αφορά την κατανομή ευθύνης για την οικονομική κρίση και τη μέθοδο απεμπλοκής από αυτή: «Όλοι μαζί φάγαμε τα λεφτά, μέσα σε όργιο καταναλωτισμού, μέθης και κραιπάλης. Ήλθε η στιγμή να πληρώσουμε το λογαριασμό». Το αυτομαστίγωμα δεν σταματά, αλλά επεκτείνεται σε όλες τις πλευρές του κοινωνικού και πολιτισμικού βίου: «Με την καταναλωτική συμπεριφορά μας οδηγήσαμε τη χώρα σε παρακμή. Οι έννοιες της ελευθερίας παρεξηγήθηκαν και εξισώθηκαν με την ασυδοσία. Εξαφανίσαμε κάθε ίχνος αξιοκρατίας και επικράτησε η ευνοιοκρατία. Ισοπεδώσαμε τις διαφορές προς τα κάτω, εκθρέψαμε μια κοινωνία καχεκτική, συντεχνιακή, υπό κρατική υπερπροστασία, στην οποία η έλλειψη αισθητικής απέβη αναπόσπαστο στοιχείο της επίπλαστης ευημερίας μας».
Είμαστε, λοιπόν, όλοι συνυπεύθυνοι και συνένοχοι για τη σημερινή χρεοκοπία της χώρας. «Ρίξαμε το καράβι στα βράχια με αποκλειστικά δική μας ευθύνη». Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Μνημόνιο του ΔΝΤ, που εμφανίζεται ως «Εωσφόρος», δεν είναι η κόλαση, αλλά ο αναπόδραστος μονόδρομος της σωτηρίας για την εξυγίανση, την ανάκαμψη, την επιβίωση. «Το Μνημόνιο χωρίς αποκλίσεις αποτελεί τη μοναδική πηγή ελπίδας μας».
Φυσικά, η διεκτραγώδηση των ελληνικών αθλιοτήτων δεν χρειάζεται αμφισβήτηση, όμως δεν αρκεί για να εκθρέψει θετικές προσδοκίες ούτε για να προσδώσει αξιοπιστία στη συνταγή του ΔΝΤ που εφαρμόζεται σήμερα στη χώρα μας. Η υπόθεση της παρακμής δεν αποτελεί ελληνική πρωτοτυπία, αλλά εγείρεται σήμερα για το σύνολο της Ευρώπης, ακόμη και της Δύσης στο σύνολό της. Αυτό αιτιολογείται, σε όλες χωρίς εξαίρεση τις δυτικές χώρες, με την έξαρση του καταναλωτισμού επί πιστώσει και την κατίσχυση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου εις βάρος του παραγωγικού, του οποίου οι δραστηριότητες φέρονται να διαρρέουν προς την Ασία.
Δεν είναι η Ελλάδα που παίζει καθοριστικό ρόλο στις παγκόσμιες μεταλλαγές: είναι θύμα τους. Και οπωσδήποτε για τις μεταλλαγές αυτές δεν ευθύνονται τόσο οι μισθωτοί και εργαζόμενοι, όσο κυρίως οι επιλογές του «μεγάλου χρήματος». Στη χώρα, που είναι τελευταία στην Ευρώπη όσον αφορά το ύψος των πραγματικών εργασιακών απολαβών και του μεριδίου της εργασίας στο εθνικό εισόδημα, αλλά ταυτόχρονα πρώτη στην έκταση της φτώχειας και των κοινωνικών αποκλεισμών, η ενοχοποίηση όλων αδιακρίτως για την από κοινού συμβολή τους στη σημερινή κατάντια εισπράττεται ως «υποκρισία». Κι ακόμη, εάν η συνεχής περικοπή των κοινωνικών παροχών αντισταθμίζεται στην πράξη με την εξασφάλιση πιστώσεων προς τα νοικοκυριά, ώστε η πιστωτική οικονομία να υποκαθίσταται τελικά στο κοινωνικό κράτος, ποιος άραγε φέρει τη βασική ευθύνη γι’ αυτό: οι μισθωτοί ή οι επιλογές του χρηματοπιστωτικού συστήματος;
Άραγε οι μισθωτοί επιλέγουν την εξάρτησή τους από τις τράπεζες ή μήπως οι τράπεζες τους επιβάλλουν αυτή τη μορφή εξάρτησης; Εάν οι τράπεζες χορηγούν περισσότερες πιστώσεις από όσες μπορούν να εξυπηρετήσουν τα εργατικά εισοδήματα, άραγε ευθύνεται γι’ αυτό ο μισθωτός ή μήπως η αναντιστοιχία μεταξύ πιστώσεων και εισοδημάτων, την οποία οπωσδήποτε άλλοι, εκτός του μισθωτού, αποφασίζουν και επιβάλλουν;
Σε κάθε περίπτωση, η κατανομή ευθύνης για τη σημερινή κατάρρευση αποτελεί ξεχωριστό πρόβλημα από εκείνο της εξόδου από αυτή. Το Μνημόνιο, αντί να συνιστά ελπίδα για εξυγίανση, εγκαθιστά την οικονομία σε συνθήκες αυτοτροφοδοτούμενης και επιταχυνόμενης ύφεσης, αδρανοποιώντας έτσι κάθε δυναμική ενδεχόμενης αλλαγής. Στις συνθήκες αυτές, οι αναγκαίες προσαρμογές της οικονομίας δεν διευκολύνονται, αλλ’ αντιθέτως επιδεινώνονται και περιπλέκονται.
Εξάλλου, το σημερινό Μνημόνιο δεν συγκρίνεται με το Σχέδιο Μάρσαλ (1948): Βεβαίως, προέρχονται αμφότερα από τους δυτικούς συμμάχους, όμως, με το τελευταίο είχαν εισρεύσει στη χώρα μας σοβαροί επενδυτικοί πόροι, ενώ με το σημερινό πρόγραμμα του ΔΝΤ σημειώνεται ευρεία εκροή πόρων σε κρίσιμο βαθμό. Η άποψη ότι «πρέπει οι Έλληνες να γίνουν φτωχότεροι, ώστε το σύστημα να εξυγιανθεί» δύσκολα πείθει για την αποτελεσματικότητά της, δεδομένου ότι κατά κανόνα στην ιστορία οι σοβαρές αλλαγές επέρχονται όταν η κοινωνία ευημερεί και διαθέτει προοπτική με βάθος χρόνου, όχι όταν παλεύει καθημερινά για τον επιούσιο, χωρίς την παραμικρή ορατότητα για το μέλλον της. Εάν η κακοδαιμονία του ελληνικού κράτους, από την ίδρυσή του, αποδίδεται στην «Εκκλησία, στους κοτζαμπάσηδες, στους Φαναριώτες, στους κλεφταρματωλούς καπεταναίους», με το Μνημόνιο και την υφεσιακή δέσμευση δεν προωθείται απεμπλοκή και έξοδος από αυτή, αλλά αντίθετα η οπισθοδρόμηση και καταβύθιση της χώρας στη θλιβερή παράδοσή της.
Η υφεσιακή επιλογή δεν είναι φορέας νέας κουλτούρας, αλλά φορέας πολιτισμικής αποψίλωσης και αποξένωσης από κάθε κουλτούρα, στο μέτρο που επαναφέρει την κοινωνία στον αγώνα και στην αγωνία για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών.
Για να αναδειχτεί πραγματική προοπτική και ελπίδα, απαιτείται η πληθωρική εμφάνιση νέων παραγωγικών δυνάμεων, με δυναμισμό και προοπτική, όχι διεκπεραιωτών λογιστών, που συγχέουν τη μικροοικονομική λογική με τη μακροοικονομική και δεν είναι σε θέση ούτε καν να πραγματοποιούν τα έσοδα που επί χάρτου προγραμματίζουν. Με τη χρηματοπιστωτική καταστολή δεν εξασφαλίζεται νέος δυναμισμός, αλλά οικονομική απενεργοποίηση και αδράνεια, δηλαδή απώλεια δυναμισμού και ακινησία.
Η σημερινή κατάληξη της ελληνικής οικονομίας είναι συνέπεια των ατέλειωτων περικοπών εισοδημάτων και της όξυνσης των εισοδηματικών ανισοτήτων, που αποφέρουν κατάρρευση αγορών, επιχειρήσεων, απασχόλησης. Για την ενεργοποίηση του δυναμισμού και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητος της οικονομίας, απαιτείται διαμετρικά αντίθετη οικονομική πολιτική: ενίσχυση των εισοδημάτων και μείωση των ανισοτήτων, ώστε να διαμορφωθούν θετικές προϋποθέσεις για ανάδειξη νέων δυναμικών και ανταγωνιστικών κοινωνικών και πολιτιστικών προτύπων.
Αυτό που σήμερα εφαρμόζεται με την επιτήρηση διεθνών διεκπεραιωτών όχι μόνο δεν είναι μονόδρομος, αλλά δεν είναι ούτε καν δρόμος. Η υπόθεση ότι επιφέρει κάποια βελτίωση όχι μόνο δεν πείθει τους συντελεστές της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, αλλά παράλληλα αυξάνει και τις ανησυχίες των πιστωτών της.
Πηγή: http://www.epikaira.gr/ |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου