Η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού και η απειλή μιας μακροχρόνιας πανευρωπαϊκής ύφεσης φέρνουν στην επιφάνεια τις εγγενείς αντιφάσεις του οικοδομήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του «κινητήρα» της, της Ευρωζώνης: Κοινή νομισματική πολιτική από τη μία, διαφορετικές φορολογικές και «κοινωνικές» πολιτικές από την άλλη.
του Γιώργου Βασσάλου
Το κοινό νόμισμα ήταν βεβαίως εκ γενετής ένα εργαλείο διάλυσης εργατικών κατακτήσεων και των όποιων αναδιανεμητικών λειτουργιών των κρατών. Οι καπιταλιστές που συμμετείχαν στο Σύλλογο για τη Νομισματική Ένωση (AMUE), το λόμπι που έσπρωξε για τη δημιουργία του ευρώ, ποτέ δεν το έκρυψαν αυτό. Εκπρόσωπος της Μόργκαν Στάνλεϊ έλεγε το 1997: «Αν αφαιρέσουμε το (σ.σ. εθνικό) νόμισμα ως δικλείδα ασφαλείας, οι κυβερνήσεις θα υποχρεωθούν να συγκεντρωθούν σε αληθινές αλλαγές για περισσότερη ανταγωνιστικότητα: Χαμηλότεροι φόροι, ελαστική αγορά εργασίας και πιο ευνοϊκό για τις επιχειρήσεις ρυθμιστικό πλαίσιο». Εκπρόσωπος της τότε Ντάιμλερ Κράισλερ συμπλήρωνε το 1998: «Τις δυνάμεις της αγοράς που θα απελευθερωθούν από το ευρώ δεν θα τις αισθανθούν μόνο οι διευθυντές των εταιρειών αλλά και οι πολιτικοί. Οι εκλεγμένοι αρχηγοί θα αντιμετωπίζουν ανταγωνισμό ενόσω προσπαθούν να προσελκύσουν επενδύσεις που δημιουργούν θέσεις εργασίας και τελικά θα χαμηλώνουν τους εταιρικούς φόρους και θα χαλαρώνουν τις ρυθμίσεις».
Οι λειτουργίες αυτές του ευρώ επιτελέστηκαν προς ικανοποίηση του κεφαλαίου και αδυνάτισμα της εργασίας. Η κρίση όμως έκανε την αντίφαση νομισματικής - φορολογικής πολιτικής εκρηκτική, πιο γρήγορα από ότι περίμενε ίσως το ίδιο το κεφάλαιο. Κι έτσι ψάχνουν τρόπο να τη λύσουν.
Η ένωση γάλλων εργοδοτών πρόσφατα ζήτησε ρητά από τις σελίδες της Μοντ τη δημιουργία των Ηνωμένων Πορειών της Ευρώπης. Η γερμανική αστική τάξη έχει όμως άλλη γνώμη, αρνούμενη την προοπτική μεταφοράς φορολογικών εσόδων από τη μία στην άλλη περιφέρεια, όπως γίνεται στο εσωτερικό πραγματικών κρατών. Για το λόγο αυτό λοιπόν, η μπίλια προς το παρόν κάθεται στη συγκεντροποίηση των οικονομικών αποφάσεων στις Βρυξέλλες, χωρίς όμως την καθιέρωση οποιασδήποτε αναδιανεμητικής λειτουργίας ανάμεσα στις διαφορετικές χώρες.
Στις 23 Νοέμβρη, η Κομισιόν παρουσίασε δύο ακόμα προτάσεις κανονισμών ως συνέχεια του πακέτου των έξι που εγκρίθηκαν αρχές Οκτώβρη από την Ευρωβουλή και το Ευρωπαϊκό Συμβούν. Πρόκειται για ένα νομοθετικό πλαίσιο, πού με αντικανονικές διαδικασίες-τόσο σε σχέση με τα εθνικά συντάγματα όσο και με την ίδια τη συνθήκη της EE- μεταφέρει την άσκηση όλης της οικονομικής πολιτικής και της κατάρτισης των εθνικών προϋπολογισμών στα χέρια της Κομισιόν και επιτρέπει την επέμβαση της στον καθορισμό των μισθών.
Στα χρόνια του ευρώ, όλες οι αστικές τάξεις της Ευρώπης κέρδισαν απέναντι στις εργατικές και κάποιες αστικές ενάντια σε άλλες. Οι σχετικά χαμένες συσπειρώνονται γύρω από τις κερδισμένες και μαζί επιχειρούν το... τελικό ξεζούμισμα. Η γερμανική κεφαλαιοκρατία ηγείται τον ξεζουμίσματος, αλλά κρατά ανοιχτή την πόρτα της εξόδου κινδύνου κι αρνείται να δεσμευτεί σε μια διαδικασία πλήρους ομοσπονδιοποίησης.
Τα μέτρα για την οικονομική διακυβέρνηση επιβεβαιώνουν την άποψη που πολλοί εξέφρασαν πριν από ενάμιση περίπου χρόνο, ότι δηλαδή οι χώρες υπό πρόγραμμα «σωτηρίας» ήταν απλά τα πειραματόζωα για ένα αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης που θα επεκτεινόταν σε όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το πρώτο νομοθετικό πακέτο για την οικονομική διακυβέρνηση αποτελούταν από έξι νομοθετήματα και εγκρίθηκε από το Ευρωκοινοβούλιο το Σεπτέμβριο του 2011 και από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 4 Οκτωβρίου.
Τρεις κανονισμοί και μία ντιρεκτίβα για τη δημοσιονομική εποπτεία και τα υπερβολικά ελλείμματα αυστηροποίησαν το Σύμφωνο Σταθερότητας, δίνοντας στην EE νέα δικαιώματα επιβολής προστίμων: Πρώτο και προληπτικά για το έλλειμμα. Δεύτερο, ακόμα και σε περίπτωση που δεν συμφωνεί η πλειοψηφία των κρατών μελών (χρειάζεται η ενισχυμένη πλειοψηφία των κυβερνήσεων για να μπλοκαριστεί ένα προτεινόμενο από την Κομισιόν πρόστιμο). Τρίτο, δυνατότητα επιβολής προστίμου όχι μόνο για το έλλειμμα αλλά και για μη αρκετά γρήγορη μείωση του δημοσίου χρέους.
Οι δύο άλλοι κανονισμοί αφορούσαν την πρόληψη και καταστολή των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Η μακρο-οικονομική επιτήρηση θα γίνεται στη βάση ενός πίνακα δεικτών που θα καταρτίζεται από την Κομισιόν και θα τροποποιείται από αυτήν κατά βούληση. Το βασικό μέγεθος που θα μετριέται θα είναι η ανταγωνιστικότητα των οικονομιών, μεταξύ άλλων και με τη «συμβολή της εργασίας στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιβάλει τη μείωση των μισθών προς όφελος της «ανταγωνιστικότητας»
Οι τρόποι με τους οποίους μπορούν οι υποδείξεις της Κομισιόν να επηρεάσουν αποφασιστικά το πλαίσιο διαμόρφωσης των μισθών αναλύονται σε έγγραφο που διέρρευσε τον Ιούλιο του 2011 (Assesing the links between wage setting, competitiveness, and imbalances). Στις συστάσεις που έχουν ήδη φέτος απευθυνθεί προς όλα τα κράτη μέλη, καλούνται τουλάχιστον επτά χώρες να ψαλιδίσουν τους μισθούς (βλ. πλαίσιο κάτωθι) χωρίς να μετριούνται η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η Κομισιόν θα μπορεί να παραγγέλνει στις κυβερνήσεις πώς να διαμορφώσουν (δηλ. να μειώσουν) τους μισθούς κι αν δεν συμμορφώνονται θα τους επιβάλει πρόστιμα ίσα με το 0,1% του ΑΕΠ της χώρας.
Το νομοθετικό πακέτο αυτό επεξεργάστηκαν παράλληλα στο δεύτερο μισό του 2010 οι υπουργοί Οικονομικών των κρατών - μελών υπό τον πρόεδρο του Συμβουλίου, Χέρμαν Βαν Ρομπάι, η Κομισιόν αλλά και η ένωση εργοδοτών BusinessEurope, η οποία έπεισε εν συνεχεία τους ευρωβουλευτές να σκληρύνουν το πακέτο, δίνοντας ακόμα περισσότερες εξουσίες στην Κομισιόν (Corporate Europe Observatory: An undemocratic economic governance?).
Η πρώτη νομοθετική πρόταση αφορά στην «εποπτεία των σχεδίων προϋπολογισμών». Τον Σεπτέμβριο του 2010 με μια μικρή αλλαγή στο καταστατικό του Συμφώνου Σταθερότητας αποφασίστηκε η καθιέρωση του ευρωπαϊκού εξαμήνου που μπήκε σε εφαρμογή τον Ιανουάριο του 2011. Σύμφωνα με αυτό, οι κυβερνήσεις οφείλουν να καταθέτουν κάθε Απρίλη τα προγράμματα μεταρρύθμισης και σταθερότητας, που έχουν διαμορφώσει.
Το καλοκαίρι κάθε έτους η Κομισιόν και το Συμβούλιο προτείνουν τροποποιήσεις σε αυτά και εγκρίνουν την τελική τους μορφή. Με το νέο κανονισμό που προτείνεται, τα κράτη της ευρωζώνης θα πρέπει να καταθέτουν και το σχέδιο προϋπολογισμού τους στις 15 Οκτώβρη κάθε έτους.
Το σχέδιο αυτό θα πρέπει να συνοδεύεται από «μακροοικονομικές προβλέψεις», που θα καταρτίζονται από ένα «ανεξάρτητο φορολογικό συμβούλιο», ένα σώμα δηλαδή εκτός κοινοβουλευτικού ελέγχου που θα επιτηρεί την εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων. Τα επιδιωκόμενα έσοδα και έξοδα του κάθε κράτους θα πρέπει να αντιστοιχούν στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που θα έχει κατατεθεί στα ευρωπαϊκά όργανα από τον Απρίλη.
Αν η Κομισιόν διαπιστώσει «μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του Συμφώνου Σταθερότητας» θα ζητά αναθεώρηση του προϋπολογισμού. Αν η κυβέρνηση το ζητήσει, εκπρόσωπος της Κομισιόν, θα έρχεται και στο κοινοβούλιο της εν λόγω χώρας για να παρουσιάσει την πρόταση αναθεώρησης του προϋπολογισμού. Σε περίπτωση που η χώρα δεν προβεί στην αναθεώρηση αυτή, η Κομισιόν θα της επιβάλει μια μη τοκοφόρο κατάθεση, μία χρηματική ποινή δηλαδή στην ουσία.
Στοιχεία σχετικά με κρατικούς οργανισμούς και κυβερνητικά συμβόλαια θα συνεκτιμούνται στις διαδικασίες αυτές. Εν ολίγοις η Κομισιόν θα μπορεί να διατάξει σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης την ιδιωτικοποίηση εκείνου ή του άλλου οργανισμού υπό την απειλή προστίμου.
Ο δεύτερος κανονισμός επισημοποιεί το καθεστώς κηδεμονίας για τις χώρες που λαμβάνουν χρηματοδότηση από το EFSF και το επεκτείνει στις χώρες που «απειλούνται από σοβαρές δυσκολίες σε σχέση με τη χρηματοπιστωτική τους σταθερότητα». Στην παρούσα κατάσταση φωτογραφίζονται η Ιταλία, η Ισπανία και το Βέλγιο. Κάθε έξι μήνες η Κομισιόν θα αποφασίζει αν θα προεκτείνει ή όχι το καθεστώς κηδεμονίας το οποίο θα πραγματώνεται σε στενή σύνδεση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα έχουν δικαίωμα να προτείνουν σε ένα κράτος να «ζητήσει στήριξη» από το EFSF και το ΔΝΤ. Τέρμα λοιπόν τα τερτίπια και οι παρασκηνιακές πιέσεις -που είδαμε κυρίως στην περίπτωση της Πορτογαλίας- για να μπει μια χώρα στη στρούγκα. Από εδώ και πέρα θα το απαιτούν ρητά. Τα κράτη θα παραμένουν σε ειδικό καθεστώς επιτήρησης και μετά το τέλος του «προγράμματος σωτηρίας» για όσο κρίνουν οι ευρωπαϊκοί οργανισμοί.
«Frontloading»!
«Frontloading». Αυτή η νέα λέξη της αγγλικής (ή καλύτερα της ευρωενωσιακής) χρησιμοποιείται στις αίθουσες και τους διαδρόμους των Βρυξελλών για να περιγράψει το θεσμικό πραξικόπημα που συντελείται. Θα μπορούσε να αποδοθεί περιφραστικά ως εξής: Πρώτα κάνουμε τις αλλαγές που θέλουμε και μετά αλλάζουμε νόμους, συντάγματα και συνθήκες ανάλογα. Το EFSF και το καθεστώς επιτήρησης Ελλάδας, Ιρλανδίας και Πορτογαλίας καθιερώθηκαν εξωθεσμικά και στην ουσία σε αντίθεση με τις συνθήκες. Ο νέος κανονισμός έρχεται να το «νομιμοποιήσει». Η παρέμβαση της EE στον καθορισμό των μισθών που περιλαμβάνεται στους κανονισμούς μακροοικονομικής επιτήρησης απαγορεύεται ρητά από τη συνθήκη της EE. Τώρα συζητούν αναθεώρηση της συνθήκης για να την νομιμοποιήσουν.
Μέσα στον πανικό της κρίσης, πραγματοποιείται μία τεράστια μεταφορά εξουσιών από εκλεγμένα κοινοβούλια και κυβερνήσεις σ΄ ένα μη εκλεγμένο όργανο, την Κομισιόν. Η αλλαγή αυτή γίνεται για να εφαρμοστεί χωρίς... εκλογικές οχλήσεις η βούληση των πολυεθνικών εργοδοτών, εκφρασμένη από την ευρωπαϊκή συνομοσπονδία τους, την Business Europe και μετουσιωμένη στο Σύμφωνο για το ευρώ (Corporate Europe Observatory: ‘’Business against Europe’’).
To Σύμφωνο για το ευρώ λέει ότι οι μισθοί πρέπει να αντιστοιχηθούν στην παραγωγικότητα μείον την τιμαριθμική προσαρμογή, αλλά και στην ανταγωνιστικότητα της εκάστοτε οικονομίας. Δηλαδή να πέφτουν όταν πέφτει η παραγωγικότητα κι αν αυτή ανεβαίνει, να ανεβαίνουν μόνο ονομαστικά και μόνο αν κρίνεται ότι ανεβαίνει και η ανταγωνιστικότητα. Αν ψάξει κανείς στα έγγραφα της EE για το πώς ακριβώς ορίζεται η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας, πολύ γρήγορα θα συνειδητοποιήσει ότι δεν μιλάμε στην ουσία παρά για την κερδοφορία των μεγάλων καπιταλιστικών ομίλων κάθε χώρας.
Η μείωση των μισθών προωθείται με τρεις ακόμα τρόπους: Πρώτο, κατάργηση της τιμαριθμικής προσαρμογής όπου και όσο υπάρχει. Δεύτερο, αποδυνάμωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων. Τρίτο, πάγωμα των μισθών στο δημόσιο τομέα.
Το Σύμφωνο προβλέπει επίσης την αύξηση των ηλικιακών ορίων για συνταξιοδότηση σε όλους τους εργαζόμενους, περισσότερους έμμεσους και λιγότερους άμεσους φόρους, μείωση των κρατικών δαπανών μέσω του «φρένου στο χρέος», της εισαγωγής δηλαδή συνταγματικής κατά προτίμηση απαγόρευσης των «υπερβολικών» ελλειμμάτων σε όλες τις χώρες.
Η αστική τάξη παραδέχεται στην ουσία ότι το επιχειρούμενο ξεζούμισμα των εργαζομένων και η επιστροφή σε προ των παγκοσμίων πολέμων καπιταλιστικά μοντέλα -χωρίς συλλογικές συμβάσεις και κοινοβουλευτικό έλεγχο- δεν θα είναι αρκετό για να σώσει το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης του κεφαλαίου. Το ζητούμενο αυτό δεν μπορεί να επιλυθεί παρά με μια ομοσπονδοποίηση, την οποία όμως είναι ανίκανη να πραγματοποιήσει. Οι εργατικές τάξεις δεν έχουν λόγο και δεν μπορούν να φέρουν σε πέρας μια διαδικασία ολοκλήρωσης που έχει τον καπιταλισμό στο DNA της. Η δική τους ένωση δεν μπορεί παρά να τεθεί σε εντελώς νέες βάσεις.
Ευρω-μνημόνια για όλες τις χώρες
ΠΑΝΟΜΟΙΟΤΥΠΕΣ ΑΝΤΕΡΓΑΤIΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΟΜΙΣΙΟΝ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ
Δεν είναι μόνο η Ελλάδα στο στόχαστρο της Κομισιόν και της γραφειοκρατίας των Βρυξελών, αλλά πολλά κράτη -μέλη. Μια ματιά στις συστάσεις της Κομισιόν ανά χώρα για το 2012 είναι αποκαλυπτική:
Από την Αυστρία απαιτούν σταδιακή κατάργηση πρόωρης συνταξιοδότησης, αύξηση ορίων ηλικίας στις γυναίκες, μείωση εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία, απελευθέρωση επαγγελμάτων.
Από το Βέλγιο, περιορισμό δαπανών για μείωση τους ελλείμματος, ριζική αύξηση συνταξιοδότησης, μείωση των επιδομάτων ανεργίας, χαλάρωση συλλογικών συμβάσεων και τιμαριθμικής προσαρμογής για να αντιστοιχηθούν με την παραγωγικότητα, αύξηση ΦΠΑ και «πράσινων» φόρων, συγκεντροποίηση του λιανικού εμπορίου, παραπέρα ιδιωτικοποίηση της ενέργειας.
Από τη Γαλλία, περιορισμό του κατώτατου μισθού, χαλάρωση της προστασίας της εργασίας, νέα μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, υψηλότερο ΦΠΑ και νέοι «πράσινοι φόροι», απελευθέρωση επαγγελμάτων. Ακόμα και από την Γερμανία ζητούν απελευθέρωση επαγγελμάτων, εισαγωγή «φρένου του χρέους» και στα κρατίδια, ιδιωτικοποίηση των τραπεζών που ανήκουν στα κρατίδια.
Όσον αφορά την Ισπανία, η EE απείλησε επιτυχώς το ισπανικό κοινοβούλιο να μην τροποποιήσει τον αντιασφαλιστικό νόμο που είχε καταθέσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Ζήτησε ακόμα: Περαιτέρω αλλαγές στο ασφαλιστικό και το εργασιακό, διαπραγματεύσεις ανά επιχείρηση και όχι ανά κλάδο, κατάργηση αυτόματης ανανέωσης συλλογικών συμβάσεων, μεγαλύτερη «ελαστικότητα» στους μισθούς, ολική κατάργηση της όποιας ΑΤΑ μείωση εργοδοτικών εισφορών στα ταμεία, αύξηση ΦΠΑ και φόρων στα καύσιμα, μείωση του ρόλου των κρατιδίων στη διαχείριση των ταμιευτηρίων (κάχας).
Από την Ιταλία: Χαλάρωση της προστασίας της εργασίας, διευκόλυνση απολύσεων, χαλάρωση συλλογικών συμβάσεων και «αντιστοίχηση τους στην παραγωγικότητα» (μείον τον τιμάριθμο πάντα), περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις υπηρεσιών. Σημειώνουμε ότι το Γιούρογκρουπ και η ΕΚΤ έχουν πρόσφατα απευθύνει πολύ πιο αυστηρές συστάσεις στην Ιταλία.
Στο Λουξεμβούργο συστήνεται χαλάρωση συλλογικών συμβάσεων και «σύνδεση τους με την παραγωγικότητα», χαλάρωση τιμαριθμικής προσαρμογής, αύξηση ορίων συνταξιοδότησης.
Όσο για την Κύπρο, η Κομισιόν ζητά αύξηση ορίων συνταξιοδότησης, επέκταση ετών εισφοράς των εργαζομένων στα ταμεία, χαλάρωση συλλογικών συμβάσεων και τιμαριθμικής προσαρμογής, αύξηση τιμών νερού. Μετά την υποβάθμιση της Κύπρου από τους οίκους αξιολόγησης, της απευθύνθηκαν ακόμα αυστηρότερες συστάσεις.
Από την Ολλανδία ζητείται αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, αποψίλωση του συστήματος φροντίδας των ηλικιωμένων, εισαγωγή διοδίων. Τέλος, η Φινλανδία πρέπει να προχωρήσει σε αύξηση ορίων συνταξιοδότησης, ιδιωτικοποίηση-συγκεντρωποίηση λιανικού εμπορίου και υπηρεσιών, περικοπές στα δημόσια έξοδα, αποψίλωση του συστήματος φροντίδας των ηλικιωμένων.
Η επίσημη σελίδα με τις συστάσεις ανά χώρα: http://ec.europa.eu/europe2020/tools/monitoring/recommendations_2011/index_el.htm
Ευρώπη των αφεντικών από τα γεννοφάσκια της-Eλεγχόμενη από τις πολυεθνικές
To 1949 σχηματίστηκε το Συμβούλιο Βιομηχανικών Ομοσπονδιών (CIFE) και με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα το 1952, μία ομάδα εργασίας του μετασχηματίστηκε στην Ένωση Βιομηχανιών των χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (UNICE).
Η ΕΚΑΧ ήταν μια ιδέα του Ρόμπερτ Σούμαν, προπολεμικού δικηγόρου της ένωσης σιδηρουργικών βιομηχανιών και βουλευτή που συμμετείχε στην πρώτη κυβέρνηση του στρατηγού Πετέν και ψήφισε το 1940 τις έκτακτες εξουσίες του. Η ΕΚΑΧ ήταν ένα σχέδιο συγκεντροποίησης της δυτικοευρωπαϊκής σιδηρουργίας που κόστισε εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Η UNICE παραμένει σήμερα η κύρια οργάνωση συλλογικής εκπροσώπησης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου μετά και τη μετονομασία της σε BusinessEurope το 2007. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 όμως, οι πολυεθνικές συνειδητοποίησαν την ανάγκη μιας πιο ευέλικτης οργάνωσης ώστε να ξεκολλήσουν το σχέδιο της ενιαίας αγοράς, που λόγω και των εργατικών αγώνων δεν είχε προχωρήσει στις δεκαετίες του ΄60 και του 70.
Το 1982 μέσα στο κτίριο της Κομισιόν, ο τότε επίτροπος βιομηχανίας, Ε. Νταβινιόν, μαζί με τον πρόεδρο της Βόλβο, Π. Γκιλεναμάρ, κατάρτισαν τη λίστα υποψήφιων μελών της Στρογγυλής Τράπεζας των Βιομηχάνων (ERT). Ο Ανιέλι της Φίατ κι ο Βίσε Ντέκερ της Φίλιπς σύντομα έγιναν μέλη. Η Στρογγυλή Τράπεζα ιδρύθηκε επίσημα το 1983 και ξεκίνησε την πολιτική καμπάνια της για την ενιαία αγορά που κατέληξε στην υιοθέτηση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης το 1985 που προώθησε 300 ντιρεκτίβες ανοίγματος των αγορών, που στόχευαν στη δημιουργία της ενιαίας αγοράς μέχρι το 1992. Πριν την έγκριση της, οι βιομήχανοι έγραψαν ένα γράμμα στους αρχηγούς κρατών, απειλώντας τους ότι θα μεταφέρουν τα εργοστάσια τους έξω από την Ευρώπη.
Από το 1988 εταιρείες όπως οι Φίατ, Φίλιπς, Ζίμενς, Τοτάλ προώθησαν την ιδέα του ενιαίου νομίσματος που μπήκε ως στόχος στη συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992. Από το 1993 η ERT άρχισε την καμπάνια για την καθιέρωση της ανταγωνιστικότητας ως τη «νούμερο ένα» προτεραιότητα της EE. Το 1995 έπεισαν την Κομισιόν να δημιουργήσει ένα «συμβουλευτικό σώμα για την ανταγωνιστικότητα», στα πρότυπα του αντίστοιχου που υπήρχε σης ΗΠΑ από τα χρόνια του Ρήγκαν. Το σώμα αυτό ήταν γεμάτο από μέλη της ERT και άλλους βιομηχάνους. Τα τελικά του κείμενα έγιναν η βάση για τη Στρατηγική της Λισαβόνας, που υιοθετήθηκε από τους αρχηγούς κρατών το 2000. Η BusinessEurope συμμετείχε στη σύνταξη της Συνταγματικής Συνθήκης το 2002-2003, που επισημοποίησε την καθιέρωση της ανταγωνιστικότητας ως απόλυτης προτεραιότητας. Η Συνθήκη απορρίφτηκε σε δημοψηφίσματα αλλά πέρασε με αλλαγμένο όνομα ως Συνθήκη της Λισαβόνας.
Από το 2002, η ERT προωθούσε το στόχο της συγκεντροποίησης του καθορισμού των εθνικών προϋπολογισμών και οικονομικών πολιτικών στις Βρυξέλλες. Στην κρίση του 2008-2011 βρήκε την ευκαιρία να εφαρμόσει το «δόγμα του σοκ» και να ικανοποιήσει και αυτό το στόχο της. Η BusinessEurope ανέλαβε να πείσει τους ευρωβουλευτές να κάνουν ακόμα πιο αυστηρές τις προτάσεις της Κομισιόν. Η BusinessEurope και η ERT λειτουργούν σε στενή συνεργασία, με ανά 15θήμερο συναντήσεις σε επίπεδο γενικού γραμματέα.
Το τραπεζικό λόμπι παίζει επίσης σημαντικό ρόλο, αφού συνέγραψε το πλαίσιο της φιλελευθεροποίησης του μαζί με την Κομισιόν το 1999 και το 2008-2010 κατάφερε να ματαιώσει κάθε ιδέα περιορισμού των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων του. Απόλυτο σύμβολο της δύναμης του, η συμμετοχή -για πρώτη φορά στην ιστορία-λομπιστών του (Τζ. Άκερμαν κ.ά.) σε Σύνοδο Κορυφής την 21η Ιουλίου 2011. Εκεί παρουσίασε μια πρόταση μεταφοράς των χρεών της Ελλάδας από τις τράπεζες στα κράτη, την οποία οι αρχηγοί των τελευταίων ενέκριναν παμψηφεί.
Εμείς τι κάνουμε;
Πηγή: ΠΡΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου