Αριστερά - Διανόηση - Αντιπροσώπευση
του Σπύρου Ραυτόπουλου*
του Σπύρου Ραυτόπουλου*
Είναι πλέον κοινός τόπος ότι η επίσημη αριστερά όχι μόνο παρουσιάζεται ακόμα ανεπαρκής και απροετοίμαστη για το νέο ρόλο που της προσφέρει η ιστορική πολιτικοοικονομική συγκυρία, αλλά και ότι σε διάφορες στιγμές εμφανίστηκε ακόμα και ενοχλημένη από τη βοή και τα συνθήματα των ανυπότακτων. Αγουροξυπνημένη από τους κρότους και τις λάμψεις της συντεταγμένης βίας του θεάτρου των συγκρούσεων και του πολιτικού παραλόγου, προσπαθεί να μπει σε ρυθμούς πλήρους εγρήγορσης, κάτι που σκοντάφτει όχι μόνο στη μακαριότητα του ύπνου του δικαίου αλλά και σε ψυχαναγκασμούς που σχετίζονται με μόνιμες ιδεοληψίες της. Δυσανασχετεί διότι οι υποκριτικές της ικανότητες δεν μοιάζουν να ανταμείβονται από την κοινωνία με τον πρωταγωνιστικό ρόλο που η ίδια θεωρεί ότι θα άξιζε. Ως δύστροπη και ματαιόδοξη αρτίστα επιμένει στις λεπτομέρειες του σκηνικού, του ειδικού φωτισμού του προφίλ της και των τελευταίων αποχρώσεων του μακιγιάζ και δυσανασχετεί με συνεργάτες, με φίλους και με το... απαίδευτο κοινό που δεν εννοούν να αντιληφθούν πως η παράσταση δεν μπορεί να αρχίσει χωρίς αυτήν! Αντί να κατέβει και να συνομιλήσει με την πλατεία προτιμά να περιφέρεται στη μούχλα του παρασκηνίου μέχρι την τακτοποίηση και της τελευταίας λεπτομέρειας της σειράς εμφάνισης των πρωταγωνιστών του θιάσου, μέχρι την ικανοποίηση και του τελευταίου τους θεωρητικού και πρακτικού καπρίτσιου.
Το αποτέλεσμα κινδυνεύει να είναι και πάλι ο περιορισμός της σε ρόλο κομπάρσου. Πρόκειται για μια αυτο-περιθωριοποίηση που προέκυψε ως φυσικό επακόλουθο της χρόνιας πολιτικής της μυωπίας και βαρηκοΐας, διαφόρων άλλων αντιληπτικών της δυσλειτουργιών και τελικά της μειωμένης επικοινωνιακής της ικανότητας, που δυστυχώς την κράτησαν μακριά από μια αληθινή αλληλεπίδραση με το κοινωνικό σώμα και τις πραγματικές ανάγκες και προτεραιότητές του. Το σώμα αυτό εξακολουθεί να το αντιλαμβάνεται -όπως ακριβώς και η δεξιά άλλωστε- ως εκλογικό αντικείμενο του πόθου της, κάτι που ασφαλώς συνιστά κατάφωρη υποβάθμισή του και ευτελισμό. Και επειδή το σχετικό φλερτ συνοδευόμενο από ηδονικές εξουσιαστικές φαντασιώσεις έμεινε στα πλαίσια όχι απλώς του φτηνού έως πρόστυχου αλλά και του κακότεχνου και χωρίς φαντασία, φαίνεται πως έφτασε και η ώρα της επίμονης άρνησης και πιθανόν της ρήξης.
Είτε κριθεί ως εντελώς αναξιοπαθούσα είτε ακόμα και ως μερικώς αξιοπαθούσα, η πάντως σίγουρα παραπλανημένη κοινωνία εξεγείρεται, καθώς βαθμηδόν συνειδητοποιεί πως δεν της αρκεί να την ποθούν ή να ερίζουν για τις αναλογίες του εκλογικού της σώματος. Πορεύεται πλέον εν διαστάσει με τους πολιτικούς της μνηστήρες, από όλες τις παρατάξεις, και ίσως έχει ήδη δρομολογήσει και το οριστικό διαζύγιο αφήνοντας έκθετες και τις πάσης φύσεως ακαδημαϊκές και πνευματικές προξενήτρες της συστημικής ορθοδοξίας και τους παραδοσιακούς ιδεολογικούς κουμπάρους, πράγμα που μας ξαναγυρίζει στο ρόλο της διανόησης. Φυσικά οι στάσεις και οι απόψεις δεν είναι ενιαίες, αλλά ας δούμε μερικές ενδεικτικές.
Οι τριάντα δύο, οι έντεκα και οι άλλοι
Ας σταθούμε λίγο στην γνωστή έκκληση των 32 διανοουμένων με τίτλο «τολμήστε»[1] οι οποίοι καθιστούν σαφή την ανησυχία τους για την απόκρυψη της αλήθειας από τους Έλληνες. Δεν απασχολούνται με την αποκάλυψή της μεν, καταγγέλλουν δε την ανευθυνότητα και τον λαϊκισμό στο δημόσιο λόγο! Δεν διευκρινίζουν αν κατά την άποψή τους ο λαϊκισμός προέρχεται από τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ των γνωστών συγκροτημάτων ή από τις σπανίως προβαλλόμενες αντισυστημικές φωνές, αλλά μπορούμε να αποχρησμοδοτήσουμε τη στόχευσή τους με τη βοήθεια των συμφραζομένων: έχουμε λοιπόν τη διαπίστωσή τους για την υπό απειλήν «ισότιμη» ένταξή μας στην Ευρώπη και παροτρύνσεις για τις απαιτούμενες για τη σωτηρία μας θυσίες (ξεχνούν να πουν «αέναες» ή αλλιώς να ορίσουν επιτέλους κάποιο χρονικό ή ποσοτικό ορίζοντα, μια κάποια κόκκινη γραμμή έστω, όπως επίσης ξεχνούν να αναφέρουν τις τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα που πρέπει να θυσιαστούν). Έχουμε επίσης παροτρύνσεις για προσπάθειες εθνικής ανασυγκρότησης, για ανάκτηση της απολεσθείσας εθνικής μας «αξιοπρέπειας» (ούτε κουβέντα για την απολεσθείσα εθνική μας κυριαρχία και τις αντίστοιχες πολιτικές ευθύνες), για συνεργασία με τους Ευρωπαίους «εταίρους μας» (δείγμα του πώς αντιλαμβάνονται την Ευρώπη), και πάνω απ’ όλα για καταδίκη των «ανεδαφικών» προτάσεων και λύσεων! Το αν οι ανεδαφικές προτάσεις και λύσεις είναι όσες προσβλέπουν στο χορό των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων λιτότητας ή όσες τα αντιμάχονται, αν είναι όσες στοχεύουν σε έναν ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό ή στην απρόσκοπτη συνέχιση της πολιτικής φάρσας δε διευκρινίζεται, αλλά ο νοών νοείτω!
Και τι να πει κανείς για την επιστολή-διακήρυξη των έντεκα πανεπιστημιακών μας[2] που τίθενται ανοιχτά και ξεκάθαρα υπέρ του μνημονίου και της τρόικας, καθώς η σοφία και η διεισδυτική τους ματιά διαπίστωσε ότι οι θυσίες στις οποίες υποχρεώνονται οι ευρωπαϊκοί λαοί υφίστανται για την αλληλέγγυα διάσωση ημών των αφιλότιμων Ελλήνων και όχι για τη διάσωση του ευρώ, του πιστωτικού κεφαλαίου και των τραπεζών του διεθνούς καρτέλ. Οι διαμαρτυρίες -για τους ίδιους ακριβώς λόγους- Ισπανών, Πορτογάλων, Ιταλών, Άγγλων και άλλων Ευρωπαίων προφανώς δεν είχε φτάσει ακόμα στα αυτιά τους όταν συνέτασσαν την διακήρυξη, αλλά φαντάζομαι ότι και η σημερινή τους εξήγηση θα ήταν απλή: η αφιλοτιμία είναι μεταδιδόμενο νόσημα... Με την ίδια σοφία και σωφροσύνη μας ενημερώνουν για τα τεράστια δεινά για τον τόπο που θα σήμαινε η φυγή ή εκδίωξη της τρόικας, σε αντίθεση προφανώς με το φωτεινό μέλλον που υπόσχεται αφενός η παραμονή της και αφετέρου ο κύκλος του αέναου δανεισμού με όλο και επαχθέστερους όρους για την αποπληρωμή προηγούμενων δανείων. Ούτε κουβέντα για το τι ακριβώς συνεπάγεται η παραμονή στον κύκλο αυτό, του οποίου η φαυλότητα προφανώς εκφεύγει της εμβριθούς επιστημονικής σκέψης τους! Στη δική τους σκέψη κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει η ενοχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας που κατηγορείται ότι αφού καταξόδεψε τα κονδύλια που «πλουσιοπάροχα» εισέρρεαν επί δεκαετίες στη χώρα (οι όροι για αυτές τις εισροές, το ποιος διαχειρίστηκε τα κονδύλια, το πού επενδύθηκαν και με τι σκοπό είναι λεπτομέρειες που δεν αναφέρονται στην επιστολή), τώρα τολμάει να δυσανασχετεί μπροστά στο Γολγοθά της εξόφλησής τους! Πρόκειται λοιπόν για ενοχοποίηση της κοινωνίας που -αν και ποτέ δεν σταμάτησε να αποπληρώνει δάνεια- καλείται να εκτίσει τη νέα της ποινή που από πρόστιμο έχει εντωμεταξύ μετατραπεί σε ειρκτή και καταναγκαστικά έργα. Αυτό, αν δε θέλει να μπει στην απομόνωση! Η καταδικαστική απόφαση στηρίχθηκε ασφαλώς στην κατηγορία περί συλλογικής ευθύνης, που θυμίζουμε ότι ως έννοια και πρακτική είναι η ίδια που χρησιμοποίησε και ο Γερμανός κατακτητής κατά την κατοχή. Το πιο εκπληκτικό φυσικά είναι ότι ενώ την ευθύνη της δημιουργίας του χρέους τη θεωρούν συλλογική, δε θεωρούν συλλογική και την ευθύνη της αποπληρωμής του! Αλλιώς θα διαμαρτύρονταν π.χ. για το γεγονός ότι τη στιγμή που κόβονται μισθοί και συντάξεις οι τράπεζες δέχονται πρόσθετες «ενέσεις ρευστότητας» και αμύθητα ιδιωτικά κεφάλαια παραμένουν αφορολόγητα.
Κατά δήλωσή τους λοιπόν, οι εν λόγω πανεπιστημιακοί μας αποφάσισαν, όπως λένε, να αφήσουν «τον ακαδημαϊκό μικρόκοσμό τους» συναισθανόμενοι το χρέος τους να παρέμβουν στο δημόσιο βίο. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που καταριέται κανείς τις μικροσκοπικές διαστάσεις του κόσμου τους. Αν ήταν λίγο μεγαλύτερες ίσως να είχαμε αποφύγει αυτή τη... λόγω κρίσης συνειδήσεως επίσκεψή τους στον έξω κόσμο!
Ας συνεχίσουμε με την ανησυχία του πολιτικού και ακαδημαϊκού κατεστημένου για το διογκούμενο κίνημα υπέρ μιας πραγματικής δημοκρατίας. Η αντιπρότασή του είναι ένα ρεκτιφιέ του μύθου περί υπαρκτής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ενός ιδεολογήματος που κατορθώνει μέσα σε δύο μόνο λέξεις να ενσωματώνει δύο ψεύδη και μια αντίφαση καθώς πρώτον, δεν έχουμε δημοκρατία˙ δεύτερον, δεν έχουμε αντιπροσώπευση˙ τρίτον, ασφαλώς θα μπορούσαμε να έχουμε ένα από τα δύο αλλά όχι και τα δυο μαζί, όπως ο όρος υπαινίσσεται. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι πολιτικοί, οι επιστήμονες και οι διανοούμενοι που συμφωνούσαν δημοσίως με τις τρεις αυτές διαπιστώσεις, ήταν ανέκαθεν ελάχιστοι. Πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι σήμερα που ένα καθόλου αμελητέο τμήμα της κοινωνίας μοιάζει να προσχωρεί τουλάχιστον στις δύο πρώτες (η τρίτη εμπλέκεται με περισσότερες θεωρητικές και μη αντιγνωμίες), αρκετοί μεταξύ αυτών των... ελαχίστων ανακρούουν πρύμναν.
Περί ελεύθερης αντιπροσώπευσης μιας ανήλικης ή καθυστερημένης κοινωνίας
Ο ρεαλισμός τους αναγνωρίζει μόνο αυτό που -ευφημιστικώς όπως και τόσα άλλα- έχει ονομαστεί «νόμιμη» ή «ελεύθερη» αντιπροσώπευση. Πρόκειται για το είδος εκείνο αντιπροσώπευσης που το αντίστοιχό του στο αστικό δίκαιο αφορά περιπτώσεις ατόμων που στερούνται του δικαιώματος εκτέλεσης δικαιοπραξιών, ήτοι περιπτώσεις βαριάς πνευματικής καθυστέρησης, κηδεμονίας ανηλίκων, περιπτώσεις ασωτίας, πτωχεύσεων κ.λπ. Τα αποτελέσματα από την πολιτική εφαρμογή αυτού του είδους αντιπροσώπευσης τα ζούμε εδώ και αιώνες αλλά τα συνειδητοποιούμε περισσότερο σε περιόδους σοβαρών κρίσεων όπως η σημερινή. Η ειρωνεία βρίσκεται στο γεγονός ότι η αναλογία της νομικής περιγραφής με την πολιτική πραγματικότητα είναι σκανδαλωδώς αντίστροφη: έχουμε προσωπικό με βαριά καθυστέρηση (ας περιοριστούμε στην πολιτική τοιαύτη), που θεωρώντας την κοινωνία ανήλικη αναλαμβάνει την νόμιμη κηδεμονία και αντιπροσώπευσή της και την οδηγεί σε πτώχευση μέσω της δικής του ασωτίας! Μπορεί να μοιάζει με σόφισμα, αλλά πρόκειται για κάτι τόσο αληθινό όσο ο πόνος και η δυστυχία που προκαλεί, για μια καταπληκτική τραγική φάρσα από αυτές που αρέσκεται να στήνει η είρων και αμείλικτη πραγματικότητα, ιδίως όταν εσύ της το επιτρέπεις. Η νόμιμη σημερινή αντιπροσώπευση είναι ένα υπογεγραμμένο πληρεξούσιο εν λευκώ, μια λευκή επιταγή. Ο πληρεξούσιος πολιτικός εντολοδόχος είναι ελεύθερος να γράψει πάνω στην επιταγή μερικά νούμερα κατά βούληση, να προσθέσει μηδενικά κατ’ απαίτηση των προϊσταμένων του εθνικών πιστωτών, εργολάβων και μεσαζόντων, και τέλος να την επιστρέψει προς εξόφληση στην κοινωνία. Ε, λοιπόν, δεν είναι καθόλου περίεργο που αυτό ακριβώς κάνει!
Δίνουμε ουσιαστικά πλήρη ελευθερία δράσης στην πολιτική εξουσία καθιστώντας την αυτόνομη, και μετά απορούμε και εξοργιζόμαστε με τις επιλογές της και καταγγέλλουμε την ιδιοτέλειά της. Επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στην αέναη αναζήτηση κατάλληλου αντιπροσώπου-σωτήρα, εξασφαλίζοντας θεσμικά για λογαριασμό του όλες τις εγγυήσεις για την μελλοντική του διαφθορά και θέτοντας πλουσιοπάροχα στη διάθεσή του όλα σχεδόν τα μέσα και τους όρους που του επιτρέπουν να μένει στο απυρόβλητο και να αποστασιοποιείται από το κοινό συμφέρον όσο φροντίζει για την προσωπική του ανέλιξη και τα συμφέροντα των τάξεων και μερίδων που πραγματικά εκπροσωπεί. Ένα σύστημα που θα έβαζε σε πειρασμό ακόμα και τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, είναι προφανές ότι αποτελεί φυσική πολιτικοοικονομική συνέπεια μιας δημοκρατικά ανοχύρωτης ετεροθεσμισμένης και ετερόνομης κοινωνίας.
Παρά ταύτα, αντί η μουχλιασμένη διανόηση να προσπαθήσει έστω και με τα αντανακλαστικά του τελευταίου της τάξης να τηρήσει τουλάχιστον τα προσχήματα, αν όχι να επισημάνει και να καταγγείλει τη φάρσα, προτιμά είτε να σφυρίζει αμέριμνα, είτε να επικαλείται τον περιβόητο ρεαλισμό, δηλαδή το γνωστό πολιτικό λαγούμι, τη μονιά του αιμοβόρου αγριμιού της νεοφιλελεύθερης ολιγαρχίας. Επιδίδεται σε παραπλανητικά λογοπαίγνια αθώωσης του συστήματος και ενοχοποίησης άλλοτε συγκεκριμένων προσώπων, φορέων και επιμέρους επιλογών και άλλοτε της «άσωτης» κοινωνίας. Προτείνει ανώδυνες για το σύστημα παρεμβάσεις και επιδιορθώσεις, με προθυμία και επιδεξιότητα συνοικιακής μοδίστρας: «...να σου το κοντύνω λίγο, χρυσό μου, και να σου πάρω λίγο από τη μέση». Προβαίνει, τέλος, σε αφορισμούς δια των οποίων όποιος οραματίζεται μια κοινωνία-εντολέα χαρακτηρίζεται αρχαιομανής, γιακωβίνος, μπολσεβίκος, ουτοπιστής, ανεδαφικός, δηλαδή ούτως ή άλλως εκτός τόπου και χρόνου.
Δυστυχώς όμως, το πρόβλημα δεν είναι κάποιες λανθασμένες επιμέρους αποφάσεις και επιλογές προσωπικού όπως έχουν κάθε συμφέρον να υποστηρίζουν ομόφωνα οι συντελεστές της πολιτικής παράστασης (συμπολίτευση και αντιπολίτευση), οι άνωθεν εντολείς τους καθώς και οι ευνοημένες κοινωνικές κατηγορίες, μερίδες και στρώματα. Είναι πρόβλημα θεσμών και ελευθερίας. Μας λέει ο Καστοριάδης: «[...] η εγκαθίδρυση μιας ιστορίας όπου η κοινωνία όχι μόνο γνωρίζει τον εαυτό της, αλλά κάνει τον εαυτό της ως ρητά αυτοθεσμιζόμενο, συνεπάγεται μια ριζική καταστροφή του γνωστού θεσμού της κοινωνίας, μέχρι τις πιο ανυποψίαστες γωνιές του, που δεν μπορεί να είναι παρά ως θέση/δημιουργία όχι μόνο νέων θεσμών αλλά ενός νέου τρόπου του αυτοθεσμίζεσθαι και μιας νέας σχέσης της κοινωνίας και των ανθρώπων προς τη θέσμιση. Τίποτα, όσο μακριά κι αν κοιτάξουμε, δεν μας επιτρέπει να ισχυρισθούμε ότι ένας τέτοιος αυτομετασχηματισμός της ιστορίας είναι αδύνατος [...]»[3]. Κι αλλού αναφέρει: «Μια αυτόνομη συλλογικότητα έχει έμβλημα και αυτοκαθορισμό: είμαστε εκείνοι που έχουμε νόμο να ορίζουμε εμείς τους νόμους μας»[4].
__________________________________________________________
[1] Τολμήστε!, tovima.gr, http://www.tovima.gr/files/1/2011/06/01/TOLMISTE!%20Ekklisi%20se%20Politikous.pdf (προσπέλ. 15/7/2011).
[2] Διακεκριμένοι καθηγητές υπέρ μεσοπρόθεσμου προγράμματος, Μια Διακήρυξη πολιτικού προβληματισμού για την ελληνική πραγματικότητα, tovima.gr, http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=406289 (προσπέλ. 20/7/2011).
[3] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1981, σ. 516-517.
[4] Κορνήλιος Καστοριάδης, Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1986, σ. 20
___________________________________________________________
* Ο Σπύρος Ραυτόπουλος είναι συνθέτης
Το αποτέλεσμα κινδυνεύει να είναι και πάλι ο περιορισμός της σε ρόλο κομπάρσου. Πρόκειται για μια αυτο-περιθωριοποίηση που προέκυψε ως φυσικό επακόλουθο της χρόνιας πολιτικής της μυωπίας και βαρηκοΐας, διαφόρων άλλων αντιληπτικών της δυσλειτουργιών και τελικά της μειωμένης επικοινωνιακής της ικανότητας, που δυστυχώς την κράτησαν μακριά από μια αληθινή αλληλεπίδραση με το κοινωνικό σώμα και τις πραγματικές ανάγκες και προτεραιότητές του. Το σώμα αυτό εξακολουθεί να το αντιλαμβάνεται -όπως ακριβώς και η δεξιά άλλωστε- ως εκλογικό αντικείμενο του πόθου της, κάτι που ασφαλώς συνιστά κατάφωρη υποβάθμισή του και ευτελισμό. Και επειδή το σχετικό φλερτ συνοδευόμενο από ηδονικές εξουσιαστικές φαντασιώσεις έμεινε στα πλαίσια όχι απλώς του φτηνού έως πρόστυχου αλλά και του κακότεχνου και χωρίς φαντασία, φαίνεται πως έφτασε και η ώρα της επίμονης άρνησης και πιθανόν της ρήξης.
Είτε κριθεί ως εντελώς αναξιοπαθούσα είτε ακόμα και ως μερικώς αξιοπαθούσα, η πάντως σίγουρα παραπλανημένη κοινωνία εξεγείρεται, καθώς βαθμηδόν συνειδητοποιεί πως δεν της αρκεί να την ποθούν ή να ερίζουν για τις αναλογίες του εκλογικού της σώματος. Πορεύεται πλέον εν διαστάσει με τους πολιτικούς της μνηστήρες, από όλες τις παρατάξεις, και ίσως έχει ήδη δρομολογήσει και το οριστικό διαζύγιο αφήνοντας έκθετες και τις πάσης φύσεως ακαδημαϊκές και πνευματικές προξενήτρες της συστημικής ορθοδοξίας και τους παραδοσιακούς ιδεολογικούς κουμπάρους, πράγμα που μας ξαναγυρίζει στο ρόλο της διανόησης. Φυσικά οι στάσεις και οι απόψεις δεν είναι ενιαίες, αλλά ας δούμε μερικές ενδεικτικές.
Οι τριάντα δύο, οι έντεκα και οι άλλοι
Ας σταθούμε λίγο στην γνωστή έκκληση των 32 διανοουμένων με τίτλο «τολμήστε»[1] οι οποίοι καθιστούν σαφή την ανησυχία τους για την απόκρυψη της αλήθειας από τους Έλληνες. Δεν απασχολούνται με την αποκάλυψή της μεν, καταγγέλλουν δε την ανευθυνότητα και τον λαϊκισμό στο δημόσιο λόγο! Δεν διευκρινίζουν αν κατά την άποψή τους ο λαϊκισμός προέρχεται από τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ των γνωστών συγκροτημάτων ή από τις σπανίως προβαλλόμενες αντισυστημικές φωνές, αλλά μπορούμε να αποχρησμοδοτήσουμε τη στόχευσή τους με τη βοήθεια των συμφραζομένων: έχουμε λοιπόν τη διαπίστωσή τους για την υπό απειλήν «ισότιμη» ένταξή μας στην Ευρώπη και παροτρύνσεις για τις απαιτούμενες για τη σωτηρία μας θυσίες (ξεχνούν να πουν «αέναες» ή αλλιώς να ορίσουν επιτέλους κάποιο χρονικό ή ποσοτικό ορίζοντα, μια κάποια κόκκινη γραμμή έστω, όπως επίσης ξεχνούν να αναφέρουν τις τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα που πρέπει να θυσιαστούν). Έχουμε επίσης παροτρύνσεις για προσπάθειες εθνικής ανασυγκρότησης, για ανάκτηση της απολεσθείσας εθνικής μας «αξιοπρέπειας» (ούτε κουβέντα για την απολεσθείσα εθνική μας κυριαρχία και τις αντίστοιχες πολιτικές ευθύνες), για συνεργασία με τους Ευρωπαίους «εταίρους μας» (δείγμα του πώς αντιλαμβάνονται την Ευρώπη), και πάνω απ’ όλα για καταδίκη των «ανεδαφικών» προτάσεων και λύσεων! Το αν οι ανεδαφικές προτάσεις και λύσεις είναι όσες προσβλέπουν στο χορό των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων λιτότητας ή όσες τα αντιμάχονται, αν είναι όσες στοχεύουν σε έναν ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό ή στην απρόσκοπτη συνέχιση της πολιτικής φάρσας δε διευκρινίζεται, αλλά ο νοών νοείτω!
Και τι να πει κανείς για την επιστολή-διακήρυξη των έντεκα πανεπιστημιακών μας[2] που τίθενται ανοιχτά και ξεκάθαρα υπέρ του μνημονίου και της τρόικας, καθώς η σοφία και η διεισδυτική τους ματιά διαπίστωσε ότι οι θυσίες στις οποίες υποχρεώνονται οι ευρωπαϊκοί λαοί υφίστανται για την αλληλέγγυα διάσωση ημών των αφιλότιμων Ελλήνων και όχι για τη διάσωση του ευρώ, του πιστωτικού κεφαλαίου και των τραπεζών του διεθνούς καρτέλ. Οι διαμαρτυρίες -για τους ίδιους ακριβώς λόγους- Ισπανών, Πορτογάλων, Ιταλών, Άγγλων και άλλων Ευρωπαίων προφανώς δεν είχε φτάσει ακόμα στα αυτιά τους όταν συνέτασσαν την διακήρυξη, αλλά φαντάζομαι ότι και η σημερινή τους εξήγηση θα ήταν απλή: η αφιλοτιμία είναι μεταδιδόμενο νόσημα... Με την ίδια σοφία και σωφροσύνη μας ενημερώνουν για τα τεράστια δεινά για τον τόπο που θα σήμαινε η φυγή ή εκδίωξη της τρόικας, σε αντίθεση προφανώς με το φωτεινό μέλλον που υπόσχεται αφενός η παραμονή της και αφετέρου ο κύκλος του αέναου δανεισμού με όλο και επαχθέστερους όρους για την αποπληρωμή προηγούμενων δανείων. Ούτε κουβέντα για το τι ακριβώς συνεπάγεται η παραμονή στον κύκλο αυτό, του οποίου η φαυλότητα προφανώς εκφεύγει της εμβριθούς επιστημονικής σκέψης τους! Στη δική τους σκέψη κυρίαρχη θέση καταλαμβάνει η ενοχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας που κατηγορείται ότι αφού καταξόδεψε τα κονδύλια που «πλουσιοπάροχα» εισέρρεαν επί δεκαετίες στη χώρα (οι όροι για αυτές τις εισροές, το ποιος διαχειρίστηκε τα κονδύλια, το πού επενδύθηκαν και με τι σκοπό είναι λεπτομέρειες που δεν αναφέρονται στην επιστολή), τώρα τολμάει να δυσανασχετεί μπροστά στο Γολγοθά της εξόφλησής τους! Πρόκειται λοιπόν για ενοχοποίηση της κοινωνίας που -αν και ποτέ δεν σταμάτησε να αποπληρώνει δάνεια- καλείται να εκτίσει τη νέα της ποινή που από πρόστιμο έχει εντωμεταξύ μετατραπεί σε ειρκτή και καταναγκαστικά έργα. Αυτό, αν δε θέλει να μπει στην απομόνωση! Η καταδικαστική απόφαση στηρίχθηκε ασφαλώς στην κατηγορία περί συλλογικής ευθύνης, που θυμίζουμε ότι ως έννοια και πρακτική είναι η ίδια που χρησιμοποίησε και ο Γερμανός κατακτητής κατά την κατοχή. Το πιο εκπληκτικό φυσικά είναι ότι ενώ την ευθύνη της δημιουργίας του χρέους τη θεωρούν συλλογική, δε θεωρούν συλλογική και την ευθύνη της αποπληρωμής του! Αλλιώς θα διαμαρτύρονταν π.χ. για το γεγονός ότι τη στιγμή που κόβονται μισθοί και συντάξεις οι τράπεζες δέχονται πρόσθετες «ενέσεις ρευστότητας» και αμύθητα ιδιωτικά κεφάλαια παραμένουν αφορολόγητα.
Κατά δήλωσή τους λοιπόν, οι εν λόγω πανεπιστημιακοί μας αποφάσισαν, όπως λένε, να αφήσουν «τον ακαδημαϊκό μικρόκοσμό τους» συναισθανόμενοι το χρέος τους να παρέμβουν στο δημόσιο βίο. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που καταριέται κανείς τις μικροσκοπικές διαστάσεις του κόσμου τους. Αν ήταν λίγο μεγαλύτερες ίσως να είχαμε αποφύγει αυτή τη... λόγω κρίσης συνειδήσεως επίσκεψή τους στον έξω κόσμο!
Ας συνεχίσουμε με την ανησυχία του πολιτικού και ακαδημαϊκού κατεστημένου για το διογκούμενο κίνημα υπέρ μιας πραγματικής δημοκρατίας. Η αντιπρότασή του είναι ένα ρεκτιφιέ του μύθου περί υπαρκτής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ενός ιδεολογήματος που κατορθώνει μέσα σε δύο μόνο λέξεις να ενσωματώνει δύο ψεύδη και μια αντίφαση καθώς πρώτον, δεν έχουμε δημοκρατία˙ δεύτερον, δεν έχουμε αντιπροσώπευση˙ τρίτον, ασφαλώς θα μπορούσαμε να έχουμε ένα από τα δύο αλλά όχι και τα δυο μαζί, όπως ο όρος υπαινίσσεται. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι πολιτικοί, οι επιστήμονες και οι διανοούμενοι που συμφωνούσαν δημοσίως με τις τρεις αυτές διαπιστώσεις, ήταν ανέκαθεν ελάχιστοι. Πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι σήμερα που ένα καθόλου αμελητέο τμήμα της κοινωνίας μοιάζει να προσχωρεί τουλάχιστον στις δύο πρώτες (η τρίτη εμπλέκεται με περισσότερες θεωρητικές και μη αντιγνωμίες), αρκετοί μεταξύ αυτών των... ελαχίστων ανακρούουν πρύμναν.
Περί ελεύθερης αντιπροσώπευσης μιας ανήλικης ή καθυστερημένης κοινωνίας
Ο ρεαλισμός τους αναγνωρίζει μόνο αυτό που -ευφημιστικώς όπως και τόσα άλλα- έχει ονομαστεί «νόμιμη» ή «ελεύθερη» αντιπροσώπευση. Πρόκειται για το είδος εκείνο αντιπροσώπευσης που το αντίστοιχό του στο αστικό δίκαιο αφορά περιπτώσεις ατόμων που στερούνται του δικαιώματος εκτέλεσης δικαιοπραξιών, ήτοι περιπτώσεις βαριάς πνευματικής καθυστέρησης, κηδεμονίας ανηλίκων, περιπτώσεις ασωτίας, πτωχεύσεων κ.λπ. Τα αποτελέσματα από την πολιτική εφαρμογή αυτού του είδους αντιπροσώπευσης τα ζούμε εδώ και αιώνες αλλά τα συνειδητοποιούμε περισσότερο σε περιόδους σοβαρών κρίσεων όπως η σημερινή. Η ειρωνεία βρίσκεται στο γεγονός ότι η αναλογία της νομικής περιγραφής με την πολιτική πραγματικότητα είναι σκανδαλωδώς αντίστροφη: έχουμε προσωπικό με βαριά καθυστέρηση (ας περιοριστούμε στην πολιτική τοιαύτη), που θεωρώντας την κοινωνία ανήλικη αναλαμβάνει την νόμιμη κηδεμονία και αντιπροσώπευσή της και την οδηγεί σε πτώχευση μέσω της δικής του ασωτίας! Μπορεί να μοιάζει με σόφισμα, αλλά πρόκειται για κάτι τόσο αληθινό όσο ο πόνος και η δυστυχία που προκαλεί, για μια καταπληκτική τραγική φάρσα από αυτές που αρέσκεται να στήνει η είρων και αμείλικτη πραγματικότητα, ιδίως όταν εσύ της το επιτρέπεις. Η νόμιμη σημερινή αντιπροσώπευση είναι ένα υπογεγραμμένο πληρεξούσιο εν λευκώ, μια λευκή επιταγή. Ο πληρεξούσιος πολιτικός εντολοδόχος είναι ελεύθερος να γράψει πάνω στην επιταγή μερικά νούμερα κατά βούληση, να προσθέσει μηδενικά κατ’ απαίτηση των προϊσταμένων του εθνικών πιστωτών, εργολάβων και μεσαζόντων, και τέλος να την επιστρέψει προς εξόφληση στην κοινωνία. Ε, λοιπόν, δεν είναι καθόλου περίεργο που αυτό ακριβώς κάνει!
Δίνουμε ουσιαστικά πλήρη ελευθερία δράσης στην πολιτική εξουσία καθιστώντας την αυτόνομη, και μετά απορούμε και εξοργιζόμαστε με τις επιλογές της και καταγγέλλουμε την ιδιοτέλειά της. Επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στην αέναη αναζήτηση κατάλληλου αντιπροσώπου-σωτήρα, εξασφαλίζοντας θεσμικά για λογαριασμό του όλες τις εγγυήσεις για την μελλοντική του διαφθορά και θέτοντας πλουσιοπάροχα στη διάθεσή του όλα σχεδόν τα μέσα και τους όρους που του επιτρέπουν να μένει στο απυρόβλητο και να αποστασιοποιείται από το κοινό συμφέρον όσο φροντίζει για την προσωπική του ανέλιξη και τα συμφέροντα των τάξεων και μερίδων που πραγματικά εκπροσωπεί. Ένα σύστημα που θα έβαζε σε πειρασμό ακόμα και τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, είναι προφανές ότι αποτελεί φυσική πολιτικοοικονομική συνέπεια μιας δημοκρατικά ανοχύρωτης ετεροθεσμισμένης και ετερόνομης κοινωνίας.
Παρά ταύτα, αντί η μουχλιασμένη διανόηση να προσπαθήσει έστω και με τα αντανακλαστικά του τελευταίου της τάξης να τηρήσει τουλάχιστον τα προσχήματα, αν όχι να επισημάνει και να καταγγείλει τη φάρσα, προτιμά είτε να σφυρίζει αμέριμνα, είτε να επικαλείται τον περιβόητο ρεαλισμό, δηλαδή το γνωστό πολιτικό λαγούμι, τη μονιά του αιμοβόρου αγριμιού της νεοφιλελεύθερης ολιγαρχίας. Επιδίδεται σε παραπλανητικά λογοπαίγνια αθώωσης του συστήματος και ενοχοποίησης άλλοτε συγκεκριμένων προσώπων, φορέων και επιμέρους επιλογών και άλλοτε της «άσωτης» κοινωνίας. Προτείνει ανώδυνες για το σύστημα παρεμβάσεις και επιδιορθώσεις, με προθυμία και επιδεξιότητα συνοικιακής μοδίστρας: «...να σου το κοντύνω λίγο, χρυσό μου, και να σου πάρω λίγο από τη μέση». Προβαίνει, τέλος, σε αφορισμούς δια των οποίων όποιος οραματίζεται μια κοινωνία-εντολέα χαρακτηρίζεται αρχαιομανής, γιακωβίνος, μπολσεβίκος, ουτοπιστής, ανεδαφικός, δηλαδή ούτως ή άλλως εκτός τόπου και χρόνου.
Δυστυχώς όμως, το πρόβλημα δεν είναι κάποιες λανθασμένες επιμέρους αποφάσεις και επιλογές προσωπικού όπως έχουν κάθε συμφέρον να υποστηρίζουν ομόφωνα οι συντελεστές της πολιτικής παράστασης (συμπολίτευση και αντιπολίτευση), οι άνωθεν εντολείς τους καθώς και οι ευνοημένες κοινωνικές κατηγορίες, μερίδες και στρώματα. Είναι πρόβλημα θεσμών και ελευθερίας. Μας λέει ο Καστοριάδης: «[...] η εγκαθίδρυση μιας ιστορίας όπου η κοινωνία όχι μόνο γνωρίζει τον εαυτό της, αλλά κάνει τον εαυτό της ως ρητά αυτοθεσμιζόμενο, συνεπάγεται μια ριζική καταστροφή του γνωστού θεσμού της κοινωνίας, μέχρι τις πιο ανυποψίαστες γωνιές του, που δεν μπορεί να είναι παρά ως θέση/δημιουργία όχι μόνο νέων θεσμών αλλά ενός νέου τρόπου του αυτοθεσμίζεσθαι και μιας νέας σχέσης της κοινωνίας και των ανθρώπων προς τη θέσμιση. Τίποτα, όσο μακριά κι αν κοιτάξουμε, δεν μας επιτρέπει να ισχυρισθούμε ότι ένας τέτοιος αυτομετασχηματισμός της ιστορίας είναι αδύνατος [...]»[3]. Κι αλλού αναφέρει: «Μια αυτόνομη συλλογικότητα έχει έμβλημα και αυτοκαθορισμό: είμαστε εκείνοι που έχουμε νόμο να ορίζουμε εμείς τους νόμους μας»[4].
__________________________________________________________
[1] Τολμήστε!, tovima.gr, http://www.tovima.gr/files/1/2011/06/01/TOLMISTE!%20Ekklisi%20se%20Politikous.pdf (προσπέλ. 15/7/2011).
[2] Διακεκριμένοι καθηγητές υπέρ μεσοπρόθεσμου προγράμματος, Μια Διακήρυξη πολιτικού προβληματισμού για την ελληνική πραγματικότητα, tovima.gr, http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=406289 (προσπέλ. 20/7/2011).
[3] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1981, σ. 516-517.
[4] Κορνήλιος Καστοριάδης, Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1986, σ. 20
___________________________________________________________
* Ο Σπύρος Ραυτόπουλος είναι συνθέτης
Παράλληλη δημοσίευση στο Διακυβέρνηση και Πολιτική και το Αριστερό Βήμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου