γράφει ο Michael Theodosiadis
Οκτώβριος 2010: Θύελλα αντιδράσεων ξεσπά έπειτα
από τις δηλώσεις της Γερμανίδας Καγκελάριου Άντζελα Μέρκελ, αναφορικά
με το μεταναστευτικό ζήτημα και την πολυπολιτισμική Δυτική
πραγματικότητα: «Η Γερμανία είναι μία χώρα που ζήτησε εργάτες τη
δεκαετία του ΄60. Για λίγο κοροϊδεύαμε τον εαυτό μας ότι οι μετανάστες
αυτοί δεν θα έμεναν και θα έφευγαν κάποια στιγμή. Η αντίληψη ότι θα
γινόμασταν «πολυεθνική» (χώρα) και ότι θα ζούσαμε ευτυχισμένοι ο ένας
δίπλα στον άλλο απέτυχε» Στον ίδιο τόνο, «το κρατικό μοντέλο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας απέτυχε» διαμήνυσε, επίσης, από το Μόναχο λίγους μήνες αργότερα ο πρωθυπουργός της Βρετανίας.
Η ομιλία του σήκωσε κύμα έντονων διαφωνιών από την πλευρά της
αντιπολίτευσης του Εργατικού Κόμματος αλλά και της μουσουλμανικής
κοινότητας της Αγγλίας, καλωσορίστηκε όμως από ξενοφοβικά κόμματα και
ρατσιστικές οργανώσεις της Ευρώπης. Μάλιστα, μέλη της English Defence
League (που την ίδια μέρα διαδήλωναν στο Λούτον ενάντια στην
«ισλαμοποίηση» της Βρετανίας) εξέφρασαν ανοιχτά την ικανοποίησή τους
αναφορικά με τις δηλώσεις αυτές οι οποίες βέβαια αποτελούν αναπόσπαστο
κομμάτι της αποπροσανατολιστικής ρητορείας των ακροδεξιών λαϊκιστών, για
τους οποίους οι μετανάστες και οι εθνικές μειονότητες συνιστούν την
κατεξοχήν απειλή στα εθνικά συμφέροντα μιας χώρας, στρέφοντας έτσι την
κοινωνική οργή και την αγανάκτηση ενάντια σε αλλοεθνείς ή αλλόφυλους,
προς κάποιον ακίνδυνο (για τα καπιταλιστικά συμφέροντα) στόχο.
Δεδομένου ότι η απόρριψη της πολυπολιτισμικότητας – όπως ακριβώς εκφράστηκε από τους συντηρητικούς ηγέτες – αποτελεί raison d’ être
του ευρωπαϊκού ρατσιστικού φαντασιακού και συνάμα κεντρικός πυρήνας των
συζητήσεων στην ατζέντα της ευρωπαϊκής λαϊκιστικής δεξιάς (η οποία
δίχως ιδιαίτερες δυσκολίες κατάφερε να διαβρώσει και τον λεγόμενο
«κεντρο-φιλελεύθερο» χώρο), βιώσιμες αντιπροτάσεις πάνω σε αυτό το καυτό
ζήτημα πρέπει άμεσα να βρεθούν. Ο επαναστατικός χώρος, λοιπόν, καλείται
να απαντήσει δυναμικά στις προκλήσεις και την ύβρη του
ρατσισμού που υπόρρητα αναδύεται και νομιμοποιείται μέσα στον κυρίαρχο
πολιτικό λόγο (φυσικά με τις ευλογίες των ακροδεξιών δημαγωγών και των
υποστηρικτών τους), προτάσσοντας από τη μια το ξεπέρασμα του φθαρμένου
υπάρχοντος μοντέλου της λεγόμενης πολυπολιτισμικότητας, και συνάμα την
εναντίωση στις – δήθεν εναλλακτικές – εθνο-λαϊκιστικές φωνές που
υστερικά και δίχως κανένα δισταγμό μιλούν για κλείσιμο των συνόρων, για
μαζικές απελάσεις όσων (θεωρητικά) δεν ενσωματώνονται, ή επικαλούμενοι
αυθαίρετα κάποια πολιτισμική ομογενοποίηση έμμεσα ενεργοποιούν τα πιο
αντιδραστικα αντανακλαστικά και τις πιο δηλητηριώδεις παρορμήσεις του
μαζοποιημένου όχλου. Προτού όμως φτάσουμε σε αυτό το σημείο θα πρέπει να
εξετάσουμε συνοπτικά τί πραγματικά εννοούμε λέγοντας
πολυπολιτισμικότητα. Τί είναι, με άλλα λόγια, η πολυπολιτισμική κοινωνία
και πάνω σε ποιές αξίες θεσμίζεται ένα τέτοιο μοντέλο;
Προσωρινός απολογισμός
Η πολυπολιτισμικότητα αναφέρεται σε
κοινότητες εντός των οποίων ομάδες ανθρώπων από διαφορετικό πολιτισμικό
υπόβαθρο συμβιώνουν. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται με δύο τρόπους α)
περιγραφικά, με σκοπό να αναδείξει μια πολιτισμική πολυμορφία η οποία
παίζει καθοριστικό ρόλο στη συνολική κοινωνική θέσμιση και β)
κανονιστικά, δηλαδή αναφορικά με τις πολιτικές που προωθούν αυτή την
ποικιλομορφία, υπερασπίζοντας την ισότητα ως προς την αντιμετώπιση του διαφορετικού
από τις αρμόδιες αρχές και τους κρατικούς φορείς. Με άλλα λόγια,
πολυπολιτισμική χαρακτηρίζουμε μια κοινωνία κοινωνικού και πολιτισμικού
πλουραλισμού με κύριο χαρακτηριστικό της την ανεκτικότητα του διαφορετικού
και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτός είναι ένας πολύ
σύντομος ορισμός για την πολυπολιτισμικότητα εν γένει. Γιατί, όμως,
κάποιοι επιμένουν ότι αυτό το κοινωνικό μοντέλο έχει αποτύχει; Ποιά
είναι τα βαθύτερα αίτια που μας οδηγούν σε ένα τέτοια αμφιλεγόμενο
συμπέρασμα;
Οι πιο ακραίες ντετερμινιστικές (και
συγχρόνως αβάσιμες) φωνές επικαλούνται την εθνική πολιτισμική και
φυλετική ομοιογένεια ως βασική προϋπόθεση για την υγιή κοινωνική και
εθνική διαβίωση, ως μια αναγκαία συνθήκη για την επιβίωση του ανθρώπινου
είδους, θεωρώντας έτσι τις φυλετικές επιμιξίες τον κατεξοχήν θανάσιμο
κίνδυνο. Συνεπώς, οι μετανάστες, οι αλλόφυλοι, οι μειονοτικοί πληθυσμοί,
όλοι όσοι με λίγα λόγια φέρουν διαφορετικά χαρακτηριστικά από το
κυρίαρχο πολιτισμικό ρεύμα, αποτελούν εμπόδιο στην εκπλήρωση της
φυλετικής υπόσχεσης, ενώ στις πιο φευγαλέες περιπτώσεις, οι διαφορετικοί, οι άλλοι, οι μη-δικοί-μας
αντιμετωπίζονται ως παράσιτα, ως εστίες μόλυνσης στην καθαρότητα και
την πολιτισμική ομοιογένεια που «διαφυλάσσει την κοινωνική ισορροπία ή
ακόμα και την φυλετική υπεροχή». Από την άλλη, οι πιο «ήπιοι» ρατσιστές
ισχυρίζονται ότι οι ίδιοι οι μετανάστες και οι μειονοτικοί πληθυσμοί στη
συντριπτική τους πλειοψηφία δεν επιθυμούν να εναρμονιστούν με την
κοινωνία που τους φιλοξενεί, και συνεπώς η ύπαρξή τους και μόνο οδηγεί
σε γκετοποίηση πληθυσμών, στήνει αόρατα τείχη μέσα σε πόλεις όπου
συνοικίες και περιοχές ολόκληρες καταλαμβάνονται από φτωχούς αλλοδαπούς
με τον ντόπιο πληθυσμό να παραγκωνίζεται. Το συμπέρασμα αυτό, φυσικά,
είναι πέρα για πέρα επιδερμικό και αν μή τι άλλο προϊόν στείρας
γενίκευσης: παρότι γνωρίζουμε ότι ένα ποσοστό μεταναστών είναι πράγματι
απρόθυμο να αφομοιωθεί με τον γηγενή πληθυσμό (κάτι που δεν είναι
απαραίτητα μεμπτό και, επί της ουσίας, δεν υποδηλώνει κατ’ ανάγκη την
ύπαρξη κάποιας πολιτισμικής απειλής), ο ακριβής αριθμός και το ποσοστό
αυτών που υποθετικά επιθυμεί να ζει στη δική του «μικροκοινωνία» (δήθεν
εις βάρος της πλειοψηφικής ομάδας) δεν είναι δυνατό να καθοριστεί. Ενώ
μελέτες έχουν πράγματι δείξει ότι οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί σχεδόν
πάντα δημιουργούν δικές τους κοινότητες (Francis 2009, σ.216), διότι
έτσι, ενισχύοντας την μεταξύ τους αλληλοϋποστήριξη και αλληλεγγύη,
καταφέρνουν να αντεπεξέλθουν ευκολότερα στις αντίξοες ανταγωνιστικές
συνθήκες των δυτικών κοινωνιών, η ύπαρξη τέτοιων κοινοτήτων με τίποτα
δεν οδηγεί νομοτελειακά στη γκετοποίηση και εκτοπισμό του εγχώριου
πληθυσμού. Απεναντίας οι αποκλεισμοί (και κατ’ επέκταση οι εντάσεις που
πολλές φορές οδηγούν και σε φυλετικές συγκρούσεις) είναι εν μέρη προϊόν
του ίδιου του σκληρού ανταγωνισμού, με άλλα λόγια του φαντασιακού της
οικονομικής κυριαρχίας και ανατίμησης του ισχυρού εντός του
καπιταλιστικού παραδείγματος, όταν η διαίρεση αφέντη-δούλου (και πλούσιου-φτωχού αντίστοιχα) αντανακλά ταυτόχρονα τη διαλεκτική ντόπιου (δηλαδή οικονομικά ισχυρού) και μετανάστη-βιοπαλαιστή.
Όσο όμως οι οικονομικές συνθήκες δυσχεραίνουν την κοινωνική
κινητικότητα, και συνεπώς όσο η ένδεια και η εξαθλίωση διογκώνονται
(πράγμα που ισχύει σχεδόν σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία), τόσο και η
ανάγκη των μεταναστών να δημιουργούν δικές τους κοινότητες θα
ενισχύεται, και συνεπώς η προσκόλληση των μειονοτικών ομάδων στις
παραδόσεις που πολλές φορές, μέσα σε ένα τόσο απρόσωπο και εχθρικό
περιβάλλον, θα φτάνει τα όρια της υπερβολής. Έτσι καλλιεργείται κάθε
είδους πολιτισμική κλειστότητα με αποτέλεσμα να περιορίζονται
οι αλληλεπιδράσεις των αλλοεθνών, αλλόφυλων ή μεταναστών με τον εγχώριο
πληθυσμό. (Άλλωστε οι αγορές λειτουργούν και ως εξισσοροπιστές,
επιλέγοντας και διακρίνοντας τον «καλύτερο», πράγμα που συμβάλλει στην ex post μή αφομοίωση του μετανάστη).
Για τους φιλελεύθερους υποστηρικτές του πολυπολιτισμικού μοντέλου η μοναδική λύση είναι η ανοχή στην διαφορετικότητα (και όχι η αποδοχή της, τουτέστιν η αναγνώρισή της ως ίση). Η ανεκτικότητα βέβαια δεν είναι ταυτόσημη με την αναγνώριση
της αξίας του «άλλου» – όπως άλλωστε θα συμφωνούσε και ο Bauman (1991,
σ.8) – αλλά στην ουσία καθιστά μια διακριτική πονηριά που έμμεσα
εκφράζει την «κατωτερότητά» του. Με άλλα λόγια, η ανεκτικότητα
υποδηλώνει κάτι που εκλαμβάνουμε ως υποφερτό αλλά ωστόσο δεν παύει να
είναι ηθικά κατακριτέο. Με άλλα λόγια, μιλώντας για ανοχή στο διαφορετικό
αναγνωρίζουμε έμμεσα την απαξίωσή του (Mendus 1989, σ.149-50). Θα
μπορούσαμε, ως εκ τούτου, να ισχυριστούμε ότι η φιλελεύθερη
πολυπολιτισμικότητα είναι, κατά μια ουσία, το ακριβό περιτύλιγμα μιας
ζοφερής πραγματικότητας ή όχι; Και γιατί αριστερά κόμματα και οργανώσεις
υπερασπίζονται αυτό το μοντέλο τόσο ανοιχτά και αβασάνιστα; Στο σημείο
αυτό αξίζει να σταθούμε στο εξής δεδομένο: στις περισσότερες δυτικές
πολυπολιτισμικές κοινωνίες η θεσμική στήριξη αλλόγλωσσων ομάδων, (πολλές
τέτοιες ομάδες διαθέτουν σχολεία, κολέγια και πανεπιστήμια,
ραδιοφωνικούς σταθμούς καθώς και εφημερίδες, που λειτουργούν στη δική
τους γλώσσα) είναι δεδομένη. Τίποτα από όλα αυτά, όμως, δεν
δημιουργήθηκε ex nihilo. Απεναντίας, αποτελούν τους καρπούς
κάποιων μακροχρόνιων κοινωνικών αγώνων και συγκρούσεων για δικαιοσύνη
και ισότητα. Δηλαδή, το γεγονός ότι μια Δυτική κοινωνία κατέστη ανεκτική
(και όχι φανερά μισαλλόδοξη) – το γεγονός δηλαδή ότι ο ρατσιστικός
λόγος διώκεται ποινικά σε πολλές δυτικές χώρες (ανεξάρτητα από το αν η
συγκεκριμένη μέθοδος δεν πολεμά τον ρατσισμό, αλλά απεναντίας τον κρύβει
κάτω από το χαλί της αστικής νομιμότητας που δήθεν προνοεί για όλους
τους ανθρώπους ισάξια) – οφείλεται στη ρήξη κάποιων ανθρώπων με
την συντηρητική τάξη πραγμάτων. Αυτό μας οδηγεί στο εξής συμπέρασμα: το
πολυπολιτισμικό μοντέλο δεν αποτελεί συνεκτικό σώμα ιδεών στο πολιτικό
πεδίο, αλλά απεναντίας είναι το νόθο παιδί μετά το γάμο του κοινωνικού
συντηρητισμού και της κοινωνικής/ατομικής αυτονομίας (πρόταγμα
που αναδύεται μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες και τα κινήματα για
ισότητα, ελευθερία και δικαιοσύνη). Εν ολίγοις, όταν από τις εγγενείς
συγκρούσεις εντός του φιλελευθερισμού υποχωρεί η αυτονομία,
εντός του ίδιου παραδείγματος αναδύονται οι επιθετικές, ρατσιστικές και
σκοταδιστικές φωνές (σημερινή εποχή), ενώ αντιθέτως όταν η αυτονομία
αναδύεται μέσα από δημοκρατικά κοινωνικά κινήματα, όλες αυτές οι
μισαλλόδοξες φωνές σιωπούν, κι έτσι η θεσμική υποστήριξη των μειονοτικών
πληθυσμών καθίσταται ευκολότερη [1]. Σε αυτό το στοιχείο (της
αυτονομίας), λοιπόν, ο ριζοσπαστικός χώρος θα πρέπει να εστιάσει την
προσοχή του και με αυτό να αντιπαλέψει κάθε μορφή βαρβαρότητας (κάθε,
δηλαδή, συντηρητική ετερονομία που ενσωματώνει εντός της η
σύγχρονη καπιταλιστική φιλελεύθερη κοινωνική θέσμιση και κατ’ επέκταση
το πολυπολιτισμικό πρότυπο), καλλιεργώντας καταστάσεις που θα
διαμορφώσουν νέου τύπου συνθήκες συμβίωσης, συνθήκες που θα προωθούν όσο
το δυνατό περισσότερο την πολιτισμική επικοινωνία
περιορίζοντας ταυτόχρονα την καλλιέργεια σοβινιστικών τάσεων από κάθε
πλευρά. Θα επανέλθω όμως στο συγκεκριμένο ζήτημα αργότερα, αφότου μιλήσω
για τον παράγοντα κοσμικό κράτος, όπου και θα γίνει λόγος για την
απουσία της δημόσιας σφαίρας, ως τη μόνη που μπορεί να επιληφθεί τέτοια ζητήματα, προσφέροντας βιώσιμες αντιπροτάσεις.
Η laïcité και ο Δυτικός «ορθολογικός» παράγοντας
Ένας από τους βασικότερους λόγους που το
πολυπολιτισμικό μοντέλο απορρίπτεται συλλήβδην είναι η επίκληση στο
περιβόητο κοσμικό κράτος της ρασιοναλιστικής τάξης πραγμάτων. Πολλοί
χρησιμοποιούν την λεγόμενη laïcité ως αντι-πολυπολιτισμικό πρόσχημα [2],
λέγοντας ότι οι μειονοτικοί πληθυσμοί όντας κλεισμένοι στις δικές τους
θρησκευτικές – συχνά αυταρχικές και πατριαρχικές – παραδόσεις αρνούνται
να δεχτούν την εξελιγμένη δική μας κοινωνία. Έτσι, με βάση αυτό το
αξίωμα, όσες εθνικές ομάδες επιθυμούν να ζήσουν σε μια σύγχρονη
ευρωπαϊκή κοινωνία θα πρέπει να εκδυτικιστούν και να εγκαταλείψουν τα
παρωχημένα τους «τριτοκοσμικά» έθιμα. Και όσοι βέβαια αποτύχουν θα
στιγματίζονται ως «υποανάπτυκτοι παρίες» που δεν έχουν τις ικανότητες
(διανοητικές ή βιολογικές, στην πιο ακραία εκδοχή) να ακολουθήσουν το
ανώτερο δυτικό παράδειγμα (ασχέτως φυσικά και αν ο μέσος
απο-πολιτικοποιημένος μαζάνθρωπος αδυνατεί να κατανοήσει τους
πραγματικούς λόγους που μια μειονοτική ομάδα δεν επιθυμεί να αποβάλει
τον δικό της συντηρητισμό, χρησιμοποιώντας το δυτικό παράδειγμα με τρόπο
εργαλειακό προκειμένου να αντιπαρατεθεί στον «τριτοκοσμισμό» των
«βαρβάρων και απολίτιστων μεταναστευτικών ορδών»). Πάνω σε αυτήν την
πραγματικότητα οι διάφορες υπερσυντηρητικές αφηγήσεις αφήνουν να
εννοηθεί ότι είναι νομοτελειακά αδύνατο να επιτευχθεί ειρηνική συνύπαρξη
μεταξύ Δυτικών και «τριτοκοσμικών» «υποανάπτυκτων» ομάδων (στις
περισσότερες περιπτώσεις αυτές οι κατηγορίες αποδίδονται κυρίως εναντίον
των μουσουλμάνων – υπηκόων και μή) και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει άλλη
λύση παρά να τελειώνουμε με την πολυπολιτισμικότητα, κλείνοντας
κατάμουτρα την πόρτα σε όσους προέρχονται από μή Δυτικές χώρες. Στα
αυτιά του απο-πολιτικοποιημένου μέσου ανθρώπου αυτές οι υστερικές
κραυγές ακούγονται σαν «η φωνή της λογικής» και του «κοινού νου». Κατ’
αυτόν τον τρόπο βλέπουμε πως ο μυωπικός και εργαλειακός δυτικισμός από
τη μια καλλιεργεί τάσεις κοινωνικο-κεντρικής ξενοφοβίας ενώ πολλές φορές
λειτουργεί και ως μια ορθολογική επικάλυψη στον ενδημικό ευρωπαϊκό
ρατσισμό.
Θα ήταν λάθος, βέβαια, να υποθέσουμε ότι
οι δύο αυτοί παράγοντες (οι επικλήσεις στο κοσμικό κράτος και οι
σχέσεις ανταγωνισμού) αποκλειστικά και μόνο ευθύνονται για τις δυσμενείς
συνθήκες συμβίωσης «διαφορετικών» ανθρώπων. Η συνολική κοινωνική
θέσμιση των περισσότερων πλουραλιστικών δυτικών κοινωνιών δεν υπακούει
σε κάποιο διευθυντήριο που το ελέγχει ο εγχώριος λευκός πληθυσμός
εξολοκλήρου. Απεναντίας, φορείς που ελέγχονται από μειονοτικούς
πληθυσμούς (ιδρύματα και σωματεία που αφορούν τις μεταξύ τους σχέσεις,
όπως μουσουλμανικά σχολεία) και αναπαράγουν σχέσεις εξουσίας οι οποίες
εγκρίνονται από τις παραδόσεις της κάθε ομάδας παίζουν εξίσου ενεργό
ρόλο στον συνολικό κοινωνικό βίο. Μπορεί το ανταγωνιστικό παράδειγμα να
ευνοεί τις συνθήκες που καθιστούν αναγκαία την προσκόλληση σε
παραδοσιακές φαντασιακές σημασίες, κάτι τέτοιο, φυσικά δεν σημαίνει ότι
μέρος του προβλήματος δεν εμφολλεύει εντός των μειονοτικών εθνικών
ομάδων, δεν πηγάζει (με άλλα λόγια) από – μεμονομένα ή μή – άτομα που
ανήκουν σε κάποια ορατή πολιτισμική μειονότητα και, ταυτόχρονα, τυγχάνει
να βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική οικονομική κατάσταση ακόμα και από
κάποιον λευκό γηγενή. Έπειτα, σχεδόν σε όλες τις δυτικές
πολυπολιτισμικές μητροπόλεις ένας αριθμός παιδιών από μετανάστες γονείς
ζει και μεγαλώνει, κοινώς διαπαιδαγωγείται, μέσα σε μή κοσμικό
υπερσυντηρητικό οικογενειακό περιβάλλον, όπου τα διάφορα πολιτισμικά
ταμπού κυριαρχούν και, ταυτόχρονα, οποιαδήποτε απόρριψη των παραδοσιακών
αυτών σημασιών μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ενδοοικογενειακές
συγκρούσεις και διαμάχες. Αυτό εν τοις πράγμασι συνεπάγεται ότι
καταπίεση – ή και εκμετάλλευση – εντός των μειονοτικών πληθυσμών
υφίσταται επί της ουσίας, και ως εκ τούτου η καχυποψία με την οποία οι
αριστεροί αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους συζητήσεις (όπου και
οποιοσδήποτε θίγει αυτό το υπαρκτό πρόβλημα συχνά καταγγέλλεται ως
«ρατσιστής») θα πρέπει να αποφεύγεται, δεδομένου ότι μόνο οι ακροδεξιοί
λαϊκιστές επωφελούνται από όλη αυτήν την αρνητικότητα της
απο-ριζοσπαστικοποιημένης αριστεράς. Καμία κριτική σε παραδόσεις και
αξίες δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως προσβολή, αν φυσικά δεν υποκινεί
σε βίαιες ενέργειες (όπως, πογκρόμ και σωματικές επιθέσεις) ή στρέφεται
ενάντια στην τιμή και την υπόληψη μιας ολόκληρης ομάδας συλλήβδην. Η
αριστερά ουδέποτε θέλησε να τοποθετηθεί πάνω σε αυτό το ζήτημα –
προφανώς διότι πάντοτε αντιμετώπιζε το μεταναστευτικό κάτω από το πρίσμα
ενός στείρου αντι-ιμπεριαλισμού (ότι οι μετανάστες πέφτουν θύματα της
βάρβαρης πολιτικής της δύσης και συνεπώς καλό θα ήταν να μην μιλάμε πολύ
εναντίον τους).
Στο σημείο αυτό όλα δείχνουν ότι η
κατάσταση από μόνη της οδηγείται σε αδιέξοδο, όπου κι εμείς θα πρέπει να
επιλέξουμε μεταξύ δύο στρατοπέδων: θα υπερασπιστούμε το κοσμικό κράτος
και την ρασιοναλιστική τάξη πραγμάτων φτάνοντας ακόμα στο σημείο να
δικαιολογούμε έμμεσα και ύπουλα (κρυπτο)ρατσιστικές φωνές ή θα
επιλέξουμε να εκφράσουμε αναντίρρητα την αλληλεγγύη μας σε κάθε
μειονοτική ομάδα αγνοώντας όμως την ίδια στιγμή ενδογενείς συγκρούσεις
και αντιφάσεις; Ή μήπως τέτοια διλήμματα εντέλει είναι ψευδή και
αποπροσανατολιστικά; Αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι θετική, τότε
κάποια άλλη – και συγχρόνως βαθύτερη – προσέγγιση στο σοβαρό αυτό ζήτημα
επείγει. Έτσι, σε πρώτη φάση θα πρέπει να μιλήσουμε για τη
σημαντικότητα ύπαρξης μιας νέας επικοινωνιακής πολιτικής διαπολιτισμικού χαρακτήρα και να αναγνωρίσουμε ότι η υπάρχουσα κοινωνική θέσμιση δεν αποσκοπεί στην διαμόρφωση διαπολιτισμικών ανθρωπολογικών τύπων
αλλά απεναντίας στην ολοένα και περισσότερο διαιώνιση του φαντασιακού
της ατομικής ολοκλήρωσης, μέσω του οικονομικού ανταγωνισμού και της
κατανάλωσης, και στην επικράτηση ενός καθεστώτος σιγής που διαβρώνει και
καταστρέφει κάθε κοινωνική σχέση αιχμαλωτίζοντας, την ίδια στιγμή, κάθε
ανθρώπινο συναίσθημα και επίτευγμα στη λογική της προσωπικής
κυριαρχίας. Οι ταραχές στα γκέτο αποτελούν ως επί τω πλείστο άμεση
συνέπεια αυτής της σιγής (δηλαδή της απουσίας κάθε επικοινωνιακής διαβούλευσης, δηλαδή του λόγου και
της γλωσσικής επικοινωνίας, αιχμαλωτίζοντας έτσι τον αποκτηνωμένο
μαζάνθρωπο στην κυρίαρχη ιδέα). Συνεπώς, και λαμβάνοντας υπόψη τις
εγγενείς αδυναμίες και αντιφάσεις του πολυπολιτισμικού παραδείγματος, θα
πρέπει να αναζητήσουμε νέες μορφές διαπολιτισμικής
επικοινωνίας, τις οποίες θα πρέπει να εντάξουμε μέσα στο γενικότερο
πλαίσιο κοινωνικού μετασχηματισμού, στην εκ’ νέου, δηλαδή, συλλογική
θέσμιση η οποία θα συμβάλλει στο μέγιστο δυνατό βαθμό στη διαμόρφωση
ενός νέου τύπου ανθρώπου, πιο υπεύθυνου, σκεπτόμενου και ελεύθερου, μέσω
της δημιουργίας πραγματικά δημόσιων φορέων άσκησης εξουσίας (το
λεγόμενο πολιτικό πεδίο) που θα επιτρέπουν στα άτομα την ολική
τους απελευθέρωση καθώς και την επανοικειοποίηση των δημιουργικών τους
δυνατοτήτων. (Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι ορθολογισμός – ότι και
αν αυτό σημαίνει – ή παρωχημένες παραδόσεις, αλλά γεφύρωση του χάσματος
μέσα από την επικοινωνία και την επαφή ή αδιαφορία, απομονωτισμός και
συγκρούσεις;)
Προς μια κοινωνία διαπολιτισμικών σχέσεων
Αυτό που διαπιστώνουμε μέχρι στιγμής
είναι ότι επί της ουσίας δεν έχει αποτύχει η πολυπολιτισμική υπόσχεση
καθ’ αυτή μήτε το περιεχόμενό της βασίζεται σε αδικαιολόγητες αξιώσεις. Η
ενσωμάτωσή της όμως σε ένα μοντέλο ακραίου κορμοφμισμού,
ψευδο-ατομικισμού, ατομικής και συλλογικής δουλοποίησης του ανθρώπου, σε
ένα καθεστώς κοινωνικού πολέμου που διαλύει κάθε σχέση φιλίας δίνοντας
προτεραιότητα στον οικονομισμό, το κέρδος, το θέαμα και την ασημαντότητα
και εξοβελίζοντας κάθε πραγματική δημόσια (πολιτική) σφαίρα – τη μόνη
σφαίρα όπου τα ανθρώπινα όντα μπορούν πραγματικά να επικοινωνήσουν, να
διαβουλευθούν και να συνεργαστούν δίχως βίαιες προστριβές – δημιουργεί
ορισμένα ερωτηματικά, τα οποία εκμεταλλεύονται οι διάφοροι ακροδεξιοί
λαϊκιστές δημαγωγοί. Φυσικά σε αυτό βοηθά και η αδυναμία (ή μάλλον
καλύτερα η πλήρης αδυναμία) της «ριζοσπαστικής» αριστεράς να καταστεί
κυρίαρχος στο παιχνίδι της πολιτικής σκακιέρας όπως θα έλεγε και η
Mouffe (2005). Συνεπώς, αποσκοπώντας να μεταστρέψουμε το αρνητικό και
αντι-μεταναστευτικό κλίμα που συνεχώς καλλιεργείται και αναπαράγεται από
τον όχλο δεν έχουμε παρά να δημιουργούμε συνεχώς καταστάσεις που θα εντείνουν την δια-πολιτισμική επικοινωνία περιορίζοντας ταυτόχρονα κάθε είδους κλειστότητα. Συνεπώς μόνο με το πρόταγμα των διαπολιτισμικών σχέσεων μπορούμε να ξεπεράσουμε το φθαρμένο πολυπολιτισμικό κοσμοπολίτικο πρότυπο.
Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της προσπάθειας είναι εξ’ αρχής ο απεγκλωβισμός από την ιδιωτική σφαίρα και η επανεμφάνιση του δημόσιου πεδίου – δηλαδή τον κατεξοχήν πολιτικό χώρο, «τη μόνη σφαίρα, όπου οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν πραγματικά ελεύθεροι» (Arendt 1990, σ.114) – όπου ο λόγος, η διαβούλευση και η επικοινωνία αντικαθιστούν τη σιγή
του σύγχρονου ιδιωτικοποιημένου ανθρώπινου βίου, τη θεσμισμένη βία και
τον κοινωνικό πόλεμο. Κάτι τέτοιο, βέβαια, απαιτεί τη συνεύρεση ανθρώπων
που έχουν γαλουχηθεί με διαφορετικές αξίες που διαμορφώνουν
συγκεκριμένες κοσμοαντιλήψεις. Για να μπορέσουν φυσικά να έρθουν όλοι
αυτοί οι διαφορετικοί πολιτισμοί σε επαφή μεταξύ τους, θα πρέπει να
υπάρξουν διαδικασίες όπου θα αναζητηθούν κοινά γνωρίσματα και αξίες που
θα διέπουν τις σχέσεις τους, αξίες που θα συνδιαμορφώσουν όλοι μαζί
μακριά από τετριμμένους δογματισμούς, σκοταδισμούς και φανατισμούς.
Συνεπώς, πρωταρχικό βήμα είναι η δημιουργία ανοιχτών πολιτικών
συνελεύσεων όπου όλοι οι πολίτες θα μπορούν συλλογικά να λαμβάνουν
αποφάσεις, αλλά και ο καθένας/μια να εκφράσει τον δικό του/της
προβληματισμό πράγμα που δύσκολα θα μπορούσε να πετύχει μέσα από τους
ισχύοντες θεσμούς μαζικής ενημέρωσης και ψευδο-επικοινωνίας. Έτσι
εξασφαλίζεται η δημόσια επαφή διαφορετικών ανθρώπων (πράγμα που
είναι αδύνατο στις σύγχρονες αποξενωμένες κοινωνίες), συνθήκη αναγκαία
για να τελειώνουμε μια για πάντα με κάθε είδους πολιτισμικό
απομονωτισμό. Ως εκ τούτου, η αναζήτηση ιδίων πολιτισμικών αξιών, βάσει
αυτών που πρεσβεύουν οι Κοινές Έννοιες (κατά τον Ολλανδό
φιλόσοφο Baruch Spinoza) δηλαδή ιδεών και νορμών που κατά κάποιον τρόπο
μπορούμε να εκλάβουμε ως οικουμενικές και καθολικά αποδεκτές από όλους
τους ανθρώπους (Spinoza 1996, σ.54: Deleuze 1990, σ.282: Williams 2007,
σ.364) – ανεξαρτήτως κοινωνικής κατάστασης ή πολιτισμικού υπόβαθρου –
που αποφασίζουν να ζήσουν και να συμβιώσουν συλλογικά μέσα σε μια
κοινότητα, κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να βρεθεί κοινός τόπος και συναίνεση. Οι Κοινές Έννοιες δεν
αφορούν κάποιο ουδέτερο νομικό πλαίσιο που θα προστατεύει την δήθεν
ανεκτικότητα, όπου ο καθένας/μια θα είναι υποχρεωμένος/η να ανέχεται
τον/την διπλανό/ή του (που στην πραγματικότητα απεχθάνεται λόγω
πολιτισμικών και εθνικών διαφορών, όπως ακριβώς συμβαίνει στο
φιλελεύθερο πολυπολιτισμικό μοντέλο). Απεναντίας, θα προωθεί έναν
κυρίαρχο πλαίσιο σημασιών και κανόνων που θα γίνεται δεκτό από όλους,
αξιών που θα προωθούν τις βασικές αρχές του προτάγματος της συλλογικής
και ατομικής αυτονομίας το οποίο είναι απόλυτα συνυφασμένο με την πολιτική δράση (τουτέστιν, τη δημόσια σφαίρα)
και ως εκ τούτου την επικοινωνία, το διάλογο και την ετερότητα και πάνω
απ’ όλα τη δυνατότητα (αυτό)αμφισβήτησης νορμών και σημασιών – όπως (για να χρησιμοποιήσω μερικά ιστορικά παραδείγματα) η αρχαία Αθηναϊκή αγορά και η πόλις
(Arendt 1990, σ.31) όπου η δυνατότητα αναίρεσης νόμων καθορίζονταν μέσα
από δημόσιες συζητήσεις και διαβουλεύσεις. Κοινώς, το πρόταγμα των διαπολιτισμικών σχέσεων θα διέπεται από καθολική διαβούλευση, πράγμα που απαιτεί δημόσια συνεύρεση (δημόσιο χώρο). Μόνο σε έναν δημόσιο κοινό τόπο, σε μια συζήτηση ανοιχτή προς όλους, μπορούν τα κοινωνικά
ανθρώπινα όντα να ακούσουν και να ακουστούν την ίδια στιγμή (μετανάστες
και γηγενείς, λευκοί και έγχρωμοι, μειονοτικοί και πλειοψηφικές
ομάδες). Μάλιστα, η γνωστή φράση του Martin Luther King, “riot is the language of the unheard”,
υποδηλώνει ακριβώς αυτό το πρόβλημα που υφίσταται σε μια σύγχρονη
δυτική πολυπολιτισμική κοινωνία, α) τον αποκλεισμό μειονοτήτων και
μεταναστών από τη δημόσια τριβή και τον κοινωνικό διάλογο, που δίχως
άλλοθι οδηγεί σε βίαιες αναταραχές και β) την πλήρη απουσία της
πραγματικής επικοινωνίας και δημόσιας συναναστροφής μέσω του λόγου στο καθεστώς της σιγής που
ευνουχίζει κάθε πιθανότητα αρμονικής συνύπαρξης και συμβίωσης, με την
επιθετικότητα και την πολεμική λογική να υιοθετείται ως υποκατάστατο. Σε
αντίθεση με όλα αυτά, μια διαπολιτισμικη διαβουλευτική δημοκρατία μπορεί
ευκολότερα να αναδείξει τα προβλήματα κάποιου μειονοτικού πληθυσμού
καθώς αποσκοπεί στην κοινή επαφή όλων των πολιτισμικών ομάδων, όπου και
τα ζητήματα που απασχολούν την καθεμιά μπορούν ευκολότερα να βρουν ώτα
ευήκοα μέσα σε καθεστώς ανοιχτής συζήτησης.
Πώς όμως μπορεί αυτή η καθολική
συναίνεση να διατηρηθεί επ’ αορίστω, πώς μπορούν να αποφευχθούν
θανάσιμες παρεκκλίσεις και κατ’ επέκταση, ξέσπασμα νέου κύκλου
συγκρούσεων, διαιρέσεων και διχασμών; Η απάντηση είναι πολύ απλή: τίποτα
δεν μπορεί να εγγυηθεί την απόλυτη ομαλότητα ενός τέτοιου προγράμματος,
όσο υποσχόμενο και αν φαίνεται αυτό. Αυτό φυσικά δεν συνεπάγεται ότι
το πρόταγμα αυτό είναι απόλυτα εξισωτικό με την κατάσταση του πολέμου (όπως θα ισχυρίζονταν κάποιοι). Απεναντίας, η πραγματική και κατ’ επέκταση διαπολιτισμική δημοκρατία (που συνιστά ως κύριο χαρακτηριστικό της το ανοιχτό σώμα της δημόσιας σφαίρας) αντικαθιστά την υπακοή σε αδήριτους νόμους με τη φιλία που
εν αντιθέσει με τη σημερινή έννοια της πλατωνικής αμοιβαιότητας – ή και
αγάπης – μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων, στη συγκεκριμένη περίπτωση
αποκτά νόημα βαθιά πολιτικό (ο σύγχρονος ορισμός της φιλίας αφορά
κυρίως το περιορισμένο ιδιωτικό πεδίο, δεδομένου ότι είναι
αδύνατο να υπάρξουν αμοιβαίοι δεσμοί αγάπης μεταξύ όλων των ανθρώπων).
Έτσι όταν ο Αριστοτέλης λέει στα Πολιτικά (1992, σ.34) «η γαρ τοΰ συζην προαίρεσις φιλία»
αναφέρεται στην μοναδική αρχή που εξασφαλίζει την αρμονική λειτουργία
ενός πολιτικού σώματος και αποτρέπει συγκρούσεις, έριδες και εμφύλιες
διαμάχες (Arendt 1990, σ.34): σε αντίθεση με την αμυντική λογική της ανεκτικότητας, η φιλία
ως κυρίαρχη αξία δεν θέτει ως στόχο της τη διατήρηση μιας παθητικά
αρνητικής στάσης απέναντι σε εκείνους των οποίων τα φυλετικά,
πολιτισμικά ή εθνικά χαρακτηριστικά διαφέρουν αλλά, 1) οδηγεί όλα τα
άτομα στο να αντιληφθούν τον κίνδυνο που ελλοχεύει από μια πιθανή
κοινωνική διαίρεση, 2) στην αναζήτηση μιας χρυσής τομής και κοινών
σημασιών πάνω στις οποίες θα μπορούσαν να χτιστούν διαπολιτισμικές
γέφυρες, 3) στο σπάσιμο κάθε ταμπού και συνάμα στην
αυτο-συγκράτηση, αυτο-περιορισμό και κατανόηση των προβλημάτων κάποιας
άλλης ομάδας ανθρώπων και τέλος, 3) στην (μή αναντίρρητη φυσικά) αποδοχή
της διαφορετικότητας. Έτσι η έννοια πολιτισμική ταυτότητα καθίσταται ευμετάβλητη και ανοιχτή σε κάθε είδους παρεμβάσεις και διαβουλεύσεις, παρά ένα άκαμπτο σύνολο φαντασιακών σημασιών που δεν επιδέχονται καμία κριτική ή αναίρεση.
Εν κατακλείδι
Με βάση τον Καστοριάδη, ο ρατσισμός είναι η εν γένει αδυναμία ενός ανθρώπου να αναγνωρίσει το διαφορετικό ως ίσο (δηλαδή
να κατανοήσει και να παραδεχτεί, κοινώς, να έρθει σε επαφή μαζί του)
πράγμα που το καθιστά εύκολο στόχο στη διοχέτευση του μίσους που ο ίδιος
ο θύτης νιώθει για τον φθαρμένο και αλλοτριωμένο του εαυτό. Μόνο η
επαφή, λοιπόν, ενός ατόμου με ανθρώπους από διαφορετικούς πολιτισμούς το
βοηθά να ξαναδεί τον εαυτό του, ωθώντας το στην αυτογνωσία (άλλωστε ο
διαχωρισμός “εθνικών” ομάδων είναι μια πολύ μικρή έκφανση του
αυτο-ορισμού ή του ετερο-ορισμού της ταυτότητας των ανθρώπων). Αυτή η
ετερονομία, φυσικά, δεν μπορεί να κατανοηθεί σε αντιδιαστολή με το
κοινωνικό περιβάλλον που την καλλιεργεί και τη διαιωνίζει καθώς αποτελεί
αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού πράττειν που τυφλά οι
απαθείς πλειοψηφίες ενισχύουν, όντας εγκλωβισμένες στην κουλτούρα της
ιδιώτευσης. Συνεπώς, άμεσος στόχος ενός αντιρατσιστικού και
χειραφετησιακού κινήματος δεν είναι η προσκόλληση στην πολιτική
ορθότητα, στους αστικούς νόμους μήτε στην αμφιλεγόμενη
πολυπολιτισμικότητα και το θεσμικό πλαίσιο που την προστατεύει, αλλά
στην προσπάθεια για συνολικό κοινωνική και δημοκρατική αλλαγή. Η ρήξη τόσο με την αστική φιλελεύθερη ιδέα της πολυπολιτισμικής κοινωνίας πρέπει να είναι ρητή
και ξεκάθαρη, όσο και η εναντίωση στις κραυγές μίσους που αναπαράγονται
από τις λαϊκιστικές κιτρινισμένες φυλλάδες και τα ακροδεξιά μορφώματα
που αναμένεται να σαρώσουν στις επικείμενες ευρωεκλογές του Μάη. Δεν θα
πρέπει, όμως, να περιοριστεί μέσα σε αυτό το μεμονωμένο ζήτημα, αλλά
απεναντίας να ενσωματωθεί στη συνολική αμφισβήτηση των υπαρχόντων
αξιακών αναπαραστάσεων. Τέλος, τη στιγμή που φανερά απειλούνται
στοιχειώδης διεκδικήσεις και ελευθερίες, όσοι πραγματικά πιστεύουν στις
αξίες της δημοκρατίας (και όχι της ολιγαρχίας), δηλαδή στην πολιτική,
και κατ’ επέκταση πολιτισμική και οικονομική ισότητα, δεν έχουν παρά να
συμβάλλουν στην αντικατάσταση της υπαρξιακής παθητικότητας με την ενεργή
τους δράση, στοχεύοντας στη μεταβολή των καταστάσεων ώστε να υπάρξει
έναυσμα για περαιτέρω πολιτικές και κοινωνικές κατακτήσεις προς την
κατεύθυνση της ατομικής και συλλογικής αυτονομίας. Το πρόταγμα των διαπολιτισμικών σχέσεων δεν
έχει παρά να ενταχθεί και αυτό μέσα σε τούτη την ιδιαίτερα σημαντική
αλλά επίπονη και δύσκολη διαδικασία της δημοκρατικής μεταστροφής.
[1] Με βάση τον Καστοριάδη (1981, σ.58)
«το πρόταγμα της αυτονομίας είναι μια δημιουργία της ιστορίας μας. Αυτή η
κληρονομιά της δικής μας παράδοσης, της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας
δεν είναι η μόνη κληρονομιά. Έχουμε κι άλλη κληρονομιά: την Ιερά
Εξέταση, τον σταλινισμό και τον ρατσισμό, όλα αυτά αποτελούν επίσης
δημιουργίες». Πρόκειται για την παράδοση που αντιλαμβάνεται την ισχύ και
την εξουσία ως μέθοδο υπακοής, ως μια κτηνώδη και ύπουλη τέχνη
επιβολής, και προέρχεται «από την παλιά έννοια της απόλυτης εξουσίας που
συνόδευσε την άνοδο του ευρωπαϊκού έθνους-κράτους, του οποίου η
παλαιότερη και μεγαλύτερη ακόμη εκπρόσωποι ήταν ο Jean Bodin, στο δέκατο
έκτο αιώνα στη Γαλλία, και ο Thomas Hobbes, στην Αγγλία του δέκατου
έβδομου αιώνα» (Arendt 1970, σ.38). Χαρακτηριστικό αυτής της κληρονομιάς
είναι ο ρατσισμός και το ιδεώδες της ‘Ευρωπαϊκής φυλετικής
ανωτερότητας’ που χρησιμοποιήθηκε με σκοπό να δικαιολογηθούν οι
επεκτατικοί πόλεμοι και τα αποικιοκρατικά καθεστώτα. Το πολυπολιτισμικό
μοντέλο, λοιπόν, (όντας δημιούργημα του φιλελεύθερου κόσμου) εμπεριέχει
σπέρματα του προτάγματος της αυτονομίας (όπως και ο σύγχρονος Δυτικός
κόσμος επίσης). Αυτό ακριβώς το στοιχείο (όντας ταυτόσημο με την
ελευθερία και την ισότητα) καλείται ο επαναστατικός χώρος να ενισχύσει,
προσπερνώντας περιορισμούς και συμβιβασμούς με τις συντηρητικές εκδοχές
της κυρίαρχης ιδεολογίας που στην ουσία αντανακλούν τις ετερόνομες
παραδόσεις.
[2] «Το πρώτο δείγμα της ακροδεξιάς αντιισλαμικής της ατζέντας
παρουσίασε η Μαρί Λε Πεν, επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου, που σημείωσε
σημαντική αύξηση των ποσοστών του στις τελευταίες δημοτικές εκλογές. Σε
πρώτη φάση η Λε Πεν βάζει στο στόχαστρο τους μουσουλμάνους μαθητές. Όπως
ανακοίνωσε στους έντεκα συνολικά δήμους της Γαλλίας που κέρδισαν
υποψήφιοι του κόμματός της δεν θα προσφέρουν ειδικά γεύματα στους
μουσουλμάνους μαθητές. Όπως είπε τα ειδικά γεύματα για τους
μουσουλμάνους μαθητές (χωρίς χοιρινό) έρχεται σε αντίθεση «με τις αξίες
του κοσμικού κράτους της χώρας» [...] «Δεν πρόκειται να δεχτούμε κανένα
θρησκευτικό αίτημα στα γεύματα των σχολείων», δήλωσε η Λε Πεν στο
ραδιοφωνικό σταθμό RTL. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να εισέλθει η
θρησκεία στη δημόσια σφαίρα και να επηρεάσει το νόμο», πρόσθεσε» (Πηγή)
Επιπλέον αναφορές:
Καστοριάδης, Κ., 1992, Ο Θρυμματισμένος Κόσμος. Αθήνα: Ύψιλον
Arendt, H., 1970. On Violence. Orlando: A Harvest Book.
Arendt, H., 1990. On Revolution. 6Th ed. London: Penguin Books.
Bauman, Z., 1991. Modernity and Ambivalence. London: Polity Press.
Williams, C., 2007. ‘Thinking the Political in the Wake of Spinoza: Power, Affect and Imagination in the Ethics ‘ Contemporary Political Theory, 6, pp.349-369.
Deleuze, G., 1990. Expressionism in philosophy: Spinoza. Brooklyn, New York: Zone Books.
Francis, E., K., 1976. Interethnic relations: an essay in sociological theory. London: Elsevier.
Mendus, S., 1989. Toleration and the Limits of Liberalism. London: Macmillan.
Panizz, F., Mouffe, Ch., 2005. Populism and the Mirror of Democracy. London: Verso.
Spinoza, Benedict de, 1996. Ethics. London: Penguin Classics.
Το παρόν κείμενο είναι επιλεκτικό απόσπασμα από δοκίμιο που αρχικά γράφτηκε στα Αγγλικά.
Πηγή: Eagainst
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου