του Κώστα Δουζίνα.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο re-public.gr
Ο ανθρωπισμός εξελίσσεται σε θεμελιώδη πολιτική ιδεολογία του 21ου αιώνα. Ο ακτιβισμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα μετατρέπεται σε αντι-πολιτική, άμυνα των «αθώων» έναντι της εξουσίας χωρίς καμία κατανόηση της λειτουργίας της εξουσίας και χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για συλλογική δράση που θα μπορούσε να αλλάξει τα αίτια της φτώχειας, της αρρώστιας ή του πολέμου.
«Ευχαριστούμε που ήρθατε να υποστηρίξετε το σπουδαιότερο πράγμα στην ιστορία του κόσμου», είπε ο Κρις Μάρτιν, ο πρώτος τραγουδιστής του ποπ συγκροτήματος Coldplay, στο πλήθος, στη συναυλία Live8 στο Χάιντ Παρκ, στο Λονδίνο. «Δεν ζητάμε φιλανθρωπία, ζητάμε ειρήνη». Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο πρώτος τραγουδιστής των U2 και συνδιοργανωτής της εκδήλωσης, ο Μπόνο, εξέφρασε το σκοπό της σειράς των συναυλιών που οργανώθηκαν με αφορμή τη συνάντηση των ηγετών της G8 στη Σκωτία. Με αλλεπάλληλες εκκλήσεις στους ηγέτες των οκτώ πλουσιότερων εθνών του κόσμου, η Live8 ζήτησε τη διαγραφή του αφρικανικού χρέους και μια σημαντική αύξηση του επιπέδου της βοήθειας. Τα ανθρώπινα δικαιώματα έπρεπε να τεθούν στο επίκεντρο της ατζέντας των ηγετών της Δύσης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι πολλές εκατοντάδες χιλιάδες που παρακολούθησαν τις οκτώ συναυλίες ανά τον κόσμο συμφωνούσαν με αυτά τα συναισθήματα. Τα δάκρυα και η συμπάθεια για τη δυστυχία και τον πόνο στην Αφρική κυριαρχούσαν στον εκτεταμένο χώρο που αφιέρωσαν στη συναυλία οι βρετανικές εφημερίδες. Τα πλήθη πέρασαν υπέροχα ακούγοντας τη Μαντόνα, τους Πινκ Φλόιντ και τον Πολ ΜακΚάρτνει, συμμετέχοντας στο «μεγαλύτερο γεγονός που οργανώθηκε ποτέ», διαμαρτυρόμενα για τη φτώχεια και την αρρώστια στην Αφρική. Η δικαιοσύνη «ήταν το απλούστερο και πιο διαδεδομένο θέμα. Όλοι έγιναν ξαφνικά, παγκόσμια, πολιτικοποιημένοι» (Euan Ferguson, The Observer, 2005). Ως συνδυασμός ηδονισμού και καλής συνείδησης, το Live8 δεν θα ξεπεραστεί εύκολα σε μέγεθος ή υπερβολή. Με πάρτι ως πολιτική, με ποτό και χορό ως ηθική έκκληση.
Η δημόσια διαμαρτυρία ενέχει ένα στοιχείο δημοσιότητας που αναγνωρίζεται από το νόμο για τη δημόσια τάξη. Οι δραστηριότητες διαμαρτυρίας, οι πορείες, οι διαδηλώσεις, οι πικετοφορίες και οι καθιστικές διαμαρτυρίες εμπεριείχαν πάντα ένα στοιχείο βίας ή τουλάχιστον ενόχλησης γι’ αυτούς που διαμαρτύρονται και για το κοινό γενικά. Οι πορείες και οι διαδηλώσεις γίνονται δημόσια, αλλά φέρνουν επίσης τους ανθρώπους κοντά και από ξεχωριστές μονάδες δημιουργούν ένα κοινό, είτε στο δημόσιο πεδίο των εφημερίδων και των δημοσίων συζητήσεων των αρχών του καπιταλισμού είτε στους δρόμους, πλατείες και άλλους δημόσιους χώρους της σύγχρονης ζωής. Αλλά η πολιτική των ανθρώπινων δικαιωμάτων δεν ασχολείται τόσο με τη δημοσιότητα, τις κοινές ιδέες ή πράξεις, τις πορείες. Στην παγκόσμια πολιτική διαμαρτυρίας, την ενόχληση έχει αντικαταστήσει ο ηδονισμός και η δημοσιότητα από τις τηλεοπτικές εκστρατείες, τις ιδιωτικές δωρεές και τα πάρτι. Καθόλου παράξενο που οι «στόχοι» της Live8 θα ήταν ευτυχείς αν μπορούσαν να συμμετέχουν στη εναντίον τους «δράση», σύμφωνα με τον υπουργό Γκόρντον Μπράουν.
Η Πολιτική ως Εκστρατεία Δικαιωμάτων
Τα ανθρώπινα δικαιώματα εξελίχτηκαν σε θεμελιώδη πολιτική ιδεολογία φέρνοντας κοντά την ευημερία της Δύσης με τις κακουχίες του παγκόσμιου Νότου. Τι σημαίνει όμως για την πολιτική η μετάλλαξή της σε εκστρατεία δικαιωμάτων; Ποιο είναι το «ανθρώπινο» των εκστρατειών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ποια είναι η ανθρωπιά του ανθρωπισμού; Η ιδέα της ανθρωπιάς που οι επιστολικές εκστρατείες της Band Aid, της Live8 και της Διεθνούς Αμνηστίας προτείνουν και προωθούν κυριαρχεί στη φαντασία μας και τους θεσμούς μας και καθορίζει πώς βλέπουμε τους εαυτούς μας και τους άλλους. Στη θεωρία, το ανθρώπινο υποκείμενο φέρνει κοντά και υπερβαίνει όλα τα περιφερειακά χαρακτηριστικά όπως η εθνικότητα, η υπηκοότητα, η τάξη, το φύλο, η φυλή ή η σεξουαλικότητα. Ο φιλελεύθερος ιδεολόγος Michael Ignatieff πατάει σε σίγουρο έδαφος όταν ισχυρίζεται πως τα ανθρώπινα δικαιώματα ενσωματώνουν την ιδέα ότι «το είδος μας είναι ένα» ( Human Rights as Politics and Idolatry, 2004). Θα έπρεπε να μπορούμε να αναγνωρίσουμε τον άνθρωπο, παρά τις εμπειρικές διαφορές ανά τον κόσμο, στο Σίτυ του Λονδίνου και τις παράγκες της Βομβάης, στα εξοχικά σπίτια του Μπερκσάιρ και τα αστικά σπίτια της Βαγδάτης. Το ανθρώπινο πλάσμα έχει παντού τις ίδιες ανάγκες, επιθυμίες και χαρακτηριστικά και αυτά (θα έπρεπε να) καθορίζουν τα δικαιώματα που έχουμε. Τα δικαιώματα ακολουθούν τη φύση μας. Ως φυσικά, είναι εμφανή, συμφωνούν όλοι γι’ αυτά, δεν υπάρχει άνθρωπος καλής πίστης που να μην αποδέχεται την οικουμενικότητά τους ή την πολιτική δραστικότητά τους. Είναι οι τίτλοι της κοινής ανθρωπιάς, κάτι που ανήκει σε όλους μας λόγω του βασικού γεγονότος ότι είμαστε άνθρωποι.
Στο σημείο αυτό αρχίζουν όμως να μας ζώνουν οι αμφιβολίες. Δεν θα χρειαζόμασταν νομική ενίσχυση αυτών των «εμφανών» τίτλων αν ήταν τόσο εμφανείς. Η θεσμική διακήρυξη και προστασία τους δείχνει πως δεν υπάρχει μία ανθρωπιά, πως η ανθρώπινη φύση δεν είναι κοινή σε όλους, πως η φύση δεν μπορεί να προστατεύσει τους δικούς της. Η Live8 αποτελεί μέρος της θλιβερής διαπίστωσης πως, παρά τις διακηρύξεις για ανθρωπισμό, δεν υπάρχει μία ανθρωπιά, το «ανθρώπινο» σπάει σε διαφορετικά μέρη. Ένα μέρος είναι η ανθρωπότητα που υποφέρει, το ανθρώπινο ως θύμα. Άλλο μέρος είναι η ανθρωπότητα που σώζει, το ανθρώπινο ως διασώστης. Η καλοσύνη της ανθρωπότητας εξαρτάται από τη δυστυχία της και χωρίς καλοσύνη η δυστυχία δεν θα αναγνωριζόταν. Τα δύο μέρη εξαρτώνται το ένα απ’ το άλλο για να συνυπάρξουν, όπως οι πλευρές ενός νομίσματος. Υπάρχει όμως ένας δεύτερος διαχωρισμός. Η ανθρωπότητα υποφέρει επειδή κάποια μέρη της είναι κακά, εκφυλισμένα, βάναυσα και επιβάλουν απερίγραπτες φρικαλεότητες στα υπόλοιπα. Δεν μπορεί να υπάρξει λύτρωση χωρίς αμάρτημα, δώρο χωρίς στέρηση, Band Aid χωρίς πείνα.
Αυτός ο δεύτερος διαχωρισμός αναγνωρίζεται επισήμως στη σημαντική έννοια των «εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας». Η δίκη της Νυρεμβέργης, που νομοθέτησε πρώτη αυτή τη νομική καινοτομία, θεωρείται συμβολική στιγμή στη δημιουργία του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα εμφανίστηκαν όταν η ανθρωπότητα αναγνώρισε πως ένα μέρος της διαπράττει αξιοκαταφρόνητες φρικαλεότητες έναντι ενός άλλου, ενώ ένα τρίτο μέρος είναι ο σωτήρας και λυτρωτής που χρησιμοποιεί το νόμο, τη λογική και μερικές φορές τη βία για να τιμωρήσει τους δράστες και να θεραπεύσει τον πόνο και το κακό. Η ανθρωπότητα υποφέρει από το κακό και το έγκλημα ή από τις επιδράσεις του ανθρώπινου σφάλματος που μπορεί να αποφευχθεί ή της κακής τύχης που δεν μπορεί να αποφευχθεί. Εάν η ανθρωπότητα υποφέρει από το δικό της κακό και πρέπει να σωθεί, το κακό και οι συνέπειές του, η ευπάθεια, η δυστυχία και ο πόνος, είναι το οικουμενικό χαρακτηριστικό της.
Θύματα, θύματα, παντού
Τόσο οι θρησκευτικές όσο και οι πολιτικές παραδόσεις αποδίδουν τη δυστυχία στο κακό. Στη χριστιανική, και ειδικότερα στην προτεσταντική θεολογία, ο πόνος είναι ένα μόνιμο υπαρξιακό χαρακτηριστικό, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του αρχέγονου αμαρτήματος. Η δυστυχία είναι αποτέλεσμα της παράβασης, της έλλειψης ή στέρησης του καλού. Ο Michael Ignatieff συμφωνεί. Οι στόχοι των ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι «να βάζουν πρώτη την απανθρωπιά, να δίνουν τέλος στην ‘άδικη δυστυχία και τη μεγάλη φυσική σκληρότητα’». Το κακό έρχεται πρώτο, το καλό ορίζεται αρνητικά ως στέρηση κακού, ως εξάλειψη, θεραπεία ή απουσία του κακού. Τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο ανθρωπισμός φέρνουν τα διάφορα μέρη της ανθρωπότητας κοντά, προσπαθούν να συρράψουν μια κοινή ανθρώπινη ουσία μέσα από το βαθιά τραυματισμένο σώμα.
Ο μετα-κομμουνιστικός ανθρωπισμός, φοβισμένος από τις φρικαλεότητες της ιδεολογίας του 20ού αιώνα, προτιμά μια ανθρωπότητα που υποφέρει και αντικαθιστά τα μεγάλα αφηγήματα της ιστορίας με την ατυχία του είδους. Η ανθρωπότητα δεν ενώνεται μέσα απ’ τα σχέδια των επαναστατών, αλλά μέσα από τον οικουμενικό πόνο και οίκτο. Τα πολιτικά γεγονότα δεν χαίρουν συγκεκριμένης ανάλυσης, δεν εξετάζονται για τις ιστορικές ρίζες τους, κρίνονται από τις ποσότητες πόνου που προκαλούν. Είναι μια παρήγορη θεώρηση. Καθοδηγούμαστε αποκλειστικά από ηθικά συναισθήματα. Ενωμένοι στον οίκτο μας, αναζητούμε ανακουφιστικές παρεμβάσεις και νοιαζόμαστε ελάχιστα για την κατάσταση πριν ή μετά την παρέμβαση, απ’ τη στιγμή που μειώνει την ποσότητα του πόνου. Το αποτέλεσμα είναι η πολυπλοκότητα της ιστορίας, το περιεκτικό πολιτικό πλαίσιο και η πολλαπλότητα των πιθανών απαντήσεων σε κάθε νέα «ανθρωπιστική τραγωδία» να χάνονται.
Οι ιδεολογίες θυσίασαν άτομα για το μέλλον της ανθρωπότητας, γιατί οι ανθρωπιστές δεν χρησιμεύουν παρά ως αποκρυπτογράφοι για την ανθρωπότητα που υποφέρει. Γιατί το ειδικό βάρος κάθε ατόμου και η μοναδικότητα κάθε κατάστασης αντικαθίστανται από μια γκρίζα, μονολιθική ανθρωπότητα, το ακριβώς αντίθετο από την απεριόριστη ποικιλία της ανθρώπινης εμπειρίας. Όπως λέει ο Alain Finkielkraut, « η ανθρωπιστική γενιά δεν αγαπάει τους ανθρώπους- αναστατώνουν υπερβολικά- χαίρεται όμως να τους φροντίζει. Οι ελεύθεροι άνθρωποι την τρομάζουν. Έτοιμη να εκφράσει πλήρως την τρυφερότητά της όταν είναι βέβαιη πως δεν θα φύγουν, προτιμά τους ανθρώπους με αναπηρία» (In the Name of Humanity, 2000). Επιπλέον, καθώς η αξία του οίκτου και της παρέμβασης που ακολουθεί ορίζονται σε ένα εικονικό χρηματιστήριο πόνου, η «τιμή» των συμφορών σπρώχνεται ασταμάτητα προς τα πάνω. Το Ολοκαύτωμα έχει γίνει το οικουμενικό κριτήριο σύγκρισης και το μέτρο του κακού για κάθε νέα πραγματική ή φανταστική φρικαλεότητα, κάθε Ρουάντα Βοσνία, Κόσοβο κρίνεται σε σχέση με αυτό. Όπως είπε ο Paul Ricoeur, «τα θύματα του Άουσβιτς είναι στη μνήμη όλων μας οι κατεξοχήν εκπρόσωποι όλων των θυμάτων της ιστορίας. Η θυματοποίηση είναι η άλλη πλευρά της ιστορίας που κανένα λογικό τέχνασμα δεν μπορεί ποτέ να δικαιολογήσει». ( Time and Narrative, 1998). O οίκτος έχει υποκαταστήσει την πολιτική, τη λογική της ηθικής, την πρόοδο της δυστυχίας. Η οικουμενική ανταλλαγή δυστυχίας και ο καπιταλισμός της αγοράς κατάφεραν τελικά να ενώσουν το ανθρώπινο είδος».
Η Αποικιοκρατική Λογική των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων
Παρά τις διαφορές περιεχομένου, η αποικιοκρατία και το κίνημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων σχηματίζουν μια συνέχεια, είναι επεισόδια του ίδιου δράματος, που ξεκίνησε με τις μεγάλες ανακαλύψεις του νέου κόσμου και συνεχίζεται τώρα στους δρόμους του Ιράκ, φέρνοντας τον πολιτισμό στους βαρβάρους. Ο ισχυρισμός για διάδοση της Λογικής και της Χριστιανοσύνης έδωσε στις δυτικές αυτοκρατορίες την αίσθηση ανωτερότητάς τους και την κινητήρια δύναμή τους σε οικουμενικό επίπεδο. Η παρόρμηση είναι πάντα εκεί. Οι ιδέες επαναπροσδιορίστηκαν αλλά η πίστη στην οικουμενικότητα της κοσμοθεωρίας μας παραμένει τόσο ισχυρή όσο αυτή των αποικιοκρατών. Υπάρχει μικρή διαφορά ανάμεσα στην επιβολή της λογικής και της καλής διακυβέρνησης και στον προσηλυτισμό για τη Χριστιανοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αποτελούν και τα δυο μέρος του, επιθετικού και λυτρωτικού ταυτόχρονα, πολιτισμικού πακέτου της Δύσης.
Η θρησκεία είναι εγγενώς λόγος της αλήθειας. Πρέπει να διακηρύττει την ανωτερότητα των δογμάτων της. Η οικουμενική ηθική ακολουθεί την ίδια οδό. Είναι αδύνατο να αξιώνεις την οικουμενικότητα ενός ηθικού κώδικα ή αρχής και να δέχεσαι ότι άλλοι μπορεί νομίμως να διαφωνούν με αυτόν. Εάν υπάρχουν πολλές απόψεις αλλά μια σωστή απάντηση, εναπόκειται στο άτομο, το κράτος ή τη συμμαχία που την έχει, να την περάσει και τελικά να την επιβάλει σε άλλους. Η ηθική, όπως και η θρησκεία, τακτοποιεί τους ανθρώπους σε θέσεις ανωτερότητας και υποβίβασης. Η «παγκοσμιοποίηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων ταιριάζει σε ένα ιστορικό πρότυπο στο οποίο η υψηλή ηθική προέρχεται από τη Δύση ως πολιτισμένος αντιπρόσωπος έναντι κατώτερων μορφών πολιτισμού στον υπόλοιπο κόσμο».Ο δυτικός συνήθιζε να κουβαλάει το φορτίο του λευκού άντρα, την υποχρέωση να διαδώσει τον πολιτισμό, τη λογική, τη θρησκεία και το νόμο στο βάρβαρο μέρος του κόσμου. Εάν τα αποικιοκρατικά πρότυπα ήταν ο ιεραπόστολος και ο αποικιοκράτης διοικητής, τα μετα-αποικιακά πρότυπα είναι ο εκστρατεύων για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ο λειτουργός της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Η ανθρωπότητα μετέθεσε την αποικιοκρατική εξουσία. Ο μεταμοντέρνος φιλάνθρωπος δεν έχει ανάγκη να πάει σε μακρινά μέρη για να χτίσει νοσοκομεία και αποστολές. Η παγκοσμιοποίηση εξασφάλισε ότι μπορεί να το κάνει αυτό από το μπροστινό του δωμάτιο, βλέποντας τηλεοπτικές εικόνες εγκατάλειψης και αγριότητας και πληρώνοντας με την πιστωτική του κάρτα.
Παρά τις δομικές διαφορές μεταξύ θύματος και εκστρατεύοντος, η θεώρηση της πολιτικής όπως προβάλλεται στις εκστρατείες για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι κοινή και στους δυο. Ο χορηγός όπως και το θύμα είναι παθητικός αποδέκτης μηνυμάτων και λύσεων ως βοηθητικός αποδέκτης. Η συμβολή του περιορίζεται στην αποδοχή των εναλλακτικών λύσεων που προσφέρονται από τις κυβερνήσεις και τα μέσα ενημέρωσης. Εάν το θύμα είναι το ανόητο παιχνίδι εξουσιών που ξεπερνούν τις δυνάμεις του, ο χορηγός αποδέχεται εξίσου πως αυτό το μέρος του κόσμου βρίσκεται πέρα από κάθε λύτρωση και η φιλανθρωπία αποτελεί προσωρινή ανακούφιση.
Σε αντίθεση με τον ιεραπόστολο, ο ανθρωπιστής δεν χρειάζεται να πιστεύει σε κάποια συγκεκριμένη θρησκεία ή ιδεολογία, εκτός από την παγκόσμια ιδεολογία ότι οι άνθρωποι υποφέρουν και έχουμε χρέος να ανακουφίζουμε τις πληγές τους. Ο πόνος και η δυστυχία έχουν υποκαταστήσει την ιδεολογία και τα ηθικά συναισθήματα έχουν υποκαταστήσει την πολιτική, όπως ο Richard Rorty μας συμβούλευσε να κάνουμε. Αυτό όμως το είδος ακτιβισμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων μετατρέπεται σε αντι-πολιτική, άμυνα των «αθώων» έναντι της εξουσίας χωρίς καμία κατανόηση της λειτουργίας της εξουσίας και χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για συλλογική δράση που θα μπορούσε να αλλάξει τα αίτια της φτώχειας, της αρρώστιας ή του πολέμου.
Κάνοντας το Καλό
Τα στοιχήματα των ανθρωπιστικών εκστρατειών είναι μεγάλα. Προϋποθέτοντας το θύμα και/ή σώζοντας τον άλλον από ανθρωπισμό δημιουργούμε ανθρωπιά. Ο δράστης/θύμα αποτελεί υπενθύμιση, στοιχειό από το αποκηρυγμένο παρελθόν μας. Είναι το φαντασιακό αντίγραφο της Δύσης, κάποιος που φέρει τα δικά μας χαρακτηριστικά και φοβάται, αν και με την αντίστροφη, φτωχότερη έννοια. Απ’ τη στιγμή που το ηθικό σύμπαν περιστρέφεται γύρω από την αναγνώριση του κακού, κάθε σχέδιο ένωσης των ανθρώπων στο όνομα του καλού καταδικάζεται ως κακό. Ο καντιανός ηθικολόγος καταγγέλλει κάθε ριζοσπαστικό πολιτικό σχέδιο, κάθε πράξη που στοχεύει στη δικαιοσύνη ή τη ριζοσπαστική ισότητα. Η βούληση για καλό θα μετατραπεί σίγουρα σε εφιάλτη και ολοκληρωτισμό. Γι’ αυτό, το αντίτιμο της πολιτικής των ανθρώπινων δικαιωμάτων είναι ο συντηρητισμός.
Η ηθικολογική αντίληψη καθιστά αδύνατες και ταυτόχρονα εμποδίζει τις θετικές πολιτικές θεωρήσεις και δυνατότητες. Η ηθική των ανθρώπινων δικαιωμάτων νομιμοποιεί αυτό που η Δύση ήδη κατέχει. Το κακό είναι αυτό που ούτε κατέχουμε ούτε απολαμβάνουμε. Αλλά όπως λέει ο Alain Badiou, ενώ το ανθρώπινο είναι εν μέρει απάνθρωπο, είναι επίσης περισσότερο από ανθρώπινο. Υπάρχει μια ‘υπεράνθρωπη ή αθάνατη διάσταση στο ανθρώπινο’ (Badiou, A subject to Truth, 2003). Γινόμαστε ανθρώπινοι στο βαθμό που επιβεβαιώνουμε μια φύση που ενώ είναι εντελώς θνητή δεν είναι έτοιμη να θυσιαστεί και δεν συμμορφώνεται με τους κανόνες του παιχνιδιού. Η κατάσταση του θύματος, από την άλλη πλευρά, ‘του ζώου που υποφέρει, του σκελετωμένου ατόμου που πεθαίνει, συρρικνώνει τον άνθρωπο στη ζωώδη υποδομή του, στην καθαρή και απλή θνητή ιδιότητά του…ούτε η θνησιμότητα ούτε η σκληρότητα μπορούν να ορίσουν τη μοναδικότητα του ανθρώπινου στον κόσμο των ζωντανών.
Θα έπρεπε να αντιστρέψουμε την ηθική μας προσέγγιση: δεν είναι η δυστυχία και το κακό που ορίζουν το καλό ως την άμυνα που προβάλλει η ανθρωπότητα έναντι της κακής πλευράς της. Είναι η θετική ικανότητά μας να κάνουμε το καλό, η αποδοχή της δυνατότητάς μας να ενεργήσουμε και να αλλάξουμε τον κόσμο, που πρέπει να καταγγείλουν το κακό ως ανοχή ή προώθηση του υπαρκτού και όχι αντίστροφα. Με αυτή την έννοια, τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μας προστατεύουν από την απανθρωπιά, αλλά θα μπορούσαν να κάνουν το ανθρώπινο περισσότερο από ανθρώπινο. Ίσως πρέπει να παραμερίσουμε τα δικαιώματα προς όφελος του δίκαιου.
Πηγή: http://aristerovima.gr/blog.php?id=1578
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου