της Ειρήνης Γαϊτάνου
Στις 6 Δεκέμβρη 2008 μια σφαίρα ήρθε να διαταράξει την φαινομενική ηρεμία της ελληνικής κοινωνίας. Ο 15χρονος μαθητής Αλέξης Γρηγορόπουλος πέφτει νεκρός από το όπλο του αστυνομικού Επαμεινώνδα Κορκονέα στα Εξάρχεια, μια περιοχή εξαιρετικά ιδιαίτερη στο κέντρο της Αθήνας.
Την ίδια περίοδο, έχουν ήδη ξεκινήσει να φαίνονται γλαφυρά τα ίχνη μια βαθιάς πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα · μια κρίση κοινωνική, οικονομική, ιδεολογική, κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και νομιμοποίησης του κράτους και των μηχανισμών του.
Ωστόσο, κανείς δε φανταζόταν ότι ένα τέτοιο περιστατικό θα οδηγούσε σε μια εξέγερση με τα χαρακτηριστικά αυτής του Δεκέμβρη του ’08.
Την ίδια περίοδο, έχουν ήδη ξεκινήσει να φαίνονται γλαφυρά τα ίχνη μια βαθιάς πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα · μια κρίση κοινωνική, οικονομική, ιδεολογική, κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και νομιμοποίησης του κράτους και των μηχανισμών του.
Ωστόσο, κανείς δε φανταζόταν ότι ένα τέτοιο περιστατικό θα οδηγούσε σε μια εξέγερση με τα χαρακτηριστικά αυτής του Δεκέμβρη του ’08.
Πριν δούμε το γενικό πλαίσιο της περιόδου, φαίνεται ενδιαφέρον να εξετάσουμε γιατί το συγκεκριμένο περιστατικό να προκαλέσει μια τέτοια εξέγερση.
Αναμφισβήτητα, η δολοφονία ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Αλλά γιατί η συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξε τόσο μοναδική; Η Ελλάδα δεν είναι φυσικά ΗΠΑ, όπου τέτοια περιστατικά μπορούν απλά να συμβαίνουν, ωστόσο την προηγούμενη περίοδο υπήρξαν περιπτώσεις αστυνομικών δολοφονιών, κυρίως μεταναστών. Γιατί ο Αλέξης προκάλεσε τα “νέα Δεκεμβριανά”;
Η ταυτότητα του θύματος υπήρξε σίγουρα καθοριστική. Ο Αλέξης ήταν “ο Αλέξης μας”, δικό μας παιδί, “ένας από εμάς”. Δεν ήταν ένας Άλλος, ένας ξένος. Ήταν 15 χρονών, μαθητής λυκείου, Έλληνας, παιδί μιας μεσοαστικής οικογένειας, ένα “πνεύμα ανήσυχο και ευαίσθητο”. Ήταν στα Εξάρχεια ένα Σάββατο βράδυ, για να βγει με τους φίλους του. Ταυτίζονται μαζί του όλοι εκείνοι οι μαθητές που νιώθουν την καταπίεση μιας ασφυκτικής καθημερινότητας · όλοι οι νέοι που ξέρουν ότι θα μπορούσαν να είναι στη θέση του. Οι γονείς, που ξέρουν ότι θα μπορούσε να είναι το δικό τους παιδί, οι καθηγητές, που αναγνωρίζουν σε αυτόν τους μαθητές τους. Η κοινωνία νιώθει πως, μέσα σε μια πραγματικότητα που γίνεται ολοένα και πιο αβάσταχτη, με τις προσδοκίες ενός καλύτερου μέλλοντος να καταβαραθρώνονται, δεν μπορεί να ανεχτεί την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής. Η σφαίρα στόχευσε ενάντια στην κοινωνία και ξύπνησε το συλλογικό φαντασιακό.
Έτσι, το ανθρώπινο σώμα δεν θεωρείται αναλώσιμο. Η ζωή του Αλέξη άξιζε να βιωθεί. Εκείνος[1], δεν θα γίνει homo sacer[2]. Η στέρηση της ζωής θεωρείται εδώ δολοφονία · οι νέοι θεωρούν ότι η ζωή τους είναι σημαντική, ότι ο θάνατος δεν έχει σχέση με αυτούς, δεν τους αφορά. Το ίδιο το ξέσπασμα της εξέγερσης υπό αυτό το πρίσμα είναι η πρώτη πράξη αμφισβήτησης του μονοπωλίου της βίας από το κράτος · πολλές τέτοιες πράξεις θα ακολουθήσουν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης.
Εκτός από την ταυτότητα του παιδιού, οι συνθήκες θα παίξουν επίσης σημαντικό ρόλο. Καταρχήν, ο δολοφόνος είναι αστυνομικός · σύμβολο της κρατικής βίας, μιας βίας που στρέφεται εντεινόμενη ενάντια σε όλο και πιο ευρεία στρώματα του πληθυσμού. Έπειτα, η δολοφονία έρχεται μετά από μια ασήμαντη διένεξη, και όχι μετά από συγκρούσεις ή έστω κινητοποιήσεις. Στη συνέχεια, ο χώρος στον οποίο συμβαίνει παίζει σημαντικό ρόλο. Τα Εξάρχεια συγκροτούν ως περιοχή το χώρο συνάντησης της ριζοσπαστικής νεολαίας, καθώς κι ένα εργαστήρι πολιτικών ιδεών και εναλλακτικών κοινωνικών πρακτικών. Βρίσκεται εξάλλου στο κέντρο της Αθήνας · η πληροφορία μεταδίδεται γρήγορα και οι διαδηλωτές μαζεύονται εύκολα και άμεσα, η αντίσταση κεντρικοποιείται. Τέλος, σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της εξέγερσης θα παίξουν τα μέσα ανεξάρτητης ενημέρωσης, που συμβάλλουν καθοριστικά στη διάδοση της πληροφορίας, τη διάψευση της γραμμής που θα ακολουθήσει το κράτος και οι μηχανισμοί του και τον συντονισμό των δράσεων.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη, που πολλές συζητήσεις προκάλεσε ακόμα και γύρω από τον χαρακτήρα της ως εξέγερση, και ακόμα περισσότερες συζητήσεις προσπάθησαν να προσπεράσουν τα ερωτήματα που έθεσε, οφείλει να εξεταστεί ως αυτό που είναι : μια μορφή πάλης που “αμφισβητεί-παρεμποδίζει-διαρρηγνύει την πολιτική ενότητα, την ενοποίηση δηλαδή των κοινωνικών διαφορών όπως αυτή οργανώνεται στο πεδίο του νόμου”[3]. Κυρίως, αποκαλύπτει τον τεχνητό χαρακτήρα της. Συγκροτεί λοιπόν την εκδήλωση μιας κρίσης ηγεμονίας, της αδυναμίας συντονισμού των συμφερόντων στα πλαίσια του κράτους.
Υπό αυτή την έννοια, η εξέγερση αμφισβητεί τη “νόμιμη” άσκηση της κρατικής βίας, όπως και την ίδια τη νομιμότητα. Τέλος, αμφισβητεί την ίδια την κανονικότητα, την αντίληψη ότι υφίσταται ένα status quo ειρηνικό, από το οποίο η εξέγερση θα συνιστούσε μια απόκλιση.
Το ίδιο το ξέσπασμα της εξέγερσης υποδηλώνει πάνω απ’ όλα ότι είναι ακριβώς δυνατή, ότι εγγράφεται μέσα στην “κανονική λειτουργία” των σύγχρονων κοινωνιών · ότι, όπως σημειώνει ο Άκης Γαβριηλίδης, “όταν λέμε λοιπόν «λειτουργία» της κοινωνίας, σε αυτό φυσικά πάντοτε περιλαμβάνεται ως εγγεγραμμένη δυνατότητα και η δυσλειτουργία, το μπλοκάρισμα, η αποδιάρθρωση”[4].
Το ίδιο το ξέσπασμα της εξέγερσης υποδηλώνει πάνω απ’ όλα ότι είναι ακριβώς δυνατή, ότι εγγράφεται μέσα στην “κανονική λειτουργία” των σύγχρονων κοινωνιών · ότι, όπως σημειώνει ο Άκης Γαβριηλίδης, “όταν λέμε λοιπόν «λειτουργία» της κοινωνίας, σε αυτό φυσικά πάντοτε περιλαμβάνεται ως εγγεγραμμένη δυνατότητα και η δυσλειτουργία, το μπλοκάρισμα, η αποδιάρθρωση”[4].
Και τι δεν ήταν…
Ας ξεκινήσουμε όμως από το πραγματικό σημείο εκκίνησης των γεγονότων, την πολιτική κρίση στην Ελλάδα πριν την εξέγερση. Σήμερα φαίνεται τουλάχιστον αστεία η αμφισβήτηση του βάθους της κρίσης αυτής. Τότε όμως, πολλοί ήταν αυτοί που επιστρατεύτηκαν για να αποδείξουν ότι η εξέγερση δεν είχε σχέση με την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση που επικρατούσε. Από τα ΜΜΕ που μιλούσαν για “μεμονωμένο περιστατικό”, για προβληματικά παιδιά και αναρχικούς, για υποκίνηση από πολιτικούς χώρους και για τυφλή, καταστροφική βία, ως τους στρατευμένους στο άρμα του νεοφιλελευθερισμού “διανοούμενους” και πανεπιστημιακούς που φωνασκούσαν ότι δεν πρόκειται για εξέγερση[5], αλλά για ξέσπασμα χωρίς ίχνος πολιτικού χαρακτηριστικού : οι πλέον συντηρητικοί μιλούσαν για απλή εγκληματικότητα, για υποβόσκουσα αναρχική και κομμουνιστική υποκουλτούρα στην ελληνική κοινωνία που οφείλει να κατασταλεί, για υπερβολική ανοχή και έλλειψη σεβασμού στην εξουσία[6] · οι νεοφιλελεύθεροι αναγνώριζαν στο ξέσπασμα της εξέγερσης την ανάγκη νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (!), μοιραζόμενοι μαζί με τα ξένα ΜΜΕ την εκτίμηση ότι η Ελλάδα συνιστά μια χώρα αρχαΐζουσα, που δεν έχει ακόμα φτάσει στο στάδιο του κράτους δικαίου, και υποφέρει της αδυναμίας προσαρμογής στη νεωτερικότητα[7] · τέλος, οι “ανανεωτικοί αριστεροί” δεν έχαναν ευκαιρία να διαλαλήσουν ότι η εξέγερση ήταν “μουγκή”, ότι δεν είχε αιτήματα και πολιτικό λόγο, άρα αυτοεξοριζόταν από τη σφαίρα της πολιτικής. Μιλούσαν έτσι για μια κρίση του πολιτικού, για τον ατομικισμό των πρακτικών και για ένα εγωκεντρικό φαντασιακό[8].
Στην πραγματικότητα, η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν ήταν μόνο η πρώτη οργανωμένη αντίδραση της νεολαίας ενάντια στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση, αλλά είναι και η πρώτη οργανωμένη έκφραση της ανάγκης να βρεθούν νέοι τρόποι άσκησης της πολιτικής. Αυτή είναι μια από τις κύριες συμβολές της στα κινήματα που θα ακολουθήσουν. Η εξέγερση αποτέλεσε την πρώτη κοινωνική έκρηξη της περιόδου της οικονομικής κρίσης, ενάντια στην καταστροφή που όλοι διαισθάνονταν ότι ερχόταν.
Καλωσορίσατε στην έρημο του πραγματικού
Στο οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, οι αναδιαρθρώσεις σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση στην Ελλάδα επιταχύνονται μετά το 1985. Αυτές οι πολιτικές περιλαμβάνουν την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και την αποξήλωση της εργασίας, τις ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων του δημοσίου τομέα, την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την επιβολή πολιτικών χαμηλών μισθών, την απελευθέρωση των απολύσεων, την αύξηση του χρόνου εργασίας και την εγγραφή της ελαστικότητας στις σχέσεις εργασίας, τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και του φορολογικού συστήματος, την διάλυση της κοινωνικής ασφάλισης. Η κλασική σχέση εργασίας, σταθερή και πλήρης, γίνεται όλο και πιο σπάνια, και υφίσταται ποιοτικούς μετασχηματισμούς αρνητικούς, υπό την πίεση της ύπαρξης μιας εργατικής δύναμης ελαστικής και φτηνής, καθώς και του εφεδρικού στρατού των ανέργων.
Παράλληλα, η ελληνική κοινωνία είναι μία από τις πιο άνισες της Ευρώπης[9]. Το επίπεδο φτώχειας το 2008 είναι το πιο υψηλό στην ΕΕ, φτάνοντας το 21%. Η κατανομή του πλούτου είναι η πλέον πολωμένη : το μερίδιο των μισθών στο ακαθάριστο εθνικό προϊόν είναι κάτω του 55% και σε πτώση από τη δεκαετία του ’80. Το συνολικό εισόδημα του 20% των πιο πλούσιων είναι περισσότερο από 6 φορές μεγαλύτερο από εκείνο του 20% των πιο φτωχών του πληθυσμού.
Άλλωστε, εκτός των “πρωτευουσών” ανισοτήτων, οι δευτερεύουσες ανισότητες, που οφείλονται στην συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους (κυρίως στην υγεία και την εκπαίδευση), δυσχεραίνουν σημαντικά την κατάσταση. Το 1997 η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση στην ταξινόμηση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης[10]. Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα, είναι προφανές ότι οι αξίες της αποταμίευσης πάνε περίπατο. Το μερίδιο του οικιακού εισοδήματος προς αποταμίευση πέφτει από το 14,1% το 1996 στο 8,9% το 2004. Παράλληλα, οι περισσότεροι στρέφονται προς τον τραπεζικό δανεισμό · τα χρέη των οικογενειών προς τις τράπεζες αυξάνονται από το 34,5% του ΑΕΠ το 2005 στο 50%του ΑΕΠ το 2009[11].
Σταδιακά λοιπόν, το “ελληνικό αναπτυξιακό παράδειγμα” των προηγούμενων χρόνων εξαντλείται, εξαιτίας τόσο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, όσο και των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής οικονομίας.
Το 2008 η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, παρά τους αυξημένους ρυθμούς ανάπτυξης και τις καπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του ’90. Το δημόσιο χρέος διογκώνεται. Η ανεργία αυξάνεται δραματικά, ιδιαιτέρως των νέων. Ειδικά σε ότι αφορά τη νεολαία, η κατάσταση διαμορφώνεται δραματική. Η ανεργία το 2008 για τους νέους ηλικίας 15-24 χρονών είναι 22,4%, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 17%. 1 στους 3 αποφοίτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, 2 στους 3 της δευτεροβάθμιας και 1 στους 2 της υποχρεωτικής δεν έχουν σταθερή εργασία 6 χρόνια μετά την απόκτηση του διπλώματος τους. Εξάλλου, ένα “καλύτερο” δίπλωμα δεν οδηγεί σε μια “καλύτερη” θέση εργασίας. Στις ηλικίες 20-24 και 25-29 η ανεργία και η ελαστική απασχόληση είναι πιο αυξημένη για τους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης[12].
Το 2008 η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, παρά τους αυξημένους ρυθμούς ανάπτυξης και τις καπιταλιστικές μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του ’90. Το δημόσιο χρέος διογκώνεται. Η ανεργία αυξάνεται δραματικά, ιδιαιτέρως των νέων. Ειδικά σε ότι αφορά τη νεολαία, η κατάσταση διαμορφώνεται δραματική. Η ανεργία το 2008 για τους νέους ηλικίας 15-24 χρονών είναι 22,4%, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 17%. 1 στους 3 αποφοίτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, 2 στους 3 της δευτεροβάθμιας και 1 στους 2 της υποχρεωτικής δεν έχουν σταθερή εργασία 6 χρόνια μετά την απόκτηση του διπλώματος τους. Εξάλλου, ένα “καλύτερο” δίπλωμα δεν οδηγεί σε μια “καλύτερη” θέση εργασίας. Στις ηλικίες 20-24 και 25-29 η ανεργία και η ελαστική απασχόληση είναι πιο αυξημένη για τους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης[12].
Ακόμα όμως και αυτοί που βρίσκουν δουλειά, αντιμετωπίζουν την εργοδοτική αυθαιρεσία, την ελαστικότητα και τους χαμηλούς μισθούς, τη μαύρη εργασία. Η “γενιά των 700 ευρώ” υφίσταται όχι μόνο την πραγματική χειροτέρευση των όρων εργασίας, αλλά και την κατάρρευση των προσδοκιών βελτίωσης της κατάστασής τους.
Εξαιτίας αυτής της πραγματικότητας, καθώς και της αυξανόμενης λιτότητας και της ραγδαίας αύξησης του κόστους ζωής (κυρίως μετά την ένταξη στο ευρώ), οι νέοι αποκτούν όλο και πιο αργά την ανεξαρτησία τους. Παράλληλα, η καθημερινότητά τους είναι όλο και πιο ασφυκτική και καταπιεστική, ξεκινώντας (και μάλλον στο μεγαλύτερο βαθμό) από το σχολείο.
Η εντατικοποίηση των ρυθμών ζωής και ο ανταγωνισμός γίνονται συστατικά στοιχεία της καθημερινής τους πραγματικότητας.
Ενταγμένοι σε μια ρουτίνα που περιλαμβάνει σχολείο, φροντιστήριο, δραστηριότητες που δεν επιλέγουν και δεν επιθυμούν, παρά τις διεξάγουν σε μια κατεύθυνση αέναης συλλογής προσόντων, οφείλουν να είναι διαρκώς προσηλωμένοι στο στόχο : την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κάθε άλλη συμπεριφορά θεωρείται αντικοινωνική και περιθωριοποιείται.
Καταδικασμένη σε αυτή την ασφυκτική και καταπιεστική κανονικότητα, η νεολαία συνειδητοποιεί ότι αντιμετωπίζει ένα μέλλον πολύ χειρότερο από τις προσδοκίες με βάση τις οποίες της συγκρότησαν τη ζωή.
Στο ιδεολογικό επίπεδο, η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού των προηγούμενων χρόνων αμφισβητείται. Κατά το παρελθόν, μια σειρά ιδεολογημάτων, συνδεόμενα φυσικά με υλικές προεκτάσεις, ισχυροποιούσαν αυτή την ηγεμονία. Η είσοδος στη ζώνη ευρώ ως στόχος έδωσε τη θέση της στους Ολυμπιακούς αγώνες, και η “Ισχυρή Ελλάδα” του Σημίτη στην “Θωρακισμένη Ελλάδα” του Καραμανλή. Κυρίως όμως, ο νεοφιλελευθερισμός μπορούσε να προσδέσει ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού πίσω από ένα θετικό πρόταγμα.
Πλέον, και παρά τη σχετική κρίση των αριστερών ταυτοτήτων, το προχώρημα των μεταρρυθμίσεων σε εκπαίδευση και εργασία, η κατάρρευση των προσδοκιών ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων και η ένταση του χάσματος μεταξύ των προσδοκιών αυτών και της υλικής τους πραγματικότητας, η οικονομική κρίση, η διαρκής λιτότητα και το πολιτικό αδιέξοδο, οδηγούν στην αμφισβήτηση της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού.
Η αγορά, που υποτίθεται θα λειτουργούσε ως κοινωνικός ρυθμιστής, απαξιώνεται στα μάτια των φτωχότερων στρωμάτων, που θεωρούν ότι επιφέρει τη μετακύλιση του κόστους στις πλάτες τους. Ο προσωπικός πλουτισμός και ο καταναλωτισμός δεν συγκροτούν πια διέξοδο · άλλωστε δεν είναι πια εφικτά για το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού. Οι προσδοκίες κοινωνικής κινητικότητας καταρρέουν ακόμα και για ένα κομμάτι της νέας μεσαίας τάξης. Ο ατομικισμός τίθεται υπό αμφισβήτηση, καθώς η κοινωνική διαμαρτυρία και οι συλλογικοί αγώνες επανέρχονται μαζικά στην πολιτική σκηνή.
Πολιτικοί μετασχηματισμοί και αυταρχική στροφή του κράτους
Τέλος, στο πολιτικό επίπεδο, η περίοδος πολιτικής σταθερότητας (προκύπτουσα κυρίως από τις προσδοκίες κοινωνικής κινητικότητας, τις πελατειακές σχέσεις με το κράτος[13], την ευρεία ενσωμάτωση στο δημόσιο τομέα και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς και την ύπαρξη καναλιών διαμεσολάβησης μεταξύ των πολιτών και της εξουσίας – τοπική πολιτική εξουσία και επίσημος συνδικαλισμός) φτάνει στο τέλος της. Το πολιτικό σύστημα μετασχηματίζεται, πραγματοποιώντας μια αυταρχική και συντηρητική στροφή. Το κοινωνικό συμβόλαιο των προηγούμενων δεκαετιών καταρρέει. Η σκλήρυνση του κράτους και της πολιτικής διαχείρισης, ο μετασχηματισμός και η μετακύλιση της σοσιαλδημοκρατίας προς το νεοφιλελευθερισμό, η ολοένα και εντονότερη σύνδεση των θεσμών με το κράτος και την πολιτική εξουσία, η γραφειοκρατικοποίηση του επίσημου συνδικαλισμού, παράλληλα με το ξέσπασμα σειράς σκανδάλων, φέρουν ως αποτέλεσμα μια βαθιά κρίση νομιμοποίησης του κράτους και των θεσμών, καθώς και μια κρίση πολιτικής εκπροσώπησης[14].
Ο κοινωνικός ιστός αποσυντίθεται, καθώς τα ενδιάμεσα κοινωνικά στρώματα, διαμέσου των οποίων διασφαλιζόταν η συμμετοχή του λαού στην πολιτική και κοινωνική ζωή, συμπιέζονται προς τα κάτω.
Οι πολίτες αντιμετωπίζουν ένα κλειστό πεδίο εκπροσώπησης και πολιτικής έκφρασης, το οποίο εντείνεται από την ακαμψία με την οποία το κράτος αντιμετωπίζει τα αιτήματά τους.
Βρίσκονται έτσι μπροστά σε ένα κράτος αδύναμο να αναπαράξει τη σύνδεση των ανθρώπων με την πολιτική, δηλαδή με τη διαχείριση της καθημερινής ζωής και με την εξουσία· ένα κράτος που στερείται της δυνατότητας να παράξει νέα πεδία ηγεμονίας και νέες θετικές συναινέσεις (υλικές και συμβολικές).
Η ανυπαρξία ενός δημοσίου χώρου, μέσα στον οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένας πολιτικός διάλογος οδηγώντας σε κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, εντείνει το αίσθημα πολιτικού αδιεξόδου. Οποιαδήποτε έννοια του πολιτικού περιορίζεται στις επίσημες μορφές άσκησης πολιτικής, αγνοώντας, περιθωριοποιώντας και καταστέλλοντας οποιαδήποτε κοινωνική διεκδίκηση.
Η εμφάνιση του “κράτους του νόμου και της τάξης” εντείνει αυτή την πραγματικότητα. Η φυσική καταστολή ξεπερνά κάθε όριο, με χαρακτηριστική την αστυνομική βία (καταστολή διαδηλώσεων, συλλήψεις, εγκαθίδρυση κλίματος καταδίωξης και τρομοκρατίας – ως το Δεκέμβρη του ’08 τα συγκεκριμένα περιστατικά είναι πολλά : Λευκίμμη, υπόθεση “ζαρντινιέρας”, δολοφονίες μεταναστών, βασανισμοί σε αστυνομικά τμήματα) και την αστυνομική ατιμωρησία[15]. Αυτή είναι όμως μόνο η μια πλευρά, η άλλη είναι οι αλλαγές στο νομικό επίπεδο, και η σύμπραξη της δικαστικής με την εκτελεστική εξουσία. Σειρά νόμων στοχεύουν στον περιορισμό των διαδηλώσεων (πχ ο νόμος περί περιορισμού στη μια λωρίδα του δρόμου), και την ένταση της επιτήρησης (πχ νόμοι για τις κάμερες σε δημόσιους χώρους). Παράλληλα, η καταστολή στρατιωτικοποιείται, και δημιουργούνται νέες ομάδες δίωξης (όπως οι ειδικοί φρουροί). Τέλος, η δράση παρακρατικών μηχανισμών και φασιστικών ομάδων σε συντονισμό με το κράτος και την αστυνομία είναι μια πολύ πραγματική όψη της καταστολής.
Πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα, η συντηρητική στροφή του κράτους δεν συνδέεται αποκλειστικά με τη φυσική καταστολή των αντιστάσεων. Στοχεύει επίσης στο να στρέψει τη λαϊκή αγανάκτηση, που προκαλείται από τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα, ενάντια στις πιο ευάλωτες κοινωνικές κατηγορίες, κατεξοχήν τους μετανάστες.
Στην Ελλάδα, για λόγους ιστορικούς και γεωπολιτικούς, ο αριθμός των μεταναστών είναι σημαντικός. Οι μετανάστες ανέκαθεν χρησιμοποιήθηκαν από το ελληνικό κράτος ως μοχλός για την συμπίεση του κόστους εργασίας, καθώς και των πολιτικών δικαιωμάτων. Αποτελούν φτηνό εργατικό δυναμικό, χωρίς δικαιώματα σε μισθό, ασφάλιση και σύνταξη · κατά κανόνα άλλωστε δουλεύουν σε καθεστώς μαύρης εργασίας. Ταυτόχρονα, δεν τους αναγνωρίζονται πολιτικά δικαιώματα · ούτε καν στα παιδιά τους, τα οποία δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα, ακόμα κι αν συχνά έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα. Χωρίς χαρτιά, ζουν υπό την διαρκή πίεση της αστυνομίας και της γραφειοκρατίας, χωρίς καμία προσδοκία ενός καλύτερου μέλλοντος. Φυσικά, δεν συμμετέχουν στην επίσημη πολιτική ζωή της χώρας και δεν έχουν δικαίωμα ψήφου[16]. Παράλληλα, κατηγορούνται για την ανεργία, την εγκληματικότητα και τη χειροτέρευση των όρων ζωής. Πρόκειται για μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης που καθιστά τελικά τον κανόνα[17], καθώς το κράτος στρέφει κοινωνικές ομάδες ενάντια σε άλλες, κάτω από πολιτικές απόρριψης και σύγκρουσης, με στόχο τη διοχέτευση του φόβου και της αγανάκτησης προς αυτές. Ο στόχος γίνεται ο περιορισμός των “απειλών”. Φυσικά, οι μετανάστες είναι η πρώτη απλώς κοινωνική κατηγορία που υφίσταται αυτές τις πολιτικές. Ακολουθούν και στοχοποιούνται οι “διαδηλωσάκηδες”, οι “κουκουλουφόροι”, οι “ακραίοι” της ριζοσπαστικής αριστεράς και της αναρχίας, οι νέοι που αρνούνται να συμβιβαστούν στις κυρίαρχες νόρμες, οι άνεργοι που αποτελούν “βάρος για την κοινωνία”. Αυτοί οι αποκλεισμοί δημιουργούν “αόρατους”, άτομα που δεν υπάρχουν για την επίσημη πολιτική σκηνή.
Η ομορφιά είναι στους δρόμους
Και μετά, είναι ν’ απορεί κανείς; Μέσα ακριβώς σε αυτή την κοινωνική και πολιτική κατάσταση, ένας αστυνομικός-σύμβολο της φυσικής όψης της κρατικής βίας δολοφονεί εν ψυχρώ ένα μαθητή. Το κίνημα του Δεκέμβρη που ξεσπά αμέσως μετά είναι χωρίς προηγούμενο. Είναι η πρώτη φορά που κίνημα με αυτά τα χαρακτηριστικά εμφανίζεται στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής. Η τραγική τους “παρεξήγηση” απαντήθηκε αμέσως : “Όλοι στους δρόμους. Καταλήψεις, πορείες, συγκρούσεις… Χωρίς παρεξήγηση!”[18]. Μια ώρα μετά τη δολοφονία, χιλιάδες νέοι μαζεύονται στα Εξάρχεια και συγκρούονται σε όλη την Αθήνα ως το πρωί. Την επομένη, το ίδιο.
Δυο μέρες μετά, η περίφημη Μεγάλη Δευτέρα, θα είναι σταθμός σε ο,τι οι περισσότεροι έχουν ζήσει, αλλά και για το κράτος, που παλεύει να προστατέψει μόνο τα κεντρικά σύμβολα της πολιτικής εξουσίας (πρακτικά τη Βουλή), ανοίγοντας ταυτόχρονα τη συζήτηση περί κήρυξης κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Κι αυτό που οι περισσότεροι περίμεναν να τελειώσει σε ένα τριήμερο, κράτησε κοντά ένα μήνα.
Η εξέγερση του Δεκέμβρη χαρακτηρίστηκε από τις μαζικές πρωτοβουλίες αυτοοργάνωσης, τις καινοτομίες και τον πειραματισμό στο επίπεδο των μορφών πάλης, τη συλλογική ανακατάληψη του δημοσίου χώρου, τη δημιουργικότητα και τον δυναμικό ακτιβισμό ενός πολύμορφου κοινωνικού υποκειμένου, παράλληλα με την εχθρικότητα και τη βία απέναντι στο κράτος, τους θεσμούς και τις παραδοσιακές μορφές άσκησης πολιτικής.
Κατά κανένα τρόπο δεν εναντιώθηκε στην πολιτική, όπως πολλοί βιάστηκαν να συμπεράνουν · αντίθετα εξέφρασε την ανάγκη ενός νέου τρόπου άσκησης της πολιτικής, πιο άμεσο και έξω από τις κυρίαρχες μορφές της και τα κανάλια εκπροσώπησης. Κάτι που σήμερα, μετά το κίνημα των πλατειών, φαίνεται πια περισσότερο οικείο.
Οφείλουμε να επιμείνουμε σε ορισμένα κρίσιμα σημεία.
Πρώτον, η αμεσότητα της αντίδρασης, όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε σειρά πόλεων της επαρχίας. Εδώ, ο παράγοντας της χρήσης της εναλλακτικής ενημέρωσης είναι καθοριστικός.
Δεύτερον, η διάχυση στο χωρικό επίπεδο είναι εντυπωσιακή. Η εξέγερση εκτυλίσσεται σχεδόν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας (περισσότερες από 44), καθώς και στην αγροτική ενδοχώρα, μέχρι τα σύνορα. Στη δε Αθήνα, κινητοποιήσεις λαμβάνουν χώρα όχι μόνο στο κέντρο αλλά και σε τοπικό επίπεδο, σε κάθε σχεδόν περιοχή και προάστιο, τόσο στα φτωχότερα όσο στα πιο πλούσια.
Τρίτον, το μέγεθος της συμμετοχής (για την εποχή) και η συχνότητα των κινητοποιήσεων είναι πολύ σημαντικά. Σχεδόν καθημερινά, χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων κινητοποιούνται με οποιονδήποτε τρόπο. Ταυτόχρονα, η εκπαίδευση μπλοκάρει · πάνω από 800 σχολεία και 200 σχολές είναι κατειλημμένες[19].
Τέταρτον, η διάρκεια της εξέγερσης είναι πολύ μεγάλη. Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις, πρακτικά οι σχεδόν καθημερινές διαδηλώσεις διαρκούν περίπου ένα μήνα.
Πέμπτον, η ένταση της εξέγερσης και η συγκρουσιακή διάθεση είναι καθοριστικές. Στην Ελλάδα οι συγκρουσιακές πρακτικές των κινημάτων είναι σχετικά συχνές. Είναι όμως η πρώτη φορά που τόσο έντονες και τόσο βίαιες πρακτικές είναι σε τέτοιο βαθμό διαδεδομένες – είτε αναφερόμαστε σε επιθέσεις ενάντια σε κτήρια και σύμβολα της εξουσίας, είτε στις καταλήψεις είτε στα οδοφράγματα και τις συγκρούσεις με την αστυνομία.
Έκτον, η αυτοοργάνωση, η αυτοδιαχείριση και η μαζική συμμετοχή σε πρωτοβουλίες έξω από τα όρια των παραδοσιακών είναι από τα σημαντικότερα στοιχεία της εξέγερσης. Οι συμμετέχοντες αναβαθμίζουν δομές άμεσης δημοκρατίας, παίρνουν αποφάσεις στις γενικές συνελεύσεις, αντιλαμβάνονται τις καταλήψεις όχι ως χώρους εγκλεισμού και οριοθέτησης, αλλά ως σημεία εκκίνησης για την εξόρμηση σε εργασιακούς χώρους (βλ. κατάληψη ΓΣΕΕ) και γειτονιές (βλ. καταλήψεις δημοτικών κτηρίων). Οργανώνουν συναυλίες, μοιράζουν προκηρύξεις, δημιουργούν ερασιτεχνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, διακόπτουν την κυκλοφορία στους δρόμους και κάνουν πολιτιστικές παρεμβάσεις, οργανώνουν πολιτιστικά δρώμενα κλπ. Και κυρίως, είναι διαρκώς στο δρόμο.
Και τέλος, ιδιαίτερα σημαντική είναι η σύνδεσή του με αγώνες και κινήματα και η επίδρασή του στο εξωτερικό. Εκατοντάδες διαδηλώσεις αλληλεγγύης έγιναν σε ολόκληρο τον κόσμο (πάνω από 30 χώρες και 150 πόλεις – εκτός όλης της Ευρώπης, από την Αυστραλία ως την Λατινική Αμερική, κι απ’ τις ΗΠΑ και τον Καναδά ως τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία). Ορόσημο γίνεται το μήνυμα αλληλεγγύης του υποδιοικητή Μάρκος. Συνθήματα της εξέγερσης γράφονται σε τοίχους σε όλο τον κόσμο. Αλλά και στην Ελλάδα, συνθήματα γράφονται σε αγγλικά και γαλλικά, και η ανάγκη διεθνούς συντονισμού εμφανίζεται έντονη.
Αυτή η τάση ένταξης σε ένα ευρύτερο παράδειγμα έχει δυο όψεις : αφενός, οι διαδηλωτές συνειδητοποιούν ότι οι αιτίες της εξέγερσης υπάρχουν και σε άλλες χώρες, άρα η πιθανότητα κοινωνικού ξεσπάσματος είναι πραγματική. Από την άλλη πλευρά, συνειδητοποιούν ότι οι πολιτικές αυτές που ακολουθούνται στην Ελλάδα δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της ελληνικής πολιτικής αλλά της ευρωπαϊκής.
Η ελληνική εξέγερση είναι ένα σύμπτωμα της Ευρώπης, η τοπική προβολή αντιθέσεων που υπάρχουν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο[20]. Και βέβαια, η επίπτωση της εξέγερσης στην διεθνή σκηνή δεν φαίνεται μόνο στις δυνάμεις του κινήματος. Στελέχη των κυβερνήσεων σε όλη την Ευρώπη, όπως και διεθνή ΜΜΕ, εκφράζουν την ανησυχία τους για τυχόν “μετάδοση” της εξέγερσης. Χαρακτηριστικότερη όλων, η απόσυρση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στη Γαλλία από τον Νικολά Σαρκοζί, στις 15/12/2008, αιτιολογώντας τη με βάση την ανησυχία να αναπτυχθούν αντίστοιχες αντιδράσεις. Οι ευχές κάποιων, εφιάλτες άλλων.
Μα τι θέλουν τελοσπάντων αυτά τα παιδιά;;
Πολύ μελάνι έχει χυθεί, πολύς άχρηστος τηλεοπτικός χρόνος σπαταληθεί και πολύ πολλές κραυγές ακούστηκαν: “Μα τι θέλουν τελοσπάντων αυτά τα παιδιά;”. Ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος βάλθηκε να χαρακτηρίσει κατευθείαν την εξέγερση : Τυφλή, μάταιη, χωρίς αιτήματα, καταστροφική και μηδενιστική, χωρίς διάθεση να βελτιώσει τα πράγματα.
Και όμως, τα κείμενα, οι αφίσες, τα συνθήματα, οι πρακτικές και οι στόχοι του κινήματος μιλούν καθαρά.
Πρόκειται για το πρώτο, βαθιά αντισυστημικό κοινωνικό κίνημα στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Πρόκειται για το πρώτο κίνημα που δείχνει να έχει καταλάβει ότι το κοινωνικό συμβόλαιο των προηγούμενων χρόνων είναι πια απλώς παρελθόν. Δεν διεκδικεί με τον κλασικό διεκδικητικό τρόπο κινημάτων κοινωνικών χώρων. Δεν είναι αυτό το διακύβευμα.
Φυσικά, οι στοχεύσεις του είναι συγκεκριμένες. Η βία των διαδηλωτών στρέφεται ενάντια στα σύμβολα της οικονομικής εξουσίας : τράπεζες κυρίως, και μεγάλες επιχειρήσεις. Ακόμα, ενάντια στην αστυνομία, με τις καθημερινές σχεδόν επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα. Υπό αυτή την έννοια, μόνο τυφλή δεν είναι. Ο πολιτικός λόγος των κειμένων επιτίθεται στην εξατομίκευση, την παθητικότητα, την “κοινωνική ειρήνη” και την “εθνική ενότητα”, τον κοινωνικό συμβιβασμό, την πειθάρχηση και τον έλεγχο. Οι αφίσες και τα συνθήματα καταγγέλλουν την καταστολή και την αστυνομική και δικαστική αυθαιρεσία, όπως και το πολιτικό σύστημα – και κυρίως τα δύο κόμματα εξουσίας. Επίσης, την “κοινωνία του θεάματος”, σε όλες τις διαστάσεις της. Στρέφονται ενάντια στις κυρίαρχες αξίες : τον καταναλωτισμό, τον ατομικισμό και τις κυρίαρχες νόρμες ζωής, εργασίας, διασκέδασης. Υπερασπίζονται θεμελιακές αξίες, δίνοντας τους ένα νόημα πιο ριζοσπαστικό : μιλούν για κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα, ελευθερία, αυτοοργάνωση, αλληλεγγύη. Μιλούν με όρους έντονης ταξικής πόλωσης, νιώθοντας ότι εκπροσωπούν μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία. Συσχετίζουν τον εαυτό τους με τις πιο αντισυστημικές όψεις των αγώνων του παρελθόντος, και διαχωρίζονται από αυτούς που θεωρούν διαμεσολαβημένους και συμβιβασμένους[21].
Πράγματι όμως, η εξέγερση του Δεκέμβρη δε συγκροτείται γύρω από συγκεκριμένες διεκδικήσεις και αιτηματολογίες.
Σήμερα πλέον, μετά τα κινήματα των “αγανακτισμένων” και των occupy σε ολόκληρο τον κόσμο, αυτή η πραγματικότητα μας φαίνεται πιο οικεία. Τότε, ήταν εξοργιστική… Οι διαδηλωτές δεν έθεταν το ερώτημα μιας συγκεκριμένης πολιτικής αλλαγής, όπως είναι η εναντίωση σε ένα σχέδιο νόμου ή μια συγκεκριμένη διεκδίκηση ενός ορισμένου κοινωνικού υποσυνόλου[22].
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει τέτοια διεκδίκηση, καθώς δεν υπάρχει κανείς παραλήπτης ενός τέτοιου αιτήματος.
Αφενός, το πολιτικό σύστημα, μέσα από την σκλήρυνση του κράτους και των μηχανισμών του και την αυταρχική και συντηρητική στροφή του, δεν διατίθεται να συνομιλήσει με ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και ομάδες.
Αφετέρου, αυτό το ίδιο το σύστημα που παλιότερα ήταν ο δέκτης των κοινωνικών διεκδικήσεων, σήμερα αποτελεί το πρόβλημα.
Υπό αυτή την έννοια αναδεικνύεται ο βαθιά αντισυστημικός χαρακτήρας της εξέγερσης του Δεκέμβρη. Γι’ αυτό το λόγο πολεμήθηκε και τόσο · γιατί αυτό την καθιστούσε ελάχιστα διαχειρίσιμη και ενσωματώσιμη, κατά τα πρότυπα του παρελθόντος.
Στους δρόμους δεν είναι ΜΟΝΟ οι αναρχικοί, οι αριστεροί, οι συνδικαλιστές, οι φοιτητές, οι μαθητές, οι εργαζόμενοι, οι εργάτες, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, οι μετανάστες. Είμαι ΚΑΙ ΕΓΩ.[23]
Πράγματι, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της εξέγερσης ήταν τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού υποκειμένου που κινητοποιήθηκε. Θα μπορούσαμε σε γενικές γραμμές να πούμε ότι πρόκειται για μια νεολαιίστικη εξέγερση. Ωστόσο, διαφέρει σημαντικά από προηγούμενες νεολαιίστικες κινητοποιήσεις. Βρισκόμαστε μπροστά στην εφόρμηση της νεολαίας στην πολιτική σκηνή, με έναν τρόπο μαζικό και ενοποιημένο, παρά τις επιμέρους διαφορές.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι οι πιο πολιτικοποιημένοι νέοι, αυτοί που συμμετέχουν σε συλλογικότητες της αριστεράς ή της αναρχίας, που παίρνουν μέρος στις κινητοποιήσεις. Είναι όμως επίσης, και ίσως κυρίως, νέοι που δεν είναι οργανωμένοι σε πολιτικούς χώρους, που πιθανά δεν έχουν ξανακατέβει στο δρόμο, οι πρωταγωνιστές της εξέγερσης. Είναι, όπως ειπώθηκε, η νεολαία που υποφέρει περισσότερο από την κατάρρευση των προσδοκιών, την εφαρμογή των κυρίαρχων προτύπων, που της επιβάλλονται αλλά και που δεν τα πιστεύει πλέον, την αβάσταχτη καθημερινότητα. Είναι κυρίως αυτή που υφίσταται εργασιακές συνθήκες μεσαίωνα, καθώς και τις συνέπειες από τις αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις σε εκπαίδευση και εργασία. Είναι αυτή που υφίσταται τον κοινωνικό και πολιτικό αποκλεισμό.
Η συμμετοχή των μαθητών σημάδεψε αναμφισβήτητα την εξέγερση. Δεν πρόκειται βέβαια για παραδοσιακό μαθητικό κίνημα, ωστόσο αυτοί δίνουν τον τόνο, σηματοδοτώντας και τη ρήξη με οποιαδήποτε προσπάθεια περιθωριοποίησης των συμμετεχόντων. Από τη Δευτέρα 8/12 ξεκινούν τις μαζικές καταλήψεις σχολείων, ενώ ταυτόχρονα σχεδόν καθημερινά κινητοποιούνται στις περιοχές τους, συγκεντρώνονται αυθόρμητα ή οργανωμένα στα αστυνομικά τμήματα και πολλές φορές συγκρούονται εναντίον τους. Εκτός όμως από τους μαθητές, στην εξέγερση συμμετέχουν φοιτητές, νέοι εργαζόμενοι, μετανάστες, νέοι του περιθωρίου – λούμπεν, φτωχοί, άστεγοι, άνθρωποι απόβλητοι, στα όρια του κοινωνικού αφανισμού, που δηλώνουν το τέλος της ανοχής τους.
Σε γενικές γραμμές, πρωταγωνιστές είναι εκείνες οι υποκατηγορίες εντός της νεολαίας που δεν είναι εξοικειωμένες με τις παραδοσιακές μορφές συνδικαλισμού και άσκησης πολιτικής. Οι πιο εξοικειωμένοι – κυρίως οι φοιτητές και οι παραδοσιακοί εργαζόμενοι – φέρουν ίσως υπερβολικά τα ίχνη των γνώριμων μεθόδων πολιτικής ενεργοποίησης, μορφών πάλης και πολιτικού λόγου[24]. Παρουσιάζουν έτσι μια ανελαστικότητα γύρω από τη δυνατότητα να ενταχθούν στη νέα κατάσταση. Ίσως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι φοιτητές δεν συμμετέχουν μαζικά στο δρόμο και στις γενικές τους συνελεύσεις, αν και φυσικά όλες οι σχολές είναι κατειλημμένες. Το ίδιο ισχύει και για τους σταθερά εργαζόμενους, με την εξαίρεση των εκπαιδευτικών (εξαιτίας και των ιδιαίτερων συνθηκών – θάνατος μαθητή, κινητοποίηση νεολαίας κλπ). Αντίθετα, η παρουσία των ελαστικά εργαζομένων είναι εξαιρετικά σημαντική. Πρόκειται άλλωστε για εργαζόμενους που κατά κανόνα δεν μπορούν να εκπροσωπηθούν από τον παραδοσιακό συνδικαλισμό, ούτε να συμμετάσχουν σε συνδικαλιστικές δομές, είτε (συχνότερα) γιατί δεν υπάρχουν, είτε γιατί είναι πλήρως γραφειοκρατικοποιημένες. Δουλεύουν με συμβόλαια ορισμένου χρόνου, σε εντελώς ασταθείς συνθήκες, καταδικασμένοι στην ανασφάλεια και με περιορισμένα δικαιώματα. Είναι η κατηγορία που πλήττεται κατά κόρον από την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει τέλος να γίνει στη συμμετοχή των μεταναστών. Πρόκειται για τους απολύτως νεοφερμένους στην πολιτική σκηνή. Είναι κυρίως μετανάστες δεύτερης γενιάς, παιδιά που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα αλλά δεν έχουν χαρτιά. Είναι πλήρως αποκλεισμένοι από κάθε όψη της πολιτικής ζωής, δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα, δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε ενώσεις και συλλογικότητες ή να διαδηλώσουν.
Κι όμως με τη συμμετοχή τους αμφισβητούν ακριβώς αυτόν τον αποκλεισμό[25]. Δρώντας πολιτικά, αν και δεν τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα, γίνονται πολίτες de facto αν και όχι de jure, πολίτες ενάντια στο νόμο, πολίτες χωρίς δικαιώματα[26]. Αμφισβητούν τον πολιτικό αποκλεισμό τους και επιβάλλουν έτσι τον ορισμό της πολιτικής κοινότητας, έξω από τα νόμιμα όριά της. Μετατοπίζουν τα όρια του πολιτικού και της άμεσης δημοκρατίας.
Συναντάμε εδώ, κατά τον Rancière, το δημοκρατικό πρόβλημα ως πρόβλημα υπέρβασης των ορίων[27].
Κι όμως με τη συμμετοχή τους αμφισβητούν ακριβώς αυτόν τον αποκλεισμό[25]. Δρώντας πολιτικά, αν και δεν τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα, γίνονται πολίτες de facto αν και όχι de jure, πολίτες ενάντια στο νόμο, πολίτες χωρίς δικαιώματα[26]. Αμφισβητούν τον πολιτικό αποκλεισμό τους και επιβάλλουν έτσι τον ορισμό της πολιτικής κοινότητας, έξω από τα νόμιμα όριά της. Μετατοπίζουν τα όρια του πολιτικού και της άμεσης δημοκρατίας.
Συναντάμε εδώ, κατά τον Rancière, το δημοκρατικό πρόβλημα ως πρόβλημα υπέρβασης των ορίων[27].
Το ιδιαίτερο στοιχείο στην κινητοποίηση όλων αυτών των ομάδων είναι η βαθύτερη ενοποίησή τους, παρά, ή ακόμα και με βάση, τις υπαρκτές διαφορές τους.
Η καταπολέμηση των αποκλεισμών και οι δεσμοί που συγκροτούνται ανάμεσα σε τόσο διαφορετικές ομάδες, και η από κοινού συμμετοχή τους, αποκαλύπτει μια εξαιρετικής σημασίας δυνατότητα και δυναμική. Ο Δεκέμβρης πρόβαλλε τη δυνατότητα μιας νέας, ευρείας κοινωνικής συμμαχίας, που θεμελιώνεται σε άλλη βάση από τις παραδοσιακές. Οι διαφορετικές αυτές υποκατηγορίες της νεολαίας δεν κινητοποιούνται με βάση τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, αναδεικνύοντας τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της ιδιαίτερης ταυτότητάς τους, αλλά αναπτύσσουν μια κοινή ταυτότητα, που όχι μόνο δεν συγκαλύπτει τις διαφορές, αλλά τις σέβεται και βαθαίνει την ενοποίηση με βάση αυτές.
Η Μαρία Καραμεσίνη μιλά για μια “ενότητα μέσα στη διαφορά”[28]. Αυτή η κοινή ταυτότητα[29] προκύπτει από την οικονομική, κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που οι νέοι αντιμετωπίζουν, και συστατικά της στοιχεία είναι ο αγώνας, η αλληλεγγύη, η απόρριψη του ελέγχου και της εξουσίας, η απαίτηση μιας ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής. Πρόκειται για μια “επικίνδυνη συνάντηση” που μάλιστα χαίρει της στήριξης της κοινωνίας[30]. Ένα “συλλογικό εμείς” ενάντια στον “εχθρό”[31].
Πειθαρχία τέλος, ζωή μαγική
Από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της εξέγερσης του Δεκέμβρη ήταν η πολυμορφία των πρακτικών, ο πλουραλισμός των πρωτοβουλιών που πάρθηκαν, η μαζική και άμεση συμμετοχή των διαδηλωτών στις μορφές πάλης αλλά και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, ο τρόπος λειτουργίας μέσα από γενικές συνελεύσεις.
Μπορεί έτσι να θεωρηθεί ως πρότυπο αυθόρμητης (και όχι σε αντιδιαστολή με την οργανωμένη) κοινωνικής και πολιτικής δράσης. Δεκάδες κτήρια καταλήφθηκαν, κυρίως κρατικά (πανεπιστήμια, δημαρχεία, πολιτιστικά κέντρα, ΚΕΠ) και λειτούργησαν ως ορόσημα για την εξόρμηση στο δημόσιο χώρο. Οι καταλήψεις των τριών μεγάλων πανεπιστημίων στην Αθήνα (Νομική, Πολυτεχνείο, ΑΣΟΕΕ) συνετέλεσαν σημαντικά στην κεντρικοποίηση της εξέγερσης (και ταυτόχρονα, ως χώροι συσπείρωσης των πολιτικών χώρων), ωστόσο η διάχυση μέσα στην πόλη, στις γειτονιές και στο δρόμο ήταν πολύ πιο αναβαθμισμένη. Αμφισβητήθηκε έτσι, για πρώτη ίσως φορά, η κυρίαρχη αντίληψη της συγκρότησης κινημάτων (αποκλειστικά) γύρω από κέντρα αγώνα. Ο δημόσιος χώρος γίνεται, εκτός από τόπος όπου εκτυλίσσεται η εξέγερση, και το διακύβευμα. Η δολοφονία έγινε στο δημόσιο χώρο · έτσι, ο δημόσιος χώρος γίνεται ο τόπος του αγώνα. Αναπτύσσεται ένα συλλογικό αίσθημα οικειοποίησης του χώρου και των δημοσίων κτηρίων · οι διαδηλωτές διεκδικούν όσο πιο πολύ δημόσιο χώρο μπορούν, ανοίγουν πεδία δράσης και σκέψης που αφορούν την καθημερινή ζωή. Ταυτόχρονα, αναπτύσσουν μορφές και τρόπους αυτοδιαχείρισης.
Πράγματι, το πεδίο της καθημερινής ζωής είναι για πρώτη φορά τόσο αναβαθμισμένο, όχι μόνο με την έννοια της καταγγελίας της καθημερινότητας, αλλά της συγκρότησης ενός διαφορετικού τρόπου για να κατασκευαστεί. Συναντάμε εδώ την, κατά τον Lefebvre, κριτική της καθημερινής ζωής που στοχεύει στο μετασχηματισμό της[32]. Αποκαλύπτεται έτσι μια διαλεκτική του καθημερινού, στο σταυροδρόμι ανάμεσα στον αλλοτριωτικό του χαρακτήρα και την απελευθερωτική του διάσταση. Έτσι, όλες οι κυρίαρχες νόρμες γύρω από τον τρόπο ζωής, εργασίας, διασκέδασης (αλλά επίσης και έρωτα, έκφρασης των συναισθημάτων, διαχείρισης του σώματος, του χρόνου κλπ) καταγγέλλονται από τους διαδηλωτές. Η κανονικότητα, η “ηρεμία, τάξη και ασφάλεια” καταπολεμούνται μέχρι τέλους σε επίπεδο λόγου και πρακτικών[33].
Ταυτόχρονα, η εξέγερση “ή θα είναι γιορτή, ή τίποτα”. Συναυλίες διοργανώνονται[34], γίνονται δράσεις και δρώμενα στους δρόμους διακόπτοντας την κυκλοφορία, παρεμβάσεις σε θέατρα[35], δημιουργούνται ερασιτεχνικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί (radio entasi) ή αξιοποιούνται ήδη υπάρχοντες για να μεταδοθούν εκπομπές από τους διαδηλωτές, καθώς και για το συντονισμό των αγώνων.
Γίνονται σειρά καταλήψεων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών σε όλη την Ελλάδα, όπου οι καταληψίες διαβάζουν τα κείμενά τους, με πιο σημαντική αυτή της ΕΡΤ[36]. Γίνονται συγκεντρώσεις σε εμπορευματοποιημένες περιοχές (Γκάζι, Ψυρρή κλπ) όπου οι διαδηλωτές μοιράζουν κείμενα καταγγέλλοντας το κυρίαρχο lifestyle και προβάλλοντας τα δικά τους αισθητικά και πολιτικά πρότυπα. Παρεμβάσεις σε ΜΜΜ διεκδικούν ελεύθερη συγκοινωνία για όλους.
Κεντρικό σύμβολο αυτής της διαδικασίας γίνεται το κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου της πλατείας Συντάγματος. Το πιο μεγάλο δέντρο της Ευρώπης γίνεται στάχτη μέσα σε λίγα λεπτά. Φτιαγμένο από λαμπιόνια και ηλεκτρικά καλώδια, ήταν σύμβολο του καταναλωτισμού και των καπιταλιστικών αξιών (τόσο για τους διαδηλωτές όσο και για την εξουσία). Η καταστροφή του συμβολίζει για τους εξεγερμένους την απόρριψη και καταστροφή αυτών των αξιών. Το νέο δέντρο που αμέσως επανεγκαθίσταται από τον δήμαρχο της Αθήνας φυλάσσεται 24/24 από τα ΜΑΤ.
Αυτή η σύγκρουση αξιών και αισθητικής, που είναι παρούσα καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέγερσης, συνοψίζεται σε δυο εικόνες : αυτή του δέντρου που καίγεται, αυτή των ΜΑΤ που το φυλάνε.
Παράλληλα, η εξέγερση συνοδεύεται από σημαντική πολιτιστική παραγωγή[37]. Νέα τραγούδια, ακόμα και μουσικά γκρουπ, ποιήματα, γλυπτά, πίνακες ζωγραφικής, γκράφιτι εμπνέονται και επηρεάζονται από αυτήν, με κυρίαρχο τον ρόλο των ερασιτεχνών και των ανώνυμων καλλιτεχνών. Στο Youtube πάνω από 700 ερασιτεχνικά βίντεο υπάρχουν σήμερα γύρω από την εξέγερση. Όπως έγραφε και μια προκήρυξη της κατάληψης της Λυρικής, η τέχνη είναι κι αυτή πεδίο σύγκρουσης.
“Ο χρόνος σας έχει τελειώσει”
Δύο πεδία σύγκρουσης της εξέγερσης ήταν εξαιρετικά σημαντικά. Το ένα ήταν με τα κυρίαρχα ΜΜΕ και το άλλο με τους θεσμούς και τον επίσημο συνδικαλισμό. Σε ό,τι αφορά τον πρώτο, κατά τη διάρκεια του Δεκέμβρη εμφανίστηκε μια εξαιρετικά σημαντική προσπάθεια να κατασκευαστούν και να διαχυθούν μορφές πληροφόρησης ανεξάρτητες από το κράτος και τα ΜΜΕ. Είναι η πρώτη φορά που ένα κοινωνικό κίνημα χρησιμοποιεί σε τέτοιο βαθμό τις νέες τεχνολογίες, βασικά το Ίντερνετ, στο βαθμό μάλιστα που αυτές είναι πλέον ευρύτατα διαδεδομένες και προσβάσιμες από το κοινωνικό σώμα.
Πίσω από αυτή την ανάγκη κρύβεται αφενός η βαθιά απονομιμοποίηση των κυρίαρχων ΜΜΕ και αφετέρου η ανάγκη που νιώθουν οι διαδηλωτές να παρέμβουν μέσα στο δημόσιο χώρο.
Τα ΜΜΕ, ως ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους, είναι πλέον μηχανισμοί άμεσης προπαγάνδας, καθώς και αποκλεισμού μεγάλων κομματιών της κοινωνίας. Άλλωστε, όχι απλά ακολουθούν κατά γράμμα τις κατευθύνσεις και τους προσανατολισμούς της πολιτικής εξουσίας, αλλά, έχουν τα ίδια πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Δεν υπάρχει κανένας έλεγχος της μεταδιδόμενης πληροφορίας (ούτε από τους ίδιους τους εργαζόμενους στα ΜΜΕ ούτε από τις συλλογικότητες τους, ούτε από κοινωνικές δομές), ενώ παράλληλα οι ελάχιστοι δημοσιογράφοι που αμφισβητούν την κυρίαρχη γραμμή απολύονται και εξορίζονται από αυτά (πχ Χατζηστεφάνου, Ιός, Ελληνοφρένεια).
Δεν υπάρχει ακόμα στοιχειώδης αντιπροσωπευτικότητα στην πληροφορία που μεταδίδεται, και ορισμένα θέματα (κατεξοχήν οι κινητοποιήσεις) συνήθως δεν μεταδίδονται καν, ή με εντελώς διαστρεβλωμένο τρόπο.
Έτσι, υπάρχει ένα πραγματικό κενό αντιπροσώπευσης ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων στη δημόσια σφαίρα.
Πέρα όμως από αυτό, οι διαδηλωτές εκφράζουν την ανάγκη, που εμφανίστηκε κατά κόρον και στη συνέχεια, στο κίνημα των πλατειών, να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους μέσα, και όχι τα ήδη υπάρχοντα. Έτσι, η ανάπτυξη των νέων μέσων εναλλακτικής πληροφόρησης υπηρετεί την ανάγκη του κινήματος να έχει αυτοτελείς δομές.
Σε αυτά αίρεται η διαμεσολάβηση – είναι οι παραγωγοί των γεγονότων αυτοί που τα μεταδίδουν.
Η πληροφόρηση δεν είναι πεδίο των ειδικών, αποκομμένων από τις κοινωνικές διεργασίες και υπό το προκάλυμμα μιας υποτιθέμενης αντικειμενικότητας. Η διάκριση πομπού-δέκτη δεν αναπαράγεται.
Επιπλέον, ο ρόλος της εικόνας υποβαθμίζεται και ακόμα και αυτή ξαναπαίρνει τη θέση που της αντιστοιχεί, έξω από το θέαμα. Έπειτα, αποκαθίσταται η σχέση ανάμεσα στον παραγωγό των γεγονότων και την κοινωνική τους επιφάνεια. Το γεγονός εξετάζεται και μεταδίδεται με βάση την πραγματική του σημασία και όχι με βάση την εμπορική του αξία. Έτσι, οι πολίτες βλέπουν επιτέλους τη δράση τους να διαπερνά το δημόσιο χώρο – υπάρχουν μέσα σε αυτόν.
Η πληροφόρηση δεν είναι πεδίο των ειδικών, αποκομμένων από τις κοινωνικές διεργασίες και υπό το προκάλυμμα μιας υποτιθέμενης αντικειμενικότητας. Η διάκριση πομπού-δέκτη δεν αναπαράγεται.
Επιπλέον, ο ρόλος της εικόνας υποβαθμίζεται και ακόμα και αυτή ξαναπαίρνει τη θέση που της αντιστοιχεί, έξω από το θέαμα. Έπειτα, αποκαθίσταται η σχέση ανάμεσα στον παραγωγό των γεγονότων και την κοινωνική τους επιφάνεια. Το γεγονός εξετάζεται και μεταδίδεται με βάση την πραγματική του σημασία και όχι με βάση την εμπορική του αξία. Έτσι, οι πολίτες βλέπουν επιτέλους τη δράση τους να διαπερνά το δημόσιο χώρο – υπάρχουν μέσα σε αυτόν.
Τα μέσα αυτά συμβάλλουν στον συντονισμό και τη διάχυση των δράσεων, την ενημέρωση και την οργάνωση των αγώνων και των παρεμβάσεων, την αποκατάσταση της πληροφορίας (είναι ενδεικτικό ότι ήταν αυτά ακριβώς τα μέσα που συνετέλεσαν καθοριστικά στο ξέσπασμα της εξέγερσης, τόσο με την άμεση διάδοση της πληροφορίας της δολοφονίας, όσο και με την αποκατάσταση της πραγματικής ιστορίας γύρω από το τι είχε συμβεί – με τη μετάδοση του βίντεο κατοίκου που έδειχνε την εν ψυχρώ δολοφονία, κόντρα στη γραμμή των κυρίαρχων ΜΜΕ, της αστυνομίας και της πολιτικής εξουσίας που μιλούσαν για “επεισόδια”, μετά για εξοστρακισμό της σφαίρας κλπ).
Συμβάλλον στην πραγματικότητα στη δημιουργία ενός νέου δημοσίου χώρου, ως πεδία μετάδοσης της πληροφορίας, του διαλόγου και της ανταλλαγής απόψεων. Με αυτό τον τρόπο, ασκούν επίσης έναν έλεγχο στα κυρίαρχα ΜΜΕ (αναίρεση ψεμάτων που μεταδίδουν, αποκάλυψη ειδήσεων που αυτά αποκρύπτουν, καθώς και των προσπαθειών χειραγώγησης – βλ. τρία χαρακτηριστικά περιστατικά : την εισαγωγή ψευδών ήχων από συγκρούσεις στο βίντεο της δολοφονίας από το MEGA, την απόλυση από τον Ελεύθερο Τύπο του φωτογράφου που τράβηξε φωτογραφία ενός αστυνομικού που απειλούσε με το όπλο του τους διαδηλωτές, την παραχάραξη ενός ρητού σχετικά με τη δημοκρατία του Ισοκράτη από την ίδια εφημερίδα).
Πρόκειται για τη θεμελίωση μιας δημοσιογραφίας των πολιτών που θα έχει πολλά να προσφέρει στα κινήματα του μέλλοντος. Sites, blogs, ερασιτεχνικοί ραδιοφωνικοί και ιντερνετικοί σταθμοί, μέσα διάδοσης της πληροφορίας όπως τα e-mails και τα κινητά τηλέφωνα άνθησαν καθόλη τη διάρκεια της εξέγερσης.
Εξαιρετικά σημαντική είναι η αξιοποίηση των μέσων αυτών όχι μόνο για τον συντονισμό των δράσεων αλλά και για την ανάπτυξη του πολιτικού διαλόγου και το βάθεμα της συζήτησης. Έτσι, ιδιαίτερα τα blog γνωρίζουν μία εντυπωσιακή ανάπτυξη μετά το Δεκέμβρη · παράλληλα, δημιουργούνται δίκτυα μεταξύ τους και πεδία συντονισμού. Πολιτικός και θεωρητικός διάλογος, μεταφράσεις, αναπαραγωγές κειμένων και πολιτικές και θεωρητικές επεξεργασίες γίνονται δυνατά και βαθαίνουν μέσα από αυτή τη διαδικασία, ενώ ο συλλογικός έλεγχος (οι αναγνώστες άλλωστε μπορούν πια να παρέμβουν άμεσα στην καταγραφή και των σχολιασμό των ειδήσεων) καταφέρνει να θέσει όρια στα προβλήματα υποκειμενικότητας.
Το δεύτερο πεδίο σύγκρουσης ήταν με τους θεσμούς και κυρίως με τον επίσημο συνδικαλισμό. Το κεντρικό σημείο αυτής της αντιπαράθεσης είναι η πλήρης απόρριψη των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, μέσω του πολιτικού τους λόγου, των πρακτικών τους, αλλά κυρίως της επιλογής ενός διαφορετικού τρόπου λειτουργίας. Πρόκειται έτσι για το πρώτο μεγάλο πείραμα λειτουργίας με βάση τις αρχές μιας πιο άμεσης δημοκρατίας[38]. Το γνωστό τεράστιο πανό της κατάληψης του δημαρχείου του Αγίου Δημητρίου[39] δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα την απόρριψη των θεσμών του αστικού κράτους, με έναν τρόπο που είδαμε σαφώς κατά την περίοδο του κινήματος των πλατειών.
Κυρίαρχα όμως αυτή η αντιπαράθεση παίρνει σάρκα και οστά σε σχέση με τον επίσημο συνδικαλισμό, με σημείο εκκίνησης όταν ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ αποφασίζουν να ακυρώσουν την πορεία της απεργίας της 10/12. Το γράμμα του Παναγόπουλου, το οποίο διακηρύσσει ως “δεδομένη πάντοτε την ειρηνική συμπεριφορά των δυνάμεων της εργασίας”, γίνεται σύμβολο της αντιπαράθεσης αυτής. Η απεργία οργανώνεται από τα πρωτοβάθμια σωματεία και τις ομοσπονδίες των καθηγητών, και σηματοδοτεί την έναρξη της εμπλοκής των εργαζομένων στην εξέγερση με οργανωμένο τρόπο, και το πρώτο βήμα μαζικής αυτόνομης οργάνωσης των πρωτοβάθμιων σωματείων.
Η κατάληψη της ΓΣΕΕ που θα ακολουθήσει (από τις 17 ως τις 21/12) θα είναι σημείο καμπής. Η κατάληψη καταγγέλλει (σωστά) την ηγεσία της ΓΣΕΕ ότι επιχειρεί το μπλοκάρισμα της εγκαθίδρυσης ενός εξεγερσιακού κλίματος στους χώρους εργασίας, ότι δεν στηρίζει τους εργαζόμενους, ως γραφειοκρατικοποιημένη και με ευθείες σχέσεις με την πολιτική εξουσία, στηρίζοντας τις νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις.
Αποτελεί έτσι η συγκεκριμένη κατάληψη χώρο συνάντησης των εργαζομένων και πεδίο εκκίνησης για εξορμήσεις και παρεμβάσεις στους χώρους δουλειάς (βλ. παρεμβάσεις σε ΟΤΕ και MRB), λειτουργώντας με γενικές συνελεύσεις και όντας πολύ μαζική (στην πρώτη συνέλευση της κατάληψης συμμετείχαν πάνω από 500 άτομα). ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και ΕΚΑ τους επιτίθενται, προσπαθούν με μπράβους να σπάσουν την κατάληψη, τους κατηγορούν ότι δεν είναι εργαζόμενοι. Και αυτοί απαντούν : “Είμαστε εργαζόμενοι, είμαστε άνεργοι (που πληρώνουμε με απολύσεις στο πετσί μας τη συμμετοχή μας στις απεργίες της ΓΣΕΕ, όταν οι ίδιοι που τις καλούν παίρνουν προαγωγές), είμαστε συμβασιούχοι από δουλειά σε δουλειά, είμαστε μαύροι τυπικά ή άτυπα σε προγράμματα stage και επιδοτούμενες θέσεις για τη μείωση της ανεργίας. Είμαστε κομμάτι αυτού του κόσμου και είμαστε εδώ. Και όποιος θέλει να καταλάβει ας καταλάβει. Είμαστε εξεγερμένοι εργαζόμενοι. Τέλος.”[40]
“Hay que endurecerse sin perder jamás la ternura”[41]
Η βία. Όσο κι αν βρέθηκαν πολλοί που προσπάθησαν να την αποκόψουν από το γενικότερο πλαίσιό της και να τη χρησιμοποιήσουν για να συκοφαντήσουν την εξέγερση, βρέθηκαν κι άλλοι που θέλησαν, στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν την εξέγερση, να την υποβαθμίσουν.
Κι όμως, η βία του Δεκέμβρη υπήρξε συστατικό στοιχείο της εξέγερσης.
Ήταν μια βία με την έννοια της καθαρής πολιτικής πράξης, σε αντίθεση με την κυρίαρχη γραμμή τότε, που την αναγνώριζε ως μια μορφή δράσης αντιπολιτική.
Πολύ μεγάλη συζήτηση μπορεί να γίνει, με αφορμή εξεγέρσεις με βία σαν του Δεκέμβρη. Μπορεί αυτή η μορφή βίας να έχει επαναστατικά χαρακτηριστικά, ακόμα κι αν δεν ασκείται στη βάση μιας ξεκάθαρης επαναστατικής στρατηγικής;
Η συγκεκριμένη συζήτηση δεν μπορεί να εξαντληθεί στα πλαίσια του παρόντος κειμένου. Θα λέγαμε όμως τα εξής. Μια πρώτη μορφή βίας της εξέγερσης είναι η αποκάλυψη και η άρνηση της “νομιμότητας” της συστημικής βίας, κι αυτό το έκανε σίγουρα ο Δεκέμβρης. Το κράτος στις αστικές δημοκρατίες κατέχει, ως οργανωτής των συμφερόντων, το μονοπώλιο της νόμιμης βίας. Σε περιόδους πολιτικής σταθερότητας, αυτή η βία είναι υπόκωφη, σχεδόν βουβή, πάντα όμως παρούσα. Σε περιόδους κρίσης όμως, εμφανίζεται με τρόπο όλο και πιο ωμό. Πολύ δε περισσότερο, που η κυρίαρχη μορφή βίας στον καπιταλισμό δεν είναι η βία της καταπίεσης αλλά η βία της εκμετάλλευσης.
Η εξέγερση λοιπόν, ως κατάσταση εξαίρεσης των εκμεταλλευομένων, αμφισβητεί αυτό το ρόλο του κράτους, άρα και την οργάνωση των κοινωνικών συμφερόντων, όπως αυτή γίνεται διαμέσου του νόμου. Γίνεται έτσι βαθιά αποσταθεροποιητική για το πολιτικό σύστημα (και όχι απλά επειδή ασκεί φυσική βία).
Σε ένα άλλο επίπεδο, η βία του Δεκέμβρη έχει προφανώς χαρακτηριστικά αντι-βίας. Καταρχήν φυσικής αντι-βίας, απέναντι στη βία της καταστολής, της αστυνομίας και των λοιπών μηχανισμών. Όμως και συμβολικής αντι-βίας : σε σειρά προκηρύξεων και πρωτοβουλιών τους οι εξεγερμένοι καταγγέλλουν τη βία που υφίστανται καθημερινά : στη δουλειά, στην καθημερινότητα, στην οικογένεια, στη διασκέδαση κλπ. Αντιλαμβάνονται τα πρότυπα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως βία, και ακόμη περισσότερο στο βαθμό που πολλά δεν μπορούν καν να τα αποκτήσουν/υιοθετήσουν[42].
Υπό αυτή την έννοια, έχει δίκιο ο Δημήτρης Μπελαντής, όταν υποστηρίζει ότι η βία της εξέγερσης θα πρέπει να ιδωθεί σε σχέση με το περιεχόμενό της : το ότι οι υλικές συνθήκες ύπαρξης των λαϊκών τάξεων είναι δομικά βίαιες, ότι η συναίνεση εντός της αστικής κυριαρχίας είναι αδύνατη χωρίς τη λανθάνουσα και κατά συγκυρίες ενεργή χρήση της υλικής βίας εκ μέρους των μηχανισμών κρατικού καταναγκασμού, και ότι η διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού είναι σαφώς βιαιότερη από εκείνη του κευνσιανού μοντέλου[43].
Η βία του Δεκέμβρη, αν και λιγότερο από τις αντίστοιχες εξεγέρσεις στις ευρωπαϊκές μητροπόλεις (Λονδίνο και Παρίσι), είχε όμως και χαρακτηριστικά βίας καθεαυτής. Εκφράζοντας μια οργή, δεν εντασσόταν μόνο στο πλαίσιο της αντίδρασης ούτε όμως βιωνόταν ως μέσο προς χάριν ενός σκοπού (κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής).
Αυτή η τελευταία είναι η κατεξοχήν επαναστατική βία – η βία ως μέσο που επιδιώκει να θεμελιώσει ένα άλλο δίκαιο (και άρα η σύγκρουση με το αστικό δίκαιο εκφράζεται και διαμέσου της βίας). Δεν είναι όμως η χαρακτηριστική βία του Δεκέμβρη – είναι περισσότερο η βία των κοινωνικών και πολιτικών επαναστάσεων.
Εδώ, έχουμε χαρακτηριστικά μιας βίας που δεν υποτάσσεται στην υπηρέτηση ενός σκοπού, αλλά αναπτύσσεται για τον εαυτό της. Μας θυμίζει την μπενγιαμινική “θεϊκή βία”[44], μια πράξη “καθαρών μέσων” (“act of pure means”). Μπορεί αυτή η βία να έχει επαναστατικά χαρακτηριστικά; Μπορεί να ενταχθεί, υπό προϋποθέσεις, σε μια επαναστατική στρατηγική;
Κατά τη γνώμη μου, μπορεί, για δυο λόγους. Ο πρώτος, και κυριότερος, είναι ότι αυτή η βία για τον εαυτό της, που εκφράζει οργή/ψυχική κατάσταση (και η οποία εντάσσεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές και κοινωνικό πλαίσιο), είναι μια κραυγή νέων κοινωνικών υποκειμένων. Είναι οι αόρατοι του πολιτικού σκηνικού που αναλύσαμε στην αρχή, όχι με την έννοια του πολιτικού περιθωρίου, αλλά ως ευρύτατα κοινωνικά στρώματα που αποκλείονται κοινωνικά και θεσμικά (εκτός από πολιτικά) και αποβάλλονται από τον κοινωνικό ιστό. Πρόκειται για στρώματα που η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να εγγυηθεί την στοιχειώδη κοινωνική τους αναπαραγωγή.
Στο βαθμό λοιπόν που οι μετασχηματισμοί και η σκλήρυνση του πολιτικού συστήματος έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή αυτών των στρωμάτων, η δράση τους, ως αντίδραση στην κίνηση αυτή του νεοφιλελευθερισμού, είναι βαθιά επαναστατική, καθώς κινείται προς την ανάσχεση αυτής της κίνησης. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, όπως έλεγαν κι οι καταστασιακοί, “On s’engage, et puis on voit”[45].
Σε μια εποχή που η διαλεκτική σχέση της θεωρίας με την πράξη, όσο κι αν αρεσκόμαστε να την επαναλαμβάνουμε, δεν έχει κατά κανένα τρόπο κατακτηθεί, η κίνηση αυτών των στρωμάτων έρχεται σε πραγματική σύνδεση με την πράξη, αδιαμεσολάβητα από τη θεωρία (όπου τη διαμεσολάβηση την εννοούμε με τον γνωστό τρόπο : “αν η πραγματικότητα δεν ταιριάζει με τη θεωρία μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα).
Αυτή η συζήτηση πάντως φαίνεται από τις πιο ενδιαφέρουσες, σε μια περίοδο που τα κοινωνικά κινήματα πεισματικά δεν αποκτούν τα κλασικά, γνωστά χαρακτηριστικά, μέσα στα οποία η αριστερά έχει μάθει να βρίσκει τον εαυτό της. Αν αυτή η συζήτηση γίνει, η άλλη συζήτηση γύρω από τη βία του Δεκέμβρη, που κατά τα άλλα ήταν αυτή που επικράτησε, φαίνεται ανούσια και αδιάφορη. Το αν δηλαδή η βία της εξέγερσης ήταν τυφλή. Προφανώς δεν ήταν. Προέκυπτε από συγκεκριμένες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, και στόχευε ακριβώς αυτές. Ήταν λοιπόν μάλιστα αρκετά επιλεκτική, με δυο βασικά στόχους : τράπεζες (χαρακτηριστική εικόνα που συνάντησε η γράφουσα : δυο παιδιά σπάνε μια τράπεζα, και μια γιαγιά πάνω από 80 χρονών λέει στον έναν “Σπάστο σπάστο παιδάκι μου, μου πήρανε το σπίτι μου”) και αστυνομικά τμήματα.
Αν διακρίνουμε τις ημερήσιες και τις νυχτερινές επιθέσεις[46], οι ημερήσιες περιλαμβάνουν καταλήψεις, μπλοκαρίσματα δρόμων, συγκεντρώσεις και επιθέσεις κυρίως μαθητών σε αστυνομικά τμήματα ή σε κρατικά κτίρια (υπουργεία κλπ), παρεμβάσεις και μπλοκαρίσματα σε δρόμους ή σε ΜΜΕ. Οι νυχτερινές πάλι στρέφονται κυρίως ενάντια σε τράπεζες, καταστήματα πολυεθνικών και μεγάλων εταιριών και κρατικά κτίρια. Οι επιθέσεις σε μικρά καταστήματα και οι μικροκαταστροφές (του τύπου αυτοκινήτων) είναι πιο σπάνιες και αφορούν κυρίως τη Δευτέρα 8/12. Ο στόχος επί της ουσίας είναι η χωρική έκφραση της εξουσίας. Πρόκειται για ένα συνδυασμό κλασικών ρεπερτορίων με πράξεις μιας νέας επινοητικότητας, ή/και παραβατικές.
Αυτές οι πρακτικές δεν είναι περιθωριακές στα πλαίσια του κινήματος : δεν είναι δράσεις μικρών ομάδων, ενώ η βασική μάζα του κινήματος ακολουθεί μια άλλη πορεία, δεν υποκαθιστούν τη δράση των μαζών που συμμετέχουν · είναι πρακτικές μαζών[47]. Ακόμα και οι πλέον ειρηνικοί διαδηλωτές αποδέχονται τη βία ως αναγκαίο μέσο μιας προσπάθειας “να ακουστούν”[48].
Ωστόσο, θα ήταν μάλλον προβληματικό να συμπεράνουμε ότι εξυπηρετούσε αυτή η βία σκοπούς θεαματικούς. Περισσότερο αφορούσε την κριτική αυτού ακριβώς του θεαματικού χαρακτήρα των σύγχρονων κοινωνιών. Η σημασία της έγκειται αφενός στην κοινωνική πόλωση που εξέφραζε, και αφετέρου στην απόρριψη των νορμών ενάντια στις οποίες στρεφόταν. Σηματοδοτεί έτσι την αποενσωμάτωση από τον φαντασιακό εθνικό κορμό και τη μυθική του κοινωνική ειρήνη, καθώς και από τα κυρίαρχα πρότυπά του[49]. Υπό αυτή την έννοια μπορούμε να δούμε τις επιθέσεις και τα πλιάτσικα ενάντια στα εμπορικά καταστήματα. Πρόκειται για δήλωση ενάντια στον καταναλωτισμό, την ιδιοκτησία και την αλλοτρίωση που αυτή επιφέρει. Φυσικά, για ένα μέρος των επιτιθέμενων, τα πλιάτσικα αφορούσαν την δυνατότητα να οικειοποιηθούν υλικά αγαθά που δεν θα μπορούσαν ποτέ να αποκτήσουν διαφορετικά (που κι εδώ, είμαστε στη δυσάρεστη θέση να υπενθυμίσουμε ένα κλισέ, όταν μιλάμε για την “εγκληματικότητα” : ότι οι νόμοι του αστικού δικαίου, κατά τα άλλα “δίκαιοι”, αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο τον φτωχό και τον πλούσιο όταν κλέβουν · άλλωστε, όπως το έλεγε ο Montaigne[50], δεν υπακούμε στους νόμους επειδή είναι δίκαιοι, αλλά επειδή είναι νόμοι). Κυρίως όμως ακόμα και τα πλιάτσικα αφορούσαν την καταστροφή της ιδιοκτησίας, ή για να είμαστε σωστότεροι, τα πλιάτσικα αφορούσαν τη διαλεκτική αντίφαση ανάμεσά στα δύο : την καταστροφή της ιδιοκτησίας και την οικειοποίησή της.
Τελευταία παρατήρηση γύρω από το θέμα. Η γραμμή του κυρίαρχου πολιτικού λόγου γύρω από τη βία ήταν αφενός ότι δεν είχε πολιτικά χαρακτηριστικά και διεξαγόταν από μια μειοψηφία[51] και αφετέρου η αναπαραγωγή διαχωρισμών μεταξύ των διαδηλωτών.
Έτσι υπήρχαν “καλοί” και “κακοί” διαδηλωτές. Από τη μια ήταν τα παιδιά, οι μαθητές, που έχουν δίκιο, παλεύουν για το μέλλον τους, αλλά υπερβάλλουν και παρασύρονται, από την άλλη οι αναρχικοί, που είναι εκτός και ενάντια στο κοινωνικό σώμα, απόβλητοι και εγκληματίες, από τη μια οι Έλληνες, που ανησυχούν και παλεύουν για την πατρίδα τους, από την άλλη οι μετανάστες, που τους φέραμε εδώ, τους δώσαμε δουλειά, τους ταΐσαμε και τώρα μας επιτίθενται και μας κλέβουν. Και μάλιστα, για τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο πάντα, αυτές οι ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους, και οι δεύτεροι είναι πάντα λιγότεροι από τους πρώτους.
Δύο σημεία εδώ φαίνεται να έχουν ενδιαφέρον: Πρώτον, σε ο,τι αφορά τους μετανάστες. Τους στερείται ρητά, ακόμα και στη διάρκεια της εξέγερσης, οποιαδήποτε πολιτική διάσταση της δράσης τους. Συνεχίζουν να είναι πολιτικά αποκλεισμένοι : η δυνατότητα να συμμετέχουν στα πολιτικά διακυβεύματα της κοινωνίας δεν τους αναγνωρίζεται. Δεν είναι εκεί παρά για να κλέψουν τα αγαθά των Ελλήνων εργαζομένων[52].
Δεύτερον, σε ό,τι αφορά τους “κουκουλοφόρους”. Ας σταθούμε λίγο στην ταυτότητα που προκύπτει από τον χαρακτηρισμό “κουκουλοφόροι”. Αν δεχτούμε τη σημασία του νόμου στην αστική κοινωνία, και το βαθμό στον οποίο είναι αποσταθεροποιητική η αμφισβήτηση του νόμου ως πολιτική πράξη, οι παράνομες πράξεις δεν θα μπορούσαν παρά να αποδοθούν από την πολιτική εξουσία σε μειοψηφίες, εξωτερικές και διακριτές από το κοινωνικό σώμα. Αυτή η διακριτότητα αποτυπώνεται ακόμα και στα εξωτερικά χαρακτηριστικά : αυτοί οι τύποι που δρουν ενάντια στην κοινωνία είναι αναγνωρίσιμοι ως τέτοιοι, φοράνε κουκούλες. Δεν είναι απλά αναρχικοί, ούτε απλά γνωστοί-άγνωστοι όπως παλιότερα. Είναι άνθρωποι που κρύβονται, εγκληματίες. Όταν το κράτος δεν έχει πρόβλημα όταν κρατικά κτίρια ή η αστυνομία στοχοποιούνται, αλλά φετιχοποιεί νευρωτικά την ιδιωτική περιουσία, δεν υπάρχει θέση για ανθρώπους που δεν είναι εμφανής η ταυτότητά τους.
Στην επιτηρούμενη κοινωνία του Michel Foucault[53], “καθένας μπορεί να ιδωθεί, αλλά δε βλέπει · αντικείμενο πληροφορίας, ποτέ υποκείμενο επικοινωνίας”. Ο Πουργούρης[54] εύστοχα σημειώνει μια αντίφαση : Το κράτους λέει στους κουκουλοφόρους “Σας διατάζουμε να βγάλετε τις κουκούλες ώστε να μπορέσουμε να σας δούμε”, αφού τους έχει πει “Βάλτε τις κουκούλες για να μπορέσουμε να σας/μας δούμε”.
Και για τους διαδηλωτές όμως οι κουκούλες είναι ένας τρόπος διαχωρισμού τους και ρήξης με τις κυρίαρχες νόρμες του καπιταλισμού, περισσότερο απ’ ότι μέσο προστασίας τους από την αστυνομία. Είναι στοιχείο και ένδειξη ταυτότητας. Αποτυπώνουν ταυτόχρονα την έλλειψη ταυτότητας (θα μπορούσε να είναι ο καθένας από εμάς που θα μπορούσε να δρα, και βίαια, παλεύοντας ενάντια στο σύστημα), και την ύπαρξη μιας συλλογικής ταυτότητας πολύ ισχυρής (είμαστε όλοι εμείς ενάντια στην κοινωνική και πολιτική τάξη – “αν χιλιάδες άνθρωποι φοράνε κουκούλες, τότε έχουν πρόσωπο”[55]). Εξ’ ου και το πολύ διαδεδομένο σύνθημα κατά τη διάρκεια της εξέγερσης “Είμαστε όλοι κουκουλοφόροι”[56].
Έχουμε ωριμάσει (με υπογραφή: οι συνθήκες)[57]
Γράφει ο Νικόλας Σεβαστάκης σε άρθρο του για τον Δεκέμβρη[58] :
“Μήπως τώρα μπορούμε να σκεφτούμε διαφορετικά τον Δεκέμβριο του 2008; Πιθανόν το ερώτημα αυτό να έχει κάποιο νόημα μόνο για εκείνους που είδαν στα εξεγερσιακά συμβάντα του Δεκέμβρη κάτι παραπάνω από το αδιέξοδο αποτύπωμα της οργής, των ακατέργαστων θυμών και ματαιώσεων.
Προφανώς όσοι στάθηκαν, βράχοι θεσμικοί, στην όχθη της απόρριψης – και όχι απλώς της αμφιβολίας ή του σκεπτικισμού – είχαν εξαρχής πανέτοιμη την ετυμηγορία : ό,τι δεν φέρει μαζί του μια υπόσχεση, μια θετικότητα, ό,τι δεν φτάνει στο ύψος ενός καλοχώνευτου λόγου (αιτήματα παιδιά μου, αιτήματα!), δεν μπορεί παρά να εκπροσωπεί το “τίποτα” : στην καλύτερη περίπτωση τις υπερβολές ενός δίχως πυθμένα συναισθηματισμού, στη χειρότερη το αναιδές αντάρτικο εναντίον των κεκτημένων του κοινωνικού μας συμβολαίου.
Κάπως έτσι, είτε με την ευπρεπή διάγνωση του ασύγγνωστου εφηβικού συναισθηματισμού, είτε με τη ζοφερή διαπίστωση του νεανικού μηδενισμού, το όλο πράγμα, η εξέγερση και οι εκφάνσεις της, αρχειοθετείται ως υπόθεση ψυχολογίας του μεταμοντέρνου όχλου και πολιτικής αφασίας.”
Πόσοι από την αριστερά μπορούν λοιπόν να σκεφτούν διαφορετικά τον Δεκέμβριο του 2008; Ας είμαστε ειλικρινείς. Ο Δεκέμβρης δεν μελετήθηκε, δεν συζητήθηκε στα σοβαρά, δεν συστηματικοποιήθηκε η συμβολή του (και μάλιστα σε πολιτικό επίπεδο ακόμα περισσότερο απ’ ότι σε ακαδημαϊκό). Οι δυνάμεις που τοποθετούνται από την πλευρά της εξέγερσης τον ξέχασαν ίσως γρηγορότερα ακόμα.
Οι δυνάμεις της αντι-εξέγερσης δούλεψαν πράγματι συστηματικά μετά το τέλος του[59]. Έτσι γίνεται άλλωστε συνήθως.
Φυσικά, το κομμάτι της φυσικής καταστολής υπήρξε σημαντικό, και κατά τη διάρκεια και μετά το Δεκέμβρη[60]. Δεν ήταν όμως το μόνο. Ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος, που υπομονετικά περίμενε να τελειώσει η εξέγερση χωρίς μεγάλες απώλειες (ενδεικτική είναι η ανελαστικότητα της πολιτικής εξουσίας : δεν έπεσε η κυβέρνηση, δεν έγιναν καν δεκτές οι παραιτήσεις του υπουργού εσωτερικών και του υφυπουργού Δημοσίας Τάξης), επιστράτευσε όλα του τα μέσα στη συνέχεια. Κυρίαρχα αφορούσε αφενός τη συζήτηση γύρω από τα “όρια” της αποδεκτής πολιτικής πράξης,
άρα γύρω από τη βία και κυρίως τη νομιμότητα, και αφετέρου τους μετανάστες. Έτσι, τα παραληρήματα στα ΜΜΕ[61] συνοδεύτηκαν από επιστράτευση πανεπιστημιακών, επιθέσεις χρυσαυγιτών, δράση αστυνομίας και παρακρατικών οργανώσεων[62].
Παράλληλα, άνοιξε με πολύ επιθετικό τρόπο η συζήτηση γύρω από το πανεπιστημιακό άσυλο (που κατέληξε στην κατάργησή του το περασμένο καλοκαίρι), καθώς και θεμελιώθηκε η κατεύθυνση σκλήρυνσης από την πλευρά του κράτους σε πολλά επίπεδα (ενδεικτικά, γύρω από την ενημέρωση : συζήτηση γύρω από την κατάργηση της ανωνυμίας των blog, στοχοποίηση site όπως το indymedia, απολύσεις δημοσιογράφων κλπ). Στην πραγματικότητα, η πολιτική ατζέντα του ΛΑΟΣ επικράτησε στον επίσημο δημόσιο διάλογο.
Ο μόνος τρόπος να είχε ανασχεθεί αυτή η επίθεση στην εξέγερση θα ήταν η ισχυρή, μαζική και νομιμοποιημένη παρουσία ενός πολιτικού χώρου – της αριστεράς – που θα εξέφραζε με τρόπο συνεκτικό την πολιτική κατεύθυνση της υπεράσπισης της εξέγερσης και των διακυβευμάτων της. Και φυσικά, ακόμα νωρίτερα : αυτοί που με περισσή ευκολία κριτικάρουν – πολλές φορές, εξαιρετικά σκληρά – συγκεκριμένες όψεις και χαρακτηριστικά της εξέγερσης του Δεκέμβρη, θυμίζουν την ελιτίστικη κριτική κάθε φορά που η αριστερά εμφανίζεται κατώτερη των αναγκαίων, πολλές φορές κατώτερη και των μαζών : “μα κι αυτές οι μάζες, όλα λάθος τα κάνουν. Και στο τέλος τέλος, αν ήθελαν τόσο πολύ να πάρουν την εξουσία, γιατί δεν την έπαιρναν;”.
Φυσικά, για την κοινοβουλευτική αριστερά, ούτε λόγος. Το ΚΚΕ συντασσόταν απολύτως με τις δυνάμεις του κράτους, της τάξης, της ασφάλειας και της νοικοκυροσύνης. Τοποθετήθηκε εκτός και εχθρικά προς την εξέγερση, κατήγγειλε τους “κουκουλοφόρους” όπως και την αστυνομία που δεν κάνει καλά τη δουλειά της και δεν τους συλλαμβάνει. Απέδωσε τη βία στην υποκίνηση και όχι σε κοινωνικά αίτια και πάτησε πάνω στα χειρότερα μικροαστικά αντανακλαστικά των συντηρητικότερων κομματιών της ελληνικής κοινωνίας, τα οποία και ενέτεινε.
Ο Μπελαντής σωστά σημειώνει ότι “η στάση του ΚΚΕ προς την εξέγερση υπήρξε μια στάση ιδεολογικά συντηρητική και μικροαστική, πολιτικά αντιδραστική”[63]. Ακόμα σωστότερα, το ζήτημα δεν ήταν η στάση του ΚΚΕ απέναντι στη βία. Ήταν η στάση του απέναντι στη νομιμότητα. Κι αυτό δημιουργεί τα πιο σημαντικά ερωτήματα σε σχέση συνολικά με την πολιτική στρατηγική του.
Άλλωστε, δεν ήταν μόνο η θρυλική δήλωση ότι “στην επανάσταση δεν θα σπάσει ούτε ένα τζάμι”, αλλά και η αντίστοιχη ενδεικτική : “ακόμη και αν οι κουκουλοφόροι ήταν 50.000, τίποτε δεν θα άλλαζε για εμάς”.
Ο δε Συνασπισμός, αντιμέτωπος για άλλη μια φορά με τις αντιφάσεις του, αδυνατεί φυσικά να παίξει στοιχειωδώς τον αναγκαίο ρόλο. Η “αριστερή στροφή” του προηγούμενου διαστήματος σηματοδότησε μια καταρχήν μεγαλύτερη εμπλοκή του με το κίνημα, απ’ ότι θα γινόταν κατά την περίοδο του “εκσυγχρονισμού” του Κωνσταντόπουλου. Οι αντιθέσεις του όμως ανάμεσα στις διάφορες και αποκλίνουσες κοινωνικές και πολιτικές εκπροσωπήσεις του είχαν ως αποτέλεσμα να εμπλακεί με έναν αρκετά αμυντικό τρόπο, αποδεχόμενος τους διαχωρισμούς μεταξύ ειρηνικών και βίαιων διαδηλωτών, και καταδικάζοντας τη βία. Άλλωστε, προς το τέλος, ήταν τα στελέχη του με τα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά που ανέλαβαν την εκπροσώπηση του κόμματος στον “δημόσιο διάλογο”. Αυτή η αντιφατικότητα και ο αμυντισμός ήταν και ο βασικός λόγος που είδε τα δημοσκοπικά του ποσοστά να καταρρακώνονται, και όχι η στήριξη της εξέγερσης. Η σημερινή έξαρση των εσωτερικών του αντιθέσεων, με την κεντρική γραμμή του σαφώς μετατοπισμένη προς τα δεξιά και σημαντικά κομμάτια να διαφοροποιούνται, αδυνατώντας να διαχωριστούν, είναι επίσης ενδεικτική του τρόπου συγκρότησής του.
Όμως, και οι δυνάμεις εκείνες τις αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που ενεπλάκησαν κανονικά στην εξέγερση, φέρουν σημαντικές ευθύνες, αν και φυσικά εντελώς διαφορετικού τύπου. Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για τη στάση του χώρου κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, ως επιμέρους κριτικές, που έχουν και αυτά τη σημασία τους.
Το κυρίαρχο είναι όμως η αδυναμία του να λειτουργήσει, συνολικά ως χώρος ως η αριστερά που είχε ανάγκη το κίνημα τότε. Κι αυτό ανοίγει την ευρύτερη συζήτηση, για το ποια αριστερά είναι αναγκαία, και ποιο είναι πραγματικά το πρόβλημα με την αριστερά σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι και αυτός ο χώρος βιάστηκε να ξεπεράσει την αμηχανία που ένιωσε τις μέρες του Δεκέμβρη, αντιμέτωπος με μια εντελώς νέα κατάσταση, με το να τον ξεχάσει και να τον αποφύγει, εξαιρώντας τον από την πολιτική του συζήτηση (ή να τον συμπεριλάβει, αλλά μόνο ως αναφορά “τσιτάτου”, χωρίς πραγματική επεξεργασία – που έστω και αυτό, καλό είναι). Μια εντελώς νέα κατάσταση – αυτό πράγματι ήταν. Μια άλλη μορφή άσκησης πολιτικής, μη οικεία και γνώριμη.
Υπό αυτή την έννοια διατάραξε τις φαινομενικές ισορροπίες της ίδιας της αριστεράς, τον τρόπο που ήξερε να κάνει πολιτική και να παρεμβαίνει στα κινήματα[64]. Την τρόμαξε και η αντίδρασή της ήταν να προσπαθήσει να τον επαναφέρει σε κάτι πιο γνώριμο, αγνοώντας τα ρηξιακά, τα ενδιαφέροντα τελικά στοιχεία του.
Ναι, ο Δεκέμβρης ήταν μια δύσκολη υπόθεση. Αλλά, όπως το έλεγε κι ο Φουκώ[65], στα δύσκολα θέματα είναι που πρέπει να επιμένει κανείς περισσότερο.
Απέναντι λοιπόν σε όλη αυτή την εύκολη αναπαραγωγή κριτικών απαξίωσης, έμμεσης ή άμεσης, του Δεκέμβρη, η απάντηση είναι απλή. Ο Δεκέμβρης ως κοινωνικό κίνημα αναπτύχθηκε στο έδαφος της αδυναμίας της αριστεράς να προτάξει μια επαναστατική πολιτική στρατηγική, περιγράφοντας πώς μπορούν τα πράγματα να πάνε αλλιώς, συνδεόμενη με τις κινήσεις των μαζών. Και πάλι καλά λοιπόν. Η δύσκολη αλήθεια της εξέγερσης είναι πως ανέδειξε – ξανά, αλλά σε πιο κρίσιμες συγκυρίες – την έλλειψη ενός πολιτικού υποκειμένου που θα ξεπερνά το σημερινό κατακερματισμό, το συμβιβασμό, τη φοβικότητα, τη στρατηγική ανεπάρκεια, την έλλειψη οράματος και πολιτισμού. Ανέδειξε το κρίσιμο ζήτημα της διαλεκτικής σύνδεσης θεωρίας και πράξης, έξω από τον πεπατημένο δρόμο, της προσαρμογής της πράξης σε μια θεωρία από πριν και απ’ έξω φερμένη.
Ο Στάθης Κουβελάκης υπογραμμίζει πως το κρίσιμο είναι η ριζοσπαστική αριστερά να αφεθεί να μάθει από τη νέα εμπειρία, για να μπορέσει να παρέμβει σε αυτήν[66]. Να εμπιστευτεί και να διδαχθεί από τις κινήσεις των μαζών, για να μπορέσει να τις πολιτικοποιήσει και να τις ριζοσπαστικοποιήσει.
Αντί για συμπέρασμα… Και σήμερα, τι έχει να μας πει ο Δεκέμβρης[67];
Ο Δεκέμβρης ήταν ο πρώτος γύρος της μάχης που δίνεται σήμερα. Τα βασικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού κινήματος στην Ελλάδα όπως εμφανίζεται στην παρούσα περίοδο πολιτικής και οικονομικής κρίσης, υπήρχαν, έστω και πιο πρωτόλεια, στα αντανακλαστικά των διαδηλωτών της εξέγερσης του Δεκέμβρη.
Υπάρχει βαθιά κρίση αντιπροσώπευσης, απόρριψη του επίσημου πολιτικού σκηνικού, των κομμάτων εξουσίας αλλά και όψεων της αριστεράς, κριτική των θεσμών του αστικού κράτους, όπως και του επίσημου συνδικαλισμού, αναβάθμιση δομών άμεσης δημοκρατίας και συμμετοχής, συγκρότηση γύρω από προσπάθειες αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης, δημιουργικότητα και αυθορμητισμός στις μορφές πάλης, παράλληλα με στοιχεία παραβατικού ακτιβισμού, χρήση ιδίων μέσων του κινήματος (ομάδες εργασίας, αντιπληροφόρηση), έντονα αντισυστημικός χαρακτήρας, αναβάθμιση των πεδίων της καθημερινής ζωής και του δημοσίου χώρου και οικειοποίησή τους, διάχυση μέσα στην πόλη, αναβάθμιση των πρακτικών, σύνδεση με τα κινήματα του εξωτερικού και με τη διεθνή κατάσταση.
Παράλληλα, έθεσε τα θεμέλια για τα επόμενα κινήματα, γύρω από τουλάχιστον τρία κεντρικά επίδικα.
Πρώτον, την ανάπτυξη του συνδικαλισμού βάσης και των πρωτοβάθμιων σωματείων, όπως και του συντονισμού τους, έξω από την παραδοσιακή συγκρότηση γύρω από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες. Αφενός η πρωτοβουλία πρωτοβάθμιων σωματείων θεμελιώθηκε τότε (μετά την απόπειρα δολοφονίας ενάντια στην Κωνσταντίνα Κούνεβα, το τεράστιο κίνημα αλληλεγγύης προς την οποία καταφανώς σχετιζόταν με την εξέγερση), αφετέρου η δριμεία κριτική του επίσημου συνδικαλισμού και η σύνδεση του πρωτοβάθμιου συνδικαλισμού με ευρείες μάζες εργαζομένων επίσης γνώρισε ένα σημείο τομής την περίοδο εκείνη.
Δεύτερον, την ανάπτυξη των καταλήψεων σε γειτονιές, τις λαϊκές συνελεύσεις και την αναζωογόνηση των κινημάτων πόλης με πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Από τη μια πλευρά, σειρά καταλήψεων και παρεμβάσεων σε γειτονιές διατηρήθηκαν[68], πολλές μέχρι και σήμερα και αποτέλεσαν σημείο εκκίνησης για μια παρέμβαση στην περιοχή. Από την άλλη πλευρά, σειρά πρωτοβουλιών αναλήφθηκαν, στο έδαφος της εξέγερσης, με πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά. Δύο εξαιρετικά κομβικές ήταν η κατάληψη της Λυρικής Σκηνής (30/01-07/02/2009) και της ΕΣΗΕΑ (10-16/01/2009). Επίσης, η διατήρηση του πάρκου Κύπρου και Πατησίων και η δημιουργία του πάρκου Ναυαρίνου, και τα δύο με χαρακτηριστικά αυτοδιαχείρισης, σχετίζονται προφανώς με τα πολιτικά χαρακτηριστικά που έθεσε ο Δεκέμβρης.
Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες αποβλέπουν στην αμφισβήτηση των κυρίαρχων πολιτικών πρακτικών μέσα στην πόλη, απαιτώντας μια διαφορετική διαχείριση ζητημάτων δημοσίου χώρου, με αναβαθμισμένη την ανάγκη αυτοοργάνωσης, και προσφορά προσωπικού χρόνου, ενέργειας, ιδεών και δημιουργικότητας, χωρίς διαμεσολαβήσεις. Τρίτον, την πυροδότηση δομών αντιπληροφόρησης και εναλλακτικής ενημέρωσης, και την σημαντική αναβάθμιση του ρόλου τους στον συντονισμό και την οργάνωση των κινημάτων, αλλά και στο βάθεμα του πολιτικού διαλόγου.
Ο Δεκέμβρης άνοιξε, με βίαιο ίσως τρόπο, την συζήτηση για μια άλλη συμμετοχή των ανθρώπων στα κοινά, με την έννοια της εμπλοκής με το πολιτικό. Έθεσε το ζήτημα της επαν-οικειοποίησης της πολιτικής, της επαναφοράς της δηλαδή στο πραγματικό νόημά της. Το έκανε επαναφέροντας τη βία στις καθημερινές μας παραστάσεις · μπορεί η Ελλάδα να μην είναι σαν κάποιες ευρωπαϊκές μητροπόλεις, όπου η μαζική λαϊκή βία έχει να εμφανιστεί δεκαετίες, και εδώ να υπάρχουν ακόμα, εξαιτίας και του ιστορικού πλαισίου, τέτοιες παραστάσεις βίας, και όμως σίγουρα η εξέγερση τις επαν-εισήγαγε στο σύγχρονο κοινωνικό κίνημα με άλλους όρους.
Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν αν θα θέλαμε έναν άλλο Δεκέμβρη – αυτό δεν είναι ποτέ το ζήτημα. Άλλωστε, οι στρατευμένοι στο όραμα της κοινωνικής αλλαγής δεν θα μπορούσαν ποτέ να θέλουν απλά κάτι που έχει ήδη γίνει · και άρα έχει δείξει τα όρια και τις αδυναμίες του, έχει φανεί ότι δεν μπόρεσε να πάει μέχρι το τέλος. Ούτε φυσικά θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η εξέγερση του Δεκέμβρη δεν είχε αντιφάσεις, όρια και προβλήματα. Έθεσε όμως, με τρόπο ίσως πρωτόλειο, αντιφατικό και δύσκολο, το κρίσιμο ερώτημα: Μπορούμε να φανταστούμε μια εξέγερση μαζών που να διεκδικεί να αμφισβητήσει τον θεμέλιο τρόπο συγκρότησης του καπιταλισμού;
Ο Ζίζεκ σημειώνει εύστοχα σε μια συνέντευξη του στην εφημερίδα Liberation στις 16/02/2008, με τίτλο “Θα πρέπει να γίνουμε ουτοπικοί” ότι “αν και κοροϊδέψαμε πολύ τον Φράνσις Φουκογιάμα όταν ανακοίνωνε το τέλος της ιστορίας, σήμερα όλος ο κόσμος αποδέχεται ότι το δημοκρατικο-φιλελεύθερο πλαίσιο είναι εδώ για πάντα [...] Κοιτάξτε την επιστημονική φαντασία : προφανώς, είναι πιο εύκολο να φανταστούμε το τέλος του κόσμου απ’ ότι το τέλος του καπιταλισμού.”
Μήπως αυτό είναι το θέμα; Μήπως ο τρόπος που βλέπουμε τα κοινωνικά κινήματα ενσωματώνει τις ήττες και τις αδυναμίες του παρελθόντος περισσότερο απ’ όσο αντιστοιχεί στην πραγματικότητά τους; Μήπως αυτή η αμηχανία μας και η αγωνία να τα επαναφέρουμε στο “σωστό δρόμο”, στο γνώριμο δηλαδή μονοπάτι εκφράζει την αμφιβολία μας ότι μπορούν πράγματι να νικήσουν; Και μήπως τελικά μπορούν; Αν πάντως είναι έτσι, αν αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα που έθεσε ο Δεκέμβρης, που στο τέλος τέλος ο ίδιος διακήρυξε από την αρχή ότι δεν διεκδικούσε να είναι απάντηση αλλά ερώτηση, οι στιγμές, της περιόδου αυτής της κρίσης σε διεθνές επίπεδο που όλο και εντείνεται, είναι όντως ιστορικές.
Και το ερώτημα για την αριστερά δεν τίθεται απλώς στον αέρα, έχει ήδη μπει επιτακτικά εδώ και καιρό. Ίσως στο μόνο που δεν έχει δίκιο ο Ζίζεκ είναι ότι μπορεί να μη χρειάζεται να γίνουμε ουτοπικοί, αλλά απλώς ρεαλιστές, διεκδικώντας το (α)δυνατο…
[1]Ας σκεφτούμε τι θα είχε συμβεί αν το θύμα ήταν μετανάστης, ένα πρόσωπο μη ενσωματωμένο στην κοινωνία, αν δολοφονούταν σε μια άλλη περιοχή της Ελλάδας και όχι στο κέντρο της Αθήνας και μάλιστα στα Εξάρχεια. Η ζωή πιθανά να συνέχιζε κανονικά την πορεία της.
[2]G. Agamben, Homo Sacer: le pouvoir souverain et la vie nue, Paris, Le Seuil, 1998.
[3]Δημοσθένης Παπαδάτος- Αναγνωστόπουλος, Προς επιβεβαίωση του φόβου των μαζών, http://rnbnet.gr/details.php?id=1023.
[4]Άκης Γαβριηλίδης, Οι καθηγητές του τίποτα: Η αντί- εξέγερση ως πολιτική επιστήμη, Θέσεις (113), Οκτώβρης-Δεκέμβρης 2010.
[5]Πολύ μεγάλη συζήτηση άνοιξε γύρω από το αν ο Δεκέμβρης ήταν εξέγερση. Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότερα άρθρα-σχόλια-απόψεις ακούστηκαν γύρω από το τι δεν ήταν ο Δεκέμβρης και όχι γύρω από τι ήταν (με χαρακτηριστικό το άρθρο του Στάθη Καλύβα στο Βήμα στις 6/12/2009 με τίτλο “Και τι δεν ήταν”). Εξαιρετικά επιτυχημένη βρίσκουμε την μεταφορά που ανέβηκε στο blog Black Cat, Red Cat. Χρησιμοποιώντας το γνωστό ανέκδοτο του Φρόυντ γύρω από το σπασμένο τσουκάλι, για κάποιους σχολιαστές συμβαίνει το ίδιο με την εξέγερση του Δεκέμβρη : Πρέπει να την καταδικάσουμε γιατί δεν ήταν εξέγερση, αλλά απλώς βία, μπάχαλα, σπασίματα και λεηλασίες (“Δεν δανείστηκα το τσουκάλι από εσάς”). Ακόμα κι αν ήταν εξέγερση, πρέπει να την καταδικάσουμε γιατί ήταν τυφλή, χωρίς αιτήματα (“Σας το επέστρεψα άθιχτο”). Ακόμα κι αν ήταν εξέγερση και έθεσε αιτήματα και ερωτήματα, πρέπει να την καταδικάσουμε γιατί αμφισβήτησε τη νομιμότητα, το πολίτευμα, τους θεσμούς (“Το τσουκάλι ήταν ήδη σπασμένο όταν το δανείστηκα από εσάς”). (Πηγή : http://plagal.wordpress.com/2009/12/13/the-broken-kettle-griots/). Την ίδια μεταφορά χρησιμοποιεί ο Ζίζεκ για την αιτιολόγηση των ΗΠΑ γύρω από τον πόλεμο στο Ιρακ (επιτεθήκαμε γιατί βρήκαμε όπλα μαζικής καταστροφής – εντάξει, δεν βρήκαμε αλλά θα βρούμε σίγουρα γιατί έχουμε στοιχεία ότι υπάρχουν – ακόμα κι αν δεν υπάρχουν, δεν επιτεθήκαμε μόνο για αυτό στο Ιράκ, υπάρχουν κι άλλοι λόγοι). Στην περίπτωση του Ιράκ, ο στόχος είναι να κριθεί με κάθε τρόπο η επίθεση απαραίτητη. Στην περίπτωση του Δεκέμβρη, ο στόχος είναι να καταδικαστεί η εξέγερση με κάθε τρόπο.
[6]Χαρακτηριστικό το παραλήρημα αρθρογραφίας του Στάθη Καλύβα, βλ. πχ το άρθρο S. Kalyvas, Why is Athens burning, International Herald Tribune, 11.12.2008.
[7]Χαρακτηριστική είναι σειρά κειμένων στο αφιέρωμα του London School of Economics στην εξέγερση του Δεκέμβρη, βλ. S. Economides & V. Monastiriotis (ed), The Return of Street Politics? Essays on the December Riots in Greece, London, The Hellenic Observatory LSE, May 2009. Για τα ξένα ΜΜΕ, αποτελεί επισήμανση του Σταθη Κουβελάκη (S. Kouvelakis, La Grèce en révolte, in http://www.contretemps.eu/interventions/stathis-kouvelakis-grece-en-revolte), ο οποίος σημειώνει ότι η παρούσα προσέγγιση εγκαταλείφθηκε σχετικά σύντομα, για να δώσει τη θέση της στην πραγματική ανησυχία ότι αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι το πρελούδιο μιας εποχής εξεγέρσεων που είναι πιθανό να εμφανιστεί και στην Ευρώπη.
[8]Βλέπε χαρακτηριστικά το άρθρο του Γιάννη Παπαθεοδώρου στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας, “Το σύμπτωμα και η κρίση. Τρία σημειώματα για μια εξέγερση που δεν έγινε”, Νέα Εστία (1819), Φεβρουάριος 2009, σελ. 285-293.
[9]ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, Αθήνα, ετήσια αναφορά, 1998-2010, σελ 210-211.
[10]OECD. Stathis Kouvelakis, στο ίδιο.
[11]ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, στο ίδιο.
[12]Μαρία Καραμεσίνη, Οι δυσκολίες επαγγελματικής αποκατάστασης των νέων στην Ελλάδα, εφημερίδα Εποχή, 18.01.2009.
[13]Όχι με την έννοια μιας γενικόλογης κριτικής ενάντια στην “διαφθορά”, αλλά με την έννοια που θέτει το ζήτημα ο Στάθης Κουβελάκης. Πράγματι, αντιλαμβανόμαστε τη σχετική αυτονομία του κράτους από τις κυρίαρχες τάξεις, στο βαθμό που προσπαθεί να εγγυηθεί έναν κοινωνικό συμβιβασμό με τις κατώτερες τάξεις. Υπό αυτή την έννοια, ο ρόλος του δεν είναι απλά κατασταλτικός, αλλά περιλαμβάνει συγκεκριμένες υλικές παραχωρήσεις προς τα λαϊκά στρώματα, για να τα ενσωματώσει (Ν. Πουλαντζάς, Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, Θεμέλιο, 2001, σελ. 30-35). Ωστόσο, σε ότι αφορά το ελληνικό ειδικά κράτος, για λόγους που έχουν να κάνουν με την ιστορική και πολιτική του συγκρότηση, αυτή η σχετική αυτονομία είναι πολύ πιο περιορισμένη. Έτσι, η δυνατότητα για τα λαϊκά στρώματα να βρουν μια μορφή εκπροσώπησης και ρύθμισης των συμφερόντων τους, είναι επίσης περιορισμένη. Η διαφθορά και οι πελατειακές σχέσεις είναι το αποτέλεσμα αυτού του κενού. S. Kouvelakis, The Greek Crisis, intervention in a Debate held at the Birkbeck Institute for the Humanities, Birkbeck College, University of London, 5 May 2010, Journal of Modern Greek Studies (28:2), October 2010, p. 305.
[14]Το φθινόπωρο του 2008, σε μια μελέτη του Ευρωβαρόμετρου, 77% δηλώνει ότι δεν εμπιστεύονται την κυβέρνηση (από 66% την προηγούμενη άνοιξη και 61% το αντίστοιχο ευρωπαϊκό). 68% δεν εμπιστεύεται το κοινοβούλιο, 86% τα πολιτικά κόμματα και 56% το δικαστικό σύστημα. Ταυτόχρονα, εκφράζεται μια γενική δυσαρέσκεια. Μόλις 53% νιώθει σχετικά ικανοποιημένο από την καθημερινή του ζωή (από 65% την άνοιξη και 76% στην Ευρώπη), 66% προβλέπει χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης τον επόμενο χρόνο και 64% χειροτέρευση της κατάστασης στην εργασία. 64% δηλώνει ότι η αγοραστική του δύναμη έχει μειωθεί την τελευταία πενταετία, ενώ 63% δηλώνει ότι δυσκολεύεται να πληρώσει τους λογαριασμούς του (Ευρωβαρόμετρο, φθινόπωρο, νο.70, 2008).
[15]Σύμφωνα με μια αναφορά των Ηνωμένων Εθνών για την περίοδο 2003-2007, 1 στους 238 αστυνομικούς που κατηγορούνται για κακή συμπεριφορά απολύθηκε, ενώ κανείς δεν καταδικάστηκε. Στους 99 αστυνομικούς που χρησιμοποίησαν όπλο, προκαλώντας το θάνατο 12 ατόμων και τον τραυματισμό 27 άλλων, μόνο ένας καταδικάστηκε και απολύθηκε. Σύμφωνα με το Ombudsman – ανεξάρτητη δικαστική αρχή για τα προβλήματα των πολιτών στη σχέση τους με τους δημόσιους υπαλλήλους – την περίοδο 2004-2006 έγινε έρευνα ενάντια σε 63 αστυνομικούς, αλλά μόλις 11 αντιμετώπισαν πειθαρχική δίωξη, και μόλις 6 από αυτούς καταδικάστηκαν, και μάλιστα σε χρηματικό πρόστιμο (Πηγή : S. Sakellaropoulos, On the causes and the significance of the December social explosion in Greece, Science and Society (forthcoming), 2011).
[16]Πρόκειται για κοινωνική ομάδα με τα χαρακτηριστικά του homo sacer του Agamben : εξόριστοι από την πολιτική σκηνή, ενσωματωμένοι στην οικονομία, στη μαύρη εργασία, σε παράνομα δίκτυα.
[17]W. Benjamin, Illuminations : Essays and Reflexions, ed. by H. Arendt, Knopf, New York, 1969 .
[18]Αφίσα της κατάληψης της ΑΣΟΕΕ.
[19]Μ. Χαριτάτου – Συνοδινού, Στάχτη και… Burberry, εκδόσεις ΚΨΜ, 2010, σελ.23.
[20]E.Balibar, Aux frontières de l’Europe, Transeuropéennes (17), novembre 2009, p. 13.
[21]Το κίνημα αναμετράται έντονα με το παρελθόν – το θέμα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά ξεφεύγει των ορίων του παρόντος κειμένου. Τα συνθήματα είναι ο κατεξοχήν τρόπος που το κάνει, με γνωστότερο όλων, το κλασικό πια και εντελώς περιεκτικό “Βάρκιζα τέλος (έχουμε πόλεμο ξανά)”. Πολύ ενδιαφέρον είναι το σχετικό άρθρο του Κορνέτη, βλ. K. Kornetis, « No More Heroes? Rejection and Reverberation of the Past in the 2008 Events in Greece », Journal of Modern Greek Studies (28.2), October 2010 .
[22]Υπήρξαν βέβαια πολλοί, και από τους συμμετέχοντες στο κίνημα (πχ κομμάτια της αριστεράς), που θέλησαν να “μεταφέρουν” την εξέγερση στα κυρίαρχα πρότυπα ανάπτυξης κινημάτων. Έτσι, επιχείρησαν να φέρουν “απέξω” πολιτικά προγράμματα ή να δημιουργήσουν στενά ορισμένα κοινωνικά υποκείμενα.
[23]Από αυτοκόλλητο που κολλήθηκε τις μέρες της εξέγερσης.
[24]S. Kouvelakis, Pour une politique de l’insurrection. Réflexions à partir du décembre grec : Notes sur la stratégie, αδημοσίευτο χειρόγραφο.
[25]Για μια εξαιρετική προσέγγιση των πολιτικών διαστάσεων της συμμετοχής των μεταναστών στην εξέγερση, βλ. το άρθρο A. Kalyvas, An Anomaly? Some Reflections on the Greek December 2008, Constellations (17.2), 2010 . Επίσης, το εκπληκτικό κείμενο του Στεκιού Αλβανών Μεταναστών δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα τους λόγους της συμμετοχής τους. Στέκι Αλβανών Μεταναστών, “Αυτές οι μέρες είναι και δικές μας”, http://steki-am.blogspot.com/2008/12/blog-post.html
[26]A. Kalyvas, στο ίδιο, σελ. 358-359.
[27]J. Rancière, Democracy, Republic, Representation, Constellations (13.3), 2006, p. 300.
[28]Μ. Καραμεσίνη, στο ίδιο.
[29]Κοινή ταυτότητα και όχι απλά άθροισμα ατόμων που συνευρίσκονται στο δρόμο, όχι απλά πλήθος, όχι συγκρότηση ενός νέου κοινωνικού υποκειμένου.
[30]Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, και παρά την ένταση των βίαιων πρακτικών της, αυτή έχαιρε πολύ σημαντικής κοινωνικής νομιμοποίησης. Σε δημοσκόπηση της περιόδου, το 43,2% δηλώνει ότι θα προέτρεπε τα παιδιά του να συμμετάσχουν (Σ. Μιχαήλ, …ότι το κράτος αυτού καθαιρείται ταχύ…, Νέα Εστία (1819), Φεβρουάριος 2009, σελ. 256). Άλλωστε, χωρίς τη λαϊκή υποστήριξη, τους ηλικιωμένους που πετούσαν γλάστρες από τα μπαλκόνια τους στην αστυνομία και άνοιγαν τις πόρτες τους για να φυγαδεύσουν τους κυνηγημένους, χωρίς τους γονείς και τους καθηγητές που συμμετείχαν ή στήριζαν τις κινητοποιήσεις, η εξέγερση δε θα μπορούσε να έχει τόσο βάθος, διάρκεια και δυναμική.
[31]L. Kotronaki et S. Seferiades, Sur les sentiers de la colère : l’espace-temps d’une révolte (Athènes, décembre 2008), Actuel Marx (48), février 2010, p. 153-155.
[32]H. Lefebvre, Critique de la vie quotidienne, Paris, LřArche, 1947 και άλλα του ιδίου.
[33]Ενδιαφέρουσα σε αυτό το σημείο είναι η προκήρυξη “Η (αυτο)καταστροφή είναι δημιουργία”, με υπογραφή Κορίτσια στην εξέγερση, http://katalipsiasoee.blogspot.com/2008/12/blog-post_2310.html
[34]Με κεντρικότερη αυτή των καταλήψεων Νομικής και Πολυτεχνείου, την 19η Δεκέμβρη, με συμμετοχή πάνω από 82 καλλιτεχνών και γκρούπ · δεν έχει διοργανωθεί άλλη συναυλία με τέτοιο τρόπο και συμμετοχή τα τελευταία χρόνια.
[35]Πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις κατά τη διάρκεια της εξέγερσης. Ξεκινά από τη διακοπή της πρεμιέρας του έργου Ρομπέρτο Τσούκο στο Εθνικό θέατρο, όπου οι συγκεντρωμένοι διαβάζουν ένα κείμενο που καλεί σε στήριξη στην εξέγερση. Στη συνέχεια, ανοίγει μια τεράστια συζήτηση γύρω από τον πολιτισμό (με και χωρίς εισαγωγικά), όπου υπάρχουν καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί που στηρίζουν αυτές τις παρεμβάσεις, και άλλοι, που μιλούν για απολίτιστους νέους και φασιστικές πρακτικές. Πάνω από 80 καλλιτέχνες υπογράφουν ένα κείμενο που στηρίζει αυτές τις πολιτιστικές παρεμβάσεις και καλεί τον κόσμο να κινητοποιηθεί.
[36]Όπου οι συμμετέχοντες (βασικά μαθητές) κρατούσαν πανό που έγραφαν “Σταματήστε να κοιτάτε, βγείτε όλοι στους δρόμους”, “Ελευθερία σε όλους μας”, “Άμεση αποφυλάκιση όλων των συλληφθέντων”.
[37]Βλ. το άρθρο του Μιχάλη Παπαμακάριου, “Το συνεχές σάουντρακ του κινήματος”, εφημερίδα Πριν, 07.01.2011.
[38]Σημείο το οποίο εμφανίζει φυσικά και προβλήματα σε ο,τι αφορά τη διάδοση της πάλης, καθώς και αντιδημοκρατικές παρεκτροπές. Μια υπαρκτή αντίληψη ενάντια στην οργάνωση εν γένει, καθώς και αποθέωσης του ατομικού στο όνομα της ελευθερίας, καταλήγει να στρέφεται ενάντια στο συλλογικό και να αποκτά αντιδημοκρατικά χαρακτηριστικά. Έτσι, υπάρχουν και απόψεις που καταγγέλλουν τις γενικές συνελεύσεις ως “περιοριστικές για τους εξεγερμένους”. Γι’ αυτές, οι συνελεύσεις είναι “τόποι προλεταριακής συνάντησης και όχι τόποι λήψης αποφάσεων”. Η δημοκρατία καταγγέλεται ως “όριο της εξέγερσης, που πρέπει να ξεπεραστεί”. Βλ. Για παράδειγμα το άρθρο του αφιερώματος του Blaumachen με υπογραφή Woland, “Δεκέμβρης 2008: Μια προσπάθεια να ανιχνεύσουμε τη δύναμη και τα όρια του αγώνα μας”, Blaumachen (3).
[39]“Σας σιχαθήκαμε. Με διαπλεκόμενες σχέσεις ανάμεσα σε πολιτικούς, παπάδες, ΜΜΕ, δημοσιογράφους, δικαστές, μεγαλοδικηγόρους, μπάτσους, ασφαλίτες και εμπόρους ναρκωτικών, έχετε φτιάξει μια απέραντη χαβούζα. Φτου σας βόδια!”.
[40]Ανακοίνωση της Γενικής Συνέλευσης Εξεγερμένων Εργατών.
[41]“Πρέπει να μάθουμε να είμαστε σκληροί, χωρίς να χάνουμε ποτέ την τρυφερότητα”. Τσε Γκεβάρα, όπως παρατίθεται σε P. Maclaren, Che Guevara, Paulo Freire, and the Pedagogy of Revolution, Oxford, Rowman&Littlefield, 2000, p. 27.
[42]Παραπέμπουμε στο χαρακτηριστικό απόσπασμα της κατάληψης του δημαρχείου του Αγ. Δημητρίου : “Για μας όμως: ΒΙΑ είναι να δουλεύεις 40 χρόνια για ψίχουλα και να αναρωτιέσαι αν ποτέ θα βγεις στη σύνταξη. ΒΙΑ είναι τα ομόλογα, τα κλεμμένα ασφαλιστικά ταμεία, η χρηματιστηριακή απάτη. ΒΙΑ είναι να αναγκάζεσαι να παίρνεις ένα στεγαστικό δάνειο που τελικά το πληρώνεις χρυσό. ΒΙΑ είναι το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη να σε απολύει όποια στιγμή θέλει. ΒΙΑ είναι η ανεργία, η προσωρινότητα, τα 700 ευρώ με ή χωρίς ένσημα. ΒΙΑ είναι τα εργατικά «ατυχήματα», επειδή τα αφεντικά περιορίζουν τα έξοδά τους εις βάρος της ασφάλειας των εργαζομένων. ΒΙΑ είναι να παίρνεις ψυχοφάρμακα και βιταμίνες για ανταπεξέλθεις στα εξαντλητικά ωράρια. ΒΙΑ είναι να είσαι μετανάστρια, να ζεις με το φόβο ότι θα σε πετάξουν ανά πάσα στιγμή έξω από τη χώρα και να βιώνεις μια διαρκή ανασφάλεια. ΒΙΑ είναι να είσαι ταυτόχρονα μισθωτή, νοικοκυρά και μάνα. ΒΙΑ είναι να σου πιάνουν τον κώλο στη δουλειά και να σου λένε «Χαμογέλα ρε τί σου ζητάμε;»”, http://katadimadim.blogspot.com/
[43]Δ. Μπελαντής, “ΚΚΕ, εξεγέρσεις και “αστική-δημοκρατική νομιμότητα (για μια κομμουνιστική κριτική στην πολιτική τακτική του ΚΚΕ)”, Θέσεις (107), Απρίλιος-Ιούνιος 2009.
[44]W. Benjamin, Για μια κριτική της βίας, εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα.
[45]Στρατευόμαστε στη μάχη, και μετά βλέπουμε.
[46]S. Kouvelakis, στο ίδιο.
[47]Όχι με την έννοια ότι η πλειοψηφία αναγκαστικά αναλαμβάνει τέτοιες δράσης, αλλά με την έννοια της νομιμοποίησης, όπως θα αναπτύξουμε στη συνέχεια για τους “κουκουλοφόρους”. Είναι χαρακτηριστικές οι αλλεπάλληλες εικόνες όπου, κατά την καταστροφή τραπεζών ή μεγάλων καταστημάτων στη διάρκεια πορειών, οι υπόλοιποι διαδηλωτές χειροκροτούν. Οριακά είναι πρακτικές μη περιθωριοποιημένες από την κοινωνία, όχι απλά από τους συμμετέχοντες στο κίνημα : σε δημοσκόπηση της περιόδου (παρατίθεται στο Κ. Σπαθαράκης, “Η βιτρίνα, Νέα Εστία (1819), Φλεβάρης 2009, σελ. 316.) το 14% δηλώνει ότι η καταστροφή τραπεζών είναι νομιμοποιημένη, και το 19% θεωρεί το ίδιο για τις επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα.
[48]P. Sotiris, Rebels with a cause : The December 2008 Greek youth movement as the condensation of deeper social and political contradictions, International Journal of Urban and Regional Research (34.1), March 2010, p. 205.
[49]M. Mentinis, Remember Remember the 6th of December… A rebellion or the constituting moment of a radical morphoma? International Journal of Urban and Regional Research (34.1), March 2010, p. 200.
[50]Montagne, Essais, III, ch. XIII, ŖDe lřexpérienceŗ, Bibliothèque de la Pléiade, p. 1203 .
[51]Πράγματι, ο κυρίαρχος λόγος επέμεινε, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, να αμφισβητεί όχι τη μαζικότητα των κινητοποιήσεων γενικά, αλλά κυρίως των βίαιων πρακτικών. Βέβαια, τα ίδια τα στελέχη του κρατικού μηχανισμού διέψευδαν αυτή τη γραμμή (Ενδεικτική η δήλωση του αρχηγού της αστυνομίας Β. Τσιάτουρα : “Το βράδυ της Δευτέρας, που σημειώθηκαν τα εκτεταμένα επεισόδια και οι τεράστιες καταστροφές, δεν μπορούσαμε να αντιδράσουμε. Μας επιτίθεντο οι πάντες και από παντού”. Αλλά και η δήλωση του υπουργού εσωτερικών Π. Παυλόπουλου : “Ρωτήστε όλους εκείνους οι οποίοι σε κάθε γωνιά της Αθήνας μπορούν να πετάξουν μια μολότωφ και να βάλουν πυρκαγιά … η Αστυνομία δεν μπορεί να είναι παρούσα σε κάθε σημείο»). Πάντως, δεν λείπουν κι εκείνοι που αμφισβητούν τη μαζικότητα της εξέγερσης στο σύνολό της. Κι εδώ, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο φοβερό άρθρο του Γιάννη Πρετενέρη στο Βήμα, με τίτλο “Μόνο η κόλαση”. Τα αποσπάσματα μιλούν από μόνα τους : “Παρ΄ όλες τις προτροπές των μεγαλυτέρων και παρά τις εκστασιαστικές περιγραφές των μέσων ενημέρωσης, η περίφημη «κοινωνική εξέγερση των νέων» μάλλον δεν ήλθε στο ραντεβού. Οι διαδηλώσεις ουδέποτε ξεπέρασαν τις 7.000 ή 8.000 διαδηλωτές, συνήθως κινούνται μεταξύ 2.000 και 3.000… Από άποψη μαζικότητας, τουλάχιστον, η «κοινωνική εξέγερση» θυμίζει περισσότερο Λεβαδειακός- Εργοτέλης [...] Υπάρχουν επίσης αναρίθμητες καταστροφές, σωστό και αυτό. Καταστροφές πολύ μεγαλύτερες από τις διαδηλώσεις που τις προκάλεσαν. Πεντακόσια, εξακόσια, χίλια άτομα έχουν καταφέρει κυριολεκτικά να διαλύσουν το κέντρο και τη ζωή της Αθήνας.” Διαβάστε το! http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=247574.
[52]Παραπέμπουμε στην αειμνήστου κάλλους δήλωση του γραμματέα της ΝΔ στη ΝΕΤ στις 8/12 : “Οι Έλληνες δεν καίνε, δεν σπάνε, δεν λεηλατούν”.
[53]M.Foucault, Surveiller et punir, Gallimard, 1975, p. 234 .
[54]M. Pourgouris, The Phenomenology of Hoods : Some Reflexions on the 2008 Violence in Greece, Journal of Modern Greek Studies (28:2), October 2010, p. 242
[55]Από προκήρυξη του Δικτύου για τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, 09/12/2008.
[56]Και άρα δεν οι κουκουλοφόροι δεν αποτελούν “εξαίρεση”, ακόμα κι αν δεν αποτελούν την πλειοψηφία των διαδηλωτών.
[57]Από σύνθημα σε τοίχο της Αθήνας.
[58]Ν. Σεβαστάκης, “Ύλη παντού, αγάπη πουθενά”, Αληthεια(4-5), Άνοιξη 2010, σελ. 287.
[59]Για ένα ενδιαφέρον σχετικό κείμενο, βλ. στο blog Radical Desire, “Σημειώσεις για την πρόζα της αντιεξέγερσης: Ο δημόσιος λόγος και ο Δεκέμβρης, 2008-09″.
[60]Κατά τη διάρκεια, αναφέρουμε ενδεικτικά : πλαστικές σφαίρες, απειλές με όπλα, εξάντληση 4500 δακρυγόνων τις πρώτες 5 μέρες και παραγγελία νέων από το Ισραήλ, συλλήψεις και ενεργοποίηση αντιτρομοκρατικού νόμου, συζήτηση για κήρυξη έκτακτης ανάγκης, για κατέβασμα του στρατού στο δρόμο (με το γνωστό κείμενο-απάντηση φαντάρων μέσω του Δικτύου Σπάρτακος, βλ. http://diktiospartakos.blogspot.com/2011/12/2008-2011_06.html), για κάλεσμα στρατιωτικών δυνάμεων από Γερμανία και Ιταλία, επιθέσεις “αγανακτισμένων πολιτών – φασιστών” (με αποκορύφωμα τον πυροβολισμό μαθητή στο Περιστέρι), απειλές εναντίον του ασύλου αλλά και κάλεσμα από τα ΜΜΕ να “μην κατεβαίνουν οι πολίτες στο κέντρο της Αθήνας”, και χειραγώγηση κάθε τύπου.
[61]Για μια πολύ αναλυτική και ενδελεχή μελέτη της στάσης των ΜΜΕ και των πολιτικών κομμάτων κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, βλ. τη διπλωματική εργασία για το μεταπτυχιακό Πολιτικής επιστήμης και Κοινωνιολογίας του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, “Κόμματα, ΜΜΕ, κοινωνική διαμαρτυρία: Η εξέγερση του Δεκεμβρίου 2008”, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2009.
[62]Ας θυμηθούμε ότι τα διαρκή πογκρόμ ενάντια σε μετανάστες που εντείνονται τα τελευταία χρόνια, ξεκίνησαν σε αυτό το βαθμό μετά το Δεκέμβρη, με την “νομιμοποίηση” που τους έδωσε ο τρόπος που τοποθετήθηκε ο δημόσιος λόγος. Επίσης χαρακτηριστική η επίθεση με χειροβομβίδα στο Στέκι Μεταναστών.
[63]Στο εξαιρετικό κείμενό του γύρω από την πολιτική στρατηγική του ΚΚΕ με αφορμή τη στάση του στο Δεκέμβρη, Δ. Μπελαντής, στο ίδιο.
[64]Με αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να εξετάσουμε και την αντικειμενικά πολύ μεγάλη αύξηση του αντιεξουσιαστικου – αναρχικού χώρου, όψεις του οποίου συνδέθηκαν με τα υποκείμενα και τα διακυβεύματα του Δεκέμβρη. Στην πραγματικότητα, και η αναρχία προσπάθησε να ξεπεράσει τα πραγματικά ερωτήματα που ετίθεντο και τη νέα εμπειρία, αυτή όχι “ξεχνώντας” την εξέγερση, αλλά προσδίδοντάς της συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του δικού της πολιτικού χώρου. Έτσι σήμερα, η εξέγερση του Δεκέμβρη είναι πιο “αναρχική” απ’ ότι ήταν όταν εξελισσόταν, αφού όλοι (πολιτική εξουσία, αριστερά, αναρχία) βάλθηκαν λιγότερο ή περισσότερο να την χαρακτηρίσουν ως τέτοια.
[65]Παρατίθεται από τον Άκη Γαβριηλίδη στο κείμενό του “Οι καθηγητές του τίποτα. Η αντιεξέγερση ως πολιτική επιστήμη”, Θέσεις(113), Οκτώβρης-Δεκέμβρης 2010.
[66]S. Kouvelakis, Pour une politique…, στο ίδιο.
[67]“Fuck December ’08 – Fight Now” είναι ο τίτλος του παρόντος κειμένου, με τον ίδιο τρόπο που οι διαδηλωτές του Δεκέμβρη φώναζαν “Fuck May ’68 – Fight Now” και οι φοιτητές της Αγγλίας, κατά τις κινητοποιήσεις τους το 2010, “Fuck Greece – Fight Here”.
[68]Αναφέρουμε ενδεικτικά το Γαλαξία στη Νέα Σμύρνη, τη Στρούγκα στη Φιλαδέλφεια, την κατάληψη του δημαρχείου και μετέπειτα λαϊκή συνέλευση του Αγίου Δημητρίου, ομοίως στο Περιστέρι.
Πηγή: Η Λέσχη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου