του Σπύρου Ραυτόπουλου*
Η χώρα δε χρειάζεται συνταγματικές αλλαγές που να φωτίζουν το φαεινό και να επανιδρύουν το υπαρκτό. Χρειάζεται θεσμούς που να κάνουν πράξη τη λαϊκή κυριαρχία, αφού πρώτα θα την έχουν ορίσει επαρκώς. Και τέτοιοι θεσμοί είναι εκείνοι που ορίζουν ότι ο λόγος της κοινωνίας δεν είναι περιττός εξωθεσμικός ή απλώς γνωμοδοτικός αλλά απολύτως δεσμευτικός επί του πολιτικώς πρακτέου.
Η αποτελεσματικότητα των πολιτικών μεταρρυθμίσεων, ιδίως των θεσμικών δεν εξαρτάται πάντα από την ποιότητα των κινήτρων. Το ότι ο δρόμος για την κόλαση είναι σπαρμένος με αγαθές προθέσεις, ασφαλώς ισχύει και εδώ. Στην πολιτική μάλιστα υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι δρόμοι με επικίνδυνα μεγάλη κατωφέρεια. Αυτό σημαίνει ότι οι αναποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις, και ειδικότερα οι θεσμικές, ακόμα κι αν έχουν αγαθά κίνητρα μπορεί να έχουν αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Μπορεί δηλαδή, να συντελέσουν στο καμουφλάζ του ολιγαρχικού αυταρχισμού και εν τέλει στον περαιτέρω θεσμικό αφοπλισμό της κοινωνίας.
Σε αναλύσεις της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, άξιες προσοχής και μελέτης, έχει επανειλημμένως προβεί ο τέως πρύτανης του Παντείου Παν/μίου Γιώργος Κοντογιώργης, μέσα από μια σειρά βιβλίων, άρθρων, ομιλιών, τηλεοπτικών και διαδικτυακών παρεμβάσεων κ.λπ. Ιδίως η αντιμετώπιση από μέρους του των ζητημάτων της δημοκρατίας, της περιθωριοποίησης της κοινωνίας, της κομματοκρατίας και κομματαρχίας, της ιδιοκτησίας του συστήματος, της εργασίας και της ελευθερίας είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Ωστόσο, θα έλεγε κανείς ότι κάποιες προτάσεις του αποκλίνουν σημαντικά από τη βασική πολιτική του στόχευση. Κι όταν η απόκλιση είναι μεγάλη, η επίκληση του ρεαλισμού δεν αρκεί για να τη δικαιολογήσει.
Πώς η εξωθεσμικότητα της κοινωνικής βούλησης μπορεί να κατοχυρωθεί θεσμικά!
Διερωτώμαι π.χ. πώς έγινε και τα ενδιαφέροντα μαθήματα του Γιώργου Κοντογιώργη υπέρ της επανοικειοποίησης του πολιτικού συστήματος από μέρους της κοινωνίας των πολιτών μπορούν εσχάτως να συμπληρώνονται με προτροπές για ήπιες έως θωπευτικές συνταγματικές προσθήκες –ούτε καν για μια αισθητή αναθεώρηση- προσθήκες που δήθεν θα εξασφαλίσουν ότι η γνώμη της κοινωνίας θα λαμβάνεται υπόψη από την εξουσία. Η ιδέα του είναι παλαιότερη αλλά επανέρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή και αποσαφηνίζεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια. Επιγράφεται «υποχρεωτική έκφραση γνώμης»[i] της κοινωνίας. Το πρώτο που παρατηρεί κανείς εδώ είναι η έστω προσωρινή παραίτηση από την αξίωση αποφασιστικής κοινωνικής συμμετοχής στα πολιτικά πράγματα. Αντί της αναγνώρισης της αρμοδιότητας του δήμου για λήψη αποφάσεων, δηλαδή για τελεσίδικο καθορισμό του πολιτικού περιεχομένου, προτείνεται ως υποκατάστατο η γνωμοδότηση. Η δεύτερη παρατήρηση αφορά τον υποχρεωτικό χαρακτήρα αυτής της γνωμοδότησης. Εν προκειμένω η επίκληση της υποχρεωτικότητας επιχειρεί να προσδώσει στην έκφραση γνώμης το κύρος που της αφαιρεί η μη δεσμευτικότητα για την εξουσία. Πράγματι, για το πόσο δεσμευτική θα είναι αυτή η γνώμη για την εξουσία, απαντάει ο ίδιος: «Στον παρόντα χρόνο θα αρκούσε η υποχρεωτικότητα της γνώμης και όχι ο υποχρεωτικός της χαρακτήρας για την πολιτική εξουσία»[ii]. Προς θεού, δηλαδή, να μην ανησυχήσουμε το σύστημα! Έχουμε εδώ μιαν ατυχέστατη κατά την άποψή μου ιδέα, διατυπωμένη με επίσης ατυχή τρόπο. Διότι η υποχρεωτικότητα της γνώμης ποιον θα αφορά; Δεν φαντάζομαι να εννοεί ο καθηγητής ότι οφείλει να αφορά την κοινωνία! Δεν της έφταναν τα υπόλοιπα βάσανά της, αυτό δα της έλειπε της κοινωνίας, να τη σέρνουνε με το στανιό και σε δημοσκοπήσεις για το θεαθήναι! Προφανώς λοιπόν, πρέπει να αφορά την εξουσία, αλλά τότε το ερώτημα είναι εύλογο: ποιο το νόημα αυτής της λειψής υποχρεωτικότητας; Αυτό που ασφαλώς εννοεί ο Γ.Κ. είναι ότι αφορά την θέσπιση και το σεβασμό από μέρους της πολιτικής εξουσίας κάποιων επίσημων μηχανισμών γνωμοδότησης της κοινωνίας (όπως π.χ. ο «δημοσκοπικός δήμος» του), αλλά όχι και τη δέσμευση αυτής της εξουσίας από το περιεχόμενο της εκφραζόμενης γνώμης. Αλλά τότε ο σεβασμός αφορά μόνο το μηχανισμό, όχι το πολιτικό του προϊόν! Προφανής πλην μάταιη θεωρητική επιδίωξη της πρότασης αυτής είναι η με δημοσκοπικό τρόπο απονομιμοποίηση της εξουσίας όταν η τελευταία προβαίνει σε εξέταση ή λήψη οικονομικών και πολιτικών μέτρων με πιθανές δυσμενείς για το λαό επιπτώσεις, και αντίθετα η νομιμοποίησή της όταν τα μέτρα έχουν κοινωνική αποδοχή.
Το συνταγματικό μας άρα ευχολόγιο είναι κατά τον καθηγητή σκόπιμο να εμπλουτιστεί με μία ακόμα ευχή. Μάλιστα θα την ονόμαζα κατάρα, διότι έτσι η νομιμοποίηση αποσπάται οριστικά από το σαφές πεδίο της δεσμευτικής πολιτικής απόφασης του δήμου και μεταφέρεται στην ελαστική σφαίρα μιας πολιτικά άσφαιρης δημοσκόπησης. Προτείνεται με άλλα λόγια ένας θεσμός που θα έχει τον αντιφατικό αλλά και απολύτως αντιδραστικό ρόλο να ενισχύει εμμέσως την εξωθεσμικότητα της κοινωνικής βούλησης.
Η καταγραφή της κοινής γνώμης και ο ετεροκαθορισμός του εθνικού και κοινωνικού συμφέροντος
Η πρόταση είναι όχι μόνο αναποτελεσματική αλλά και σε λανθασμένη κατεύθυνση διότι υπαινίσσεται ότι το σημερινό πολιτικό πρόβλημα είναι βασικά πρόβλημα καταγραφής της κοινής γνώμης, υπαινιγμός που διαψεύδεται πανηγυρικά από την καθημερινότητα. Σήμερα π.χ. ουδείς δικαιούται να ισχυριστεί πως η κοινή περί μνημονίου και τροϊκανής διακυβέρνησης γνώμη στην Ελλάδα δεν έχει ήδη διατρανωθεί και μάλιστα με τους πιο εκκωφαντικούς και ποικίλους τρόπους. Δεν εκφράστηκε απλώς άπαξ, αλλά εκφράζεται καθημερινά από δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, σε πλατείες, δρόμους, ανοιχτές συνελεύσεις και εσχάτως -για προσχηματικούς έστω λόγους- ψελλίζεται ακόμα και από ραδιοφώνου, τηλεοράσεως και τύπου, διατυπώνεται από συνδικαλιστικούς και πολιτικούς φορείς, ακόμα και συντηρητικούς, τίθεται όχι μόνο από την εργατική τάξη αλλά και από ποικίλες οργανώσεις της «κοινωνίας πολιτών», από κομματικά ανένταχτους ή αποστάτες του κομματισμού, από μεμονωμένες προσωπικότητες, από ολόκληρους κλάδους και μερίδες. Ακόμα και η ίδια η κυβέρνηση διστάζει πλέον να αμφισβητήσει την ύπαρξη σοβαρότατης κοινωνικής αντίθεσης στις πολιτικές της επιλογές. Αυτό που ισχυρίζεται είναι ότι παρά την αντίθεση αυτή και τη γενική κατακραυγή, οφείλει να επιμείνει στις πολιτικές της επιλογές «για το καλό του τόπου», το οποίο θεωρεί ότι έχει δικαίωμα να κρίνει αυθαιρέτως, επικαλούμενη την υποτιθέμενη νομιμοποίηση που τις δίνουν οι ισχύοντες θεσμοί και τα θεσμικά κενά. Τι θα άλλαζε λοιπόν αν είχε ερωτηθεί κάποιος «δημοσκοπικός δήμος»; Εδώ, ο ίδιος ο πρωθυπουργός φέρεται να δήλωσε: «θα συνεχίσω ακόμα και μόνος μου αν χρειαστεί»! Και ουσιαστικά συνεχίζει να το επαναλαμβάνει με άλλα λόγια όπως πρόσφατα στη ΔΕΘ και να το εφαρμόζει κατ΄ ουσίαν απρόσκοπτα και απαρέγκλιτα με ψυχραιμία επαγγελματία εκτελεστή. Αν λοιπόν όλες οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, ο λαϊκός ξεσηκωμός, ακόμα και πρόσφατες δημοσκοπήσεις δεν θεωρούνται κατά το πολίτευμά μας ικανά να απονομιμοποιήσουν την όποια κυβερνητική πολιτική, αυτό θα το πετύχαινε μια νέου τύπου δημοσκόπηση μόνο και μόνο επειδή θα είχε επίσημη θεσμική σφραγίδα; Σχεδόν όλοι, ακόμα και οι αυτουργοί της σημερινής πολιτικοοικονομικής εξαθλίωσης και οι εξωθεσμικοί συνοδοιπόροι τους, γνωρίζουν πολύ καλά -και άσχετα με τις προσωπικές τους πολιτικές πεποιθήσεις και δηλώσεις- ότι πλειοψηφική νομιμοποίηση των κυβερνητικών μέτρων από μέρους της κοινωνίας δεν υπάρχει.
Αυτό που υπάρχει και αποτελεί ασπίδα προστασίας της εξουσίας είναι ένα δημοκρατικά διάτρητο σύνταγμα, ένα καταστατικό ευχολόγιο, που ενώ μιλάει περί λαϊκής κυριαρχίας δεν περιλαμβάνει ούτε ένα άρθρο που να την ορίζει επαρκώς, να την περιγράφει και να την κατοχυρώνει. Κι ασφαλώς το δημοκρατικό οπλοστάσιο του ελληνικού συντάγματος και του πολιτεύματος της χώρας ουδόλως θα ισχυροποιείτο με θεσμούς που εμμένουν στην υποκατάσταση του δεσμευτικού για την εξουσία πολιτικού περιεχομένου της κοινωνικής βούλησης από την ελεήμονα προαίρεση αυτής της εξουσίας, και από την ευσυνειδησία, τη φιλοτιμία και την κοινωνική ευαισθησία των εξουσιαστών, τις οποίες άλλωστε έχουμε ήδη διαπιστώσει!
Οι κίνδυνοι από μια συντηρητική συνταγματική αναθεώρηση
Μάλιστα το αποτέλεσμα τέτοιων συντακτικών παρεμβάσεων θα ήταν αρνητικό για τρεις λόγους: πρώτον, διότι οποιεσδήποτε ανώδυνες για το πολιτικό καθεστώς συνταγματικές αλλαγές στα πλαίσια μιας απλής αναθεώρησης θα αγόραζαν χρόνο για την ολοκλήρωση της σκόπιμης κοινωνικής και οικονομικής κατεδάφισης της χώρας (δεν είναι καθόλου άσχετο ότι οι προτάσεις για μια τέτοια αναθεώρηση όλο και πληθαίνουν)˙ δεύτερον, διότι επιχειρούν να παρουσιάσουν ως εκδημοκρατισμό, κάποιες απολύτως ανώδυνες για το κατεστημένο και αναποτελεσματικές αλλαγές, αποσκοπώντας στον κατευνασμό της λαϊκής αγανάκτησης, δημιουργώντας νέες αυταπάτες, και συμβάλλοντας στον αποπροσανατολισμό της κοινωνίας και στη γενική σύγχυση και παραπλάνηση του λαού σχετικά με την έννοια της δημοκρατίας και με ό,τι συνιστά μέτρο και τρόπο κατάκτησής της˙ τρίτον, διότι σε τελευταία ανάλυση οι θεσμοί που επιδιώκουν την συμμετοχή της κοινωνίας χωρίς να κατοχυρώνουν την επιβολή της πολιτικής της βούλησης, όντας εκ φύσεως νομιμοποιητικοί, δεν μπορεί παρά να λειτουργήσουν τελικά ως φιλοεξουσιαστικοί μηχανισμοί, μάλιστα χειρότεροι από τους υπάρχοντες!
Ας σημειώσουμε ότι στο παρόν πολίτευμα ο κατ΄ εξοχήν επίσημος νομιμοποιητικός για την εξουσία θεσμός είναι οι εκλογές. Οι εκλογές παρότι δεν παράγουν δεσμευτικό αποτέλεσμα ως προς το πολιτικό περιεχόμενο καθεαυτό (το διαπιστώνουμε με τον πιο οδυνηρό τρόπο σήμερα), τουλάχιστον παράγουν δεσμευτικό αποτέλεσμα ως προς την ανάδειξη πολιτικών εντολοδόχων, έστω κι αν αυτοί έχουν με την ανοχή του συντάγματος το αντιδημοκρατικό δικαίωμα να οικειοποιούνται και την ιδιότητα του εντολέα. Αντιθέτως, επίσημοι θεσμοί που επιδιώκουν την αύξηση της κοινωνικής συμμετοχής χωρίς να επιφέρουν καμιά υποχρεωτική πολιτική αλλαγή, αποτελούν το χειρότερο είδος νομιμοποίησης (εκείνης που εκφράζεται χωρίς κανέναν δεσμευτικό όρο) και επομένως το καλύτερο δώρο προς το πολιτικό κατεστημένο. Επισημαίνω ότι η έμμεση αυτή νομιμοποίηση προκύπτει από την ίδια την ύπαρξη του θεσμού και είναι απολύτως ανεξάρτητη από τα επιμέρους πολιτικά του παράγωγα! Ένα πολίτευμα που έχει βαπτιστεί δημοκρατικό απλώς επειδή οι πολίτες έχουν το δικαίωμα εκλογής πολιτικού προσωπικού, δεν μπορεί παρά εκ του πονηρού να θεωρηθεί από το κατεστημένο δημοκρατικότερο αν περιλαμβάνει περισσότερους θεσμούς συμμετοχικότητας, έστω κι αν οι νέοι αυτοί θεσμοί θα είναι εξ ορισμού πιο αναποτελεσματικοί από τους υπάρχοντες. Φυσική συνέπεια μιας τέτοιας μεταρρύθμισης θα είναι η αποδυνάμωση του ελέγχου επί της εξουσίας, καθώς θα ισχυροποιείται η έμμεση τυπική της νομιμοποίηση. Η χώρα δε χρειάζεται συνταγματικές αλλαγές που να φωτίζουν το φαεινό και να επανιδρύουν το υπαρκτό. Χρειάζεται θεσμούς που να κάνουν πράξη τη λαϊκή κυριαρχία, αφού πρώτα θα την έχουν ορίσει επαρκώς. Και τέτοιοι θεσμοί είναι εκείνοι που ορίζουν ότι ο λόγος της κοινωνίας δεν είναι περιττός εξωθεσμικός ή απλώς γνωμοδοτικός, αλλά απολύτως δεσμευτικός επί του πολιτικώς πρακτέου.
Πέραν των προαναφερθέντων, οι συζητήσεις περί θεσμικών αλλαγών θα ενταθούν κατά το προσεχές διάστημα, καθώς η κοινωνία αναζητά εναγωνίως αποτελεσματικές πολιτικές λύσεις στα πλαίσια ενός δημοκρατικού μετασχηματισμού, η δε εξουσία τρόπους περαιτέρω θωράκισης των κεκτημένων της. Δυστυχώς πολλές απ΄ αυτές τις συζητήσεις κυριαρχούνται και κατευθύνονται από στρατευμένους στον κομματισμό και στον υπαρκτό κοινοβουλευτισμό, που ασφαλώς ήδη αποδέχονται τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού, το οποίο στηρίζεται ακριβώς στη διασφάλιση μιας σειράς θεωρητικών υποτιθέμενων νομιμοποιήσεων, έστω κι αν αυτές είναι καταφανώς κίβδηλες. Στην πραγματικότητα το πολιτικό θεμέλιο του συστήματος είναι η ύπαρξη τέτοιων διαδικασιών και θεσμών, που μπορούν να ερμηνευτούν έστω μονομερώς από την πλευρά της εξουσίας ως νομιμοποιητικοί, ασχέτως προς τα κατά περίσταση παραγόμενα προϊόντα τους.
Όπως συμβαίνει σχεδόν κάθε φορά που πάει να ανοίξει η συζήτηση περί δημοκρατίας, έτσι και τώρα, αυτή εκτρέπεται εσπευσμένως σε συζήτηση περί νομιμοποίησης της εξουσίας. Με τον τρόπο αυτόν επιχειρείται η σκόπιμη ταύτιση των δύο εννοιών, που μέχρι στιγμής έχει αποδώσει τα αναμενόμενα δημιουργώντας και συντηρώντας ισχυρότατες συλλογικές αυταπάτες. Άλλωστε αυτός υπήρξε ανέκαθεν ο σκοπός και κάθε επίσημης προπαγάνδας, αφού όταν οι έννοιες συγχέονται και τα νοήματα συσκοτίζονται κερδισμένος βγαίνει πάντα ο κυρίαρχος.
[i] Γώργος Κοντογιώργης, Τι πρέπει να αλλάξει, πώς πρέπει να δράσουμε(Β΄ μέρος, Συμπλήρωμα), Κοσμοσύστημα contogeorgis.blogspot.com, http://contogeorgis.blogspot.com/2011/06/blog-post.html (προσπέλ. 10/6/2011).
[ii] ό.π.
* Ο Σπύρος Ραυτόπουλος είναι συνθέτης.
Παράλληλη δημοσίευση στο Διακυβέρνηση και Πολιτική και το Αριστερό Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου