και να αναβαθμίσει θεωρητικά τις έννοιες, τόσο του υποκειμένου όσο και της ενδεχομενικότητας. 

Αυτός είναι και ο στόχος του κειμένου: Μέσα από μία σύντομη αναδρομή σε στοχαστές που συνέβαλλαν στην εγγραφή της έννοιας της ενδεχομενικότητας στη ριζοσπαστική πολιτική και φιλοσοφική σκέψη, να παρέμβει αναδεικνύοντας την επαναστατική της θεωρητική δυναμική. Χρειάζεται σε αυτούς τους καιρούς, όσο παράδοξο και αναντίστοιχο και αν φαίνεται να αποστασιοποιηθούμε κάπως και να ‘μελετήσουμε’ (με γνώμονα μια αντικαπιταλιστική, ανατρεπτική στρατηγική), όπως έγραψε κάπου και ο Ζίζεκ,[2] μια που η ‘τυφλή’ δράση δίχως ορίζοντα και περιεχόμενο μπορεί να αποβεί πλήρως αναποτελεσματική. Αν δεν είναι σήμερα εξαιρετικά επίκαιρη η λενινιστική επιταγή του ‘Τι να κάνουμε’[3] -χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατική πράξη- τότε πότε θα είναι;!

Θα ξεκινήσουμε από τον Αλτουσέρ, θα περάσουμε από το Μαρξ και το Μακιαβέλι, για να καταλήξουμε στο Λακλάου, τον Ζίζεκ και τον Μπαντιού. Για τους πρώτους φιλοσόφους αντλούμε κατά κύριο λόγο την ανάλυσή μας από τη σκέψη του Λουί Αλτουσέρ.[4] Πολλαπλές αναγωγές μαρξισμού και ψυχανάλυσης διαπερνούν, συνέχουν και ενισχύουν την αναλυτική μας προσέγγιση.

Λουί Αλτουσέρ
Ο ύστερος Αλτουσέρ, αρχίζει και εισάγει βαθμιαία και συγκροτεί την έννοια του αστάθμητου στην ιστορία. Η ύπαρξη του αστάθμητου και του απρόβλεπτου στοιχείου, γίνεται ο καθοριστικός και ύστατος παράγοντας διαχωρισμού της φιλοσοφίας ως υλιστικής ή ιδεαλιστικής. Αυτή η νέα μετατόπιση εντός της θεωρητικής σκέψης του Αλτουσέρ, σε σχέση με τον αυστηρό δομισμό (ο οποίος διατηρείται στις γενικές του γραμμές, χωρίς όμως ασφυκτικά ντετερμινιστικά σχήματα) της προηγούμενης περιόδου, παράγεται σε συνέχεια μια ολόκληρης θεωρητικής παράδοσης, που ξεκινά -κατά τον ίδιο- από τον Επίκουρο, τον Δημόκριτο, περνά από τον Μακιαβέλι και τον Μαρξ και φτάνει ως τον Χάιντεγκερ.[5]
Αυτή τη νέα θεωρητική γραμμή, την αποκαλεί «υλισμό του αστάθμητου» ή «γραμμή του Δημόκριτου». 

Η αντίληψή του περί του αστάθμητου παράγοντα στην ιστορία, εκκινά ουσιαστικά από τη θέση του ότι η Ιστορία δεν έχει υποκείμενο.[6] Ούτε το προλεταριάτο, ούτε καμία άλλη κοινωνική ομάδα ή πολιτικός φορέας αποτελεί την -αλλοτριωμένη- ενσάρκωση της απόλυτης Ιδέας του κόσμου, η οποία τάχα ενοικεί σε αυτόν. Η φιλοσοφική αυτή τοποθέτηση τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Ιστορία ανήκει στην σφαίρα της διαδικασίας «χωρίς υποκείμενο και χωρίς τέλος».[7] 

Αυτό μεταφράζεται ως εξής: Ότι αφενός στην Ιστορία δεν έχουμε ένα υποκείμενο-υπερβατικό και αξιακό κέντρο του κόσμου, αλλά μόνο ταξικές και κοινωνικές πρακτικές (διαδικασίες που διαθέτουν μία δυναμική μετασχηματισμού),[8] δηλαδή η εξελικτική πορεία της Ιστορίας αποτελεί διακύβευμα της πάλης των τάξεων και δε συνιστά μία γραμμική κίνηση αδιάκοπης προόδου. Αφετέρου, η έλλειψη υποκειμένου μπορεί να αναχθεί στην απουσία οποιουδήποτε Νοήματος του κόσμου ή Πρωταρχικής Αιτίας της Ιστορίας. Δεν υπάρχει συνεπώς, κάποια απόκρυφη Ουσία της κατηγορίας του Είναι, η οποία αναπόφευκτα θα «αυτοπραγματωθεί», με τη μεσολάβηση του υποκειμένου-προλεταριάτου. Αν λοιπόν δεν υπάρχει υποκείμενο δεν υπάρχει και καταστατική αρχή ή Αλήθεια της Ιστορίας. 

Το Νόημα ή Αλήθεια του κόσμου δεν προϋπάρχει, αλλά παράγεται διαμέσου των πρακτικών (και μάλιστα δεν πρόκειται για Αλήθεια, αλλά για αμέτρητες αλήθειες). Συμπερασματικά, αν δεν υπάρχει μία προ-ιστορική Καταγωγή -μία Αρχή-, δεν υπάρχει και Τέλος της Ιστορίας, με την έννοια ενός χρονικού ορίζοντα ανάκτησης του αρχικού Νοήματος. Δεν υπάρχει κάποιος ύψιστος σκοπός, το μέλλον είναι αβέβαιο, μια που τις εκβάσεις των ταξικών αναμετρήσεων κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει.
Όλη αυτή η θεώρηση, ενισχύεται και συμπληρώνεται με την εισαγωγή ενός καινοτόμου στοιχείου στη σκέψη του. Αυτό είναι το αστάθμητο ή αλλιώς το άκρως ενδεχομενικό. 

Κατά τον Αλτουσέρ, απαντώνται σημεία τα οποία δεν υπάγονται στενά στην ταξική πάλη και δεν απορρέουν ευθέως από τον κοινωνικό ανταγωνισμό, αλλά στις παρυφές αυτών των διαδικασιών. Ξεφεύγουν από το μονοσήμαντο καθορισμό των κοινωνικών δομών, συνιστώντας τις εγγεγραμμένες παραφωνίες τους. Είναι, όπως τις αποκαλεί, τα διάκενα, οι νησίδες του απρόβλεπτου, οι ζώνες του ενδεχομενικού, τα περιθώρια, το μη αναγώγιμο. Αυτό το ριζικά «γεγονικό» και απροσδόκητο στη θεωρία κατά τον Αλτουσέρ, παράγει σαφώς τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε υλιστική και ιδεαλιστική φιλοσοφία.

Τη συλλογιστική αυτή γραμμή την εμβαθύνει ο μαρξιστής φιλόσοφος, επισημαίνοντας ότι η φιλοσοφία της ασυνέχειας, του αναδυόμενου και ρηγματικού στοιχείου στην «κανονικότητα» (καταχρηστικά χρησιμοποιώντας τον όρο) της πάλης των τάξεων είναι ουσιωδώς υλιστική και κατά βάση μη απολογητική. Απολογητικές θεωρεί εκείνες τις φιλοσοφίες, οι οποίες (έστω και χωρίς δεδηλωμένη πρόθεση) λειτουργούν ενοποιητικά για τις επιμέρους ιδεολογίες, τους προδίδει μια κάποια συνοχή και τις καθιστά επιτελεστικές. Αποτελούν σε ένα βαθύτερο επίπεδο, συνεκτικό -σε τελική ανάλυση ιδεολογικό και πολιτικό- ιστό του συστήματος και του παρέχει με έναν τρόπο (ιδιαιτέρως έμμεσο και διαμεσολαβημένο) θεωρητική νομιμοποίηση.[9]
Η θέση αυτή αποτελεί μία μομφή απέναντι όχι απλά στις αμιγώς ιδεαλιστικές φιλοσοφίες, αλλά πολύ περισσότερο στα τελεολογικά μαρξιστικά θεωρητικά σύνολα, που ασχέτως προθέσεων, διαθέτουν καταστατικές συζυγίες με θεωρητικούς προσδιορισμούς των ιδεαλιστικών φιλοσοφιών. Καταλήγει να συγκρούεται αποφασιστικά με τον παραδοσιακό μαρξισμό (ακόμα και με πτυχές εκείνου του Ένγκελς ή του Λένιν). Είναι η σπουδαιότερη παράμετρος μιας υλιστικής προβληματικής και το αποτελεσματικό αντίδοτο στην κεκαλυμμένη, πάντα, εσχατολογία (του υποκειμένου και της πρώτης Αρχής), της ορθολογικής-διαφωτιστικής παράδοσης και της αντίληψης της αδήριτης αναγκαιότητας.
Επεκτείνοντας στα άκρα τις θέσεις αυτές, θα μπορούσαμε να πούμε πως το αστάθμητο είναι όρος «εξωτερικός» ως προς τη διαλεκτική του ταξικού ανταγωνισμού, είναι ο παράγοντας που τον διαρρηγνύει και επομένως τον τροποποιεί «εκ των έξω». Είναι, φιλτράροντας τον Χάιντεγκερ, το στοιχείο που υπερχειλίζει μια διαδικασία με παρόν, το μαρξιστικό Εδώ-Είναι (Dasein).

Τέλος, θα ήταν χρήσιμη μία αναγωγή μαρξισμού και ψυχανάλυσης, την οποία προτείνει ο ίδιος ο Αλτουσέρ, γιατί θεωρώ ότι θα βοηθήσει στην κατανόηση της προβληματικής του. Τα αντικείμενα του μαρξισμού και της ψυχανάλυσης προσιδιάζουν στο βαθμό που κανένα από τα δύο δεν μπορεί να αναχθεί στον τύπο μιας τετελεσμένης ιστορίας, αλλά αυτής που διαμορφώνεται από αστάθμητες τάσεις και απροσδόκητες παρεμβολές (πχ ασυνείδητο). Για το λόγο αυτό και τα δύο είναι ξένα προς την παραδοσιακή συγκρότηση των φυσικών επιστημών.
Μάλιστα, μπορούμε να προεκτείνουμε την εν λόγω θεωρητική διατύπωση, συγκρίνοντας τόσο τις μεθοδολογίες του μαρξισμού και της ψυχανάλυσης όσο και την ανάλυση των κεντρικών θεμάτων τους -τις κοινωνικές δομές και το υποκείμενο αντίστοιχα. Όσον αφορά το μαρξισμό, και κυρίως το ρεύμα της σχολής του Αλτουσέρ τη δεκαετία του ‘60, αντιλαμβάνεται τους κοινωνικούς σχηματισμούς ως αρθρωμένη δομή με δεσπόζουσα και με μετατιθέμενο κέντρο. 

Αυτό σημαίνει πως η αστική ταξική κυριαρχία εμπεδώνεται και αναπαράγεται χάρη σε μηχανισμούς (ιδεολογικούς και κατασταλτικούς), που έχουν μια σχετική αυτονομία ο καθένας στη λειτουργία του από τον άλλον -εξ ου και η χρήση του όρου «άρθρωση», με ένα από αυτούς να αναδεικνύεται κάθε φορά ως ο σπουδαιότερος στη διεκπεραίωση αυτού του ρόλου (μετατιθέμενο κέντρο). 

Τέλος, διαθέτει έναν σε τελική ανάλυση προσδιορισμό, που είναι οι παραγωγικές σχέσεις (οικονομία), όπως αντίστοιχα για το υποκείμενο το ασυνείδητο επικαθορίζει σε τελική ανάλυση (έμμεσα και λογοκριμένα πάντα) τις πρακτικές. Αυτή όμως η ρευστότητα του κέντρου της κοινωνικής δομής δε μας παραπέμπει άραγε σε σπουδαιότατες πτυχές της συγκρότησης του υποκειμένου, όπως πχ τα όνειρα, η ομιλία, τα ευφυολογήματα, κ.λπ.;

Ισχυρίζομαι ότι ο Αλτουσέρ, εξαιτίας του ότι διατηρούσε κάποια επαφή με τη φροϋδική και τη λακανική γραμματεία, δέχτηκε επιρροές στη μεθοδολογική του προσέγγιση, φτάνοντας συχνά να δανείζεται και όρους από αυτήν για να καταστήσει αποτελεσματικότερα τα θεωρητικά του εργαλεία. 

Έτσι, η δεσπόζουσα μας θυμίζει έντονα τη διαδικασία της «μετάθεσης» στο όνειρο/ευφυολόγημα, το κράτος ως αποκρυστάλλωση ταξικών συσχετισμών μας παραπέμπει στη διαδικασία της «συμπύκνωσης» που αναφέρει στα ίδια φαινόμενα ο Φρόυντ και το ασυνείδητο που προσδιορίζει λογοκριμένα πάντοτε, αυτές τις διαδικασίες, κατ’ αναλογία με τον -σε τελευταία ανάλυση προσδιορισμό- του κοινωνικού σχηματισμού.

Όσον αφορά τη μεθοδολογία του, επιχειρεί τη «συμπτωματολογική» ανάγνωση αφενός του Κεφαλαίου του Μαρξ, γενικεύοντας την αφετέρου και στην προσέγγιση των ταξικών δομών και μηχανισμών. Για το λόγο αυτό εστιάζει συστηματικά στη συγκεκριμένη κατάσταση, μια που αυτή είναι η κατάλληλη προς ανίχνευση του «κοινωνικού συμπτώματος», το οποίο με τις απαραίτητες αφαιρέσεις θα μας οδηγήσει σε μια ορθή ανάλυση των φαινομένων. Δεν είναι τυχαίο που ο Λένιν τόνιζε επανειλημμένα τη σπουδαιότητα της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης», μια που είναι αδιαμφισβήτητο ότι πουθενά στον πραγματικό κόσμο δε θα βρούμε καταστάσεις, αντίστοιχες με αυτές που περιγράφουν τα κοινωνικά μαρξιστικά μοντέλα και εργαλεία ανάλυσης (όπως το σχήμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κ.λπ.), αλλά πάντοτε θα εμφανίζονται σε μία ιδιάζουσα, ανεπανάληπτη και μη καθαρή -ως προς τον τελικά αναγώγιμο προσδιορισμό- μορφή. Αυτή δεν είναι άλλωστε και η μεθοδολογία των Φρόυντ και Λακάν; 

Ξεκινώντας αναγκαστικά από τα φαινόμενα που χειροπιαστά τους παρουσιάζονται, επιχειρούν να παράγουν, να κατασκευάσουν την ερμηνευτική τους διάσταση.[10] Έτσι, αξίζει να επισημανθεί ότι τα κοινωνικά επιφαινόμενα εκφράζουν και αποτυπώνουν τις γενικές τάσεις και «νόμους», μόνο κατόπιν πολλαπλών διαμεσολαβήσεων, συναρθρώσεων, συμπυκνώσεων και μετατοπίσεων, οι οποίες διαμορφώνουν «μη καθαρά», υβριδικά μορφώματα. 

Ας αναρωτηθούμε, όμως, που αλλού θα εδραζόταν η αναγκαιότητα χρήσης θεωρητικών εργαλείων ανάλυσης, αφαίρεσης, κ.λπ. αν όλα μας παρουσιάζονταν όπως ακριβώς είναι; Τι θα αναλύαμε τότε;

Μετά από αυτή τη σύντομη παρένθεση, στην οποία εκθέσαμε την αναγωγή μαρξισμού-ψυχανάλυσης (η οποία είναι διακριτικά παρούσα σε όλη την έκταση του κειμένου), θα συνεχίσουμε με την παρουσίαση της θεωρητικής συμβολής των Μαρξ και Μακιαβέλι, στο ρόλο της ενδεχομενικότητας στην Ιστορία.

Μακιαβέλι και Μαρξ
Ακολουθώντας και πάλι εδώ τις απόψεις του Αλτουσέρ, ο χάρτης της πολιτικής αλλάζει μετά την εμπειρία της σκέψης του Μακιαβέλι. Και αυτό γιατί είναι ο θεωρητικός της συντυχίας, εισάγει δηλαδή στην πολιτική θεωρία ως καθοριστικό παράγοντα το τυχαίο.

Το στοιχείο αυτό της πολιτικής του φιλοσοφίας εκτίθεται στο σημαντικότερο έργο του, τον «Ηγεμόνα».[11] Ξεκινώντας το συλλογισμό του από τα σύγχρονα καθήκοντα του Ηγεμόνα, που ήταν η πολιτική ενοποίηση των κρατιδίων της Ιταλίας με σκοπό να καταστεί η πολιτική ισχύς, τίθεται ως αποφασιστικός παράγοντας, η τύχη. Για να καταστεί λοιπόν επιτυχημένη η παρέμβαση του Ηγεμόνα (επαναστατικού πολιτικού κόμματος, κατά τον Γκράμσι),[12] πρέπει αυτός να διαθέτει την ικανότητα εντοπισμού των νέων αγνώστων και απρόσμενων πολιτικών ενδεχομένων που αναδύονται. Οφείλει να έχει την πολιτική διαίσθηση να ταυτοποιεί το «ανώνυμο» πεδίο πολιτικών δυνατοτήτων που διανοίγονται, χωρίς να προκύπτουν από τον κυρίαρχο αυτοματισμό της κοινωνικής και πολιτικής αιτιότητας, και εμφανίζονται απρόβλεπτα και παράλληλα να διαθέτει τη δυνατότητα να αξιοποιεί το υλικό αυτό στην κατεύθυνση του επιθυμητού μετασχηματισμού.

Ο Αλτουσέρ βρίσκει έναν κοινό παρονομαστή ακριβώς σε αυτή τη πρωτοπόρα διερεύνηση του νέου, του αχαρτογράφητου, αυτού που ανακύπτει στο περιθώριο της πολιτικής κανονικότητας. Αυτό το πολιτικό κενό (το οποίο αντανακλά την απουσία Καταγωγής και Αιτίας), όπως το κατονομάζει, αποτελεί νησίδα πολιτικής «γύμνιας», ένα χώρο δηλαδή όπου μπορούν να οικοδομηθούν, σχετικά αυτοτελώς, νέες πρακτικές και νέες δομές, που θα υπηρετούν και θα ενισχύουν εναλλακτικά πολιτικά σχέδια (κυρίως επαναστατικά). Είναι ο στοχασμός της γεγονικής συγκυρίας, η οποία στερείται αιτία καταγωγής. Είναι ο κόμβος που συνδέει την επικούρεια φιλοσοφική παράδοση με τον Μπαντιού (για τον οποίο θα μιλήσουμε πιο κάτω αναλυτικά). Αναμφίβολα αποτελεί μία συνολική ρήξη με τις συμβατικές και ηθικές αρχές της πολιτικής: Η πραγματική τύχη είναι το κενό των άκρων! Των περιθωρίων!

Αυτή η ένστικτη διαίσθηση της υλικότητας της συγκυρίας, της ευκαιρίας που πρέπει να «πιαστεί από τα μαλλιά», παρομοιάζεται από το Μακιαβέλι με την εικόνα της αλεπούς. Η αλεπού της πολιτικής, έχει πρώτα από όλα τη δεξιότητα να ανιχνεύει τα πολιτικά κενά, να ψηλαφεί τα πεδία εκείνα που δεν υπάγονται αυστηρά στους τυπικούς πολιτικούς καθορισμούς, που δεν προσπορίζουν δομικά προσχώματα στην επανασταστική και αντισυστημική δράση. Να εντοπίζει τις νησίδες-ευκαιρίες οικοδόμησης καινοτόμων επαναστατικών πρακτικών, αφού αυτές βρίσκονται σε περίσσεια σε σχέση με τις υπάρχουσες δομές. 

Βέβαια, προϋπόθεση αυτών είναι μια προεργασία σε σχέση με την αξιοποίηση αυτής της τύχης, ώστε να καταστεί δυνατή η εμπέδωση νέων πολιτικών δυνατοτήτων που ανέκυψαν και να αποτελέσει τη συντακτική χειρονομία. Ωστόσο, θεωρούμε ότι ο όρος πολιτικό κενό είναι σωστός και επιστημονικά ακριβής, στο βαθμό που τέτοιες καταστάσεις ανοιχτής ενδεχομενικότητας, κρύβουν τον κίνδυνο να υπερπληρωθούν με τάσεις εντελώς αντίρροπες και από κυρίαρχες και συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις. 

Εδώ, θα παραπέμψουμε μία ακόμα φορά στον Μπαντιού και την από μέρους του χρήση της έννοιας της εμμένειας (βλέπε πιο κάτω).

Στο σημείο αυτό, έχει ίσως αξία να σημειώσουμε ότι και ο ίδιος ο Μαρξ είχε «φλερτάρει» με την έννοια της συντυχίας στην ιστορία, κατά την αναζήτηση των ιδιαίτερων συνθηκών συγκρότησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (ΚΤΠ). Αν όχι διαπιστώνει, τουλάχιστον υπαινίσσεται ότι η τυχαία «συνάντηση» πολλών ετερογενών στοιχείων έπαιξαν πολύ καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της μήτρας του ΚΤΠ και επομένως το σύνθετο «όλο» που προκύπτει δεν είναι προγενέστερο, αλλά μεταγενέστερο της εμπέδωσης των στοιχείων αυτών (συνάντηση προλεταρίων που διαθέτουν μόνο την εργασιακή τους δύναμη με τους «ανθρώπους των σκούδων»).[13] Οι επεξεργασίες αυτές που λαμβάνουν χώρα την περίοδο της «ωριμότητας» του Μαρξ, έρχονται σε αντίφαση με άλλα εδάφια, πιο πρώιμα, στα οποία μόνο η αναπόδραστη ιστορική αναγκαιότητα φαίνεται να ερμηνεύει τον τρόπο μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό.

Κοινός τόπος ανάμεσα σε Μαρξ και Μακιαβέλι δεν είναι μόνο η «συνάντηση», αλλά και ο τροπισμός της σκέψης τους: Ο στοχασμός στα άκρα, στα όρια. Όπως ο Μαρξ, για να αντιληφθεί τα κοινωνικά φαινόμενα, υιοθετεί τη μέθοδο των αφαιρέσεων για να διαπιστώσει τα πραγματικά δίπολα που τα προσδιορίζουν (ο ΚΤΠ για παράδειγμα, είναι ένα θεωρητικό σχήμα μοντελοποίησης της κυρίαρχης αντίθεσης αστικής τάξης και προλεταριάτου), έτσι και ο Μακιαβέλι στοχάζεται απαλείφοντας τους μέσους όρους, για να αντιληφθεί τις γενικές τάσεις που διέπουν τις κοινωνικές καταστάσεις. Και λέμε γενικές τάσεις, διότι εκεί συνοψίζεται το όλο νόημα: Υπάρχουν μόνο τάσεις, όχι ασάλευτοι κοινωνικοί ή ιστορικοί κανόνες, αλλά μόνο εξαιρέσεις.[14]

Ο Άκης Γαβριηλίδης σε ένα άρθρο του, επεξηγεί διεξοδικά γιατί ο μόνος παραγωγικός στοχασμός είναι αυτός των άκρων.Ο Άκης Γαβριηλίδης σε ένα άρθρο του, επεξηγεί διεξοδικά γιατί ο μόνος παραγωγικός στοχασμός είναι αυτός των άκρων.[15] Το πρόταγμά του είναι ότι οφείλουμε να σκεφτόμαστε με βάση την εξαίρεση και όχι τον κανόνα – στα άκρα που αποτελούν τα όρια της κανονικότητας – όχι από εκκεντρικότητα ή εξαιτίας της γοητείας κάποιου επιτηδευμένου διαφορισμού, αλλά διότι πρέπει να γνωρίζουμε τις ακραίες όψεις των πραγμάτων, ώστε να είναι δυνατό να διεισδύσουμε, να ερμηνεύσουμε και να γνωρίσουμε τη φύση του μέσου όρου. Το αντίστροφο είναι αδύνατο. Αν στοχαστούμε την έκτακτη στιγμή, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε επαρκώς την ομαλότητα, διαφορετικά, απλά θα την αναπαράγουμε ταυτολογικά.

Δύο παραδείγματα μπορούν να φωτίσουν περαιτέρω την παραπάνω θεώρηση. Πρώτον, ο Φουκώ συστηματοποίησε και ενσωμάτωσε στην προβληματική του αυτόν τον τρόπο σκέψης, που χαρακτηριστικότερα αποτυπώνεται στην εργασία του για την ιστορία της τρέλας.[16] Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, πως η κατεξοχήν κατάσταση μη κανονικότητας, η τρέλα, είναι ήδη εγγεγραμμένη στην αιτιώδη αλυσίδα της λογικής και παράγεται (και τυχαία) από το ίδιο πρωτογενές υλικό που συνθέτει και το «υγιές», το «ομαλό». Δεύτερον, στρέφοντας το βλέμμα μας στο Φρόυντ και το Λακάν, εύκολα θα διαπιστώσουμε ότι ο μηχανισμός γένεσης της «ψυχολογικής ανωμαλίας», του «συμπτώματος» νευρώσεις, ψυχώσεις, κλπ), σχηματικά, αξιοποιεί τίποτα περισσότερο από ότι ήδη υπάρχει, δηλαδή το ασυνείδητο από τη μία πλευρά και τα υλικά βιώματα και παραστάσεις από την άλλη. Το πρώτο εμφωλιάζεται γενικά λογοκριμένο στις δεύτερες, αλλά τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο δε λογίζονται ως εξαιρέσεις στην κανονικότητα του υποκειμένου.
Συμπερασματικά, η εξαίρεση λειτουργεί ως όρος του κανόνα και το έκτακτο και αναπάντεχο ως συνθήκη του ομαλού και προβλέψιμου.[17] Και αυτή η αποδομητικού τύπου (αλά Ντεριντά) τοποθέτηση – μακιαβελική κληρονομιά, είναι εξαιρετικά χρήσιμη για τη μάχιμη αναμέτρηση της αντικαπιταλιστικής/ αντισυστημικής ιδεολογίας απέναντι στην κυρίαρχη, της οποίας η ισχύς και αποτελεσματικότητα έγκειται σε μεγάλο βαθμό, στην αναγωγή και σύγκριση των πάντων με την αστική κανονικότητα και τις παραδεδεγμένες νόρμες.

Ερνέστο Λακλάου
Ο Ερνέστο Λακλάου ασχολήθηκε συστηματικά με το ζήτημα του υποκειμένου και της ενδεχομενικότητας και συγκρότησε μια θεωρία η οποία πραγματοποιεί μια σύζευξη της πάλης των τάξεων και της λακανικής προβληματικής, η οποία είναι κατά την άποψή μας πολύ επιτυχημένη. Εδώ, στηριζόμαστε στην εργασία του ‘Για την επανάσταση της εποχής μας’.[18] Επισημαίνουμε ότι αν και ο Λακλάου καταλήγει σε μία πολιτική πρόταση, η οποία είναι στα όρια του ρεφορμισμού και των μικρών δημοκρατικών μεταβάσεων, οι θεωρητικές επεξεργασίες του μπορούν κάλλιστα να στραφούν σε έναν πιο ριζοσπαστικό πολιτικό προσανατολισμό.
Εκκινά και αυτός το συλλογισμό του ότι δεν υπάρχει μία και μόνη καθολική Ουσία/ Αλήθεια και πως το «κοινωνικό» (το σύνολο των κοινωνικών πρακτικών) δεν είναι ομοιογενές. Η θεώρηση αυτή τον ωθεί να παράξει μία ενδιαφέρουσα άποψη, του εν γένει κατακερματισμένου χαρακτήρα των υποκειμένων και της πολλαπλότητας των κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων. Γι’ αυτόν, η ριζοσπαστικότητα της πολιτικής δεν εξαρτάται από την οικοδόμηση ενός υποκειμένου ικανού να ενσαρκώσει το τάχα υπαρκτό αλλά «κρυμμένο» καθολικό. 

Αντιθέτως, είναι συνάρτηση της επέκτασης και του πολλαπλασιασμού των μερικών και κατακερματισμένων μη αναγώγιμων υποκειμένων. Όλες οι ταυτότητες (εργατικές, σεξουαλικές, φυλετικές, κλπ) και όλες οι συλλογικότητες εμπλέκονται ενεργά στη διαδικασία λήψης των πολιτικών αποφάσεων και έχουν λόγο/μερίδιο στην πλανητική διαχείριση της κοινωνίας. Αυτό είναι το πρόταγμα της πλουραλιστικής/ριζοσπαστικής δημοκρατίας των Λακλάου και Μουφ.

Το θεωρητικό του υπόβαθρο σκιαγραφείται γενικά ως εξής: Το δίκτυο των κοινωνικών πρακτικών (που κωδικοποιείται ως «το κοινωνικό») συγκροτείται και σφραγίζεται αποφασιστικά από το Μεγάλο Άλλο. Ο Άλλος είναι το σχετικά συνεκτικό πεδίο εγκλήσεων, στο οποίο αποτυπώνεται και εγγράφεται η κυρίαρχη ιδεολογία. Είναι το ρηματικό πλαίσιο υποδοχής και έκφρασής της και εδώ έγκειται η επιρροή του Λακάν στη θεωρία του. Συνιστά την εκφορά της στο επίπεδο του λόγου και αναλαμβάνει την εξειδίκευσή της στα διάφορα κοινωνικά πεδία. Πάντως, όχι χωρίς αντιφάσεις: Όπως το υποκείμενο είναι καταστατικά διχασμένο, έτσι και ο Άλλος-η Συμβολική Τάξη είναι και αυτή διχασμένη. 

Το κενό αυτό που ενοικεί στη δομή της είναι ο ασυμβολοποίητος και άφατος κοινωνικός ανταγωνισμός ή αλλιώς η πάλη των τάξεων.
Αυτό στην πράξη, συνεπάγεται ότι το υποκείμενο εγκαλείται μεν ως τέτοιο (προϋπόθεση υιοθέτησης κοινωνικών-ιδεολογικών πρακτικών, όπως ειπώθηκε πιο πάνω), αλλά με αντιφατικό τρόπο. Και αυτό συμβαίνει γιατί αυτό το κενό μεταφράζεται σε μία αδυνατότητα να εγγραφούν και να εμπεδωθούν αποκλειστικά και σε όλη τους την «καθαρότητα» στοιχεία από τα κυρίαρχα ιδεολογικά σύνολα. Ο Άλλος δεν κλείνει μια και καλή ξεμπερδεύοντας από ανταγωνιστικές ιδεολογικές και πολιτικές συνιστώσες, αλλά αντιθέτως βρίθει στοιχείων αντι-ηγεμονίας και αντι-λόγων των υποτελών τάξεων. 

Τα «υποσύνολα» αυτά υπάρχουν είτε ενσωματωμένα μέσα στους κυρίαρχους λόγους, είτε σαν σχετικά αυτοτελείς αντισυστημικοί λόγοι στους κόλπους αντιπαραθετικών πολιτικών δομών, οργανώσεων και συλλογικοτήτων. Η ύπαρξη αυτής της αντίθεσης είναι ακριβώς η συγκρότηση του «κοινωνικού» γύρω από το ριζικά ανοικτό και ατελές της πάλης των τάξεων. Συνεπώς, το υποκείμενο ανταποκρίνεται σε αυτήν την έγκληση, αντιφατικά (αμφιθυμικά), όντας σαφώς πολωμένο προς την ηγεμονική της συνιστώσα.
 
Επομένως, η όψη που περιγράφηκε είναι δομική και δε γίνεται ποτέ να εκλείψει. Απλά, άλλοτε θα ενσωματώνεται σε μεγαλύτερο βαθμό και θα γίνεται πιο ακίνδυνη και περιθωριακή. Όπως λέει και ο ίδιος ο Λακλάου, θα «διαρράφεται» δίνοντας επιφανειακά την εντύπωση ενός στιβαρού ιδεολογικού συστήματος.[19] Εδώ είναι λοιπόν, το σημείο που εισάγεται η έννοια της «συνάρθρωσης». Αφορά τη συναρμογή στη σφαίρα του λόγου, αντιφατικών και ετερογενών στοιχείων, με σαφή ηγεμονία ενός, το οποίο συνέχει αποτελεσματικά όλα αυτά σε ένα ενιαίο και συμπαγές σύνολο/ μόρφωμα. 

Οι επιμέρους αυτοί διαφορισμοί και όλες οι εσωτερικές αιτιάσεις του συνόλου νοηματοδοτούνται από το/ τα σημαίνοντα που διαμορφώνουν τον ηγεμονικό του άξονα. Πρόκειται για την ηγεμονία στην τάξη του λόγου. Είναι το εγχείρημα του Λακλάου για συνέχιση και εμβάθυνση – στο πεδίο του λόγου – της γραμμής του Γκράμσι για την επίπονη κατάκτηση της ηγεμονίας. 

Από την άλλη πλευρά, είναι προχώρημα, διότι το πεδίο του λόγου (το λακανικό συμβολικό, τα σημαίνοντα) είναι για αυτόν, πρωθύστερος όρος της πολιτικής ηγεμονίας: Η εμπέδωση της αστικής κυριαρχίας περνάει από τον καθοριστικό κόμβο της ιδιοποίησης ιδιαιτέρων και κρισίμων σημαινόντων.

Ο αναβαθμισμένος ρόλος του λόγου στη σκέψη του Λακλάου περί κοινωνίας, τον οδηγεί να συγκροτήσει κάποιες έννοιες-κλειδιά ως θεωρητικά εργαλεία στοχασμού. Η «ταυτότητα» είναι μία ρηματική κατασκευή που συναρθρώνει όλα τα ποικίλα στοιχεία σε ένα συνεκτικό πλαίσιο και η «συνάρθρωση» είναι η διαδικασία/ πρακτική που εδραιώνει τη σχέση των επιμέρους στοιχείων της ταυτότητας (μέσα από έναν ηγεμονικό πυλώνα που τα ανασημασιοδοτεί). Ο «λόγος» αποτελεί το συνεκτικό ιστό της ταυτότητας και η πρώτη της ύλη είναι το «σημαίνον», που διαθέτει πάντα την πρωτοκαθεδρία πάνω στο σημαινόμενο.[20] Και αυτό επειδή το σημαίνον είναι η υλικότητα εκείνη που «αναλαμβάνει» να υλοποιήσει τις μεταθέσεις και τις συμπυκνώσεις νοημάτων γύρω του, με βάση μία επιθυμητή κατεύθυνση (αποτυπώνοντας έμμεσα και ένα συσχετισμό δυνάμεων). 

Ας σκεφτούμε εδώ τον όρο «δημοκρατία». Είναι αναμφισβήτητα ένας όρος που όταν εκφέρεται δεν αντιλαμβάνονται όλοι το ίδιο. Κοινοβουλευτική, αντιπροσωπευτική, αυταρχική, βοναπαρτίστικη αλλά και άμεση – η δημοκρατία μπορεί να καθορίζεται καταλυτικά από αυτούς τους προσδιορισμούς χωρίς να χρειάζεται να επινοήσουμε άλλο όνομα για αυτήν. Μάλιστα, επειδή καμία ομάδα με πολιτική ή ιδεολογική ταυτότητα δεν θέλει να σβήσει αυτόν τον όρο από τη σημαία της, το διατηρούν αυτούσιο, αποσαφηνίζοντάς τη με ένα επίθετο μπροστά. 

Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, που η πολιτική στρατηγική και διαπάλη δομείται και κρίνεται σε πολύ σπουδαίο βαθμό γύρω από το που θα παραπέμπει κυρίαρχα (ή καλύτερα ηγεμονικά) ο όρος αυτός (η πόλωση θα πραγματοποιείται στην πλευρά της άμεσης ή της αντιπροσωπευτικής συνιστώσας της;). Για το λόγο αυτό, το σημαίνον «δημοκρατία» είναι το κατεξοχήν σημείο διαρραφής του «κοινωνικού» (point de capiton, κατά το Λακάν).

Οι ηγεμονικές πρακτικές λοιπόν, είναι αυτές που αναλαμβάνουν τη συρραφή στο πεδίο της πολιτικής, που απορρέει από την καταστατική έλλειψη, την «αδυνατότητα» που οικοδομεί το κοινωνικό. Αυτές προσδίδουν μία κλειστότητα στο ανοιχτό χαρακτήρα του κοινωνικού, η οποία είναι πάντα προσωρινή και ρευστή. Αυτή η αδυνατότητα λοιπόν που αποδόθηκε στην πάλη των τάξεων (εξωτερικός και όχι εσωτερικός-διαλεκτικός παράγοντας των κοινωνικών διαδικασιών κατά το Λακλάου), συνεπάγεται το ριζικά ενδεχομενικό, μη ντετερμινιστικό χαρακτήρα της ηγεμονίας.
Η έκβαση των ταξικών αναμετρήσεων δεν ανάγεται πουθενά, όπως πχ σε οικονομικά στάδια, στην αδιαμφισβήτητη νίκη του προλεταριάτου κάποτε στο μέλλον, κλπ, αλλά με ένα τρόπο προκύπτει τυχαία.[21] Η ηγεμονική πρακτική της άρχουσας τάξης ωστόσο είναι μερική, μια που κατορθώνει να καθηλώνει το νόημα σε κάποιους κόμβους, ποτέ όμως οριστικά. Η ηγεμονία τελικά, είναι το όνομα αυτής της προσωρινής και ενδεχομενικά κατασκευασμένης ταυτότητας της κοινωνικής δομής, η οποία τελεί υπό διακύβευμα διαρκώς, αφού η πάλη των τάξεων είναι το τραύμα που εμμένει, σοβεί στην καρδιά αυτού του δήθεν αρμονικού οικοδομήματος και δε γίνεται να επουλωθεί. Έτσι, δεν μπορεί να υπάρξει κάποια «κλειστότητα» σε οποιοδήποτε ρηματικό-κοινωνικό οικοδόμημα.

Στον αντίποδα της συνάρθρωσης έχουμε την «εξάρθρωση». Είναι ακριβώς αυτός ο ριζικός ανταγωνισμός στο κέντρο της κοινωνικής-συμβολικής δομής που ενεργοποιεί την εξάρθρωση, δηλαδή τη διαδικασία εκείνη που εκκενώνει τα σπουδαιότατα σημαίνοντα (κενά σημαίνοντα) και η ταυτότητα της δομής διαρρηγνύεται. Στοιχεία του γλωσσικού της πλαισίου χάνουν τη σύνδεση αναμεταξύ τους και γίνονται έωλα. Η εξάρθρωση ως ιδιάζουσα έννοια που εισάγει ο Λακλάου, θα τολμούσαμε να πούμε πως αντιστοιχεί στις δυναμικές αναδιατάξεις των κοινωνικών συσχετισμών, στις κοινωνικές επαναστάσεις και γενικότερα στις εντάσεις της πάλης των τάξεων, όπου πολιτικές έννοιες που συνδράμουν στην κοινωνική συνοχή, επαναπροσδιορίζονται και εκκενώνονται από το παλιό τους νόημα, στο οποίο και μετατοπίζεται μερικά ή ολοσχερώς ως προς το σημαινόμενό τους. Η διαμάχη για την ηγεμονία (και τελικά την εξουσία) είναι θα μπορούσαμε να πούμε, το άλλο όνομα της διαδικασίας που περιγράφει το δίπολο «συνάρθρωση-εξάρθρωση». 
Μπορούμε λοιπόν, να αντιληφθούμε ότι η εξάρθρωση προσιδιάζει αφενός στη δομική αδυνατότητα που αναφέρθηκε προηγουμένως και εισάγει το υποκείμενο (πολιτικό, ταξικό, κλπ) σε μία ζώνη απροσδιοριστίας, στην οποία τα πάντα φαντάζουν δυνατά. Αυτό, που για το κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό ήταν ουτοπία, στην κατάσταση εξάρθρωσης, αναφαίνεται στον ορίζοντα, μπορεί να διατυπωθεί ως εφικτή, επίκαιρη και αναγκαία πολιτική πρόταση, στοιχίζει πλατιές μάζες γύρω του (βλέπε τον πρόλογο). Η εξάρθρωση έτσι, γίνεται ο εν γένει τόπος του υποκειμένου, η απόλυτη ενδεχομενικότητα, ένα πεδίο παραγωγής αλήθειας (βλέπε Μπαντιού πιο κάτω).

Συγκεφαλαιώνοντας, ο Λακλάου τελικά, περιπίπτει στην αντίφαση ότι παρά το ότι εισάγει τη διαδικασία της συνάρθρωσης, ως καθοριστικό οργανικό τμήμα της πάλης για την ηγεμονία (με την γκραμσιανή έννοια), ωστόσο δε δέχεται την κεντρική πολιτική έκφραση των επιμέρους κινημάτων. Αντιθέτως, επιμένει στην αυτόνομή τους ανάπτυξη. Και αυτό είναι μάλλον περίεργο, στο βαθμό που η κεντρική εκπροσώπηση γύρω από ένα φορέα (επαναστατικό) δε γίνεται με τη λογική της υπαγωγής τους στην Αλήθεια που αυτός και μόνος υλοποιεί, αλλά με τη συμπύκνωση των επιμέρους αιτημάτων από αυτόν. Προφανώς και αυτός αναλαμβάνει να τα ανανοηματοδοτήσει μερικώς, μια που έτσι λειτουργεί το προτσές της ηγεμονίας. Από τη στιγμή που αρνείται αυτήν την όψη – που απορρέει με έναν τρόπο από τη δική του προβληματική – είναι αναγκασμένος να «υφαιρέσει» και την επαναστατική δυναμική των ασυνεχειών, της ενδεχομενικότητας τις οποίες διαρκώς επικαλείται, για αυτό και το πολιτικό του εγχείρημα, η ριζοσπαστική δημοκρατία, δεν είναι εντέλει ρηξικέλευθο.
Σλαβόι Ζίζεκ
Ο Ζίζεκ συντάσσεται αλλά και εμβαθύνει σε ριζοσπαστική κατεύθυνση τη θεωρητική χειρονομία του Λακλάου. Και για αυτόν λοιπόν, το κοινωνικό-συμβολικό πεδίο δομείται γύρω από μία κεντρική τραυματική αδυνατότητα, μια ασυμβολοποίητη ρωγμή. Για το Ζίζεκ, που χρησιμοποιεί ευρύτατα τη λακανική θεωρία ως εκτεταμένο εργαλείο κοινωνικο-πολιτικής ανάλυσης, αυτό το κενό είναι το «Πραγματικό».[22] Το πεδίο δηλαδή της σημασιοδότησης αρθρώνεται γύρω από αυτό το θεμελιακό αδιέξοδο.[23]
Κατ’ επέκταση, η σημασία/ ουσία των υποκειμένων δεν είναι προδεδομένη, αλλά απαντάται και ανάγεται στο κενό της δομής, το συμβολικό δίκτυο της οποίας τα εγκαλεί ως τέτοια. Ωστόσο, εδώ έγκειται και η ένσταση του Ζίζεκ απέναντι στον Αλτουσέρ: Ο δεύτερος ισχυριζόταν ότι αν οι κοινωνικές σχέσεις των δομών προϋποθέτουν και εγκαλούν το άτομο ως υποκείμενο, αυτό δε σημαίνει ότι είναι κιόλας, αφού υπάρχει ως τέτοιο μόνο αναφορικά ως προς αυτές. Η αποδιάρθρωσή τους και κυρίως η «απομυθοποίηση» των ιδεολογικών πρακτικών που εγκλείονται και αντιστοιχούν σε αυτές, καταρρίπτει το άτομο ως υποκείμενο. Δεν είναι κατά τον Αλτουσέρ μία πλαστή κατηγορία, την οποία αρκεί να συνειδητοποιήσουμε και μετά θα απολέσουμε εύκολα (η αντίληψη περί ιδεολογίας ως κίβδηλου μανδύα της κοινωνίας). Ο ίδιος άλλωστε, επέμενε στην υλικότητα της ιδεολογίας, ως πρακτικής και άρα όχι απλά μια αρνητικά φορτισμένη ταξική συγκάλυψη (αν και υλοποιεί και αυτό το ρόλο με θετικό πάντα τρόπο).
Αυτήν την αντίφαση του Αλτουσέρ (θετικότητα της ιδεολογίας-ανυπαρξία υποκειμένου), την επιλύει ο Ζίζεκ, με τη βοήθεια του Λακάν, ως εξής: Το υποκείμενο υπάρχει τελικά γιατί δεν εγκαλείται από το Μεγάλο Άλλο με συμπαγή και αρραγή τρόπο, αφού αυτός είναι διχασμένος καταστατικά, όπως είπαμε προηγουμένως. Αυτό σημαίνει ότι, κάτι περισσεύει που δεν μπορεί να το αναπληρώσει, άρα το υποκείμενο δεν είναι ένα πλήρες κατασκεύασμα, το οποίο μπορεί να αποδιαρθρωθεί. Το υποκείμενο υπάρχει, γιατί ακριβώς υπάρχει αυτός ο αδύνατος πυρήνας στο εσωτερικό της Συμβολικής Τάξης. 

Αυτή η ανυπαρξία αναγωγής του υποκειμένου, είναι τελικά ο ορισμός του υποκειμένου (με λίγα λόγια ολοκληρωτική τροποποίηση του αλτουσεριανού υποκειμένου, η «αποτυχία της υποκειμενοποίησης», το υποκείμενο είναι το όριό του, όπως λέει και ο ίδιος).[24] Απόρροια και ταυτόχρονα όρος αυτής της νέας θεωρητικής προσέγγισης, είναι ότι η ιδεολογία προσιδιάζει στο ρόλο της φαντασίωσης για το «ψυχαναλυτικό υποκείμενο»: Είναι το θετικό έρεισμα, το πραγματικό σενάριο πλήρωσης, στρέβλωσης και εισαγωγής απόστασης από τον τραυματικό «εξωτερικό» πυρήνα που ονομάζεται κοινωνικός ανταγωνισμός.

Στην προέκταση αυτού του συλλογισμού λοιπόν, προκύπτει ότι η συνάρθρωση είναι ριζικά ενδεχομενική και παράγεται ως αποτέλεσμα μιας συμβολικής συμπύκνωσης και όχι μιας εσωτερικής αναγκαιότητας (ανοδική κίνηση της Απόλυτης Ιδέας). Αυτό ωστόσο, το αδιέξοδο και αναποφάνσιμο, δεν πρέπει να αποτελεί αιτία για κάποια παραίτηση από την όλη διαδικασία του επαναστατικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Πρέπει από την άλλη, να δώσει το έναυσμα για μία ενθουσιώδη «παραίτηση»: Παραίτηση από τις αυταπάτες και τον εφησυχασμό της καταστροφικής νομοτέλειας και εσχατολογίας. Είναι μια χειρονομία από μέρους του Ζίζεκ, προσεταιρισμού και τοποθέτησης του εγχειρήματος του Μπένγιαμιν,[25] περί εποικοδομητικού πεσιμισμού, στο έδαφος της λακανικής θεωρίας για το κοινωνικό. Η κατάδειξη της αδυνατότητας επαρκούς παράστασης του «κοινωνικού αντικειμένου», οδηγεί στη χαρά και τον ενθουσιασμό της ανοικτότητας και απειρότητας ενός φάσματος δυνατοτήτων, που σε περιόδους κρίσεων («εξάρθρωση») και όχι μόνο ανακύπτει ως διαθέσιμο και εφικτό.

Παρ’ όλα αυτά, ο Ζίζεκ αντιλαμβανόμενος τη κεντρικότητα της συνάρθρωσης-εξάρθρωσης στο παιχνίδι της ηγεμονίας, αλλά και τη σχετική αυτονομία του πολιτικής, προσβλέπει στην οικοδόμηση ενός εντελώς (κατά τα άλλα) νέου πολιτικού υποκειμένου που θα εκφράζει τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων. Τη θεωρεί απολύτως αναγκαία, βάσει και του τρόπου που λειτουργεί η ταξική πάλη αναγόμενη στην πολιτική σφαίρα, για αυτό και οι επίμονες αναφορές του στο Λένιν, στα τελευταία του έργα. Αναζητά το λενινισμό του σήμερα: Ποια χαρακτηριστικά οφείλει να έχει το σύγχρονο όχημα της εργατικής τάξης και των κοινωνικών της συμμαχιών, στην κατεύθυνση επαναστατικής ανατροπής του αστικού κράτους.

Ποιο είναι εκείνο δηλαδή, το πολιτικό μόρφωμα, που θα μπορεί να ενσωματώνει τις καινοτόμες θεωρητικές επεξεργασίες και πως θα πραγματοποιεί τη συναρμογή και εκπροσώπηση διαφορετικών κινημάτων, σεβόμενο δηλαδή τη σχετική του αυτοτέλεια. Σε όλο αυτό το στοχασμό, διατηρεί την ασφαλιστική δικλείδα, του πειραματισμού και του απρόβλεπτου, αφού και αυτό είναι ένα υποκείμενο, που τις λύσεις και τις προτάσεις δεν τις έχει όλες προδεδομένες, αλλά τις παράγει ή «ανακαλύπτει» στην πορεία δράσης του, με τομές και ασυνέχειες, στα κρίσιμα σταυροδρόμια που καταργείται ο ντετερμινισμός.

Αλαίν Μπαντιού
Θα κλείσουμε αυτήν την εργασία με τον κατεξοχήν φιλόσοφο του συμβάντος. Είναι ο Αλαίν Μπαντιού, που συστηματοποίησε θεωρητικά την έννοια της ενδεχομενικότητας και την ενέγραψε στην πολιτική του προοπτική. Η παρουσίαση των βασικότερων αξόνων της σκέψης του βασίζεται στο βιβλίο του ‘Η ηθική’.[26]
Συμβάν είναι η μη αναγώγιμη μοναδικότητα, που αποτελεί στοιχείο εκτός «νόμου», κανονικότητας των καταστάσεων. Με άλλα λόγια, είναι το «κάτι άλλο», το απρόβλεπτο, το αναπάντεχο, το εκτός των συνήθων μηχανιστικών εντός του συστήματος αιτιάσεων. Αποτελεί ένα πλεόνασμα παράτολμο, «εξανεμιζόμενο μόλις εμφανιστεί». Είναι σημαντικό ότι είναι έντοπο, αναφέρεται δηλαδή σε μία κατάσταση συγκεκριμένη[27] -για αυτό αποτελεί για τον Μπαντιού και εργαλείο πολιτικής ανάλυσης- και ταυτόχρονα πλεονάζον, με την έννοια ότι είναι ανοικείο και αποσυνδεδεμένο από τις συντεταγμένες της κατάστασης.

Αλήθεια είναι η πραγματική διαδικασία μιας πιστότητας σε ένα συμβάν. Είναι ο ερχομός στο «Είναι» αυτού που δεν είναι ακόμη. Διαφορετικά είναι το απείρως πολλαπλό, που απορρέει από το συμβάν, η υλική χάραξη, μέσα στην κατάσταση, του συμβαντικού πλεονάσματος. Μία ενύπαρκτη ρήξη μέσα στην ίδια την κατάσταση και πουθενά αλλού. 
Τέλος, είναι ετερογενής ως προς τις θεσμοθετημένες γνώσεις της κατάστασης και παράγει νέες εκ του μηδενός.

Πιστότητα είναι ακριβώς ο δρόμος χάραξης/παραγωγής της αλήθειας. Είναι η διαρκής διερεύνηση της κατάστασης, σύμφωνα με τις επιταγές του συμβάντος. Ένα εξακολουθητικό ρήγμα, η προέκταση του συμβάντος στο διηνεκές. Με τους όρους του Σπινόζα, δεν είναι η εμμένεια στο Είναι, αλλά η εμμένεια στο συμβάν.

Τα υποκείμενα είναι οι τοπικές εκδοχές της διαδικασίας αλήθειας («σημεία» αλήθειας), που είναι ιδιαίτερες και ασύγκριτες επαγωγές.
Τοπολογικά λοιπόν, το συμβάν βρίσκεται στο επέκεινα του Είναι. Η επιρροή του Λακάν στη σκέψη του, εντοπίζεται στο γεγονός ότι αναγνωρίζει ο Μπαντιού στο καθεστώς του συμβάντος την απόλυτη αδυναμία κατηγοριοποίησης και συμβολοποίησής του. Διανοίγει νέα ρηματικά πλαίσια και κατηγορίες και επινοεί νέες ορολογίες, αφού καταστατικά ανήκει στην τάξη του ακατανόμαστου. Η πλεονασματική του διάσταση, η οποία αναφέρθηκε προηγουμένως, είναι το πολιτικο-φιλοσοφικό ανάλογο, υπαινίσσεται κάπου ο Μπαντιού, του λακανικού Das Ding, του Objet-petit-a. Είναι το αμιγές αναπλήρωμα, η ανυπολόγιστη και διασαλευτική προσθήκη, που καθιστά ρηγματώδη την καθεστηκυία τάξη, ανεξαρτήτως πεδίου αναφοράς.[28]

Η αλήθεια που παράγεται από την ανάδυση του συμβάντος, συγκροτεί τους ολότελα δικούς της νέους κανόνες, που είναι τελείως «ξένοι» με εκείνους της επανάληψης των γνωρίμων νορμών. Έτσι, ριχνόμαστε στη σφαίρα του αναποφάνσιμου κάθε φράσης που επιδιώκει την κατονομασία του. Σε τελευταία ανάλυση, θα λέγαμε ότι είναι μια μπεκετική χειρονομία στο πεδίο της πολιτικής.

Ο Μπαντιού εξαιτίας ακριβώς αυτής της θεωρητικής αναβάθμισης της έννοιας του συμβάντος στην πολιτική του θεωρία, έχει κατηγορηθεί εν πολλοίς για αγνωστικισμό και αδυναμία διατύπωσης επανασταστικής πολιτικής πρότασης, που δεν ξεπερνά τα όρια της κριτικής της παραδοσιακής αντικαπιταλιστικής πρακτικής και στρατηγικής: Ότι πρόκειται σε τελική ανάλυση για ένα μεσσιανισμό του συμβάντος, το οποίο όταν έρθει, αρκεί – ως πολιτικό υποκείμενο – να είμαστε έτοιμοι να το αξιοποιήσουμε και να το στρέψουμε σε αντισυστημική κατεύθυνση και εκεί τελειώνουν οι όροι της επιτυχίας. Σα να μην έχει καμία σημασία όλη η προετοιμασία που πρέπει να γίνει σε κοινωνικό επίπεδο, ώστε να έχει τις προϋποθέσεις να στρέψει την κατάσταση εκεί που θέλει[29] (ζητήματα τα οποία δεν έχασαν ποτέ την κρισιμότητά τους για την πολιτική ανατροπής του αστικού κράτους και υπό αυτήν την έννοια είναι πιο «παραδοσιακά»). Στην Ελλάδα άλλωστε, έχουμε το παράδειγμα του συμβάντος της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, το οποίο η Αριστερά δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει στην κατεύθυνση τροποποίησης του συσχετισμού δυνάμεων.

Οι ενστάσεις αυτές είναι απολύτως κατανοητές, ακόμα και ορθές: Όντως υπάρχει ένας τέτοιος κίνδυνος στην ανάγνωση του Μπαντιού, το συμβάν να επισκιάσει κάθε τι άλλο σημαντικό σε όλες τις απειράριθμες όψεις της πάλης των τάξεων. 

Θεωρούμε ωστόσο, ότι αφενός δεν υποτιμά αυτές τις εκφάνσεις, μια που και ο ίδιος έχει ασχοληθεί με τις μορφές συγκρότησης του εργατικού κινήματος (οργανώσεις, συνδικαλιστικοί φορείς, κλπ). Αφετέρου θέλει, εστιάζοντας ως επί το πλείστον, στην πολιτική στρατηγική του κόμματος της εργατικής τάξης και συμμάχων της, να ανιχνεύσει τον ύστατο όρο της επιτυχίας αυτής, διότι εκεί «παίζεται όλο το παιχνίδι» εντέλει: Γνωρίζοντας τα καταστροφικά αποτελέσματα της θεωρίας των σταδίων, αλλά και κυρίως την ανυπαρξία ευελιξίας στα νέα απρόσμενα δεδομένα που ανακύπτουν στην ταξική πάλη από πλευράς επαναστατικού φορέα, ο οποίος τα βάζει στην προκρούστεια κλίνη των αδιάψευστων θεωρητικών εργαλείων του μαρξισμού-λενινισμού, από τα οποία απορρέει και όλη η «αλήθεια». 

Επαναλαμβάνουμε κωδικοποιημένα λοιπόν, ότι ο Μπαντιού αξιολογεί ως σπουδαιότερο κίνδυνο της ανατρεπτικής πολιτικής το γνωστό «οτιδήποτε κοινωνικό γεγονός δε χωράει στη δική μας ανάλυση/ θεωρία τόσο το χειρότερο για αυτό»!

Για μια ριζοσπαστική πολιτική: Προϋποθέσεις

Το κείμενο αυτό γράφεται την ώρα που η επίθεση της αστικής τάξης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό μαίνεται και εντείνεται όσο ποτέ. Αδιαμφισβήτητα, βρισκόμαστε σε μία ζώνη αδιακρισίας για το ποια κοινωνική δύναμη μπορεί να επικρατήσει ολοσχερώς. Αν και ο συνασπισμός εξουσίας ήδη έχει επεκτείνει τις θέσεις μάχης του, η πολιτική ρευστότητα είναι κάτι παραπάνω από εμφανής. Μία απλή κινητοποίηση κάποιου κλάδου ή ακόμα καλύτερα ενός μικρού τμήματός του, αμέσως ενεργοποιεί την ωμή καταστολή ως μοναδική απάντηση του κράτους. Είναι τέτοιος ο ανοιχτός χαρακτήρας της συγκυρίας που διαβαίνουμε, που δρα ως πολλαπλασιαστικός παράγοντας για το συμβολικό φορτίο ακόμα και των πιο πενιχρών κινητοποιήσεων.

Όπως ειπώθηκε και στον πρόλογο, οι δυνατότητες ανατροπής για την Αριστερά και το κοινωνικό κίνημα είναι πολύ περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη περίοδο κινηματικής γαλήνης και νηνεμίας, που οι συμμαχίες είναι πάντα πιο στιβαρές. Καθιστά έτσι, εφικτή μια συνολική πρόταση επαναστατικής κοινωνικής μετάβασης της Αριστεράς, που να προσδέσει τις μάζες στο σχέδιό της. 

Αυτό βέβαια που απαιτείται, είναι η διαμόρφωση της σωστής στρατηγικής που θα συνδυάζει τα υλικά συμφέροντα των μαζών στο έδαφος της προοπτικής του επαναστατικού μετασχηματισμού. Το κείμενο αυτό δε διατείνεται ότι έχει απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Για την ακρίβεια κανείς δεν μπορεί να έχει απόλυτα μια τέτοια. Αυτή μπορεί να συγκροτείται βαθμιαία μέσα από την πρόοδο του κινήματος μέσα στη φωτιά της ταξικής πάλης, βαθμιαία αλλά και με άλματα.

Αυτό που φαίνεται δύσκολο αυτήν την περίοδο, δεν είναι απλώς απουσία έκφρασης και εκπροσώπησης της εργατικής τάξης και των κυριαρχούμενων κοινωνικών στρωμάτων, εξαιτίας της ανυπαρξίας μάχιμου συνδικαλισμού στους εργασιακούς χώρους και του ελέγχου των μεγάλων εργατικών συνομοσπονδιών από τις συντηρητικές δυνάμεις. Είναι σπουδαιότατο ζήτημα, όμως ολισθαίνει των σκοπών του εν λόγω κειμένου. Είναι εξίσου, η ανυπαρξία στρατηγικής και πολιτικής βούλησης για πρωτοβουλίες μετωπικού τύπου, που θα συσσωρεύουν και θα εκφράζουν τη βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του κόσμου της εργασίας. Θα επιδιώκει να μετασχηματίζει τη λαϊκή οργή σε συγκρουσιακά κοινωνικά αιτήματα και πρακτικές, στο πλαίσιο μιας επεξεργασμένης -αλλά όχι από τα πριν τετελεσμένης- ανατρεπτικής πολιτικής πρότασης. 

Ο κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς είναι αναντίστοιχος της επίθεσης, μια που δεν μπορεί να αναχαιτίσει ούτε κατ’ ελάχιστο την σαρωτική επίθεση του κεφαλαίου.
Αν κάτι κατά συνέπεια, διεκδικεί η παρέμβαση αυτού του κειμένου, είναι να ψηλαφίσει κάποιες θεωρητικές προϋποθέσεις για τη νικηφόρα δράση του επαναστατικού υποκειμένου. Πιο συγκεκριμένα:
Αν καταπιαστήκαμε με το ζήτημα της Αλήθειας είναι επειδή γύρω από αυτό μπορούμε να εντοπίσουμε σημαντικές παθογένειες της επαναστατικής Αριστεράς τόσο ιστορικά όσο και σύγχρονα. 

Δύο είναι βασικές παρατηρήσεις έχουμε να διατυπώσουμε εδώ: Πρώτον, ότι η αλήθεια της κοινωνικής πραγματικότητας είναι διαμορφώσιμη και παραγόμενη και όχι προδεδομένη. Οι θεωρητικές αναλύσεις είναι σημαντικές όσον αφορά την «αντικειμενική κατάσταση» για να συγκροτείται η σωστή πολιτική πρακτική (τακτικά και στρατηγικά), αλλά υπάρχει και το ίδιο το υποκείμενο ως παράγοντας όλης αυτής της κατάστασης, που προσδίδει την εν δυνάμει ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού. Είναι κατά κάποιον τρόπο δηλαδή παρεμβαίνων παράγοντας της «αντικειμενικής» κατάστασης.

Επιτακτική όμως, είναι και μια δεύτερη παρατήρηση: Το υποκείμενο-φορέας της επαναστατικής αλλαγής, πρέπει να διατηρεί μια δυναμική σχέση με τις μάζες, τα συμφέροντα των οποίων θέλει να εκπροσωπήσει. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τις συνυπολογίζει στο σχέδιο επαναστατικού μετασχηματισμού ουσιαστικά και έμπρακτα. Όχι (εξαιτίας του ότι υποτίθεται ότι κατέχει την Αλήθεια ή και λακανικά, επειδή υποτίθεται ότι «γνωρίζει») να αντιλαμβάνεται σαν καθήκον του να εισάγει αυτήν την Αλήθεια στους κόλπους των μαζών, επειδή δήθεν αυτές είναι αλλοτριωμένες από την ορθή κοινωνική τους ένταξη-συνείδηση. 

Αυτό παίζει ρόλο στο πως ιστορικά-προοπτικά η Αριστερά έχει αποξενωθεί/ απομονωθεί από τις εξουσιαζόμενες τάξεις, που δεν επενδύουν την εμπιστοσύνη τους πλέον σε αυτήν. Οφείλει να δώσει τη δυνατότητα σε όλο εκείνο τον κόσμο, να εκφραστεί και να αισθάνεται ότι έχει δυνατότητα συνδιαμόρφωσης και όχι να περιορίζεται στο ρόλο ενός πιστού ακόλουθου κάποιου πιο κατηρτισμένου και έμπειρου πολιτικά. 

Πρέπει με λίγα λόγια να απεμπολήσει ως μοντέλο παρέμβασης τη σχέση δασκάλου-μαθητή, που συνιστά κατά κάποιο τρόπο μετάφραση και αναπαραγωγή του αστικού διαχωρισμού διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας στους κόλπους της και στη θέση του να υιοθετήσει πιο πολύ ένα μοντέλο «συνάντησης» με τις μάζες.[30] Θα μπορούσαμε εντέλει να συμπυκνώσουμε, λέγοντας ότι το επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο πρέπει να παράγει αλήθεια και αυτό μπορεί να το κάνει μόνο «μαζί με» τις μάζες και όχι «ερήμην» τους.

Αν πάλι μιλήσαμε για συμβάν και ενδεχομενικότητα, είναι διότι επιδιώξαμε να δοθεί έμφαση στις πρωτοβουλίες που πρέπει να αναλάβει η επαναστατική Αριστερά. Να επισημανθεί ότι δεν αρκεί μόνο η συγκυρία που βρίσκει πλατιά κοινωνικά στρώματα στα πρόθυρα της εξαθλίωσης, για να τα στρέψει αναπόφευκτα στην Αριστερά. Πρέπει η αντικαπιταλιστική Αριστερά να επιδιώξει να επεξεργαστεί μία στρατηγική (ενωτική και μετωπική πρώτιστα), που θα εμπνεύσει τον κόσμο της εργασίας, ώστε να καταστεί πόλος έλξης και επένδυσης της προοπτικής, της οποίας επιδιώκει να είναι φορέας. Διαφορετικά, δεν είναι απίθανο να αναπτυχθούν εκτεταμένα φαινόμενα ατομικισμού και επιβιωτισμού, στο βαθμό που τίποτα άλλο στο πολιτικό φάσμα δε θα κατορθώνει να εκφράζει τους πόθους των λαϊκών στρωμάτων. 

Κοντολογίς, προσπαθήσαμε να «λυγίσουμε το ραβδί» στην εσχατολογία, τον καταστροφισμό και τη σιδηρά αναγκαιότητα που ενεργοποιούνται ως θεωρητικά εργαλεία σε τέτοιους ιστορικούς κόμβους (το μότο «η Ιστορία είναι με το μέρος μας»).

Αυτό το ρόλο παίζει κατά την άποψή μας, η ένταξη του συμβάντος και της συντυχίας στην επαναστατική θεωρία: Όχι να δημιουργήσει έναν ανάστροφο μεσσιανισμό (θα έρθει το συμβάν και θα επιλύσει τα πάντα…), αλλά να καταδείξει την αναγκαιότητα ενεργού παρέμβασης και πλήρωσης του πολιτικού κενού που αναδεικνύει η ιστορική συγκυρία, που δημιουργεί άπειρες δυνατότητες, αλλά σίγουρα όχι έτοιμες λύσεις. Ας αναλογιστούμε άλλωστε, με ποιον τρόπο η ίδια η θεωρία των σταδίων (ο κοινωνικός-οικονομικός δαρβινισμός) λειτουργεί ενίοτε και ως το αντεστραμμένο είδωλο του συμβάντος: Ο καπιταλισμός οδεύει αναπόφευκτα στο σάπισμά του, βιώνουμε την επιθανάτια αγωνία του και επομένως το μόνο καθήκον που έχουμε ως επαναστατικό υποκείμενο είναι η ετοιμότητα της επόμενης μέρας, που θα έρθει, δεν μπορεί…
Απλώς και μόνο η περαιτέρω θεωρητική εμβάθυνση σε μία τέτοια ορολογία, βοηθάει ακριβώς να ενταχτεί συνεκτικά ως λειτουργικό τμήμα στη μαρξιστική θεωρία, διότι διαφορετικά πολύ εύκολα μπορεί να καταλήξει σε γενικευμένους αφορισμούς (βλέπε μεταμοντερνισμός, όπου δεν μπορούμε να αποφανθούμε για τίποτα τελικά), αγνωστικισμό και θεωρητικό χάος. Βοηθάει να γίνουν πιο λειτουργικά τα θεωρητικά εργαλεία που κατέχουμε ως τώρα και όχι να τα αχρηστέψουμε.

Πολλά έχουν γραφτεί περί ορισμού της έννοιας της πολιτικής. 
Αν υπάρχει κάτι που να μπορούμε να συνεισφέρουμε εδώ, αυτό θα το διατυπώσουμε ως εξής: Η πολιτική και δει η ριζοσπαστική, πέρα από την τέχνη του να εφευρίσκει τρόπους να εκφράζει τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων στο κεντρικό πολιτικό πεδίο, να οικοδομεί κοινωνικές συμμαχίες, να ανατρέπει τους συσχετισμούς και όλες εκείνες οι όψεις πρακτικών που ανήκουν στην πολύπλευρη μάχη της για την ηγεμονία, έχει την τελική της αναγωγιμότητα, τον ύστατο όρο της στις καταστάσεις εκείνες που χαρακτηρίζονται από μία απροσδιοριστία: Εκεί όπου νόμος και ανομία είναι αξεχώριστα, όπου διαρρηγνύεται η συνήθης πολιτική κανονικότητα, όπου ανοίγεται μία απειρία δυνατοτήτων, όπου η πρωτοβουλία φαντάζει όσο ποτέ υλοποιήσιμη και εφικτή, όπου η πρόβλεψη και ο ντετερμινισμός φαντάζουν αδύνατοι, εκεί όπου ένα κενό κάνει την εμφάνισή του (και υποδεικνύει πορεία τόσο προς την καταστροφή, όσο και προς τη «λύτρωση»). Εκεί όπου η κοινωνία τείνει να στρατοπεδοποιηθεί με σαφήνεια και η πολιτική ταυτίζεται πλέον με την ταξική πάλη στην πιο αδιαμεσολάβητη και «γυμνή» μορφή της.

Είναι αυτές οι ασφυκτικά συμπυκνωμένες πολιτικές συγκυρίες που η επανασταστική Αριστερά καλείται ουσιαστικά, δημιουργικά και τολμηρά να πράξει σύμφωνα με την υπόδειξη του μεγάλου στρατηγού:
On s’ engage et puis on voit ! [31]
(Δηλαδή: «Θα εμπλακούμε και μετά θα δούμε!» Ειπώθηκε από το Ναπολέοντα και αναφέρεται σε άρθρο του Λένιν)

Σημειώσεις
[1] Βλέπε Γιάννης Μαυρής & Χριστόφορος Βερναρδάκης, Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα, Εκδόσεις Εξάντας

[2] Σελ.14-15, Σλαβόι Ζίζεκ, Βία. Έξι λοξοί στοχασμοί, Εκδόσεις Scripta  
[3] Β.Ι. Λένιν, Τι να κάνουμε, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
[4] Λουί Αλτουσέρ, Φιλοσοφικά, Εκδόσεις Πολίτης
[5] Με ιδιαίτερα κομβικές τις έννοιες του κενού, του ορίου, του περιθωρίου, την έλλειψη και τη μετατόπιση του κέντρου, την ελευθερία…
[6] Αυτό βέβαια μόνο όσον αφορά τη θεωρητική κατηγορία της Ιστορίας. Γιατί στους κρατικούς μηχανισμούς και ταξικές δομές, το άτομο εντάσσεται και υιοθετεί συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές, μόνο συγκροτούμενο ως υποκείμενο, με μοχλό άσκησης την έγκληση. Η ένταξη στις ταξικές πρακτικές απαιτεί και προϋποθέτει την υποκειμενοποίηση του ατόμου-ενδεχόμενου φορέα αυτών.
[7] Λουί Αλτουσέρ, Απάντηση στον Τζων Λιούις, Εκδόσεις Θεμέλιο
[8] Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό, τη σχηματική περιγραφή του Αλτουσέρ, αναφορικά με την δομική αλληλουχία της πρακτικής (Γενικότητες Ι, ΙΙ, ΙΙΙ) στο Λουί Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, Εκδόσεις Γράμματα.
[9] Για τον Αλτουσέρ, υλιστής είναι ο φιλόσοφος εκείνος που επιβιβάζεται σε ένα τρένο που διέρχεται, χωρίς να γνωρίζει ούτε το σταθμό αναχώρησης ούτε το σταθμό άφιξης.
[10] Δεν είναι τυχαία η χρήση του όρου «κατασκευάσουν» και «παράγουν», διότι δεν ξέρουν a priori, δεν κατέχουν την απόλυτη αλήθεια. Γενικά, η θεωρία της ψυχανάλυσης όσο και του μαρξισμού, δεν είναι «Βίβλοι» στις οποίες έχει αποτυπωθεί όλη η προδεδομένη αλήθεια του κόσμου. Αντιθέτως, η παραγωγή γνώσεων και αληθειών, είναι διττή διαδικασία. Από τη μία βασίζεται σε επιστημονικές και θεωρητικές κατακτήσεις στο πέρας του χρόνου, όμως από την άλλη πλευρά, συνιστά και μια αναστοχαστική διαδικασία, μια που διαρκώς διακυβεύονται τα μη «ακλόνητα» πορίσματά της, υπό μερική ή και καθολική αναθεώρηση. Και αυτό δεν είναι αγνωστικισμός (κανείς δε λέει ότι δεν υπάρχουν σταθερές και συντεταγμένες), απλά θεώρησα σημαντική την επισήμανση αυτή, αφού ένα από τα κυριότερα προπύργια του ιδεαλισμού είναι το γεγονός ότι δήθεν ευθυγραμμίζεται την πορεία που υποδεικνύει η «ολοκληρωμένη» επιστήμη (πχ ο μαρξισμός), η οποία είναι βέβαια «αντικειμενική» και αδιαπραγμάτευτη.
[11] Νικολό Μακιαβέλι, Ο Ηγεμόνας, Εκδόσεις Πατάκη
[12] Αντόνιο Γκράμσι, Για το Μακιαβέλι, για την πολιτική και για το κράτος, Εκδόσεις Ηριδανός
[13] Λουί Αλτουσέρ, «Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης», Περιοδικό Θέσεις, Τεύχος 88
[14] Αριστείδης Μπαλτάς, «Ιστορικός χρόνος και πολιτική συγκυρία», Περιοδικό Πολίτης, Τεύχος Οκτώβριος 2005: Βλέπε την άποψή του για τον προοδευτικό ρόλο του «Κανένα» στις πολιτικές τομές και ασυνέχειες, αυτόν που αντιστοιχεί στο κενό της πολιτικής συγκυρίας.
[15] Άκης Γαβριηλίδης, Η συνέχεια του εμφυλίου με άλλα μέσα, Εκδόσεις ΚΨΜ
[16] Μισέλ Φουκώ, Η ιστορία της τρέλας, Εκδόσεις Ηριδανός
[17] Μπορώ να προβλέψω κάτι, επειδή πάντα υπάρχει κάτι άλλο που δεν μπορώ-τα όρια της πρόβλεψης: Είναι ο τύπος της σκέψης της αποδόμησης.
[18] Ερνέστο Λακλάου, Για την επανάσταση της εποχής μας, Εκδόσεις Νήσος
[19] Ας αναλογιστούμε στο σημείο αυτό την ίδια την αστική ιδεολογία: Άλλοτε είναι κρατιστική του κοινωνικού συμβολαίου και κράτους πρόνοιας και άλλοτε ατομικιστική και επιθετική του εκσυγχρονισμού και του νεοφιλελευθερισμού.
[20] Είναι ο Λακάν που πρώτος επιχείρησε την αντιστροφή της σχέσης που απέδωσε ο Σωσσύρ στο σημαίνον και το σημαινόμενο. Συγκεκριμένα, το σημαίνον γλιστρά πάντα κάτω από το σημαινόμενο και υπερχειλίζει κάθε φαινομενικά κρυστάλλινο λόγο.
[21] Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι σαν τη ζώνη ανομίας και απροσδιοριστίας για να δανειστούμε την ορολογία του Τζιόρτζιο Αγκάμπεν, Κατάσταση Εξαίρεσης, Εκδόσεις Πατάκη.
[22] Σλαβόι Ζίζεκ, Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας, Εκδόσεις Scripta
[23] Η αδυνατότητα αυτή είναι που οδηγεί το Ζίζεκ να διατυπώσει το συμπέρασμα ότι «η κοινωνία δεν υπάρχει» κατά τη λακανική ρήση «η γυναίκα δεν υπάρχει».
[24] Ο Αλτουσέρ θα μπορούσαμε να πούμε ότι επηρεάζεται μέχρι τη μέση του δρόμου στη συγκρότηση της έννοιας του «υποκειμένου».
[25] Μικαέλ Λεβύ, Walter Benjamin: Προμήνυμα κινδύνου, Μια ανάγνωση των θέσεων για τη «φιλοσοφία της ιστορίας», Εκδόσεις Πλέθρον.
[26] Αλαίν Μπαντιού, Η ηθική, Εκδόσεις Scripta
[27] Έχουμε κατά τον Μπαντιού τέσσερα πεδία ανάδυσης συμβάντων-αλήθειας: πολιτική, τέχνη, έρωτας και μαθηματικά.
[28] Αλαίν Μπαντιού, Από το Είναι στο Συμβάν, Εκδόσεις Πατάκη: Η λακανική αναγωγή, υποστηρίζεται εδώ από την ανάλυση των τεσσάρων τροπικοτήτων της «υφαίρεσης», το αναποφάνσιμο, το γενολογικό, το μη-διακρίσιμο, το ακατανόμαστο, η περιγραφή των οποίων ξεφεύγει από τους στόχους του άρθρου αυτού.
[29] Βλέπε και Πέτρος Παπακωνσταντίνου, Επιστροφή στο μέλλον, Εκδόσεις Λιβάνη
[30] Βλέπε και την αντίληψη του Ρανσιέρ περί παιδαγωγικής σχέσης Αριστεράς και μαζών στο Ζακ Ρανσιέρ, Το μίσος για τη δημοκρατία, Εκδόσεις Πεδίο
[31] «Θα εμπλακούμε και μετά θα δούμε!», ειπώθηκε από το Ναπολέοντα και αναφέρεται στο άρθρο του Λένιν, Η επανάστασή μας.

Πηγή: aformi | 12 Νοεμβρίου 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου