Το αίτημα της εξόδου από το ευρώ και της αποδέσμευσης από την ΕΕ δεν τίθεται από τη σκοπιά της εξυπηρέτησης της εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά ως όρος για τη βελτίωση της θέσης της εργαζόμενης πλειοψηφίας στο βαθμό που η ΕΕ έχει εξελιχθεί σε στρατηγείο της επίθεσης κατά των εργαζομένων.
H απάντηση του Κ. Καλλωνιάτη, όπως δημοσιεύεται στη διπλανή σελίδα, στη δική μου απάντησή σε προγενέστερο άρθρο του στην Αυγή βαθαίνει τον (πέρα για πέρα αναγκαίο) διάλογο σε ό,τι αφορά στη θέση της Αριστεράς απέναντι στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Στο πλαίσιο αυτού του πολύτιμου διαλόγου καμία κακοπιστία ή προκατάληψη δεν υπήρχε, παρά μόνο η βούληση να φτάσει κάθε θέση που υποστήριξε ο Κ. Καλλωνιάτης στα πολιτικά και ιδεολογικά της άκρα, στις απώτερες συνέπειες της
Αρχικά ο Κ. Καλλωνιάτης χαρακτηρίζει ως οικονομίστικη θεώρηση της κοινωνικής αλλαγής το πλαίσιο στόχων για παύση πληρωμών, έξοδο από το ευρώ, κρατικοποιήσεις τραπεζών, υποτίμηση της δραχμής, ελέγχους στη ροή κεφαλαίων και εμπορίου, κ.ά. Στην πραγματικότητα αποτελούν ένα σύνολο σχετικά συνεκτικών και αλληλοσυμπληρούμενων στόχων οι οποίοι έρχονται να διασφαλίσουν τις προϋποθέσεις για τη διαφύλαξη του εργατικού εισοδήματος και την αναγκαία αναδιανομή.
Οι στόχοι που θα θέσει το εργατικό κίνημα σε αυτή την κατεύθυνση δεν μπορεί παρά να είναι οικονομικοί, όπως έχει συμβεί κι άλλες φορές στην ιστορία (π.χ. «γη, ψωμί, ειρήνη»).
Δεν μπορεί να είναι ιδεολογικοί. Κρίνονται δε από το κατά πόσο στοχεύουν στην καρδιά της αστικής κυριαρχίας, διευκολύνοντας την ανατροπή της, ή την αφήνουν ανενόχλητη. Και η πραγματικότητα είναι πως τον τελευταίο χρόνο κανένα άλλο πλαίσιο αιτημάτων δεν έχει εμφανιστεί όπως το παραπάνω (εμπλουτισμένο με στόχους όπως η αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου, η χορήγηση αυξήσεων σε μισθούς, συντάξεις και η επιχορήγηση της δημόσιας σφαίρας, κ.ά.) που να επιλύει τις τρομακτικές κοινωνικές αντιθέσεις με τέτοια σαφήνεια, να είναι δηλαδή στηριγμένο στις ειδικές και συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, χωρίς ο ειδικός τους χαρακτήρας να αποτελεί αφορμή για φυγομαχία από τη βασική αντίθεση.
Οι στόχοι που θα θέσει το εργατικό κίνημα σε αυτή την κατεύθυνση δεν μπορεί παρά να είναι οικονομικοί, όπως έχει συμβεί κι άλλες φορές στην ιστορία (π.χ. «γη, ψωμί, ειρήνη»).
Δεν μπορεί να είναι ιδεολογικοί. Κρίνονται δε από το κατά πόσο στοχεύουν στην καρδιά της αστικής κυριαρχίας, διευκολύνοντας την ανατροπή της, ή την αφήνουν ανενόχλητη. Και η πραγματικότητα είναι πως τον τελευταίο χρόνο κανένα άλλο πλαίσιο αιτημάτων δεν έχει εμφανιστεί όπως το παραπάνω (εμπλουτισμένο με στόχους όπως η αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου, η χορήγηση αυξήσεων σε μισθούς, συντάξεις και η επιχορήγηση της δημόσιας σφαίρας, κ.ά.) που να επιλύει τις τρομακτικές κοινωνικές αντιθέσεις με τέτοια σαφήνεια, να είναι δηλαδή στηριγμένο στις ειδικές και συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, χωρίς ο ειδικός τους χαρακτήρας να αποτελεί αφορμή για φυγομαχία από τη βασική αντίθεση.
Η όξυνση αυτής της αντίθεσης στην Ελλάδα, που αποτέλεσε το πειραματόζωο των αντιδραστικών αλλαγών, που τώρα επιχειρείται να εφαρμοστούν σε όλη την Ευρώπη, δεν υποτιμάει το επίπεδο των διεθνών συσχετισμών, αλλά κάνει την απαραίτητη αρχή. Δημιουργεί δηλαδή τις προϋποθέσεις, στη βάση των προωθημένων ταξικών εμπειριών της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και του μεγέθους των διακυβευμάτων, για να ξετυλιχθεί το νήμα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής σε όλη την περιοχή και την Ευρώπη. Μια διαδικασία που δεν μπορεί παρά να τελεσφορήσει μόνο σε διεθνή κλίμακα. Το ξέσπασμά της όμως δεν μπορεί να συμβεί ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες. Σε αυτό το πλαίσιο η αναμφισβήτητη αδυναμία οικοδόμησης σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα δεν καταλήγει στην ακύρωση της άμεσης πολιτικής δράσης προς όφελος των συμφερόντων της πλειοψηφίας και σε φυγομαχία.
Γιατί, κριτήριο για την ιεράρχηση του αιτήματος εξόδου από το ευρώ δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διαφύλαξη και η διεύρυνση των εργατικών δικαιωμάτων. Ούτε η στήριξη μιας πολιτικής εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης (την οποία οραματίζονται τμήματα της αστικής τάξης) ούτε η επιστροφή στη νομισματική πολιτική της σκληρής δραχμής, όπως ακολουθούταν επί Κ. Σημίτη, που ως απαραίτητο συστατικό είχε τη λιτότητα, δίνοντας παρ’ όλα αυτά το δικαίωμα στους εργαζόμενους να διεκδικήσουν με αγώνες και πολιτικές πιέσεις τη χαλάρωσή της. Δυνατότητα που εξαφανίστηκε διά παντός με τη λεγόμενη «ανεξαρτητοποίηση» των κεντρικών τραπεζών και τη θωράκιση της νομισματικής πολιτικής από τις κοινωνικές διεκδικήσεις.
Επικρινόμαστε στη συνέχεια ότι μεταφέρουμε στην ευρωζώνη το «τριτοκοσμικό θεωρητικό αναλυτικό σχήμα κέντρου - περιφέρειας». Ο λόγος εδώ αφορά στην αντίθεση που αναδύθηκε με ιδιαίτερη οξύτητα πέρυσι για πρώτη φορά όταν μια σειρά από χώρες στην περιφέρεια της ευρωζώνης (τα λεγόμενα «γουρούνια»: Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ελλάδα και Ισπανία) βρέθηκαν στο χείλος της χρεοκοπίας έχοντας απέναντί τους τις χώρες του σκληρού πυρήνα της ευρωζώνης (Γερμανία, Αυστρία, Φιλανδία, Ολλανδία, κ.ά.) να απαιτούν αυστηρά μέτρα λιτότητας και να θέτουν λεόντειους όρους για τη λεγόμενη διάσωσή τους.
Η αντίθεση αυτή δεν έχει καμία σχέση με τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του μαρξισμού τη δεκαετία του ’70, αναδεικνύοντας τη σύγκρουση μεταξύ καπιταλιστικής μητρόπολης ή κέντρου και περιφέρειας. Κι αυτό γιατί χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των ερμηνευτικών σχημάτων ήταν η υποτίμηση των διαδικασιών καπιταλιστικής συσσώρευσης και εκμετάλλευσης στο εσωτερικό κάθε καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Στη θέση του αντίθετα έστηναν μια καρικατούρα ταξικής αντιπαράθεσης μεταξύ του Νότου από τη μια, που τοποθετούταν στη θέση του εκμεταλλευόμενου, και του Βορρά από την άλλη, που έπαιρνε τη θέση του εκμεταλλευτή.
Η αντίθεση κέντρου και περιφέρειας στην ευρωζώνη ωστόσο, με κορυφαία έκφραση τα πλεονάσματα του κέντρου που αποτελούσαν την άλλη όψη των ελλειμμάτων της περιφέρειας, ποτέ δεν περιγράφηκε απογυμνωμένη από τις σχέσεις εκμετάλλευσης στο εσωτερικό καθενός καπιταλισμού. Πολύ χαρακτηριστικά, σημείο εκκίνησης αυτού του ανταγωνισμού θεωρούταν η πολιτική λιτότητας και παγώματος των μισθών στο εσωτερικό της ίδιας της Γερμανίας. Ενώ, η περιφέρεια ουδέποτε χαρακτηρίστηκε ως παράδεισος της αναδιανομής, αλλά αντίστοιχες πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην περιφέρεια της ευρωζώνης κρίθηκαν αναποτελεσματικές να αποτρέψουν την υποβάθμιση των εν λόγω χωρών στον ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό στο βαθμό που τα περιθώρια περικοπών τα οποία διέθεταν ήταν πιο περιορισμένα. Κατά συνέπεια η σύγκριση με τα τριτοκοσμικά σχήματα της ανάλυσης για το κέντρο και την περιφέρεια είναι άστοχη.
Ανοιχτή όμως παραμένει η απάντηση που δίνει ο Κ. Καλλωνιάτης και το ιδεολογικό ρεύμα στο οποίο ανήκει για αυτή τη «σύμπτωση»: Τη διάσπαση δηλαδή της ευρωζώνης σε δύο ταχύτητες, στο κέντρο και την περιφέρεια, που αποτέλεσε την αφορμή για να ξεσπάσει η κρίση χρέους – κάτι που δεν δικαιολογείται στη βάση του καπιταλισμού, γενικώς.
Μια εξέλιξη καθόλου τυχαία, η οποία ερμηνεύεται αποκλειστικά και μόνο στο έδαφος των ιστορικά πρωτότυπων αντιθέσεων που γέννησε η νομισματική ενοποίηση στη γηραιά ήπειρο και η απώλεια από τη μεριά των καπιταλισμών της περιφέρειας των εργαλείων άσκησης νομισματικής πολιτικής, με τα οποία μέχρι το 2002 αντιστάθμιζαν τα πλεονεκτήματα που προέκυπταν για τη Γερμανία στο πλαίσιο του ανταγωνισμού.
ΠΑΛΗ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
...Και στην Ευρώπη, πάλη κατά της ΕΕ
Αν επιχειρούσαμε να μεταφέρουμε μηχανικά και με αντιδιαλεκτικό τρόπο την απάντηση του Μαρξ στα διλήμματα που θέτει σήμερα η διεθνοποίηση του κεφαλαίου θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε ως αντιδραστικά όλα τα κινήματα που έχουν ξεσπάσει την τελευταία δεκαετία, αρχής γενομένης από το Σιάτλ, ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και καταγγέλλοντας τη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου. Το χειρότερο όμως θα ήταν πως θα υποτιμούσαμε το δυναμικό, επαναστατικό χαρακτήρα που διαθέτει σήμερα η πάλη ενάντια στις ιμπεριαλιστικές, υπερεθνικές ολοκληρώσεις, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το ευρώ και την ΕΕ. Τούτο συμβαίνει λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου που έχουν αναλάβει (ως αιχμή του δόρατος των πιο επιθετικών, διεθνοποιημένων τμημάτων του κεφαλαίου) στην επιχείρηση αναίρεσης των μεταπολεμικών κατακτήσεων. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στα συμπεράσματα της τελευταίας Συνόδου Κορυφής όπου ρητά αναφέρεται πως το επίπεδο των μισθών στην ΕΕ πρέπει να αναπροσαρμόζεται σε σύγκριση με το επίπεδο μισθών των βασικότερων ανταγωνιστών. Δηλαδή να φτάσουν στο επίπεδο της Κίνας! Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η ΕΕ αποτελεί τον πολιορκητικό κριό της εξελισσόμενης επίθεσης. Κατ’ επέκταση ουδεμία προσπάθεια βελτίωσης της θέσης των εργαζομένων πρόκειται να καρποφορήσει αν δεν έρθει σε ρήξη με την ευρωζώνη και την ΕΕ.
Η ρήξη και η αποδέσμευση αποτελεί προϋπόθεση και για έναν ακόμη λόγο: Ο στόχος της αναγκαίας παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας με κριτήριο τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την παραγωγή κοινωνικά αναγκαίων υπηρεσιών και αγαθών είναι αδύνατο όχι μόνο να ολοκληρωθεί αλλά ακόμη και να σχεδιαστεί αν πρώτα δεν προηγηθεί ρήξη με όλες αυτές τις δεσμεύσεις που οδήγησαν στο σημερινό μαρασμό και το συγκεκριμένο, ηγεμονευόμενο, τρόπο ένταξης του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνή καταμερισμό. Η απουσία επαρκούς παραγωγικής βάσης επομένως δεν μπορεί να θεωρείται εμπόδιο στην αναγκαία αποδέσμευση από τις διεθνείς προσδέσεις, αλλά ένας επιπλέον λόγος που υπογραμμίζει την ανάγκη αποδέσμευσης, όσο το δυνατόν γρηγορότερα μάλιστα.
Τέλος, το σημαντικότερο είναι πως η έξοδος από το ευρώ και η αποδέσμευση από την ΕΕ θα δώσει το έναυσμα για μια σειρά επαναστατικές διαδικασίες στο εσωτερικό της Ελλάδας και σε άλλες χώρες, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για άλγεβρα και όχι για αριθμητική, που θα ακυρώσουν σχέδια γεωπολιτικών εμπλοκών και απειλών, τα οποία σε κάθε περίπτωση θα αποτελούν το «τελευταίο επιχείρημα» του κεφαλαίου.
Σήμερα πάντως η ΕΕ, διά στόματος Μπαρόζο, είναι που θέτει το δίλημμα «Μνημόνιο ή τανκς» βεβαιώνοντας ότι η διάλυση της ΕΕ (και όχι της Ευρώπης) δεν πρόκειται να αφήσει πίσω της κανένα δημοκρατικό κενό...
Πηγή: http://www.prin.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου