17/1/12

O Αλμπέρ Καμύ και η «προλεταριακή λογοτεχνία»


Πενήντα δύο  χρόνια από τον θάνατό του
 

Ο Αλμπέρ Καμύ γεννήθηκε το 1913, στο Μοντόβι της Αλγερίας, και πέθανε στις 4 του Γενάρη 1960, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη Γαλλία. Δημοσιογράφος, λογοτέχνης, δοκιμιογράφος και φιλόσοφος, έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια και φιλοσοφικά έργα. 

Για το λογοτεχνικό του έργο τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1957. Συμμετείχε στην Γαλλική αντίσταση και πήρε δημόσια θέση σε πολλά ζητήματα της εποχής του. 
Όπως είπε γι’ αυτόν ο Ερμπέρ Λοτμάν, «δεν ανήκε σε καμιά συγκεκριμένη πολιτική ομάδα, αλλά δεν απουσίασε από καμιά μάχη ενάντια στην αδικία…».
 
Η επιστολή που ακολουθεί αναδημοσιεύθηκε στο περιοδικό La Révolution prolétarienne (αρ. 447, Φεβρουάριος 1960) – ο Καμύ ήταν μόνιμος συνδρομητής υποστήριξης αυτού του περιοδικού.
Ο Μωρίς Λιμ, στον οποίο απευθύνεται η επιστολή, εργαζόμενος, αγωνιστής και λογοτέχνης (έγραψε τη νουβέλα Belles Journées, που αναφέρεται στο υστερόγραφο), είχε ζητήσει από τον Καμί να γράψει ένα άρθρο για τη λογοτεχνία στο περιοδικό Après l’boulot. Αυτό το περιοδικό, που απευθυνόταν σε εργαζόμενους, παρουσίαζε λογοτεχνικά κείμενα, κυρίως, και καλλιτεχνικές εργασίες εργαζομένων (στα γαλλικά το όνομα του περιοδικού σημαίνει «Μετά τη δουλειά»× η συντακτική του επιτροπή αποτελούνταν από εργαζόμενους, και κυκλοφορούσε από το 1953 έως το 1956).
Γ.Π.
 

Επιστολή του Αλμπέρ Καμύ στον Μωρίς Λιμ
 
Παρίσι, 8 Αυγούστου του 1953
 
Αφού πιστεύετε ότι αυτά που σας είπα τις προάλλες αξίζουν τον κόπο να παρουσιαστούν, θα προσπαθήσω να τα αναπτύξω εδώ. Πρέπει όμως, πρώτα απ’ όλα, να επαναλάβω αυτό που ήδη σας έχω πει: ότι δεν είμαι σίγουρος ότι έχω δίκιο και ότι, επιπλέον, μπροστά στο δικό σας εγχείρημα, αισθάνομαι υποδεέστερος. Όταν κάποιοι άνθρωποι που περνούν όλη τη μέρα τους στο εργοστάσιο ή το εργοτάξιο αφιερώνουν τον ελεύθερο χρόνο τους στην προσπάθεια να εκφραστούν σ’ ένα περιοδικό, τότε με ποιο δικαίωμα θα έρθει να ξινίζει τα μούτρα του και να τους δίνει αφ’ υψηλού συμβουλές κάποιος επαγγελματίας συγγραφέας, που απολαμβάνει πλήρους ελευθερίας για να γράφει και να δουλεύει; 

Ακόμη κι αν, όλως τυχαίως, έχει δίκιο, δεν διακινδυνεύει να χάσει τίποτε, και αυτό αρκεί για να κάνει τα λόγια του ύποπτα. Για να αποδεχτώ έναν τόσο γελοίο ρόλο –που εύκολα μπορεί να γίνει και αισχρός– , θα έπρεπε να είμαστε μεταξύ παλιόφιλων και σε ατμόσφαιρα πλήρους χαλάρωσης. 

Χωρίς να θέλω να σας προσβάλω, αυτό δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Από την άλλη πλευρά όμως, αισθάνομαι ότι θα ήταν κάποιου είδους χυδαία λιποψυχία από μέρους μου, μια έλλειψη συναδελφικότητας, να μην σας πω εντελώς απλά αυτό που σκέφτομαι, ξεκαθαρίζοντας από την αρχή ότι είμαι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να αναγνωρίσω ότι έχω άδικο.
 
Το πρώτο-πρώτο που πρέπει να πω είναι ότι δεν πιστεύω ότι θα μπορούσε να υπάρχει μια ειδική εργατική λογοτεχνία. Μπορεί να υπάρχει λογοτεχνία γραμμένη από εργάτες, αλλά αυτή, εφόσον είναι καλή, δεν διακρίνεται από τη μεγάλη λογοτεχνία. Από την άλλη πλευρά, πιστεύω επίσης ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να συνεισφέρουν στη σημερινή λογοτεχνία κάτι που φαίνεται ότι έχει χάσει στο μεγαλύτερο μέρος της. 
Εξηγούμαι. Μπορεί κάποιος να θεωρεί, για παράδειγμα, τον Γκόρκι, ως έναν από τους καλύτερους εκπροσώπους της εργατικής λογοτεχνίας. Για μένα, όμως, δεν υπάρχει ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα βιβλία του Γκόρκι και τα βιβλία του μεγαλογαιοκτήμονα Τολστόι. Αντίθετα, μου αρέσουν και οι δύο, εν μέρει για τους ίδιους λόγους: σε μια γλώσσα απλή και ταυτόχρονα ωραία, μιλούν για ό,τι μεγαλειώδες υπάρχει στην ψυχή ενός ανθρώπου, είτε πρόκειται για χαρά είτε για πόνο. Απεναντίας, υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ του Τολστόι και ενός μεγάλου συγγραφέα όπως, για παράδειγμα, ο Ζιντ, ο οποίος προέρχεται από την αστική τάξη. Από τους δύο, αυτός που γράφει, με τον δικό του τρόπο, για το λαό και με το λαό, είναι ο μεγαλογαιοκτήμονας.
 
Ο Τολστόι και ο Γκόρκι, οι δυο τους, ορίζουν αρκετά καλά αυτό που εγώ εννοώ ως λογοτεχνία και που εσείς μπορεί να την ονομάζατε εργατική, ενώ εγώ θα την ονόμαζα, ελλείψει άλλης λιγότερο γελοίας λέξης, αληθινή. Σ’ αυτή την τέχνη, είναι δυνατόν να συνυπάρχουν η πιο απλή και ανεπιτήδευτη καρδιά και το πιο ραφιναρισμένο γούστο. Στην ουσία, όταν λείπει το ένα από αυτά, χάνεται η ισορροπία. Όντως, η λογοτεχνία του καιρού μας, που στην πραγματικότητα είναι μια λογοτεχνία για εμπορικές κοινωνικές τάξεις (αυτό αφορά τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος των έργων), έχει χαλάσει την ισορροπία. Και δεν τη χάλασε μόνον προς την κατεύθυνση της σχολαστικότητας και της επιτήδευσης, πράγμα που την απομάκρυνε μεμιάς από το εργατικό αναγνωστικό κοινό×, τη χάλασε επίσης, όπως είναι φυσικό όταν θέλει κανείς να αρέσει σε εμπόρους, με την έννοια της χυδαιότητας και της κοροϊδίας, πράγμα που αποκλείει το ενδεχόμενο να μπορεί να ενδιαφέρει κάποιον σαν τον Τολστόι (ο οποίος έλεγε ότι η δημοσιογραφία είναι ένα διανοητικό πορνείο, και η σημερινή λογοτεχνία, τις περισσότερες φορές, χαρακτηρίζεται από τον εύκολο λόγο της δημοσιογραφίας). 
Ε, λοιπόν, όσο θεωρώ ότι ένα εργατικό περιοδικό οφείλει να αντιδράσει ενάντια στην επιτήδευση και τις φορμαλιστικές λεπτολογίες μιας κάποιας λογοτεχνίας, προκειμένου να απευθυνθεί ξανά σ’ εκείνους τους ανθρώπους που εργάζονται παντοιοτρόπως, άλλο τόσο μου φαίνεται απαραίτητο να αντιδράσει, και μάλιστα εντόνως, ενάντια στον αστικό εκχυδαϊσμό. 

Για να επαναλάβω το παράδειγμά μου, ο Τολστόι είναι μεγάλος στο μάτια μου στο μέτρο που καταφέρνει να συγκινήσει ακόμη και τον λιγότερο καλλιεργημένο (ή επαρκή) αναγνώστη. Αντιστρόφως, η εργατική λογοτεχνία έχει έννοια και μεγαλείο μόνον όταν, με αφετηρία την αλήθεια της δουλειάς, του πόνου, της χαράς, επανασυνδέει, με τον πιο ευθύ, βαθύ και άμεσο λόγο, αυτή την ίδια αλήθεια που ακολουθούσε και ο Τολστόι με όλα τα μέσα της τέχνης και της σκέψης. Αντιθέτως, όταν αυτή η λογοτεχνία περιορίζεται στο να επαναλαμβάνει απλώς αυτά τα ίδια που διαβάζουμε και στις εφημερίδες, θα είναι βέβαια ενδιαφέρουσα, αλλά εξαιτίας των περιστάσεων μέσα στις οποίες γεννήθηκε, όχι επειδή είναι λογοτεχνία.
Αυτό που μ’ ενοχλεί μερικές φορές στο περιοδικό σας (όχι πάντα, αυτό το λέω με σιγουριά), είναι μια κάποια συγκαταβατικότητα που καταλήγει να ταυτίζεται με αυτά που δεν μ’ αρέσουν στη σημερινή λογοτεχνία. Θα σας αναφέρω δύο παραδείγματα. Όταν ένας αστός παραγωγός διεκπεραιώνει στο γόνατο μια κινηματογραφική ταινία που θα του αποφέρει εκατομμύρια, χάρη στις καμπύλες μιας βεντέτας που φτιάχτηκε εκ του μηδενός μέσα σ’ έξι μήνες, δεν υπάρχει λόγος να τον δικαιώνει κανείς, γράφοντας ότι η ταινία βλέπεται μόνον χάρη σ’ αυτές τις καμπύλες. Όπως όλος ο κόσμος, όσον αφορά τις καμπύλες, έχω κι εγώ τις απόψεις μου και τα γούστα μου. Άλλο πράγμα όμως οι καμπύλες κι άλλο η ταξική κουλτούρα, και η κριτική της παρακμιακής βιομηχανίας του αστικού κινηματογράφου πρέπει να γίνεται διαφορετικά. 
Δεύτερο παράδειγμα. Η αναφορά στην πρέφα, που παίζει κανείς στο καφενείο της γειτονιάς (για λεπτομέρειες πρόκειται, αλλά τις αναφέρω μόνον και μόνον για να γίνω πλήρως κατανοητός): «Είναι αλήθεια ότι η πρέφα αξίζει όσο και μια κοσμική δεξίωση». 

Μα η κοσμική δεξίωση δεν έχει καμιά αξία. Για ποιο λόγο, λοιπόν, τις συγκρίνουμε; Η πρέφα είναι διασκεδαστική κι ευχάριστη (για να ξεκαθαρίσω τη θέση μου, προσθέτω ότι είναι το μόνο χαρτοπαίγνιο που με συναρπάζει), αλλά δεν έχει ανάγκη ν’ αναφερθεί σ’ ένα περιοδικό για να γίνει γνωστή× τα καταφέρνει μια χαρά από μόνη της.
Ξέρω, φυσικά, ότι ένα περιοδικό πρέπει να είναι ζωντανό, και δεν θα υποστήριζα ποτέ έναν προσανατολισμό που θα προκαλούσε θανάσιμη πλήξη. Υπάρχουν πολλά περιοδικά σήμερα, που, ενώ η πρόθεσή τους είναι να αρέσουν, δεν καταφέρνουν ούτε καν να δυσαρεστούν τους αναγνώστες τους: τους κάνουν απλώς να πλήττουν. Εξάλλου, ούτε από εμένα λείπει εντελώς το χιούμορ, και, κατά τη γνώμη μου, ένα εργατικό περιοδικό πρέπει να είναι και αστείο. Πρέπει όμως να βρεθεί ο σωστός τόνος, αυτό είναι όλο× αναγνωρίζω, βέβαια, ότι αυτό δεν είναι εύκολο, την ώρα μάλιστα που το περιοδικό σας έχει βγάλει, όλα κι όλα, μόνον δύο τεύχη. 

Ξέρω, επίσης, ότι αυτά τα δύο παραδείγματα που έφερα, δεν χαρακτηρίζουν εξ ολοκλήρου το περιοδικό σας (για παράδειγμα, το κείμενο του Βέλγου ανθρακωρύχου είναι πολύ ωραίο). Ακριβώς όμως, αν αυτό που σας λέω έχει κάποια χρησιμότητα, αυτή θα έπρεπε να συνίσταται στο να σας επιτρέψει να διακρίνετε τις διαφορές στον τόνο, στις αποχρώσεις, όπως αυτές φανερώνονται σ’ έναν καλοπροαίρετο αναγνώστη, και να σας βοηθήσει να κάνετε τις επιλογές σας.
Θέλω μόνον να το επαναλάβω, για μια ακόμη φορά, με κίνδυνο να γίνω κι εγώ βαρετός: δεν υποστηρίζω ότι ένα περιοδικό πρέπει να είναι αφόρητα πληκτικό ούτε ότι οι συνεργάτες σας πρέπει να γράφουν επιτηδευμένα. Τα παραδείγματα που επικαλούμαι δεν είναι ο Ζιντ, ο Κλωντέλ ή ο Ζουαντώ. Μιλώ για μια λογοτεχνία στην οποία το κορυφαίο παράδειγμα είναι τα μυθιστορήματα του Τολστόι, και που είναι ο κοινός τόπος όπου μπορούν να ξανανταμώσουν οι λογοτέχνες και οι εργαζόμενοι. Ο Βαλέ, ο Νταμπί, ο Πουλάιγ, ο Γκιγιού (έχετε διαβάσει τοCompagnons, αυτό το αριστούργημα;), ο Ιστράτι, ο Γκόρκι, ο Ροζέ Μαρτέν ντυ Γκαρ, και τόσοι άλλοι, δεν γράφουν με επιτήδευση, και όλοι τους μιλούν για μια αλήθεια που η αστική λογοτεχνία έχει σχεδόν παντελώς απολέσει, και την οποία, κατά τη γνώμη μου, τη διαφυλάττει σχεδόν ακέραια ο κόσμος των εργαζομένων.
 
Τι άλλο να σας πω; Θα έπρεπε, ίσως –και θα το κάνω κάποια μέρα–, να αναπτύξω εκτενέστερα αυτήν την αλήθεια, ότι υπάρχει ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον καλλιτέχνη μια ουσιαστική αλληλεγγύη, και ότι, εντούτοις, σήμερα, βρίσκονται απελπιστικά απομακρυσμένοι μεταξύ τους. Οι δεσποτικές εξουσίες, όπως αυτές των δημοκρατιών του χρήματος, γνωρίζουν ότι, για να μπορούν να ηγεμονεύουν, τους είναι απαραίτητο να κρατούν σε απόσταση την εργασία από τον πολιτισμό. Όσον αφορά την εργασία, η οικονομική καταπίεση και οι συνθήκες εργασίας φτάνουν και περισσεύουν γι’ αυτόν το σκοπό, και, ούτως ή άλλως, βοηθιούνται από την παραγωγή φτηνών υποκατάστατων κουλτούρας (του κινηματογράφου, κυρίως).[1] 

Όσο για τον πολιτισμό, τα εργαλεία που φέρουν εις πέρας αυτό το έργο είναι η διαφθορά και ο δελεασμός. Η εμπορική κοινωνία χρυσώνει και παρέχει σημαντικά προνόμια στους διασκεδαστές, που φέρουν τον τίτλο του καλλιτέχνη, και τους υποχρεώνει με αυτόν τον τρόπο σε κάθε είδους παραχωρήσεις. Από τη στιγμή που θα αποδεχτούν αυτές τις παραχωρήσεις, τους βλέπουμε να δένονται με τα προνόμιά τους, να γίνονται αδιάφοροι  ή και εχθρικοί απέναντι στη δικαιοσύνη, και να απομακρύνονται από τους εργαζόμενους.
 
Συνεπώς, οφείλουμε να αγωνιστούμε, και εσείς από την πλευρά σας και εμείς, οι εξ επαγγέλματος καλλιτέχνες και λογοτέχνες, ενάντια σ’ αυτή την επιχείρηση διαχωρισμού. Πρώτα, εμείς, αρνούμενοι τις παραχωρήσεις και, στη συνέχεια, προσπαθώντας να γράφουμε ολοένα και περισσότερο για όλους, όσο μακριά κι αν βρισκόμαστε από αυτή την κορυφή της τέχνης, κι ύστερα εσείς, που υπομένετε τις σκληρότερες συνθήκες της μάχης, προσπαθώντας να σκεφτείτε τι είναι αυτό που λείπει από τη σημερινή λογοτεχνία και τι είναι αυτό το αναντικατάστατο που θα μπορούσατε να συνεισφέρετε σ’ αυτήν. 
Δεν είναι εύκολο, το ξέρω, αλλά την ημέρα που, χάρη σε αυτές τις δύο πορείες, θα πλησιάσουμε, οι μεν και οι δε, τα σύνορα που μας χωρίζουν, δεν θα υπάρχουν πια καλλιτέχνες από τη μια μεριά και εργάτες από την άλλη, αλλά μία και μόνη τάξη δημιουργών, με όλη τη σημασία της λέξης.
 
Αυτά, πάνω-κάτω, είχα να σας πω. Ίσως να μακρηγόρησα υπερβολικά, και ίσως όλα αυτά να είναι κάπως συγκεχυμένα, επειδή σας γράφω μεταφέροντας αλογόκριτα όλα όσα σκέφτομαι. Αν κάνω λάθος, συγχωρείστε με. Επαναλαμβάνω ότι, μπροστά στο δικό σας εγχείρημα, αισθάνομαι ότι χάνω οποιαδήποτε βεβαιότητα έχω.
Εγκάρδια δικός σας,
Αλμπέρ Καμύ
 
ΥΓ. Σας ευχαριστώ για το Belles Journées που μου στείλατε. Θα το διαβάσω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον: το θέμα του είναι υπέροχο.
 
[1] (Σ.τ.Μ). Το 1953, η τηλεόραση ήταν ελάχιστα διαδεδομένη ακόμη στη Γαλλία, ενώ ο κινηματογράφος ήταν το πιο προσιτό και δημοφιλέστερο μέσο διασκέδασης.
 
μετάφραση: Γιώργος Παπαναγιώτου

Πηγή: Ενθέματα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου