(Πριν, 10.11.2013)
του Λεωνίδα Βατικιώτη
Το
μαύρο στην ΕΡΤ τον Ιούνιο και οι χειροπέδες που πέρασαν στην ενημέρωση
τα ξημερώματα της Πέμπτης 7ης Ιουνίου δεν ήταν μια σπασμωδική κίνηση.
Όπως βεβαιώνει και το παράδειγμα της Λατινικής Αμερικής, την εκχώρηση
των κοινωνικών δικαιωμάτων ενός λαού, ακολουθεί κατά πόδας κι η εκχώρηση
του δικαιώματος στην ενημέρωση.
Πολύ
εύστοχη ήταν η σύγκριση των πολιτικών λιτότητας που εφαρμόζονται στην
Ελλάδα, κι ευρύτερα στην Ευρώπη, με τις αντίστοιχες οικονομικές
πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην Λατινική Αμερική με ευθύνη του ΔΝΤ και
φυσικά των πολιτικών ελίτ των συγκεκριμένων χωρών, από την οργάνωση
Oxfam σε πρόσφατη έκθεσή της που εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2013. Από
15, το ελάχιστο, έως 25 εκ. επιπλέον φτωχοί θα δημιουργηθούν μέχρι το
2025, επισημαίνει η βρετανική μη κυβερνητική οργάνωση που
δραστηριοποιείται στην καταπολέμηση της φτώχειας, αν συνεχιστούν οι
πολιτικές λιτότητας που υιοθετούνται σήμερα. Ξεχωριστή σημασία έχει η
παρατήρηση ότι η λιτότητα αποτυγχάνει ακόμη και στους στόχους που
υποτίθεται ότι υπηρετεί. “Όσο αυστηρότερη είναι η λιτότητα τόσο
μεγαλύτερη είναι η αύξηση στο λόγο του δημόσιου χρέους”, τονίζει η Oxfam
(που αποτελεί ομπρέλα 17 διαφορετικών οργανώσεων οι οποίες
δραστηριοποιούνται σε 90 χώρες) υπογραμμίζοντας ότι αυτό δεν συμβαίνει
μόνο στην Ελλάδα, όπου το δημόσιο χρέος από 300 δισ. ευρώ και 129% του
ΑΕΠ το 2009 έχει φτάσει σε 321 δισ. ευρώ και ως ποσοστό επί του
παραγόμενου πλούτου το 175%, με έντονες αυξητικές τάσεις, παρότι μάλιστα
μεσολάβησαν 3 αναδιαρθρώσεις! Το ίδιο ακριβώς παρατηρείται στην Αγγλία,
την Ισπανία και την Πορτογαλία, ως αποτέλεσμα της προτεραιότητας που
έδωσε η Ευρωπαϊκή Ένωση στη διάσωση των τραπεζών χρηματοδοτώντάς τις με
το αστρονομικό ποσό των 4,5 τρισ. ευρώ, που ισοδυναμεί με το 36,7% του
ΑΕΠ της ΕΕ! Πως να μην αυξηθεί το δημόσιο χρέος;
Η Oxfam επισημαίνει τον
ορατό κίνδυνο “Λατινοαμερικανοποίησης” της Ευρώπης, να βιώσουμε κι
εμείς μια “χαμένη δεκαετία”. Δηλαδή, η γηραιά ήπειρος να βρεθεί
αντιμέτωπη με κοινωνικές αντιθέσεις και ανισότητες που συναντιούνται
μόνο στην Λατινική Αμερική ως αποτέλεσμα των ιδιωτικοποιήσεων, της
μείωσης μισθών και της κατάργησης κάθε έννοιας εργατικού δικαιώματος και
σταθερής εργασιακής σχέσης. Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό των φτωχών
αυξήθηκε από 40,5% το 1980 σε 48,3% το 1990 για να μειωθεί στο επίπεδο
του 1980 μόνο το 2005! Κι αυτό μάλιστα αφού χύθηκε αίμα και μεσολάβησε η
υιοθέτηση βαθιά ριζοσπαστικών πολιτικών, σε χώρες όπως η Αργεντινή, η
Βενεζουέλα, κ.α.
Η αμερικάνικη υποήπειρος δεν
παλεύει μόνο να αντιμετωπίσει την φτώχεια που άφησε το ΔΝΤ αλλά να
χαλιναγωγήσει και τους βαρόνους των ΜΜΕ
Δυστυχώς για την Ευρώπη
οι ομοιότητες με την Λατινική Αμερική επεκτείνονται πολύ πέρα από την
οικονομία. Μια ματιά στις πολύ πρόσφατες εξελίξεις στο τοπίο των ΜΜΕ της
Λατινικής Αμερικής, που (σε όλο τον κόσμο) έχει εξελιχθεί σε έναν
εξαιρετικά ευαίσθητο σεισμογράφο των οικονομικών και πολιτικών
εξελίξεων, αποδεικνύει ότι η απόφαση της κυβέρνησης να κλείσει την ΕΡΤ
και τα δημοτικά ραδιόφωνα το προσεχές διάστημα σηματοδοτεί την ταχεία
επέκταση της “λατινοαμερικανοποίησης” και στο χώρο της ενημέρωσης.
Τελικός προορισμός αναμφισβήτητα είναι ένα τοπίο ασφυκτικά ελεγχόμενο
από τους βαρόνους της ενημέρωσης και εντελώς εχθρικό σε κάθε μορφή
δημόσιου ελέγχου και κοινωνικής κριτικής.
Τα
παραδείγματα από τρεις χώρες της Λατινικής Αμερικής είναι πολύ
ενδεικτικά για την επόμενη μέρα της ενημέρωσης στην Ελλάδα, αν περάσουν
τα σχέδια καναλαρχών, Τρόικας και κυβέρνησης.
Όταν έφτασε το ταξί στο
κτίριο της κρατικής τηλεόρασης και του ραδιοφώνου στην πρωτεύουσα του
Ισημερινού, το Κίτο, κατά την τελευταία μου επίσκεψη τον Μάιο του 2012,
παρατηρώντας το, δεν ήξερα αν πρέπει να γελάσω ή να οργιστώ φέρνοντας
στο μυαλό μου την πολεμική της αντιπολίτευσης που κατήγγειλε την
κυβέρνηση του αριστερού προέδρου Ραφαέλ Κορέα ότι δημιουργεί στην
ενημέρωση κολχόζ και σοβχόζ, κατά τα πρότυπα της Σοβιετικής Ένωσης,
επειδή τόλμησε να δημιουργήσει δημόσια ΜΜΕ. Ένας θεσμός που ισχύει σε
όλη την Δυτική Ευρώπη. Προς μεγάλη μου έκπληξη (κι απογοήτευση, κατά
κάποιον τρόπο) η περίφημη έδρα των σοβχόζ και κολχόζ περισσότερο έμοιαζε
με τα γραφεία μιας μικρής εφημερίδας παρά με τα δυσθεώρητα και ογκώδη,
ομοιόμορφα κτίρια που δέσποζαν στις πρωτεύουσες του λεγόμενου υπαρκτού,
φιλοξενώντας τα γραφεία κομματικών εφημερίδων και κρατικών
ραδιοτηλεοράσεων. Τα δε ποσοστά τηλεθέασης και ακροαματικότητας
προκαλούσαν την ίδια …απογοήτευση: σταθερά μονοψήφια, τείνοντας μάλιστα
περισσότερο στο κάτω άκρο της πρώτης δεκάδας παρά στο πάνω! Τα
τηλεοπτικά κανάλια δε, που συγκέντρωναν την υψηλότερη τηλεθέαση ήταν
τόσο εμπαθή κατά του Κορέα, ώστε σε ωθούσαν να επιλέξεις το ισπανόφωνο
CNN για ενημέρωση, που φάνταζε σαν όαση αντικειμενικότητας.
Στην Αργεντινή η
κυβέρνηση της Κριστίνα Κίρχνερ διεξάγει από το 2009 έναν άνισο αγώνα
εναντίον του μονοπωλίου που ελέγχει την ενημέρωση πάνω από 50 χρόνια. Η
προσπάθεια της επικεντρώνεται στο σπάσιμο του μονοπωλίου που εκδίδει την
εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας Clarin και 6 επιπλέον εφημερίδες, ελέγχει
το 60% της αγοράς στην καλωδιακή τηλεόραση, το 25% στο ίντερνετ, το
δεύτερο σε θεαματικότητα τηλεοπτικό κανάλι, 3 περιφερειακές τηλεοράσεις,
10 ραδιοφωνικούς σταθμούς, ένα πρακτορείο ειδήσεων και το μεγαλύτερο
τυπογραφείο… Επιχειρεί δε να σπάσει το μονοπώλιο στην ενημέρωση μέσω
ενός νόμου (υπ. αρ. 26.522) που θέτει όρια στην ιδιοκτησία των ΜΜΕ. Η
κριτική που ασκείται στην Κίρχνερ είναι πανομοιότυπη με την κριτική κατά
του Κορέα. Κατηγορείται για πλήγματα στην ελευθεροτυπία, προσπάθεια
φίμωσης του Τύπου, κ.α. “Αυτή η τάση παρατηρείται σε αρκετές ακόμη χώρες
της Νότιας Αμερικής”, έγραφε σε ανάλυσή της η βρετανική εφημερίδα
Guardian Weekly στις 30 Αυγούστου. “Τέσσερις μεγάλοι όμιλοι Μέσων – όλοι
με δεσμούς στο παρελθόν με δεξιές δικτατορίες – έχουν ένα μερίδιο
αγοράς στη Νότια Αμερική που φτάνει το 80%”, συνεχίζει η Guardian.
Εκεί ωστόσο που η
σύγκρουση μεταξύ βαρόνων της ενημέρωσης και δημόσιου συμφέροντος έφτασε
στα άκρα ήταν στην Βενεζουέλα του Τσάβες, όπου ο χαρισματικός και πρόωρα
χαμένος ηγέτης της Μπολιβαριανής επανάστασης κατάφερε να κερδίσει 3
προεδρικές, 10 περιφερειακές και βουλευτικές εκλογές και 4 δημοψηφίσματα
έχοντας απέναντί του ολόκληρο το μιντιακό υπερκράτος. Καθόλου τυχαίο
δεν είναι το ότι από τη Βενεζουέλα ξεκίνησε το μοναδικό για τα δεδομένα
της Λατινικής Αμερικής εγχείρημα του δικτύου Tele Sur το οποίο στόχευε
όχι μόνο στην ενοποίηση της Λατινικής Αμερικής αλλά και στην δημιουργία
ενός Μέσου, υψηλών δημοσιογραφικών και τεχνικών απαιτήσεων, που θα είναι
πιο αντικειμενικό από τα Μέσα των Λατινοαμερικάνων βαρόνων. Το τόλμημα
του Τσάβες, που έχει στεφτεί με μεγάλη επιτυχία δεν προκάλεσε ένα βαθύ
ρήγμα μόνο στην βορειο-αμερικάνικη παράδοση που ακολουθεί κατά πόδας η
Νότια Αμερική, βάσει της οποίας κάθε κρατική ιδιοκτησία στα Μέσα
ισοδυναμεί με διαστρέβλωση της ενημέρωσης. “Θέσφατο” για το οποίο
επικαλούνται και την πρώτη τροποποίηση του αμερικάνικου συντάγματος που
κατοχυρώνει την ελευθερία του λόγου. Κυρίως ανέτρεψε το status που
διαμόρφωσε η δεκαετία του ’90 στην Λατινική Αμερική, που μπορεί να ήταν
μια “χαμένη δεκαετία” για τους λαούς, ήταν όμως μια “κερδισμένη
δεκαετία” για τον καπιταλισμό και τους ιδιοκτήτες της ενημέρωσης.
Άνισα κατανεμημένος πλούτος και ενημέρωση
ΤΕΛΟΣ ΣΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΠΟΛΥΦΩΝΙΑΣ
Υπό ένα
άλλο πρίσμα η υπερσυγκέντρωση που επήλθε στον ιδιοκτησιακό έλεγχο των
ΜΜΕ ακολούθησε μέχρι κεραίας την υπερσυγκέντρωση που είχε προηγηθεί στον
πλούτο. Το συντριπτικό δε πλήγμα που δέχτηκε η δημοκρατία στην
ενημέρωση, απλώς μετέφερε και στο χώρο της πληροφορίας το πλήγμα που
είχε υποστεί η δημοκρατία στην διανομή του κοινωνικού πλούτου. Άνισα
κατανεμημένος πλούτος – άνισα κατανεμημένη ενημέρωση.
Στην
Ελλάδα το μαύρο που επέβαλε η κυβέρνηση στην ΕΡΤ τον Ιούνιο κι οι
χειροπέδες το Νοέμβριο άμεσα υπηρετούσε τον στόχο κάλυψης του αριθμού
απολύσεων που ζητούσε η Τρόικα. Μακροπρόθεσμα ωστόσο δύο ήταν οι στόχοι:
Ο πρώτος ήταν να περάσει στην ιστορία ένα καθεστώς αντικειμενικότητας
και ανεξαρτησίας που εξασφάλιζε το καθεστώς της μονιμότητας των
υπαλλήλων της κρατικής ραδιοτηλεόρασης, σε βαθμό ακόμη κι η συνήθης
διευθυντική τρομοκρατία να πέφτει στο κενό μπροστά στην δημοσιογραφική
δεοντολογία. Ο δεύτερος στόχος ήταν να μπορέσει η εν εξελίξει και
καθόλου ομαλή αναμόρφωση του εκδοτικού τοπίου να περιλαμβάνει μεγαλύτερα
μερίδια τηλεθέασης και ακροαματικότητας (και κατά συνέπεια
διαφημιστικής δαπάνης) για τους ιδιώτες. Για πόσο καιρό μπορείς να έχεις
στη μνήμη του ραδιοφώνου την ΕΡΑ χωρίς να μεταδίδει τίποτε; Κάποια
στιγμή θα πατήσεις παρατεταμένα το πλήκτρο της απομνημόνευσης σε έναν
ιδιωτικό ραδιοσταθμό κι ας μην είναι η καλύτερη επιλογή. Έτσι αργά και
σταθερά τα μερίδια ακροαματικότητας και θεαματικότητας χάνονται προς
όφελος των ιδιωτικών Μέσων.
Μάννα εξ
ουρανού για τους ιδιώτες θα είναι και το επικείμενο κλείσιμο, αν όχι
όλων, των περισσότερων τουλάχιστον δημοτικών ραδιοσταθμών, στο πλαίσιο
του εξορθολογισμού των οικονομικών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι 700
εργαζόμενοι που θα πεταχτούν στον δρόμο θα είναι το θυσίασμα στην
πολιτική συμμαχιών του Σαμαρά και του Βενιζέλου με τους επαρχιακούς και
περιφερειακούς εκδότες που κατά κανόνα είναι βουτηγμένοι στην διαπλοκή
και έρμαια μικροσυμφερόντων. Γι’ αυτό και τα δημοτικά ραδιόφωνα που τις
περισσότερες φορές παρείχαν πολύ πιο επαγγελματική ενημέρωση τούς
κάθονταν στο στομάχι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πολλά δεν ήταν
θερμοκήπια εξυπηρετήσεων και αργομισθιών. Τυπικό και κορυφαίο παράδειγμα
ο ραδιοσταθμός του Δήμου Αθήνας, ο 9,84.
Με το κλείσιμο όμως των
δημοτικών ραδιοφώνων κλείνει και μία εποχή που άνοιξε το 1987 όταν οι
ραδιοσταθμοί των δημάρχων Αθήνας Μ. Έβερτ και Πειραιά Α. Ανδριανόπουλος,
9,84 και 90,6 αντίστοιχα, μετατρέπονταν σε πολιορκητικούς κριούς για να
εισέλθουν οι ιδιώτες στο χώρο της ηλεκτρονικής ενημέρωσης, σπάζοντας το
περίφημο “μονοπώλιο της κρατικής” με έναν τόσο άναρχο και χαοτικό τρόπο
που θα ζήλευαν ακόμη κι οι χρυσοθήρες της Άγριας Δύσης. Όποιος πρόλαβε
πήρε (συχνότητα) κι όπου βρήκε έκατσε… Ήταν η εποχή που ο καπιταλισμός
πρόσφερε αφειδώλευτα και αχρεωστήτως αυταπάτες πολυφωνίας. Ο κύκλος όμως
που ανοίγει τώρα στην ενημέρωση πάνω στα συντρίμμια του επιχειρηματικού
χάρτη της τελευταίας 25ετίας, όπως μαρτυρούν οι ιλιγγιώδεις ζημιές
τηλεοράσεων και εκδοτικών ομίλων, θα έχει μια πληροφόρηση πολύ πιο
αυστηρά ελεγχόμενη, που θα τείνει να είναι μονοπωλιακή. Αντίθετα με ό,τι
επικαλούνται κυβέρνηση και Τρόικα για τους δικηγόρους, τους μηχανικούς,
τους φαρμακοποιούς κι άλλους ελεύθερους επαγγελματίες, το επάγγελμα του
εκδότη θα κλείσει …ερμητικά με τις αποφάσεις που λαμβάνονται. Το δε
επάγγελμα του δημοσιογράφου θα απαγορεύεται για τα χαμηλά εισοδήματα και
θα υπάγεται πλήρως στην διεύθυνση και την εξουσία: πολιτική ή
τραπεζική. Οι σταθμοί και τα κανάλια θα είναι πολύ λιγότερα σε σχέση με
σήμερα κι η είδηση πολύ πιο ελεγχόμενη, καθώς θα υπαγορεύεται από την
υπόγεια κι εξόφθαλμη συνδιαλλαγή των εκδοτών με την πολιτική εξουσία. Η
λατινοαμερικανοποίηση της ενημέρωσης σε όλο της το μεγαλείο.
Γι’ αυτό έκλεισαν την ΕΡΤ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου