του
Αλέκου Αναγνωστάκη
Οι τελευταίες εξελίξεις και στην ελληνική βουλή και η μεθόδευση προώθησης της πολιτικής των μνημονίων, αποκαλύπτουν ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της περιόδου. Τη συστηματική επιστράτευση και της εξωοικονομικής, πολιτικής βίας σε όλα τα επίπεδα, για τη θωράκιση των δοκιμαζόμενων καπιταλιστικών μετασχηματισμών. Τη μετάλλαξη συνολικά και την ανασυγκρότηση της αστικής δημοκρατίας, στο επίπεδο της δημοκρατίας και των ελευθεριών, σε ένα αστυνομικό «Κράτος Λεβιάθαν» της γενικευμένης παρακολούθησης και καταστολής, στο όνομα της πάλης εναντίον της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας.
Η ίδια η τρομοκρατία μετονομάζεται πλέον κυρίως ως «αριστερή τρομοκρατία». Η βία αποκηρύσσεται γενικά και μετά βδελυγμίας από την αστική πολιτική και τους εκπροσώπους της, ακριβώς την περίοδο που η αστική βία και η καταστολή της αστικής πολιτικής στο «εσωτερικό», σε βάρος των σύγχρονων κολασμένων, συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται από τη στρατιωτική βία, με τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο «εξωτερικό», στην Αφρική, την Ασία κ.α.
Στο βασικό επίπεδο της θωράκισης και ανάπτυξης της οικονομικής και κοινωνικής λεηλασίας κατακτήσεων χρόνων, προωθείται μια σταδιακή, κακοήθης μετάλλαξη του συστήματος σε ένα είδος βιομηχανικού, σύγχρονου φεουδαρχισμού. Θεσμοθετείται και κυρίως υλοποιείται η παρανομία σε βάρος κάθε συλλογικής οργάνωσης και διεκδίκησης, μια καθημερινή «πολιτική οικονομία του Φόβου». Η δαμόκλειος σπάθη της απόλυσης, της μακρόχρονης ανεργίας, της φτώχειας και της μοναχικής περιπλάνησης στη ζούγκλα της «ευλύγιστης απασχόλησης» κρέμονται διαρκώς επάνω στην εργατική τάξη, τη νεολαία, τα πληττόμενα μεσαία στρώματα.
Η λειτουργία του ίδιου του κοινοβουλίου μετατοπίζεται σε μια μορφή κοινοβουλευτικής χούντας. Καταπατούνται το Σύνταγμα, ακόμη και αυτός ο κανονισμός της Βουλής. Οι μνημονιακές κυβερνήσεις που προκύπτουν από τον κάθε φορά συνδυασμό των αστικών κομμάτων (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ ΛΑΟΣ, ΔΗΜΑΡ) μαζί και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, κυβερνούν με τη «βία του κοινοβουλίου». Με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου (ΠΝΠ) και με νομοσχέδια με τη μορφή του κατεπείγοντος.
Οι ΠΝΠ εκδίδονται και υπογράφονται από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, υπό προϋποθέσει οι οποίες και ορίζουν τους περιορισμούς της πρακτικής αυτής: «Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσες και απρόβλεπτης ανάγκης …Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοση τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν{Σύνταγμα, Άρθρο 44). Το ποιες περιπτώσεις είναι έκτακτες αποτελεί φυσικά πολιτικό και όχι νομικό ζήτημα.
Υπεραντιδραστική «Δημοκρατία»
Ο νεοαπολυταρχικός, ολοκληρωτικός τρόπος διακυβέρνησης, αυτή η σύγχρονη βία της κυβέρνησης και της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου, εξυπηρετεί σοβαρές πολιτικές ανάγκες της αστικής πολιτικής: Την τακτική του αιφνιδιασμού, της πυγμής, τη διοχέτευση ενός είδους απροσδιόριστου κινδύνου που πρέπει έκτακτα να αντιμετωπισθεί κ.ά. Κυρίως όμως και πάνω από όλα την ουσία της αστικής πολιτικής. Το περιεχόμενο της.
Για παράδειγμα, στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με τίτλο «Έγκριση των σχεδίων των συμβάσεων τροποποίησης της κύριας σύμβασης χρηματοδοτικής διευκόλυνσης μεταξύ Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και της Τράπεζας της Ελλάδας» στη σελίδα 5.850 και στην παράγραφο 11 σημειώνεται ότι: «Ούτε το δικαιούχο κράτος μέλος ούτε η Τράπεζα της Ελλάδας ούτε κανένα από τα αντίστοιχα περιουσιακά τους στοιχεία εξαιρούνται, λόγω εθνικής κυριαρχίας ή για άλλο λόγο, της δικαιοδοσίας κατάσχεσης -συντηρητικής ή αναγκαστικής- ή αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση με οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή διαδικασία σχετικά με τη Σύμβαση Τροποποίησης» (ΦΕΚ 5759 Αρ. Φύλλου 240.12.12.2012).
Στη σελίδα 5.798 και στην παράγραφο 4.4 προβλέπονται τα εξής: «Το δικαιούχο κράτος μέλος, η Τράπεζα της Ελλάδας και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας παραιτούνται με την παρούσα αμετάκλητα και ανεπιφύλακτα από κάθε δικαίωμα ασυλίας που ήδη έχουν ή μπορεί να δικαιούνται σε σχέση με τους ίδιους και τα περιουσιακά τους στοιχεία έναντι των δικαστικών ενεργειών σχετικά με την παρούσα Σύμβαση Τροποποίησης, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά, κάθε δικαιώματος ασυλίας έναντι άσκησης αγωγής, έκδοσης δικαστικής απόφασης ή άλλης διάταξης, κατάσχεσης, εκτέλεσης ή ασφαλιστικού μέτρου και έναντι κάθε εκτέλεσης ή αναγκαστικού μέτρου σε βάρος των περιουσιακών στοιχείων στο μέτρο που τα ανωτέρω δεν απαγορεύονται από αναγκαστικό νόμο, για την εκταμίευση, από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και υπέρ της Ελλάδας, ποσού ύψους 43,7 δισ ευρώ».
Με αυτήν, το σύνολο της κρατικής περιουσίας, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που κατέχει το Δημόσιο, τίθεται στη διάθεση των δανειστών σε περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η αποπληρωμή των δανείων.
Η Πράξη αυτή, όπως κάθε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, ήταν ενεργή αμέσως με την προεδρική σύνταξη της και δημοσίευση της στο ΦΕΚ. Χωρίς να περάσει από τη Βουλή. Κυρώθηκε ύστερα από εβδομάδες από τη Βουλή εντός των προβλεπομένων χρονικών ορίων, μαζί με άλλες 6 (!) και με τη μορφή του κατεπείγοντος, τη Δευτέρα 14 Ιανουαρίου. «Υπέρ» ψήφισαν 166 βουλευτές, δηλαδή όλοι οι κυβερνητικοί και δύο εκ των ανεξάρτητων, ο φέρελπις αρχηγός του νέου κόμματος Ανδρέας Λοβέρδος και ο Χρήστος Αηδόνης. Με τη ψήφιση της ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο. Όποιος την αντιπαλέψει μπορεί πλέον να θεωρηθεί παράνομος, να χαρακτηριστεί «αριστερός τρομοκράτης».
Η ελληνική αστική τάξη υποθηκεύει, παραιτούμενη από κάθε δικαίωμα, την κρατική περιουσία. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία δεν εξαιρούνται ούτε λόγω εθνικής κυριαρχίας, ανεπιφύλακτα και αμετάκλητα. Αφού σύμφωνα με τους νόμους και τις γραφές δικαστικός έλεγχος για μια ΠΝΠ γίνεται με αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας μόνο πριν την κύρωση της από τη Βουλή. Μετά την ψήφιση της, η νομολογία έχει κρίνει ότι δεν ελέγχεται πλέον η ισχύς και η συνδρομή ή μη των συνταγματικών όρων άσκησης αυτών των «κατ” εξαίρεση» νομοθετικών ρυθμίσεων και αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας.
Πραγματικό ναι, πρωτοφανές όχι.
Ο Δημήτρης Μπάτσης, αυτός ο γιος του ναυάρχου και ο αριστερός επιστήμονας που τουφεκίστηκε μαζί με το Νίκο Μπελογιάννη, στη μελέτη του «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα» που εκδόθηκε το 1947 (εκδόσεις Τα Νέα Βιβλία) και επανεκδόθηκε το 1977 και το 2004 (εκδόσεις Κέδρος) γράφει: Οι όροι της παροχής (σ.σ. δανείων) η μορφή της παροχής και ο έλεγχος για τη διαχείριση των κεφαλαίων αυτών συνομολογούνται με προνομιακά δικαιώματα επέμβασης κηδεμονίας και ελέγχου σ” ολόκληρη την ελληνική οικονομία και στην κρατική διοίκηση, ή με προνόμια μονοπωλιακά, προκειμένου για τοποθετήσεις ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων. Δε γίνεται, δηλαδή, διαπραγμάτευση για το δανεισμό των κεφαλαίων με όρους που να περιορίζονται στην οικονομική εξυπηρέτηση των κεφαλαίων, αλλά γίνεται αποδέκτη μια μονόπλευρη υπαγόρευση όρων όχι μόνο για ό,τι αφορά τα κεφάλαια που ζητούνται, αλλά για ολόκληρο το σχέδιο ανασυγκρότησης και αξιοποίησης».
Οι αναλογίες με τη σημερινή κατάσταση είναι εμφανείς, η κριτική του Δ. Μπάτση είναι καταλυτική. Η σύγχρονη πολιτική στάση της κυβέρνησης απέναντι στα μνημόνια, δηλαδή την πολιτική σχέση ντόπιου και ξένου κεφαλαίου, σε ό,τι αφορά τη ΝΔ αποκαλύπτεται και συμπυκνώνεται στη συνέντευξη του πρώην υφυπουργού Εργασίας, Ν. Νικολόπουλου στις 7 Ιανουαρίου. Αναφερόμενος στις απαιτήσεις της τρόικας για τα εργασιακά κατά την περίοδο που εκείνος βρισκόταν στο υπουργείο, ο πρώην υφυπουργός επισήμανε ότι «η συγκυβέρνηση είχε δεσμευθεί πως δεν θα υλοποιήσει μέτρα που θα έβλαπταν τους εργαζόμενους». “Οταν η τρόικα όμως επέμεινε για την εφαρμογή τους ζητώντας την καθοδήγηση του πρωθυπουργού σχετικά με τα όσα πρότειναν οι εκπρόσωποι των δανειστών, ο Αντώνης Σαμαράς, σύμφωνα με τον Νίκο Νικολόπσυλο, του είπε «θα κάτσουμε στα τέσσερα» (φυσικά, όχι για να προσευχηθούν.)
Το ΠΑΣΟΚ διά του εκπροσώπου του, Πάρι Κουκουλόπουλου, αιτιολόγησε την πολιτική του στάση χρησιμοποιώντας ανερυθρίαστα το τραγούδι «Τάιμ» (χρόνος) των Πινκ Φλόιντ για να δείξει ότι η κυβέρνηση δίνει μάχη με τον χρόνο. Ο δε Βενιζέλος υπερθεμάτιζε χρησιμοποιώντας το πολιτικά βλακώδες πλέον, φθαρμένο και πολυχρησιμοποιημένο επιχείρημα του «σώσαμε άλλη μια φορά την Ελλάδα».
Η σημερινή ιδιότυπη κυβέρνηση αποτελείται από μια υπερσυντηρητική Δεξιά, μια ξεφτισμένη σοσιαλδημοκρατία και μια ψευδώνυμη Αριστερά. Η ΔΗΜΑΡ, αυτή η παγκόσμια δυσφήμιση της Αριστεράς αυτοαποκαλούμενη Αριστερά και μάλιστα «υπεύθυνη», υπερψήφισε «με πόνο ψυχής». Υπερψήφισε δηλώνοντας, πολιτικά μικροπρεπώς, διά της Ασημίνας Ξηροτύρη και ανάλογα διά του Νίκου Τσούκαλη πως «τελευταία φορά θα συμφωνήσουμε με πόνο καρδιάς να υπάρξει αυτή η διαδικασία αυτή τη στιγμή γιατί θα πρέπει η χώρα να εγκρίνει τους νόμους και να προχωρήσει η σταθεροποίηση της οικονομίας. Κακώς έρχονται όλα μαζί τελευταία στιγμή!».
Στο τέλος της ψηφοφορίας, ανώνυμοι κυβερνητικοί κύκλοι διοχέτευαν στον Τύπο πως «μόνο αν γίνει σεισμός θα νομοθετούμε ξανά έτσι. Τέλος οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου». Παρακμή και ξεπεσμός.
Και οι τρεις επικαλούνται με διάφορα επιχειρήματα τα μακροπρόθεσμα δίκαια του λαού. Αυτός ο συνδυασμός της «βίας της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου», της αστικής βίας γενικότερα, με την επίκληση των «λαϊκών δικαίων» δεν είναι πρωτόγνωρος ιστορικά. Πουθενά δεν θεοποιήθηκε και διαστράφηκε περισσότερο η έννοια του «λαού» απ” ό,τι στη ναζιστική Γερμανία (ακόμη και αυτοκίνητα ονομάσθηκαν αυτοκίνητα του λαού (Φόλκσβαγκεν). Πουθενά δεν επισημοποιήθηκε πιο πολύ ο «κοινωνικός διάλογος» και ο «κοινωνικός εταιρισμός» απ” ό,τι στο «σωματειακό» δήθεν κράτος της φασιστικής Ιταλίας. Λαός, λαϊκή συμμετοχή, φασιστική και ναζιστική βία μαζί. Σε μια περίοδο μάλιστα που αυτές οι καπιταλιστικές χώρες αντιμετώπιζαν το διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό σε συνθήκες μεγάλης διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης και ανεπτυγμένο σχετικά το εργατικό ταξικό κίνημα. Γι” αυτό και επιχείρησαν να επιστρατεύσουν το σύνολο του δυναμικού της κάθε χώρας και όλες τις διαθέσιμες αστικές δυνάμεις, εφεδρείες και μέσα ως ζήτημα ζωής και θανάτου για την επιβίωση της κεφαλαιοκρατικής τάξης σε αυτές.
Με σύγχρονους όρους και με το βλέμμα στραμμένο στο παρόν και στο μέλλον της αστικής κυριαρχίας, ο καπιταλισμός επιχειρεί και οργανώνει ανάλογης έκτασης κινητοποίηση δυνάμεων και μέσων. Η αστυνομική βία, η μαζική και γρήγορη κήρυξη απεργιών ως παράνομων, η βίαιη καταστολή αγωνιστικών εκδηλώσεων από την αστυνομία προσωρινά και το νέο στρατό οσονούπω, η λοιδορία από τα ΜΜΕ και η αντιμετώπιση τους αποκλειστικά ως ενοχλητικών και βλαπτικών για το κοινωνικό σύνολο δράσεων, οι παρακολουθήσεις, το μαζικό και οργανωμένο φακέλωμα αγωνιστών και του λαού γενικότερα, οι προληπτικές συλλήψεις και προσαγωγές, αναδεικνύονται σε κύριες μορφές άσκησης και επιβολής της σύγχρονης αστικής κυβερνητικής πολιτικής. Το εργατικό δίκαιο, καρπός πολυετών αγώνων, συντρίβεται. Οι συλλογικές συμβάσεις καταργούνται. Τον κατώτατο μισθό καθορίζει η κυβέρνηση. Στην αγορά εργασίας κυριαρχεί πλέον η απόλυτη ασυδοσία των επιχειρηματιών.
Η άρχουσα τάξη, με τραυματισμένη ηγεμονία λόγω της κανιβαλικής πολιτικής που προωθεί, επιχειρεί παράλληλα με τη βία να επικεντρώσει και περιορίσει την πολιτική αντιπαράθεση όχι στην προβολή και διεκδίκηση διαφορετικών πολιτικών, αλλά αποκλειστικά στον τρόπο διαχείρισης της ίδιας, σε γενικές γραμμές, πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός ή το ισχυρό κράτος έκτακτης ανάγκης ή η μεταδημοκρατία κατά ορισμένους, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός πιο ακριβολογημένα και γενικότερα, είναι οι όροι που αποδίδουν τη σύγχρονη αστική δημοκρατία στην υπεραντιδραστική της εξέλιξη. Η δημοκρατία αυτή διατηρεί, τυπικά κυρίως, δημοκρατικές δομές (εκλογές, κόμματα, Σύνταγμα). Στην ουσία όμως το κεφάλαιο με διάφορες, δικές του, οργανώσεις και δομές παρεμβαίνει άμεσα και δραστικά στην άσκηση πολιτικής. Με αποτέλεσμα οι καταστατικές αρχές της αστικής δημοκρατίας (κόμματα, αρχηγοί, αστικός συνδικαλισμός) να «μικραίνουν». Να παραβιάζονται. Και τελικά η σύγχρονη αστική δημοκρατία να μετεξελίσσεται σε ένα ιδιότυπο καθεστώς που υπηρετεί και κυβερνάται από μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, η οποία ασκεί ολοκληρωτικό, άμεσο και ευέλικτο έλεγχο σε όλες τις βασικές πλευρές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Ζωή φακελωμένη … ΚΑΜΕΡΕΣ ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΟΣ ΧΑΦΙΕΔΙΣΜΟΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η σκλήρυνση και υπεραντιδραστική μετάλλαξη της αστικής δημοκρατίας, που αφήνουμε οριστικά πίσω μας, εξελίσσονται αδιάκοπα. Ας δούμε για παράδειγμα, πώς εξελίσσεται το ζήτημα των παρακολουθήσεων, του μαζικού και οργανωμένου φακελώματος. Οι κάμερες ξεκίνησαν ως ένα εργαλείο αποτροπής, προστασίας και καταγραφής εγκληματικών ενεργειών.
Ακολούθησε η γενίκευση και η επικράτηση τους που έγινε κατά τρία κύματα. Στο πρώτο κύμα εξαπλώθηκαν στις τράπεζες, τα κυβερνητικά κτίρια και τα πολυκαταστήματα. Μέσα σε λίγα χρόνια επεκτάθηκε η χρήση τους (προσαρμογή πάνω στα ρούχα αστυνομικών, ή σε αστυνομικά σκυλιά). Αυξήθηκαν οι τομείς στους οποίους θεωρούνται πλέον από τους περισσότερους απαραίτητες. Το περιεχόμενο της καταγραφής μετατρέπεται και γίνεται αποδεκτό στο δικαστήριο ως πειστήριο. Στο δεύτερο κύμα άρχισαν να εγκαθιστούν δίκτυα καμερών συνδεδεμένα πλέον μεταξύ τους. Στις ΗΠΑ π.χ. τουλάχιστον 200 πόλεις σε 37 πολιτείες προωθούν τέτοια σχέδια. Ανάλογα και στην Αγγλία που υπολογίζεται ότι υπάρχουν 14,2 εκατομμύρια κάμερες. Στο τρίτο κύμα που άρχισε ήδη πειραματικά, οι ιδιωτικές κάμερες συμπλέκονται και ενσωματώνονται σε ένα κεντρικό σύστημα. Κι αυτό παρόλο που η μείωση σοβαρών μορφών εγκλήματος κατά 20% που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στην Αγγλία αποδείχτηκε πως σχετίζεται με την αύξηση του φωτισμού και την ήπια αστυνόμευση και όχι με τη χρήση καμερών.
Η αποδοχή των καμερών από την κοινωνία επιτεύχθηκε στο όνομα της ασφάλειας της. Η διαδικασία είναι απλή. Πρώτα δημιουργούμε ή εκμεταλλευόμαστε τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε ο πολίτης να αισθανθεί φόβο, ανασφάλεια, οργή (προβολή αδιέξοδης ατομικής βίας, εγκληματικότητα, ξενοφοβία). Στη συνέχεια παίρνουμε τη συγκατάθεση του για την εφαρμογή των κατασταλτικών μηχανισμών στο όνομα της ασφάλειας του. Ό,τι πει ο (τρομοκρατημένος) λαός. Η δε εξοικείωση εμπεδώνεται με την τηλεόραση, με σειρές τύπου Μπιγκ Μπράδερ, τις οποίες οι τηλεθεατές παρακολουθούν με ηδονοβλεπτική διάθεση.
Ως επιστέγασμα έρχονται οι διάφορες νομικές ρυθμίσεις. Στις 12 Ιουνίου του 2007 στις Βρυξέλλες, επικυρώθηκε η συνθήκη Πριμ ή Σένγκεν ΙΠ που κατοχυρώνει νομοθετικά το πιο προηγμένο τεχνολογικά φακέλωμα των Ευρωπαίων πολιτών, τη διακίνηση και ανταλλαγή προσωπικών στοιχείων και την ανεμπόδιστη δράση των αστυνομικών δυνάμεων από τη μια χώρα της ΕΕ στην άλλη.
Η χρήση των καμερών αποτελεί ένα μόνο κομμάτι της ζοφερής πραγματικότητας μιας κοινωνίας όπου όλα παρακολουθούνται και όλα καταγράφονται (τηλεφωνικές συνομιλίες, ηλεκτρονική αλληλογραφία, πρόγραμμα “Εσελον, δορυφορική παρακολούθηση του εδάφους με εικόνες καταπληκτικής ευκρίνειας, χρήση βιομετρικών δεδομένων).
Νοσηρή απάντηση του καπιταλισμού ΕΠΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΚΡΙΣΙΑΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ
Σε αυτή την μόνιμη πορεία αντιδραστικής μετάλλαξης της αστικής δημοκρατίας διαφαίνεται ότι η προσφυγή του καπιταλιστικού συστήματος σε ένα νέο είδους γενικευμένου ολοκληρωτισμού δεν αποτελεί δείγμα παντοδυναμίας του, όπως επιφανειακά διαπιστώνεται. Αντίθετα αποτελεί τη νοσηρή απάντηση του συστήματος στα πρωτοφανή κρισιακά φαινόμενα που αντιμετωπίζει στην οικονομία στις διεθνείς σχέσεις (πόλεμοι, φρενήρεις ανταγωνισμοί), στο ίδιο το πολιτικό σύστημα που κατά καιρούς κλυδωνίζεται από εσωτερικές αντιθέσεις στις διάφορες χώρες.
Τα φαινόμενα αυτά έχουν στον πυρήνα τους την ιστορική τάση εξάντλησης των περιθωρίων αύξησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Η στροφή από τον καπιταλισμό του κράτους πρόνοιας στον καπιταλισμό του εθνικού και παγκόσμιου αστυνομικού κράτους αντανακλά την αδυναμία του συστήματος να ενσωματώσει με «δημοκρατικά – κοινωνικά» μέσα το εκρηκτικό ριζοσπαστικό δυναμικό των εκμεταλλευόμενων, που εκδηλώνεται με ανεπαρκείς ακόμη αντιφατικούς τρόπους και με χίλιες δυο μορφές. Προδίδει την ανικανότητα των σύγχρονων ποιοτικών μετασχηματισμών του κεφαλαίου να ξεπεράσουν τις νέες εκρηκτικές τάσεις κρίσης υπερσυσσώρευσης τις οποίες πυροδοτούν οι επαναστατικές όσο και αντιφατικές μεταβολές στη σύγχρονη εργασία. Σαράντα και πλέον χρόνια σχεδιάζουν και προωθούν αλλεπάλληλες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, μετά τη «βουβή» αλλά ιστορικής σημασίας κρίση του 1973.
Σε τελευταία ανάλυση, τα συνολικά κρισιακά φαινόμενα που εκδηλώνονται αποκαλύπτουν τη σκηνή ενός νέου βαθύτερου ιστορικού κλονισμού των σύγχρονων αντιδραστικών μετασχηματισμών. Σηματοδοτούν τη δυνατότητα αμφισβήτησης και ανατροπής της θυελλώδους υπεροχής των αντεπαναστατικών τάσεων, που χαρακτηρίζει το γενικότερο τοπίο του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Σ” αυτή τη φάση των ραγδαίων αντιφατικών εξελίξεων, το κύριο τελικά ζήτημα για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά δεν είναι να αναμηρυκάζει τη δομική ροπή του σύγχρονου καπιταλισμού προς τη διαρκή κλιμάκωση της αντιδραστικής αντιδημοκρατικής εκστρατείας και μετάλλαξης του. Το κύριο ζήτημα είναι η προσπάθεια, μέσα από την συσπείρωση και τον συλλογικό αγώνα για την αντιμετώπιση των νέων δυσκολιών, την αξιοποίηση των δυνατοτήτων και αναγκαιοτητών που συσσωρεύονται. Για την ανατροπή των συντριπτικά αρνητικών πολιτικών συσχετισμών της γενικότερης ιστορικής περιόδου, υπέρ της εργατικής πολιτικής, υπέρ της επαναστατικής και κομμουνιστικής προοπτικής. Για να ηττηθεί η συνολική «τρομοκρατική» πολιτική του κεφαλαίου.
Το κίνημα που «έρχεται, εξαφανίζεται και ξανάρχεται» στις μητροπόλεις και στην περιφέρεια του καπιταλισμού, οι περιοδικές εξεγέρσεις ακόμη και οι αψιμαχίες στα προάστια των μεγαλουπόλεων, παρά τον «τυφλό» ή και περιορισμένο ακόμη χαρακτήρα τους συνιστούν ελπίδα και απειλή. Αυτές οι ατελείς ακόμη εκρήξεις οργής αναπτύσσονται παράλληλα με τις πιο πολιτικές και συνειδητές, όσο και ανεπαρκείς ακόμα, αντικαπιταλιστικές μετατοπίσεις μέρους των λαϊκών μαζών. Μετατοπίσεις που εμφανίζονται από την αυγή του νέου αιώνα και ιδιαίτερα με το ξέσπασμα της τέταρτης μεγαλύτερης κρίσης στην ιστορία του καπιταλισμού. Μετατοπίσεις που ηγεμονεύονται ακόμη από την αστική πολιτική. Το νέο όμως ποιοτικό στοιχείο αυτής της κατάστασης δεν είναι η -προϋπάρχουσα εξάλλου- αδυναμία της εργατικής χειραφέτησης να μετατρέπεται σε ανεξάρτητο ηγεμονικό κοινωνικό ρεύμα. Είναι η αργή έστω στροφή που η τάση εργατικής χειραφέτησης πραγματοποιεί αναζητώντας μια αυτοτελή πολιτική παρουσία με ηγεμονική φιλοδοξία και στόχευση.
Αυτή ακριβώς η τάση ποιοτικής αντιστροφής στη δυναμική των κοινωνικών αντιθέσεων και αντιφάσεων διαμορφώνει και σήμερα ένα κλίμα σκεπτικισμού στις αστικές δυνάμεις της συνέχισης της κανιβαλικής καπιταλιστικής προέλασης. Οδηγεί στο «παράδοξο» το αστικό κράτος, αν και δεν κινδυνεύει άμεσα και ορατά να χάσει την εξουσία, να «αντιδρά δεκαπλάσια», να αντιδραστικοποιεί και πολλαπλασιάζει τη θωράκιση του. Ίσως γιατί εκτιμά τα μελλούμενα.
Πηγή: Εφημερίδα «Πριν»
Οι τελευταίες εξελίξεις και στην ελληνική βουλή και η μεθόδευση προώθησης της πολιτικής των μνημονίων, αποκαλύπτουν ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της περιόδου. Τη συστηματική επιστράτευση και της εξωοικονομικής, πολιτικής βίας σε όλα τα επίπεδα, για τη θωράκιση των δοκιμαζόμενων καπιταλιστικών μετασχηματισμών. Τη μετάλλαξη συνολικά και την ανασυγκρότηση της αστικής δημοκρατίας, στο επίπεδο της δημοκρατίας και των ελευθεριών, σε ένα αστυνομικό «Κράτος Λεβιάθαν» της γενικευμένης παρακολούθησης και καταστολής, στο όνομα της πάλης εναντίον της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας.
Η ίδια η τρομοκρατία μετονομάζεται πλέον κυρίως ως «αριστερή τρομοκρατία». Η βία αποκηρύσσεται γενικά και μετά βδελυγμίας από την αστική πολιτική και τους εκπροσώπους της, ακριβώς την περίοδο που η αστική βία και η καταστολή της αστικής πολιτικής στο «εσωτερικό», σε βάρος των σύγχρονων κολασμένων, συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται από τη στρατιωτική βία, με τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο «εξωτερικό», στην Αφρική, την Ασία κ.α.
Στο βασικό επίπεδο της θωράκισης και ανάπτυξης της οικονομικής και κοινωνικής λεηλασίας κατακτήσεων χρόνων, προωθείται μια σταδιακή, κακοήθης μετάλλαξη του συστήματος σε ένα είδος βιομηχανικού, σύγχρονου φεουδαρχισμού. Θεσμοθετείται και κυρίως υλοποιείται η παρανομία σε βάρος κάθε συλλογικής οργάνωσης και διεκδίκησης, μια καθημερινή «πολιτική οικονομία του Φόβου». Η δαμόκλειος σπάθη της απόλυσης, της μακρόχρονης ανεργίας, της φτώχειας και της μοναχικής περιπλάνησης στη ζούγκλα της «ευλύγιστης απασχόλησης» κρέμονται διαρκώς επάνω στην εργατική τάξη, τη νεολαία, τα πληττόμενα μεσαία στρώματα.
Η λειτουργία του ίδιου του κοινοβουλίου μετατοπίζεται σε μια μορφή κοινοβουλευτικής χούντας. Καταπατούνται το Σύνταγμα, ακόμη και αυτός ο κανονισμός της Βουλής. Οι μνημονιακές κυβερνήσεις που προκύπτουν από τον κάθε φορά συνδυασμό των αστικών κομμάτων (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ ΛΑΟΣ, ΔΗΜΑΡ) μαζί και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, κυβερνούν με τη «βία του κοινοβουλίου». Με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου (ΠΝΠ) και με νομοσχέδια με τη μορφή του κατεπείγοντος.
Οι ΠΝΠ εκδίδονται και υπογράφονται από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, υπό προϋποθέσει οι οποίες και ορίζουν τους περιορισμούς της πρακτικής αυτής: «Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσες και απρόβλεπτης ανάγκης …Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση μέσα σε σαράντα ημέρες από την έκδοση τους ή μέσα σε σαράντα ημέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν μέσα στις προαναφερόμενες προθεσμίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή μέσα σε τρεις μήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν{Σύνταγμα, Άρθρο 44). Το ποιες περιπτώσεις είναι έκτακτες αποτελεί φυσικά πολιτικό και όχι νομικό ζήτημα.
Υπεραντιδραστική «Δημοκρατία»
Ο νεοαπολυταρχικός, ολοκληρωτικός τρόπος διακυβέρνησης, αυτή η σύγχρονη βία της κυβέρνησης και της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου, εξυπηρετεί σοβαρές πολιτικές ανάγκες της αστικής πολιτικής: Την τακτική του αιφνιδιασμού, της πυγμής, τη διοχέτευση ενός είδους απροσδιόριστου κινδύνου που πρέπει έκτακτα να αντιμετωπισθεί κ.ά. Κυρίως όμως και πάνω από όλα την ουσία της αστικής πολιτικής. Το περιεχόμενο της.
Για παράδειγμα, στην Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με τίτλο «Έγκριση των σχεδίων των συμβάσεων τροποποίησης της κύριας σύμβασης χρηματοδοτικής διευκόλυνσης μεταξύ Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και της Τράπεζας της Ελλάδας» στη σελίδα 5.850 και στην παράγραφο 11 σημειώνεται ότι: «Ούτε το δικαιούχο κράτος μέλος ούτε η Τράπεζα της Ελλάδας ούτε κανένα από τα αντίστοιχα περιουσιακά τους στοιχεία εξαιρούνται, λόγω εθνικής κυριαρχίας ή για άλλο λόγο, της δικαιοδοσίας κατάσχεσης -συντηρητικής ή αναγκαστικής- ή αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση με οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή διαδικασία σχετικά με τη Σύμβαση Τροποποίησης» (ΦΕΚ 5759 Αρ. Φύλλου 240.12.12.2012).
Στη σελίδα 5.798 και στην παράγραφο 4.4 προβλέπονται τα εξής: «Το δικαιούχο κράτος μέλος, η Τράπεζα της Ελλάδας και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας παραιτούνται με την παρούσα αμετάκλητα και ανεπιφύλακτα από κάθε δικαίωμα ασυλίας που ήδη έχουν ή μπορεί να δικαιούνται σε σχέση με τους ίδιους και τα περιουσιακά τους στοιχεία έναντι των δικαστικών ενεργειών σχετικά με την παρούσα Σύμβαση Τροποποίησης, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά, κάθε δικαιώματος ασυλίας έναντι άσκησης αγωγής, έκδοσης δικαστικής απόφασης ή άλλης διάταξης, κατάσχεσης, εκτέλεσης ή ασφαλιστικού μέτρου και έναντι κάθε εκτέλεσης ή αναγκαστικού μέτρου σε βάρος των περιουσιακών στοιχείων στο μέτρο που τα ανωτέρω δεν απαγορεύονται από αναγκαστικό νόμο, για την εκταμίευση, από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και υπέρ της Ελλάδας, ποσού ύψους 43,7 δισ ευρώ».
Με αυτήν, το σύνολο της κρατικής περιουσίας, οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που κατέχει το Δημόσιο, τίθεται στη διάθεση των δανειστών σε περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η αποπληρωμή των δανείων.
Η Πράξη αυτή, όπως κάθε Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, ήταν ενεργή αμέσως με την προεδρική σύνταξη της και δημοσίευση της στο ΦΕΚ. Χωρίς να περάσει από τη Βουλή. Κυρώθηκε ύστερα από εβδομάδες από τη Βουλή εντός των προβλεπομένων χρονικών ορίων, μαζί με άλλες 6 (!) και με τη μορφή του κατεπείγοντος, τη Δευτέρα 14 Ιανουαρίου. «Υπέρ» ψήφισαν 166 βουλευτές, δηλαδή όλοι οι κυβερνητικοί και δύο εκ των ανεξάρτητων, ο φέρελπις αρχηγός του νέου κόμματος Ανδρέας Λοβέρδος και ο Χρήστος Αηδόνης. Με τη ψήφιση της ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο. Όποιος την αντιπαλέψει μπορεί πλέον να θεωρηθεί παράνομος, να χαρακτηριστεί «αριστερός τρομοκράτης».
Η ελληνική αστική τάξη υποθηκεύει, παραιτούμενη από κάθε δικαίωμα, την κρατική περιουσία. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία δεν εξαιρούνται ούτε λόγω εθνικής κυριαρχίας, ανεπιφύλακτα και αμετάκλητα. Αφού σύμφωνα με τους νόμους και τις γραφές δικαστικός έλεγχος για μια ΠΝΠ γίνεται με αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας μόνο πριν την κύρωση της από τη Βουλή. Μετά την ψήφιση της, η νομολογία έχει κρίνει ότι δεν ελέγχεται πλέον η ισχύς και η συνδρομή ή μη των συνταγματικών όρων άσκησης αυτών των «κατ” εξαίρεση» νομοθετικών ρυθμίσεων και αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας.
Πραγματικό ναι, πρωτοφανές όχι.
Ο Δημήτρης Μπάτσης, αυτός ο γιος του ναυάρχου και ο αριστερός επιστήμονας που τουφεκίστηκε μαζί με το Νίκο Μπελογιάννη, στη μελέτη του «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα» που εκδόθηκε το 1947 (εκδόσεις Τα Νέα Βιβλία) και επανεκδόθηκε το 1977 και το 2004 (εκδόσεις Κέδρος) γράφει: Οι όροι της παροχής (σ.σ. δανείων) η μορφή της παροχής και ο έλεγχος για τη διαχείριση των κεφαλαίων αυτών συνομολογούνται με προνομιακά δικαιώματα επέμβασης κηδεμονίας και ελέγχου σ” ολόκληρη την ελληνική οικονομία και στην κρατική διοίκηση, ή με προνόμια μονοπωλιακά, προκειμένου για τοποθετήσεις ξένων ιδιωτικών κεφαλαίων. Δε γίνεται, δηλαδή, διαπραγμάτευση για το δανεισμό των κεφαλαίων με όρους που να περιορίζονται στην οικονομική εξυπηρέτηση των κεφαλαίων, αλλά γίνεται αποδέκτη μια μονόπλευρη υπαγόρευση όρων όχι μόνο για ό,τι αφορά τα κεφάλαια που ζητούνται, αλλά για ολόκληρο το σχέδιο ανασυγκρότησης και αξιοποίησης».
Οι αναλογίες με τη σημερινή κατάσταση είναι εμφανείς, η κριτική του Δ. Μπάτση είναι καταλυτική. Η σύγχρονη πολιτική στάση της κυβέρνησης απέναντι στα μνημόνια, δηλαδή την πολιτική σχέση ντόπιου και ξένου κεφαλαίου, σε ό,τι αφορά τη ΝΔ αποκαλύπτεται και συμπυκνώνεται στη συνέντευξη του πρώην υφυπουργού Εργασίας, Ν. Νικολόπουλου στις 7 Ιανουαρίου. Αναφερόμενος στις απαιτήσεις της τρόικας για τα εργασιακά κατά την περίοδο που εκείνος βρισκόταν στο υπουργείο, ο πρώην υφυπουργός επισήμανε ότι «η συγκυβέρνηση είχε δεσμευθεί πως δεν θα υλοποιήσει μέτρα που θα έβλαπταν τους εργαζόμενους». “Οταν η τρόικα όμως επέμεινε για την εφαρμογή τους ζητώντας την καθοδήγηση του πρωθυπουργού σχετικά με τα όσα πρότειναν οι εκπρόσωποι των δανειστών, ο Αντώνης Σαμαράς, σύμφωνα με τον Νίκο Νικολόπσυλο, του είπε «θα κάτσουμε στα τέσσερα» (φυσικά, όχι για να προσευχηθούν.)
Το ΠΑΣΟΚ διά του εκπροσώπου του, Πάρι Κουκουλόπουλου, αιτιολόγησε την πολιτική του στάση χρησιμοποιώντας ανερυθρίαστα το τραγούδι «Τάιμ» (χρόνος) των Πινκ Φλόιντ για να δείξει ότι η κυβέρνηση δίνει μάχη με τον χρόνο. Ο δε Βενιζέλος υπερθεμάτιζε χρησιμοποιώντας το πολιτικά βλακώδες πλέον, φθαρμένο και πολυχρησιμοποιημένο επιχείρημα του «σώσαμε άλλη μια φορά την Ελλάδα».
Η σημερινή ιδιότυπη κυβέρνηση αποτελείται από μια υπερσυντηρητική Δεξιά, μια ξεφτισμένη σοσιαλδημοκρατία και μια ψευδώνυμη Αριστερά. Η ΔΗΜΑΡ, αυτή η παγκόσμια δυσφήμιση της Αριστεράς αυτοαποκαλούμενη Αριστερά και μάλιστα «υπεύθυνη», υπερψήφισε «με πόνο ψυχής». Υπερψήφισε δηλώνοντας, πολιτικά μικροπρεπώς, διά της Ασημίνας Ξηροτύρη και ανάλογα διά του Νίκου Τσούκαλη πως «τελευταία φορά θα συμφωνήσουμε με πόνο καρδιάς να υπάρξει αυτή η διαδικασία αυτή τη στιγμή γιατί θα πρέπει η χώρα να εγκρίνει τους νόμους και να προχωρήσει η σταθεροποίηση της οικονομίας. Κακώς έρχονται όλα μαζί τελευταία στιγμή!».
Στο τέλος της ψηφοφορίας, ανώνυμοι κυβερνητικοί κύκλοι διοχέτευαν στον Τύπο πως «μόνο αν γίνει σεισμός θα νομοθετούμε ξανά έτσι. Τέλος οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου». Παρακμή και ξεπεσμός.
Και οι τρεις επικαλούνται με διάφορα επιχειρήματα τα μακροπρόθεσμα δίκαια του λαού. Αυτός ο συνδυασμός της «βίας της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου», της αστικής βίας γενικότερα, με την επίκληση των «λαϊκών δικαίων» δεν είναι πρωτόγνωρος ιστορικά. Πουθενά δεν θεοποιήθηκε και διαστράφηκε περισσότερο η έννοια του «λαού» απ” ό,τι στη ναζιστική Γερμανία (ακόμη και αυτοκίνητα ονομάσθηκαν αυτοκίνητα του λαού (Φόλκσβαγκεν). Πουθενά δεν επισημοποιήθηκε πιο πολύ ο «κοινωνικός διάλογος» και ο «κοινωνικός εταιρισμός» απ” ό,τι στο «σωματειακό» δήθεν κράτος της φασιστικής Ιταλίας. Λαός, λαϊκή συμμετοχή, φασιστική και ναζιστική βία μαζί. Σε μια περίοδο μάλιστα που αυτές οι καπιταλιστικές χώρες αντιμετώπιζαν το διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό σε συνθήκες μεγάλης διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης και ανεπτυγμένο σχετικά το εργατικό ταξικό κίνημα. Γι” αυτό και επιχείρησαν να επιστρατεύσουν το σύνολο του δυναμικού της κάθε χώρας και όλες τις διαθέσιμες αστικές δυνάμεις, εφεδρείες και μέσα ως ζήτημα ζωής και θανάτου για την επιβίωση της κεφαλαιοκρατικής τάξης σε αυτές.
Με σύγχρονους όρους και με το βλέμμα στραμμένο στο παρόν και στο μέλλον της αστικής κυριαρχίας, ο καπιταλισμός επιχειρεί και οργανώνει ανάλογης έκτασης κινητοποίηση δυνάμεων και μέσων. Η αστυνομική βία, η μαζική και γρήγορη κήρυξη απεργιών ως παράνομων, η βίαιη καταστολή αγωνιστικών εκδηλώσεων από την αστυνομία προσωρινά και το νέο στρατό οσονούπω, η λοιδορία από τα ΜΜΕ και η αντιμετώπιση τους αποκλειστικά ως ενοχλητικών και βλαπτικών για το κοινωνικό σύνολο δράσεων, οι παρακολουθήσεις, το μαζικό και οργανωμένο φακέλωμα αγωνιστών και του λαού γενικότερα, οι προληπτικές συλλήψεις και προσαγωγές, αναδεικνύονται σε κύριες μορφές άσκησης και επιβολής της σύγχρονης αστικής κυβερνητικής πολιτικής. Το εργατικό δίκαιο, καρπός πολυετών αγώνων, συντρίβεται. Οι συλλογικές συμβάσεις καταργούνται. Τον κατώτατο μισθό καθορίζει η κυβέρνηση. Στην αγορά εργασίας κυριαρχεί πλέον η απόλυτη ασυδοσία των επιχειρηματιών.
Η άρχουσα τάξη, με τραυματισμένη ηγεμονία λόγω της κανιβαλικής πολιτικής που προωθεί, επιχειρεί παράλληλα με τη βία να επικεντρώσει και περιορίσει την πολιτική αντιπαράθεση όχι στην προβολή και διεκδίκηση διαφορετικών πολιτικών, αλλά αποκλειστικά στον τρόπο διαχείρισης της ίδιας, σε γενικές γραμμές, πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κοινοβουλευτικός ολοκληρωτισμός ή το ισχυρό κράτος έκτακτης ανάγκης ή η μεταδημοκρατία κατά ορισμένους, ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός πιο ακριβολογημένα και γενικότερα, είναι οι όροι που αποδίδουν τη σύγχρονη αστική δημοκρατία στην υπεραντιδραστική της εξέλιξη. Η δημοκρατία αυτή διατηρεί, τυπικά κυρίως, δημοκρατικές δομές (εκλογές, κόμματα, Σύνταγμα). Στην ουσία όμως το κεφάλαιο με διάφορες, δικές του, οργανώσεις και δομές παρεμβαίνει άμεσα και δραστικά στην άσκηση πολιτικής. Με αποτέλεσμα οι καταστατικές αρχές της αστικής δημοκρατίας (κόμματα, αρχηγοί, αστικός συνδικαλισμός) να «μικραίνουν». Να παραβιάζονται. Και τελικά η σύγχρονη αστική δημοκρατία να μετεξελίσσεται σε ένα ιδιότυπο καθεστώς που υπηρετεί και κυβερνάται από μια οικονομική και πολιτική ολιγαρχία, η οποία ασκεί ολοκληρωτικό, άμεσο και ευέλικτο έλεγχο σε όλες τις βασικές πλευρές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Ζωή φακελωμένη … ΚΑΜΕΡΕΣ ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΥΜΕΝΟΣ ΧΑΦΙΕΔΙΣΜΟΣ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Η σκλήρυνση και υπεραντιδραστική μετάλλαξη της αστικής δημοκρατίας, που αφήνουμε οριστικά πίσω μας, εξελίσσονται αδιάκοπα. Ας δούμε για παράδειγμα, πώς εξελίσσεται το ζήτημα των παρακολουθήσεων, του μαζικού και οργανωμένου φακελώματος. Οι κάμερες ξεκίνησαν ως ένα εργαλείο αποτροπής, προστασίας και καταγραφής εγκληματικών ενεργειών.
Ακολούθησε η γενίκευση και η επικράτηση τους που έγινε κατά τρία κύματα. Στο πρώτο κύμα εξαπλώθηκαν στις τράπεζες, τα κυβερνητικά κτίρια και τα πολυκαταστήματα. Μέσα σε λίγα χρόνια επεκτάθηκε η χρήση τους (προσαρμογή πάνω στα ρούχα αστυνομικών, ή σε αστυνομικά σκυλιά). Αυξήθηκαν οι τομείς στους οποίους θεωρούνται πλέον από τους περισσότερους απαραίτητες. Το περιεχόμενο της καταγραφής μετατρέπεται και γίνεται αποδεκτό στο δικαστήριο ως πειστήριο. Στο δεύτερο κύμα άρχισαν να εγκαθιστούν δίκτυα καμερών συνδεδεμένα πλέον μεταξύ τους. Στις ΗΠΑ π.χ. τουλάχιστον 200 πόλεις σε 37 πολιτείες προωθούν τέτοια σχέδια. Ανάλογα και στην Αγγλία που υπολογίζεται ότι υπάρχουν 14,2 εκατομμύρια κάμερες. Στο τρίτο κύμα που άρχισε ήδη πειραματικά, οι ιδιωτικές κάμερες συμπλέκονται και ενσωματώνονται σε ένα κεντρικό σύστημα. Κι αυτό παρόλο που η μείωση σοβαρών μορφών εγκλήματος κατά 20% που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στην Αγγλία αποδείχτηκε πως σχετίζεται με την αύξηση του φωτισμού και την ήπια αστυνόμευση και όχι με τη χρήση καμερών.
Η αποδοχή των καμερών από την κοινωνία επιτεύχθηκε στο όνομα της ασφάλειας της. Η διαδικασία είναι απλή. Πρώτα δημιουργούμε ή εκμεταλλευόμαστε τις κατάλληλες συνθήκες, ώστε ο πολίτης να αισθανθεί φόβο, ανασφάλεια, οργή (προβολή αδιέξοδης ατομικής βίας, εγκληματικότητα, ξενοφοβία). Στη συνέχεια παίρνουμε τη συγκατάθεση του για την εφαρμογή των κατασταλτικών μηχανισμών στο όνομα της ασφάλειας του. Ό,τι πει ο (τρομοκρατημένος) λαός. Η δε εξοικείωση εμπεδώνεται με την τηλεόραση, με σειρές τύπου Μπιγκ Μπράδερ, τις οποίες οι τηλεθεατές παρακολουθούν με ηδονοβλεπτική διάθεση.
Ως επιστέγασμα έρχονται οι διάφορες νομικές ρυθμίσεις. Στις 12 Ιουνίου του 2007 στις Βρυξέλλες, επικυρώθηκε η συνθήκη Πριμ ή Σένγκεν ΙΠ που κατοχυρώνει νομοθετικά το πιο προηγμένο τεχνολογικά φακέλωμα των Ευρωπαίων πολιτών, τη διακίνηση και ανταλλαγή προσωπικών στοιχείων και την ανεμπόδιστη δράση των αστυνομικών δυνάμεων από τη μια χώρα της ΕΕ στην άλλη.
Η χρήση των καμερών αποτελεί ένα μόνο κομμάτι της ζοφερής πραγματικότητας μιας κοινωνίας όπου όλα παρακολουθούνται και όλα καταγράφονται (τηλεφωνικές συνομιλίες, ηλεκτρονική αλληλογραφία, πρόγραμμα “Εσελον, δορυφορική παρακολούθηση του εδάφους με εικόνες καταπληκτικής ευκρίνειας, χρήση βιομετρικών δεδομένων).
Νοσηρή απάντηση του καπιταλισμού ΕΠΙΜΕΝΟΥΝ ΟΙ ΚΡΙΣΙΑΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ
Σε αυτή την μόνιμη πορεία αντιδραστικής μετάλλαξης της αστικής δημοκρατίας διαφαίνεται ότι η προσφυγή του καπιταλιστικού συστήματος σε ένα νέο είδους γενικευμένου ολοκληρωτισμού δεν αποτελεί δείγμα παντοδυναμίας του, όπως επιφανειακά διαπιστώνεται. Αντίθετα αποτελεί τη νοσηρή απάντηση του συστήματος στα πρωτοφανή κρισιακά φαινόμενα που αντιμετωπίζει στην οικονομία στις διεθνείς σχέσεις (πόλεμοι, φρενήρεις ανταγωνισμοί), στο ίδιο το πολιτικό σύστημα που κατά καιρούς κλυδωνίζεται από εσωτερικές αντιθέσεις στις διάφορες χώρες.
Τα φαινόμενα αυτά έχουν στον πυρήνα τους την ιστορική τάση εξάντλησης των περιθωρίων αύξησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Η στροφή από τον καπιταλισμό του κράτους πρόνοιας στον καπιταλισμό του εθνικού και παγκόσμιου αστυνομικού κράτους αντανακλά την αδυναμία του συστήματος να ενσωματώσει με «δημοκρατικά – κοινωνικά» μέσα το εκρηκτικό ριζοσπαστικό δυναμικό των εκμεταλλευόμενων, που εκδηλώνεται με ανεπαρκείς ακόμη αντιφατικούς τρόπους και με χίλιες δυο μορφές. Προδίδει την ανικανότητα των σύγχρονων ποιοτικών μετασχηματισμών του κεφαλαίου να ξεπεράσουν τις νέες εκρηκτικές τάσεις κρίσης υπερσυσσώρευσης τις οποίες πυροδοτούν οι επαναστατικές όσο και αντιφατικές μεταβολές στη σύγχρονη εργασία. Σαράντα και πλέον χρόνια σχεδιάζουν και προωθούν αλλεπάλληλες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, μετά τη «βουβή» αλλά ιστορικής σημασίας κρίση του 1973.
Σε τελευταία ανάλυση, τα συνολικά κρισιακά φαινόμενα που εκδηλώνονται αποκαλύπτουν τη σκηνή ενός νέου βαθύτερου ιστορικού κλονισμού των σύγχρονων αντιδραστικών μετασχηματισμών. Σηματοδοτούν τη δυνατότητα αμφισβήτησης και ανατροπής της θυελλώδους υπεροχής των αντεπαναστατικών τάσεων, που χαρακτηρίζει το γενικότερο τοπίο του σύγχρονου ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Σ” αυτή τη φάση των ραγδαίων αντιφατικών εξελίξεων, το κύριο τελικά ζήτημα για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά δεν είναι να αναμηρυκάζει τη δομική ροπή του σύγχρονου καπιταλισμού προς τη διαρκή κλιμάκωση της αντιδραστικής αντιδημοκρατικής εκστρατείας και μετάλλαξης του. Το κύριο ζήτημα είναι η προσπάθεια, μέσα από την συσπείρωση και τον συλλογικό αγώνα για την αντιμετώπιση των νέων δυσκολιών, την αξιοποίηση των δυνατοτήτων και αναγκαιοτητών που συσσωρεύονται. Για την ανατροπή των συντριπτικά αρνητικών πολιτικών συσχετισμών της γενικότερης ιστορικής περιόδου, υπέρ της εργατικής πολιτικής, υπέρ της επαναστατικής και κομμουνιστικής προοπτικής. Για να ηττηθεί η συνολική «τρομοκρατική» πολιτική του κεφαλαίου.
Το κίνημα που «έρχεται, εξαφανίζεται και ξανάρχεται» στις μητροπόλεις και στην περιφέρεια του καπιταλισμού, οι περιοδικές εξεγέρσεις ακόμη και οι αψιμαχίες στα προάστια των μεγαλουπόλεων, παρά τον «τυφλό» ή και περιορισμένο ακόμη χαρακτήρα τους συνιστούν ελπίδα και απειλή. Αυτές οι ατελείς ακόμη εκρήξεις οργής αναπτύσσονται παράλληλα με τις πιο πολιτικές και συνειδητές, όσο και ανεπαρκείς ακόμα, αντικαπιταλιστικές μετατοπίσεις μέρους των λαϊκών μαζών. Μετατοπίσεις που εμφανίζονται από την αυγή του νέου αιώνα και ιδιαίτερα με το ξέσπασμα της τέταρτης μεγαλύτερης κρίσης στην ιστορία του καπιταλισμού. Μετατοπίσεις που ηγεμονεύονται ακόμη από την αστική πολιτική. Το νέο όμως ποιοτικό στοιχείο αυτής της κατάστασης δεν είναι η -προϋπάρχουσα εξάλλου- αδυναμία της εργατικής χειραφέτησης να μετατρέπεται σε ανεξάρτητο ηγεμονικό κοινωνικό ρεύμα. Είναι η αργή έστω στροφή που η τάση εργατικής χειραφέτησης πραγματοποιεί αναζητώντας μια αυτοτελή πολιτική παρουσία με ηγεμονική φιλοδοξία και στόχευση.
Αυτή ακριβώς η τάση ποιοτικής αντιστροφής στη δυναμική των κοινωνικών αντιθέσεων και αντιφάσεων διαμορφώνει και σήμερα ένα κλίμα σκεπτικισμού στις αστικές δυνάμεις της συνέχισης της κανιβαλικής καπιταλιστικής προέλασης. Οδηγεί στο «παράδοξο» το αστικό κράτος, αν και δεν κινδυνεύει άμεσα και ορατά να χάσει την εξουσία, να «αντιδρά δεκαπλάσια», να αντιδραστικοποιεί και πολλαπλασιάζει τη θωράκιση του. Ίσως γιατί εκτιμά τα μελλούμενα.
Πηγή: Εφημερίδα «Πριν»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου