7/1/12

Για τη διαλεκτική

Theodor Adorno – Για τη διαλεκτική

Η διαλεκτική σκέψη αντιτίθεται στην πραγμοποίηση, με την περαιτέρω έννοια ότι αρνείται να επικυρώσει τα ατομικά πράγματα στην απομονωμένη και ξέχωρή τους κατάσταση: ταυτοποιεί την απομόνωση  ακριβώς ως παράγωγο του οικουμενικού. 

Έτσι, λειτουργεί ως μέσο διόρθωσης τόσο απέναντι στην μανιακή σταθερότητα, όσο και στην άδεια περιπλάνηση του παρανοϊκού μυαλού, το οποίο πληρώνει για τις απόλυτές του κρίσεις με την απώλεια της εμπειρίας του πράγματος το οποίο κρίνει. 

Αλλά η διαλεκτική δεν είναι για τον λόγο αυτό, που κάτεληξε να γίνει στην αγγλική εγελιανή σχολή, μια ολοκληρωτική εμπειρία, στον τεταμένο πραγματισμό του Dewey. Δεν είναι η συναίσθηση των αναλογιών, ούτε ένας τρόπος του να βάζεις τα πράγματα στην σωστή τους προοπτική, ούτε είναι απλή και πεισματική κοινή λογική. 
Αν ο ίδιος ο Χέγκελ φάνηκε, στη συζήτησή του με τον Γκαίτε, να προσεγγίζει μια τέτοια άποψη, όταν υπεράσπισε την φιλοσοφία του κόντρα στον πλατωνισμό του Γκαίτε, στη βάση του ότι δεν ήταν “τίποτε άλλο, βασικά, από το πνεύμα της αντίθεσης που είναι έμφυτο σε κάθε ανθρώπινο ον, ρυθμισμένο και μεθοδικά αναπτυγμένο, ένα δώρο που αποκαλύπτει την αξία του με το να διακρίνει την αλήθεια από το ψεύδος”, το άδηλο νόημα της διατύπωσης αυτής περιέχει σκανδαλιάρικα, στο ίδιο το εγκώμιο αυτού, που είναι “έμφυτο σε κάθε ανθρώπινο ον”, την αποκήρυξη της κοινής λογικής, εφόσον το πιο βασικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου ορίζεται ακριβώς ως άρνηση να οδηγηθεί από την κοινή λογική, και δρα πράγματι, ως αντίθεση προς την κοινή λογική.

Η κοινή λογική, η σωστή αξιολόγηση των καταστάσεων, το εγκόσμιο μάτι που έχει εκπαιδευτεί απ’ την αγορά, μοιράζεται με τη διαλεκτική την ελευθερία από το δόγμα, τη στενομυαλιά και την προκατάληψη. 
Η νηφαλιότητά της αποτελεί χωρίς αμφιβολία μια στιγμή της κριτικής σκέψης.
Αλλά η απουσία παθιασμένης αφιέρωσης σε κάτι την κάνει , παρ’ όλα αυτά, την ορκισμένη εχθρό της διαλεκτικής σκέψης. Γιατί η γνώμη στη γενικότητά της, αυτή που γίνεται αποδεκτή άμεσα ως γνώμη της κοινωνίας όπως έχει, έχει αναπόφευκτα την συναίνεση ως το απτό της περιεχόμενο. 

Δεν είναι τυχαίο ότι στον δέκατο ένατο αιώνα ήταν ο μουχλιασμένος δογματισμός, δεδομένης της φαύλου συνείδησης του Διαφωτισμού, που φάνηκε ελκυστικός στην κοινή λογική, έτσι ώστε ένας αρχιθετικιστής όπως ο Μιλ να πρέπει να επιτεθεί σ’ αυτή. 

Η συναίσθηση των αναλογιών περιλαμβάνει μια ολοκληρωτική υποχρέωση να σκέφτεσαι με τους όρους των εδραιωμένων μέτρων και αξιών. Χρειάζεται να έχεις ακούσει έστω μια φορά έναν εκπρόσωπο της σκληροπυρηνικής εξουσιαστικής ελίτ να λέει “αυτό δεν έχει σημασία”, ή να παρατηρήσεις σε ποιές περιστάσεις οι αστοί κάνουν λόγο για “υπερβολές”, “υστερίες”, “τρέλες”, για να γνωρίζεις ότι η επίκληση της λογικής, λαμβάνει χώρα ως διαφοροποίηση και άμεσα για την υπεράσπιση του μη έλλογου.

Ο Χέγκελ έδωσε έμφαση στο υγιές πνεύμα της αντίφασης με το πείσμα του χωριάτη ο οποίος έμαθε, με το πέρασμα των αιώνων, να υπομένει τα κυνήγια και τα ενοίκια πανίσχυρων φεουδαρχών αφεντάδων. 
Το μέλημα της διαλεκτικής είναι να βγάζει γλώσσα  απέναντι στις ώριμες απόψεις της εξουσίας σχετικά με το αμετάβλητο της πορείας του κόσμου, και να αποκωδικοποιεί στις “αναλογίες” τους την πιστή και συρρικνωμένη εικόνα ασυνήθιστα παραφουσκωμένων ανισορροπιών. Όταν συγκρίνεται με τον κυρίαρχο τρόπο λογικής, ο διαλεκτικός Λόγος είναι παράλογος: μόνο δια της εγκόλπωσης και της ακύρωσης του τρόπου αυτού γίνεται ο ίδιος έλλογος. 

Δεν ήταν ταλμουδικά φανατικό να επιμένεις, στο μέσο της ανταλλακτικής οικονομίας, για τη διαφορά ανάμεσα στον χρόνο εργασίας που ξοδεύει ο εργάτης και αυτόν που χρειάζεται για την αναπαραγωγή της ζωής του; Δεν έβαλε ο Νίτσε το κάρο μπροστά από κάθε άλογο πάνω στο οποίο έκανε τις εφόδους του; Δεν παρήγαγαν μια προκατειλημμένη και ψευδή εικόνα του κόσμου ο Καρλ Κράους, ο Κάφκα ή ακόμα και ο Προυστ, ακριβώς για να αποτινάξουν το ψεύδος και την προκατάληψη;
Η διαλεκτική δεν μπορεί να σταματά μπροστά απ’ τις έννοιες της υγείας και της ασθένειας, ούτε βέβαια μπροστά απ’ τα αδερφάκια τους, τον Λόγο και το μη έλλογο.

Όταν έχει αναγνωρίσει την κυρίαρχη οικουμενική τάξη και τις αναλογίες της ως άρρωστες –και ως στιγματισμένες με την πιο κυριολεκτική έννοια από την παράνοια, από την “παθολογική προβολή”– τότε μπορεί να δει ως υγιή κύτταρα μόνο αυτά που φαίνονται, με τους όρους αυτής της τάξης, τα ίδια άρρωστα, εκκεντρικά, παρανοϊκά, στην πραγματικότητα “τρελά”. 

Και σήμερα, όπως και στον Μεσαίωνα, είναι αλήθεια ότι μόνο οι τρελοί λένε στους αφέντες τους την αλήθεια. 
Το καθήκον αυτού που σκέφτεται διαλεκτικά είναι λοιπόν να βοηθήσει αυτή την αλήθεια του τρελού να αναχθεί στους δικούς της λόγους ύπαρξης, χωρίς τους οποίους θα ενδώσει αναμφίβολα στην άβυσσο της αρρώστιας που επιβάλλεται ανηλεώς από την υγιή κοινή λογική των υπολοίπων.

Theodor Adorno, Minima Moralia, αφορισμός 45

Πηγή: radical desire

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου