του Σπύρου Σακελλαρόπουλου
1. Εισαγωγή
Στο παρόν άρθρο ασχολούμαστε με τις διαστάσεις των πρόσφατων οικονομικών μέτρων που ελήφθησαν στην Ελλάδα με αφορμή την αύξηση του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Η βασική μας κατεύθυνση είναι να δείξουμε πως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που την παρουσιάζει η επίσημη ρητορεία. Η όλη κατάσταση εκκινεί από την διάχυση της παγκόσμιας κρίσης στο εσωτερικό των χωρών της ΟΝΕ και των ζητημάτων που προκύπτουν από την ύπαρξη κοινού νομίσματος σε εθνικούς σχηματισμούς διαφορετικής παραγωγικότητας, τον ειδικό ρόλο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου μέσα στη συγκυρία αλλά και τη διατήρηση της ηγεμονικής θέση της Γερμανίας εντός της ΕΕ. Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το ζήτημα με το έλλειμμα και το χρέος χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο για να εφαρμοστούν ταξικές πολιτικές επιθετικού χαρακτήρα. Ο λόγος που γίνεται αυτό έχει να κάνει με την αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού να συνεχίζει να εντάσσεται με τον ίδιο τρόπο εντός του διεθνή καταμερισμού εργασίας. Η αποτυχία υιοθέτησης ενός τεχνολογικά και κλαδικά αναδιαρθρωμένου μοντέλου που θα συντελούσε στην άνοδο της ελληνικής ανταγωνιστικότητας απέναντι στους ισχυρούς ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς, έχει ως αποτέλεσμα την προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος μέσω του μετακύλισης του σχετικού κόστους στα λαϊκά στρώματα με όχημα τα πρόσφατα οικονομικά μέτρα (μείωση αμοιβών, μεγαλύτερη εργασιακή ευελιξία, αύξηση του ορίου απολύσεων, μείωση των συντάξεων). Διαφορετικά ειπωμένο, βιώνουμε αυτή την περίοδο την πιο επιθετική κίνηση του αστικού κράτους στο οικονομικό επίπεδο από το τέλος του εμφυλίου και ύστερα. Η προσπάθεια αυτή εδράζεται στα ραγδαία μεταφορά πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο σε βαθμό πρωτοφανέρωτο για τα νεώτερα χρονικά Μέσα από αυτό το σχέδιο η ελληνική αστική τάξη εκτιμά πως θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις πιέσεις που δέχεται από τα κεφάλαια σχηματισμών υψηλότερης παραγωγικότητας.
2. Το Γενικότερο Πλαίσιο
Η είσοδος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έφερε στην επιφάνεια την δομική αντίφαση που ενυπήρχε εξαρχής στο εγχείρημα του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Όπως ακόμα και ο Πωλ Κρούγκμαν έχει υποστηρίξει (Κρούγκμαν 2010), που μόνο για ύποπτος για μαρξιστικές απόψεις δεν μπορεί να θεωρηθεί, η δημιουργία ενός ενιαίου νομίσματος από χώρες με εντελώς διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας ήταν αναμενόμενο κάποια στιγμή να φέρει στην επιφάνεια μια σειρά από αντιφάσεις. Αντιφάσεις που σχετίζονταν με τα διαφορετικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά κάθε χώρας, τους άνισους ρυθμούς κεφαλαιακής συσσώρευσης, τις άνισες επιδόσεις στο διεθνή ανταγωνισμό που οδήγησαν όχι μόνο σε αποκλίσεις στους ρυθμούς πληθωρισμού, στην αύξηση του ΑΕΠ και στη διόγκωση του δημόσιου χρέους αλλά, κυρίως, στη διαφορετικότητα της διεθνούς εξειδίκευσης των εθνικών παραγωγικών συστημάτων (de Grauwe 2009).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το κοινό νόμισμα χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης για εκσυγχρονισμό των λιγότερων ανταγωνιστικών κεφαλαίων σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης από τη στιγμή που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πια το όπλο της υποτίμησης. Βεβαίως δεν πρόκειται για μια ουδέτερη διαδικασία και βάση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης η τάση των πραγμάτων θα είναι οι διαφορές μεταξύ των εθνικών κεφαλαίων συνολικά ιδωμένων να αυξάνονται. Γι αυτό ακριβώς το λόγο η Γερμανία, ως ο πιο ισχυρός οικονομικά εθνικός, σχηματισμός της ΕΕ επέλεξε τη λύση του ευρώ. Εκτίμησε πως η υπεροχή της ανταγωνιστικότητάς της, ενισχυμένη από την αδυναμία πραγματοποίησης υποτιμήσεων θα οδηγούσε σε μια εκτεταμένη ανάπτυξη των εξαγωγών της, όπως και έγινε. Από εκεί και πέρα η εξελισσόμενη οικονομική κρίση τροποποίησε μερικά, αλλά όχι συνολικά, το υφιστάμενο πλαίσιο. Δημιουργήθηκαν συνθήκες ύφεσης όπου το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας έγινε πιο έντονο με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τη δυσχέρανση των δημοσιονομικών δεικτών και την αύξηση του κόστους δανεισμού. Αυτό συνέβει γιατί περιορίστηκαν οι καταναλωτικές δαπάνες με συνέπεια τη μείωση των κρατικών εσόδων και την αύξηση του ελλείμματος ως ποσοστού ενός συρρικνούμενου ΑΕΠ. Η κατάσταση αυτή εντείνεται από το γεγονός πως η πτώση της παραγωγής οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας με αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη υστέρηση δημόσιων εσόδων και την πιο συχνή προσφυγή στο δανεισμό για την κάλυψη των αναγκών. Το γεγονός της απουσίας ουσιαστικών αναδιανεμητικών πολιτικών που θα αντιστάθμιζαν την ανισόμετρη ανάπτυξη, δεν φανερώνει τίποτε άλλο παρά πως η ΕΕ δεν αποτελεί μια συνομοσπονδία, πόσο μάλλον μια ομοσπονδία, αλλά μια ειδική θεσμική συνάρθρωση εθνικών καπιταλιστικών σχηματισμών οι οποίοι ανταγωνίζονται για τη μεγαλύτερη δυνατή απόσπαση του παραγόμενου πλούτου.
Η νέα αυτή πραγματικότητα θα οδηγήσει την ελληνική αστική τάξη σε μια αλλαγή υποδείγματος για τον τρόπο με τον οποίο εντάσσεται στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Για να μπορέσουμε όμως να καταλάβουμε ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της αλλαγής υποδείγματος είναι αναγκαίο να αποσαφηνίσουμε ορισμένους μύθους που προσπαθεί να επιβάλει η άρχουσα τάξη μέσω των πολιτικών της εκπροσώπων και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης
3. Μύθος 1: Υπάρχει μια ιδιαίτερη απόκλιση της ελληνικής οικονομίας, η οποία δημιουργεί την ανάγκη για τη λήψη τέτοιας έκτασης μέτρων λιτότητας
Πραγματικά, αν πάρει στα σοβαρά κανείς τα όσα αναφέρονται από τα ΜΜΕ, τους επίσημους κυβερνητικούς κύκλους αλλά και μερίδα των οργανικών διανοουμένων, στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν τη βαναυσότητα των μέτρων, θα σχηματίσει την εντύπωση πως στην ελληνική οικονομία συμβαίνουν πρωτοφανείς εξελίξεις αποτελώντας μια οριακή περίπτωση για τα δυτικά δεδομένα. Ωστόσο τα διαθέσιμα στοιχεία μόνο αυτό δε δείχνουν. Καταρχήν το ελληνικό κράτος δεν είναι το πιο σπάταλο της Ευρώπης. Η λειτουργία του στοιχίζει το 17,3% του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ οι αντίστοιχες δαπάνες για το γερμανικό κράτος φτάνουν στο 19,9%, για το Γαλλικό στο 24%, για το βρετανικό στο 23,7% ενώ ο μ.ο της ευρωζώνης φτάνει στο 21,8% (Βεργόπουλος 2010). Σε ό,τι αφορά τα ελλείμματα οι ΗΠΑ εμφανίζουν έλλειμμα το 2009 12,5%, η Ιαπωνία 10,5% και ο μο των χωρών της ευρωζώνης ήταν 6,6%.
Στον τομέα του χρέους μπορεί το ελληνικό χρέος να φτάνει στο 113,4% του ΑΕΠ το 2009 αλλά η πολύ ισχυρή οικονομικά Ιαπωνία διαπιστώνει πως το δικό της χρέος έχει εκτοξευτεί στο 197,2% . Η κατάσταση, δε, εμφανίζεται πολύ διαφορετική αν λάβουμε υπόψη μας το συνολικό χρέος κάθε χώρας (δηλαδή το σύνολο του ποσού που έχει δανειστεί το κράτος, οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες): Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ το συνολικό ελληνικό χρέος φτάνει στο 179% του ΑΕΠ όταν ο μο της ΕΕ είναι 175% και η Ολλανδία παρουσιάζει συνολικό χρέος 234% του ΑΕΠ, η Ιρλανδία 222%, το Βέλγιο 219%, η Ισπανία 207% η Πορτογαλία 197% η Ιταλία 194%. Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν αν μελετήσει κανείς τα στοιχεία για το εξωτερικό χρέος (δηλαδή τις οφειλές του κράτους, των επιχειρήσεων και των ιδιωτών προς τις ξένες τράπεζες δεδομένου πως ένα τμήμα του χρέους αφορά τράπεζες της ίδιας χώρας): Μεταξύ των λεγόμενων PIGS (Portugal, Ireland, Greece, Spain) η Ιρλανδία χρωστάει το 414% του ΑΕΠ, η Πορτογαλία το 130%, η Ελλάδα το 89,5% και η Ισπανία το 80% (Δελαστίκ 2010α)
Επιπρόσθετα μπορεί η Ελλάδα να εμφανίζει υψηλές δανειακές ανάγκες, ωστόσο η κατάσταση για πολλά άλλα δυτικά κράτη δεν εμφανίζεται διαφορετική. Συγκεκριμένα οι νέες δανειακές ανάγκες της χώρας για το 2010 αναμένεται να φτάσουν τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ, τη στιγμή που άλλες «μικρές» χώρες όπως το Βέλγιο και η Ολλανδία θα δανειστούν από 100 δισεκατομμύρια εκάστη. Κι αν για τις ξένες τράπεζες το ρίσκο δανεισμού 50 δις. προς την Ελλάδα θεωρείται υψηλό τότε τι μπορεί να ειπωθεί για τη Γερμανία που μπορεί μεν να έχει το εννεαπλάσιο ΑΕΠ σε σχέση με το ελληνικό, αλλά αναμένεται να δανειστεί 370 δις. ευρώ; Η δε Γαλλία θα φτάσει τα 450 δις και η Ιταλία τα 400 δις με αποτέλεσμα η αντιστοιχία του δανεισμού προς το ΑΕΠ τους να κινείται στα ίδια επίπεδα με την Ελλάδα (Δελαστίκ 2010β).
Τι προκύπτει από όλα τα παραπάνω; Καταρχήν πως παρόμοια οικονομικά προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλες δυτικές χώρες. Όταν αυτό άρχισε να γίνεται σαφές τότε επιστρατεύτηκε ένα δεύτερο επιχείρημα: πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει και πρόβλημα χρέους και πρόβλημα ελλειμμάτων και είναι ο συνδυασμός των δύο αυτών προβλημάτων που δημιουργεί την οξυμένη κατάσταση. Το ζήτημα, όμως, είναι, πως αυτό το επιχείρημα εμπεριέχει δύο αντιφάσεις. Η πρώτη είναι πως χώρες πολύ πιο αναπτυγμένες από την Ελλάδα οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία παρουσιάζουν επίσης και υψηλό έλλειμμα αλλά και υψηλό χρέος. Το γεγονός πως δεν αντιμετωπίζουν παρόμοια με την Ελλάδα προβλήματα έχει να κάνει με τ’ ότι ως πολύ πιο ισχυρές οικονομικά δυνάμεις είναι σε θέση να διαχειριστούν τις επιπτώσεις, σ’ αυτή τη φάσης, της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με διαφορετικό τρόπο. Η δεύτερη αντίφαση έχει να κάνει με τ’ ότι πολύ σύντομα άρχισε να δημιουργείται ένα συνολικότερο πλαίσιο δραματοποίησης της κατάστασης και στην Πορτογαλία και την Ισπανία. Η Ισπανία όμως δεν έχει υψηλό χρέος ενώ η Πορτογαλία δεν έχει υψηλό χρέος και το έλλειμμά της είναι σαφώς χαμηλότερο από αυτό της Ελλάδας. Κατά συνέπεια κάπου άλλου πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια. Όπως θα δείξουμε στην παράγραφο 6 αυτό έχει κύρια να κάνει με το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που παρουσιάζει η Ελλάδα, αλλά και η Πορτογαλία με την Ισπανία, το οποίο οξύνει η παρούσα παγκόσμια κρίση και η διαπλοκή της με την κρίση του ευρώ, γεγονός που οδηγεί τις αγορές στην απόσυρση της εμπιστοσύνης τους προς τους νοτιοευρωπαικούς καπιταλισμούς.
4. Μύθος 2: Το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας δημιουργήθηκε γιατί τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες εργαζόμενοι απόκτησαν ένα καταναλωτικό πρότυπο που δεν αντιστοιχούσε στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας.
Το παραπάνω με απλά λόγια σημαίνει πως στο προηγούμενο διάστημα δόθηκαν αυξήσεις τις οποίες δεν μπορούσε να αντέξει η ελληνική οικονομία με αποτέλεσμα να αυξηθεί υπέρμετρα το κόστος παραγωγής και τα ελληνικά προϊόντα να καταστούν μη ανταγωνιστικά. Η λογική συνέπεια αυτού του μυθεύματος είναι πως από εδώ και πέρα θα πρέπει να μειωθεί το εισόδημα των Ελλήνων εργαζομένων έτσι ώστε να αποκατασταθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα .
Ωστόσο, η θεωρία της αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων στην Ελλάδα και μάλιστα με ρυθμούς υπέρτερους από αυτούς του μ.ο των χωρών της ΕΕ-15 είναι επιδεκτική κριτικής για πολλούς λόγους. Πράγματι τα διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν πως μεταξύ 1995 και 2008 η σωρευτική αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μέσων αποδοχών στην Ελλάδα έφτασε το 37%. Εντούτοις η αύξηση αυτή είναι υπερεκτιμημένη: Καταρχήν λαμβάνει υπόψη τον μέσο πληθωρισμό και όχι τον πληθωρισμό που αντιστοιχεί σε καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες που κατά κύριο λόγο κάνουν χρήση τα νοικοκυριά των εργαζομένων. Σύμφωνα με τους σχετικούς υπολογισμούς η υπερεκτίμηση αυτή προσεγγίζει κάθε χρόνο το 0,7% (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009). Έπειτα ο μέσος μισθός δεν αντανακλά την πραγματικότητα που βιώνει η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων αφού σε αυτόν περιλαμβάνονται και οι πολύ υψηλές αμοιβές των στελεχών. Τέλος οι μέσες πραγματικές αποδοχές δεν είναι υπολογισμένες για σταθερό αριθμό ωρών, αλλά για το σύνολο του χρόνου εργασίας με αποτέλεσμα να συνυπολογίζονται και οι αμοιβές για υπερωρίες .
Το πρόβλημα είναι πως η απουσία τέτοιων στοιχείων για όλη την περίοδο δεν διευκολύνει να βγάλουμε ξεκάθαρα συμπεράσματα για το τι συνέβη στην μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών. Για το λόγο αυτό εκτιμούμε πως είναι ασφαλέστερο να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικά εργαλεία για να κατανοήσουμε τι ακριβώς έχει συμβεί.
Ξεκινώντας από τη συμμετοχή των μισθών στο ΑΕΠ διαπιστώνουμε πως υπάρχει μια μακροχρόνια τάση μείωσης του μεριδίου τους από 56% το 1995 σε 54% το 2008. Η επιδείνωση των όρων διαβίωσης των Ελλήνων φαίνεται και από το γεγονός πως το ποσοστό της αποταμίευσης των νοικοκυριών ως ποσοστό του εισοδήματος μειώνεται από 14,1% το 1996 σε 8,9% το 2004. Ταυτόχρονα το ποσοστό του πληθυσμού που βρισκόταν κάτω από το όριο της φτώχειας το 2006 έφτανε το 21%. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως οι μισοί φτωχοί έχουν εισόδημα μικρότερο από το 44,4% του διαμέσου εισοδήματος και άρα απέχουν σημαντικά από το να εξέλθουν από τη φτώχεια (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2008: 210- 211). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να γίνει κατανοητό το γεγονός της μαζικής προσφυγής στον ιδιωτικό δανεισμό. Ένα σημαντικό τμήμα των Ελλήνων μη μπορώντας να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές του ανάγκες με τον τρόπο της προηγούμενης γενιάς , προσέφυγε στις τράπεζες. Το αποτέλεσμα ήταν ο δανεισμός των νοικοκυριών, ύστερα και από την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης το 2003, να αυξηθεί κατακόρυφα, 28% ετησίως για την περίοδο 2002- 2007. Ως ποσοστό του ΑΕΠ η συνολική δανειακή επιβάρυνση των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκε στο 50% στο τέλος του 2009 από 34,7% στο τέλος του 2005 (Μητράκος- Συμιγιάννης 2009: 7)
Ένας άλλος δείκτης που αποτυπώνει τις κοινωνικές ανισότητες είναι η φορολογία όπου οι έμμεσοι φόροι συνεισφέρουν κατά 66% στα φορολογικά έσοδα, οι μισθωτοί κατά 12%, οι μεγάλες επιχειρήσεις κατά 10%, οι μικρές επιχειρήσεις κατά 4% και οι επαγγελματίες κατά 3% (Κυπριανίδης- Μηλιός 2010: 10) Αλλά και στους πιο «αναλογικούς» άμεσους φόρους η κατάσταση δεν εμφανίζεται δικαιότερη: σε σχέση με τη φορολόγηση του εισοδήματος το 2004 οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι κατέβαλαν το 44% των φόρων εισοδήματος ενώ το 2006 το 50,1%. Αντίθετα οι επιχειρήσεις ενώ το 2004 είχαν καταβάλει το 43% των φόρων εισοδήματος, το 2006 κατέβαλαν το 36,3% των φόρων εισοδήματος (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ 2008: 22- 23).
Το παραπάνω μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο ως το αποτέλεσμα μιας συνειδητής ταξικής κρατικής πολιτικής σε σχέση και με τη φορολογία. Και δεν μπορούσαν να είναι τα πράγματα διαφορετικά από της στιγμή που για τις μεγάλες επιχειρήσεις η φορολογική επιβάρυνση από 29,9% το 2000 μειώθηκε σε 18,6% το 2006. Το ίδιο έτος ο αντίστοιχος συντελεστής φορολογικής επιβάρυνσης ήταν στην Ισπανία 53,3%, στην Γαλλία 31,4%, στην Ιταλία 27,1%, στην Κύπρο 26,8%, στο Βέλγιο 21,6%, στην Δανία 32,3%, στην Πορτογαλία 22,6%, στην Αγγλία 27,7% και στην Ε.Ε-25 ήταν 28,7%. Αντίθετα, η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα το 2000 ανερχόταν σε 34,5% και το 2006 αυξήθηκε σε 35,1%. Κατά το ίδιο έτος ο αντίστοιχος συντελεστής φορολογικής επιβάρυνσης ήταν στην Ισπανία 30,8%, στην Γαλλία 41,9%, στην Ιταλία 42,5%, στην Κύπρο 24,18%, στο Βέλγιο 42,7%, στην Δανία 37,1%, στην Πορτογαλία 28,6%, στην Αγγλία 25,8% και στην Ε.Ε-25 ήταν 36,4%. Διαπιστώνεται δηλαδή ότι η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο μέσο όρο της Ε.Ε-25, ενώ η πραγματική φορολογική επιβάρυνση για τα κέρδη ανέρχεται σχεδόν στο ήμισυ του μέσου όρου της Ε.Ε -25 (15,9% στην Ελλάδα, έναντι 33% στην Ε.Ε-25. (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009: 93) .
Το συνολικό αποτέλεσμα όλων όσων αναφέρθηκαν είναι η Ελλάδα να διακρίνεται για τις οικονομικές της ανισότητες. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές από τη στιγμή που το εισόδημα του 20% των περισσότερο εύπορων Ελλήνων που κατέχουν το 40,4% του συνολικού εθνικού εισοδήματος, είναι περίπου εξαπλάσιο από το εισόδημα του 20% των λιγότερο εύπορων Ελλήνων που κατέχουν το 7% του εισοδήματος. Αντίθετα στις χώρες της ΕΕ15 η διαφορά δεν υπερβαίνει την τελευταία δεκαετία τις 4,8 φορές (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2008: 213).
Γενικό συμπέρασμα: Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας οι κοινωνικές ανισότητες στην Ελλάδα αυξήθηκαν γιατί ο παραγόμενος πλούτος διαμοιράστηκε πολύ άνισα. Κατά συνέπεια τα σημερινά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να θεωρηθεί πως οφείλονται στην (υποτιθέμενη) αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων
5. Μύθος 3: Η (υποτιθέμενη) αύξηση των μισθών οδήγησε σε ραγδαία μείωση των εξαγωγών
Το πρώτο σημείο στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς είναι πως ακόμα και αν δεχτούμε, ως υπόθεση εργασίας, πως υπάρχει πραγματική αύξηση των μισθών αυτό δεν οδηγεί αναγκαστικά και σε πτώση της ανταγωνιστικότητας. Κι αυτό γιατί ακόμα και αν δεν λάβουμε υπόψη μας τις μεθοδολογικές παρατηρήσεις που κάναμε στην προηγούμενη παράγραφο, η παραγωγικότητα της εργασίας προς το Μ.Ο. της ΕΕ 15 έχει αυξηθεί περισσότερο απ’ ότι οι μισθοί (19% έναντι 14%). Κατά συνέπεια το πρόβλημα δεν πρέπει να εστιάζεται στους μισθούς.
Ταυτόχρονα είναι λάθος να θεωρείται πως το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας είναι τωρινό πρόβλημα- πόσο μάλλον πως γι’ αυτό φταίει η άνοδος των μισθών.
Ας το εξετάσουμε αυτό λίγο πιο αναλυτικά. Για να θεωρήσουμε πως τώρα υπάρχει κρίση ανταγωνιστικότητας αυτό σημαίνει πως σε κάποια, πολύ πρόσφατη, χρονική φάση αυτό το πρόβλημα δεν υπήρχε και γι’ αυτό η ελληνική οικονομία γνώριζε σημαντική ανάπτυξη. Ωστόσο σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία η σχέση εξαγωγών προς εισαγωγές για την περίοδο 1960- 1989 παρουσιάζει ορισμένες, όχι σημαντικές, αυξομειώσεις κυμαινόμενη μεταξύ 1/3 και 1/2,5. Η σαφής αυτή υπεροχή των εισαγωγών αντανακλά ένα έλλειμμα ανταγωνιστικότητας αλλά, σε καμία περίπτωση, δεν οδήγησε στην πτώχευση της χώρας ούτε σε κάποια αντίστοιχη οικονομική καταστροφή. Στη συνέχεια η δεκαετία 1990- 1999 χαρακτηρίστηκε από μια παγίωση της σχέσης στο 1/2,5. Τέλος για την περίοδο 2000- 2009 μπορούμε να καταλήξουμε στα ακόλουθα: α) παρατηρείται μια περιορισμένη διολίσθηση της σχέσης εξαγωγών/ εισαγωγών η οποία κυμαίνεται γύρω από το ύψος του 1/3. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με την ένταση του τρόπου ένταξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και ειδικότερα με τις πιέσεις που δέχθηκε η ελληνική οικονομία λόγω της ένταξής της στη ζώνη του ευρώ από εθνικούς σχηματισμούς με υπέρτερη παραγωγικότητα αλλά και σε αυτή καθ’ αυτή τη χρήση του ευρώ ως ακριβού νομίσματος για τις συναλλαγές με τις χώρες εκτός ευρωζώνης. β) Σε κάθε περίπτωση πάντως η δεκαετία αυτή δε φαίνεται να χαρακτηρίζεται από κάποια δραστική μείωση των εξαγωγών, τέτοιας τάξης που να δικαιολογεί τη λήψη αντίστοιχης εμβέλειας μέτρων όπως αυτά που αποφάσισαν από κοινού Κυβέρνηση, Ευρωπαϊκή Ένωση και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Τ’ ότι δεν υπάρχει πρόβλημα κατακόρυφης μείωσης της ελληνικής ανταγωνιστικότητας φαίνεται και από τα υπάρχοντα στοιχεία που αφορούν την εξέλιξη της συμμετοχής των ελληνικών στις παγκόσμιες εξαγωγές, στις εξαγωγές των χωρών της ζώνης του Ευρώ καθώς και στις εξαγωγές στο σύνολο των χωρών της ΕΕ. Ωστόσο ούτε αυτά τα στοιχεία δείχνουν κάποια βαθιά κρίση εξαγωγών. Υπάρχουν διακυμάνσεις οι οποίες οφείλονται σε συγκυριακούς λόγους αλλά όλα κινούνται σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια. Έτσι την περίοδο 2000- 2008 η συμμετοχή των ελληνικών στις παγκόσμιες εξαγωγές κυμαίνεται μεταξύ 0,016 και 0,018 του συνόλου, στις εξαγωγές των χωρών της ΟΝΕ από 0,048 μέχρι 0,059 και στις εξαγωγές των χωρών της ΕΕ από 0,037 μέχρι 0,049 Βεβαίως θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως ακόμα και για το μέγεθος της Ελλάδας οι επιδόσεις αυτές είναι πολύ χαμηλές. Δε θα διαφωνήσουμε πως ο ελληνικός καπιταλισμός δεν αντλεί τη δυναμική του από τη βιομηχανία αλλά σε κάθε περίπτωση τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν δείχνουν κάποια καθίζηση των εξαγωγών.
6. Ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα;
Το πραγματικό πρόβλημα έχει να κάνει με το μοντέλο ένταξης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας που υιοθέτησε η ελληνική αστική τάξη μεταπολεμικά. Το βάρος δινόταν πρωταρχικά στον εφοπλισμό, άλλωστε η Ελλάδα παραμένει σταθερά η πιο ισχυρή ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο, και στην ανάπτυξη του κατασκευών (πέραν της κατασκευαστικής ανοικοδόμησης της χώρας αξίζει να αναφερθεί και η πολύ σημαντική παρουσία των ελληνικών κατασκευαστικών εταιρειών στη Β. Αφρική και στη Μ. Ανατολή) και του τουρισμού και μόνον δευτερευόντως και υποτελώς στη βιομηχανία και μάλιστα στην εξαγωγική εκδοχή της. Στη συνέχεια και με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ/ ΕΕ την όλη αυτή κατεύθυνση ενίσχυσαν και οι κοινοτικοί πόροι.
Το τουριστικό συνάλλαγμα, τα έσοδα από τον εφοπλισμό και οι πόροι από την ΕΟΚ συντελούν αποφασιστικά στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Διαφορετικά ειπωμένο το σχετικά αδύνατο σημείο του ελληνικού καπιταλισμού που ήταν η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας του, το αντιστάθμιζε το γεγονός της πολύ ισχυρής ναυτιλιακής παρουσίας, της ανάπτυξης της τουριστικής βιομηχανίας και των πόρων από την ΕΟΚ/ ΕΕ που σε σημαντικό βαθμό κατευθύνονταν στο κατασκευαστικό κεφάλαιο.
Στη δεκαετία του ’90 το ακόμα μεγαλύτερο άνοιγμα των διεθνών αγορών που έφερε η νίκη του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, (το φαινόμενο που για ορισμένους ονομάστηκε «παγκοσμιοποίηση») ενέτεινε τις πιέσεις απέναντι στην ελληνική οικονομία. Η λύση που επιλέχτηκε για να ανταπεξέλθει στα νέα δεδομένα δεν ήταν κάποιας μορφής τεχνολογικής μετασχηματισμός ή μια ριζική αναδιαμόρφωση του τρόπου οργάνωσης της εργασίας, όπως υπήρξε ο φορντισμός στο παρελθόν, πέραν της υιοθέτησης ορισμένων μορφών εργασιακής ευελιξίας. Αντίθετα δόθηκε βάρος στη συνέχιση του ίδιου μοντέλου με ταυτόχρονη ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης των λαϊκών στρωμάτων (μείωση της συμμετοχής της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν, αυξήσεις μικρότερες από την άνοδο της παραγωγικότητας) καθώς και μέσω της αξιοποίησης της φτηνής μεταναστευτικής εργασίας. Είναι δε χαρακτηριστικό πως σε μια περίοδο έντονης κεφαλαιακής διεθνοποίησης η Ελλάδα είναι η χώρα με πολύ λίγες άμεσες επενδύσεις προς το εξωτερικό και αυτές σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών της Βαλκανικής.
Η ένταξη στην ΟΝΕ, η πραγματοποίηση μεγάλων κατασκευαστικών έργων, η διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων το 2004, δεν διαφοροποίησαν αυτή την στρατηγική αλλά την ενίσχυαν. Ταυτόχρονα συνεχίστηκαν διάφορες παράλληλες μορφές ενίσχυσης του συνασπισμού εξουσίας και των στηριγμάτων του όπως η ανοχή στην παραοικονομία (η οποία αισίως έφτασε στις αρχές του 21ου αιώνα το 28,5% του ΑΕΠ), η διαπλοκή μονοπωλιακών μερίδων και κρατικού μηχανισμού με αποτέλεσμα την υπερκοστολόγηση δημόσιων έργων κοκ.
Τα προβλήματα άρχισαν να οξύνονται όταν εμφανίστηκε μείωση των ευρωπαϊκών πόρων, πτώση των εσόδων από τον τουρισμό, αύξηση του δανεισμού για να καλυφτεί το κόστος που δημιουργούσε η προνομιακή μεταχείριση στην ανάληψη δημόσιων έργων από συγκεκριμένους μονοπωλιακούς ομίλους (πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σκανδάλου της Ζήμενς), σταθερά υψηλά κόστη στρατιωτικών δαπανών κυρίως λόγω ευρύτερων γεωπολιτικών σχεδιασμών και υποχρεώσεων, υπερκοστόλογηση δημόσιων δαπανών (ενδεικτικό παράδειγμα η λειτουργία του νοσοκομειακού τομέα με ότι αυτός περιλαμβάνει: φάρμακα, ιατρικά μηχανήματα, ιατρικές εξετάσεις που εκτελούνται από τον ιδιωτικό τομέα λόγω αδυναμίας τέλεσής τους από τον δημόσιο), αλλαγή νηολογίου για τους Έλληνες εφοπλιστές και κατεύθυνση προς το κυπριακό νηολόγιο. Ταυτόχρονα η ένταξη στην ΕΕ σχηματισμών χαμηλότερης κόστους εργασίας (των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών) ενέτεινε την εικόνα της μειωμένης ελληνικής παραγωγικότητας αφού αυξήθηκε περισσότερο ο ανταγωνισμός εντός της ίδιας οικονομικής ολοκλήρωσης. Εξέλιξη που έπληξε κυρίως τους ελληνικούς παραδοσιακούς κλάδους έντασης εργασίας (κλωστοϋφαντουργία, ένδυση, υπόδηση) με συνέπεια είτε την πτώχευση επιχειρήσεων είτε την μετοίκησή τους σε χώρες της Βαλκανικής. Σημαντικό επίσης ρόλο έπαιξε και ο υψηλός πληθωρισμός που παρουσίασε η Ελλάδα σε σχέση με τον μ.ο των χωρών της ευρωζώνης. Ίσως κάποιος να μη δώσει σημασία θεωρώντας πως ένας πληθωρισμός της τάξης του 3,5% δεν αποτελεί κάτι σημαντικό. Δεν είναι έτσι, όμως, δεδομένου πως στις χώρες του ευρώ ο πληθωρισμός κυμαινόταν περίπου στο 2,2%, πράγμα που συνιστούσε μια διαφορά της τάξης του 70%. Στη διάρκεια μια δεκαετίας αυτή η απόκλιση συνέβαλε ουσιαστικά στην μείωση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας .
Το τραπεζικό κεφάλαιο από την πλευρά του επιχείρησε να ασκήσει πιέσεις στις επιχειρήσεις προς την κατεύθυνση έντονων αναδιαρθρώσεων, ωστόσο αυτό προσέκρουσε στην αδυναμία αρκετών εταιρειών να ενσωματώσουν τόσο σημαντικές αλλαγές στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης με αποτέλεσμα συχνά να παράγονται αποδιαρθρωτικά αποτελέσματα. Έτσι από ένα σημείο και μετά θα δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος αφού η κρίση οδήγησε στον περιορισμό των χρηματοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις, πράγμα που ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την ύφεση κοκ.
Όλα αυτά θα κάνουν πολύ έντονη την παρουσία τους και στην αποδοτικότητα των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας η οριακή αποτελεσματικότητα του παγίου κεφαλαίου ακολούθησε μακροχρόνια ανοδική πορεία μέχρι το 2004 και αυτό σε σημαντικό βαθμό σχετίζεται και με την σημαντική αύξηση των επενδύσεων, (πρώτη μεταξύ των χωρών της ΕΕ για την περίοδο 1996- 2004) σε μηχανολογικό εξοπλισμό (Ιωακείμογλου- Μηλιός 2006: 590- 591) . Από εκεί και πέρα κάθε πρόσθετη μονάδα επένδυσης σε πάγιο κεφάλαιο συνοδευόταν από μικρότερη αύξηση του παραγόμενου προϊόντος. Πρόκειται για το τέλος ενός επενδυτικού κύκλου ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τη χρήση νέων τεχνολογιών στον εισαγόμενο από το εξωτερικό μηχανολογικό εξοπλισμό. Ο συγκεκριμένος κύκλος ξεκίνησε το 1996 και από 25% που ήταν η σχέση προϊόντος/ κεφαλαίου το 1995 έφτασε στο 28,5% το 2005. Από το 2006 η άνοδος ανακόπηκε και μετατράπηκε σε πτώση το 2008 (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009).
Το συνολικό αποτέλεσμα είναι πως βοηθούσης και της παγκόσμιας ύφεσης η ελληνική οικονομία από το 2005 αρχίζει να εμφανίζει έντονα στοιχεία συστολής. Έτσι η εξέλιξη του ακαθάριστου εγχώ¬ριου προϊόντος σε σταθερές τιμές, υπήρξε ανο¬δική κατά την περίοδο 1996-2004, παρουσίασε κάμψη από το 2005 και κατέστη στην συνέχεια έντονα πτωτική. Σύμφωνα, δε, με τις προβλέψεις, το ΑΕΠ θα μειωθεί, σε σταθερές τιμές, κατά περίπου 2% το 2010. Ο ετήσιος ρυθµός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε από 4,0% το 2007 στο 2,9% το 2008 και στο -2% το 2009. Τελευταίο αλλά όχι έσχατο, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 4,0% το 2008 ενώ το 2007 είχε παρουσιάσει άνοδο 2,7%.
Στο επίπεδο της κρατικής διαχείρισης η κρίση συμπυκνώθηκε στην άνοδο του δημόσιου ελλείμματος από 6,6% που ήταν το 2008 στο 12,9% του ΑΕΠ στο 2009. Αυτό οφείλεται σε μια σημαντική μείωση των εσόδων και των επιστροφών εσόδων (περίπου 4%), καθώς και στην αύξηση των δημοσίων δαπανών (περίπου 2/%). Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ σε όλη τη περίοδο 2002- 2008 τα δημόσια έσοδα σημείωναν κάθε έτος αύξηση, το 2009 για πρώτη φορά θα σημειωθεί μείωση 1,1 δις. ευρώ.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα θα πρέπει να διαβάσουμε τα ακόλουθα δεδομένα
Σε ότι αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών η πρώτη διαπίστωση που κάνουμε έχει σχέση με το εμπορικό έλλειμμα. Παρατηρούμε πως υπάρχει μια μείωση του ελλείμματος μέχρι το 2004, όπου και λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων υπήρξε μια σημαντική οικονομική ανάπτυξη, στη συνέχεια το έλλειμμα αυξάνει και το 2008 βρίσκεται στα επίπεδα του 2000, για να μειωθεί ξανά το 2009 λόγω της από- διεθνοποίησης που προκαλεί η παγκόσμια ύφεση. Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε ενός τέτοιου εύρους κρίση εξαγωγών που να δικαιολογεί, έστω και από αστική σκοπιά, την ένταση των μέτρων που ελήφθησαν. Επίσης αν λάβουμε υπόψη μας και την παράμετρο των καυσίμων, η Ελλάδα ως ενεργειακά εξαρτημένη χώρα θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από πλευράς εμπορικού ισοζυγίου αν δεν είχε να αντιμετωπίσει και αυτό το πρόβλημα. Έπειτα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο παράγοντας του σχετικά υψηλότερου πληθωρισμού που σε καθεστώς σταθερών ονομαστικών ισοτιμιών οδήγησε στη σταδιακή απώλεια ανταγωνιστικότητας πολλών ελληνικών προϊόντων καθώς και η άνοδος των εισαγωγών που οφείλεται τόσο στην οικονομική μεγέθυνση που συνέβαλε στην αύξηση της ζήτησης για εισαγόμενα προϊόντα όσο και στις επενδύσεις σε εισαγόμενο μηχανολογικό εξοπλισμό (Μηλιός 2010).
Με αντίστοιχο τρόπο με το εμπορικό έλλειμμα κινείται και η εξέλιξη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Μείωση μέχρι το 2004, αύξηση μέχρι το 2008, ξανά μείωση του 2009. Ωστόσο θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως το έλλειμμα κινείται στη μετά 2004 περίοδο σε πολύ πιο υψηλά επίπεδα από ότι στην πριν του 2004. Αυτό από τη μια επαναεπιβεβαιώνει πως δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια ξαφνική κρίση εξαγωγών και από την άλλη δείχνει πως οι υπόλοιποι δείκτες εμφανίζουν μια υπέρτερη υστέρηση. Ο πρώτος λόγος που συμβαίνει κάτι τέτοιο θεωρούμε πως είναι η πτώση των ταξιδιωτικών εισπράξεων η οποία είναι σχεδόν συνεχής από το 2000 μέχρι το 2009- παρά τη διοργάνωση των Ολυμπιακών που θα περίμενε κανείς, (και γι’ αυτό άλλωστε, υποτίθεται, πως ανέλαβε η χώρα αυτό δυσβάστακτο κόστος), να λειτουργήσει ενισχυτικά για τον τουρισμό. Εκτιμούμε πως σημαντικός παράγοντας σε αυτή την εξέλιξη θα πρέπει να είναι η υιοθέτηση του (ακριβού) ευρώ. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την μείωση των τρεχουσών μεταβιβάσεων, δηλαδή των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων. Παρατηρούμε πως η ολοκλήρωση του Τρίτου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης λειτουργεί αρνητικά σε αυτό τον δείκτη.
Αυτό που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι η κρίση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναδεικνύει μια σημαντικότατη απόκλιση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν της αλλά και με τον μ.ο τω χωρών της ευρωζώνης. Πρόκειται για μια κρίση που αγγίζει και την Ισπανία και την Πορτογαλία φέρνοντας στην επιφάνεια παρόμοια οικονομικά προβλήματα. Συγκεκριμένα την περίοδο 2006- 2009 το ελληνικό έλλειμμα κινείται σταθερά σε διψήφια νούμερα ενώ την περίοδο κατά μέσο όρο οι χώρες της ευρωζώνης κινούνται μεταξύ +0,4% και -0,8%, το έλλειμμα της Πορτογαλίας βρίσκεται σταθερά στο 10% και της Ισπανίας κυμαίνεται μεταξύ 7% και 10% (European Economy 2009). Κατά συνέπεια δεν είναι ούτε το έλλειμμα, ούτε το χρέος, ούτε η ανεργία το βασικό ζήτημα αλλά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που αναδεικνύει ευρύτερα προβλήματα παραγωγικότητας.
Η κρίση ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαπλέχθηκε με την παγκόσμια κρίση κάνοντας δυσχερή τον μέχρι τότε ρόλο των ελληνικών τραπεζών. Τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης ήταν σε θέση να καλύπτουν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δανειζόμενα από το εξωτερικό έτσι ώστε να ικανοποιηθεί η αυξανόμενη ζήτηση για συνάλλαγμα. Με τον τρόπο αυτό αντικαθιστούσαν και τις εισροές για τις αγορές κρατικών ομολόγων και μετοχών που στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του ευρώ συνέβαλαν στην κάλυψη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών . Ωστόσο η έλλειψη ρευστότητας των ξένων τραπεζών που προήλθε από την κρίση συντέλεσε στην αδυναμία εξεύρεσης φθηνού χρήματος για τις ελληνικές τράπεζες με αποτέλεσμα την αύξηση του ελλείμματος (Πελαγίδης- Μητσόπουλος 2010: 247)
Περνώντας στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών το βασικό πρόβλημα που διαπιστώνουμε αφορά το έλλειμμα από επενδύσεις χαρτοφυλακίου και ειδικά σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια. Η περίοδος 2000- 2004 χαρακτηρίζεται από μια σχετική σταθερότητα και το έλλειμμα διατηρείται στο 5-6%. Στη συνέχεια η υπερθέρμανση της οικονομίας με την αύξηση του ΑΕΠ έχει ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση του ελλείμματος στο 1,8% το 2006, αλλά από το 2007 παρατηρείται ραγδαία άνοδος με αποτέλεσμα το 2009 να φτάσει το έλλειμμα στο 11,7%. Εκτιμούμε πως η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες: μείωση του πραγματικού ΑΕΠ το 2009 λόγω της ύφεσης, αύξηση της προσφυγής σε δανεισμό λόγω της κόστους των δημόσιων έργων που πραγματοποιήθηκαν την προηγούμενη περίοδο, μείωση της φορολογικών εσόδων τόσο λόγω της οικονομικής συστολής που έφερε η παγκόσμια ύφεση και στην Ελλάδα όσο και λόγω της μείωσης της φορολόγησης των επιχειρήσεων.
Όλα τα παραπάνω έχουν, όπως είναι φυσικό, συνέπειες στο χρέος. Από το 2006 υπάρχει αύξηση των δαπανών για την εξυπηρέτηση του χρέους, το 2009 παρατηρείται μια σημαντική μεγέθυνση αυτού καθ’ αυτού του χρέους, ενώ από το 2007 αυξάνεται το χρέος σημαντικά και σε απόλυτους αριθμούς . Πάνω σε αυτό θέλουμε να κάνουμε δύο παρατηρήσεις:
Η πρώτη είναι πως η αύξηση της χρέους αποτελεί σοβαρό ζήτημα το οποίο δεν είναι εύκολο να παρακαμφθεί. Πρόκειται για ένα σημαντικό πρόβλημα για την ελληνική αστική τάξη που φανερώνει την κρίση του μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης που είχε υιοθετηθεί τα προηγούμενα (πολλά) χρόνια. Τα διαθέσιμα στοιχεία φανερώνουν πως ενώ η δεκαετία 2000- 2009 χαρακτηρίζεται από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στην ουσία αυτό δεν βελτιώνει την κατάσταση της οικονομίας αφού, η ανάπτυξη αυτή κατευθύνεται στην αποπληρωμή των τόκων, ενώ αν λάβουμε υπόψη και την πληρωμή των χρεολυσίων τότε δημιουργείται ένα έλλειμμα που οδηγεί σε νέα προσφυγή σε δανεισμό. Η κρίση του 2009 που θα χαρακτηριστεί από αρνητική ανάπτυξη θα εκτινάξει την ελλειμματικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η συνολική εικόνα επιδεινώνεται αν αναλογιστούμε πως πολλά ληξιπρόθεσμα δάνεια θα πρέπει να πληρωθούν μέσα στην περίοδο 2011- 2013 ενώ ο μέσος όρος αποπληρωμής των δανείων θα μειωθεί από τα 10 στα 7 χρόνια.
Ωστόσο, κι αυτή είναι η δεύτερη παρατήρηση, δεν πρόκειται για κάτι το ιστορικά πρωτοφανές , ούτε πρέπει να γίνονται συσχετίσεις με το 1898 ή το 1932 που οι ιστορικές συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές ( απουσία, κοινού νομίσματος, μικρότερος βαθμός διεθνοποίησης για την ελληνική οικονομία- άρα μικρότερη επίδραση στη διεθνή οικονομία από τις δύο χρεοκοπίες). Έπειτα όπως φαίνεται και το 2002 και το 2003 η κατάσταση ήταν σαφώς πιο επιβαρυμένη αφού οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους ήταν υψηλότερες. Εξάλλου σχεδόν όλο το χρέος (97%) είναι σε ευρώ κατά συνέπεια δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις του ευρώ με το δολάριο, το γιεν και τη λίρα και δεν τίθεται θέμα ανεπάρκειας συναλλάγματος (Βεργόπουλος 2009) ενώ το 75% βρίσκεται στην κατοχή ευρωπαϊκών τραπεζών οι οποίες για προφανείς λόγους δεν θα επιθυμούσαν μια κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας . Τέλος το 75% του χρέους είναι με σταθερό επιτόκιο και το 25% με κυμαινόμενο κατά συνέπεια η επίδραση των αγορών αφορά κυρίως τα νέα δάνεια (Σταθάκης 2010).
7. Οι τρεις βασικές διαστάσεις του ζητήματος
Βασική μας θέση είναι πως τα πράγματα πήραν αυτή τη διάσταση επειδή το αληθινό πρόβλημα αφενός αφορούσε την κρίση στρατηγικής του ελληνικού κεφαλαίου αλλά, αφετέρου, επειδή πυροδότησε και ευρύτερες διεργασίες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Ελλάδα είναι χώρα της ευρωζώνης, κατά συνέπεια η συγκεκριμένη κρίση, η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο της παγκόσμιας ύφεσης, δεν μπορούσε να έχει μόνο «τοπικά» αποτελέσματα.
Σ’ ότι αφορά την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, η αδυναμία εκπόνησης μιας εναλλακτικής αστικής στρατηγικής από την ελληνική άρχουσα τάξη εκτιμήθηκε αρνητικά από τις διεθνείς χρηματαγορές με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια διαδικασία απόσυρσης της εμπιστοσύνης των χρηματοπιστωτικών οίκων απέναντι στον ελληνικό καπιταλισμό. Με άλλα λόγια το πραγματικό πρόβλημα δεν ήταν ούτε το έλλειμμα ούτε το χρέος (άλλωστε όπως δείξαμε κι άλλες χώρες αντιμετωπίζουν παρόμοια ζητήματα) αλλά δύο εντελώς διαφορετικά ζητήματα: η απαξίωση που γνώρισε ο ελληνικός καπιταλισμός από τις διεθνείς αγορές και η συνολικότερη διεθνή διάσταση της κρίσης. Ας τα δούμε αυτά τα δύο ζητήματα πιο αναλυτικά.
Σε σχέση με τις αγορές σχηματίστηκε η εκτίμηση πως ο ελληνικός καπιταλισμός είναι πιθανό να μπει σε πορεία υποβάθμισής του στο διεθνή καταμερισμό εργασίας στο επόμενο διάστημα και κατά συνέπεια ενείχε κινδύνους η επένδυση σε αυτόν και γι’ αυτό η Ελλάδα σήμερα δανείζεται με τόσο υψηλά επιτόκια . Αυτό είχε την αντανάκλασή του και στο τραπεζικό σύστημα: οι τράπεζες αναζητούν στο εξωτερικό κεφάλαια για τη συντήρηση της ζήτησης αλλά η χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας συντελεί στη διαμόρφωση των υψηλών επιτοκίων δανεισμού (Πελαγίδης- Μητσόπουλος 2010: 248). Γιατί, όμως συμβαίνει αυτό; Η κατεύθυνση κεφαλαίων στο χώρο της χρηματοπιστωτικής σφαίρας συμπυκνώνουν μια πρόβλεψη εμπεριέχοντας ένα σημαντικό στοιχείο ρίσκου: οι αγορές κάνουν μια εκτίμηση για τη μελλοντική παραγωγή υπολογίζοντας σε ένα δικαίωμα στο μελλοντικό εισόδημα που αναμένεται να προέλθει από αυτή την παραγωγή. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως δεν υπάρχει τρόπος που να εγγυάται ότι τα κέρδη αυτά όντως θα πραγματοποιηθούν. Έτσι από τη στιγμή που οι αγορές σχηματίζουν την εντύπωση πως οι συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα (και σε αυτό συμπεριλαμβάνονται παράγοντες όπως η στρατηγική της αστικής τάξης αλλά και οι αντιστάσεις των κυριαρχούμενων στρωμάτων) δεν διασφαλίζουν την αρχικά προβλεπόμενη κερδοφορία τότε «υποβαθμίζουν» τη συγκεκριμένη χώρα μέσω της μαζικής εκροής κεφαλαίων ή/ και μέσω της ανόδου των επιτοκίων (Ιωακείμογλου 2010β).
Σ’ ότι αφορά τη διεθνή της διάσταση η ελληνική κρίση έχει να κάνει με το ευρώ και τους ενδο-ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Η προσπάθεια αρκετών ευρωπαϊκών χωρών ήταν να δημιουργήσουν ένα ισχυρό νόμισμα που σταδιακά θα λειτουργούσε ως το παγκόσμιο αποταμιευτικό νόμισμα. Πράγματι η πορεία του ευρώ θα είναι αποβεί ιδιαίτερα ικανοποιητική κερδίζοντας σημαντικά μερίδια στις παγκόσμιες αγορές. Έτσι στις διεθνείς αγορές χρεογράφων το ευρώ το Δεκέμβριο του 2007 εκφράζει το 32,7% της συνολικής αξίας τους σε σχέση με το 21,7% που εξέφραζε το 1999. Αντίστοιχα η συμμετοχή του δολαρίου μειώθηκε από 46,8% το 1999 σε 43,2% το 2007. Το 2004 το 19% των συναλλαγών σε συγκεκριμένα χρηματο-οικονομικά προϊόντα (spot, swaps, outiright) ήταν σε ευρώ, με το δολάριο να κυριαρχεί με ποσοστό 44% και τη βρετανική λίρα στο 8,5% και το γιεν στο 10%. Το πιο σημαντικό όμως, είναι η παρουσία του ευρώ στο σύνολο των παγκόσμιων αποθεματικών. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία το 2007 το 63,9% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων ήταν σε δολάρια ΗΠΑ (έναντι 71% το 1999), το μερίδιο του ευρώ κυμαινόταν στο 26,5%, (έναντι 17,9% το 1999), η στερλίνα περιοριζόταν στο 4,7%, (έναντι 2,9% το 1999), και το γιεν στο 2,9% (έναντι 6,8% το 1995). (Μελάς 2010: 35). Συμπερασματικά το ευρώ κατόρθωσε να παρουσιάσει μια σημαντική δυναμική, χωρίς βεβαίως να μεταβληθεί στο κύριο αποθεματικό νόμισμα, η οποία συντέλεσε στο να περιοριστεί, έστω και ανισόμετρα, η παρουσία των άλλων νομισμάτων. Η εξέλιξη αυτή θα συναντήσει την αντίδραση των αντίπαλων σχηματισμών, πόσο μάλλον που το ευρώ από το διάστημα της δημιουργίας του ανατιμήθηκε πλειστάκις έναντι του δολαρίου και της λίρας.
Η κρίση στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως κερκόπορτα όχι μόνο για να αντληθούν κερδοσκοπικά κέρδη από τον ακριβό δανεισμό αλλά επίσης για να μετατραπεί η κρίση της Ελλάδας σε κρίση του Ευρώ . Στο εσωτερικό της ευρωζώνης αυτό αποτυπώθηκε στις πραγματικές αντιθέσεις μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας . Η Γαλλία βλέποντας τον κίνδυνο που δημιουργούνταν θέλησε να βοηθήσει την Ελλάδα, όχι βέβαια για λόγους φιλευσπλαχνίας αλλά διότι φοβήθηκε πως η κρίση στη συνέχεια θα επεκτεινόταν και στην Πορτογαλία και την Ισπανία με αποτέλεσμα να επέλθει η κατάρρευση του κοινού νομίσματος. Η Γερμανία από την πλευρά της έχει εκτιμήσει πως τα ιδιαίτερα συμφέροντά της εκφράζονταν μέσω της υφιστάμενης κατάστασης όπου όντας η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα είχε καταφέρει να ηγεμονεύσει ως εξαγωγική δύναμη στο χώρο της ευρωζώνης. Διαφορετικά ειπωμένο, η περαιτέρω εξαγωγική διείσδυση της Γερμανίας δε βασίστηκε στις ονομαστικές ανταλλακτικές αξίες των βασικών αποθεματικών νομισμάτων αλλά στην τεχνολογική καινοτομία, όπου διατήρησε την πρωτοπορία της σε συγκεκριμένους βιομηχανικούς κλάδους (αυτοκινητοβιομηχανία, χημική βιομηχανία, μηχανολογικός εξοπλισμός), στο διευρυμένο τομέα των κεφαλαιακών αγαθών καθώς και στην καθήλωση των μισθών (Χωραφάς 2010: 12- 13). Το αποτέλεσμα ήταν μεταξύ 2000 και 2010 η Γερμανία να έχει συσσωρεύσει ένα πολύ μεγάλο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, μόνο το 2007 ήταν της τάξης του 8%. Αυτό συνέβη γιατί στο διάστημα αυτό οι μεν εξαγωγές πολλαπλασιάστηκαν αλλά η εσωτερική ζήτηση έμεινε στάσιμη σημειώνοντας μια ανεπαίσθητη αύξηση του 0,2% ετησίως. Η ασήμαντη αύξηση της εσωτερικής ζήτησης οφείλεται στη στασιμότητα της πραγματικής αμοιβής της εργασίας, 0,4%- κατά πολύ μικρότερη της αύξησης της παραγωγικότητας. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μέσα σε μια δεκαετία ένα προϊόν να στοιχίζει 25% περισσότερο αν έχει παραχθεί στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Πορτογαλία και την Ισπανία , 23% στην Ιρλανδία και 13% στη Γαλλία ενώ στη Γερμανία η τιμή του έχει παραμείνει σταθερή (Φλάσμπεκ 2010: 57).
Κατά συνέπεια για τη Γερμανία οποιαδήποτε βοήθεια προς την Ελλάδα θεωρήθηκε πως θα λειτουργούσε ως αφορμή για να περιοριστούν τα κέρδη των γερμανικών επιχειρήσεων αφού αυτό θα συνέβαλε ανασχετικά και στις διαφορές παραγωγικότητας ενώ θα δημιουργούσε και εσωτερικά προβλήματα στη Γερμανία αφού ο εξαγωγικός της θρίαμβος στηρίχτηκε και σε πολιτικές λιτότητας, ενός εύρους που δε γνώρισαν οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Διαφορετικά ειπωμένο ο γερμανικός καπιταλισμός συμφώνησε να συμμετάσχει στο ευρώ θεωρώντας πως οι άλλοι σχηματισμοί χάνοντας το όπλο των υποτιμήσεων δεν θα μπορούσαν να συναγωνιστούν τη δική του υψηλή παραγωγικότητα σε συνδυασμό με τη μισθολογική συγκράτηση. Όταν οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής άρχισαν να γίνονται ορατές υπήρξε η εκτίμηση πως είναι προτιμότερο να πιεστεί η ελληνική οικονομία παρά να τεθεί σε αμφισβήτηση το όλο πλαίσιο που επέφερε πολύ μεγάλα κέρδη στη Γερμανία. Διαφορετικά ειπωμένο με την υιοθέτηση του ευρώ η Γερμανία φάνηκε να παίρνει μια επιλογή «επικέντρωσης» των δραστηριοτήτων της εντός της ευρωζώνης. Γι’ αυτό και το 43% των εξαγωγών της γίνεται ενός της νομισματικής ένωσης
Υπάρχει βεβαίως και μια τρίτη, πρόσθετη, διάσταση η οποία δεν έχει πάρει ακόμα σαφή χαρακτηριστικά αλλά εκτιμούμε πως στο προσεχές μέλλον θα απασχολήσει τη γενικότερη ριζοσπαστική σκέψη. Ξεκινώντας από την Ελλάδα, η οποία παρεμπιπτόντως πάντοτε αποτελούσε μια δυτική ανορθοδοξία με το δυναμικό εργατικό κίνημα, την ισχυρή αριστερή παράδοση και το μετατοπισμένο πιο προς τ’ αριστερά πολιτικό σύστημα, φαίνεται να επιδιώκεται η μετάβαση σε μια νέα φάση για τους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς.
Η σημερινή κρίση αποδεικνύει πως η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους δεν εμφανίζει αντίρροπες τάσεις ούτε μέσω των αλλαγών στην οργάνωση της παραγωγής (εφαρμογή των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων) ούτε μέσω των τεχνολογικών καινοτομιών (χρήση της πληροφορικής στην παραγωγή, νέοι αυτοματισμοί, βιοτεχνολογία). Ταυτόχρονα το γεγονός πως σημαντικό μέρος της επέκταση της συσσώρευσης συνδέθηκε με την ανάπτυξη των υπηρεσιών, δηλαδή σε χώρους έντασης εργασίας, δημιούργησε όρια στην αύξηση της παραγωγικότητας. Έπειτα η δυναμική παρουσία στο διεθνή καταμερισμό εθνικών σχηματισμών χαμηλού κόστους εργασίας αλλά αυξημένων δεξιοτήτων του συλλογικού εργαζόμενου εργασίας (πχ Κίνα, Ινδία) αντικειμενικά πίεσε τα ηγεμονικά κράτη δημιουργώντας συνθήκες μειωμένης κερδοφορίας. Τέλος η κατεύθυνση ενός τμήματος των παραγωγικών κερδών στο χώρο του χρηματοπιστωτικού συστήματος λειτουργούσε ανασταλτικά στην υιοθέτηση ευρύτερων παραγωγικών και εργασιακών αναδιαρθρώσεων.
Η κρίση που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ το 2007- 2008 με τη μορφή της φούσκας στις αξίες των ακινήτων συμπύκνωσε όλα τα προηγούμενα προβλήματα. Ακριβώς επειδή η χρηματοπιστωτική επέκταση λειτουργούσε ως προ- επικύρωση παραγωγής μελλοντικών αξιών και κερδών, εμπεριείχε το κίνδυνο της απότομης διόρθωσης και της μαζικής απαξίωσης χρηματο- οικονομικών τίτλων που σε συνδυασμό με την υποβόσκουσα τάση υπερσυσσώρευσης οδήγησαν στην παγκόσμια οικονομική κρίση .
Το πρόβλημα, ωστόσο, με τη συγκεκριμένη οικονομική κρίση είναι πως δεν αποτελεί παρά την (επαν) ενεργοποίηση της κρίσης του 1973 η οποία δεν είχε επιλυθεί αλλά απλώς αναβληθεί, αφού διατηρήθηκαν τα κρισιακά στοιχεία σε μια λανθάνουσα κατάσταση. Όπως έχει δείξει ο Μπρένερ η οικονομική επένδυση στις ΗΠΑ, την ΕΕ και την Ιαπωνία σε όλους τους δείκτες (μεγέθυνση του προϊόντος, επένδυση, απασχόληση, μισθοί) επιδεινώνεται συνεχώς από το 1973 (Brenner 2002; Brenner 2008)- βλ. και τα στοιχεία των πινάκων 3 και 4 του παραρτήματος. Για τον Μπρένερ το πρόβλημα εστιάζεται στην ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ αμερικανικών, ιαπωνικών και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και δεδομένου πως τα μεγέθη είναι απαγορευτικά για αποσύρσεις παγίου κεφαλαίου δημιουργείται πτώση στο μέσο ποσοστό κέρδους των παραγωγικών τομέων, γεγονός που οδηγεί σε επιβράδυνση των επενδύσεων και σε συμπίεση των μισθών. Η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης συνέβαλε στην αποτροπή κατάρρευσης της κερδοφορίας αλλά δεν την απεκατέστησε στα προ του ’74 ύψη. Έτσι, το πρόβλημα της συσσώρευσης του κεφαλαίου επιχειρήθηκε να επιλυθεί μέσω της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης που θα χρηματοδοτούνταν από την επέκταση του δανεισμού, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία μιας σειράς από χρηματοπιστωτικές φούσκες. Η αποτυχία της αστικής στρατηγικής ήταν πως επένδυσε καθοριστικά σε μια κατεύθυνση «μεγέθυνσης του χρέους». Με αυτό τον τρόπο υπήρχε η εκτίμηση πως οι καπιταλιστές θα έβγαζαν κέρδη από τα δάνεια που παρείχαν στους εργαζόμενους και από την άλλη πως με αυτό τον τρόπο θα ενισχυόταν η ζήτηση καπιταλιστικών εμπορευμάτων (Wolff 2008). Εν τούτοις, oι πρόσφατες εξελίξεις έδειξαν πως μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να δώσει απάντηση στη δομική κρίση του καπιταλισμού.
Σταθήκαμε λίγο πιο διεξοδικά στα θέμα της παγκόσμιας κρίσης για να δείξουμε το βάθος των προβλημάτων και τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησαν οι μέχρι τώρα «λύσεις». Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι πως η κρίση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά ότι η Ελλάδα εντάσσεται με ένα ιδιόμορφο τρόπο μέσα σε αυτή. Ακολουθείται με διαλεκτικό τρόπο η πορεία «ελληνική κρίση- κρίση του ευρώ- παγκόσμια κρίση» και αντίστροφα. Σε κάθε περίπτωση, και εδώ η Ελλάδα λειτουργεί ως «πειραματόζωο», είναι απαραίτητη η ανεύρεση νέων τρόπων αναστροφής της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Αυτό που φαίνεται να κυριαρχεί ως επιλογή είναι η κατεύθυνση της αλλαγής του συσχετισμού μεταξύ απόλυτης και σχετικής υπεραξίας. Αυτό δε σημαίνει πως δε θα συνεχίσει να κυριαρχεί η σχετική υπεραξία αλλά πως θα υπάρξει μεγάλη μείωση της συμμετοχής της εργασίας στον παραγόμενο πλούτο με παράλληλη αύξηση του χρόνου της απασχόλησης. Γι αυτό και στην Ελλάδα τα μέτρα δεν περιορίζονται σε μια νέα περίοδο λιτότητας αλλά εκφράζουν την τάση κατάργησης κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών, με πρόσχημα την έλευση της κρίσης.
8. Υπάρχει περίπτωση τα συγκεκριμένα μέτρα να οδηγήσουν στην ανάκαμψη;
Βάση των όσων αναφέραμε εκτιμούμε πως τα συγκεκριμένα μέτρα που λήφθηκαν όχι μόνο δεν θα συντελέσουν στη μείωση του ελλείμματος αλλά το πιο πιθανό είναι πως θα βυθίσουν τη χώρα σε βαθιά ύφεση. Καταρχήν τα μέτρα δεν αποφασίστηκαν για τους λόγους που προβλήθηκαν, αφού όπως είδαμε το όλο ζήτημα είναι αρκετά διαφορετικό, και κατά προέκταση είναι δύσκολο να υπάρξει αντιστοίχηση μεταξύ μέτρων και στόχων. Από εκεί πέρα ανακύπτουν και άλλα θέματα. Η βασική αντίληψη περί δημοσιονομικής εξυγίανσης στηρίζεται στην άποψη πως με περιορισμό της συνολικής ζήτησης θα ακολουθήσει κρίση των πωλήσεων με αποτέλεσμα την πτώση των τιμών και στη συνέχεια αναθέρμανση της αγοράς. Αυτό που δεν πρέπει να γίνει, υποστηρίζουν οι θιασώτες της κυβερνητικής πολιτικής, είναι μια αύξηση των μισθών γιατί τότε θα περιοριστούν τα κέρδη και επομένως οι επενδύσεις και στη συνέχεια η απασχόληση. Ωστόσο αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό, όχι για λόγους νοημοσύνης αλλά επειδή πρόκειται για σαφώς ταξικές πολιτικές, είναι πως η αύξηση των κερδών και των επενδύσεων γίνεται εφικτή μόνο αν το βάρος της οικονομικής πολιτικής κατευθύνεται στην επέκταση της συνολικής ζήτησης. Σε αντίθετη περίπτωση τα «φθηνά» εμπορεύματα θα μείνουν απούλητα, οι επιχειρήσεις θα περιορίσουν την παραγωγή τους, η ανεργία θα αυξηθεί και η ύφεση θα βαθύνει. Γιατί θα συμβεί αυτό; Πολύ απλά γιατί η μείωση των μισθών θα επιφέρει μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά τη συνολική ζήτηση και μέσω αυτής τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Οι επιχειρήσεις διαπιστώνοντας πως το παραγωγικό τους δυναμικό δεν χρησιμοποιείται επαρκώς δεν έχουν λόγω να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις- πόσο μάλλον που στην περίπτωση της Ελλάδας ένα μεγάλο τμήμα του αποθέματος του παγίου κεφαλαίου συσσωρεύθηκε πρόσφατα. Το αποτέλεσμα θα είναι να μειωθεί η συμβολή όλων των συνιστωσών της εσωτερικής ζήτησης με άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας, γεγονός που θα συντελέσει στην περαιτέρω μείωση της εσωτερικής ζήτησης κοκ. Η χειρότερη, δε, προοπτική θα είναι η δυσκολία που θα έχει η ελληνική οικονομία να επανέλθει στην αρχική της κατάσταση ακόμα και όταν, κάποτε, αυξηθεί η ζήτηση. Κι αυτό γιατί μέχρι τότε θα έχει καταστραφεί ένα τμήμα του κεφαλαιακού αποθέματος,, θα έχουν πτωχεύσει αρκετές επιχειρήσεις ενώ ένα τμήμα του εργατικού δυναμικού που θα βρίσκεται στην ανεργία θα έχει χάσει τις γνώσεις και τις δεξιότητές του (Ιωακείμογλου 2010α:).
Συμπερασματικά η μείωση των εισοδημάτων δεν θα λύσει το πρόβλημα αλλά, αντιθέτως, θα δημιουργήσει πληθώρα νέων ζητημάτων (Θανασούλας 2010: 13). Στον δε τραπεζικό τομέα θα αυξηθεί η επισφάλεια των τραπεζών με συνέπεια τη νέα περιστολή της ρευστότητας στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας (Λαπατσιώρας- Μηλιός 2010: 12)
9. Συμπέρασμα
Όπως έχει δείξει η «Σχολή Αλτουσέρ» η ιδιαιτερότητα του πολιτικού είναι πως συμπυκνώνει την ταξική πάλη σε όλα τα επίπεδα. Υπό αυτή την έννοια τα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα δεν είναι απλώς μια οικονομικού χαρακτήρα απάντηση στην κρίση, αλλά μια σαφής πολιτική στρατηγική που εκφράζει συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα. Η ελληνική άρχουσα τάξη βρίσκεται μέσα σε μια δίνη η οποία αποτελεί προϊόν πολλών και διαφορετικών εκφάνσεων της ταξικής πάλης: την αδυναμίας συνέχισης του συγκεκριμένου τρόπου ένταξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, των αντιφάσεων που έχει δημιουργήσει η χρήση του ευρώ στο πλαίσιο της παγκόσμιας κρίσης, της ανάγκης συμμόρφωσης όλων των εθνικών σχηματισμών με τις κατευθύνσεις των ισχυρών ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, της προσπάθειας σε διεθνή κλίμακα ανεύρεσης ενός νέου μοντέλου συσσώρευσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εκτιμούμε πως τα επόμενα χρόνια θα χαρακτηριστούν από προσπάθειες των εθνικών αστικών τάξεων για συστηματική και εντατική μετακύλιση του κόστους της κρίσης στον κόσμο της ζωντανής εργασίας. Σε αυτό οι οργανωμένες, πολιτικά και συνδικαλιστικά, μορφές εκπροσώπησης των λαϊκών συμφερόντων θα κληθούν να σχεδιάσουν αποτελεσματικές στρατηγικές ανάσχεσης της επίθεσης του κεφαλαίου. Το μέλλον, πέραν του ότι διαρκεί πολύ, προοιωνίζεται και πολύ ενδιαφέρον…
1. Εισαγωγή
Στο παρόν άρθρο ασχολούμαστε με τις διαστάσεις των πρόσφατων οικονομικών μέτρων που ελήφθησαν στην Ελλάδα με αφορμή την αύξηση του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Η βασική μας κατεύθυνση είναι να δείξουμε πως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που την παρουσιάζει η επίσημη ρητορεία. Η όλη κατάσταση εκκινεί από την διάχυση της παγκόσμιας κρίσης στο εσωτερικό των χωρών της ΟΝΕ και των ζητημάτων που προκύπτουν από την ύπαρξη κοινού νομίσματος σε εθνικούς σχηματισμούς διαφορετικής παραγωγικότητας, τον ειδικό ρόλο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου μέσα στη συγκυρία αλλά και τη διατήρηση της ηγεμονικής θέση της Γερμανίας εντός της ΕΕ. Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, το ζήτημα με το έλλειμμα και το χρέος χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο για να εφαρμοστούν ταξικές πολιτικές επιθετικού χαρακτήρα. Ο λόγος που γίνεται αυτό έχει να κάνει με την αδυναμία του ελληνικού καπιταλισμού να συνεχίζει να εντάσσεται με τον ίδιο τρόπο εντός του διεθνή καταμερισμού εργασίας. Η αποτυχία υιοθέτησης ενός τεχνολογικά και κλαδικά αναδιαρθρωμένου μοντέλου που θα συντελούσε στην άνοδο της ελληνικής ανταγωνιστικότητας απέναντι στους ισχυρούς ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς, έχει ως αποτέλεσμα την προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος μέσω του μετακύλισης του σχετικού κόστους στα λαϊκά στρώματα με όχημα τα πρόσφατα οικονομικά μέτρα (μείωση αμοιβών, μεγαλύτερη εργασιακή ευελιξία, αύξηση του ορίου απολύσεων, μείωση των συντάξεων). Διαφορετικά ειπωμένο, βιώνουμε αυτή την περίοδο την πιο επιθετική κίνηση του αστικού κράτους στο οικονομικό επίπεδο από το τέλος του εμφυλίου και ύστερα. Η προσπάθεια αυτή εδράζεται στα ραγδαία μεταφορά πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο σε βαθμό πρωτοφανέρωτο για τα νεώτερα χρονικά Μέσα από αυτό το σχέδιο η ελληνική αστική τάξη εκτιμά πως θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις πιέσεις που δέχεται από τα κεφάλαια σχηματισμών υψηλότερης παραγωγικότητας.
2. Το Γενικότερο Πλαίσιο
Η είσοδος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έφερε στην επιφάνεια την δομική αντίφαση που ενυπήρχε εξαρχής στο εγχείρημα του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Όπως ακόμα και ο Πωλ Κρούγκμαν έχει υποστηρίξει (Κρούγκμαν 2010), που μόνο για ύποπτος για μαρξιστικές απόψεις δεν μπορεί να θεωρηθεί, η δημιουργία ενός ενιαίου νομίσματος από χώρες με εντελώς διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας ήταν αναμενόμενο κάποια στιγμή να φέρει στην επιφάνεια μια σειρά από αντιφάσεις. Αντιφάσεις που σχετίζονταν με τα διαφορετικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά κάθε χώρας, τους άνισους ρυθμούς κεφαλαιακής συσσώρευσης, τις άνισες επιδόσεις στο διεθνή ανταγωνισμό που οδήγησαν όχι μόνο σε αποκλίσεις στους ρυθμούς πληθωρισμού, στην αύξηση του ΑΕΠ και στη διόγκωση του δημόσιου χρέους αλλά, κυρίως, στη διαφορετικότητα της διεθνούς εξειδίκευσης των εθνικών παραγωγικών συστημάτων (de Grauwe 2009).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το κοινό νόμισμα χρησιμοποιείται ως μοχλός πίεσης για εκσυγχρονισμό των λιγότερων ανταγωνιστικών κεφαλαίων σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάπτυξης από τη στιγμή που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πια το όπλο της υποτίμησης. Βεβαίως δεν πρόκειται για μια ουδέτερη διαδικασία και βάση του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης η τάση των πραγμάτων θα είναι οι διαφορές μεταξύ των εθνικών κεφαλαίων συνολικά ιδωμένων να αυξάνονται. Γι αυτό ακριβώς το λόγο η Γερμανία, ως ο πιο ισχυρός οικονομικά εθνικός, σχηματισμός της ΕΕ επέλεξε τη λύση του ευρώ. Εκτίμησε πως η υπεροχή της ανταγωνιστικότητάς της, ενισχυμένη από την αδυναμία πραγματοποίησης υποτιμήσεων θα οδηγούσε σε μια εκτεταμένη ανάπτυξη των εξαγωγών της, όπως και έγινε. Από εκεί και πέρα η εξελισσόμενη οικονομική κρίση τροποποίησε μερικά, αλλά όχι συνολικά, το υφιστάμενο πλαίσιο. Δημιουργήθηκαν συνθήκες ύφεσης όπου το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας έγινε πιο έντονο με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τη δυσχέρανση των δημοσιονομικών δεικτών και την αύξηση του κόστους δανεισμού. Αυτό συνέβει γιατί περιορίστηκαν οι καταναλωτικές δαπάνες με συνέπεια τη μείωση των κρατικών εσόδων και την αύξηση του ελλείμματος ως ποσοστού ενός συρρικνούμενου ΑΕΠ. Η κατάσταση αυτή εντείνεται από το γεγονός πως η πτώση της παραγωγής οδηγεί σε αύξηση της ανεργίας με αποτέλεσμα την ακόμα μεγαλύτερη υστέρηση δημόσιων εσόδων και την πιο συχνή προσφυγή στο δανεισμό για την κάλυψη των αναγκών. Το γεγονός της απουσίας ουσιαστικών αναδιανεμητικών πολιτικών που θα αντιστάθμιζαν την ανισόμετρη ανάπτυξη, δεν φανερώνει τίποτε άλλο παρά πως η ΕΕ δεν αποτελεί μια συνομοσπονδία, πόσο μάλλον μια ομοσπονδία, αλλά μια ειδική θεσμική συνάρθρωση εθνικών καπιταλιστικών σχηματισμών οι οποίοι ανταγωνίζονται για τη μεγαλύτερη δυνατή απόσπαση του παραγόμενου πλούτου.
Η νέα αυτή πραγματικότητα θα οδηγήσει την ελληνική αστική τάξη σε μια αλλαγή υποδείγματος για τον τρόπο με τον οποίο εντάσσεται στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Για να μπορέσουμε όμως να καταλάβουμε ποιο είναι το περιεχόμενο αυτής της αλλαγής υποδείγματος είναι αναγκαίο να αποσαφηνίσουμε ορισμένους μύθους που προσπαθεί να επιβάλει η άρχουσα τάξη μέσω των πολιτικών της εκπροσώπων και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης
3. Μύθος 1: Υπάρχει μια ιδιαίτερη απόκλιση της ελληνικής οικονομίας, η οποία δημιουργεί την ανάγκη για τη λήψη τέτοιας έκτασης μέτρων λιτότητας
Πραγματικά, αν πάρει στα σοβαρά κανείς τα όσα αναφέρονται από τα ΜΜΕ, τους επίσημους κυβερνητικούς κύκλους αλλά και μερίδα των οργανικών διανοουμένων, στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν τη βαναυσότητα των μέτρων, θα σχηματίσει την εντύπωση πως στην ελληνική οικονομία συμβαίνουν πρωτοφανείς εξελίξεις αποτελώντας μια οριακή περίπτωση για τα δυτικά δεδομένα. Ωστόσο τα διαθέσιμα στοιχεία μόνο αυτό δε δείχνουν. Καταρχήν το ελληνικό κράτος δεν είναι το πιο σπάταλο της Ευρώπης. Η λειτουργία του στοιχίζει το 17,3% του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ οι αντίστοιχες δαπάνες για το γερμανικό κράτος φτάνουν στο 19,9%, για το Γαλλικό στο 24%, για το βρετανικό στο 23,7% ενώ ο μ.ο της ευρωζώνης φτάνει στο 21,8% (Βεργόπουλος 2010). Σε ό,τι αφορά τα ελλείμματα οι ΗΠΑ εμφανίζουν έλλειμμα το 2009 12,5%, η Ιαπωνία 10,5% και ο μο των χωρών της ευρωζώνης ήταν 6,6%.
Στον τομέα του χρέους μπορεί το ελληνικό χρέος να φτάνει στο 113,4% του ΑΕΠ το 2009 αλλά η πολύ ισχυρή οικονομικά Ιαπωνία διαπιστώνει πως το δικό της χρέος έχει εκτοξευτεί στο 197,2% . Η κατάσταση, δε, εμφανίζεται πολύ διαφορετική αν λάβουμε υπόψη μας το συνολικό χρέος κάθε χώρας (δηλαδή το σύνολο του ποσού που έχει δανειστεί το κράτος, οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες): Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ το συνολικό ελληνικό χρέος φτάνει στο 179% του ΑΕΠ όταν ο μο της ΕΕ είναι 175% και η Ολλανδία παρουσιάζει συνολικό χρέος 234% του ΑΕΠ, η Ιρλανδία 222%, το Βέλγιο 219%, η Ισπανία 207% η Πορτογαλία 197% η Ιταλία 194%. Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν αν μελετήσει κανείς τα στοιχεία για το εξωτερικό χρέος (δηλαδή τις οφειλές του κράτους, των επιχειρήσεων και των ιδιωτών προς τις ξένες τράπεζες δεδομένου πως ένα τμήμα του χρέους αφορά τράπεζες της ίδιας χώρας): Μεταξύ των λεγόμενων PIGS (Portugal, Ireland, Greece, Spain) η Ιρλανδία χρωστάει το 414% του ΑΕΠ, η Πορτογαλία το 130%, η Ελλάδα το 89,5% και η Ισπανία το 80% (Δελαστίκ 2010α)
Επιπρόσθετα μπορεί η Ελλάδα να εμφανίζει υψηλές δανειακές ανάγκες, ωστόσο η κατάσταση για πολλά άλλα δυτικά κράτη δεν εμφανίζεται διαφορετική. Συγκεκριμένα οι νέες δανειακές ανάγκες της χώρας για το 2010 αναμένεται να φτάσουν τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ, τη στιγμή που άλλες «μικρές» χώρες όπως το Βέλγιο και η Ολλανδία θα δανειστούν από 100 δισεκατομμύρια εκάστη. Κι αν για τις ξένες τράπεζες το ρίσκο δανεισμού 50 δις. προς την Ελλάδα θεωρείται υψηλό τότε τι μπορεί να ειπωθεί για τη Γερμανία που μπορεί μεν να έχει το εννεαπλάσιο ΑΕΠ σε σχέση με το ελληνικό, αλλά αναμένεται να δανειστεί 370 δις. ευρώ; Η δε Γαλλία θα φτάσει τα 450 δις και η Ιταλία τα 400 δις με αποτέλεσμα η αντιστοιχία του δανεισμού προς το ΑΕΠ τους να κινείται στα ίδια επίπεδα με την Ελλάδα (Δελαστίκ 2010β).
Τι προκύπτει από όλα τα παραπάνω; Καταρχήν πως παρόμοια οικονομικά προβλήματα αντιμετωπίζουν και άλλες δυτικές χώρες. Όταν αυτό άρχισε να γίνεται σαφές τότε επιστρατεύτηκε ένα δεύτερο επιχείρημα: πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει και πρόβλημα χρέους και πρόβλημα ελλειμμάτων και είναι ο συνδυασμός των δύο αυτών προβλημάτων που δημιουργεί την οξυμένη κατάσταση. Το ζήτημα, όμως, είναι, πως αυτό το επιχείρημα εμπεριέχει δύο αντιφάσεις. Η πρώτη είναι πως χώρες πολύ πιο αναπτυγμένες από την Ελλάδα οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία παρουσιάζουν επίσης και υψηλό έλλειμμα αλλά και υψηλό χρέος. Το γεγονός πως δεν αντιμετωπίζουν παρόμοια με την Ελλάδα προβλήματα έχει να κάνει με τ’ ότι ως πολύ πιο ισχυρές οικονομικά δυνάμεις είναι σε θέση να διαχειριστούν τις επιπτώσεις, σ’ αυτή τη φάσης, της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με διαφορετικό τρόπο. Η δεύτερη αντίφαση έχει να κάνει με τ’ ότι πολύ σύντομα άρχισε να δημιουργείται ένα συνολικότερο πλαίσιο δραματοποίησης της κατάστασης και στην Πορτογαλία και την Ισπανία. Η Ισπανία όμως δεν έχει υψηλό χρέος ενώ η Πορτογαλία δεν έχει υψηλό χρέος και το έλλειμμά της είναι σαφώς χαμηλότερο από αυτό της Ελλάδας. Κατά συνέπεια κάπου άλλου πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια. Όπως θα δείξουμε στην παράγραφο 6 αυτό έχει κύρια να κάνει με το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που παρουσιάζει η Ελλάδα, αλλά και η Πορτογαλία με την Ισπανία, το οποίο οξύνει η παρούσα παγκόσμια κρίση και η διαπλοκή της με την κρίση του ευρώ, γεγονός που οδηγεί τις αγορές στην απόσυρση της εμπιστοσύνης τους προς τους νοτιοευρωπαικούς καπιταλισμούς.
4. Μύθος 2: Το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας δημιουργήθηκε γιατί τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες εργαζόμενοι απόκτησαν ένα καταναλωτικό πρότυπο που δεν αντιστοιχούσε στις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας.
Το παραπάνω με απλά λόγια σημαίνει πως στο προηγούμενο διάστημα δόθηκαν αυξήσεις τις οποίες δεν μπορούσε να αντέξει η ελληνική οικονομία με αποτέλεσμα να αυξηθεί υπέρμετρα το κόστος παραγωγής και τα ελληνικά προϊόντα να καταστούν μη ανταγωνιστικά. Η λογική συνέπεια αυτού του μυθεύματος είναι πως από εδώ και πέρα θα πρέπει να μειωθεί το εισόδημα των Ελλήνων εργαζομένων έτσι ώστε να αποκατασταθεί η χαμένη ανταγωνιστικότητα .
Ωστόσο, η θεωρία της αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων στην Ελλάδα και μάλιστα με ρυθμούς υπέρτερους από αυτούς του μ.ο των χωρών της ΕΕ-15 είναι επιδεκτική κριτικής για πολλούς λόγους. Πράγματι τα διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν πως μεταξύ 1995 και 2008 η σωρευτική αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μέσων αποδοχών στην Ελλάδα έφτασε το 37%. Εντούτοις η αύξηση αυτή είναι υπερεκτιμημένη: Καταρχήν λαμβάνει υπόψη τον μέσο πληθωρισμό και όχι τον πληθωρισμό που αντιστοιχεί σε καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες που κατά κύριο λόγο κάνουν χρήση τα νοικοκυριά των εργαζομένων. Σύμφωνα με τους σχετικούς υπολογισμούς η υπερεκτίμηση αυτή προσεγγίζει κάθε χρόνο το 0,7% (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009). Έπειτα ο μέσος μισθός δεν αντανακλά την πραγματικότητα που βιώνει η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων αφού σε αυτόν περιλαμβάνονται και οι πολύ υψηλές αμοιβές των στελεχών. Τέλος οι μέσες πραγματικές αποδοχές δεν είναι υπολογισμένες για σταθερό αριθμό ωρών, αλλά για το σύνολο του χρόνου εργασίας με αποτέλεσμα να συνυπολογίζονται και οι αμοιβές για υπερωρίες .
Το πρόβλημα είναι πως η απουσία τέτοιων στοιχείων για όλη την περίοδο δεν διευκολύνει να βγάλουμε ξεκάθαρα συμπεράσματα για το τι συνέβη στην μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών. Για το λόγο αυτό εκτιμούμε πως είναι ασφαλέστερο να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικά εργαλεία για να κατανοήσουμε τι ακριβώς έχει συμβεί.
Ξεκινώντας από τη συμμετοχή των μισθών στο ΑΕΠ διαπιστώνουμε πως υπάρχει μια μακροχρόνια τάση μείωσης του μεριδίου τους από 56% το 1995 σε 54% το 2008. Η επιδείνωση των όρων διαβίωσης των Ελλήνων φαίνεται και από το γεγονός πως το ποσοστό της αποταμίευσης των νοικοκυριών ως ποσοστό του εισοδήματος μειώνεται από 14,1% το 1996 σε 8,9% το 2004. Ταυτόχρονα το ποσοστό του πληθυσμού που βρισκόταν κάτω από το όριο της φτώχειας το 2006 έφτανε το 21%. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως οι μισοί φτωχοί έχουν εισόδημα μικρότερο από το 44,4% του διαμέσου εισοδήματος και άρα απέχουν σημαντικά από το να εξέλθουν από τη φτώχεια (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2008: 210- 211). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να γίνει κατανοητό το γεγονός της μαζικής προσφυγής στον ιδιωτικό δανεισμό. Ένα σημαντικό τμήμα των Ελλήνων μη μπορώντας να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές του ανάγκες με τον τρόπο της προηγούμενης γενιάς , προσέφυγε στις τράπεζες. Το αποτέλεσμα ήταν ο δανεισμός των νοικοκυριών, ύστερα και από την απελευθέρωση της καταναλωτικής πίστης το 2003, να αυξηθεί κατακόρυφα, 28% ετησίως για την περίοδο 2002- 2007. Ως ποσοστό του ΑΕΠ η συνολική δανειακή επιβάρυνση των ελληνικών νοικοκυριών αυξήθηκε στο 50% στο τέλος του 2009 από 34,7% στο τέλος του 2005 (Μητράκος- Συμιγιάννης 2009: 7)
Ένας άλλος δείκτης που αποτυπώνει τις κοινωνικές ανισότητες είναι η φορολογία όπου οι έμμεσοι φόροι συνεισφέρουν κατά 66% στα φορολογικά έσοδα, οι μισθωτοί κατά 12%, οι μεγάλες επιχειρήσεις κατά 10%, οι μικρές επιχειρήσεις κατά 4% και οι επαγγελματίες κατά 3% (Κυπριανίδης- Μηλιός 2010: 10) Αλλά και στους πιο «αναλογικούς» άμεσους φόρους η κατάσταση δεν εμφανίζεται δικαιότερη: σε σχέση με τη φορολόγηση του εισοδήματος το 2004 οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι κατέβαλαν το 44% των φόρων εισοδήματος ενώ το 2006 το 50,1%. Αντίθετα οι επιχειρήσεις ενώ το 2004 είχαν καταβάλει το 43% των φόρων εισοδήματος, το 2006 κατέβαλαν το 36,3% των φόρων εισοδήματος (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ 2008: 22- 23).
Το παραπάνω μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο ως το αποτέλεσμα μιας συνειδητής ταξικής κρατικής πολιτικής σε σχέση και με τη φορολογία. Και δεν μπορούσαν να είναι τα πράγματα διαφορετικά από της στιγμή που για τις μεγάλες επιχειρήσεις η φορολογική επιβάρυνση από 29,9% το 2000 μειώθηκε σε 18,6% το 2006. Το ίδιο έτος ο αντίστοιχος συντελεστής φορολογικής επιβάρυνσης ήταν στην Ισπανία 53,3%, στην Γαλλία 31,4%, στην Ιταλία 27,1%, στην Κύπρο 26,8%, στο Βέλγιο 21,6%, στην Δανία 32,3%, στην Πορτογαλία 22,6%, στην Αγγλία 27,7% και στην Ε.Ε-25 ήταν 28,7%. Αντίθετα, η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα το 2000 ανερχόταν σε 34,5% και το 2006 αυξήθηκε σε 35,1%. Κατά το ίδιο έτος ο αντίστοιχος συντελεστής φορολογικής επιβάρυνσης ήταν στην Ισπανία 30,8%, στην Γαλλία 41,9%, στην Ιταλία 42,5%, στην Κύπρο 24,18%, στο Βέλγιο 42,7%, στην Δανία 37,1%, στην Πορτογαλία 28,6%, στην Αγγλία 25,8% και στην Ε.Ε-25 ήταν 36,4%. Διαπιστώνεται δηλαδή ότι η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο μέσο όρο της Ε.Ε-25, ενώ η πραγματική φορολογική επιβάρυνση για τα κέρδη ανέρχεται σχεδόν στο ήμισυ του μέσου όρου της Ε.Ε -25 (15,9% στην Ελλάδα, έναντι 33% στην Ε.Ε-25. (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009: 93) .
Το συνολικό αποτέλεσμα όλων όσων αναφέρθηκαν είναι η Ελλάδα να διακρίνεται για τις οικονομικές της ανισότητες. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές από τη στιγμή που το εισόδημα του 20% των περισσότερο εύπορων Ελλήνων που κατέχουν το 40,4% του συνολικού εθνικού εισοδήματος, είναι περίπου εξαπλάσιο από το εισόδημα του 20% των λιγότερο εύπορων Ελλήνων που κατέχουν το 7% του εισοδήματος. Αντίθετα στις χώρες της ΕΕ15 η διαφορά δεν υπερβαίνει την τελευταία δεκαετία τις 4,8 φορές (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2008: 213).
Γενικό συμπέρασμα: Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας οι κοινωνικές ανισότητες στην Ελλάδα αυξήθηκαν γιατί ο παραγόμενος πλούτος διαμοιράστηκε πολύ άνισα. Κατά συνέπεια τα σημερινά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να θεωρηθεί πως οφείλονται στην (υποτιθέμενη) αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων
5. Μύθος 3: Η (υποτιθέμενη) αύξηση των μισθών οδήγησε σε ραγδαία μείωση των εξαγωγών
Το πρώτο σημείο στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς είναι πως ακόμα και αν δεχτούμε, ως υπόθεση εργασίας, πως υπάρχει πραγματική αύξηση των μισθών αυτό δεν οδηγεί αναγκαστικά και σε πτώση της ανταγωνιστικότητας. Κι αυτό γιατί ακόμα και αν δεν λάβουμε υπόψη μας τις μεθοδολογικές παρατηρήσεις που κάναμε στην προηγούμενη παράγραφο, η παραγωγικότητα της εργασίας προς το Μ.Ο. της ΕΕ 15 έχει αυξηθεί περισσότερο απ’ ότι οι μισθοί (19% έναντι 14%). Κατά συνέπεια το πρόβλημα δεν πρέπει να εστιάζεται στους μισθούς.
Ταυτόχρονα είναι λάθος να θεωρείται πως το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας είναι τωρινό πρόβλημα- πόσο μάλλον πως γι’ αυτό φταίει η άνοδος των μισθών.
Ας το εξετάσουμε αυτό λίγο πιο αναλυτικά. Για να θεωρήσουμε πως τώρα υπάρχει κρίση ανταγωνιστικότητας αυτό σημαίνει πως σε κάποια, πολύ πρόσφατη, χρονική φάση αυτό το πρόβλημα δεν υπήρχε και γι’ αυτό η ελληνική οικονομία γνώριζε σημαντική ανάπτυξη. Ωστόσο σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία η σχέση εξαγωγών προς εισαγωγές για την περίοδο 1960- 1989 παρουσιάζει ορισμένες, όχι σημαντικές, αυξομειώσεις κυμαινόμενη μεταξύ 1/3 και 1/2,5. Η σαφής αυτή υπεροχή των εισαγωγών αντανακλά ένα έλλειμμα ανταγωνιστικότητας αλλά, σε καμία περίπτωση, δεν οδήγησε στην πτώχευση της χώρας ούτε σε κάποια αντίστοιχη οικονομική καταστροφή. Στη συνέχεια η δεκαετία 1990- 1999 χαρακτηρίστηκε από μια παγίωση της σχέσης στο 1/2,5. Τέλος για την περίοδο 2000- 2009 μπορούμε να καταλήξουμε στα ακόλουθα: α) παρατηρείται μια περιορισμένη διολίσθηση της σχέσης εξαγωγών/ εισαγωγών η οποία κυμαίνεται γύρω από το ύψος του 1/3. Η εξέλιξη αυτή συνδέεται με την ένταση του τρόπου ένταξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και ειδικότερα με τις πιέσεις που δέχθηκε η ελληνική οικονομία λόγω της ένταξής της στη ζώνη του ευρώ από εθνικούς σχηματισμούς με υπέρτερη παραγωγικότητα αλλά και σε αυτή καθ’ αυτή τη χρήση του ευρώ ως ακριβού νομίσματος για τις συναλλαγές με τις χώρες εκτός ευρωζώνης. β) Σε κάθε περίπτωση πάντως η δεκαετία αυτή δε φαίνεται να χαρακτηρίζεται από κάποια δραστική μείωση των εξαγωγών, τέτοιας τάξης που να δικαιολογεί τη λήψη αντίστοιχης εμβέλειας μέτρων όπως αυτά που αποφάσισαν από κοινού Κυβέρνηση, Ευρωπαϊκή Ένωση και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Τ’ ότι δεν υπάρχει πρόβλημα κατακόρυφης μείωσης της ελληνικής ανταγωνιστικότητας φαίνεται και από τα υπάρχοντα στοιχεία που αφορούν την εξέλιξη της συμμετοχής των ελληνικών στις παγκόσμιες εξαγωγές, στις εξαγωγές των χωρών της ζώνης του Ευρώ καθώς και στις εξαγωγές στο σύνολο των χωρών της ΕΕ. Ωστόσο ούτε αυτά τα στοιχεία δείχνουν κάποια βαθιά κρίση εξαγωγών. Υπάρχουν διακυμάνσεις οι οποίες οφείλονται σε συγκυριακούς λόγους αλλά όλα κινούνται σε πολύ συγκεκριμένα πλαίσια. Έτσι την περίοδο 2000- 2008 η συμμετοχή των ελληνικών στις παγκόσμιες εξαγωγές κυμαίνεται μεταξύ 0,016 και 0,018 του συνόλου, στις εξαγωγές των χωρών της ΟΝΕ από 0,048 μέχρι 0,059 και στις εξαγωγές των χωρών της ΕΕ από 0,037 μέχρι 0,049 Βεβαίως θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως ακόμα και για το μέγεθος της Ελλάδας οι επιδόσεις αυτές είναι πολύ χαμηλές. Δε θα διαφωνήσουμε πως ο ελληνικός καπιταλισμός δεν αντλεί τη δυναμική του από τη βιομηχανία αλλά σε κάθε περίπτωση τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν δείχνουν κάποια καθίζηση των εξαγωγών.
6. Ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα;
Το πραγματικό πρόβλημα έχει να κάνει με το μοντέλο ένταξης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας που υιοθέτησε η ελληνική αστική τάξη μεταπολεμικά. Το βάρος δινόταν πρωταρχικά στον εφοπλισμό, άλλωστε η Ελλάδα παραμένει σταθερά η πιο ισχυρή ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο, και στην ανάπτυξη του κατασκευών (πέραν της κατασκευαστικής ανοικοδόμησης της χώρας αξίζει να αναφερθεί και η πολύ σημαντική παρουσία των ελληνικών κατασκευαστικών εταιρειών στη Β. Αφρική και στη Μ. Ανατολή) και του τουρισμού και μόνον δευτερευόντως και υποτελώς στη βιομηχανία και μάλιστα στην εξαγωγική εκδοχή της. Στη συνέχεια και με την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ/ ΕΕ την όλη αυτή κατεύθυνση ενίσχυσαν και οι κοινοτικοί πόροι.
Το τουριστικό συνάλλαγμα, τα έσοδα από τον εφοπλισμό και οι πόροι από την ΕΟΚ συντελούν αποφασιστικά στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Διαφορετικά ειπωμένο το σχετικά αδύνατο σημείο του ελληνικού καπιταλισμού που ήταν η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας του, το αντιστάθμιζε το γεγονός της πολύ ισχυρής ναυτιλιακής παρουσίας, της ανάπτυξης της τουριστικής βιομηχανίας και των πόρων από την ΕΟΚ/ ΕΕ που σε σημαντικό βαθμό κατευθύνονταν στο κατασκευαστικό κεφάλαιο.
Στη δεκαετία του ’90 το ακόμα μεγαλύτερο άνοιγμα των διεθνών αγορών που έφερε η νίκη του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, (το φαινόμενο που για ορισμένους ονομάστηκε «παγκοσμιοποίηση») ενέτεινε τις πιέσεις απέναντι στην ελληνική οικονομία. Η λύση που επιλέχτηκε για να ανταπεξέλθει στα νέα δεδομένα δεν ήταν κάποιας μορφής τεχνολογικής μετασχηματισμός ή μια ριζική αναδιαμόρφωση του τρόπου οργάνωσης της εργασίας, όπως υπήρξε ο φορντισμός στο παρελθόν, πέραν της υιοθέτησης ορισμένων μορφών εργασιακής ευελιξίας. Αντίθετα δόθηκε βάρος στη συνέχιση του ίδιου μοντέλου με ταυτόχρονη ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης των λαϊκών στρωμάτων (μείωση της συμμετοχής της εργασίας στο παραγόμενο προϊόν, αυξήσεις μικρότερες από την άνοδο της παραγωγικότητας) καθώς και μέσω της αξιοποίησης της φτηνής μεταναστευτικής εργασίας. Είναι δε χαρακτηριστικό πως σε μια περίοδο έντονης κεφαλαιακής διεθνοποίησης η Ελλάδα είναι η χώρα με πολύ λίγες άμεσες επενδύσεις προς το εξωτερικό και αυτές σχεδόν αποκλειστικά στο χώρο των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών της Βαλκανικής.
Η ένταξη στην ΟΝΕ, η πραγματοποίηση μεγάλων κατασκευαστικών έργων, η διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων το 2004, δεν διαφοροποίησαν αυτή την στρατηγική αλλά την ενίσχυαν. Ταυτόχρονα συνεχίστηκαν διάφορες παράλληλες μορφές ενίσχυσης του συνασπισμού εξουσίας και των στηριγμάτων του όπως η ανοχή στην παραοικονομία (η οποία αισίως έφτασε στις αρχές του 21ου αιώνα το 28,5% του ΑΕΠ), η διαπλοκή μονοπωλιακών μερίδων και κρατικού μηχανισμού με αποτέλεσμα την υπερκοστολόγηση δημόσιων έργων κοκ.
Τα προβλήματα άρχισαν να οξύνονται όταν εμφανίστηκε μείωση των ευρωπαϊκών πόρων, πτώση των εσόδων από τον τουρισμό, αύξηση του δανεισμού για να καλυφτεί το κόστος που δημιουργούσε η προνομιακή μεταχείριση στην ανάληψη δημόσιων έργων από συγκεκριμένους μονοπωλιακούς ομίλους (πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σκανδάλου της Ζήμενς), σταθερά υψηλά κόστη στρατιωτικών δαπανών κυρίως λόγω ευρύτερων γεωπολιτικών σχεδιασμών και υποχρεώσεων, υπερκοστόλογηση δημόσιων δαπανών (ενδεικτικό παράδειγμα η λειτουργία του νοσοκομειακού τομέα με ότι αυτός περιλαμβάνει: φάρμακα, ιατρικά μηχανήματα, ιατρικές εξετάσεις που εκτελούνται από τον ιδιωτικό τομέα λόγω αδυναμίας τέλεσής τους από τον δημόσιο), αλλαγή νηολογίου για τους Έλληνες εφοπλιστές και κατεύθυνση προς το κυπριακό νηολόγιο. Ταυτόχρονα η ένταξη στην ΕΕ σχηματισμών χαμηλότερης κόστους εργασίας (των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών) ενέτεινε την εικόνα της μειωμένης ελληνικής παραγωγικότητας αφού αυξήθηκε περισσότερο ο ανταγωνισμός εντός της ίδιας οικονομικής ολοκλήρωσης. Εξέλιξη που έπληξε κυρίως τους ελληνικούς παραδοσιακούς κλάδους έντασης εργασίας (κλωστοϋφαντουργία, ένδυση, υπόδηση) με συνέπεια είτε την πτώχευση επιχειρήσεων είτε την μετοίκησή τους σε χώρες της Βαλκανικής. Σημαντικό επίσης ρόλο έπαιξε και ο υψηλός πληθωρισμός που παρουσίασε η Ελλάδα σε σχέση με τον μ.ο των χωρών της ευρωζώνης. Ίσως κάποιος να μη δώσει σημασία θεωρώντας πως ένας πληθωρισμός της τάξης του 3,5% δεν αποτελεί κάτι σημαντικό. Δεν είναι έτσι, όμως, δεδομένου πως στις χώρες του ευρώ ο πληθωρισμός κυμαινόταν περίπου στο 2,2%, πράγμα που συνιστούσε μια διαφορά της τάξης του 70%. Στη διάρκεια μια δεκαετίας αυτή η απόκλιση συνέβαλε ουσιαστικά στην μείωση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας .
Το τραπεζικό κεφάλαιο από την πλευρά του επιχείρησε να ασκήσει πιέσεις στις επιχειρήσεις προς την κατεύθυνση έντονων αναδιαρθρώσεων, ωστόσο αυτό προσέκρουσε στην αδυναμία αρκετών εταιρειών να ενσωματώσουν τόσο σημαντικές αλλαγές στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης με αποτέλεσμα συχνά να παράγονται αποδιαρθρωτικά αποτελέσματα. Έτσι από ένα σημείο και μετά θα δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος αφού η κρίση οδήγησε στον περιορισμό των χρηματοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις, πράγμα που ενίσχυσε ακόμα περισσότερο την ύφεση κοκ.
Όλα αυτά θα κάνουν πολύ έντονη την παρουσία τους και στην αποδοτικότητα των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας η οριακή αποτελεσματικότητα του παγίου κεφαλαίου ακολούθησε μακροχρόνια ανοδική πορεία μέχρι το 2004 και αυτό σε σημαντικό βαθμό σχετίζεται και με την σημαντική αύξηση των επενδύσεων, (πρώτη μεταξύ των χωρών της ΕΕ για την περίοδο 1996- 2004) σε μηχανολογικό εξοπλισμό (Ιωακείμογλου- Μηλιός 2006: 590- 591) . Από εκεί και πέρα κάθε πρόσθετη μονάδα επένδυσης σε πάγιο κεφάλαιο συνοδευόταν από μικρότερη αύξηση του παραγόμενου προϊόντος. Πρόκειται για το τέλος ενός επενδυτικού κύκλου ο οποίος χαρακτηρίστηκε από τη χρήση νέων τεχνολογιών στον εισαγόμενο από το εξωτερικό μηχανολογικό εξοπλισμό. Ο συγκεκριμένος κύκλος ξεκίνησε το 1996 και από 25% που ήταν η σχέση προϊόντος/ κεφαλαίου το 1995 έφτασε στο 28,5% το 2005. Από το 2006 η άνοδος ανακόπηκε και μετατράπηκε σε πτώση το 2008 (ΙΝΕ- ΓΣΕΕ 2009).
Το συνολικό αποτέλεσμα είναι πως βοηθούσης και της παγκόσμιας ύφεσης η ελληνική οικονομία από το 2005 αρχίζει να εμφανίζει έντονα στοιχεία συστολής. Έτσι η εξέλιξη του ακαθάριστου εγχώ¬ριου προϊόντος σε σταθερές τιμές, υπήρξε ανο¬δική κατά την περίοδο 1996-2004, παρουσίασε κάμψη από το 2005 και κατέστη στην συνέχεια έντονα πτωτική. Σύμφωνα, δε, με τις προβλέψεις, το ΑΕΠ θα μειωθεί, σε σταθερές τιμές, κατά περίπου 2% το 2010. Ο ετήσιος ρυθµός ανάπτυξης επιβραδύνθηκε από 4,0% το 2007 στο 2,9% το 2008 και στο -2% το 2009. Τελευταίο αλλά όχι έσχατο, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 4,0% το 2008 ενώ το 2007 είχε παρουσιάσει άνοδο 2,7%.
Στο επίπεδο της κρατικής διαχείρισης η κρίση συμπυκνώθηκε στην άνοδο του δημόσιου ελλείμματος από 6,6% που ήταν το 2008 στο 12,9% του ΑΕΠ στο 2009. Αυτό οφείλεται σε μια σημαντική μείωση των εσόδων και των επιστροφών εσόδων (περίπου 4%), καθώς και στην αύξηση των δημοσίων δαπανών (περίπου 2/%). Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ σε όλη τη περίοδο 2002- 2008 τα δημόσια έσοδα σημείωναν κάθε έτος αύξηση, το 2009 για πρώτη φορά θα σημειωθεί μείωση 1,1 δις. ευρώ.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα θα πρέπει να διαβάσουμε τα ακόλουθα δεδομένα
Σε ότι αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών η πρώτη διαπίστωση που κάνουμε έχει σχέση με το εμπορικό έλλειμμα. Παρατηρούμε πως υπάρχει μια μείωση του ελλείμματος μέχρι το 2004, όπου και λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων υπήρξε μια σημαντική οικονομική ανάπτυξη, στη συνέχεια το έλλειμμα αυξάνει και το 2008 βρίσκεται στα επίπεδα του 2000, για να μειωθεί ξανά το 2009 λόγω της από- διεθνοποίησης που προκαλεί η παγκόσμια ύφεση. Σε κάθε περίπτωση πάντως δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε ενός τέτοιου εύρους κρίση εξαγωγών που να δικαιολογεί, έστω και από αστική σκοπιά, την ένταση των μέτρων που ελήφθησαν. Επίσης αν λάβουμε υπόψη μας και την παράμετρο των καυσίμων, η Ελλάδα ως ενεργειακά εξαρτημένη χώρα θα βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από πλευράς εμπορικού ισοζυγίου αν δεν είχε να αντιμετωπίσει και αυτό το πρόβλημα. Έπειτα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο παράγοντας του σχετικά υψηλότερου πληθωρισμού που σε καθεστώς σταθερών ονομαστικών ισοτιμιών οδήγησε στη σταδιακή απώλεια ανταγωνιστικότητας πολλών ελληνικών προϊόντων καθώς και η άνοδος των εισαγωγών που οφείλεται τόσο στην οικονομική μεγέθυνση που συνέβαλε στην αύξηση της ζήτησης για εισαγόμενα προϊόντα όσο και στις επενδύσεις σε εισαγόμενο μηχανολογικό εξοπλισμό (Μηλιός 2010).
Με αντίστοιχο τρόπο με το εμπορικό έλλειμμα κινείται και η εξέλιξη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Μείωση μέχρι το 2004, αύξηση μέχρι το 2008, ξανά μείωση του 2009. Ωστόσο θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως το έλλειμμα κινείται στη μετά 2004 περίοδο σε πολύ πιο υψηλά επίπεδα από ότι στην πριν του 2004. Αυτό από τη μια επαναεπιβεβαιώνει πως δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια ξαφνική κρίση εξαγωγών και από την άλλη δείχνει πως οι υπόλοιποι δείκτες εμφανίζουν μια υπέρτερη υστέρηση. Ο πρώτος λόγος που συμβαίνει κάτι τέτοιο θεωρούμε πως είναι η πτώση των ταξιδιωτικών εισπράξεων η οποία είναι σχεδόν συνεχής από το 2000 μέχρι το 2009- παρά τη διοργάνωση των Ολυμπιακών που θα περίμενε κανείς, (και γι’ αυτό άλλωστε, υποτίθεται, πως ανέλαβε η χώρα αυτό δυσβάστακτο κόστος), να λειτουργήσει ενισχυτικά για τον τουρισμό. Εκτιμούμε πως σημαντικός παράγοντας σε αυτή την εξέλιξη θα πρέπει να είναι η υιοθέτηση του (ακριβού) ευρώ. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την μείωση των τρεχουσών μεταβιβάσεων, δηλαδή των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων. Παρατηρούμε πως η ολοκλήρωση του Τρίτου Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης λειτουργεί αρνητικά σε αυτό τον δείκτη.
Αυτό που θα πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι η κρίση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναδεικνύει μια σημαντικότατη απόκλιση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν της αλλά και με τον μ.ο τω χωρών της ευρωζώνης. Πρόκειται για μια κρίση που αγγίζει και την Ισπανία και την Πορτογαλία φέρνοντας στην επιφάνεια παρόμοια οικονομικά προβλήματα. Συγκεκριμένα την περίοδο 2006- 2009 το ελληνικό έλλειμμα κινείται σταθερά σε διψήφια νούμερα ενώ την περίοδο κατά μέσο όρο οι χώρες της ευρωζώνης κινούνται μεταξύ +0,4% και -0,8%, το έλλειμμα της Πορτογαλίας βρίσκεται σταθερά στο 10% και της Ισπανίας κυμαίνεται μεταξύ 7% και 10% (European Economy 2009). Κατά συνέπεια δεν είναι ούτε το έλλειμμα, ούτε το χρέος, ούτε η ανεργία το βασικό ζήτημα αλλά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που αναδεικνύει ευρύτερα προβλήματα παραγωγικότητας.
Η κρίση ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαπλέχθηκε με την παγκόσμια κρίση κάνοντας δυσχερή τον μέχρι τότε ρόλο των ελληνικών τραπεζών. Τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα μέχρι το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης ήταν σε θέση να καλύπτουν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών δανειζόμενα από το εξωτερικό έτσι ώστε να ικανοποιηθεί η αυξανόμενη ζήτηση για συνάλλαγμα. Με τον τρόπο αυτό αντικαθιστούσαν και τις εισροές για τις αγορές κρατικών ομολόγων και μετοχών που στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του ευρώ συνέβαλαν στην κάλυψη του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών . Ωστόσο η έλλειψη ρευστότητας των ξένων τραπεζών που προήλθε από την κρίση συντέλεσε στην αδυναμία εξεύρεσης φθηνού χρήματος για τις ελληνικές τράπεζες με αποτέλεσμα την αύξηση του ελλείμματος (Πελαγίδης- Μητσόπουλος 2010: 247)
Περνώντας στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών το βασικό πρόβλημα που διαπιστώνουμε αφορά το έλλειμμα από επενδύσεις χαρτοφυλακίου και ειδικά σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια. Η περίοδος 2000- 2004 χαρακτηρίζεται από μια σχετική σταθερότητα και το έλλειμμα διατηρείται στο 5-6%. Στη συνέχεια η υπερθέρμανση της οικονομίας με την αύξηση του ΑΕΠ έχει ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση του ελλείμματος στο 1,8% το 2006, αλλά από το 2007 παρατηρείται ραγδαία άνοδος με αποτέλεσμα το 2009 να φτάσει το έλλειμμα στο 11,7%. Εκτιμούμε πως η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες: μείωση του πραγματικού ΑΕΠ το 2009 λόγω της ύφεσης, αύξηση της προσφυγής σε δανεισμό λόγω της κόστους των δημόσιων έργων που πραγματοποιήθηκαν την προηγούμενη περίοδο, μείωση της φορολογικών εσόδων τόσο λόγω της οικονομικής συστολής που έφερε η παγκόσμια ύφεση και στην Ελλάδα όσο και λόγω της μείωσης της φορολόγησης των επιχειρήσεων.
Όλα τα παραπάνω έχουν, όπως είναι φυσικό, συνέπειες στο χρέος. Από το 2006 υπάρχει αύξηση των δαπανών για την εξυπηρέτηση του χρέους, το 2009 παρατηρείται μια σημαντική μεγέθυνση αυτού καθ’ αυτού του χρέους, ενώ από το 2007 αυξάνεται το χρέος σημαντικά και σε απόλυτους αριθμούς . Πάνω σε αυτό θέλουμε να κάνουμε δύο παρατηρήσεις:
Η πρώτη είναι πως η αύξηση της χρέους αποτελεί σοβαρό ζήτημα το οποίο δεν είναι εύκολο να παρακαμφθεί. Πρόκειται για ένα σημαντικό πρόβλημα για την ελληνική αστική τάξη που φανερώνει την κρίση του μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης που είχε υιοθετηθεί τα προηγούμενα (πολλά) χρόνια. Τα διαθέσιμα στοιχεία φανερώνουν πως ενώ η δεκαετία 2000- 2009 χαρακτηρίζεται από υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης στην ουσία αυτό δεν βελτιώνει την κατάσταση της οικονομίας αφού, η ανάπτυξη αυτή κατευθύνεται στην αποπληρωμή των τόκων, ενώ αν λάβουμε υπόψη και την πληρωμή των χρεολυσίων τότε δημιουργείται ένα έλλειμμα που οδηγεί σε νέα προσφυγή σε δανεισμό. Η κρίση του 2009 που θα χαρακτηριστεί από αρνητική ανάπτυξη θα εκτινάξει την ελλειμματικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η συνολική εικόνα επιδεινώνεται αν αναλογιστούμε πως πολλά ληξιπρόθεσμα δάνεια θα πρέπει να πληρωθούν μέσα στην περίοδο 2011- 2013 ενώ ο μέσος όρος αποπληρωμής των δανείων θα μειωθεί από τα 10 στα 7 χρόνια.
Ωστόσο, κι αυτή είναι η δεύτερη παρατήρηση, δεν πρόκειται για κάτι το ιστορικά πρωτοφανές , ούτε πρέπει να γίνονται συσχετίσεις με το 1898 ή το 1932 που οι ιστορικές συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές ( απουσία, κοινού νομίσματος, μικρότερος βαθμός διεθνοποίησης για την ελληνική οικονομία- άρα μικρότερη επίδραση στη διεθνή οικονομία από τις δύο χρεοκοπίες). Έπειτα όπως φαίνεται και το 2002 και το 2003 η κατάσταση ήταν σαφώς πιο επιβαρυμένη αφού οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους ήταν υψηλότερες. Εξάλλου σχεδόν όλο το χρέος (97%) είναι σε ευρώ κατά συνέπεια δεν επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις του ευρώ με το δολάριο, το γιεν και τη λίρα και δεν τίθεται θέμα ανεπάρκειας συναλλάγματος (Βεργόπουλος 2009) ενώ το 75% βρίσκεται στην κατοχή ευρωπαϊκών τραπεζών οι οποίες για προφανείς λόγους δεν θα επιθυμούσαν μια κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας . Τέλος το 75% του χρέους είναι με σταθερό επιτόκιο και το 25% με κυμαινόμενο κατά συνέπεια η επίδραση των αγορών αφορά κυρίως τα νέα δάνεια (Σταθάκης 2010).
7. Οι τρεις βασικές διαστάσεις του ζητήματος
Βασική μας θέση είναι πως τα πράγματα πήραν αυτή τη διάσταση επειδή το αληθινό πρόβλημα αφενός αφορούσε την κρίση στρατηγικής του ελληνικού κεφαλαίου αλλά, αφετέρου, επειδή πυροδότησε και ευρύτερες διεργασίες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Ελλάδα είναι χώρα της ευρωζώνης, κατά συνέπεια η συγκεκριμένη κρίση, η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο της παγκόσμιας ύφεσης, δεν μπορούσε να έχει μόνο «τοπικά» αποτελέσματα.
Σ’ ότι αφορά την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού, η αδυναμία εκπόνησης μιας εναλλακτικής αστικής στρατηγικής από την ελληνική άρχουσα τάξη εκτιμήθηκε αρνητικά από τις διεθνείς χρηματαγορές με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια διαδικασία απόσυρσης της εμπιστοσύνης των χρηματοπιστωτικών οίκων απέναντι στον ελληνικό καπιταλισμό. Με άλλα λόγια το πραγματικό πρόβλημα δεν ήταν ούτε το έλλειμμα ούτε το χρέος (άλλωστε όπως δείξαμε κι άλλες χώρες αντιμετωπίζουν παρόμοια ζητήματα) αλλά δύο εντελώς διαφορετικά ζητήματα: η απαξίωση που γνώρισε ο ελληνικός καπιταλισμός από τις διεθνείς αγορές και η συνολικότερη διεθνή διάσταση της κρίσης. Ας τα δούμε αυτά τα δύο ζητήματα πιο αναλυτικά.
Σε σχέση με τις αγορές σχηματίστηκε η εκτίμηση πως ο ελληνικός καπιταλισμός είναι πιθανό να μπει σε πορεία υποβάθμισής του στο διεθνή καταμερισμό εργασίας στο επόμενο διάστημα και κατά συνέπεια ενείχε κινδύνους η επένδυση σε αυτόν και γι’ αυτό η Ελλάδα σήμερα δανείζεται με τόσο υψηλά επιτόκια . Αυτό είχε την αντανάκλασή του και στο τραπεζικό σύστημα: οι τράπεζες αναζητούν στο εξωτερικό κεφάλαια για τη συντήρηση της ζήτησης αλλά η χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας συντελεί στη διαμόρφωση των υψηλών επιτοκίων δανεισμού (Πελαγίδης- Μητσόπουλος 2010: 248). Γιατί, όμως συμβαίνει αυτό; Η κατεύθυνση κεφαλαίων στο χώρο της χρηματοπιστωτικής σφαίρας συμπυκνώνουν μια πρόβλεψη εμπεριέχοντας ένα σημαντικό στοιχείο ρίσκου: οι αγορές κάνουν μια εκτίμηση για τη μελλοντική παραγωγή υπολογίζοντας σε ένα δικαίωμα στο μελλοντικό εισόδημα που αναμένεται να προέλθει από αυτή την παραγωγή. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως δεν υπάρχει τρόπος που να εγγυάται ότι τα κέρδη αυτά όντως θα πραγματοποιηθούν. Έτσι από τη στιγμή που οι αγορές σχηματίζουν την εντύπωση πως οι συνθήκες που επικρατούν σε μια χώρα (και σε αυτό συμπεριλαμβάνονται παράγοντες όπως η στρατηγική της αστικής τάξης αλλά και οι αντιστάσεις των κυριαρχούμενων στρωμάτων) δεν διασφαλίζουν την αρχικά προβλεπόμενη κερδοφορία τότε «υποβαθμίζουν» τη συγκεκριμένη χώρα μέσω της μαζικής εκροής κεφαλαίων ή/ και μέσω της ανόδου των επιτοκίων (Ιωακείμογλου 2010β).
Σ’ ότι αφορά τη διεθνή της διάσταση η ελληνική κρίση έχει να κάνει με το ευρώ και τους ενδο-ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Η προσπάθεια αρκετών ευρωπαϊκών χωρών ήταν να δημιουργήσουν ένα ισχυρό νόμισμα που σταδιακά θα λειτουργούσε ως το παγκόσμιο αποταμιευτικό νόμισμα. Πράγματι η πορεία του ευρώ θα είναι αποβεί ιδιαίτερα ικανοποιητική κερδίζοντας σημαντικά μερίδια στις παγκόσμιες αγορές. Έτσι στις διεθνείς αγορές χρεογράφων το ευρώ το Δεκέμβριο του 2007 εκφράζει το 32,7% της συνολικής αξίας τους σε σχέση με το 21,7% που εξέφραζε το 1999. Αντίστοιχα η συμμετοχή του δολαρίου μειώθηκε από 46,8% το 1999 σε 43,2% το 2007. Το 2004 το 19% των συναλλαγών σε συγκεκριμένα χρηματο-οικονομικά προϊόντα (spot, swaps, outiright) ήταν σε ευρώ, με το δολάριο να κυριαρχεί με ποσοστό 44% και τη βρετανική λίρα στο 8,5% και το γιεν στο 10%. Το πιο σημαντικό όμως, είναι η παρουσία του ευρώ στο σύνολο των παγκόσμιων αποθεματικών. Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία το 2007 το 63,9% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων ήταν σε δολάρια ΗΠΑ (έναντι 71% το 1999), το μερίδιο του ευρώ κυμαινόταν στο 26,5%, (έναντι 17,9% το 1999), η στερλίνα περιοριζόταν στο 4,7%, (έναντι 2,9% το 1999), και το γιεν στο 2,9% (έναντι 6,8% το 1995). (Μελάς 2010: 35). Συμπερασματικά το ευρώ κατόρθωσε να παρουσιάσει μια σημαντική δυναμική, χωρίς βεβαίως να μεταβληθεί στο κύριο αποθεματικό νόμισμα, η οποία συντέλεσε στο να περιοριστεί, έστω και ανισόμετρα, η παρουσία των άλλων νομισμάτων. Η εξέλιξη αυτή θα συναντήσει την αντίδραση των αντίπαλων σχηματισμών, πόσο μάλλον που το ευρώ από το διάστημα της δημιουργίας του ανατιμήθηκε πλειστάκις έναντι του δολαρίου και της λίρας.
Η κρίση στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως κερκόπορτα όχι μόνο για να αντληθούν κερδοσκοπικά κέρδη από τον ακριβό δανεισμό αλλά επίσης για να μετατραπεί η κρίση της Ελλάδας σε κρίση του Ευρώ . Στο εσωτερικό της ευρωζώνης αυτό αποτυπώθηκε στις πραγματικές αντιθέσεις μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας . Η Γαλλία βλέποντας τον κίνδυνο που δημιουργούνταν θέλησε να βοηθήσει την Ελλάδα, όχι βέβαια για λόγους φιλευσπλαχνίας αλλά διότι φοβήθηκε πως η κρίση στη συνέχεια θα επεκτεινόταν και στην Πορτογαλία και την Ισπανία με αποτέλεσμα να επέλθει η κατάρρευση του κοινού νομίσματος. Η Γερμανία από την πλευρά της έχει εκτιμήσει πως τα ιδιαίτερα συμφέροντά της εκφράζονταν μέσω της υφιστάμενης κατάστασης όπου όντας η χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα είχε καταφέρει να ηγεμονεύσει ως εξαγωγική δύναμη στο χώρο της ευρωζώνης. Διαφορετικά ειπωμένο, η περαιτέρω εξαγωγική διείσδυση της Γερμανίας δε βασίστηκε στις ονομαστικές ανταλλακτικές αξίες των βασικών αποθεματικών νομισμάτων αλλά στην τεχνολογική καινοτομία, όπου διατήρησε την πρωτοπορία της σε συγκεκριμένους βιομηχανικούς κλάδους (αυτοκινητοβιομηχανία, χημική βιομηχανία, μηχανολογικός εξοπλισμός), στο διευρυμένο τομέα των κεφαλαιακών αγαθών καθώς και στην καθήλωση των μισθών (Χωραφάς 2010: 12- 13). Το αποτέλεσμα ήταν μεταξύ 2000 και 2010 η Γερμανία να έχει συσσωρεύσει ένα πολύ μεγάλο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών, μόνο το 2007 ήταν της τάξης του 8%. Αυτό συνέβη γιατί στο διάστημα αυτό οι μεν εξαγωγές πολλαπλασιάστηκαν αλλά η εσωτερική ζήτηση έμεινε στάσιμη σημειώνοντας μια ανεπαίσθητη αύξηση του 0,2% ετησίως. Η ασήμαντη αύξηση της εσωτερικής ζήτησης οφείλεται στη στασιμότητα της πραγματικής αμοιβής της εργασίας, 0,4%- κατά πολύ μικρότερη της αύξησης της παραγωγικότητας. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μέσα σε μια δεκαετία ένα προϊόν να στοιχίζει 25% περισσότερο αν έχει παραχθεί στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Πορτογαλία και την Ισπανία , 23% στην Ιρλανδία και 13% στη Γαλλία ενώ στη Γερμανία η τιμή του έχει παραμείνει σταθερή (Φλάσμπεκ 2010: 57).
Κατά συνέπεια για τη Γερμανία οποιαδήποτε βοήθεια προς την Ελλάδα θεωρήθηκε πως θα λειτουργούσε ως αφορμή για να περιοριστούν τα κέρδη των γερμανικών επιχειρήσεων αφού αυτό θα συνέβαλε ανασχετικά και στις διαφορές παραγωγικότητας ενώ θα δημιουργούσε και εσωτερικά προβλήματα στη Γερμανία αφού ο εξαγωγικός της θρίαμβος στηρίχτηκε και σε πολιτικές λιτότητας, ενός εύρους που δε γνώρισαν οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Διαφορετικά ειπωμένο ο γερμανικός καπιταλισμός συμφώνησε να συμμετάσχει στο ευρώ θεωρώντας πως οι άλλοι σχηματισμοί χάνοντας το όπλο των υποτιμήσεων δεν θα μπορούσαν να συναγωνιστούν τη δική του υψηλή παραγωγικότητα σε συνδυασμό με τη μισθολογική συγκράτηση. Όταν οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής άρχισαν να γίνονται ορατές υπήρξε η εκτίμηση πως είναι προτιμότερο να πιεστεί η ελληνική οικονομία παρά να τεθεί σε αμφισβήτηση το όλο πλαίσιο που επέφερε πολύ μεγάλα κέρδη στη Γερμανία. Διαφορετικά ειπωμένο με την υιοθέτηση του ευρώ η Γερμανία φάνηκε να παίρνει μια επιλογή «επικέντρωσης» των δραστηριοτήτων της εντός της ευρωζώνης. Γι’ αυτό και το 43% των εξαγωγών της γίνεται ενός της νομισματικής ένωσης
Υπάρχει βεβαίως και μια τρίτη, πρόσθετη, διάσταση η οποία δεν έχει πάρει ακόμα σαφή χαρακτηριστικά αλλά εκτιμούμε πως στο προσεχές μέλλον θα απασχολήσει τη γενικότερη ριζοσπαστική σκέψη. Ξεκινώντας από την Ελλάδα, η οποία παρεμπιπτόντως πάντοτε αποτελούσε μια δυτική ανορθοδοξία με το δυναμικό εργατικό κίνημα, την ισχυρή αριστερή παράδοση και το μετατοπισμένο πιο προς τ’ αριστερά πολιτικό σύστημα, φαίνεται να επιδιώκεται η μετάβαση σε μια νέα φάση για τους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς.
Η σημερινή κρίση αποδεικνύει πως η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους δεν εμφανίζει αντίρροπες τάσεις ούτε μέσω των αλλαγών στην οργάνωση της παραγωγής (εφαρμογή των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων) ούτε μέσω των τεχνολογικών καινοτομιών (χρήση της πληροφορικής στην παραγωγή, νέοι αυτοματισμοί, βιοτεχνολογία). Ταυτόχρονα το γεγονός πως σημαντικό μέρος της επέκταση της συσσώρευσης συνδέθηκε με την ανάπτυξη των υπηρεσιών, δηλαδή σε χώρους έντασης εργασίας, δημιούργησε όρια στην αύξηση της παραγωγικότητας. Έπειτα η δυναμική παρουσία στο διεθνή καταμερισμό εθνικών σχηματισμών χαμηλού κόστους εργασίας αλλά αυξημένων δεξιοτήτων του συλλογικού εργαζόμενου εργασίας (πχ Κίνα, Ινδία) αντικειμενικά πίεσε τα ηγεμονικά κράτη δημιουργώντας συνθήκες μειωμένης κερδοφορίας. Τέλος η κατεύθυνση ενός τμήματος των παραγωγικών κερδών στο χώρο του χρηματοπιστωτικού συστήματος λειτουργούσε ανασταλτικά στην υιοθέτηση ευρύτερων παραγωγικών και εργασιακών αναδιαρθρώσεων.
Η κρίση που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ το 2007- 2008 με τη μορφή της φούσκας στις αξίες των ακινήτων συμπύκνωσε όλα τα προηγούμενα προβλήματα. Ακριβώς επειδή η χρηματοπιστωτική επέκταση λειτουργούσε ως προ- επικύρωση παραγωγής μελλοντικών αξιών και κερδών, εμπεριείχε το κίνδυνο της απότομης διόρθωσης και της μαζικής απαξίωσης χρηματο- οικονομικών τίτλων που σε συνδυασμό με την υποβόσκουσα τάση υπερσυσσώρευσης οδήγησαν στην παγκόσμια οικονομική κρίση .
Το πρόβλημα, ωστόσο, με τη συγκεκριμένη οικονομική κρίση είναι πως δεν αποτελεί παρά την (επαν) ενεργοποίηση της κρίσης του 1973 η οποία δεν είχε επιλυθεί αλλά απλώς αναβληθεί, αφού διατηρήθηκαν τα κρισιακά στοιχεία σε μια λανθάνουσα κατάσταση. Όπως έχει δείξει ο Μπρένερ η οικονομική επένδυση στις ΗΠΑ, την ΕΕ και την Ιαπωνία σε όλους τους δείκτες (μεγέθυνση του προϊόντος, επένδυση, απασχόληση, μισθοί) επιδεινώνεται συνεχώς από το 1973 (Brenner 2002; Brenner 2008)- βλ. και τα στοιχεία των πινάκων 3 και 4 του παραρτήματος. Για τον Μπρένερ το πρόβλημα εστιάζεται στην ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ αμερικανικών, ιαπωνικών και ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και δεδομένου πως τα μεγέθη είναι απαγορευτικά για αποσύρσεις παγίου κεφαλαίου δημιουργείται πτώση στο μέσο ποσοστό κέρδους των παραγωγικών τομέων, γεγονός που οδηγεί σε επιβράδυνση των επενδύσεων και σε συμπίεση των μισθών. Η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης συνέβαλε στην αποτροπή κατάρρευσης της κερδοφορίας αλλά δεν την απεκατέστησε στα προ του ’74 ύψη. Έτσι, το πρόβλημα της συσσώρευσης του κεφαλαίου επιχειρήθηκε να επιλυθεί μέσω της αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης που θα χρηματοδοτούνταν από την επέκταση του δανεισμού, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία μιας σειράς από χρηματοπιστωτικές φούσκες. Η αποτυχία της αστικής στρατηγικής ήταν πως επένδυσε καθοριστικά σε μια κατεύθυνση «μεγέθυνσης του χρέους». Με αυτό τον τρόπο υπήρχε η εκτίμηση πως οι καπιταλιστές θα έβγαζαν κέρδη από τα δάνεια που παρείχαν στους εργαζόμενους και από την άλλη πως με αυτό τον τρόπο θα ενισχυόταν η ζήτηση καπιταλιστικών εμπορευμάτων (Wolff 2008). Εν τούτοις, oι πρόσφατες εξελίξεις έδειξαν πως μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να δώσει απάντηση στη δομική κρίση του καπιταλισμού.
Σταθήκαμε λίγο πιο διεξοδικά στα θέμα της παγκόσμιας κρίσης για να δείξουμε το βάθος των προβλημάτων και τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησαν οι μέχρι τώρα «λύσεις». Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι πως η κρίση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά ότι η Ελλάδα εντάσσεται με ένα ιδιόμορφο τρόπο μέσα σε αυτή. Ακολουθείται με διαλεκτικό τρόπο η πορεία «ελληνική κρίση- κρίση του ευρώ- παγκόσμια κρίση» και αντίστροφα. Σε κάθε περίπτωση, και εδώ η Ελλάδα λειτουργεί ως «πειραματόζωο», είναι απαραίτητη η ανεύρεση νέων τρόπων αναστροφής της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Αυτό που φαίνεται να κυριαρχεί ως επιλογή είναι η κατεύθυνση της αλλαγής του συσχετισμού μεταξύ απόλυτης και σχετικής υπεραξίας. Αυτό δε σημαίνει πως δε θα συνεχίσει να κυριαρχεί η σχετική υπεραξία αλλά πως θα υπάρξει μεγάλη μείωση της συμμετοχής της εργασίας στον παραγόμενο πλούτο με παράλληλη αύξηση του χρόνου της απασχόλησης. Γι αυτό και στην Ελλάδα τα μέτρα δεν περιορίζονται σε μια νέα περίοδο λιτότητας αλλά εκφράζουν την τάση κατάργησης κοινωνικών κατακτήσεων δεκαετιών, με πρόσχημα την έλευση της κρίσης.
8. Υπάρχει περίπτωση τα συγκεκριμένα μέτρα να οδηγήσουν στην ανάκαμψη;
Βάση των όσων αναφέραμε εκτιμούμε πως τα συγκεκριμένα μέτρα που λήφθηκαν όχι μόνο δεν θα συντελέσουν στη μείωση του ελλείμματος αλλά το πιο πιθανό είναι πως θα βυθίσουν τη χώρα σε βαθιά ύφεση. Καταρχήν τα μέτρα δεν αποφασίστηκαν για τους λόγους που προβλήθηκαν, αφού όπως είδαμε το όλο ζήτημα είναι αρκετά διαφορετικό, και κατά προέκταση είναι δύσκολο να υπάρξει αντιστοίχηση μεταξύ μέτρων και στόχων. Από εκεί πέρα ανακύπτουν και άλλα θέματα. Η βασική αντίληψη περί δημοσιονομικής εξυγίανσης στηρίζεται στην άποψη πως με περιορισμό της συνολικής ζήτησης θα ακολουθήσει κρίση των πωλήσεων με αποτέλεσμα την πτώση των τιμών και στη συνέχεια αναθέρμανση της αγοράς. Αυτό που δεν πρέπει να γίνει, υποστηρίζουν οι θιασώτες της κυβερνητικής πολιτικής, είναι μια αύξηση των μισθών γιατί τότε θα περιοριστούν τα κέρδη και επομένως οι επενδύσεις και στη συνέχεια η απασχόληση. Ωστόσο αυτό που δεν γίνεται αντιληπτό, όχι για λόγους νοημοσύνης αλλά επειδή πρόκειται για σαφώς ταξικές πολιτικές, είναι πως η αύξηση των κερδών και των επενδύσεων γίνεται εφικτή μόνο αν το βάρος της οικονομικής πολιτικής κατευθύνεται στην επέκταση της συνολικής ζήτησης. Σε αντίθετη περίπτωση τα «φθηνά» εμπορεύματα θα μείνουν απούλητα, οι επιχειρήσεις θα περιορίσουν την παραγωγή τους, η ανεργία θα αυξηθεί και η ύφεση θα βαθύνει. Γιατί θα συμβεί αυτό; Πολύ απλά γιατί η μείωση των μισθών θα επιφέρει μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, γεγονός που θα επηρεάσει αρνητικά τη συνολική ζήτηση και μέσω αυτής τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Οι επιχειρήσεις διαπιστώνοντας πως το παραγωγικό τους δυναμικό δεν χρησιμοποιείται επαρκώς δεν έχουν λόγω να προχωρήσουν σε νέες επενδύσεις- πόσο μάλλον που στην περίπτωση της Ελλάδας ένα μεγάλο τμήμα του αποθέματος του παγίου κεφαλαίου συσσωρεύθηκε πρόσφατα. Το αποτέλεσμα θα είναι να μειωθεί η συμβολή όλων των συνιστωσών της εσωτερικής ζήτησης με άμεσο αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας, γεγονός που θα συντελέσει στην περαιτέρω μείωση της εσωτερικής ζήτησης κοκ. Η χειρότερη, δε, προοπτική θα είναι η δυσκολία που θα έχει η ελληνική οικονομία να επανέλθει στην αρχική της κατάσταση ακόμα και όταν, κάποτε, αυξηθεί η ζήτηση. Κι αυτό γιατί μέχρι τότε θα έχει καταστραφεί ένα τμήμα του κεφαλαιακού αποθέματος,, θα έχουν πτωχεύσει αρκετές επιχειρήσεις ενώ ένα τμήμα του εργατικού δυναμικού που θα βρίσκεται στην ανεργία θα έχει χάσει τις γνώσεις και τις δεξιότητές του (Ιωακείμογλου 2010α:).
Συμπερασματικά η μείωση των εισοδημάτων δεν θα λύσει το πρόβλημα αλλά, αντιθέτως, θα δημιουργήσει πληθώρα νέων ζητημάτων (Θανασούλας 2010: 13). Στον δε τραπεζικό τομέα θα αυξηθεί η επισφάλεια των τραπεζών με συνέπεια τη νέα περιστολή της ρευστότητας στους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας (Λαπατσιώρας- Μηλιός 2010: 12)
9. Συμπέρασμα
Όπως έχει δείξει η «Σχολή Αλτουσέρ» η ιδιαιτερότητα του πολιτικού είναι πως συμπυκνώνει την ταξική πάλη σε όλα τα επίπεδα. Υπό αυτή την έννοια τα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα δεν είναι απλώς μια οικονομικού χαρακτήρα απάντηση στην κρίση, αλλά μια σαφής πολιτική στρατηγική που εκφράζει συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα. Η ελληνική άρχουσα τάξη βρίσκεται μέσα σε μια δίνη η οποία αποτελεί προϊόν πολλών και διαφορετικών εκφάνσεων της ταξικής πάλης: την αδυναμίας συνέχισης του συγκεκριμένου τρόπου ένταξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, των αντιφάσεων που έχει δημιουργήσει η χρήση του ευρώ στο πλαίσιο της παγκόσμιας κρίσης, της ανάγκης συμμόρφωσης όλων των εθνικών σχηματισμών με τις κατευθύνσεις των ισχυρών ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, της προσπάθειας σε διεθνή κλίμακα ανεύρεσης ενός νέου μοντέλου συσσώρευσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εκτιμούμε πως τα επόμενα χρόνια θα χαρακτηριστούν από προσπάθειες των εθνικών αστικών τάξεων για συστηματική και εντατική μετακύλιση του κόστους της κρίσης στον κόσμο της ζωντανής εργασίας. Σε αυτό οι οργανωμένες, πολιτικά και συνδικαλιστικά, μορφές εκπροσώπησης των λαϊκών συμφερόντων θα κληθούν να σχεδιάσουν αποτελεσματικές στρατηγικές ανάσχεσης της επίθεσης του κεφαλαίου. Το μέλλον, πέραν του ότι διαρκεί πολύ, προοιωνίζεται και πολύ ενδιαφέρον…
Πηγή: http://aristerovima.gr/details.php?id=2057
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου