του Σπύρου Ραυτόπουλου
Διανύουμε μια κρίσιμη αλλά και άκρως ενδιαφέρουσα περίοδο, κατά την οποία οι λαοί δείχνουν πιο έτοιμοι για προοδευτικές πολιτικοκοινωνικές τομές από όσο οι εγνωσμένες πνευματικές και λοιπές τους ηγεσίες. Αυτό που κάνει πιο σημαντική την ιστορική στιγμή είναι ότι το πλήθος δεν περιορίζεται σε διαμαρτυρίες κατά των ακραίων μέτρων που επιβάλλει παγκοσμίως ο αποθρασυμένος πλέον νεοφιλελευθερισμός, αλλά προχωρά στο συσχετισμό των οικονομικών και λοιπών μας δεινών με εγγενείς αδυναμίες του πολιτικού συστήματος. Αρχίζει να πείθεται ότι η οικονομική και γενικότερη χρεοκοπία δεν οφείλεται σε επιμέρους λανθασμένους χειρισμούς και ατυχείς επιλογές των ιθυνόντων αλλά, συνειδητοποιώντας την παραπλάνηση από τους πολιτικούς του ταγούς και τα ΜΜΕ και βιώνοντας όλο και εντονότερα την καταδυνάστευσή του από το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο, διαπιστώνει τη συνάρτησή τους με βαθύτερα συστημικά αίτια. Δεν αμφισβητεί απλώς οικονομικές παραμέτρους, επιλογές και διανεμητικές πρακτικές του συστήματος, αλλά επεκτείνεται και πέρα από αυτές, επισημαίνοντας δομικά αίτια της κρίσης και αποδίδοντάς τα ορθώς σε ένα ελλειμματικό δημοκρατικό οπλοστάσιο.
Το σημαντικότερο λοιπόν διακύβευμα των ημερών δεν είναι η μεσοπρόθεσμη οικονομική τύχη και πορεία των καταχρεωμένων στους τραπεζίτες κρατών και ιδιωτών, αλλά το μέλλον του ίδιου του πολιτικού συστήματος που λειτουργεί ως βιομηχανία χρεών και δημοσιονομικών και λοιπών ελλειμμάτων. Οι κρίσεις είναι αναμφίβολα συστημικές, κάτι που μεγάλο μέρος του πληθυσμού αντιλαμβάνεται. Το σημαντικότερο μήνυμα από τις πλατείες δεν είναι το αίτημα διαγραφής των χρεών και η οργή απέναντι στο ΔΝΤ, την ΕΚΤ, την ΕΕ και την κυβέρνηση, αλλά η απαίτηση για ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό. Και η απαίτηση αυτή αποτελεί το χειρότερο εφιάλτη του συστήματος, εξ ου και η αμηχανία, η απροκάλυπτη αρχικά δυσαρέσκεια, η αμφισβήτηση αλλά και η δυσφημιστική εκστρατεία κατά των αγανακτισμένων από πολιτικούς και κόμματα, που πλέον βρίσκονται σε δεινή θέση καθώς σύρονται σε μερική αναθεώρηση της στάσης και του δημόσιου λόγου τους υπό την απειλή της μόνιμης περιθωριοποίησής και απαξίωσής τους. Οι ανοιχτές συνελεύσεις των πολιτών όχι μόνον δεν είναι απολιτικές αλλά αντιθέτως είναι έκφραση ενός σύνθετου προοδευτικού πολιτικού μηνύματος.
Ωστόσο ο συνταγματικά κατοχυρωμένος θεσμικός αφοπλισμός της κοινωνίας επιτρέπει ακόμα στο σύστημα την αγνόηση της βούλησης του λαού και των αποφάσεων των ανοιχτών τοπικών συνελεύσεων αφού δεν έχουν ούτε καθολική ούτε υποχρεωτική για το κράτος ισχύ. Η ισχύς της λαϊκής βούλησης και κυριαρχίας θα αποκτούσε νομικό έρεισμα και κατοχύρωση μόνο στα πλαίσια ενός προοδευτικού σύγχρονου συντάγματος. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω σκέψεις και παρατηρήσεις.
1. Το θεωρητικά υφιστάμενο Σύνταγμα της Ελλάδας, αποδεικνύεται -και στην πράξη- ένα αναποτελεσματικό, ατελέστατο, συντηρητικό νομικό κατασκεύασμα που όχι μόνο δεν υπηρετεί τη δημοκρατία, αλλά αντιθέτως, την εξουδετερώνει εμμέσως προστατεύοντας από αυτήν το ολιγαρχικό πολιτικό καθεστώς. Πραγματώνει τον αφοπλισμό της δημοκρατίας παραλείποντας κάθε θεσμό ελέγχου των φορέων εξουσίας από μέρους της κοινωνίας, αφού δεν περιλαμβάνει ούτε ένα άρθρο που να προβλέπει συγκεκριμένο τρόπο υλοποίησης της λαϊκής κυριαρχίας την οποία απλώς εύχεται. Αφαιρεί δηλαδή από το δήμο την εξουσία εκείνη χωρίς την οποία είναι αδιανόητη η δημο-κρατία, της οποίας το όνομα σφετερίζεται στο πρώτο άρθρο.
2. Επιπλέον είναι ένας κοινωνικά ανάλγητος και ετεροβαρής θεμελιώδης χάρτης, απολύτως φειδωλός και αόριστος όταν αναφέρεται σε συγκεκριμένα πολιτικά και δημόσια αγαθά τα οποία υποτίθεται ότι έχει χρέος να διασφαλίζει, αλλά κατατοπιστικός και επαρκής όταν αναφέρεται στην προστασία του πολιτικού κατεστημένου ή ισχυρών κοινωνικών ομάδων. Π.χ. μνημονεύει την υποχρέωση κρατικής μέριμνας για την υγεία σε μία μόνο αόριστη πρόταση ενώ ασχολείται με τη θρησκεία και τα εκκλησιαστικά σε δέκα παραγράφους και τέσσερα άρθρα! Δεν ορίζει πουθενά τον τρόπο άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας στο όνομα της οποίας έχει συνταχθεί, αλλά θεωρεί απαραίτητη την μνεία της δυνατότητας μυστικών συνεδριάσεων της Βουλής με μη ανακοινώσιμο περιεχόμενο, ενώ είναι επίσης αρκούντως σαφής έως και αναλυτικός σε ζητήματα σχετικά με τη βουλευτική ιδιότητα, τα απορρέοντα δικαιώματα και τις ασυλίες βουλευτών κ.λπ.
3. Το σύνταγμα αυτό έχει ήδη καταλυθεί στην πράξη, αφού παραβιάζεται ανοιχτά και κατά βούληση από τους ίδιους τους βουλευτές και την κυβέρνηση. Για την κατάλυσή του υπάρχει και το κίνητρο και η δυνατότητα. Διαρκές κίνητρο είναι η περαιτέρω εξυπηρέτηση των διαπλεκόμενων συμφερόντων, η «αξιοποίηση» όλων των πολιτειακών κενών που το ίδιο το σύνταγμα διαθέτει, η στεγάνωση του πολιτικού κυκλώματος, ο εξοστρακισμός της δημοκρατίας και η διαιώνιση της υπάρχουσας αντικοινωνικής πολιτικής τελετουργίας. Τη δυνατότητα παρέχει το γεγονός ότι την προστασία του το Σύνταγμα την αναθέτει -ρητορικά μόνο- στον πατριωτισμό των Ελλήνων από τους οποίους όμως έχει φροντίσει προηγουμένως να αφαιρέσει όλα τα κατάλληλα όπλα, για να τα παραδώσει δια χειρών ανέλεγκτων υποτιθέμενων εθνικών αντιπροσώπων σε εκείνους που δεν έχουν καμιά διάθεση να σεβαστούν κανένα θεμελιώδη χάρτη, ιδίως έναν ανυπεράσπιστο!
4. Κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο, ας είμαστε φιλύποπτοι απέναντι στην εντεινόμενη σεναριολογία περί συνταγματικών αλλαγών, διότι αν οι αλλαγές δεν είναι οι δέουσες, θα εδραιωθεί και θα παραταθεί η νομιμοποίηση του διεφθαρμένου αυτού πολιτικού συστήματος μέχρι να ολοκληρωθεί η άλωση της χώρας, η εκποίησή της και η κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους.
5. Ειδικά οποιοδήποτε σενάριο απλής αναθεώρησης του συντάγματος είναι φρονιμότερο να απορρίπτεται ασυζητητί, καθώς προφανώς αποτελεί ελιγμό που αποσκοπεί σε δημιουργία εντυπώσεων που θα προκληθούν από ήσσονος μόνο σημασίας αλλαγές, αν όχι επί τα χείρω. Τέτοια σενάρια θα επιχειρήσουν την έμμεση αποδοχή των βασικών αρχών λειτουργίας ενός πολιτεύματος που στηρίζεται ακριβώς στην περιθωριοποίηση της κοινωνίας.
6. Επίσης οφείλει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους κάθε ιδέα περί νέου συντάγματος το οποίο δε θα επιβάλει με ρητό τρόπο το σεβασμό της γνώμης και της βούλησης της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού που πρέπει να εκφράζονται με άμεσο τρόπο, και τον επίσης άμεσο κοινωνικό έλεγχο του κράτους με την εισαγωγή νέων, αποτελεσματικών, και τολμηρών θεσμών εκδημοκρατισμού. Οι θεσμοί αυτοί διασφάλισης της λαϊκής κυριαρχίας θα πρέπει να περιγράφονται με σαφείς και μη παρερμηνεύσιμες διατυπώσεις και όχι με αοριστίες και γενικότητες στα πλαίσια ενός ακόμα συνταγματικού ευχολογίου.
7. Δημοκρατικοί θεσμοί είναι όσοι αποσκοπούν στην πολιτική ενεργοποίηση της κοινωνίας, στην ενθάρρυνση της λαϊκής πρωτοβουλίας και αυτοργάνωσης, στην επιδίωξη πολιτικής, διοικητικής και λοιπής αποκέντρωσης, στην κοινωνική ευημερία και συνοχή, στην επιβολή συγκεκριμένων μέτρων κρατικής μέριμνας, κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας. Δημοκρατικοί είναι οι θεσμοί που καθιστούν το κράτος υπηρέτη της κοινωνίας -και όχι το αντίθετο- αναθέτοντας στη δεύτερη αληθινό ρόλο εντολοδότη. Είναι αυτοί που καταγράφουν με ακρίβεια τις ευθύνες του κράτους απέναντι στο λαό που είναι και ο μόνος αρμόδιος να καθορίζει τα εθνικά συμφέροντα και τους στόχους. Είναι όσοι με ρητές διατάξεις επιβάλλουν την άρση των ανισοτήτων και την ακύρωση προκλητικών για το λαό ειδικών προνομίων και ασυλιών.
Στους νέους θεσμούς θα πρέπει να περιλαμβάνονται οπωσδήποτε:
- ο θεσμός των δημοψηφισμάτων όλων των τύπων (υποχρεωτικών, προαιρετικών, με πρωτοβουλία των πολιτών, τακτικών και έκτακτων) τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, μαζί με τη διασφάλιση ότι αυτά δε θα εμποδίζονται στην πράξη από απαγορευτικά πλαφόν, χρονικές κωλυσιεργίες και άλλα προσκόμματα,
- ο θεσμός του συχνού απολογισμού και της λογοδοσίας τακτικής και έκτακτης κατ’ απαίτηση της κοινωνίας και απ’ ευθείας σε αυτήν των δημοσίων λειτουργών και των όποιων αντιπροσώπων της,
- ο θεσμός της ανακλητότητας των λειτουργών αυτών,
- και γενικώς κάθε μέτρο που στοχεύει στον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος και την απόδοσή του στην αρμόδια να αποφασίζει κοινωνία των ελεύθερων πολιτών, δηλαδή το δήμο.
Στους νέους θεσμούς θα πρέπει να περιλαμβάνονται οπωσδήποτε:
- ο θεσμός των δημοψηφισμάτων όλων των τύπων (υποχρεωτικών, προαιρετικών, με πρωτοβουλία των πολιτών, τακτικών και έκτακτων) τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, μαζί με τη διασφάλιση ότι αυτά δε θα εμποδίζονται στην πράξη από απαγορευτικά πλαφόν, χρονικές κωλυσιεργίες και άλλα προσκόμματα,
- ο θεσμός του συχνού απολογισμού και της λογοδοσίας τακτικής και έκτακτης κατ’ απαίτηση της κοινωνίας και απ’ ευθείας σε αυτήν των δημοσίων λειτουργών και των όποιων αντιπροσώπων της,
- ο θεσμός της ανακλητότητας των λειτουργών αυτών,
- και γενικώς κάθε μέτρο που στοχεύει στον εκδημοκρατισμό του πολιτικού συστήματος και την απόδοσή του στην αρμόδια να αποφασίζει κοινωνία των ελεύθερων πολιτών, δηλαδή το δήμο.
8. Η διενέργεια εκλογών οιουδήποτε τύπου και με οποιοδήποτε εκλογικό σύστημα, της απλής αναλογικής συμπεριλαμβανομένης, δε συνεπάγεται τη δημοκρατία. Δημοκρατία μπορεί να υπάρξει ακόμα και χωρίς εκλογές (π.χ. με κλήρωση πολιτικών εντολοδόχων), ενώ εκλογές μπορεί να υπάρξουν και χωρίς δημοκρατία, όπως ακριβώς σήμερα. Οι εκλογές δεν εγγυώνται καν την αντιπροσώπευση, διότι η αντιπροσώπευση δε εξαντλείται στην εκλογή αντιπροσώπου. Προαπαιτεί την ύπαρξη εντολής με συγκεκριμένο περιεχόμενο που καθορίζεται από τον εντολέα και όχι από τον εντολοδόχο, και στη συνέχεια ανάληψη δράσης από μέρους του δεύτερου για την πιστή εκτέλεσή της. Η αντιπροσώπευση άρα παύει μόλις πάψει ή ολοκληρωθεί η εκτέλεση της εντολής. Το εκλογικό πρόγραμμα ενός κόμματος δεν ισοδυναμεί με λαϊκή εντολή προς τον αντιπρόσωπο, διότι:
α) συντάσσεται χωρίς λαϊκή συμμετοχή, δηλαδή από τον ίδιον τον κομματικό εντολοδόχο και όχι από τον κοινωνικό εντολέα,
β) δεν προσφέρει προς ψήφιση ξεχωριστά κάθε προγραμματικό σημείο αλλά προσφέρεται ως ολοκληρωμένο πακέτο υποσχέσεων με την έννοια της συνολικής αποδοχής ή απόρριψης («take it or leave it») και άρα περιορίζει την ελεύθερη πολιτική επιλογή, αντικαθιστώντας τη διαρκή κοινωνική παρέμβαση σε επίπεδο ειδικής πολιτικής απόφασης, με την στιγμιαία επιλογή κόμματος και προσώπου, δηλαδή με μια πράξη σχεδόν συμβολική,
γ) η προεκλογική του δημοσιοποίηση είναι ανεπαρκής σε αντίθεση με εκείνη που αφορά τα προφίλ των πολιτικών και των κομμάτων και
δ) έτσι κι αλλιώς στο τέλος μπορεί να μην εκτελείται -και τις περισσότερες φορές όντως δεν εκτελείται- λόγω των θεσμικών κενών!
Η ισχύουσα εκλογική διαδικασία επομένως αποτελεί επίφαση αντιπροσώπευσης και επιχείρηση έμμεσης νομιμοποίησης ενός ανακυκλούμενου αδιέξοδου πολιτικού παιχνιδιού, στο οποίο η κοινωνία καλείται να συμμετάσχει την ημέρα των εκλογών και να το παρακολουθεί αμέτοχη όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Κι όταν το πολιτικό αυτό παιχνίδι δεν μπορεί να ονομαστεί καν αντιπροσώπευση, είναι προκλητικό να το ονομάζουν δημοκρατία.
α) συντάσσεται χωρίς λαϊκή συμμετοχή, δηλαδή από τον ίδιον τον κομματικό εντολοδόχο και όχι από τον κοινωνικό εντολέα,
β) δεν προσφέρει προς ψήφιση ξεχωριστά κάθε προγραμματικό σημείο αλλά προσφέρεται ως ολοκληρωμένο πακέτο υποσχέσεων με την έννοια της συνολικής αποδοχής ή απόρριψης («take it or leave it») και άρα περιορίζει την ελεύθερη πολιτική επιλογή, αντικαθιστώντας τη διαρκή κοινωνική παρέμβαση σε επίπεδο ειδικής πολιτικής απόφασης, με την στιγμιαία επιλογή κόμματος και προσώπου, δηλαδή με μια πράξη σχεδόν συμβολική,
γ) η προεκλογική του δημοσιοποίηση είναι ανεπαρκής σε αντίθεση με εκείνη που αφορά τα προφίλ των πολιτικών και των κομμάτων και
δ) έτσι κι αλλιώς στο τέλος μπορεί να μην εκτελείται -και τις περισσότερες φορές όντως δεν εκτελείται- λόγω των θεσμικών κενών!
Η ισχύουσα εκλογική διαδικασία επομένως αποτελεί επίφαση αντιπροσώπευσης και επιχείρηση έμμεσης νομιμοποίησης ενός ανακυκλούμενου αδιέξοδου πολιτικού παιχνιδιού, στο οποίο η κοινωνία καλείται να συμμετάσχει την ημέρα των εκλογών και να το παρακολουθεί αμέτοχη όλο τον υπόλοιπο χρόνο. Κι όταν το πολιτικό αυτό παιχνίδι δεν μπορεί να ονομαστεί καν αντιπροσώπευση, είναι προκλητικό να το ονομάζουν δημοκρατία.
9. Στην κρίσιμη αυτή ιστορική στιγμή καλούνται τα πιο προοδευτικά μέλη της ελληνικής κοινωνίας, μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, συνταγματολόγοι, πολιτικοί επιστήμονες, άνθρωποι των γραμμάτων και του πνεύματος αλλά και απλοί πολίτες να καταθέσουν ανοιχτά στον ελληνικό λαό είτε στις ελεύθερες δημοκρατικές του συνελεύσεις, είτε γενικώς με δημόσιες παρεμβάσεις, τις σκέψεις και προτάσεις τους για την σύνταξη ενός νέου προοδευτικού καταστατικού χάρτη της χώρας που θα εγγυάται ένα ριζοσπαστικό εκδημοκρατισμό, την κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα και την εθνική ανεξαρτησία, που θα στηρίζει και θα στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία και τον άμεσο έλεγχο του πολιτικοοικονομικού συστήματος από το λαό, ένα σύνταγμα που θα αναθέτει τέλος την ίδια την προάσπισή του στο θεσμικά πλήρως εξοπλισμένο κοινωνικό σώμα.
10. Οποιαδήποτε συνταγματική αλλαγή θα πρέπει αρχικά να συζητηθεί και να εγκριθεί από τις τοπικές ανοιχτές συνελεύσεις κι από όσο γίνεται μεγαλύτερο αριθμό πολιτών και στη συνέχεια να τεθεί επισήμως στην κρίση της ελληνικής κοινωνίας με δημοψήφισμα. Οι πολίτες πρέπει να απορρίψουν σε πρώτο ή δεύτερο χρόνο κάθε σχέδιο συντάγματος που θα έχει ασαφείς και παρερμηνεύσιμες διατάξεις, μη ξεκάθαρο δημοκρατικό χαρακτήρα και προσανατολισμό, ή άτολμα και συντηρητικά μέτρα. Επίσης οφείλει να απορρίψει την ιδέα οιασδήποτε συνταγματικής αλλαγής που θα προέρχεται ή θα ψηφιστεί από υποτιθέμενους αντιπροσώπους και όχι απ’ ευθείας από το σύνολο του ελληνικού λαού. Η χώρα χρειάζεται νέο σύνταγμα που μέσα από επαρκείς καινοτόμους τολμηρούς και προοδευτικούς θεσμούς, θα πραγματώσει την επαναφορά της πολιτικής εξουσίας του τόπου στο φυσικό της φορέα, την ελληνική κοινωνία.
Ο Σπύρος Ραυτόπουλος είναι συνθέτης.
Πηγή: Διακυβέρνηση και Πολιτική
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου