Για μια προεικονιστική realpolitik
Μια συζήτηση του Πολύκαρπου
Γεωργιάδη με τον Ορέστη Βαρκαρόλη, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του
τελευταίου: Δημιουργικές αντιστάσεις και αντεξουσία
Π.Γ.: Ο όρος
Αλληλέγγυα Οικονομία ακούγεται ως σχήμα οξύμωρο και ξενίζει πολλούς από εμάς.
Μπορούν οι δομές της αλληλέγγυας οικονομίας να αποτελέσουν το πρόπλασμα για μια
αταξική κοινωνία ή μήπως είναι νομοτελειακά καταδικασμένες να αφομοιωθούν και
να απολέσουν τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά τους, μέσα στον ωκεανό της
καπιταλιστικής οικονομίας, της λογικής του κέρδους, του ελεύθερου ανταγωνισμού
και του (αντι)κοινωνικού δαρβινισμού;
Ο.Β.:
Πράγματι, το πεδίο της οικονομίας φάνταζε και ακόμα φαντάζει για τους
περισσότερους που συμμετέχουν στο κίνημα ως αποκλειστική περιοχή του εχθρού.
Ένα πεδίο στο οποίο όχι μόνο δεν είναι ωφέλιμο να παρέμβουμε (για την αναίρεσή
του), αλλά το οποίο πρέπει να ξεπεράσουμε ή να υπερβούμε με βάση, μια μάλλον
εξτρεμιστική παρά ριζοσπαστική, κριτική του υπάρχοντος που στην προέκτασή της
φτάνει να (ανα)ζητά αφελώς ακόμα και την κατάργηση της κοινωνίας.
Λες και το
ξεπέρασμα της εμπορευματικής μορφής της πατάτας προϋποθέτει την κατάργηση της
πατάτας[1] και η κατάργηση της μισθωτής εργασίας την κατάργηση της εργασίας
γενικά[2]!
Για πολύ καιρό κρατήσαμε τα
μάτια μας κλειστά μπροστά στις ποικιλόμορφες μη-καπιταλιστικές οικονομικές
πραγματικότητες που λειτουργούν εντός του καπιταλισμού και το κάναμε σε τέτοιο
βαθμό που ο προταγματικός λόγος μας έμενε σε μια γενικόλογη αοριστολογία. Η
αιτία; Είτε γιατί εγκλωβιστήκαμε σε ένα βολονταριστικό άλμα στην απόπειρα για
συνολικοποίηση της πρακτικής κριτικής μας, είτε γιατί παγιδευτήκαμε σε μια
παγιωμένη/δογματική θέαση της ουτοπίας, που αντί να εμψυχώνει μια δραστηριότητα
και να την καθοδηγεί με βάση μια ριζοσπαστική κριτική του παρόντος, μας
ακρωτηρίαζε την εκτίμηση απέναντι σε κάθε δράση που δεν μπορούσε να ταυτιστεί
με το δέον της.
Ο όρος αλληλέγγυα οικονομία
χρησιμοποιήθηκε για να καταδείξει ότι μπορούμε να αναπτύξουμε στο σήμερα
«οικονομικά» εγχειρήματα, ανταγωνιστικά στον καπιταλισμό και την αυτονόμηση της
οικονομικής ζωής, με ορίζοντα τις αυτόνομες μετακαπιταλιστικές κοινότητες «όπου
η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο
του ανθρώπινου βίου, και όχι ύστατος σκοπός»[3]. Επίσης, η διαδικασία του
πειραματισμού σε μια προεικονιστική realpolitik μας επιτρέπει να αναπτύξουμε με
μεγαλύτερη σαφήνεια το περίγραμμα των θεσμών και της λειτουργίας τους στο
πλαίσιο μιας ελευθεριακής κοινωνίας και άρα να διαμορφώσουμε τους όρους για το
πέρασμα από την μαχητική αντιπολίτευση στην αμφισβήτηση της ηγεμονίας του κυρίαρχου
υποδείγματος.
Ωστόσο, τα εγχειρήματα
αλληλέγγυας οικονομίας που επιδιώκουν να πειραματιστούν στη δημιουργία θεσμών
μιας πιο επιθυμητής κοινωνίας, το κάνουν μέσα στο κέλυφος της παλιάς και ως εκ
τούτου δεν πρόκειται για ειδυλλιακές παραστάσεις της «άλλης» κοινωνίας, αλλά
για παραδείγματα αγώνα που θέλουν να συμβάλλουν στην επίτευξή της. Τα όρια και
οι αντιφάσεις που συναντούν προϋποθέτουν ριζικές αλλαγές ταυτόχρονα στην
πολιτική και στην οικονομική οργάνωση της κοινωνίας. Εγχειρήματα τα οποία οφείλουμε
να τα βλέπουμε ως ανοιχτά στοιχήματα –που έχουν αξία από μόνα τους– σε αγώνες
που η τελική τους (κοινωνική) κρίση θα γίνει στο μέλλον. Εάν δηλαδή αποτέλεσαν
τις πρώτες σταγόνες μιας ελευθεριακής καταιγίδας ή απλές σταγόνες στον ωκεανό
της καπιταλιστικής οικονομίας.
Σε κάθε περίπτωση, ο
κίνδυνος της απονοηματοδότησης των εγχειρημάτων αλληλέγγυας οικονομίας από το
«σύστημα», ειδικά στην παρούσα συγκυρία, δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Και
σίγουρα όχι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο η πολιτική συμμετοχή κάποιου στο κίνημα
να αποτελεί μέρος μιας lifestyle-υποκουλτούρας. Πιο σημαντικός είναι ο κίνδυνος
να βρουν τα όρια τους εξαιτίας λαθών/παραλείψεων/αστοχιών των ίδιων των
συμμετεχόντων σε αυτά[4] ή να καταδικαστούν –από την κοινωνική αδράνεια– στο να
αποτελέσουν «εξωτικές» εξαιρέσεις παρά να κατασταλούν από τον εχθρό.
Η λογική των
δημιουργικών αντιστάσεων είναι να λειτουργήσουν ως ορμητήρια απελευθέρωσης και
όχι ως νησίδες ελευθερίας. Ωστόσο υπάρχει και η ετερογονία σκοπών, η απόσταση
ανάμεσα στη θέληση και στο αποτέλεσμα των πράξεών μας. Με τα λόγια του Σαίξπηρ:
«η βούληση είναι άπειρη, η εκτέλεσή της όμως υπακούει σε όρια. Η επιθυμία είναι
απεριόριστη, η πραγμάτωσή της όμως υπόκειται σε περιορισμούς». Πώς μπορούν οι
θεσμοί Αντεξουσίας να αποφύγουν τις σειρήνες του βολέματος σε μια αυτοαναφορική
λογική νησίδας ελευθερίας; Έχουν αναπτυχθεί οι δικλίδες ασφαλείας ώστε να
αποφευχθεί στην πράξη η ενσωμάτωση της Δημιουργικής Αντίστασης στις υπάρχουσες
κοινωνικές σχέσεις;
Με τον όρο Δημιουργικές
Αντιστάσεις δεν αναφερόμαστε γενικώς και αορίστως σε ευφάνταστους τρόπους
διαμαρτυρίας ή αποκλειστικά σε εγχειρήματα αλληλέγγυας οικονομίας. Αναφερόμαστε
συγκεκριμένα σε έναν ιδιαίτερο τύπο κοινωνικοπολιτικής δράσης που από τη μία
ενδιαφέρεται για μιαν ορθή κατανόηση της δομής του υπό εξέταση
ζητήματος/προβλήματος και της τρέχουσας συγκυρίας και από την άλλη δημιουργεί
περισσότερες ευκαιρίες για τους ανθρώπους ώστε να επιλέξουν μια πιο αυτόνομη
ζωή. Είναι τα ενδιάμεσα όχι-αιτήματα/προγράμματα, αλλά έμπρακτα παραδείγματα
που προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα του καθημερινού αγώνα με τον ελευθεριακό
σοσιαλισμό σύμφωνα με το μότο: «Χτίζοντας, θα γκρεμίσουμε».
Δημιουργική αντίσταση μπορεί
να είναι τόσο μια κολεκτίβα εργασίας όσο και ένα σωματείο βάσης, αλλά κανείς
και τίποτα δεν μπορεί να εγγυηθεί την απρόσκοπτη εποικοδομητική-κινηματικά
λειτουργία τους. Εναπόκειται κάθε φορά στα μέλη τους και τον κοινωνικό περίγυρό
τους το πόσο ψηλά θα σηκώσουν τον πήχη και θα ξεφύγουν από παράγοντες που
μπορούν να περιορίσουν τη μετασχηματιστική δυναμική των εγχειρημάτων, όπως
αυτοαναφορικότητα, αριστερισμός, ακτιβισμός, αναχωρητισμός, μαξιμαλισμός,
ελιτισμός, μικροαστισμός, εθνικισμός, εργατισμός, δημοκρατισμός, συντεχνιασμός,
αποσπασματικότητα, σεχταρισμός και πάει λέγοντας.
Αν η μετασχηματιστική
δυναμική χαθεί, τότε πολύ απλά δε μιλάμε για δημιουργική αντίσταση. Υπάρχουν,
ωστόσο, μια σειρά από χαρακτηριστικά που μπορούν να λειτουργήσουν ως ανιχνευτές
γόνιμης λειτουργίας, όπως: συνάφεια μέσων-σκοπών, ασυμμετρία στην αντιπαράθεση
με την καθεστηκυία τάξη, συνεχής επαγρύπνηση, κριτικός αναστοχασμός, προσοχή
στις λεπτομέρειες, συνεύρεση και συμπόρευση με αντίστοιχα εγχειρήματα στην
προσπάθεια για την αλλαγή παραδείγματος.
Τέλος, δε θα πρέπει να
πέφτουμε σε μια μηχανιστική-ντετερμινιστική παγίδα αέναης επανάληψης της
ιστορίας του στυλ «Απέτυχε κάτι μια φορά; Θα αποτυγχάνει πάντα» και να μη
ξεχνάμε ότι και μέσα από τις αποτυχίες των ποικίλων εγχειρημάτων των
αγωνιζομένων ανθρώπων μπορούμε να αντλήσουμε ένα σωρό χρήσιμα
συμπεράσματα-στοιχεία για τις επόμενες μας απόπειρες.
Τα τελευταία
χρόνια υπάρχει ένα αυξημένο ενδιαφέρον για το πρόταγμα της Άμεσης Δημοκρατίας.
Αρκετές φορές ο εξουσιαστικός «κομμουνισμός» (που επιμένει να προσκυνά το
φάντασμα του συγκεντρωτισμού και του κεντρικού σχεδιασμού) απαξιώνει το
αμεσοδημοκρατικό πρόταγμα. Κομμάτια, όμως, της συστημικής Αριστεράς, μέχρι και
εθνικιστές ακόμα, επικαλούνται με οπορτουνιστικό τρόπο την Άμεση Δημοκρατία.
Πώς μπορούμε να εντάξουμε την Άμεση Δημοκρατία στο ελευθεριακό πρόταγμα; Εν
τέλει, έχει νόημα η ύπαρξη ενός αμεσοδημοκρατικού πολιτικού εποικοδομήματος
εντός μιας εκμεταλλευτικής/ταξικής κοινωνίας (όπως π.χ. στην αρχαία Αθήνα);
Το πρόσφατο ενδιαφέρον για
την Άμεση Δημοκρατία θα μπορούσαμε να πούμε ότι προέκυψε κυρίως ως μερική
κριτική του αυταρχισμού (του κράτους) ή της πάσης φύσεως γραφειοκρατίας
(συνδικάτα, κόμματα) που λειτουργεί αποκομμένη από τη βάση και λιγότερο ως
ζήτημα αντεξουσίας[5]. Υπό μια τέτοια-μερική οπτική γωνία μη-αντιπροσώπευσης,
μπορεί να γίνει κατανοητή και η επίκλησή του από πλευράς αριστεράς για μια
κυβέρνηση που ακούει το λαό ή από φασιστικές οργανώσεις που θέλουν να φύγουν οι
αλήτες, προδότες, πολιτικοί.
Αν όμως δεν επιθυμούμε να
αρκεστούμε σε μια δημοκρατία του κεφαλαίου (που ορθά απαξιώνεται από την
κλασσική αριστερά), αλλά προσεγγίζουμε την άμεση δημοκρατία υπό μια ελευθεριακή
σκοπιά (δηλαδή μιας σκοπιά που στρέφεται ενάντια τόσο στην κυριαρχία όσο και
στην εκμετάλλευση), τότε πρέπει να κάνουμε σαφές ότι μιλάμε για οριζοντιότητα.
Οριζοντιότητα τόσο σε πολιτικό (ποιος/πώς αποφασίζει) όσο και
λειτουργικό-οικονομικό επίπεδο.
Η άμεση δημοκρατία τότε, ως
διακριτή μορφή δημοκρατίας, δεν μπορεί να σταθεί χωρίς αλλαγές στην οικονομική
λειτουργία της κοινωνίας, δηλαδή χωρίς να συνοδεύεται από την κοινοκτημοσύνη
των μέσων παραγωγής και την γενικευμένη αυτοδιαχείριση. Δεν περιλαμβάνει απλά
και την οικονομική δημοκρατία, αλλά την προϋποθέτει. Δεν πρέπει να επεκταθεί ο
δημοκρατικός πολιτικός έλεγχος στην οικονομία, αλλά η δημοκρατία να είναι
αδιαχώριστα οικονομική και πολιτική. Δεν πρόκειται για μια στενά πολιτειακή
δομή που μένει να εγκαθιδρυθεί, αλλά μια στάση απέναντι στα κοινά και την
κοινότητα την οποία μπορούμε να την υιοθετούμε και αξίζει να την προωθούμε στο
εδώ και τώρα.
Συνήθως ο
κομμουνισμός ταυτίζεται με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής της υλικής
ζωής. Αρκεί όμως αυτό; Για παράδειγμα, η άμεση δημοκρατία μπορεί να θεωρηθεί ως
κομμουνισμός στην πηγή λήψης αποφάσεων. Η εξουσία διαλύεται μέσω της εξισωτικής
διάχυσής της. Η εξουσία που ανήκει σε όλους, δεν ανήκει σε κανέναν.
Αντιστρέφοντας το προηγούμενο ερώτημα: έχει νόημα η ύπαρξη μια κομμουνιστικής
παραγωγικής βάσης χωρίς την ύπαρξη ενός αμεσοδημοκρατικού πολιτικού
εποικοδομήματος;
Αν η δημοκρατία με τάξεις
είναι μια σοσιαλιστική φάρσα, έτσι και ο κομμουνισμός χωρίς πολιτική οργάνωση
είναι μια φαντασιοπληξία. Με το επίθετο κομμουνιστική δεν περιγράφουμε μια
κοινωνία όπου επικρατεί απόλυτη κοινωνική γαλήνη και τα πάντα γίνονται
αυθορμήτως αρμονικά, αλλά μιλάμε για μια οργανωμένη κοινωνία με συντεταγμένους
τρόπους λειτουργίας που επιδιώκει να καταπολεμά την κυριαρχία σε όλες τις τις
εκφάνσεις μέσα από την καλλιέργεια εκείνων των συνθηκών-προϋποθέσεων-θεσμών που
υποβοηθούν την ελευθεριακή της λειτουργία. Ή με άλλα λόγια, «η ελευθερία δεν
μπορεί να θεωρηθεί σαν μια απλή απουσία της εξουσίας, αλλά ως μια συγκεκριμένη
οργάνωση των σχέσεων εξουσίας, ώστε να επιτευχθούν συγκεκριμένοι σκοποί»[6].
Αναφερόμαστε συνεπώς σε ένα πολύπλοκο έργο με μεγάλη διάρκεια όπου η κοινωνικοποίηση
των μέσων παραγωγής και η εξισωτική οργάνωση δεν αποτελούν παρά μόνο βασικές
του πράξεις.
Η λεγόμενη
στρατηγική της Εξόδου συνήθως αντιμετωπίζει τον κρατικό μηχανισμό ως ένα απλό
εμπόδιο που αρκεί να το ξεπεράσουμε μέσα από τη δημιουργία αντιθεσμών για να το
καταστήσουμε άχρηστο (λογική που παραδόξως ομοιάζει με τον στιρνερισμό!). Για
παράδειγμα, ο Τζέιμς Χέροντ υποστηρίζει πως ο καπιταλισμός μπορεί να
καταστραφεί χωρίς μια πολεμική κίνηση, αλλά με το «ξεγύμνωμά του»: «οι
καπιταλιστικές δομές […] δεν κατακτώνται· απορρίπτονται». Η λογική αυτή τείνει
να αγνοεί την αφομοιωτική ή κατασταλτική δυναμική που αναπτύσσει το κεφάλαιο
και το κράτος του. Εν τέλει, μπορεί να κατακτηθεί ο στόχος της αταξικής
κοινωνίας δίχως να καταφύγουν οι καταπιεσμένοι στην υλική βία; Μπορεί να
αναπτυχθεί μια θεωρία και πρακτική της δημιουργικής αντίστασης, δίχως μια
αντίστοιχη ανάπτυξη μιας θεωρίας και πρακτικής της επαναστατικής βίας;
Η στρατηγική της εξόδου, της
απεμπλοκής από τις σχέσεις κυριαρχίας, βασίζεται στην αναγνώριση ότι όσο
ολοκληρωτικό και αν είναι ένα σύστημα ποτέ δεν μπορεί να πετύχει τη φιλοδοξία
του –πάντα θα υπάρχουν τρύπες, περιθώρια και ρωγμές ελευθερίας πλάι στην
(αναγκαστική ως ένα βαθμό) αναπαραγωγή της καταπίεσης και την εθελοδουλία.
Χωρίς να πέφτει στην παγίδα
του στημένου κάδρου της υιοθέτησης ή μη της χρήσης βίας[7], δεν υιοθετεί την
απλοϊκή άποψη ότι η κοινωνία είναι εκ φύσεως καλή, αλλά τη διαφθείρει το κράτος
και το κεφάλαιο που εφόσον εκδιωχθούν δια της βίας/επανάστασης ο κόσμος θα αυτορρυθμιστεί
με γαλήνη, αρμονία και προδέρμ. Δεν ταυτίζει δηλαδή την επανάσταση με την έφοδο
στα χειμερινά ανάκτορα ή μια σειρά μαχών που η νικηφόρα διεξαγωγή τους αρκεί
για να εξοβελιστεί οριστικά στο παρελθόν η καταπίεση. Η επανάσταση δεν είναι
απλώς/απλός πόλεμος και στον κοινωνικό πόλεμο δεν είναι μόνο τα όπλα που
μετράνε. Πρώτα θα πρέπει να καλλιεργηθεί η ταξική συνείδηση, οι μεγάλες «μάζες»
να θέλουν μια άλλη κοινωνία και να βλέπουν συγκεκριμένα πράγματα (καταπίεση,
εκμετάλλευση, ιδιώτευση) σαν εμπόδια στο να το επιτύχουν. Πρέπει να ξεκινήσουμε
πρώτα από τους ανθρώπους σε πρώτο πρόσωπο, τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τις
αφηγήσεις τους.
Δεδομένης λοιπόν της
παρούσας πολιτικής ηγεμονίας του εχθρού στις μάζες και της υπεροπλίας του στο
στρατιωτικό σκέλος, πρέπει να βρούμε τον τρόπο με τον οποίο θα του επιτεθούμε
χωρίς να πέσουν πολλές «πιστολιές»[8]. Πρέπει να επιλέξουμε εκείνα τα πεδία
αντιπαράθεσης και εκείνα τα σημεία όπου θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε
πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου. Και αυτά μπορούν να αναζητηθούν κυρίως στη
μεγάλη μας δυνητικά δύναμη να μπορούμε χωρίς το κεφάλαιο, ενώ αυτό δεν μπορεί
χωρίς εμάς. Μια τέτοια αναζήτηση, σε καμία περίπτωση δε συνιστά αγνόηση της
δύναμης του κυρίαρχου λόγω κοντοφθαλμίας, αλλά τακτική μανούβρα που προκύπτει
από την αξιολόγηση των δύο στρατοπέδων και του ευρύτερου περιβάλλοντος.
Μέσω μιας τέτοιας ανάγνωσης
για το (δυσχερές) περιβάλλον/συσχετισμό πρέπει να κατανοηθεί η μετατόπιση του
πρωταρχικού ενδιαφέροντος από το μάκρο-επίπεδο της Κατάληψης της (Αντι)εξουσίας[9]
(το σημαιάκι στο οχυρό του εχθρού) στο έδαφος των εμπειριών της καθημερινής
ζωής· τη «μάχη» για το κέρδισμα της καρδιάς και του νου όσων περισσότερων
συνειδητών συμπορευτών, την κατάκτηση της ικανότητας να ζούμε χωρίς να
δουλεύουμε με όρους μισθωτής εργασίας ή αγοράζοντας προϊόντα που παρήχθησαν με
αυτόν τον τρόπο μέσω της συνεργατικής παραγωγής αγαθών. Ωστόσο, με βάση τη ρητή
στόχευση σχετικά με το ξεπέρασμα του καπιταλισμού και του κράτους του, η
αναγκαιότητα κατάληψης των μέσων παραγωγής και η υπεράσπιση των
«απελευθερωμένων χώρων» δεν μπορεί παρά να παραμένει μια βασική παράμετρος που
υπερβαίνει τις παρούσες δυνατότητές του μη-βίαιου, σημειωτικού (ανταρτο)πόλεμου
θέσεων[10] και των απέλπιδων τεροριστικών επιθέσεων. Αν επομένως αποπειραθούμε
να μιλήσουμε για επαναστατική βία –και όχι ένα θεαματικό υποκατάστατό της–
σίγουρα μιλάμε για ενεργή εμπλοκή εκατομμυρίων ανθρώπων στη δράση και την
υποστήριξή της. Μιλάμε για μια βία αναρχικής ηθικής α λα Μαλατέστα[11], που ναι
μεν εμπεριέχει μια μηδενιστική λύσσα, λειτουργεί όμως εργαλειακά και όχι
αυτάρεσκα κατόπιν εύστοχης εκτίμησης της στιγμής α λα Λένιν με μια Τροτσκιστική
στρατιωτική μακρο-οπτική[12] με εσωτερικές όμως διαδικασίες τύπου Ταξιαρχίας
Ντουρρούτι που οι φορείς της, α λα Ζαπατίστας[13], δεν έχουν λόγο να
παρεμβαίνουν ως τέτοιοι στις αυτόνομες πολιτικές δομές των κοινοτήτων αγώνα.
Ποια είναι η
διαλεκτική σχέση που θα μπορούσαν να έχουν οι προεικονιστικές αντιδομές με την
αντιβία που ήδη εκφράζεται από τους καταπιεσμένους, με την εντυπωσιακή πύκνωση
τα τελευταία χρόνια των αστεακών ή εργατικών ταραχών, των λαϊκών εξεγέρσεων
(βλέπε τους τελευταίους μήνες, Τουρκία, Αίγυπτο, Νότια Αφρική, Βραζιλία, Χιλή,
Ουκρανία, Σουηδία);
Η σχεδόν αντιπολιτική κραυγή
που εκφράζεται μέσω των ταραχών των τελευταίων ετών χαρακτηρίζεται από μια
(παραλυτική) έλλειψη σε σχέση με το τι θα όφειλε να αντικαταστήσει το σημερινό
status quo. Κάτι που αναπόφευκτα οδηγεί σε δεύτερο χρόνο στην
προληπτική-κομφορμιστική καταστολή της αντίστασης και στο γρήγορο ξεθώριασμα
της εκ-στατικής εξεγερσιακής εμπειρίας που δεν αφήνει απτά σημάδια βελτίωσης
στην καθημερινότητα των ανθρώπων.
Επομένως, προπαρασκευαστικός
ρόλος των δημιουργικών αντιστάσεων (όπως και όλων των πολιτικών συλλογικοτήτων)
είναι με «δουλειά μυρμηγκιού» να σπάσουν τα τούβλα της πολιτικής
σύγχυσης-απογοήτευσης και της απουσίας αντιπροτάσεων γονιμοποιώντας το άγονο
περιβάλλον με την προσδοκία της μετάβασης. Μέσω της προωθημένης ανίχνευσης του
κόσμου που δεν είναι ακόμη εδώ, να υποβοηθήσουν να αναπτυχθεί κοινωνικά εκείνη
η νοοτροπία αγώνα της οποίας οι πιο προωθημένες ενέργειες δεν θα είναι (απλά)
οι πυρπολήσεις τραπεζών, αλλά οι καταλήψεις των μέσων παραγωγής και η
δημιουργία εργατικών συμβουλίων. Η ουσιαστική και στο έπακρο πραγμάτωση εκείνων
των χαρακτηριστικών που συναντάμε στις σημερινές δημιουργικές αντιστάσεις μόνο
σε εμβρυακή μορφή.
Σε λίγους μήνες
συμπληρώνονται 20 χρόνια από την εξέγερση των Ζαπατίστας. Διατηρεί η
ζαπατιστική εξέγερση την επικαιρότητά της και ποιο είναι το σημερινό της νόημα
για εμάς στον δυτικό κόσμο;
20 χρόνια μετά την εξέγερση
στο νοτιοανατολικό Μεξικό, οι εξεγερμένες ιθαγενικές κοινότητες των ζαπατίστας
έχουν δημιουργήσει έναν χώρο, μια κοινωνία όπου η άμεση δημοκρατία είναι μια
πραγματικότητα που παλεύεται και κατακτιέται καθημερινά από χιλιάδες ανθρώπους
που χτίζουν την αυτονομία τους απέναντι σε μια εξουσία από την οποία δεν
διεκδικούν και δεν δέχονται τίποτα και την οποία δεν αναγνωρίζουν.
«Κανένα μοντέλο δεν
προσφέρουμε» λένε οι ζαπατίστας. «Καθένας πρέπει να επινοήσει το δικό του
μοντέλο στον τόπο του, στη γειτονιά του, στην πόλη του, στη χώρα του. Και αυτό
θα είναι η καλύτερη αλληλεγγύη για μας». Πράγματι, κανένα μοντέλο δεν
μεταφέρεται. Όμως η εμπειρία όσων αντιστέκονται συλλογικά, όπως οι ζαπατίστας,
είναι γνώση και εμπειρία για όλους μας. Μπορούμε να μαθαίνουμε. Και το πρώτο
που έχουμε να μάθουμε είναι ότι «μπορεί να γίνει και αλλιώς».
Ας δούμε, λοιπόν, ορισμένα
–χρήσιμα για εμάς– χαρακτηριστικά ενός μεγάλου εγχειρήματος/πειράματος. Ενός
αγώνα που:
χαρακτηρίζεται από την
σύμπνοια σκοπού και μέσων
αναδεικνύει τη δυνατότητα
της αυτοδιακυβέρνησης και μάλιστα κάτω από δυσμενής συνθήκες και συνεχείς
πιέσεις,
επιμένει να επινοεί από τα
κάτω τους κατάλληλους θεσμούς και πρακτικές με έμφαση στην υλικότητα, στην
αλλαγή της καθημερινότητας σε όλες της τις εκφάνσεις (διατροφή, υγεία,
εκπαίδευση, διακυβέρνηση κ.λπ,) αντί να μένει σε διακηρύξεις καλών προθέσεων,
τονίζει τη σημασία της
στράτευσης και της οργάνωσης απαλλαγμένης όμως από τη φοβία για τα λάθη ή την
αναποτελεσματικότητα, προκειμένου να επιδιωχθεί η μαθητεία όσο το δυνατόν
περισσότερων μελών της κοινωνίας στη διαχείριση των συλλογικών υποθέσεων,
προνοεί για τη δημιουργία
κατάλληλων δομών/μηχανισμών που να μην επιτρέπουν την καταστροφική δημιουργία
χάσματος μεταξύ βάσης και ηγεσίας,
ανανεώνει τις διαδικασίες
και τις στρατηγικές του με βάση τα μαθήματα του αγώνα,
αντιλαμβάνεται τον εαυτό του
ως μέρος ενός ευρύτερου αγώνα που εξελίσσεται σε ολόκληρη την υφήλιο.
Αναρχία,
Κομμουνισμός, Άμεση Δημοκρατία, Ριζοσπαστική Οικολογία, Ατομικισμός (με την
έννοια της πλέριας ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας και όχι με την
τρέχουσα έννοια του φιλοτομαρισμού). Οι λέξεις πολλές φορές έχουν χρησιμοποιηθεί
με ένα διαζευκτικό ήτα να τις χωρίζει. Μήπως, όμως, ταιριάζει περισσότερο το
συμπλεκτικό και; Μήπως είναι διαφορετικές λέξεις για να περιγράψουν το ίδιο
πρόταγμα; Μήπως είναι έννοιες αλληλοσυμπληρούμενες και όχι αλληλοαποκλειόμενες;
Το σύγχρονο επαναστατικό
κίνημα έχει μια πολύ μεγάλη δεξαμενή ιδεών, βιωμάτων από όπου μπορούμε να
αντλήσουμε χρήσιμα συμπεράσματα και εργαλεία για τους σημερινούς αγώνες. Χωρίς
να έχει νόημα να συνενώσουμε αναδρομικά τις διαφορετικές παραδόσεις που έχουν πολλές
φορές αναμετρηθεί μεταξύ τους, υπάρχουν σαφώς μεγάλα περιθώρια, ύστερα από την
μελέτη τους εντός του ιστορικού τους πλαισίου και την κριτική κατανόησή τους,
για μια πιο γόνιμη σύνθεσή των αλληλοσυμπληρούμενων πτυχών τους. Καθώς
βαδίζουμε στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, με τον όρο αναρχία δεν
αναφερόμαστε αορίστως σε μια απουσία αρχής, αλλά σε έναν αγώνα των από τα κάτω
με στόχο ένα αμεσοδημοκρατικό πολίτευμα που όχι μόνο προνοεί στο μέτρο του
εφικτού ώστε να μην καταπιέζονται τα άτομα, αλλά αποπειράται να καλλιεργήσει
τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την πληρέστερη έκφραση της ατομικότητάς τους
και προϋποθέτει την επαναξιολόγηση των αναγκών μας ώστε η –κατά βάση–
κομμουνιστική οργάνωση της παραγωγής και της κατανάλωσης να λαμβάνει χώρα σε
αρμονία με το φυσικό περιβάλλον.
----------------
[1] Δες το Μια κριτική της Κομμουνιστικοποίησης.
[2] Δες το Η κριτική του Μαρξ στα σοσιαλιστικά σχήματα εργασιακού χρήματος και ο μύθος του προυντονικού χαρακτήρα του συμβουλιακού κομμουνισμού και το Ανάμεσα στον ελευθεριακό σοσιαλισμό και τον μυθικό κομμουνισμό.
[3] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας.
[4] Δες το Οι σπόροι φύτρωσαν. Κατάθεση εμπειρίας από συμμετοχή σε εγχείρημα αλληλέγγυας οικονομίας.
[5] Η από-τη-βάση-οικειοθελώς-οργανωμένη-θετικά μη αυταρχική και μη καταπιεστική διαχείριση της οικονομίας και της εξουσίας.
[6] Anarchafairy, 2008, Μετα-δομισμός, και η Αναγέννηση ενός Αναρχικού Υποστρώματος.
[7] Η μη βία είναι ένα
βασικό ιδεολογικό όπλο μιας πολύ βίαιας κυριαρχίας που το χρησιμοποιεί
προκειμένου να μας παθητικοποιήσει. Χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ κηρύττοντας τη μη βία.
Είναι ένα αποτελεσματικό όπλο επειδή όλοι θέλουμε (αλλά δεν μας αφήνουν) να
ζούμε σε έναν κόσμο ειρηνικό χωρίς βία [...] Είμαστε μπλεγμένοι στον κοινωνικό
πόλεμο και αυτή η κατάσταση θέτει όρια στο τι μπορούμε να κάνουμε/πετύχουμε. Η
ειρήνη μπορεί να επιτευχθεί μόνο μετά την καταστροφή του καπιταλισμού [...] Δε
θα καταφέρουμε ποτέ να οικοδομήσουμε μια ζωή με ελευθερία χωρίς να
αντιμετωπίσουμε τους κυρίαρχους. James Herod, Getting Free. Creating an Association of
Democratic Autonomous Neighborhoods, 2007.
[8] Στο σημείο αυτό χρήσιμο
είναι να παραδειγματιστούμε από τη σαρωτική “μη-βίαιη” αντεπίθεση του κεφαλαίου
(στην απόπειρα απάντησης του εργατικού κινήματος με την μονοπώληση της
εργατικής δύναμης στην μονοπώληση των μέσων παραγωγής από το κεφάλαιο) με το
σπάσιμο της παραγωγής σε κομμάτια, τη μεταφορά εργοστασίων και κεφαλαίου σε
χώρες και περιοχές με ευνοϊκές συνθήκες για το κεφάλαιο κ.ό.κ.
[9] Με τον νεολογισμό αυτό
αναφερόμαστε τόσο στην αντίληψη που θέλει το εργατικό κράτος να αποτελεί
προνομιακό τόπο για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας όσο και στη σύλληψη της
επανάστασης ως κοινωνικού μετασχηματισμού που θα πραγματοποιηθεί με την
καταστροφή του κέντρου εξουσίας που εδράζεται στο κράτος και την απελευθέρωση
των αυτόνομων τάσεων των ανθρώπων.
[10] Για μια εισαγωγή στον πόλεμο θέσεων του Γκράμσι, δες το Ισχύς και εξουσία. Επανεπινοώντας την επανάσταση.
[11] «Αναρχία σημαίνει μη βία, μη κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο, μη επιβολή βιαίως της βούλησης ενός η περισσοτέρων στους υπόλοιπους. Είναι μέσο της εναρμόνισης των συμφερόντων, μέσω της εθελουσίας συνεργασίας, της αγάπης, του σεβασμού, της αμοιβαίας ανοχής, είναι μόνο με την πειθώ, το παράδειγμα, τη μεταδοτικότητα και το αμοιβαίο όφελος από την επιείκεια που μπορεί και πρέπει να θριαμβεύσει η αναρχία, δηλαδή μια κοινωνία αδελφών ελευθέρως αλληλέγγυων, η οποία θα εξασφαλίζει στους πάντες την μέγιστη ελευθερία, τη μέγιστη ανάπτυξη, τη μέγιστη δυνατή ευημερία. {…} Για να ζήσουν δύο εν ειρήνει, πρέπει να το θέλουν αμφότεροι· αν ένας από τους δύο είναι ισχυρογνώμων και θέλει με τη βία να επιβάλλει στον άλλο να δουλεύει για λογαριασμό του και να τον υπηρετεί, αυτός ο άλλος, αν θέλει να διατηρήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του και να μην περιπέσει στην πλέον ταπεινή δουλεία, παρόλη την αγάπη του για την ειρήνη και ομόνοια, είναι υποχρεωμένος να αντισταθεί στη δύναμη με όλα τα πρόσφορα μέσα» Ερρίκο Μαλατέστα, Αναρχία και βία, Pensiero e Volonta, 1924.
[12] Guerrilla-ism and the Regular Army.
[13] Συμβούλια Καλής Διακυβέρνησης: η εδραίωση της αυτονομίας.
Πηγή: Το παγκάκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου