10/8/11

Το «εθνικό» στη μυλόπετρα της κρίσης

Η εργατική τάξη και η ριζοσπαστική Αριστερά δεν δαιμονοποιούν ούτε θεοποιούν το εθνικό. Συνδέουν το εθνικό συμφέρον με το ταξικό συμφέρον των εργαζομένων και το αντιπαραθέτουν στον αστικό εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό
 
του Δημήτρη Γρηγορόπουλου

Στις μέρες της κρίσης η εθνικοφροσύνη φαίνεται να αναβιώνει. Μας κατακλύζει ένας ποταμός εθνικών εκφράσεων και παραινέσεων: Εθνική σωτηρία, εθνική συναίνεση, εθνικό καθήκον, εθνικό συμφέρον κ.ο.κ. 

Αυτή βέβαια η πλειοδοσία εθνικών συνθημάτων δεν έχει σχέση με τον πατριωτισμό (αγάπη για την πατρίδα), αλλά είναι έκφραση του αστικού εθνικισμού, που χρησιμοποιεί την έννοια του εθνικού συμφέροντος, για τη συγκάλυψη των ιδιοτελών συμφερόντων της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών.

Η επίκληση και πρόταξη του «κοινού» εθνικού συμφέροντος, δεν είναι βέβαια καινοφανής. Είναι παραδοσιακό εργαλείο στις αποσκευές της αστικής ιδεολογίας. 

Σήμερα όμως υπάρχουν δύο νέα στοιχεία - σημεία των καιρών.

Πρώτο: Η υιοθέτηση από το ΠΑΣΟΚ, της εθνικής συνθηματολογίας και η αποποίηση της παραμικρής φραστικής αναφοράς στο σοσιαλισμό, επιβεβαιώνουν τη μη αναστρέψιμη μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ σε αστικό κόμμα (και μάλιστα σκληρά νεοφιλελεύθερο). Τα κροκοδείλια δάκρυα («δεν πράττουμε αυτά που θέλει η ψυχή μας») κανένα δεν πείθουν, αφού η πολιτική τους δεν αποτελεί απλώς παρέκκλιση από το πρόγραμμα και τις αρχές τους, αλλά διαμετρικά αντίθετη πολιτική (το «κεϋνσιανό» προεκλογικό πρόγραμμα αντικαταστάθηκε από ανάλγητο νεοφιλελευθερισμό).

Δεύτερο: Νέο στοιχείο στο πολιτικό μας σύστημα αποτελεί και η εμμονή της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ελληνικού κεφαλαίου για εθνική συναίνεση των δύο πόλων του δικομματισμού (ήδη προθύμων δορυφόρων) με ιδανική εξέλιξη της συγκυβέρνησης (κατά το πρότυπο του «μεγάλου συνασπισμού» Γερμανίας και την εθνική συναίνεση στην Πορτογαλία, Ιρλανδία και Ισπανία).

Αυτή η εξέλιξη είναι νέα για το δικομματισμό (τουλάχιστον στη μορφή), αφού λόγω της ισχυρής παρουσίας (κοινωνικής και πολιτικής) της Αριστεράς στην ελληνική κοινωνία, ο «προοδευτικός» πόλος του δικομματισμού στηριζόταν σε μια αντιδεξιά κινδυνολογία, για να υποκλέπτει τις ψήφους αριστερών πολιτών (ΠΑΣΟΚ ή Δεξιά). Αντίστοιχα, ο συντηρητικός πόλος αξιοποιούσε τα αριστερά, φοβικά σύνδρομα, αποδίδοντας στο ΠΑΣΟΚ ή τουλάχιστον σε μια μερίδα του, αριστερές αντιλήψεις. Αυτή η αντιπαλότητα ήταν βέβαια φαινομενική (με δευτερεύουσες αντιθέσεις) αλλά αποτελεσματική, αφού αποτελούσε συνθήκη ύπαρξης και ευδοκίμησης για το δικομματισμό, από τη δεκαετία του 1920 ως σήμερα. Όμως ο παροξυσμός της κρίσης του καπιταλισμού στη χώρα μας και διεθνώς καθιστά μη ανεκτή έστω αυτή την επιδερμική αντιπαλότητα, αν και είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή του δικομματικού συστήματος. Άραγε, πάσχει από πολιτική μυωπία η Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν κατανοεί αυτήν την ανάγκη του συστήματος; Όχι βέβαια, αλλά τη διακατέχει τόση ανασφάλεια για την εφαρμογή της βίαιης λιτότητας, ώστε φοβάται ότι η φραστική έστω διαφοροποίηση της ΝΔ από τα μνημόνια, παρά την ουσιαστική συμφωνία της, μπορεί να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου και να ενισχύει άθελά της, τη λαϊκή αντίθεση στην ακολουθούμενη πολιτική. Γι’ αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση πιέζει ασφυκτικά για εθνική ενότητα, ώστε να εγκλωβιστούν ευρύτερες μάζες, στο δικομματισμό και να μείνουν απρόσβλητες από τη ριζοσπαστική πολιτική.

Σε πλατιές μάζες πολιτών έχει αναπτυχθεί αυθόρμητα αγανάκτηση και απέχθεια για την υποταγή στα κελεύσματα των Βρυξελλών. Αν και πολλοί υπερτονίζουν το εθνικό στοιχείο και το αυτονομούν από το ταξικό, η ανησυχία τους έχει αντικειμενική βάση και αν αποκτήσει κοινωνικό περιεχόμενο και στραφεί κατά του αστικού εθνικισμού, η παρέμβασή τους θα συμβάλει στην απόκρουση αυτής της πολιτικής.

Ο ακροδεξιός εθνικισμός προσπαθεί να διαβρώσει αυτό το ρεύμα. Παρά όμως την εθνικιστική ρητορεία του, αποδέχεται το ιμπεριαλιστικό πλαίσιο και πραγματικός στόχος του είναι το λαϊκό κίνημα και η Αριστερά. Εξάλλου, παραδοσιακά στρέφεται στον ξένο παράγοντα για να πλήξει τον κομμουνισμό, διαπράττοντας εθνικά εγκλήματα (συνεργασία με κατακτητές στην κατοχή, προδοσία Κύπρου κ.ά.). Από την άλλη μεριά, η κοσμοπολίτικη Αριστερά ταυτίζει γενικά τον πατριωτισμό με τον εθνικισμό και αναζητά τη λύση στον υπερεθνικό σχηματισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την «επανίδρυσή» του.

Η εργατική τάξη και η ριζοσπαστική Αριστερά δεν δαιμονοποιούν ούτε θεοποιούν το εθνικό. Συνδέουν το εθνικό συμφέρον με το ταξικό συμφέρον των εργαζομένων και το αντιπαραθέτουν στον αστικό εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό. Γι’ αυτό όχι μόνο υπερασπίζουν τα εθνικά δικαιώματα, αλλά και τα θεωρούν κρίκο στην επαναστατική διαδικασία.

Στο πλαίσιο της παγκόσμιας κρίσης εντείνεται η κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και για ενδογενείς λόγους (πτώση μέσου ποσοστού κέρδους) αλλά και λόγω των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για επέκταση της ακτίνας δράσης τους και της κερδοφορίας. Η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να συμβάλει στην αντιμετώπιση της κρίσης ενισχύει το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, το πολυκλαδικό - πολυεθνικό κεφάλαιο διευρύνοντας την εξαγωγική δράση και την κερδοφορία τους με λυσσαλέα επίθεση κατά των εργαζομένων (πολύχρονη λιτότητα –ακόμη και στη Δ. Γερμανία– κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, ακύρωση των δικαιωμάτων). 
Στο πλαίσιο αυτής της αναδιανομής, προωθείται και η πρωτοφανής μεταφορά υπεραξίας από τον «άσωτο» Νότο στο «σώφρονα» Βορρά. Έτσι, οξύνεται η αντίθεση Βορρά - Νότου στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την απομύζηση πλούτου μέσω του μηχανισμού του χρέους.

Αλλά η κρίση Βορρά - Νότου οξύνεται και σε πολιτικό επίπεδο. Αν και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει εξελιχθεί σε ενιαίο κράτος, συγκροτεί ένα συγκεντρωτικό και αυταρχικό πολιτικό μηχανισμό, μέσω του οποίου επιβάλλει ασφυκτικό έλεγχο στον κρατικό προϋπολογισμό των κρατών, μετατρέποντας τις εθνικές κυβερνήσεις σε πειθήνιους εντολοδόχους. Βέβαια, η καπιταλιστική Ελλάδα ήδη από την εποχή της ένταξης στην ΕΟΚ έχει ουσιαστικά απεμπολήσει την εθνική αυτεξουσιότητα, αλλά σήμερα στις συνθήκες της κρίσης χάνονται και τα τελευταία ψήγματα της εθνικής κυριαρχίας. Για παράδειγμα, στο πλαίσιο του δεύτερου Μνημονίου, ασκείται ασφυκτική πίεση στα αστικά κόμματα για εθνική συναίνεση, αν και το δικομματικό σύστημα προϋποθέτει τη σχετική διαφοροποίησή τους. Μάλιστα, σ’ ένα παραλήρημα καισαρισμού, ο Zαν Kλοντ Γιουνκέρ κυνικά ξεκαθάρισε ότι η εθνική κυριαρχία της Ελλάδας θα περιοριστεί δραστικά. Αυτή η όξυνση της αντίθεσης ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και ελληνικού καπιταλισμού έχει μια σχετικότητα. Ο ελληνικός καπιταλισμός είχε μια μικρο-ιμπεριαλιστική επέκταση στην ενδοχώρα των Βαλκανίων. Αυτή όμως η επέκταση δεν είχε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα και η Ελλάδα δεν αναδείχτηκε σε περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη, όπως η Τουρκία.

Η εθνική αντίθεση είναι υπαρκτή αλλά δευτερεύουσα σε σχέση με την ταξική αντίθεση. Σε κάποιες όμως ιστορικές συνθήκες (αποικιοκρατία, ξένη κατοχή, ασφυκτική εξάρτηση) μπορεί να αποκτήσει προτεραιότητα και να ηγεμονεύσει στον αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού.

Η εθνική μορφή κοινωνίας (έθνος) συγκροτείται από πολιτιστικές σχέσεις (γλώσσα, παραδόσεις, ήθη και έθιμα, αγάπη για την πατρίδα κ.ά.) και από σχέσεις οικονομικές και πολιτικές (οικονομία και κράτος έθνους στην εξέλιξή του). Παρά τους δεσμούς των μελών του, το έθνος δεν είναι κοινότητα με ομοιογενή συμφέροντα, όπως διατείνεται η αστική ιδεολογία και προπαγάνδα. Το έθνος αποτελείται από ανταγωνιστικές τάξεις. Στον καπιταλιστικό σχηματισμό κυριαρχεί η αντίθεση εργατικής και αστικής τάξης, άρα η διαμόρφωση και η εξέλιξή του εξαρτάται από τις σχέσεις (συνεργασία ή πάλη) αυτών των δύο βασικών τάξεων, όπως και η δράση του σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο.

Η αστική τάξη μετά την προοδευτική της περίοδο (και τότε όχι χωρίς αντιφάσεις) στον αγώνα κατά των θεσμών της φεουδαρχίας και για τη δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους, υιοθέτησε την ιδεολογία του αστικού εθνικισμού. Στο εθνικό επίπεδο, εκφράζεται με το προσωπείο του κοινού εθνικού συμφέροντος, για να συγκαλύψει την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των άλλων τάξεων και άρα για να τις κρατήσει σε σχέση υποταγής και στο διεθνές επίπεδο (ιδίως στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, όταν η ενισχυόμενη αστική τάξη γίνεται ανοιχτά επιθετική) για να νομιμοποιήσει ακριβώς στο όνομα της πατρίδας, την επιθετικότητα κατά άλλων εθνών. Στον αντίποδα, η εργατική τάξη προωθώντας τη χειραφέτηση από την εξουσία του κεφαλαίου, δεν ενδιαφέρεται μόνο για τη δική της απελευθέρωση αλλά για την απελευθέρωση και των καταπιεζομένων τάξεων του έθνους της αλλά και των άλλων εθνών.

Η προτεραιότητα της αντίθεσης εργασίας - κεφαλαίου προσδιορίζει λοιπόν και τον ταξικό χαρακτήρα της αντίθεσης εθνικού - διεθνικού. Γι’ αυτό η αντίθεση εθνικού - διεθνικού δεν ταυτίζεται εν προκειμένω με την αντίθεση ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού από τη μία πλευρά και ελληνικού έθνους από την άλλη, αλλά με την αντίθεση ιμπεριαλισμού, Ευρωπαϊκής Ένωσης και ελληνικών μονοπωλίων από τη μία πλευρά και εργατικής τάξης και λοιπών εργαζομένων από την άλλη. Η ελληνική αστική τάξη δεν είναι εθνική αστική τάξη (όπως ήταν στην πάλη κατά της φεουδαρχίας ή σε αντιαποικιοκρατικές επαναστάσεις) ώστε να ταχθεί κατά του ιμπεριαλισμού, αλλά έχει συμμαχήσει μαζί του, για να προωθεί τα ιδιαίτερα συμφέροντά της, σε βάρος της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων. Ειδικά στις σημερινές συνθήκες, η αντίθεση της εργατικής τάξης στον ελληνικό καπιταλισμό είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αντιπαράθεση κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την αποδέσμευση απ’ αυτήν και αντικειμενικά συνιστά κρίκο υπονόμευσης του συστήματος Ευρωπαϊκής Ένωσης - ελληνικών μονοπωλίων. Δεν είναι απλή διαχείριση βελτίωσης του καπιταλισμού, όπως διατείνεται ο αριστερός κοσμοπολιτισμός, αλλά παράγοντας της ανατροπής του. Όμως ο ταξικός καθορισμός της αντίθεσης εθνικού - διεθνικού δεν συνεπάγεται αυτόματα τον ακριβή καθορισμό αυτής της αντίθεσης.

Η αντίθεση με το πλέγμα ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, η πάλη κατά του εντεινόμενου αυταρχισμού, τα οξυμμένα λαϊκά προβλήματα καθορίζονται από τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού. Η λύση τους όμως δεν είναι ανάγκη να συμπέσει με την επαναστατική κατάργηση του καπιταλισμού.

Απεναντίας, επειδή τα παραπάνω προβλήματα συνδέονται άμεσα με την καθημερινότητα, άρα, είναι πιο προσιτά στη συνείδηση του εργαζόμενου, επειδή ακόμη η επανάσταση δεν είναι μονόπρακτο, αλλά προϋποθέτει μεταβατικούς στόχους για την πραγματοποίηση και την επιτυχία της (τακτική), αναγκαίο είναι τέτοιοι οξυμμένοι μεταβατικοί στόχοι να μην συγχωνεύονται με το σοσιαλισμό, ούτε να αποτελούν ομαλή σταδιολογία χωρίς επανάσταση, αλλά να αποτελούν μεταβατικούς κρίκους για την επαναστατική διαδικασία. Η υλοποίηση τέτοιων στόχων από τα πρώτα στάδια θα κλονίζει τη δύναμη Ευρωπαϊκής Ένωσης - ελληνικού καπιταλισμού, αλλά και θα πείθει τους εργαζόμενους μέσα από την πείρα των αλλαγών, ότι η αντικατάσταση του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό και δυνατή είναι και αναγκαία.

Πρέπει να σημειώσουμε ακόμη ότι η εθνική αντίθεση και συνείδηση έχουν σχετική αυτοτέλεια. Παρά τον καθορισμό τους από την αστική ή εργατική συνείδηση, μπορεί να μην ταυτίζονται ούτε με τη μια ούτε με την άλλη. Για παράδειγμα, η αγάπη για την πατρίδα μπορεί να μην ταυτιστεί ούτε με τον αστικό εθνικισμό ούτε με τον προλεταριακό πατριωτισμό ή να επηρεαστεί κι από τους δύο, χωρίς να κυριαρχηθεί ούτε από τον έναν ούτε από τον άλλο. Η διαπίστωση αυτής της σχετικής αυτοτέλειας είναι αναγκαία, για να μην ταυτίζει κανείς αβασάνιστα έναν εθνικά ευαίσθητο μ’ έναν αντιιμπεριαλιστή ή μ’ έναν εθνικιστή.

Πατριωτική ρητορική και υποκλίσεις στην ΕΕ

Η μεταφορά των κέντρων λήψης αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνδυάζεται με την έξαρση της πατριωτικής ρητορικής από τα κόμματα του αστικού μετώπου. Αυτό το οξύμωρο εξηγείται από τη χρεοκοπία της σοσιαλδημοκρατικής και της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης κι από την ανάγκη επομένως, μιας «μεγάλης αφήγησης» για την ιδεολογική χειραγώγηση των μαζών στην πολιτική των μνημονίων. Έτσι, προκρίθηκε το δοκιμασμένο ιδεολογικό όπλο της αστικής τάξης, ο εθνικισμός, η «σωτηρία της πατρίδας», δηλαδή η σωτηρία των συμφερόντων των διεθνών χρηματοπιστωτικών οίκων και της αστικής τάξης της χώρας μας. Για τη σωτηρία της χώρας αναγκαία θεωρείται και η εθνική συναίνεση των πολιτικών κομμάτων, πρωταρχικά του δικομματισμού. Όποιος δεν συναινεί στη συναίνεση, χαρακτηρίζεται εθνικά ανεύθυνος. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ συμφωνούν στην πολιτική του Mνημονίου, στο πλαίσιο όμως της σχετικής τους αυτοτέλειας, επιδιώκουν το κάθε κόμμα για τον εαυτό του την ηγεμονία σε αυτή την «εθνική προσπάθεια», επιδίωξη που εξηγεί τις επιμέρους διαφοροποιήσεις της ΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ παρά τις πατριωτικές κορώνες, αναγνωρίζει την εκχώρηση της εθνικής ανεξαρτησίας στα ευρωπαϊκά ή και τα παγκόσμια ιμπεριαλιστικά κέντρα. Θεωρεί αναγκαία όμως αυτή την εκχώρηση, για να ορθοποδήσει οικονομικά η χώρα και να ανακτήσει την εθνική διαχείριση. Η ΝΔ ως αντιπολίτευση, φορά τη λεοντή του ασυμβίβαστου που δεν υποκύπτει στις πιέσεις των Βρυξελλών και καταψηφίζει τα μνημόνια επί της αρχής τους, ενώ υπερψηφίζει τα περισσότερα νομοσχέδιά τους.

Το ΛΑΟΣ καταψήφισε το νέο Mνημόνιο, ενώ υπερψήφισε το πρώτο. Παρά τη ρητορεία του, συμφωνεί με τη μνημονιακή πολιτική, υπερθεματίζει για την εθνική συναίνεση, προωθώντας μιαν οικουμενική κυβέρνηση στην οποία επιδιώκει να συμμετάσχει για να αναβαθμίσει το ρόλο του. Η «πατριωτική» πολιτική του δηλητηριάζεται ισχυρά από το μικρόβιο του ρατσισμού, αφού φορτώνει τα αίτια της κρίσης στις πλάτες των μεταναστών, στα δισεκατομμύρια ευρώ που εξάγουν από τη χώρα μας!

Την εθνική συναίνεση και τη συγκρότηση «εθνικής» κυβέρνησης υιοθετεί και η Δημοκρατική Συμμαχία, πλειοδοτώντας στις επιθέσεις κατά των συντεχνιών του συνδικαλιστικού κινήματος.

Ο Συνασπισμός παρά την αντίθεσή του στο Mνημόνιο, υποτιμά τις εθνικές - ταξικές αντιθέσεις και ουσιαστικά αναθέτει τη λύση τους στον εξωτερικό παράγοντα, την Ευρωπαϊκή Ένωση που με την «επανίδρυσή» της θα θεραπεύσει την ελληνική παθογένεια στο πλαίσιο μιας συνολικής ευρωπαϊκής λύσης. Την προσπάθεια μάλιστα αποδέσμευσης μιας χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση τη χαρακτηρίζει εθνικισμό, αφού υποσκάπτει την κοινή προσπάθεια για την επανίδρυση της Ευρώπης. Αυτή όμως η «κοσμοπολίτικη» πολιτική είναι σε προφανή αναντιστοιχία με την εντεινόμενη αντιδραστικοποίηση της Ευρώπης (υποταγή στις αγορές, ένταση του συγκεντρωτισμού και αυταρχισμού, βίαιη αναδιανομή σε βάρος των εργαζομένων). Στον ίδιο κοσμοπολίτικο αστερισμό κινείται και η Δημοκρατική Aριστερά, καταφάσκοντας όμως στην εθνική συναίνεση και στη συμμετοχή της σε κυβερνήσεις συνεργασίας στην πλατφόρμα ενός «άλλου» Mνημονίου.

Τέλος, ένα αυθόρμητο πατριωτικό ρεύμα,  παραμένει ανένταχτο. Το ρεύμα αυτό δεν πρέπει να χαρίζεται στον εθνικισμό, αλλά να αντιμετωπίζεται ως ταλαντευόμενη δύναμη, που αν μπολιαστεί με το ταξικό στοιχείο, μπορεί να στοιχηθεί στο προοδευτικό μέτωπο και να απεμπλακεί από τον εθνικισμό ή τη συμπαράταξη με αστικές δυνάμεις (προερχόμενες κυρίως από το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ) που επιδιώκουν ένα εθνικά ανεκτό Mνημόνιο.

Για τη σχέση προλεταριάτου και έθνους υπάρχει μια γνωστή διαστρέβλωση και από την αστική ιδεολογία και από μια αριστερή, δογματική αντίληψη με επίκληση της φράσης του Mαρξ από το Kομμουνιστικό Mανιφέστο «Oι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα». Όποιος έχει την υπομονή να διαβάσει το σχετικό κείμενο, θα διαπιστώσει ότι ο Mαρξ συμπληρώνει αυτή τη φράση: «Όπως εννοούν την πατρίδα οι αστοί». Διευκρινίζει επίσης ότι οι γενικές αρχές και οι στόχοι του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη είναι κοινοί στο περιεχόμενο (ανατροπή της αστικής τάξης, κοινωνική ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής) αλλά εθνικοί στη μορφή, προσαρμόζονται δηλαδή στις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας « αφού το προλεταριάτο πρέπει να ξεμπερδεύει, πριν απ’ όλα με τη δική του αστική τάξη».

Αυτή η θέση έχει ως βάση την αντίληψη ότι το εθνικό συνδέεται με το ταξικό και σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο.

Προλεταριακός διεθνισμός
ΕΕ: Διεθνής συμμαχία του κεφαλαίου

Η αστική τάξη μετά την επαναστατική της περίοδο (1776 Αμερική, 1789 Γαλλία, 1848 Γαλλία, Γερμανία) υποτάσσει το εθνικό συμφέρον στο ταξικό της συμφέρον και χρησιμοποιεί την ψευδώνυμη εθνική ενότητα, για να κρατά σε υποταγή την εργατική τάξη και τις άλλες καταπιεζόμενες τάξεις. Παράλληλα χρησιμοποιεί την επίκληση του εθνικού συμφέροντος με την αντιδραστική έννοια (εθνικισμός, σοβινισμός) για να δικαιολογείται στο λαό και να τον παρασύρει σε επιθετική δράση εναντίον άλλων εθνών. Στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, η αστική επιθετικότητα λαμβάνει καθαρή μορφή και στρέφεται όχι μόνον εναντίον ανίσχυρων κρατών αλλά και εναντίον των άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών (στο όνομα της υπεράσπισης του εθνικού συμφέροντος) με αποτέλεσμα τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Στην εποχή μας κυριαρχεί η ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση, που θεωρεί το έθνος ξεπερασμένη κοινωνική μορφή και προωθεί την παγκόσμια σύγκλιση, ενώ στην πραγματικότητα υποτάσσει πιο ασφυκτικά τα κράτη στα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη και τις ολόκληρώσεις τους. Στον αντίποδα, η εργατική τάξη, από την ίδια τη θέση της στο καπιταλιστικό σύστημα, συνδέει με διαμετρικά αντίθετο τρόπο το εθνικό και το ταξικό. Γίνεται υπερασπιστής των καταπιεζομένων τάξεων του έθνους, αφού για να απελευθερωθεί η ίδια από την αστική τάξη, πρέπει να βοηθήσει και τις άλλες εκμεταλλευόμενες τάξεις να απελευθερωθούν.

Παράλληλα, η εργατική τάξη επειδή είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίζει και τη διεθνή συμμαχία του κεφαλαίου, είναι αναγκαίο να συμπαρατάσσεται με τη διεθνή εργατική τάξη κατά του κεφαλαίου (προλεταριακός διεθνισμός) και να αποκρούει την υποταγή και εκμετάλλευση ενός έθνους από άλλο, αλλά και την καταπίεση μιας μειονότητας στο πλαίσιο εθνικού κράτους.

Δηλαδή το εθνικό συνδέεται με το ταξικό και σε εθνικό επίπεδο αλλά και σε διεθνές. Ο προλεταριακός πατριωτισμός και ο διεθνισμός έχουν προοδευτικό μεν χαρακτήρα, αλλά δεν προκύπτουν με παρθενογένεση. Ορισμένα στοιχεία τους δυνάμει (για παράδειγμα εθνική υπερηφάνεια, αίσθημα πολιτιστικής ανωτερότητας) μπορεί να εξελιχθούν σε εθνικιστική παρέκκλιση (ο Λένιν είχε στηλιτεύσει το 1923 το μεγαλορώσικο σοβινισμό). Αυτές οι εγγενείς τάσεις καταστέλλονται, όσο μεγαλώνει η επιρροή του σοσιαλιστικού στοιχείου πάνω στο εθνικό. Στο βαθμό μάλιστα που το εθνικό (πατριωτικό) στοιχείο συνυφαίνεται με το ταξικό (σοσιαλιστικό) ενισχύεται και η σύνδεση του εθνικού με την επαναστατική διαδικασία. Αυτή η σύνδεση είναι προϊόν της εντεινόμενης αντιλαϊκής επίθεσης από την άρχουσα τάξη σε σύμπλευση με ιμπεριαλιστικά κέντρα αλλά και της ισχυρής παρέμβασης του υποκειμενικού παράγοντα. Έτσι βαθμιαία συνειδητοποιείται ότι η λύση των οξυμμένων εθνικών ζητημάτων θα αποτελέσει κρίκο της αντικαπιταλιστικής πολιτικής και θα τη διευκολύνει (για παράδειγμα αντικαπιταλιστική ανατροπή στο πλαίσιο της ΕΕ να είναι αδύνατη). 

Η εργατική τάξη όχι μόνο δεν απαξιώνει το εθνικό στοιχείο, αλλά το ανάγει και σε κρίκο μετάβασης (ο αδύνατος κρίκος κατά Λένιν). Η ικανότητά της να λύσει αυτό το πρόβλημα (και άλλα οξυμμένα) εξασφαλίζει στην εργατική τάξη την ιδιότητα της ηγεμονίας στους κόλπους των εργαζομένων σε αντιδιαστολή με την αποδεδειγμένη ανικανότητα της αστικής τάξης να λύσει παρόμοια ζητήματα.

Δεν είναι τυχαίο ότι στο στάδιο του ιμπεριαλισμού η συρρίκνωση ή και απώλεια της εθνικής αυτοτέλειας αλλά και η καταστροφικότητα του ιμπεριαλισμού σε βάρος των λαών, ενέταξαν το εθνικό πρόβλημα και την αντίσταση στον ιμπεριαλισμό και τους εθνικούς συνεργάτες του στην επαναστατική διαδικασία (Οκτωβριανή Επανάσταση 1917, κινέζικη 1949, Βιετνάμ 1954, Κούβα 1959, ΕAMική αντίσταση στη χώρα μας που συνδύασε τον απελευθερωτικό αγώνα με φύτρα κοινωνικού μετασχηματισμού).

Αλλά και σήμερα στη χώρα μας, η προώθηση μιας ανατρεπτικής πολιτικής είναι αδιανόητη στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η εργατική τάξη στον αγώνα της για χειραφέτηση δεν αντιμετωπίζει μόνο τη δική της αστική τάξη, αλλά και την αντίδραση του διεθνούς κεφαλαίου.
Αυτή η αντίδραση ασφαλώς θα είναι πολλαπλάσια για το κίνημα μιας χώρας ενταγμένης σε ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου