17/8/12

Η αρχή του τέλους του ελληνικού δράματος;

του Σταύρου Δ. Μαυρουδέα*

Από την υπαγωγή της στο Μνημόνιο που συνομολόγησε η ελληνική αστική τάξη με την ΕΕ και το ΔΝΤ η ελληνική κοινωνία – και ιδιαίτερα η μεγάλη εργαζόμενη πλειοψηφία της – βιώνει ένα δράμα. 
Λαϊκές κατακτήσεις ετών εξαφανίζονται εν ριπή οφθαλμού, εργασιακά δικαιώματα καταβαραθρώνονται και το επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων (αλλά και των εκτεταμένων μεσοστρωμάτων) απομειώνεται ταχύτατα.

Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που ξέσπασε το 2007-8 – μία κρίση που είναι βαθειά και δομική ξεκινώντας από τον πυρήνα της καπιταλιστικής παραγωγής και όχι απλά μία χρηματοπιστωτική κρίση όπως οι αστικές απόψεις αλλά και αρκετές ψευδεπίγραφα ριζοσπαστικές διατείνονται – έπληξε ιδιαίτερα τους καπιταλισμούς μεσαίου και χαμηλού επιπέδου ανάπτυξης που ανήκουν στην ΕΕ. Όχι μόνο γιατί η καπιταλιστική κρίση εκδηλώθηκε και σε αυτές αλλά, επιπλέον, γιατί φορτώθηκαν και βάρη από τους ηγεμονικούς καπιταλισμούς της ΕΕ. Η υπαγωγή των ευρω-περιφερειακών οικονομιών σε μνημόνια (είτε ρητά [βλέπε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία] είτε υπόρρητα [βλέπε Ισπανία]) σηματοδοτεί την υποβάθμιση τους μέσα στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα.

Μπροστά στις εξελίξεις αυτές η ελληνική αστική τάξη δειλή, μοιραία και άβουλη αδυνατεί να διαπραγματευθεί σοβαρά με τους ηγεμονικούς ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς. Ίσως ιστορικά να βρίσκεται στις χειρότερες και πιο αδύναμες στιγμές της μέσα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα (μηδέ της Μικρασιατικής καταστροφής εξαιρούμενης). Παρόλο ότι βλέπει την υποβάθμιση της, είναι βαθύτατα δεσμευμένη οικονομικά και πολιτικά στο ευρωπαϊκό μπορντέλο (κατά Economist). 

Οι συστηματικές υποχωρήσεις που έχει κάνει στο οικονομικό επίπεδο – όπως έφθασε να παραδεχθεί μέχρι και ο Στ.Ψυχάρης στο ΒΗΜΑ (12/8/2012) – έχουν υποβαθμίσει την παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας και, κυρίως, την έχουν δέσει πολυσχιδώς στις ηγεμονικές ευρωπαϊκές οικονομίες. Όλα αυτά κάνουν το οικονομικό κόστος μιας αυτονόμησης του ελληνικού καπιταλισμού δυσθεώρητο, χωρίς φυσικά να συνυπολογισθούν τα γεωπολιτικά προβλήματα που θα προέκυπταν. Γι’ αυτό το ελληνικό κεφάλαιο κάνει το στανιό φιλότιμο και κοιτάζει να μεταφέρει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα «σπασμένα» στη ράχη των εργαζόμενων μειώνοντας δραματικά τους μισθούς, καταργώντας ασφαλιστικά δικαιώματα και κατακρεουργώντας τις εργασιακές σχέσεις. 

Για δύο ζητήματα μόνο φαίνεται ότι δίνει, αυτή την περίοδο, μία μάχη με τους ξένους «εταίρους».
 
Το πρώτο ζήτημα είναι ο έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το τελευταίο αποτελεί την σύγχρονη κορωνίδα του ελληνικού καπιταλισμού. Πίσω από τον «αγγελικό» κόσμο των τραπεζιτών κρύβονται όλες σχεδόν οι βασικές μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου (από τους εφοπλιστές, ξενοδόχους, κατασκευαστές και καναλάρχες μέχρι τους απροκάλυπτα μαφιόζους). Αποτέλεσε βασική αιχμή της Βαλκανικής ιμπεριαλιστικής επέκτασης του ελληνικού καπιταλισμού και ταυτόχρονα το βασικό εργαλείο για μία σειρά «νόμιμες» λοβιτούρες στο εσωτερικό. 

Την κορωνίδα αυτή δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να αλώσει ικανοποιητικά το ξένο κεφάλαιο παρά την είσοδο ξένων κεφαλαίων στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Όχι μόνο αυτό αλλά σήμερα, μέσα στην κρίση, πολλά από τα ξένα κεφάλαια τα μαζεύουν και φεύγουν. Η σημερινή άρον-άρον φυγή της Credit Agricole από την Εμπορική Τράπεζα και αντίστοιχες κινήσεις της Societe Generale στην Γενική Τράπεζα είναι ενδεικτικές. Όπως θα εξηγηθεί και στο επόμενο σημείο, οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν δομές, πρακτικές, διασυνδέσεις και ένα τέτοιο ιδιότυπο επιχειρηματικό κλίμα που οι Δυτικοί δεν μπορούν να χειρισθούν άνετα. Έτσι ακόμη και εκεί που έχουν την ιδιοκτησία και την διεύθυνση ουσιαστικά αδυνατούν να εξασκήσουν πλήρως το διευθυντικό δικαίωμα και είναι υποχρεωμένοι να προσφεύγουν στις υπηρεσίες εγχώριων κεφαλαίων (συνήθως των πρώην ιδιοκτητών των εξαγορασμένων εταιρειών). Με τον τρόπο αυτό οι τελευταίοι ουσιαστικά παραμένουν διευθυντές και προσπορίζονται νόμιμα ή παράνομα σημαντικά οικονομικά οφέλη (με υπεργολαβίες, μοιρασιές δουλειών, μίζες κλπ.). 

Αυτή η κορωνίδα του ελληνικού καπιταλισμού – με την οποία στήνονταν σχεδόν όλες οι υπόλοιπες «δουλειές» στην οικονομία – σήμερα κινδυνεύει να χαθεί. Όχι από το ελληνικό Δημόσιο - όπως θα έπρεπε καθώς έχει χρυσοπληρώσει την διάσωση των ελληνικών τραπεζών – αλλά από τους ξένους «εταίρους». Οι τρύπες των τραπεζών και η ανακεφαλαιοποίηση τους από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας οδηγούν στις υστερικές οιμωγές περί κινδύνου «αφελληνισμού» του χρηματοπιστωτικού συστήματος που ξέσπασαν όταν για μία στιγμή οι δυτικοί «εταίροι» είπαν ότι η επανακεφαλαιοποίηση πρέπει να γίνει με κοινές μετοχές, δηλαδή οι χρυσοκάνθαροι Έλληνες τραπεζίτες να χάσουν τον έλεγχο των τραπεζών όπως θα έπρεπε καθώς τα μετοχικά μερίδια τους έχουν μειωθεί δραματικά (καθώς βγάζουν τα προσωπικά λεφτά τους σε φορολογικούς παραδείσους του εξωτερικού αντί να τα βάζουν στις τράπεζες τους). 

Αυτό προς το παρόν αποφεύχθηκε με σκανδαλώδη τρόπο: το Δημόσιο δανείσθηκε, επανακεφαλαιοποίησε τις τράπεζες αλλά τους άφησε την διοίκηση και άρα την δυνατότητα για τα γνωστά βρώμικα παιχνίδια τους. 
Όμως ο κίνδυνος δεν έχει εκλείψει καθώς οι τρύπες των ελληνικών τραπεζών αυξάνουν και επικρέμεται η νέα απειλή της Τραπεζικής Ένωσης της ΕΕ όπου οι δυτικοί θα πάρουν άμεσα σχεδόν τον έλεγχο των τραπεζών. Και αυτή τη φορά, με την αλλαγή οικονομικών και λογιστικών προτύπων έτσι ώστε να ταιριάζουν με τα δυτικά αλλά και με τις ριζικές αλλαγές ιδιοκτησίας που απειλούνται, το ελληνικό κεφάλαιο μπορεί να μην μπορέσει να παίξει κρυφτούλι με τα δυτικά κεφάλαια και να αναγκαστεί να εκχωρήσει την κορωνίδα του. 

Υπάρχει και άλλο ένα καθόλου ευκαταφρόνητο στοιχείο σε αυτή την οικονομική διελκυστίνδα: το ελληνικό δημόσιο έχει γεμίσει από ομογενείς οφικιάλιους που προέρχονται από μεγάλους δυτικούς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ κλπ.) που λειτουργούν ουσιαστικά σαν εκφραστές – αν όχι σαν κάτι χειρότερο – των δυτικών συμφερόντων.

Το δεύτερο ζήτημα είναι συναφές με το πρώτο και αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις που επιβάλλονται από το Μνημόνιο. Το ελληνικό κεφάλαιο είναι ίσως από τα πιο ευρηματικά παγκοσμίως στο να κάνει μπίζνες με δημόσια χρήματα. Έτσι πίσω από και μέσα στις δημόσιες επιχειρήσεις λειτουργούν ισχυρότατα ιδιωτικά συμφέροντα που, με τον έλεγχο διοικητικών συμβουλίων και την πολιτική διαπλοκή, απομυζούν παχυλά συμβόλαια και υπεργολαβίες. Πρόκειται ουσιαστικά για ιδιωτικές μπίζνες όπου οι ιδιώτες επικαρπωτές δεν επωμίζονται κανένα σχεδόν βασικό πάγιο κόστος αλλά ξεκοκαλίζουν όλα τα φιλέτα.
Ουσιαστικά δηλαδή πίσω από το δημόσιο κέλυφος κρύβονται ισχυρά – άλλοτε συνεργαζόμενα και άλλοτε ανταγωνιστικά – ιδιωτικά συμφέροντα. Εάν οι δημόσιες αυτές επιχειρήσεις ιδιωτικοποιηθούν και μάλιστα καταλήξουν σε ξένα κεφάλαια τότε τα ελληνικά κεφάλαια κινδυνεύουν να χάσουν αυτές τις χρυσοτόκες όρνιθες καθώς οι νέοι ξένοι ιδιοκτήτες δύσκολα θα ανεχθούν να τους «δαγκώνουν» οικονομικά οι εγχώριοι επιχειρηματίες όπως έκαναν προηγουμένως στις δημόσιες επιχειρήσεις. 

Μέχρι τώρα, σε μία σειρά ιδιωτικοποιήσεις (ή και σε εξαγορές ιδιωτικών επιχειρήσεων – βλέπε, για παράδειγμα, την περίπτωση του τηλεοπτικού σταθμού Alpha, την αγορά του από την RTL που ποτέ δεν μπόρεσε να αυτονομηθεί από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη Κοντομηνά και που τελικά φέτος έδωσε το σταθμό πίσω σ’ αυτόν) που ενεπλάκησαν ξένα κεφάλαια τα τελευταία σπάνια κατάφεραν να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο των επιχειρήσεων αυτών και ουσιαστικά παρέμειναν δέσμια των ελληνικών κεφαλαίων που τις έλεγχαν προηγουμένως. 
Όμως μία του κλέφτη, δύο του κλέφτη που λέει και ο λαός μας …

Μπορεί το ελληνικό κεφάλαιο να δίνει αυτές τις δύο μάχες για το τομάρι του αλλά είναι φανερό ότι συνολικά η ελληνική οικονομία πορεύεται προς την άβυσσο. Το Μνημόνιο, δηλαδή η κυρίαρχη στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης που συνομολογήθηκε από την ελληνική αστική τάξη και τους ηγεμονικούς δυτικούς ιμπεριαλισμούς, είναι σαφές ότι δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας (για τους λόγους αποτυχίας του Μνημονίου βλέπε «Το νέο Μνημόνιο οδηγεί στην καταστροφή – Μόνη διέξοδος η αποδέσμευση από την ΕΕ»,

Αυτό γίνεται πλέον και δημόσια παραδεκτό, βλέπε πρόσφατες δηλώσεις του Έλληνα εκπροσώπου στο ΔΝΤ Π.Ρουμελιώτη ότι το τελευταίο γνώριζε από την αρχή ότι το ελληνικό πρόγραμμα δεν πρόκειται να πετύχει. Μάλιστα γίνεται και ένας μικρός σκυλοκαβγάς γι’ αυτό που προφανώς εμπλέκεται στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς μεταξύ ΗΠΑ, ΕΕ και «νεο-αναδυόμενων» οικονομιών. Το ΔΝΤ προσπαθεί να βγάλει την ουρά του έξω από την διαφαινόμενη ελληνική αποτυχία για μία σειρά λόγους. Πρώτον, προσπαθεί να μην λερώσει κι άλλο το ούτως ή άλλως αμαυρωμένο όνομα του με μία ακόμη παταγώδη αποτυχία. Δεύτερον, μέσω αυτού οι ΗΠΑ πιέζουν την ΕΕ για τις δικές τους στρατηγικές επιλογές (βλέπε «ΕΕ και Ελλάδα: καπιταλιστική κρίση και ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί»,

Τρίτον, γιατί πιέζουν την ΕΕ και οι «νεο-αναδυόμενες» οικονομίες, που άλλωστε το μερίδιο τους στα κεφάλαια του ΔΝΤ έχει αυξηθεί και φυσικά δεν σκοπεύουν να το ξοδέψουν ξελασπώνοντας την ΕΕ. Είναι φανερό πλέον ότι ο μόνος στόχος συνέχισης της Μνημονιακής στρατηγικής είναι το κέρδισμα χρόνου για την ΕΕ μέχρι να δουν οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί τι γίνεται με την παγκόσμια οικονομική κρίση και τους ανταγωνισμούς τους με τα άλλα παγκόσμια ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Υπό την πίεση αυτών των διλημμάτων η τριμερής φιλο-μνημονιακή κυβέρνηση (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) – που η ελληνική αστική τάξη μαζί με τους ξένους «εταίρους» της πειθαναγκαστικά επέβαλε στις τελευταίες εκλογές – δεν κρατά πλέον κανένα πρόσχημα παρά τα επικοινωνιακά εσωτερικά ψευτο-καυγαδάκια της. Δεν κρατά καμία από τις προεκλογικές υποσχέσεις της περί επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου και προχωρά να το εφαρμόσει παίρνοντας νέα βαριά αντιλαϊκά μέτρα. Χρησιμοποιώντας όλο το οπλοστάσιο παραπληροφόρησης και διαστροφής της πραγματικότητας που διαθέτει – ιδιαίτερα με τα ΜΜΕ της διαπλοκής που παρεμπιπτόντως δεν πληρώνουν τίποτα για τις κρατικές συχνότητες που έχουν ιδιωτικοποιήσει (άλλο ένα εξαίσιο παράδειγμα ιδιωτικοποίησης) – και που θα το ζήλευε και ο Γ.Γκαίμπελς.

Παρόλα αυτά, με όλα τα κόλπα και την προσπάθεια τους να προκαλέσουν έναν εσωτερικό κοινωνικό εμφύλιο (στρέφοντας την μία κοινωνική ομάδα ενάντια στην άλλη και, τελευταία, ενεργοποιώντας τον ρατσισμό) δεν πρόκειται να σώσουν την οικονομία. Γνωρίζουν ότι ο «λογαριασμός» δεν βγαίνει καθώς έχουν αποτύχει σε όλους τους ποσοτικούς στόχους τους (εκτός από τον αδήλωτο στόχο της αύξησης της εργατικής εκμετάλλευσης). 
Δεν έχει επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα καθώς τα δημοσιονομικά έσοδα (λόγω ύφεσης και αδυναμίας δομικού μετασχηματισμού του ελληνικού καπιταλισμού μέσα σ’ αυτήν) μονίμως υστερούν ενώ η αστική τάξη και το πολιτικό προσωπικό της δεν περικόπτουν επ’ ουδενί τις δικές τους σπατάλες. Εξ ου και οι εν μέρει πραγματικές εν μέρει υποκριτικές ευρωπαϊκές κραυγές (βλέπε Γιουνκέρ) ότι βλέπουν πολλούς έλληνες φτωχούς να υποφέρουν αλλά κανένα πλούσιο. 

Η ανταγωνιστικότητα και οι εξαγωγές καρκινοβατούν γιατί η ανάκαμψη μέσω αυτών είναι μία μακροχρόνια διαδικασία και επιπλέον η αποδιάρθρωση της οικονομίας λόγω Μνημονίου τις υπονομεύουν (χαρακτηριστικό παράδειγμα η δυσκολία απόκτησης εμπορικών πιστώσεων). 
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ δεν πρόκειται να πετύχει τους ορισμένους στόχους (άλλωστε και το 120% το 2015 δεν είναι ένα βιώσιμο επίπεδο και συνεπώς δεν λύνει το πρόβλημα το χρέους). Τέλος, και πιο σημαντικό απ’ όλα, η ελληνική οικονομία έχει μπει σε ένα υφεσιακό σπιράλ που συνεχίζεται αδιάπτωτο εξευτελίζοντας τόσο τις δηλωμένες όσο και τις αδήλωτες προβλέψεις του Μνημονίου. 

Χαρακτηριστικά, είναι πλέον προφανές ότι – ακόμη και με τις γνωστές αλχημείες – η ύφεση εφέτος θα ξεπεράσει τα περσινά επίπεδα και φυσικά οι βλακώδεις προβλέψεις για ανάκαμψη από το 2013 είναι απλό κουτόχορτο.

Σε τι ελπίζει λοιπόν η ελληνική αστική τάξη;

Απλά σε κάποια κόκκαλα από τους δυτικούς ηγεμόνες και ίσως σε κάποιο υπερατλαντικό από μηχανής θεό. Τα κόκκαλα έχουν να κάνουν με τον φόβο της ΕΕ για τις συνέπειες από μία ελληνική κατάρρευση. Ο υπερατλαντικός από μηχανής θεός εντάσσεται στις γενικότερες πιέσεις των ΗΠΑ για ποσοτική χαλάρωση και στην ΕΕ (βλέπε «ΕΕ και Ελλάδα: καπιταλιστική κρίση και ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί», καθώς και στους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς τους. Με λίγα λόγια, η ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό προσωπικό της κοιτάνε μυωπικά το τομάρι τους και ταυτόχρονα εκλιπαρούν για στήριξη. Σε καμία περίπτωση δεν φαίνονται ικανοί να διαμορφώσουν ένα δικό τους αυτοτελές σχέδιο και εξαρτώνται πλέον ασφυκτικά από τις επιλογές των ξένων «εταίρων» τους.

Τι όμως προσπαθούν να κάνουν οι ηγεμόνες της ΕΕ;

Και εδώ φαίνεται ότι κάθε αυτοπεποίθηση και σιγουριά έχει χαθεί και πλέον παλεύουν και αυτοί με τις αντιφάσεις τους ενώ πλέον εμφανίζονται και σημαντικές διαφωνίες και ρωγμές. 
Η ατιμωτική εκδίωξη του Ν.Σαρκοζύ από την γαλλική αστική τάξη (ο πρώτος Γάλλος πρόεδρος που δεν επιτυγχάνει δεύτερη θητεία) και οι βρώμικες (γιατί γίνονται στην πλάτη των ευρω-περιφερειακών οικονομιών) εκ νέου διαπραγματεύσεις με την Γερμανία είναι ενδεικτικές: ο γαλλο-γερμανικός άξονας τίθεται υπό διαπραγμάτευση και δεν είναι πλέον εκ προοιμίου δεδομένος. 

Τα γαλλικά παιχνίδια με τις ΗΠΑ είναι χαρακτηριστικά ενώ ο άλλος αμερικανικός εταίρος – η Αγγλία – προσπαθεί να επανατοποθετηθεί στο ευρωπαϊκό παιχνίδι αν και η οικονομία της είναι σε άθλια κατάσταση (και οι πολιτικές λιτότητας του Κάμερον την χειροτερεύουν ήδη). Ακόμη περισσότερο οι εσωτερικές αντιπαραθέσεις στη Γερμανία, που μέσα στην κρίση έχει ισχυροποιηθεί μεν ιδιαίτερα (λόγω καλύτερης οικονομικής κατάστασης, που φυσικά την έχουν πληρώσει οι Γερμανοί εργαζόμενοι και η ευρω-περιφέρεια) αλλά ταυτόχρονα καλείται να πληρώσει και την λυπητερή.

Οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες – ο καθένας για το εαυτό του και όλοι μαζί – προσπαθούν να αξιολογήσουν την κατάσταση και να χαράξουν γραμμή πλεύσης. Το βασικό δίλημμα του γαλλο-γερμανικού άξονα είναι αν θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε μία ποσοτική χαλάρωση α-λα-ΗΠΑ (δηλαδή με κατευθείαν αγορές κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ και τύπωμα χρήματος) που όμως θα θάψει τις ελπίδες για μία αμφισβήτηση της ηγεμονίας του δολαρίου και ταυτόχρονα θα διασαλεύσει τις πολιτικές λιτότητας τόσο στο εσωτερικό τους όσο και στην κινεζοποιούμενη ευρω-περιφέρεια. 

Κάτι τέτοιο γνωρίζουν ότι απλά θα απομακρύνει την κρίση χωρίς να την επιλύσει και ταυτόχρονα ότι έχουν προσπαθήσει μέχρι τώρα με την ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση θα πάει περίπατο. Επιπλέον, τσακώνονται για το κόστος μίας τέτοιας επιλογής καθώς είναι προφανές ότι θα το επωμιστεί ιδιαίτερα η Γερμανία (και οι χώρες γύρω από αυτήν), κάτι φυσικά αδιανόητο γι’ αυτήν. 

Ήδη, τόσο με τα LTRO (μακροχρόνιες διαδικασίες επαναχρηματοδότησης) όσο και με τα προγράμματα ELA (παροχή έκτακτης ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες σε ιδιωτικές), μία περιορισμένη και ελεγχόμενη πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης έχει προωθηθεί. Όμως αυτή είναι περιορισμένη, βραχυπρόθεσμη και ακόμη πραγματικά λεφτά δεν έχουν μπει στο τραπέζι καθώς όλα αυτά τα παιχνίδια γίνονται με μόχλευση, δηλαδή «τοξικά» εν τέλει (καθώς είναι «φούσκες») εργαλεία. Ουσιαστικά τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα παίζουν κρυφτούλι μεταξύ τους. Προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κρίση υπερσυσσώρευσης αυξάνοντας την εκμετάλλευση (πράγμα που επιδρά θετικό στο ποσοστό κέρδους) αλλά διστάζοντας να προχωρήσουν δραστικά στην απαξίωση κεφαλαίων (δηλαδή στην απο-συσσώρευση κεφαλαίου) καθώς φοβούνται ότι έτσι θα ανοίξουν πύλες της κολάσεως αντίστοιχες (αν όχι χειρότερες) με αυτές της κρίσης του 1929. Έτσι το κάθε ένα διεθνές ιμπεριαλιστικό κέντρο προσπαθεί να φορτώσει στο άλλο ιδιαίτερα το κόστος της απαξίωσης κεφαλαίων.

Πως εμπλέκονται αυτοί οι ιμπεριαλιστικοί σκυλοκαβγάδες με την ελληνική τραγωδία; 

Μα φυσικά άμεσα. Η χώρα μας έχει την ατυχία, ιδιαίτερα χάρη στη σύγχρονη «Μεγάλη Ιδέα» της ελληνικής αστικής τάξης για ένταξη στην ΕΕ (βλέπε «Η κρίση της ΕΕ, η Ελλάδα και η Αριστερά»,), να έχει βρεθεί κυριολεκτικά στο μάτι του κυκλώνα. Μαζί με τις υπόλοιπες ευρω-περιφερειακές χώρες ωθήθηκε στη ζώνη της εσωτερικής ευρωπαϊκής «κινεζοποίησης» (δηλαδή οικονομίες-παρίες χαμηλού εργασιακού κόστους) έτσι ώστε να στηριχθεί η κερδοφορία τόσο του ελληνικού κεφαλαίου όσο, και κυρίως, του ξένου. Όταν το εγχείρημα αυτό ξέφυγε από τον έλεγχο και, χάρις και στους διεθνείς ενδο-ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, η ΕΕ στο σύνολο της μπήκε στο επίκεντρο της παγκόσμιας κρίσης τότε η χώρα μας έγινε όχι μόνο ένα πειραματόζωο αλλά και ένας δυνητικός αποδιοπομπαίος τράγος. Για τους ηγεμονικούς ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς, στην προσπάθεια τους να αποφύγουν τη συνταγή της ποσοτικής χαλάρωσης και της ιμπεριαλιστικής υποβάθμισης, το δίλημμα είναι το ακόλουθο: μία τελετουργική θυσία ορισμένων χωρών (με την Ελλάδα πρώτη και καλύτερη μεταξύ αυτών) θα καταπράυνε τους διεθνείς ανταγωνιστές τους ή θα τους άνοιγε περισσότερο την όρεξη; Και επιπλέον, μία τέτοια κίνηση θα ήταν τεχνικά ελεγχόμενη ή θα οδηγούσε σε ένα ντόμινο ατυχημάτων που θα οδηγήσουν σε ολοκληρωτική καταστροφή. Με περισσότερο τεχνικούς όρους: μία ελληνική (κατ’ αρχήν) χρεωκοπία και έξοδος από την ΟΝΕ θα έπειθε τις διεθνείς αγορές ότι η ΕΕ συγυρίζει τα του οίκου της και γίνεται μία βιώσιμη οντότητα ή θα σηματοδοτούσε την έκρηξη των εγγενών αντιφάσεων της (ανισόμετρες και αποκλίνουσες οικονομίες, μη-βέλτιστη νομισματική περιοχή κλπ.) που θα επεξέτεινε το πρόβλημα στο σύνολο της ΕΕ και θα οδηγούσε τελικά στη διάλυση της;

Το δίλημμα αυτό μελετούν οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί ο καθένας για λογαριασμό του και με βάση τις δικές του οικονομικές και γεωπολιτικές προτεραιότητες. Το μελετά ιδιαίτερα ο γερμανικός καπιταλισμός που έχει και τον πρώτο λόγο καθώς έχει κερδίσει αλλά και κινδυνεύει να χάσει τα περισσότερα από την υπόθεση της ΕΕ. Το ερώτημα είναι δύσκολο καθώς εκτός από το άμεσο κόστος μίας ελληνικής τελετουργικής θυσίας (που ο Economist αποτίμησε σε 320 δις ευρώ – βλέπε) και ακόμη και αν θεωρηθεί ότι έχουν ελεγχθεί εντελώς οι όποιες «τοξικές» παρενέργειες στο ευρωπαϊκό και διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα με την πρόσφατη ελεγχόμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους (το «κούρεμα» μετέθεσε το ελληνικό χρέος κυρίως σε κρατικά χέρια) τίποτα δεν διαβεβαιώνει ότι στη συνέχεια δεν θα μπουν στο επίκεντρο (γιατί στο στόχαστρο ήδη είναι) η Ισπανία και η Ιταλία. Στην περίπτωση αυτή κανένα Μνημόνιο δεν μπορεί να υπάρξει γιατί απλά δεν υπάρχουν τα πραγματικά απαιτούμενα ποσά για μία «διάσωση» και φυσικά οι γεωπολιτικοί τριγμοί θα είναι συγκλονιστικοί.

Όσο επεξεργάζονται το δίλημμα αυτό οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί προβληματίζονται για μία σειρά ενδιάμεσες λύσεις. 
Η πρώτη είναι μία νέα ελεγχόμενη χρεωκοπία μέσα στο ευρώ. Αυτή θα αφορά τα δάνεια από την ΕΚΤ και τις χώρες-μέλη της ΟΝΕ. Στην κατεύθυνση αυτή πιέζει το ΔΝΤ (και για τους λόγους που προαναφέραμε). Όμως, στην περίπτωση αυτή για πρώτη φορά από την αρχή της ελληνικής κρίσης θα «πονέσουν» πραγματικά οι ηγεμονικές ευρωπαϊκές οικονομίες καθώς θα χάσουν χρήματα, ενώ μέχρι τώρα δάνειζαν με κέρδος ή έδιναν αέρα κοπανιστό με μόχλευση και εγγυήσεις. Η δεύτερη λύση είναι η επιμήκυνση του ελληνικού προγράμματος και φυσικά ο επιπρόσθετος δανεισμός (για να καλυφθεί η χρονική καθυστέρηση) καθώς πλέον ούτε τα παπαγαλάκια των ελληνικών ΜΜΕ της διαπλοκής δεν μπορούν πλέον να τιτιβίσουν ότι μπορεί να πετύχει και να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Και η λύση αυτή έχει κόστος γιατί θα πρέπει – έστω με δανεισμό και μόχλευση – να δοθούν κάποια χρήματα (που ξεκίνησαν από 20 δις ευρώ και συνεχώς ο λογαριασμός ανεβαίνει όσο το Μνημονιακό πρόγραμμα πέφτει περισσότερο έξω). Και φυσικά, τώρα ιδιαίτερα που η ΕΕ μπαίνει σε ύφεση και η κρίση και οι ανταγωνισμοί αγριεύουν, κανένας από τους ούτως ή άλλως σφιχτοχέρηδες «εταίρους» μας δεν θέλει να δώσει. Βέβαια, όπως δημοσίευσαν οι Financial Times («Διετή παράταση χωρίς νέα δάνεια από εταίρους»,), η οικτρή σημερινή ελληνική κυβέρνηση σκοπεύει να ζητήσει απλά την χρονική επιμήκυνση του Μνημονιακού προγράμματος (δηλαδή την μετάθεση της χρονικής επίτευξης των ούτως ή άλλως ανέφικτων στόχων) κατά δύο χρόνια χωρίς νέα δάνεια. Μένει φυσικά να δούμε αν οι ευρωπαίοι «εταίροι» θα την δώσουν έστω και αυτό το φύλλο συκής για να δικαιολογήσει το νέο γδάρσιμο του ελληνικού λαού που ετοιμάζει για τον Σεπτέμβριο.

Φυσικά υπάρχει και η περίπτωση του συνδυασμού αυτών των δύο λύσεων. Όμως και στις 2+1 αυτές περιπτώσεις (και ακόμη και στην παραλλαγή επαιτείας του Σαμαρά) η λιτότητα όχι μόνο δεν θα χαλαρώσει αλλά θα ενταθεί γιατί, εφόσον «πονέσουν» λίγο οι ξένοι και έλληνες καπιταλιστές θα απαιτήσουν ακόμη μεγαλύτερο πόνο από το λαό μας. Επίσης, όσα φληναφήματα και να ειπωθούν περί ανάπτυξης (δηλαδή χάδια για το ελληνικό κεφάλαιο) δεν θα υπάρξει τίποτα γιατί απλά τόσο η Μνημονιακή στρατηγική όσο και η σημερινή κατάσταση δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο.

Αν αυτές οι ενδιάμεσες λύσεις δεν ευοδωθούν τότε απεργάζονται πιο ρηξικέλευθες κινήσεις. Αυτή που σιγά-σιγά διαρρέεται προς τα έξω και προετοιμάζεται το έδαφος γι’ αυτήν είναι η εισαγωγή διπλού νομίσματος στην Ελλάδα και η έξοδος της από την ΟΝΕ σε μία παραλλαγή του παλιού «φιδιού στο τούνελ» (με το ECU) ή του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ), δηλαδή των αποτυχημένων συστημάτων νομισματικής σύνδεσης που προηγήθηκαν της ΟΝΕ. Οι απόψεις αυτές, συζητημένες ήδη εν κρυπτώ αλλά και δημόσια παλιότερα, επαναδιατυπώθηκαν πρόσφατα από τον H.Sinn («Έξοδος μετ’ επιστροφής από ευρώ».

Η αρχική κίνηση μάλλον θα είναι το ελληνικό δημόσιο να αρχίσει να πληρώνει μέρος των υποχρεώσεων με τη μορφή κάποιου χαρτιού IOY (αυτό έγινε κατά κόρον ιδιαίτερα από τις ομοσπονδιακές πολιτείες στην Αργεντινή πριν το σπάσιμο της δολαριοποίησης). Δηλαδή θα δημιουργηθεί ουσιαστικά ένα δεύτερο εσωτερικό νόμισμα που η ισοτιμία του θα κυμαίνεται και θα εξαρτάται από το ευρώ. Φυσικά άμεσα σχεδόν η ισοτιμία αυτή θα κατρακυλήσει καθώς η αξιοπιστία του εκδότη (δηλαδή του ελληνικού Δημοσίου) θα καταρρέει. Συνεπώς αυτό το IOY θα είναι ένα χαρτί εσωτερικής κυκλοφορίας και φθίνουσας αγοραστικής δύναμης που θα εντείνει τα προβλήματα επιβίωσης όσον αμείβονται με αυτό. Όμως ένα τέτοιο σύστημα διπλού νομίσματος είναι εγγενώς ασταθές για πάρα πολλούς λόγους και μπορεί να λειτουργήσει μόνο βραχυχρόνια. Αναγκαστικά θα οδηγήσει στην έξοδο από το ευρώ.

Εδώ θα ακολουθήσει η επόμενη κίνηση δηλαδή η έξοδος της Ελλάδας από την ΟΝΕ. Όμως η έξοδος αυτή δεν θα οδηγήσει στην ανεξαρτητοποίηση της χώρας από την ευρωπαϊκή μέγγενη. Αντιθέτως, πιθανά με κάποιο καρότο μίας «αναπτυξιακής» βοήθειας και της υπόσχεσης επιστροφής στο ευρώ αν είμαστε καλά παιδιά, το νέο νόμισμα θα είναι ένας δορυφόρος του ευρώ. Με λίγα λόγια, η συναλλαγματική ισοτιμία του θα κυμαίνεται μέσα σε ένα φάσμα διακύμανσης γύρω από το ευρώ. Και φυσικά το ελληνικό κράτος δεν θα μπορεί να ρυθμίσει την συναλλαγματική ισοτιμία αυτοβούλως (ακόμη και μέσα σ’ αυτά τα ελεγχόμενα περιθώρια) αλλά πάντα σε συμφωνία με τους ευρωπαίους δανειστές και επικυρίαρχους. Το σύστημα του «φιδιού στο τούνελ» και του ΕΝΣ ουσιαστικά εξαρτά ένα νόμισμα από ένα άλλο (καθώς η συναλλαγματική ισοτιμία του πρώτου επιτρέπεται να κινηθεί μέσα σε ένα συν-πλην φάσμα διακύμανσης από αυτή του δεύτερου). Πρακτικά το πρώτο νόμισμα γίνεται ένα φθηνό εξάρτημα του δεύτερου, η χώρα του αποκτά κάποιες δυνατότητες υποτίμησης που όμως είναι, είτε άμεσα είτε έμμεσα, υπό τον έλεγχο της χώρας του δεύτερου. Στην ελληνική περίπτωση θα είναι άμεσα καθώς η χώρα θα είναι δέσμια των δανειστών της. Συνεπώς, όλα τα εργαλεία οικονομικής πολιτικής (δημοσιονομική, νομισματική, συναλλαγματική, εμπορική και βιομηχανική) θα παραμείνουν δέσμιες των ευρωπαίων ηγεμόνων. Απλά η διαχείριση τους θα μπορεί να είναι πιο ελαστική. Σε καμία περίπτωση η χώρα δεν θα αποκτήσει τη δυνατότητα αυτόνομης χάραξης πολιτικής. Με την μέθοδο αυτή θα επιδιωχθεί να διατηρηθεί ο σκληρός πυρήνας της ΕΕ φτιάχνοντας και τυπικά μία μαλακή περιφέρεια γύρω του εξαρτημένη από αυτόν και πιο αδύναμη από πριν. Γι’ αυτό και η ελληνική αστική τάξη όταν είχαν πρωτοπροβληθεί, επί Σημίτη, οι απόψεις περί ΕΕ δύο ταχυτήτων είχε αντιδράσει υστερικά διακηρύσσοντας ότι θα είναι στην πρώτη ταχύτητα ό,τι θυσίες και να χρειασθούν. Φαίνεται πλέον ότι θα υποβιβασθεί όχι στη δεύτερη αλλά σε ακόμη χαμηλότερη ταχύτητα και θα το καταπιεί κάνοντας το στανιό φιλότιμο και ξεσπώντας στον ελληνικό λαό για να βγάλει κάποια από τα σπασμένα. Φυσικά σε μία τέτοια εξέλιξη η χώρα και ο λαός θα έχουν ήδη υποβαθμισθεί σε περίπου τριτοκοσμικά επίπεδα. Απλά η ελληνική αστική τάξη, όπως και στις προηγούμενες καταστροφές από τις παλιότερες «Μεγάλες Ιδέες» της, θα κρύψει και διασφαλίσει τον συσσωρευμένο πλούτο της και θα επιδιώξει να διασφαλίσει την κυριαρχία της – χρησιμοποιώντας «αριστερούληδες» ή ακροδεξιούς διαχειριστές εκτάκτων καταστάσεων – ελπίζοντας να μπορέσει να επανακάμψει στο μέλλον.

Είναι φανερό πλέον ότι όλες οι εξελίξεις οδηγούν σε αυτό που είναι το βασικό δίλημμα για την ελληνική κοινωνία και χωρίζει τα συμφέροντα των βασικών τάξεων της: μέσα ή έξω από την ΕΕ. Όχι απλά κάποια αναδιάρθρωση του χρέους ή έξοδος από την ΟΝΕ – όπως διατείνονται «αριστερούλικες» φωνές – καθώς αυτά είναι εργαλεία που ήδη χρησιμοποίησε ή πρόκειται να χρησιμοποιήσει η αστική τάξη και οι δυτικοί «εταίροι» της προς όφελος τους. Η βασική κόκκινη γραμμή, αυτή που χωρίζει τους φίλους και τους αντιπάλους του συστήματος, είναι η συνολική στάση απέναντι στην ΕΕ.

Μία Αριστερά που σέβεται το εαυτό της, δεν στρουθοκαμηλίζει, δεν σκιαμαχεί (και μεταξύ της) και δεν ονειρεύεται να γίνει διαχειριστής του συστήματος οφείλει να διατυπώσει ένα συνεκτικό και ρεαλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα με βασικό άξονα την αποδέσμευση από την ΕΕ. Το μεταβατικό αυτό πρόγραμμα αναγκαστικά θα είναι πρόγραμμα σοσιαλιστικής μετάβασης που ταυτόχρονα θα απαντά ρεαλιστικά στα πιεστικά και άμεσα λαϊκά προβλήματα (αναλυτικότερα βλέπε «Αποδέσμευση από την ΕΕ: κρίσιμη προϋπόθεση για το άνοιγμα μιας διαδικασίας σοσιαλιστικής μετάβασης στη χώρα μας»,

Δυστυχώς, μέχρι τώρα όλα τα βασικά ρεύματα της ελληνικής Αριστεράς αδυνατούν να συγκροτήσουν ένα τέτοιο ρεαλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα και εξασκούνται, εκτός από ανούσιους διαξιφισμούς, είτε σε στρουθοκαμηλικά σχέδια διαχείρισης του συστήματος είτε σε φωνακλάδικα επαναστατικά κηρύγματα που όμως δεν φέρνουν καμία επανάσταση. Και όλα αυτά όταν ο τόπος χρειάζεται περισσότερο από ποτέ μία ριζική ανατροπή. Είτε για να αποφευχθούν τα χειρότερα είτε, εάν έρθουν τα χειρότερα, για να υπάρξει αχτίδα φωτός για το ταλαίπωρο λαό μας στο μέλλον.


Στις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες στο τέλος επέρχεται η κάθαρση, δηλαδή μία ριζική λύση. Η κάθαρση επίσης συνήθως συνδέεται με την έννοια της απόδοσης δικαιοσύνης. Μένει να δούμε τι θα γίνει στη σημερινή ελληνική τραγωδία. Η τραγωδία απλά θα έχει μία τραγική κατάληξη ή, αν δεν αποφευχθεί, τουλάχιστον θα φέρει την κάθαρση και την δικαιοσύνη; 
Μόνο στη δεύτερη περίπτωση μπορεί ξανά να ελπίζει σε ένα μέλλον ο κόσμος της εργασίας. Μένει να φανεί εάν ο τελευταίος έχει τις δυνάμεις να υπερβεί ανεπαρκείς γραμμές και σχηματισμούς και να χαράξει ένα τέτοιο μέλλον.

* Ο Σταύρος Μαυρουδέας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο γνωστικό αντικείμενο «Πολιτική Οικονομία» στο τμήμα Οικονομικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.

Πηγή: stavrosmavroudeas.wordpress.com και aristeriantepithesi.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου