1/11/11

Πόσοι νεκροί εργάτες-απεργοί ακόμα;

του Σπύρου Πλακιά

«..Να λείπεις… δεν είναι τίποτα να λείπεις, αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει, θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι αυτά έχεις λείψει, θα ‘σαι για πάντα μέσα σ’ όλο τον κόσμο..»
Γ. Ρίτσος «Οι γειτονιές του κόσμου»

Πίκρα. Μετά το ξάφνιασμα, το φόβο και την οργή, αυτό είναι που μένει. 
Μια αίσθηση πίκρας στο στόμα, ανακατεμένη με μπόλικα χημικά. Πίκρας για ό,τι έγινε, αλλά κυρίως  για ό,τι δεν έγινε, για ό,τι δεν συνεχίστηκε, για ό,τι μοιάζει να πήγε χαμένο, για εκείνον που «έφυγε». 

Και δημιουργείται μια αίσθηση ότι συνολικά, σαν κίνημα, σαν κοινωνία, έχουμε εθιστεί στο θάνατο. Γιατί παλιότερα, για μια τέτοιου είδους δολοφονία θα είχαν σηκωθεί οι πέτρες.
Όσο περνούν οι ώρες και οι μέρες, γίνεται πιο ξεκάθαρο ότι ό,τι θλιβερό (από όποια πλευρά και αν βλέπει κανείς τα συγκεκριμένα γεγονότα)  διαδραματίστηκε στην πλατεία Συντάγματος την περασμένη Πέμπτη, δυστυχώς δεν έχει μόνο την ανάγνωση που εκ πρώτης όψης όλοι αντιληφθήκαμε και εμπλακήκαμε. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι όποια ευθύνη, οποιουδήποτε επιπέδου, αποδίδει κανείς στο ΠΑΜΕ, δικαιολογεί την εκτόξευση μαρμάρων και μολότωφ μέσα στο πλήθος των μελών, οπαδών και τέλος πάντων του οποιουδήποτε βρέθηκε τη συγκεκριμένη μέρα στις γραμμές του.

Αυτό που όλοι είδαμε ήταν μια στυγνή δολοφονική επίθεση, η οποία από την ίδια την μορφή της ακυρώνει το οποιοδήποτε ιδεολογικό περιεχόμενο, εκ των υστέρων, γίνεται προσπάθεια να της αποδοθεί από όσους, ας δεχτούμε ότι, καλοπροαίρετα αναζητούν πίσω από τα παιδιά με τις κουκούλες μια διαφορετική οπτική για το τι σημαίνει σύγκρουση με την κρατική καταστολή και το αστικό κράτος.   
Ο «πόλεμος» που ακολούθησε και συνεχίζεται παντού σχετικά με το ποιος έφταιγε, τι έγινε, ποιος ξεκίνησε, ποιος συνέχισε και ποιοι κρύβονται πίσω από τις κουκούλες δεν είναι άνευ νοήματος . Πηγάζει από υπαρκτές αδυναμίες και παθογένειες αυτού που συνολικά ονομάζουμε λαϊκό, εργατικό κίνημα, και αφορούν όλες τις οργανωμένες παραμέτρους του. Στην τρέχουσα συγκυρία, όμως, είναι εγκληματικός!

Ο «κουρνιαχτός» αυτός ήρθε να καλύψει ορισμένα σημαντικά πολιτικά ζητήματα που προκύπτουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης μέρας. Μιας μέρας, κατά την οποία κορυφώνεται ένα απεργιακό κύμα ημερών σε σειρά εργασιακών κλάδων με κυρίαρχη την πολυήμερη κινητοποίηση των εργαζομένων στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Μιας μέρας που αποτελεί τη δεύτερη μέρα μιας γενικής απεργίας με πρωτοφανή συμμετοχή εκτός των άλλων και των εμπόρων και των μικρομεσαίων ελεύθερων επαγγελματιών. Μιας μέρας που ακολουθεί τον κατακλυσμό της Αθήνας και άλλων πόλεων από μεγαλειώδεις εργατικές απεργιακές συγκεντρώσεις.

Αιχμή όλων αυτών των κινητοποιήσεων που συγκλονίζουν, κυριολεκτικά, τη χώρα είναι η συζήτηση και η διαδικασία ψήφισης του πολυνομοσχεδίου που εισηγείται ο Ε. Βενιζέλος.
Ενός ακόμη τερατουργήματος που έρχεται να ισοπεδώσει ό,τι έχει απομείνει όρθιο: βάζει ταφόπλακα στις εργασιακές σχέσεις, νομοθετεί έναν φορολογικό Αρμαγεδώνα, ξετινάζει το δημόσιο τομέα πετώντας στο δρόμο δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους και συρρικνώνοντας τις λειτουργίες του. 

Η μη ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου ήταν, σε πρώτο τουλάχιστον επίπεδο, ο στόχος όλου του σαρωτικού απεργιακού κλίματος που προηγήθηκε της διήμερης γενικής απεργίας. Η ανατροπή συνολικά της συγκεκριμένης πολιτικής που ακολουθεί η συγκεκριμένη κυβέρνηση ήταν το επόμενο βήμα – στόχος μετά την μη ψήφιση του νομοσχεδίου.

Αυτά συζητούνταν εντός του κτιρίου της Βουλής όταν έξω χυνόταν, κυριολεκτικά, αίμα. Γιατί αυτό το αίμα δεν μετατράπηκε σε πολιτικό αίτημα; Σε μια μέρα, κορύφωσης γενικών απεργιών, ένας εργάτης απεργός χάνει τη ζωή του και δεκάδες άλλοι τραυματίζονται. Με ελάχιστες εξαιρέσεις (είτε μεμονωμένες τοποθετήσεις εντός Βουλής, είτε ανακοινώσεις οργανώσεων μετά), η κυβέρνηση δεν καταγγέλλεται ότι έχει τα χέρια της βουτηγμένα στο αίμα των απεργών. Κι όμως είναι ο ηθικός αυτουργός του δολοφονικού πλήγματος λόγω της πολιτικής της. Όταν καταγγέλλεται η δράση κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών είναι δυνατόν να μην απευθύνεται μια ευθεία καταγγελία – καταδίκη της ίδιας αυτής κυβέρνησης, που να την αναγκάζει έστω να τοποθετηθεί επ’ αυτού πέραν των φληναφημάτων περί συγνώμης και εισαγγελικών ερευνών και ΕΔΕ;

 Η κυβέρνηση είναι αυτή που καλλιεργεί κλίμα βίας, όταν σαρώνει τα πάντα με απειλές και εκβιασμούς, όταν ισοπεδώνει το λαό και ξεπουλά τον πλούτο του, όταν διαγράφει για «εθνικούς λόγους» βουλευτές και πρώην υπουργούς της επειδή διαφώνησαν σε κάτι ψιλά του τερατουργήματός της (πχ η αιτιολόγηση της τάχιστης διαγραφής της κ. Λούκα Κατσέλη).  Η αντίληψη «όποιος δεν στηρίζει τα μέτρα, είναι προδότης και θέλει το κακό της πατρίδας», οι απειλές κατά απεργών και συνδικαλιστών, αποτελούν, από μόνες τους, τροφοδότη του κλίματος αυτού. Η πληθώρα των καταδικαστικών αποφάσεων για απεργιακές κινητοποιήσεις, που με καταιγιστικούς ρυθμούς, χαρακτηρίζονται «παράνομες και καταχρηστικές» δίνουν το δικό τους μήνυμα.

Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο διαλύονται ή υποσκάπτονται όλες οι κινητοποιήσεις τους τελευταίους μήνες, με ανοιχτή σκληρή αστυνομική καταστολή που είθισται να συντονίζεται με την εμφάνιση των κουκουλοφόρων, έχει δώσει σαφώς το μήνυμα ότι δεν θα μείνει ρουθούνι είτε από την επίσημη καταστολή είτε από το παρακράτος. Η ιστορική πείρα του κινήματος τούτης της χώρας (και όχι μόνο) έχει πολλάκις «σκοντάψει» στο παρακράτος. Όμως δεν χρειάζεται κανείς να πάει μακριά. 

Τα στοιχεία (φωτογραφίες, βίντεο, μαρτυρίες) από όλες τις συγκεντρώσεις των τελευταίων μηνών, με κορυφαίο παράδειγμα την περίπτωση των αθώων νεκρών της Marfin στις 5 Μάη 2010, οδηγούν πέραν πάσης αμφιβολίας στο συμπέρασμα ότι το σύστημα, η κυβέρνηση θέλει πάση θυσία να «παγώσει» το γιγάντιο ποτάμι της λαϊκής αγανάκτησης και θ’ αξιοποιήσει γι αυτό όλα τα μέσα.

Με αυτά τα δεδομένα, τα γεγονότα της προηγούμενης Πέμπτης  θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι και μετατρέπει τις λεκτικές καταγγελίες περί «κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος» σε πράξεις ολικής απονομιμοποίησης όσων έχουν διαπράξει αυτό το «πραξικόπημα». Το σύνθημα παντού, εντός και εκτός βουλής, σε όλες τις γενικές συνελεύσεις σωματείων και συνδικαλιστικών ενώσεων (πρωτοβάθμιων, δευτεροβάθμιων, ομοσπονδιών, συνδικάτων, ο,τιδήποτε) θα έπρεπε να είναι κλιμάκωση των απεργιακών κινητοποιήσεων. Όχι μόνο ως ύστατο φόρο τιμής στον νεκρό απεργό και στους τραυματίες αλλά και ως έναυσμα για συνέχιση ενός από τα μεγαλύτερα απεργιακά κύματα που έχει ζήσει η χώρα και μάλιστα σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο.

Τι παραπάνω χρειάζεται; Πόσοι νεκροί εργάτες  παραπάνω χρειάζονται; Οι, ήδη, εξαντλημένοι απεργοί που ούτως ή άλλως βρίσκονται αντιμέτωποι με την απόλυση, την φτώχεια, την εξαθλίωση, δεν έχουν τίποτε να χάσουν παρά μόνο να κερδίσουν μέσα από συνέχιση του αγώνα. Θα είχε ή δεν θα είχε άλλη επίδραση τόσο στα τεκταινόμενα εντός ελληνικής βουλής όσο και σε αυτά στις Βρυξέλλες στις απανωτές συνόδους κορυφής, αν ο κ. Παπανδρέου πήγαινε εκεί ενώ η χώρα συγκλονιζόταν από απεργίες που θα έθεταν και την ίδια την κυβέρνησή του στο στόχαστρο;

Το γεγονός και μόνο ότι κάτι τέτοιο δεν έγινε τις κρίσιμες στιγμές της περασμένης Πέμπτης και Παρασκευής, με ελάχιστες εξαιρέσεις που κυρίως περιορίστηκαν στα λόγια, αλλά δεν φαίνεται ν’ απασχολεί ούτε εκ των υστέρων κομματικούς και συνδικαλιστικούς ιθύνοντες, ίσως είναι ένα από τα πλέον ανησυχητικά συμπεράσματα που μπορεί να εξάγει κανείς. 

Σε μια χρονική περίοδο που η λαϊκή αγανάκτηση και απόγνωση ξεχειλίζει, που  η κυβέρνηση κλυδωνίζεται από εσωτερικές αναταράξεις, που το σύστημα σείεται από τις ίδιες του τις αντιφάσεις,  μια στιγμή κορύφωσης της ταξικής πάλης (απεργίες  παρατεταμένες, συγκρούσεις, νεκρός, τραυματίες) καταλήγει τελικά όπως όλες οι προηγούμενες: σε ξαφνική αποκλιμάκωση, σε σκυμμένα κεφάλια, σε αίσθημα ματαίωσης και σε αναβίωση μιας εξαιρετικά επικίνδυνης αντιπαράθεσης για το ποιος φταίει, σε τι και πού. 
Μια αντιπαράθεση η οποία έχει την αξία της μόνο εφόσον δεν αποκρύπτει το γεγονός ότι ΔΕΝ υπήρξε καμία προσπάθεια μετατροπής, με όρους γενίκευσης, του οικονομικού αγώνα των εργαζομένων, μέσα από τις απεργίες τους, σε πολιτικό, με τη διατύπωση σαφούς αιτήματος όχι μόνο μη ψήφισης του πολυνομοσχεδίου αλλά και ανατροπής της κυβέρνησης και της πολιτικής της.

Μια τέτοια κλιμάκωση ακόμη και αν πετύχαινε το στόχο της δεν θα ήταν το άπαν, ούτε θα έλυνε το ζήτημα εφόσον βιώνουμε μια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. Θα ήταν όμως μια πρώτη νίκη για το εργατικό κίνημα που θα αναπτέρωνε το ηθικό των αγωνιζόμενων και συνθλιβόμενων ελλήνων εργαζομένων,  που θα έδειχνε ότι δεν έχουμε εθιστεί στην απώλεια ανθρωπίνων ζωών με τον τρόπο που έχει συμβεί σε ολόκληρη, δυστυχώς, την κοινωνία, χωρίς μελοδραματισμούς. Θα ήταν μια εξέλιξη που θα υποχρέωνε τους «υπερεπαναστάτες» από όλες τις πλευρές και να συντονιστούν αλλά και να διατυπώσουν ένα μίνιμουμ άμεσων στόχων, χωρίς να σημαίνει ότι θα πάψουν να υπάρχουν οι υπαρκτές και απολύτως αντικειμενικές και σεβαστές  διαφωνίες τους.

Θα αποδείκνυε επίσης ότι η αριστερά σε όλες τις εκφάνσεις της, όπως και αν αυτοχαρακτηρίζονται «ταξικές, αντικαπιταλιστικές, αντιεξουσιαστικές» και ό,τι άλλο, θέτει όντως το συμφέρον της εργατικής τάξης πάνω από τις διαφορετικές της προσεγγίσεις επ’ αυτού, έχει όντως στραμμένο το βλέμμα της, πέρα και πάνω από όλα, στον ταξικό της εχθρό (και ακολουθούν τα άλλα). Και κυρίως θα αποδείκνυε ότι  έχει κάτι πιο συγκεκριμένο να προτείνει, ή τουλάχιστον είναι διατεθειμένη να το προσπαθήσει να το διατυπώσει, σε επίπεδο εξουσίας. Διότι με γνώμονα τις αλλεπάλληλες διακηρύξεις της, αυτός είναι ο στόχος και όχι η συντήρηση μιας γραμμής άμυνας απέναντι στην επίθεση με όρους γενοκτονίας που επιχειρείται κατά της εργατικής τάξης.

Δυστυχώς, όχι μόνο δεν έγινε τίποτε από όλα αυτά, αλλά παρακολουθούμε μια, με μεγαλύτερη οξύτητα, ανακύκλωση σεναρίων και καταστάσεων που έχουμε, πολλάκις, ζήσει στο παρελθόν στα οποία αλληλοεκτοξεύονται κατηγορίες, χολή και απειλές. 
Προφανώς αρκετές από τις καταγγελίες, ιδιαίτερα σχετικά με την απροκάλυπτη δολοφονική επίθεση που δέχτηκε το ΠΑΜΕ, έχουν βάση και είναι χρήσιμο ν’ αποκαλύπτονται. 

Είναι όμως ν’ αναρωτιέται κανείς αν στην παρούσα περίοδο είναι χρήσιμο να εξαντλείται τόση ενέργεια σε κάτι που η πλειοψηφία της κοινής γνώμης, των εργαζομένων και όσων συμμετείχαν στις απεργίες γνωρίζει πολύ καλά: ότι δηλαδή υπάρχουν και σκοτεινά κίνητρα που παραπέμπουν σε παρακράτος στη δράση των κουκουλοφόρων και ότι ακόμη και όσοι, μεταξύ αυτών, δεν εντάσσονται σε αυτήν την κατηγορία, επιμένουν  να κάνουν ότι δεν το καταλαβαίνουν αυτό ενώ παράλληλα δεν σέβονται το γεγονός ότι οι υπόλοιποι διαδηλωτές δεν επιθυμούν αυτού του είδους τη σύγκρουση. Μια σύγκρουση, η οποία αποδεδειγμένα μέχρι στιγμής τουλάχιστον έχει συνεισφέρει μόνο στην ένταση της κρατικής καταστολής, τις συνέπειες της οποίας υποχρεώνονται να υποστούν ακόμη και με τη ζωή τους οι άλλοι διαδηλωτές.

Αλήθεια όσοι εμπλέκονται σε αυτό το κουβάρι αντιλαμβάνονται όντως ότι ό,τι έγινε την Πέμπτη αποτελεί τομή κλιμάκωσης της καταστολής, κρατικής και παρακρατικής, απέναντι στο κίνημα; Μήπως επειδή ακριβώς το σύστημα κλονίζεται και έχει φτάσει σε αδιέξοδο προαναγγέλλοντας, ουσιαστικά, περαιτέρω εκτροπές προκειμένου να επιβιώσει (πχ  αλλεπάλληλες νύξεις από Γ. Καρατζαφέρη και άλλους «λαγούς» περί σχηματισμού νέας κυβέρνησης από την ίδια βουλή καθώς οι εκλογές φοβίζουν , δυστυχώς όχι για τα ποσοστά της ήσσονος αντιπολίτευσης, αλλά κυρίως λόγω του ότι δεν θα φέρουν σταθεροποιητικό αποτέλεσμα για το σύστημα λόγω της παρακμής των υπαρχόντων αστικών κομματικών σχηματισμών), το εργατικό κίνημα συνολικά και το οποιοδήποτε δημοκρατικό δικαίωμα πρέπει να χτυπηθεί ακόμη πιο βάναυσα; Το χτύπημα στο ΠΑΜΕ, που εμφανίζεται ως η πλέον οργανωμένη και περιφρουρημένη δύναμη, ίσως είναι μόνο η αρχή. Και έπονται και άλλοι στόχοι, όσο περνάμε από την εποπτεία στην επιτροπεία.
Το βέβαιο είναι ότι όσο συνθλίβεται  ο ελληνικός λαός, τόσο περισσότερο θα βράζει από οργή, τόσο μεγαλύτερες πιέσεις θα ασκούνται σε όλες τις συνδικαλιστικές ηγεσίες (ακόμη και τις γνωστές ξεπουλημένες), τόσο δυσκολότερο θα είναι να χειραγωγηθεί σε εκτόνωση ο θυμός και η επαπειλούμενη έκρηξη. Αν τελικά, φτάσουμε να αναβιώσουμε, με άλλους όρους φυσικά, μέρες που θα θυμίζουν περασμένες δεκαετίες, όπως πχ του ’50 ή του ’60, με το παρακράτος ν’ αλωνίζει , δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε.

Απέναντι στο σύστημα, που κάνει τη δουλειά του, το ζητούμενο παραμένει ένα: να «διαβαστούν» τα ανησυχητικά σημάδια και να αρθούν όλοι όσοι σήμερα έχουν εμπλακεί σε αυτό το γαϊτανάκι αλληλοκατηγοριών στο ύψος των περιστάσεων. 

Μόνο ένα ισχυρό, μαζικό, ενωτικό εργατικό – λαϊκό κίνημα, που θα κλιμακώνει και θα διευρύνει διαρκώς τον αγώνα του, μπορεί να αντιπαρατεθεί και να αποτρέψει την περαιτέρω περιστολή δικαιωμάτων και ελευθεριών, την λαίλαπα που έρχεται, την καταστολή (κρατική και παρακρατική) που την συνοδεύει. Υπάρχει ακόμη χρόνος. Υπάρχει ακόμη χρόνος να προσπαθήσουμε ν’ αποτρέψουμε τις μέρες που έρχονται . Μέρες σκοτεινές που μυρίζουν θειάφι…

Πηγή: http://www.inprecor.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου