Του Κώστα Δουζίνα*
Σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές μητροπόλεις, μια υπόγεια ανθρωπότητα χωρίς στέγη, τροφή ή το δικαίωμα στην εργασία επιβιώνει με λιγότερο από ένα ευρώ την ημέρα. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι 300 της Υπατίας, οι μετανάστες στα στρατόπεδα «υποδοχής», οι άνεργοι νέοι και ηλικιωμένοι, οι άστεγοι.
Σε ένα βίντεο της αγγλικής οργάνωσης για μετανάστες Parfras, ο Τζάμι, που κοιμάται σε ένα πάρκο του Λονδίνου, συγκρίνει τον εαυτό του με τους φίλους του που έχουν «χαρτιά» και με τους υπόλοιπους εμάς. «Εχουμε όλοι δύο χέρια, δύο μάτια, δύο πόδια. Είναι κι εκείνοι άνθρωποι, σαν κι εμένα». Απευθυνόμενος σ’ αυτούς που από την άνεση της πολυθρόνας τους διακηρύσσουν την πίστη τους στα «ανθρώπινα» δικαιώματα προσθέτει: «Πού είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα για εκείνους που ζητούν άσυλο και κοιμούνται σε παγκάκια;».
Ο Τζάμι διατυπώνει μια αναμφισβήτητη και τρομακτική αλήθεια: μπορεί να είμαστε όλοι άνθρωποι, αλλά η ανθρωπότητα πάντα απεχθανόταν, υποβάθμιζε και απέκλειε πολλά μέλη της. Σαν σύγχρονος Διογένης, ο Τζάμι απαντά στους καλούς φιλελεύθερους που πιστεύουν ότι τα δικαιώματα ανήκουν στους ανθρώπους απλώς επειδή είναι άνθρωποι, ότι αποτελούν κάτι το φυσικό, σαν τα μάτια, τα χέρια, τα πόδια. Η άποψη αυτή ακούγεται αισιόδοξη, καθησυχάζει τις συνειδήσεις. Αλλά αν την εξετάσουμε προσεκτικά, φαίνεται να είναι σαν μισή αλήθεια και μισός μύθος.
Σύμφωνα με πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι συνθήκες κράτησης των αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα ισοδυναμούν με βασανιστήρια και απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση. Το 2011, το Βέλγιο καταδικάστηκε επειδή θεώρησε την Ελλάδα ευνομούμενο κράτος στο οποίο μπορούσε να στείλει πίσω έναν Αφγανό πρόσφυγα, όπως υποχρεούται από το διεθνές δίκαιο. Η επαναπροώθηση προσφύγων στην Ελλάδα απαγορεύτηκε μετά την απόφαση λόγω των συνθηκών κράτησης και επειδή η Ελλάδα ουσιαστικά δεν δίνει ποτέ άσυλο στους αιτούντες πρόσφυγες.
Η Ελλάδα των μνημονίων αποτελεί επιβεβαίωση της αλήθειας ότι η ανθρωπότητα δεν είναι μία και κοινή για όλους: ήταν πάντα χωρισμένη ανάμεσα στους πλήρως και τους λιγότερο ανθρώπους ή ανάμεσα στις ελίτ, τους υπάκουους υπηκόους και τους αποκλεισμένους.
Η ιδέα της «ανθρωπότητας» ανήκει στη νεωτερικότητα. Στην αρχαία Αθήνα και τη Ρώμη υπήρχαν Αθηναίοι και Ρωμαίοι, αλλά όχι «άνθρωποι», με την έννοια των μελών του ανθρώπινου είδους. Η λέξη humanitas εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία και σήμαινε eruditio et institutio in bonas artes (γνώση και εκπαίδευση στα ήθη και τις τέχνες). Η ανθρώπινη ιδιότητα δεν ήταν κάτι κοινό αλλά, όπως έλεγε ο Κικέρωνας, ένα πρότυπο συμπεριφοράς το οποίο διέκρινε τους hominess humani (τους πραγματικούς ανθρώπους, δηλαδή τους μορφωμένους Ρωμαίους) από τους homines barbari (τους βάρβαρους, όλους τους υπόλοιπους). Και παραμένει η «ανθρωπότητα» έκτοτε ένας τέτοιος όρος διάκρισης μεταξύ των πλήρως και των λιγότερο ανθρώπων.
Ο χριστιανισμός υπονόμευσε τις ιεραρχίες του κλασικού κόσμου. Η διακήρυξη του Αποστόλου Παύλου ότι δεν υπάρχει Ελληνας ή Εβραίος, άνδρας ή γυναίκα, ελεύθερος ή δούλος (Επιστολή προς Γαλάτες 3:28) εισάγει έναν πνευματικό οικουμενισμό. Ολοι οι άνθρωποι έχουν ψυχή και μπορούν να συμμετάσχουν στο θεϊκό σχέδιο σωτηρίας. Πρέπει όμως να ασπαστούν τον χριστιανισμό γιατί οι άπιστοι δεν έχουν θέση στο σχέδιο της θείας πρόνοιας. Αυτός ο ριζικός διαχωρισμός θεμελίωσε την οικουμενική αποστολή της Εκκλησίας και της αυτοκρατορίας όπως και την επιμονή τους στον προσηλυτισμό των αλλοθρήσκων. Η αναγγελία της αγάπης και σωτηρίας έγινε ταυτόχρονα και πολεμική ιαχή: να φέρουμε τους παγανιστές στη Θεία Χάρη, να επιβάλουμε στον κόσμο το μήνυμα της αλήθειας.
Στη Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και σε εκείνες που τη διαδέχτηκαν, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ ανθρώπων και βαρβάρων συνέπεσε μ’ αυτή μεταξύ πιστών και απίστων.
Η χριστιανική έννοια της ανθρωπότητας συζητήθηκε δημόσια σε μία από τις σημαντικότερες αντιπαραθέσεις στην Ιστορία. Το 1550, στο Βαγιαδολίδ της Ισπανίας, ο αριστοτελικός φιλόσοφος Χινές ντε Σεπούλβεδα και ο κληρικός Βαρθολομαίος ντε λας Κάσας αντιπαρατέθηκαν σχετικά με τη στάση των Ισπανών κατακτητών απέναντι στους Ινδιάνους του Μεξικού.
«Απολύτως δικαιωματικά»…
Ο Σεπούλβεδα υποστήριξε ότι «οι Ισπανοί κυβερνούν απολύτως δικαιωματικά τους βαρβάρους, οι οποίοι στη σωφροσύνη, τα χαρίσματα, την αρετή και την ανθρωπιά είναι τόσο κατώτεροι από τους Ισπανούς όσο και τα παιδιά από τους ενήλικους, οι γυναίκες από τους άνδρες, οι άγριοι και σκληροί από τους ήπιους και ευγενείς, θα τολμούσα να πω όσο ο πίθηκος από τον άνθρωπο».
Ο Λας Κάσας διαφώνησε, λέγοντας ότι οι Ινδιάνοι είχαν εδραιωμένα έθιμα και καθιερωμένο τρόπο ζωής. Είναι «ασύνειδα» χριστιανοί, έλεγε, όπως ο Αδάμ πριν από την Πτώση. Αν οι κατακτητές σεβαστούν τις παραδόσεις, τους νόμους και τον πολιτισμό τους θα ασπαστούν τον χριστιανισμό, αλλά και θα αποδεχτούν την εξουσία των κατακτητών. Ο Λας Κάσας συνδύαζε τη θεολογία με την πολιτική σκοπιμότητα σε ένα πρώιμο παράδειγμα πολυπολιτισμικότητας. Αλλά ο χριστιανικός οικουμενισμός του, όπως κάθε οικουμενισμός, βασιζόταν σε αποκλεισμούς. Καταδίκασε κατ’ επανάληψη τους «Τούρκους και τους Μαυριτανούς, τους πραγματικούς βάρβαρους απόβλητους των εθνών». Οι μουσουλμάνοι, σε αντίθεση με τους Ινδιάνους, είχαν μάθει τη διδασκαλία του Χριστού, αλλά την απέρριψαν και επομένως δεν υπάρχουν περιορισμοί στην αντιμετώπισή τους.
Ο Λας Κάσας νίκησε το debate, αλλά η άποψη του Σεπούλβεδα ήταν εκείνη που υιοθετήθηκε από αποικιοκράτες και ιμπεριαλιστές. Ηταν η άποψή του που ακούσαμε για τους Σέρβους, τους Ιρακινούς και τους Αφγανούς από τους Δυτικούς, αλλά και για τους Αλβανούς ή τους Κούρδους από τους άλλους.
Το επόμενο βήμα στην ιστορία του «ανθρώπου» έγινε από τους πολιτικούς φιλοσόφους και τους επαναστάτες του 18ου αιώνα. Η γαλλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη δηλώνει ότι «οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι και με ίσα δικαιώματα», αλλά στη συνέχεια αποδίδει τα δικαιώματα αυτά, με την πραγματική νομική και πολιτική τους έννοια, μόνο σε ορισμένους Γάλλους: τους πολίτες. Στο κενό ανάμεσα στον οικουμενικό «άνθρωπο» και τον εθνικό πολίτη βρίσκονται οι ξένοι – δεν έχουν δικαιώματα επειδή δεν είναι πολίτες και κατά συνέπεια δεν είναι πλήρως άνθρωποι, κάτι που έχει γενικευθεί σήμερα με τους πρόσφυγες και τους οικονομικούς μετανάστες.
Η γαλλική Διακήρυξη, διαχωρίζοντας την ιδιότητα του ανθρώπου από την ιδιότητα του πολίτη, δημιούργησε 2 εναλλακτικές προσεγγίσεις: τον ιμπεριαλισμό, στον οποίο η πόλις, το έθνος, το μερικό ισχυρίζεται ότι αποτελεί την έκφραση του κόσμου, της ανθρωπότητας, του καθολικού. Δικαιούται επομένως το μερικό να διαδώσει τον πολιτισμό με πολέμους και κατακτήσεις.
Ενα πρώιμο παράδειγμα ήταν οι ναπολεόντειοι πόλεμοι και η «εκπολιτιστική αποστολή» της αποικιοκρατίας, ένα σύγχρονο, το Ιράκ. Η εναλλακτική άποψη, ο κοσμοπολιτισμός, επιβάλλει το καθολικό στο μερικό έτσι ώστε οι οικουμενικές αξίες να ξεπερνούν τοπικές ιδιοσυγκρασίες. Η δεύτερη προσέγγιση παραμένει μια ουτοπία όμως που ίσως υπάρξει στο μέλλον.
Μόνο η Αϊτινή Επανάσταση, που απελευθέρωσε τους σκλάβους και έδωσε πολιτικά δικαιώματα στον αποικιοκρατούμενο πληθυσμό της μετά την ανεξαρτησία του νησιού το 1804, ήταν εκείνη που ανέλαβε να υποστηρίξει τις αξίες του οικουμενισμού. Επρεπε βέβαια να το κάνει ενάντια στους αποικιοκράτες Γάλλους που επινόησαν τα «οικουμενικά» δικαιώματα αλλά τα έδωσαν μόνο στους λευκούς Γάλλους άνδρες. Και αυτό το πλήρωσε. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, η Αϊτή πλήρωνε αποζημιώσεις στη Γαλλία για τη ζημιά που έπαθαν οι δουλοκτήτες. Κάθε φορά που η ελευθερία και η ιδιοκτησία συγκρούονται, η ιδιοκτησία επιβάλλεται. Να σημειώσουμε επίσης ότι η ελεύθερη Αϊτή ήταν το πρώτο κράτος που αναγνώρισε την Ελλάδα μετά την Επανάσταση.
Ο «άνθρωπος» των «δικαιωμάτων του ανθρώπου» δεν είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, εκτός από την ελεύθερη βούληση, τη λογική και την ψυχή. Αυτά τα καθολικά χαρακτηριστικά εκκοσμίκευσαν τη χριστιανική πίστη στην ιερότητα της ζωής και προίκισαν την ανθρωπότητα με αξιοπρέπεια και σεβασμό. Ο «άνθρωπος» ή το «υποκείμενο» των δικαιωμάτων είναι μια αφαίρεση. Δεν έχει σώμα, χρώμα, φύλο ή ιστορία, όπως έχουν υποστηρίξει ο Χέγκελ, ο Μπερκ και ο Μαρξ. Ωστόσο, ο πραγματικός άνθρωπος που απολάμβανε τα δικαιώματα ήταν ο ευκατάστατος, λευκός, χριστιανός, αστός, ετεροφυλόφιλος άνδρας. Συγκέντρωνε στο πρόσωπό του την αφηρημένη αξιοπρέπεια του ανθρώπου και τα συγκεκριμένα προνόμια του ισχυρού. Από τότε, η πλήρης «ανθρώπινη ιδιότητα» κατασκευάζεται με φόντο τη «μη ανθρωπότητα», αυτούς που ανήκουν σε λάθος τάξη, φύλο, φυλετική καταγωγή, θρησκεία ή σεξουαλικότητα.
Αν τα δικαιώματα είναι οικουμενικά, τότε οι πρόσφυγες, οι «παράνομοι» μετανάστες, οι άνεργοι ή οι κρατούμενοι του Γκουαντάναμο, οι οποίοι είναι απλώς «άνθρωποι» και δεν έχουν χώρα ή δίκαιο για να τους προστατεύει, θα έπρεπε να έχουν τα δικαιώματα των ανθρώπων. Ωστόσο δεν έχουν κανένα – αποτελούν μόνο γυμνή, απροστάτευτη ζωή.
Το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να θεωρηθεί συνεχής αλλά αποτυχημένος αγώνας να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στον αφηρημένο άνθρωπο των Διακηρύξεων και το εμπειρικό ανθρώπινο ον. Οι συμβάσεις κατά των διακρίσεων εις βάρος των έγχρωμων, των γυναικών, των παιδιών, των γκέι και των λεσβιών δίνουν σάρκα, οστά και φύλο στο χλομό σκαρίφημα του «ανθρώπου». Εχουν επιτύχει; Ναι και όχι. Η έννοια της κοινής «ανθρώπινης ιδιότητας» μας προικίζει όλους με αξιοπρέπεια. Εν τούτοις, η Ιστορία μάς έχει διδάξει ότι δεν υπάρχει κάποιος ιερός και απαράβατος ορισμός της ανθρώπινης ιδιότητας. Η ανθρώπινη δύναμη, εκκοσμίκευση της παντοδυναμίας του Θεού, αλλάζει συνεχώς τον ορισμό του ανθρώπου.
Η διαλεκτική του Διαφωτισμού οδήγησε στη χειραφέτηση αλλά και στον ναζισμό. Τα δικαιώματα είναι τρόπος προστασίας του ατόμου αλλά και εργαλείο των κυβερνήσεων για να πειθαρχούν τους ανθρώπους, τις κοινωνίες και, εσχάτως, τον κόσμο. Αν οι αποικιοκράτες έστελναν πρώτα τους ιεραποστόλους και μετά τις κανονιοφόρους, η σύγχρονη αυτοκρατορία στέλνει πρώτα τις ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα και μετά τα βομβαρδιστικά. Είναι κομμάτια της ίδιας ιστορίας: της προσφοράς του «πολιτισμού» στους βαρβάρους.
Σε κάθε εποχή
Κάθε ιστορική εποχή έχει χρησιμοποιήσει τον δικό της (φιλοσοφικό ή εμπειρικό) ορισμό της ανθρωπότητας για να διαχωρίσει τους κυρίαρχους, τους υποτελείς και τους αποκλεισμένους. Εκείνοι που δεν μιλάνε τη γλώσσα μας, δεν μοιράζονται τη θρησκεία μας, ανήκουν στη λάθος τάξη, έχουν λάθος φύλο, χρώμα ή σεξουαλικότητα μένουν πάντα έξω από την «ανθρωπότητα», όπως ορίζεται στην κάθε χώρα και εποχή. Ολες οι παλιότερες κατηγορίες αποκλεισμού παραμένουν ενεργές σήμερα. Εχουν προστεθεί σ’ αυτές οι «οικονομικά ανενεργοί», τα «ανθρώπινα σκουπίδια», οι απόβλητοι του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Παρά τους ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, η ανθρώπινη ιδιότητα δεν αποτελεί το κανονιστικό θεμέλιο των δικαιωμάτων. Το νόημα που παίρνει σε κάθε ιστορική περίοδο και χώρα είναι αποτέλεσμα ιδεολογικής διαπάλης και πολιτικών μαχών, που επεκτείνουν τα δικαιώματα σε κάποιες κατηγορίες (κάνοντας τα μέλη τους περισσότερο «ανθρώπους») και τα περιορίζουν από άλλες. Τα ανθρώπινα δικαιώματα λοιπόν δεν «ανήκουν» στους ανθρώπους. Αντίθετα συνιστούν μια διαβαθμισμένη «ανθρωπότητα», με πλήρεις ανθρώπους στο ένα άκρο, τους αποκλεισμένους στο άλλο και τη μεγάλη μάζα των υπηκόων στο μέσο.
* Καθηγητής της Νομικής, αντιπρύτανης και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Ερευνών στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.
Μετάφραση: Μιχάλης Λαλιώτης
Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου