του Λεωνίδα
Βατικιώτη
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έπρεπε κανονικά, αν
ήθελε να είναι συνεπής με τις δεσμεύσεις της, να ζητωκραυγάζει από ενθουσιασμό
και ικανοποίηση. Αφορμή ήταν τα επίσημα στοιχεία που ανακοινώθηκαν πρόσφατα για
την πορεία του πληθωρισμού, την συγκράτηση του οποίου ο θεματοφύλακας του ευρώ
έχει θέσει ως απόλυτη προτεραιότητα στην άσκηση νομισματικής πολιτικής.
Με βάση
λοιπόν τα μεγέθη της Ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, της Γιούροστατ, ο
δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε από 2,5% τον Οκτώβριο σε ετήσια βάση μόνο
κατά 2,2% το Νοέμβριο (απέχοντας πλέον μια ανάσα από τον πληθωρισμό στόχο του
2%). Ήταν μάλιστα ο μικρότερος ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού την τελευταία
διετία…
Αυτό είναι το επίτευγμα της κεντρικού πιστωτικού ιδρύματος
που εδρεύει στην Φρανκφούρτη το οποίο προφανώς αφήνει παγερά διάφορη την
πλειοψηφία της ελληνικής – και όχι μόνο – κοινωνίας, που επιμένει να
συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της σε πιο ουσιαστικά οικονομικά μεγέθη, εκ των
οποίων τα περισσότερα αν όχι όλα συνηγορούν σε δύο συμπεράσματα: Πρώτο ότι η
κρίση βαθαίνει και δεύτερο ότι ολοένα και περισσότερο πλήττει τις χώρες του
κέντρου που μέχρι πρόσφατα κέρδιζαν από την κρίση των περιφερειακών χωρών –
στην εμφάνιση της οποίας συνέβαλλαν σημαντικά. Τώρα έχει έρθει και η σειρά τους
να πληρώσουν την κρίση, που επεκτείνεται προς βορά…
Σε επίπεδο ρεκόρ η ανεργία
Οι ενδείξεις ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο του ευρώ
αφθονούν με αποτέλεσμα να φαίνονται εντελώς αδιάφορα «επιτεύγματα» όπως η
…συγκράτηση του πληθωρισμού, το οποίο έχει επιβάλει συνθήκες ύφεσης στην
πραγματική οικονομία.
Πριν απ’ ο,τιδήποτε άλλο είναι ο ρυθμός μεγέθυνσης του
προϊόντος, δηλαδή του ΑΕΠ, το οποίο μπορεί τον …καλό καιρό να δεχόταν πλήθος
επικρίσεων για την αντιπροσωπευτικότητά του ως μέγεθος ή την ποιότητα των
πληροφοριών που μας παρείχε στον βαθμό που μια περιβαλλοντική καταστροφή μπορεί
να εμφανιζόταν να αυξάνει το ΑΕΠ, στην πραγματικότητα όμως η μεγέθυνσή του
αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η
μείωσή του αντίθετα ή η μόνιμη στρατοπέδευσή του στη ζώνη του μηδενός
ισοδυναμεί με κατάργηση θέσεων εργασίας και με αύξηση της ανεργίας. Κι αυτό
ακριβώς είναι που συμβαίνει στην ευρωζώνη, όπου η ανεργία τον Οκτώβριο (όταν
173.000 άνθρωποι επιπλέον έχασαν τη δουλειά τους στις 17 χώρες που μοιράζονται
το κοινό νόμισμα) έπληττε το 11,7% του εργατικού δυναμικού. Πρόκειται για ποσοστό
ρεκόρ, μια και από το 1995 όταν ξεκίνησε να καταγράφεται επίσημα η ανεργία σε
αυτή την ομάδα χωρών της ΕΕ, ουδέποτε άλλοτε είχε φτάσει σε αυτά τα ύψη.
Παρότι
όμως τα σκήπτρα στην ανεργία κρατούν οι νότιες χώρες (Ισπανία 26,2%, Ιταλία
11,1% και Ελλάδα 25,4%) δεν περνάει απαρατήρητο πως και στις χώρες του βορρά
(Γερμανία, Γαλλία, Φινλανδία) η ανεργία παραμένει σταθερή.
Η αύξηση της ανεργίας είναι αποτέλεσμα της καθίζησης του
ΑΕΠ και της εισόδου της ευρωζώνης και τυπικά πλέον σε φάση ύφεσης, όπως συμβαίνει
όταν καταγράφονται αρνητικοί ρυθμοί μεγέθυνσης σε δύο συνεχόμενα τρίμηνα, κάτι
που συνέβη το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2012.
Με βάση δε πρόσφατες
προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι ρυθμοί μεγέθυνσης όχι μόνο το τρέχον
έτος αλλά και το επόμενο, ακόμη κι αν ακολουθήσουν ανοδική πορεία, τότε η
αύξηση θα είναι οριακή και δεν πρόκειται να ξεφύγουν από την ζώνη του μηδενός.
Αυτή μάλιστα η πρόβλεψη αφορά και τις χώρες που λόγω μεγέθους αποτελούν την
ατμομηχανή της ανάπτυξης στην Ευρώπη, όπως η Γερμανία όπου η μεγέθυνση τόσο το
τρέχον όσο και το επόμενο έτος θα κυμανθεί στο 0,8% και η Γαλλία όπου η
μεγέθυνση για φέτος προβλέπεται στο 0,2% και τον επόμενο χρόνο στο 0,4%.
Εκτιμάται ειδικότερα ότι το 2012 για την ΕΕ των 27 το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά
0,3% και στην ευρωζώνη των 17 θα μειωθεί κατά 0,4%. Το 2013 η μεγέθυνση θα
φτάσει το δυσθεώρητο ποσοστό του …0,4% για την ΕΕ και το ακόμη πιο θεαματικό
…0,1% στην ευρωζώνη. Ενώ η ανεργία με βάση τις εκτιμήσεις της Επιτροπής θα
καταγράψει νέο ρεκόρ το 2013 αγγίζοντας το 11% στην ΕΕ και το 12% στη
νομισματική ένωση.
Σημαντικά σε αυτή την κατεύθυνση (της οικονομικής
στασιμότητας) έχει συμβάλλει η πρωτοφανής καθίζηση τη βιομηχανικής παραγωγής.
«Η βιομηχανική παραγωγή έχει μείνει στάσιμη σε πολλές προηγμένες οικονομίες ανά
τον κόσμο κι αρχίζει πλέον να καταστρέφει την γερμανική οικονομία που ήταν η
ισχυρότερη στη προβληματική ευρωζώνη» παρατηρούσε αρθρογράφος της Ιντερνάσιοναλ
Χέραλντ Τρίμπιουν στο φύλλο του Σαββατοκύριακου 17-18 Νοεμβρίου 2012. Τα
στοιχεία δε, είναι απογοητευτικά καθώς τον Σεπτέμβριο σε σχέση με τον
προηγούμενο μήνα μειώθηκε κατά 2,5%, που είναι η μεγαλύτερη μηνιαία μείωση που
έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο του 2009, όταν η κρίση έφτασε στο αποκορύφωμά
της.
Στην Γερμανία η μείωση έφτασε το 2,1%, ενώ στην Ελλάδα (μόνο και μόνο για
να έχουμε μια εικόνα του μεγέθους της χωρίς προηγούμενο βιβλικής καταστροφής
που είναι σε εξέλιξη) η βιομηχανική παραγωγή βρίσκεται στο ένα τρίτο του
σημείου – ρεκόρ που είχε φτάσει το 2000 και πολύ πιο χαμηλά από οποιαδήποτε
άλλη καταγραφή υπάρχει από το 1995, οπότε ξεκίνησαν να τηρούνται οι
συγκεκριμένοι λογαριασμοί…
Ευρωζώνη, ο μεγάλος ασθενής
Δεν περνάει απαρατήρητο το γεγονός ότι οι επιδόσεις της
ευρωζώνης αν τις συγκρίνουμε με αυτές της ΕΕ είναι συστηματικά χειρότερες – με
κριτήριο πάντα την κοινωνική ευημερία και όχι φυσικά τους δείκτες της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: Δηλαδή στην ευρωζώνη παρατηρούνται συστηματικά
υψηλότερη ανεργία και χαμηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης του προϊόντος. Φαίνεται σαν
η ευρωζώνη – το υποτιθέμενο δυναμικό κομμάτι της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης – να
παρασέρνει την ΕΕ στην άβυσσο. Δεν πρόκειται για τυχαία εξέλιξη. Είναι μάλιστα
αποτέλεσμα δύο αιτιών που σχετίζονται σημαντικά μεταξύ τους.
Ο πρώτος λόγος ότι
οι χώρες που βρίσκονται εκτός ΕΕ διαθέτοντας νομισματική ανεξαρτησία μπορούν να
προσαρμόσουν τα επιτόκια του νομίσματος τους, την συναλλαγματική ισοτιμία και
την ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στο μίγμα οικονομική πολιτικής που οι
ίδιες επιλέγουν. Ως αποτέλεσμα ακόμη και χώρες που υπέστησαν την
«χημειοθεραπεία» των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής του ΔΝΤ, όπως η
Ρουμανία ή τα κράτη της Βαλτικής Λετονία και Λιθουανία, είδαν πράγματι φως στο
τούνελ, δηλαδή θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης του προϊόντος, αν και η θέση των
εργαζομένων πλέον είναι πολύ χειρότερη μιας και οι μισθοί υπέστησαν σημαντικές
μειώσεις. Στη Ρουμανία για παράδειγμα φέτος αναμένεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 1%,
όταν στην Ελλάδα αναμένεται μείωση κατά 6,5%. Καθόλου τυχαίο δεν είναι το
γεγονός ότι τον αρχικό ενθουσιασμό και τα μεγαλεπήβολα πλάνα ένταξης στο ευρώ
στις επτά από τις δέκα χώρες της ανατολικής Ευρώπης που εξακολουθούν να
διατηρούν δικό τους νόμισμα τα έχουν διαδεχθεί κλίμα σκεπτικισμού – κι αυτό
στην καλύτερη περίπτωση. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην Πολωνία, μετάθεση στο
μακρινό μέλλον.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η ευρωζώνη αποδεικνύεται πιο
επιρρεπής στην ύφεση και την ανεργία σχετίζεται με τα δρακόντεια μέτρα
λιτότητας που επιβάλλονται εντός της ευρωζώνης, στο όνομα της αντιπληθωριστικής
πολιτικής που έχει αναγάγει η ΕΚΤ ως ύψιστο κριτήριο άσκησης πολιτικής. Ως
αποτέλεσμα η ευρωζώνη βρίσκεται στο μέσο μιας δίνης όπου η λιτότητα μειώνει τα
φορολογικά έσοδα και την απασχόληση, οξύνοντας την δημοσιονομική κρίση και την
κρίση απασχόλησης που δικαιολογούν με την σειρά τους νέα μέτρα λιτότητας, κοκ.
Αποτέλεσμα αυτής της αρνητικής σπείρας είναι η επέκταση της
κρίσης και στις χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, που μέχρι πρόσφατα
είχαν εξαιρεθεί.
Τρεις είναι οι χώρες που ξεχωρίζουν σε αυτή τη νέα φάση.
Πρώτη είναι η Γαλλία η οποία μόλις πρόσφατα δέχτηκε μια
σημαντική υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας, η οποία αν κάτι δηλώνει
είναι ότι πλέον αποτελεί στόχο. Η Γαλλία απειλείται όχι μόνο από τα γεράκια των
αγορών, αλλά και από την Γερμανία, όπως έδειξε η καθόλου τυχαία «διαρροή» πως η
Μέρκελ έδωσε οδηγία στους «σοφούς της οικονομίας» να ελέγξουν την βιωσιμότητα
των δημόσιων οικονομικών της. Με απλά λόγια το Παρίσι τώρα καλείται να πληρώσει
το αντίτιμο της διάρρηξης του άξονα που είχαν συγκροτήσει Μέρκελ και Σαρκοζύ όλο
το προηγούμενο διάστημα, βοηθώντας την Γερμανία να εφαρμόζει την διχαστική και
επεκτατική πολιτική της με τη συγκάλυψη της Γαλλίας. Όταν ανοίξουν τα βιβλία
των δημόσιων οικονομικών της Γαλλίας και αποκαλυφθεί η φούσκα που επιμελώς
έκρυβαν τόσα χρόνια, τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά. Ας κρατήσουμε πως
πρόκειται για την πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, τον έκτο μεγαλύτερο
εξαγωγέα και τον τέταρτο στη σειρά παραλήπτη άμεσων ξένων επενδύσεων για το
2012, με βάση τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2012. Επιδόσεις που, αντίθετα
με όσα γράφονται σε μια προσπάθεια να εφαρμοστούν κι εκεί μέτρα λιτότητας, δεν
μαρτυρούν έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Αντίθετα, αν πάρουμε υπ’ όψη μας ότι η
γαλλική βιομηχανία εξειδικεύεται σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας και μόδας,
εύκολα γίνονται αντιληπτοί οι κίνδυνοι που γεννά η λιτότητα κι η μείωση του
εισοδήματος για την οικονομία της Γαλλίας.
Χωλαίνει η Γερμανία
Στην Γερμανία αντίθετα η βασιλική πόρτα από την οποία
εισάγεται η κρίση είναι η μείωση των εξαγωγών και της ζήτησης σε μέσα
παραγωγής, στα οποία ειδικεύεται, λόγω της λιτότητας. Η Γερμανική οικονομία
ωστόσο έχει και μια χαίνουσα πληγή που είναι οι περιφερειακές, μικρές της
τράπεζες, οι οποίες αντιμετωπίζουν οξύτατο θέμα βιωσιμότητας. Το πρόβλημά τους
ενδέχεται να οδηγηθεί σε παροξυσμό αν επιβεβαιωθούν οι κίνδυνοι που
διατυπώνονται σχετικά με την φούσκα ακινήτων που έχει δημιουργηθεί. Οι τράπεζες
απειλούνται λόγω του ότι, όπως γράφει το τελευταίο βρετανικό περιοδικό
Εκόνομιστ, το 50% των χαρτοφυλακίων ειδικά των μικρών τραπεζών αποτελείται από
τέτοια δάνεια. Η κινητήρια δύναμη της ανοδικής πορείας των τιμών στα ακίνητα,
πέρα από τα χαμηλά επιτόκια του ευρώ, είναι η κρίση στην ευρωζώνη που ωθεί
κατόχους χρηματικών κεφαλαίων για λόγους ασφάλειας να τα επενδύουν σε ακίνητα.
Η απειλή είναι τόσο σημαντική ώστε ειδικός που φιλοξενείται στο βρετανικό
περιοδικό δεν αποκλείει μια επανάληψη της κρίσης που γνώρισαν οι ΗΠΑ στα τέλη
της δεκαετίας του ’80. Το Βερολίνο παρόλα αυτά προστατεύει και δεν επιτρέπει με
κανένα τρόπο να πέσει φως στα άδυτα του τραπεζικού τους συστήματος.
Φούσκα ακινήτων απειλεί και την Ολλανδία, με βάση έκθεση
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στην οποία μάλιστα διατυπώνεται η ανησυχία επέκτασης
σε όλη την ευρωζώνη των αρνητικών συνεπειών από ένα πιθανό σκάσιμό της. Τα
στεγαστικά δάνεια στην Ολλανδία αυξήθηκαν με ταχείς ρυθμούς, άνω του 7%
ετησίως, όλη την προηγούμενη δεκαετία εξ αιτίας φορολογικών απαλλαγών που
χορήγησε η κυβέρνηση για να ενισχύσει τον τομέα. Η επιτροπή επίσης υπογραμμίζει
ως παράγοντα πιθανής αστάθειας και το υψηλό χρέος του ιδιωτικού τομέα στην
Ολλανδία, που φθάνει στο 225% του ΑΕΠ. Συνολικά στην ΕΕ των 27, στην
συντριπτική πλειοψηφία των κρατών – μελών και δη σε 15 χώρες το χρέος του
ιδιωτικού τομέα κινείται πάνω από το όριο ασφαλείας που έχει τεθεί κι είναι το
160% του ΑΕΠ. Τα σκήπτρα εδώ κρατούν η Ιρλανδία με 341% κι η Ισπανία με 227%
του ΑΕΠ.
Σε αδράνεια το εργαλείο των επιτοκίων
Το συμπέρασμα όλων των παραπάνω είναι ότι τα σύννεφα πάνω
από την ΕΕ πυκνώνουν. Οι εξελίξεις μάλιστα ενδέχεται να αποβούν ασυνήθιστα
βίαιες λόγω του ότι τα παραδοσιακά τουλάχιστον μέσα παρέμβασης στον οικονομικό
κύκλο όπως είναι για παράδειγμα τα επιτόκια του ευρώ βρίσκονται σε τόσο χαμηλά
επίπεδα (στο 0,75%) που στην πράξη έχουν ακυρωθεί. Ουσιαστική δυνατότητα
σοβαρής μείωσης τους δεν υπάρχει στην υποθετική εκείνη περίπτωση που η ΕΚΤ θα
αποφάσιζε να τονωθεί η οικονομική δραστηριότητα, να γίνουν επενδύσεις και να
δημιουργηθούν θέσεις εργασίας.
Υπάρχουν ωστόσο και τα νομισματικά εργαλεία,
«τελευταίας τεχνολογίας», όπως ο μηχανισμός μέσω του οποίου έριξε η ΕΚΤ 1 τρις.
ευρώ στην αγορά πέρυσι, που αποδεικνύονται όχι μόνο εξαιρετικά περίπλοκα αλλά
και απρόβλεπτα.
Ωστόσο, παρά την σημασία αυτής της παρέμβασης λόγω του όγκου
της, οι συνέπειες που είχε στην πραγματική οικονομία ήταν ή αδιάφορες ή
αρνητικές. Κι αυτό συνέβη επειδή «από την κατασκευή τους» αυτά τα εργαλεία
είναι μονοσήμαντα στραμμένα στην διάσωση των τραπεζών, μην καταφέρνοντας
μάλιστα τίποτε περισσότερο από εμβαλωματικές λύσεις. Τίποτε παραπέρα.
Γι’ αυτό
βλέπουμε ή όποιες σταθεροποιητικές εξελίξεις παρατηρούνται, όπως για παράδειγμα
η μείωση των επιτοκίων δανεισμού για την Ιταλία και την Ισπανία μετά την
ανακοίνωση της ΕΚΤ ότι θα παρέμβει στην δευτερογενή αγορά ομολόγων αν απαιτηθεί
αγοράζοντας ομόλογα χωρών που αποτελούν στόχο επίθεσης, να μην μεταφέρονται και
στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας, εκεί δηλαδή που δημιουργούνται θέσεις
εργασίας και σταθερά εισοδήματα, με πολλαπλασιαστικά μάλιστα αποτελέσματα.
Επίσης παρατηρείται το φαινομενικά οξύμωρο να μην απομακρύνεται ο κίνδυνος της
χρεοκοπίας, παρότι οι όροι εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους βελτιώνονται.
«Πιστεύω πως η προοπτική της φερεγγυότητας επιδεινώθηκε τους προηγούμενους έξι
μήνες, λόγω των αποτελεσμάτων της λιτότητας στην μεγέθυνση, σε μια περίοδο που
τα επιτόκια έχουν “χτυπήσει” το χαμηλότερο τους επίπεδο», παρατηρούσε ο
Βόλφγκανγκ Μινχάου στη στήλη του στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς στις 4 Νοέμβρη, με
τίτλο «Γιατί παραμένω απαισιόδοξος για την φερεγγυότητα της Ευρώπης». Και μαζί
του φυσικά παραμένουν απαισιόδοξοι κι όλοι όσοι έχουν την ψυχραιμία να δουν
μακροπρόθεσμα τις τάσεις που διαμορφώνονται.
Πηγή: Επίκαιρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου