Τα κοινά ως ένα όραμα μετασχηματισμού - Πέρα από την αγορά και το κράτος
των David
Bollier και Silke Helfric
Εδώ και γενιές το κράτος και
η αγορά έχουν αναπτύξει μια τόσο στενή σχέση συμβίωσης, με αποτέλεσμα τη
δημιουργία αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί το δυοπώλιο της αγοράς και του
κράτους. Και τα δυο τους είναι έντονα προσηλωμένα σε ένα κοινό όραμα
τεχνολογικής προόδου και ανταγωνισμού της αγοράς, μέσα στα πλαίσια ενός φιλελεύθερου
και κατ’ όνομα δημοκρατικού πολιτεύματος που περιστρέφεται γύρω από την
ελευθερία και τα δικαιώματα του ατόμου. Αγορά και κράτος συνεργάζονται στενά
και έχουν χτίσει από κοινού μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία -στην πραγματικότητα,
μια πολιτική φιλοσοφία και πολιτισμική επιστημολογία- με το κάθε μέρος να
παίζει συμπληρωματικό ρόλο για τη θέσπιση των κοινών τους ουτοπικών ιδεωδών της
ατέρμονης ανάπτυξης και της ικανοποίησης των καταναλωτών.
Η αγορά χρησιμοποιεί το
σύστημα τιμών και την ιδιωτική διαχείριση ανθρώπων, κεφαλαίων και πόρων για την
παραγωγή υλικού πλούτου. Και το κράτος αντιπροσωπεύει τη λαϊκή θέληση και
παράλληλα διευκολύνει τη δίκαιη λειτουργία της «ελεύθερης αγοράς».
Ή
τουλάχιστον έτσι λέει η θεωρία. Λένε ότι το ιδεώδες αυτό του «δημοκρατικού
καπιταλισμού» μεγιστοποιεί την ευχαρίστηση των καταναλωτών και ταυτόχρονα
διευρύνει τις πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες του ατόμου.
Αυτό στην
πραγματικότητα είναι η ουσία του σύγχρονου δόγματος της «προόδου».
Ιστορικά η σύμπραξη αγοράς
και κράτους υπήρξε εποικοδομητική και για τα δύο μέρη. Οι αγορές έχουν
ευδοκιμήσει λόγω της κρατικής παροχής των υποδομών και της εποπτείας των
επενδύσεων και της δραστηριότητας των αγορών. Οι αγορές έχουν επίσης επωφεληθεί
από την κρατική παροχή πρόσβασης, ελεύθερης ή με μειωμένη τιμή, σε δημόσια
δάση, ορυκτά, ραδιοκύματα, έρευνα και άλλους δημόσιους πόρους. Από την πλευρά
του, το κράτος, όπως έχει σχεδιαστεί σήμερα, εξαρτάται από την ανάπτυξη της
αγοράς ως ζωτικής πηγής φορολογικών εσόδων και θέσεων εργασίας για τους
ανθρώπους, καθώς και ως τρόπου αποφυγής της αντιμετώπισης των ανισοτήτων στον
τομέα του πλούτου και των κοινωνικών ευκαιριών, που είναι δύο πολιτικά
εκρηκτικές προκλήσεις.
Η χρηματοοικονομική
κατάρρευση του 2007-2008 αποκάλυψε ότι η κλασική εξιδανίκευση του δημοκρατικού
καπιταλισμού είναι κατά μεγάλο μέρος απάτη. Η «ελεύθερη αγορά» δεν είναι στην
πραγματικότητα αυτορρυθμιζόμενη και ιδιωτική, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από
δημόσιες παρεμβάσεις, επιδοτήσεις, άμβλυνση του κινδύνου και νομικά προνόμια. Το
κράτος, στην πραγματικότητα, δεν αντιπροσωπεύει την κυρίαρχη λαϊκή βούληση και
ούτε η αγορά υλοποιεί τις αυτόνομες προτιμήσεις των μικρών επενδυτών και
καταναλωτών.
Αντίθετα, το σύστημα είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, το κλειστό
ολιγοπώλιο μιας ελίτ μυημένων. Οι πολιτικές και προσωπικές συνδέσεις μεταξύ των
μεγαλύτερων εταιρειών και της κυβέρνησης είναι τόσο εκτεταμένες, ώστε να
ισοδυναμούν με συμπαιγνία. Η διαφάνεια είναι ελάχιστη, η ρύθμιση της αγοράς
έχει διαφθαρεί από τα συμφέροντα των βιομηχανιών, η λογοδοσία είναι ένα σόου
που χειραγωγείται πολιτικά και η αυτοδιάθεση των πολιτών, ως επί το πλείστον,
περιορίζεται στην επιλογή του «Γιάννη» ή του «Γιαννάκη» την ώρα της εκλογικής
αναμέτρησης.
Το κράτος σε πολλές χώρες ισοδυναμεί με συνεργάτη φυλετικών ομάδων, μαφιόζικων δομών ή κυρίαρχων εθνοτήτων. Σε άλλες χώρες ισοδυναμεί με τον κατώτερο εταίρο στο έργο των φονταμενταλιστών της εσωτερικής αγοράς. Του καταλογίζουν την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, της απορρύθμισης, των περικοπών του προϋπολογισμού, επεκτατικών δικαιωμάτων επί της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της απρόσκοπτης επένδυσης κεφαλαίων. Το κράτος παρέχει τη χρήσιμη βιτρίνα νομιμότητας και δέουσας διαδικασίας για την ατζέντα της αγοράς, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ιδιωτικό κεφάλαιο έχει καταπνίξει τα δημοκρατικά συμφέροντα που δε σχετίζονται με τις αγορές.
Η κρατική παρέμβαση για τον
περιορισμό των υπερβολών της αγοράς είναι γενικά αναποτελεσματική και
κατευναστική. Εξάλλου, δεν έρχεται σε επαφή με το βαθύτερο πρόβλημα. Ενεργεί
μάλλον για να νομιμοποιήσει τις διαδικασίες και τις αρχές της αγοράς. Κατά
συνέπεια, οι δυνάμεις της αγοράς κυριαρχούν στις περισσότερες ημερήσιες
διατάξεις. Στις ΗΠΑ, οι εταιρείες έχουν αναγνωριστεί ακόμη και ως νομικά
«πρόσωπα» που δικαιούνται να δίνουν απεριόριστα ποσά χρημάτων στους πολιτικούς
υποψηφίους.
Η υπόθεση ότι το κράτος
μπορεί να παρεμβαίνει και θα παρεμβαίνει, για να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των
πολιτών δεν είναι πλέον αξιόπιστη. Το κράτος, ανίκανο να κυβερνά μακροχρόνια,
αιχμαλωτισμένο από εμπορικά συμφέροντα και μπλοκαρισμένο από δυσκίνητες
γραφειοκρατικές δομές στην εποχή των γρήγορων ηλεκτρονικών δικτύων, είναι
αναμφισβήτητα ανήμπορο να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών στο σύνολό
τους. Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες της
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν αποτελούν πλέον αξιόπιστο όχημα για την
αλλαγή που χρειαζόμαστε. Ο συμβατικός πολιτικός λόγος, από τη στιγμή που και ο
ίδιος είναι ένα γερασμένο δημιούργημα μιας άλλης εποχής, αδυνατεί να
κατονομάσει τα προβλήματά μας, να φανταστεί εναλλακτικές λύσεις και να
αναμορφώσει τον εαυτό του.
Αυτή είναι πραγματικά η αιτία που τα κοινά αγαθά (ή απλώς τα κοινά) έχουν αυτόν το δυνητικά μετασχηματιστικό ρόλο να παίξουν. Πρόκειται για λόγο (δηλαδή, γλώσσα) που ξεπερνά και ανακατασκευάζει τις κατηγορίες της επικρατούσας πολιτικής και οικονομικής τάξης. Μας προσφέρει μια νέα κοινωνικά κατασκευασμένη τάξη εμπειρίας, μια στοιχειώδη πολιτική κοσμοθεωρία και μια πειστική θεωρία. Τα κοινά προσδιορίζουν τις σχέσεις που πρέπει να έχουν σημασία και παραθέτουν μια διαφορετική λειτουργική λογική. Επικυρώνουν καινούργια συστήματα ανθρώπινων σχέσεων, παραγωγής και διακυβέρνησης. Θα μπορούσε να δοθεί η ονομασία «κοινοκυβέρνηση» ή η διακυβέρνηση των κοινών.
Τα κοινά μάς παρέχουν τη δυνατότητα να κατονομάσουμε μια νέα τάξη πραγμάτων και στη συνέχεια να βοηθήσουμε στη δημιουργία της. Χρειαζόμαστε μια καινούργια γλώσσα που δεν αναπαράγει ύπουλα τις παραπλανητικές μυθοπλασίες της παλιάς τάξης, όπως, για παράδειγμα, ότι η ανάπτυξη της αγοράς θα επιλύσει τελικά τα κοινωνικά μας δεινά ή ότι η ρύθμιση της αγοράς θα περιορίσει τις πολλαπλασιαζόμενες οικολογικές ζημίες του κόσμου. Χρειαζόμαστε νέο λόγο και νέες κοινωνικές πρακτικές που θα στηρίζουν μια νέα μεγάλη θεωρία, ένα διαφορετικό σύνολο από λειτουργικές αρχές και μια αποτελεσματικότερη τάξη διακυβέρνησης. Η αναζήτηση τέτοιου λόγου δεν είναι φαντασιόπληκτη ιδιοτροπία˙ είναι απόλυτη αναγκαιότητα. Και, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος για τη δημιουργία νέας τάξης. Οι λέξεις διαμορφώνουν τον κόσμο. Με τη χρήση μιας καινούργιας γλώσσας, της γλώσσας των κοινών, αρχίζουμε αμέσως να δημιουργούμε καινούργιο πολιτισμό. Μπορούμε να διεκδικήσουμε μια νέα τάξη σχεδιασμού και διαχείρισης των πόρων, σωστού τρόπου ζωής, κοινωνικών προτεραιοτήτων και συλλογικού εγχειρήματος.
Η μετασχηματιστική γλώσσα των κοινών
Η καινούργια αυτή γλώσσα μάς
διορίζει διαδραστικούς παράγοντες μεγαλύτερων συλλογικοτήτων.
Η συμμετοχή μας
σε αυτά τα μεγαλύτερα σύνολα (τοπικές κοινότητες, ομάδες συνάφειας σε άμεση
σύνδεση [online], διαγενεακές παραδόσεις [δηλαδή, παραδόσεις στις οποίες
εμπλέκονται διαφορετικές γενιές ανθρώπων]) δεν εξαφανίζει την ατομικότητά μας,
αλλά σίγουρα διαμορφώνει τις προτιμήσεις, τις αντιλήψεις, τις αξίες και τη
συμπεριφορά μας: ποιοι είμαστε. Μια βασική αποκάλυψη του τρόπου σκέψης που
βασίζεται στα κοινά είναι ότι εμείς, η ανθρωπότητα, στην πραγματικότητα δεν
είμαστε απομονωμένα, χωριστά άτομα˙ δεν είμαστε αμοιβάδες χωρίς ανθρώπινη
επενέργεια πέρα από ηδονιστικές «προτιμήσεις για χρήσιμα πράγματα» που βρίσκουν
έκφραση στην αγορά.
Όχι. Είμαστε «χρήστες κοινών αγαθών»: δημιουργικά, ξεχωριστά άτομα που εντασσόμαστε σε μεγαλύτερα σύνολα. Μπορεί ο καθένας μας να έχει πολλά απωθητικά ανθρώπινα γνωρίσματα που τροφοδοτούνται από τους φόβους και το εγώ του, αλλά είμαστε και πλάσματα με πλήρη ικανότητα για αυτοοργάνωση και συνεργασία, με ενδιαφέρον για εντιμότητα και κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς και με τη θέληση να προβούμε σε θυσίες για το μεγαλύτερο καλό και για τις μελλοντικές γενιές.
Μιας και έχει ενταθεί η διαφθορά του δυοπώλιου αγοράς και κράτους, διακυβεύεται η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για τον εντοπισμό προβλημάτων και για τον οραματισμό λύσεων. Οι παγίδες και οι απάτες που διαπλέκονται μέσα στην επικρατούσα πολιτική μας γλώσσα έχουν βαθιές ρίζες. Παραδείγματος χάριν, δυϊσμοί όπως «δημόσιος» και «ιδιωτικός», «κράτος» και «αγορά», «φύση» και «πολιτισμός» θεωρούνται αυτονόητοι. Καθώς είμαστε κληρονόμοι του Καρτέσιου, έχουμε συνηθίσει να διαφοροποιούμε το «υποκειμενικό» από το «αντικειμενικό» και το «ατομικό» από το «συλλογικό» ως έννοιες διαμετρικά αντίθετες. Αλλά αυτές οι διαμετρικά αντίθετες έννοιες είναι λεξιλογικές κληρονομιές που είναι όλο και πιο ακατάλληλες, γιατί στην πραγματικότητα τα δύο άκρα της διαμέτρου καθίστανται δυσδιάκριτα, καθώς εισχωρεί και μπλέκεται το ένα στο άλλο. Κι όμως εξακολουθούν να επιδρούν βαθιά στον τρόπο που σκεφτόμαστε για τα σύγχρονα προβλήματα και στο φάσμα των λύσεων που θεωρούμε αξιόπιστες.
Αυτές οι κατηγορίες του «είτε το ένα, είτε το άλλο» και οι αντίστοιχες λέξεις που χρησιμοποιούμε έχουν εκτελεστική δύναμη: δημιουργούν τον κόσμο. Την ίδια στιγμή που σταματάμε να μιλάμε για επιχειρησιακά μοντέλα, για αποτελεσματικότητα και για κερδοφορία σαν να είναι κορυφαίες προτεραιότητες, σταματάμε και να βλέπουμε τον εαυτό μας ως τον «homo economicus» και ως αντικείμενα που τα χειρίζονται κάποια λογιστικά φύλλα του υπολογιστή. Αρχίζουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας ως χρήστες κοινών αγαθών σε σχέση με τους άλλους, με κοινή ιστορία και κοινό μέλλον. Αρχίζουμε να δημιουργούμε έναν πολιτισμό σχεδιασμού, διαχείρισης και συνυπευθυνότητας των πόρων για τα κοινά μας αγαθά, ενώ την ίδια στιγμή υπερασπίζουμε και τα μέσα για τη συντήρησή μας.
Τα κοινά μάς βοηθούν να αναγνωρίσουμε, να εκμαιεύσουμε και να ενισχύσουμε τις τάσεις αυτές. Μας προκαλούν να ξεπεράσουμε τους παρωχημένους δυϊσμούς και τις πεπαλαιωμένες μηχανιστικές νοοτροπίες. Μας ζητούν να σκεφτούμε τον κόσμο με πιο φυσικούς, ολιστικούς και μακροπρόθεσμους τρόπους. Ο καθένας μας βλέπει ότι η προσωπική του ανέλιξη εξαρτάται από την ανέλιξη των άλλων και η δική τους από τη δική του. Βλέπουμε ότι επηρεάζουμε και βοηθάμε αμοιβαία ο ένας τον άλλον ως μέρος ενός μεγαλύτερου ολιστικού και κοινωνικού οργανισμού.
Η θεωρία της
πολυπλοκότητας έχει προσδιορίσει απλές αρχές που διέπουν τη συνεξέλιξη των
ειδών μέσα σε σύνθετα οικοσυστήματα. Τα κοινά παίρνουν αυτά τα μαθήματα στα
σοβαρά και ισχυρίζονται ότι εμείς, οι άνθρωποι, εξελισσόμαστε ο ένας μαζί με
τον άλλον και παράγουμε ο ένας τον άλλον. Δεν υπάρχουμε σε κατάσταση μεγάλης
απομόνωσης από τους συνανθρώπους μας και τη φύση. Ο μύθος του «αυτοδημιούργητου
ανθρώπου» που υμνολογεί η κουλτούρα της αγοράς είναι γελοίος, μια αυταπάτη με
την οποία συγχαίρουμε τον εαυτό μας και η οποία αρνείται τον κρίσιμο ρόλο που
παίζει η οικογένεια, η κοινότητα, τα δίκτυα, οι θεσμοί και η φύση στο χτίσιμο
του κόσμου μας.
Πολλές από τις παθολογίες
της σύγχρονης οικονομίας είναι χτισμένες πάνω σε αυτό το βαθύ υπόστρωμα της
λανθασμένης γλώσσας. Ή ακριβέστερα οι ελιτιστές φύλακες της αγοράς και του
κράτους το βρίσκουν χρήσιμο να χρησιμοποιούν τέτοιες παραπλανητικές κατηγορίες.
Η ανώνυμη εταιρεία στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες χώρες, για παράδειγμα,
αρέσκεται να παρουσιάζει τον εαυτό της ως «ιδιωτικό» πρόσωπο που περιφέρεται
πάνω από ένα μεγάλο μέρος του πραγματικού κόσμου και των προβλημάτων του.
Ο
σκοπός της είναι απλώς η ελαχιστοποίηση των εξόδων της, η μεγιστοποίηση των
πωλήσεών της, και επομένως, η απόκτηση κερδών για τους επενδυτές της. Αυτό
είναι το θεσμικό της DNA. Έχει σχεδιαστεί να αγνοεί τις αμέτρητες κοινωνικές και
περιβαλλοντικές ζημίες (οι οποίες περιγράφονται από τους οικονομολόγους με τον
ευπρεπή όρο «εξωτερικοί παράγοντες») και να επιδιώκει αδυσώπητα την αιώνια
ανάπτυξη.
Κι έτσι, η γλώσσα του
καπιταλισμού επικυρώνει ένα ορισμένο σύνολο από σκοπούς και σχέσεις εξουσίας
και το προβάλλει στο θέατρο του νου μας.
Οι αυταπάτες της ατέλειωτης ανάπτυξης και κατανάλωσης κωδικοποιούνται μέσα στην ίδια την επιστημολογία της γλώσσας μας και εσωτερικεύονται από τους ανθρώπους. Μόλις πρόσφατα κατάλαβαν οι μεγάλες μάζες των ανθρώπων τις ανησυχητικές συνέπειες στον πραγματικό κόσμο αυτού του πολιτισμικού μοντέλου και τρόπου σκέψης: μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία αφιερωμένη στην πρόταση ότι οι άνθρωποι πρέπει επ’ αόριστον να εκμεταλλεύονται, να μετατρέπουν σε χρήμα και να αφαιρούν ένα πεπερασμένο σύνολο φυσικών πόρων (πετρέλαιο, ορυκτά, δάση, αλιεία, νερό).
Οι αυταπάτες της ατέλειωτης ανάπτυξης και κατανάλωσης κωδικοποιούνται μέσα στην ίδια την επιστημολογία της γλώσσας μας και εσωτερικεύονται από τους ανθρώπους. Μόλις πρόσφατα κατάλαβαν οι μεγάλες μάζες των ανθρώπων τις ανησυχητικές συνέπειες στον πραγματικό κόσμο αυτού του πολιτισμικού μοντέλου και τρόπου σκέψης: μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία αφιερωμένη στην πρόταση ότι οι άνθρωποι πρέπει επ’ αόριστον να εκμεταλλεύονται, να μετατρέπουν σε χρήμα και να αφαιρούν ένα πεπερασμένο σύνολο φυσικών πόρων (πετρέλαιο, ορυκτά, δάση, αλιεία, νερό).
Η αύξηση του «peak oil» (δηλαδή, η
κορύφωση της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου έπειτα από την οποία η παραγωγή θα
μειωθεί) και η υπερθέρμανση του πλανήτη (για να μην αναφέρουμε άλλες πτωτικές
τάσεις σε οικοσυστήματα) δείχνουν ότι το όραμα αυτό είναι μια φαντασίωση με
χρονικούς περιορισμούς. Η φύση έχει πραγματικά όρια. Το δράμα της επόμενης
δεκαετίας θα περιστρέφεται γύρω από το αν είναι σε θέση ο καπιταλισμός να
αρχίσει να αναγνωρίζει και να σέβεται τα εγγενή αυτά όρια.
Η συλλογιστική βάση του «δημοκρατικού καπιταλισμού» επεκτείνεται στις πληροφορίες καθώς και στον πολιτισμό. Αλλά εδώ, προκειμένου να αποσπάσει το μέγιστο κέρδος από άυλα στοιχεία (λέξεις, μουσική, εικόνες), η λογική έχει αντιστραφεί. Στη θέση της μεταχείρισης ενός πεπερασμένου πόρου (της φύσης) ως αιώνιου και χωρίς τιμή, εδώ η ανώνυμη εταιρεία απαιτεί να γίνει πεπερασμένος και σπάνιος ένας ουσιαστικά ανεξάντλητος πόρος (ο πολιτισμός και οι πληροφορίες).
Αυτός είναι ο κύριος σκοπός της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής
και των όρων των πνευματικών δικαιωμάτων και του δικαίου περί διπλωμάτων
ευρεσιτεχνίας: να καταστήσει τις πληροφορίες και τον πολιτισμό τεχνηέντως
σπάνια, έτσι ώστε να μπορεί στη συνέχεια να τα αντιμετωπίζει ως ιδιωτική
ιδιοκτησία και να τα πουλά.
Η επιτακτική αυτή ανάγκη έχει γίνει περισσότερο
έντονη τώρα που οι ψηφιακές τεχνολογίες έχουν κάνει την αναπαραγωγή των
πληροφοριών και των δημιουργικών έργων εύκολη και στην ουσία ελεύθερη (δωρεάν)
και με τον τρόπο αυτόν έχουν υπονομεύσει τα συνήθη επιχειρησιακά μοντέλα που
έχουν κάνει τα βιβλία, τις ταινίες και τη μουσική τεχνηέντως σπάνια.
Τα κοινά –ένα όχημα για την
ικανοποίηση των βασικών αναγκών του καθενός με πάνω-κάτω δίκαιο τρόπο– τα
οικειοποιούνται και τα αποσυναρμολογούν, για να εξυπηρετήσουν μια μηχανή
παγκόσμιας αγοράς η οποία αντιμετωπίζει τη φύση σαν άλογο εμπόρευμα. Οι χρήστες
των κοινών αγαθών γίνονται απομονωμένα άτομα. Οι κοινότητες των χρηστών αυτών
κατακερματίζονται και αναδιαμορφώνονται ως στρατιές καταναλωτών και
εργαζομένων. Οι πόροι των κοινών, τα οποία δεν ανήκουν σε κανέναν, γίνονται
πρώτες ύλες για παραγωγή και πώληση στην αγορά και, αφού έχει μετατραπεί σε
χρήμα μέχρι και η τελευταία σταγόνα τους, τα αναπόφευκτα απόβλητα της αγοράς τα
πετάνε πίσω στα κοινά. Την κυβέρνηση τη στέλνουν για να «καθαρίσει» τους
«εξωτερικούς παράγοντες», έργο που εκτελείται μόνο παράτυπα, γιατί έτσι
υποβοηθούνται οι νεοφιλελεύθερες προτεραιότητες.
Η κανονική λειτουργία Της
Οικονομίας απαιτεί τη διαρκή, αν όχι την επεκτεινόμενη, οικειοποίηση των πόρων
που ηθικά ή νομικά ανήκουν σε όλους. Η Οικονομία απαιτεί τη μετατροπή όλων των
πόρων σε εμπορεύσιμα αγαθά. Η περίφραξη των κοινόχρηστων γεωργικών και
κτηνοτροφικών χώρων είναι μια ευγενώς ύπουλη διεργασία. Κατά κάποιον τρόπο
πρέπει μια πράξη απαλλοτρίωσης και λεηλασίας να τεθεί σε νέο πλαίσιο ως νόμιμη
πρωτοβουλία κοινής λογικής για την προώθηση της ανθρώπινης προόδου.
Για
παράδειγμα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ο οποίος ισχυρίζεται ότι προωθεί
την ανάπτυξη του ανθρώπου μέσω του ελεύθερου εμπορίου, είναι ουσιαστικά ένα
σύστημα για την κατάσχεση μη αγοραίων πόρων από τις κοινότητες, τη λήστευση
ανθρώπων και την εκμετάλλευση εύθραυστων οικοσυστημάτων, με την πλήρη
συγκατάθεση του διεθνούς και εσωτερικού δικαίου. Το επίτευγμα αυτό απαιτεί έναν
εξαιρετικά περίπλοκο νομικό και τεχνικό μηχανισμό, μαζί με διανοουμενίστικες
δικαιολογίες και πολιτική στήριξη. Η διεργασία της περίφραξης των χώρων αυτών
πρέπει να γίνει περίπλοκη και μυστηριώδης μέσω κάθε είδους προπαγάνδας,
δημόσιων σχέσεων και αφομοίωσης των διαφωνούντων. Η διεργασία έχει κρίσιμη
σημασία για την προσπάθεια της ιδιωτικοποίησης των μορφών της ζωής, της
αντικατάστασης με μονοκαλλιέργειες των εδαφών αυτών όπου υπάρχει
βιοποικιλότητα, της λογοκρισίας και του ελέγχου διαδικτυακού περιεχομένου, της
κατάσχεσης υπόγειων υδάτων για τη δημιουργία ιδιόκτητου εμφιαλωμένου νερού, της
οικειοποίησης της γνώσης και του πολιτισμού ιθαγενών λαών, και της μετατροπής
αυτοαναπαραγόμενων γεωργικών καλλιεργειών σε στείρους ιδιόκτητους σπόρους που
πρέπει να τους αγοράζει κανείς ξανά και ξανά. Μέσα από τέτοιες διεργασίες
έχει κατασκευαστεί η ιδέα «Της Οικονομίας», πλήρης δυϊσμών σχετικά με το τι
έχει σημασία (πράγματα που έχουν κάποια τιμή ή επηρεάζουν τις τιμές) και τι δεν
έχει σημασία (πράγματα που έχουν εγγενή, ποιοτική, ηθική ή υποκειμενική αξία).
Με την πάροδο του χρόνου, η Οικονομία έχει φτάσει να θεωρείται παγκόσμιο, ανιστορικό (δηλαδή, άσχετο με την ιστορία, την ιστορική εξέλιξη ή την παράδοση), εντελώς φυσικό φαινόμενο, ένας τρομακτικός Μολώχ που κατά κάποιον τρόπο προϋπάρχει της ανθρωπότητας και υπάρχει πέρα από τον έλεγχο του καθενός.
Αυτή η εικόνα αρχίζει να εκφράζει τον εφιάλτη της περίφραξης των κοινόχρηστων
γεωργικών και κτηνοτροφικών χώρων που ταλανίζει τόσο μεγάλο μέρος του κόσμου,
ενός κόσμου όπου οι φυσικές οικολογικές διεργασίες, οι κοινότητες και η λαϊκή
κουλτούρα δεν τυγχάνουν καμίας νομικής προστασίας ή πολιτισμικού σεβασμού.
Τα κοινά αγαθά ως
γενεσιουργό υπόδειγμα
Ένας σημαντικός σκοπός των
κοινών, λοιπόν, είναι να μας βοηθήσει τόσο να «ξεφύγουμε» από τον κυρίαρχο λόγο
(γλώσσα) της οικονομίας της αγοράς, όσο και να αντιπροσωπεύσουμε διαφορετικούς,
πιο υγιεινούς τρόπους ύπαρξης. Μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη
σαφήνεια την αξία του «ανεκχώρητου», της προστασίας από την εμπορευματοποίηση
των πάντων. Οι σχέσεις με τη φύση δεν είναι απαραίτητο να βασίζονται στην
οικονομία ούτε στην εξόρυξη και εκμετάλλευση αγαθών˙ μπορούν να είναι
εποικοδομητικές και αρμονικές. Για τους ανθρώπους του παγκόσμιου Νότου (δηλαδή,
των λαών της Αφρικής, της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής καθώς και του
μεγαλύτερου μέρους της Ασίας), για τους οποίους τα κοινά είθισται να είναι
μάλλον μια ζωντανή καθημερινή πραγματικότητα παρά μια μεταφορά, η γλώσσα των
κοινών αποτελεί τη βάση ενός νέου οράματος «ανάπτυξης».
Αυτόν το ρόλο μπορούν να τον
παίξουν τα κοινά, γιατί περιγράφουν μια ισχυρή πρόταση αξιών που την αγνοεί η
οικονομία της αγοράς. Ιστορικά, τα κοινά έχουν συχνά θεωρηθεί έρημη γη, «res
nullius» (κάτι που δεν ανήκει σε κανέναν), τόπος που δεν έχει κανένα ιδιοκτήτη
και καμία αξία. Παρά τη μακρόχρονη κηλίδα της «τραγωδίας» που κουβαλούν πάνω
τους τα κοινά, είναι στην πραγματικότητα –εφόσον κατανοούνται σωστά– ιδιαίτερα
γενεσιουργά στοιχεία. Δημιουργούν τεράστια αποθέματα αξίας. Το «πρόβλημα» είναι
ότι η αξία αυτή δεν μπορεί να μετατραπεί σε ενιαία κλίμακα ισόμετρης
εμπορεύσιμης αξίας (δηλαδή, τιμής) και αυτό συμβαίνει μέσα από διαδικασίες που
είναι πάρα πολύ διακριτικές, ποιοτικές και μακροπρόθεσμες, ώστε να μπορέσουν να
τις καταμετρήσουν οι «μανδαρίνοι» της αγοράς. Τα κοινά τείνουν να εκφράζουν τη
γενναιοδωρία τους μέσα από ζώσες ροές κοινωνικής και οικολογικής δραστηριότητας
και όχι μέσω πάγιων, μετρήσιμων αποθεμάτων κεφαλαίου και απογραφέντων
στοιχείων.
Επομένως, το γενεσιουργό
στοιχείο του σχεδιασμού και της διαχείρισης των κοινών δεν επικεντρώνεται στην
κατασκευή πραγμάτων ή την απόκτηση επενδυτικών αποδόσεων, αλλά μάλλον στην
εξασφάλιση της επιβίωσή μας, στην ακεραιότητα της κοινότητας, στις συνεχιζόμενες
ροές της δημιουργίας αξίας, καθώς και στη δίκαιη διανομή και την υπεύθυνη χρήση
αυτών.
Οι χρήστες των κοινών αγαθών είναι διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον και
δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουν εκ των προτέρων πώς να συμφωνήσουν με έναν
κοινό στόχο ή να τον πετύχουν. Η μόνη πρακτική απάντηση, επομένως, είναι να
ανοίξει ο χώρος για έντονο διάλογο και πειραματισμό. Πρέπει να υπάρχει χώρος
για δημιουργία κοινών αγαθών, δηλαδή, για κοινωνικές πρακτικές και παραδόσεις
που επιτρέπουν στους ανθρώπους να ανακαλύψουν, να καινοτομήσουν και να
διαπραγματευτούν νέους τρόπους να κάνουν πράγματα για τον εαυτό τους.
Για να
εκδηλωθεί το γενεσιουργό στοιχείο των κοινών, χρειάζεται τους «ανοιχτούς
χώρους» για την εμφάνιση πρωτοβουλιών από κάτω σε αλληλεπίδραση με τους διαθέσιμους
πόρους.
Με τον τρόπο αυτόν ο πολίτης και η διακυβέρνηση αναμειγνύονται αρμονικά και αναδιαμορφώνονται.
Με τον τρόπο αυτόν ο πολίτης και η διακυβέρνηση αναμειγνύονται αρμονικά και αναδιαμορφώνονται.
Μετάφραση: Γιώργος
Παντελαίος
Από την εισαγωγή του
βιβλίου
The Wealth of theCommons - A World Beyond Market &State
The Wealth of theCommons - A World Beyond Market &State
πηγή: εφημερίδα Δράση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου