του Γιώργου Κατρούγκαλου
"Την εποχή του Μνημονίου η διέξοδος από την κρίση, ή ακόμη και ο
βραχυπρόθεσμος έλεγχος των συνεπειών της, θα ακολουθήσει, αναγκαστικά,
ένα από τους εξής δύο δρόμους: Αυταρχική καταστολή ή λαϊκή συμμετοχή
στην άσκηση της εξουσίας. Ευτυχώς, η απάντηση στο δίλημμα δεν εξαρτάται
από οποιονδήποτε πρωτοδίκη, αλλά από όλους εμάς. Το φθινόπωρο θα
δείξει…"
Η απόφαση
200059/2012 του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία δεν αναγνωρίστηκε το
καταστατικό ενός σωματείου το οποίο επιδιώκει στόχους προφανώς εντός του
πλαισίου της συνταγματικής νομιμότητας (την διαγραφή του χρέους και την έξοδο
από την Ευρωζώνη) θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα καλοκαιρινό αστείο. Αν μη τι
άλλο, τα νομικά της είναι αστεία.
Έκρινε, επί λέξει, ότι «από την επωνυμία
του σωματείου, η οποία αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητάς του (…),
προκαλείται σύγχυση και παραπλάνηση και ως προς τα μέλη που εκπροσωπεί το εν
λόγω σωματείο και την ταυτότητά τους. Έτσι εμφανίζεται ότι υπάρχουν άδηλοι
σκοποί του σωματείου με αντίστοιχο κίνδυνο για τη δημόσια τάξη.»
Δεν υπάρχει
ειδικότερη σκέψη ως προς το γιατί δημιουργείται σύγχυση, ποια είναι τα αφανή
μέλη, ποιοι είναι οι άδηλοι σκοποί, ποιος είναι ο κίνδυνος για τη δημόσια τάξη.
Η απόφαση είναι, συνεπώς, παράδειγμα αοριστίας, άρα δικαστικής αυθαιρεσίας. Είναι,
επιπλέον, άκρως αντιφατική: Μνημονεύει στο σκεπτικό της την απόφαση του Αρείου
Πάγου 24/2012 (η οποία απλώς επαναλαμβάνει τη νομολογία της ΑΠ 1530/2000) μόνο
και μόνο για να την καταστρατηγήσει στο διατακτικό της.
Η νομολογία αυτή
(η οποία διαμορφώθηκε, όχι χωρίς παλινδρομήσεις, σε συμμόρφωση με
καταδικαστικές για την Ελλάδα αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου) έπρεπε να οδηγήσει το δικαστή του Πρωτοδικείου στο ακριβώς
αντίθετο αποτέλεσμα: Δέχεται μεν την δυνατότητα περιορισμού της ίδρυσης σωματείων
με δικαστική απόφαση, όταν ο σκοπός αυτών είναι προδήλως αντίθετος με τη
δημόσια τάξη, ρητά όμως διευκρινίζει ότι «απλές
υπόνοιες ή εκτυπώσεις για την αντίθεση του σκοπού ενός σωματείου προς τη
δημόσια τάξη δεν αρκούν για τη λύση του.» Έτσι, η ΑΠ 1530/2000 είχε
εξαφανίσει την απόφαση 117/1999 του Εφετείου Θράκης, που είχε απορρίψει την αίτηση
αναγνώρισης σωματείου με την επωνυμία "Τουρκική ένωσις Ξάνθης".
Κατά το
δικαστήριο, τόσο το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,
όσο και το άρθρο 12 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος επιβάλουν να κριθεί με ειδική
σκέψη και πλήρη αιτιολογία ότι η μη αναγνώριση ή η διάλυση ενός σωματείου
επιβάλλεται σε μία δημοκρατική κοινωνία ως αναγκαίο μέτρο για την προάσπιση ιδιαίτερα
σοβαρού σκοπού δημοσίου συμφέροντος: «Η
ανάγκη προσφυγής στο περιοριστικό αυτό μέτρο δικαιολογείται όταν υφίσταται
σχέση αναλογίας μεταξύ της παραβίασης και του σκοπού στον οποίο αποβλέπει.
Προσέτι δε η ανάγκη αυτή πρέπει να είναι άμεση και να αποδεικνύεται πειστικά.» Κάτι
τέτοιο δεν συνέβαινε στην περίπτωση του παραπάνω σωματείου, πολύ δε περισσότερο
δεν ισχύει για το σωματείο «Χωρίς Χρέος, Χωρίς Ευρώ».
Εντυπωσιακή
ομοιότητα παρουσιάζει το ισχνό σκεπτικό της απόφασης του Πρωτοδικείου
Θεσσαλονίκης με την απόφαση του Εφετείου Θράκης που αναιρέθηκε: η τελευταία
ισχυριζόταν ότι «δημιουργείται σύγχυση ως προς τους όρους εγγραφής και την
υπηκοότητα των μελών του και μάλιστα ως προς το αν αυτά είναι μουσουλμάνοι
ελληνικής υπηκοότητας ή Τούρκοι κατά την εθνικότητα και την υπηκοότητα, και
δίδεται η εντύπωση ότι στο χώρο της Ελληνικής Επικράτειας υπάρχει και
λειτουργεί οργάνωση Τούρκων». «Σύγχυση
και παραπλάνηση και ως προς τα μέλη που εκπροσωπεί το εν λόγω σωματείο και την
ταυτότητά τους» διαπιστώνει και η πρόσφατη απόφαση, μολονότι στην περίπτωση
μας δεν πρόκειται για Τούρκους, αλλά για άλλα επικίνδυνα –κατά το δικαστήριο-,
ενδεχομένως και αναρχικά, στοιχεία.
Αν το
καλοσκεφτείς όμως, το κλίμα που δημιουργείται από παρόμοιες αποφάσεις είναι
ιδιαίτερα επικίνδυνο. Η γελοιότητα δεν είναι πάντα ακίνδυνη. (Θυμηθείτε το μουσολινικό
μπουφονισμό.) Σε περιπτώσεις όξυνσης της κρίσης, όπως η σημερινή, η αυταρχική
εκτροπή αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις του πολιτικού συστήματος.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία διδάσκει ότι ακόμη και σε πολύ ηπιότερες συνθήκες, η υποχώρηση
του κράτους πρόνοιας υποσκάπτει τις κοινωνικές ισορροπίες και συνεπάγεται όχι
μόνον την έκπτωση των κοινωνικών, αλλά και την υποχώρηση των ατομικών και των
πολιτικών δικαιωμάτων. Μερικές φορές αυτό φαίνεται ως η αναπόφευκτη και
ουδέτερη συνέπεια του αποκλεισμού από την αγορά: στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι
άστεγοι στερούνται των πολιτικών τους δικαιωμάτων, δεδομένου ότι απαραίτητη
προϋπόθεση για την κτήση ή ανανέωση εκλογικού βιβλιαρίου είναι να έχει κανείς
μόνιμη κατοικία.
Συνηθέστερα όμως
η περιστολή των δικαιωμάτων γίνεται με έξαρση του αυταρχισμού και της κρατικής
βίας εναντίον αυτών που αντιστέκονται. Για παράδειγμα, η περικοπή κοινωνικών
δικαιωμάτων στη θατσερική Μ. Βρετανία συνοδεύθηκε από την αύξηση της
αστυνόμευσης και την επίθεση σε συλλογικές ελευθερίες και ιδίως στο
συνδικαλισμό.
Αυτό είναι εν
πολλοίς αναπόφευκτο: Ριζική αποδόμηση του κοινωνικού κράτους δεν μπορεί να
γίνει παρά μόνον με μία παράλληλη αμφισβήτηση των συναφών κρατικοδικαιικών
εγγυήσεων και ελευθεριών. Η παραπληρωματικότητα των δικαιωμάτων εκδηλώνεται
έτσι και αρνητικά, με την έννοια ότι το έλλειμμα προστασίας σε ένα τομέα
βιοτικών σχέσεων συνεπάγεται αυτομάτως και τη μείωση της προστασίας και στους
άλλους.
Την εποχή του
μνημονίου η διέξοδος από την κρίση, ή ακόμη και ο βραχυπρόθεσμος έλεγχος των
συνεπειών της, θα ακολουθήσει, αναγκαστικά, έναν από τους εξής δύο δρόμους:
αυταρχική καταστολή ή λαϊκή συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας. Ευτυχώς, η
απάντηση στο δίλημμα δεν εξαρτάται από οποιονδήποτε πρωτοδίκη, αλλά από όλους
εμάς. Το φθινόπωρο θα δείξει...
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου
Κείμενο για την εφημερίδα ΠΡΙΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου