Βαρίδια από το παρελθόν που ταλαιπωρούν την ρεφορμιστική αριστερά, με αντανάκλαση και στην αντικαπιταλιστική πτέρυγα, σε μια εποχή «ή του ύψους ή του βάθους» όπως η σημερινή που μπορεί να οδηγήσει γρήγορα είτε σε επαναστατική ρωγμή ή σε στρατηγική ήττα.
του Πάνου Παπανικολάου
1) Η κοινοβουλευτική αποχαύνωση.
Την ίδια στιγμή που καταρρέουν με εκκωφαντικό τρόπο στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας όλα τα στερεότυπα και τα ιδεολογήματα του αστικού κοινοβουλευτισμού, η αριστερά όχι μόνο δεν κάνει το αποφασιστικό βήμα από εργατική – επαναστατική σκοπιά, δηλαδή να κάνει μαζικό αίτημα πάλης την ανατροπή του σάπιου πολιτεύματος και την αντικατάστασή του από θεσμούς άμεσης εργατικής δημοκρατίας, αλλά αντίθετα το … «υπερασπίζεται» ενάντια στην «υποβάθμισή» του από τις «μνημονιακές κυβερνήσεις» !. Και αυτό σε μια περίοδο που από την μία η σήψη του αστικού κοινοβουλευτισμού αλλά και ο ταξικός του χαρακτήρας βγαίνουν στην επιφάνεια με αποκαλυπτικό τρόπο (σκάνδαλα, χρηματισμός, λίστες κλπ) ενώ από την άλλη στο λαϊκό κίνημα ωριμάζει η προοπτική της άμεσης δημοκρατίας (π.χ. λαϊκές συνελεύσεις στο Σύνταγμα και γενικά στις πλατείες). Έτσι, η αριστερά αντί να αποτελεί την συγκροτημένη, ταξική, ριζοσπαστική πτέρυγα του λαϊκού αντικοινοβουλευτικού αισθήματος, φαντάζει σαν μέρος του πολιτικού συστήματος αφήνοντας ανοικτό το πεδίο στην συντηρητική και ακροδεξιά προπαγάνδα.
Η αντικαπιταλιστική αριστερά, το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πρέπει τολμηρά και επειγόντως να βάλουν στην κορυφή της πολιτικής τους ατζέντας την διεκδίκηση ανατροπής του αστικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και την αντικατάστασή του από θεσμούς άμεσης δημοκρατίας (ηλεκτρονικά δημοψηφίσματα, λαϊκή εθνοσυνέλευση, λαϊκές συνελεύσεις στις γειτονιές και τους χώρους εργασίας κλπ) που θα συγκεντρώνουν στα χέρια τους όλη την εξουσία – νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική.
2) Η ευρωλαγνεία.
Ενώ η χούντα κεφαλαίου – ΕΕ – ΔΝΤ – τρικομματικής συγκυβέρνησης διαρκώς εξαπολύει τον γνωστό εκβιασμό («ή αυτή η πολιτική ή αλλιώς έξω από το ευρώ») η αριστερά αντί να σηκώσει τολμηρά το «γάντι» που πετά ο αντίπαλος και να του το επιστρέψει «στα μούτρα», διαρκώς υπεκφεύγει και δίνει την εντύπωση πως «μασάει» στον εκβιασμό. Πρώτα και κύρια η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με το σχήμα «αυτή η αντιλαϊκή πολιτική είναι που θα μας πετάξει έξω από το ευρώ» (το οποίο εμείς το θέλουμε, όπως προκύπτει αυτονόητα). Στη συνέχεια το αριστερό ρεύμα του ΣΥΝ και συνιστώσες όπως η ΚΟΕ και η ΔΕΑ που τρέχουν να … εξαφανίσουν πρόσφατες τοποθετήσεις τους υπέρ της εξόδου από την ευρωζώνη για να «προστατεύσουν» την ηγεσία από την πολεμική των καθεστωτικών δυνάμεων. Έπειτα το ΚΚΕ, που ενώ έχει αντι – ΕΕ φρασεολογία παραπέμπει το αίτημα εξόδου από την ευρωζώνη στην στρατηγική θέση εξόδου από την ΕΕ στα πλαίσια συνολικής αντιμονοπωλιακής διεξόδου και δεν το προκρίνει σαν αυτοτελές σημερινό πεδίο ταξικής πάλης. Τέλος δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που επίσης μιλούν γενικά και αόριστα για «ρήξη» με το ευρώ και όχι για ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΑΜΕΣΑ ΜΕ ΛΑΪΚΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ. Έτσι, δίνεται το δικαίωμα στα κυβερνητικά στελέχη και στα καθεστωτικά ΜΜΕ να προπαγανδίζουν καθημερινά τον εκβιασμό, τονίζοντας πως «σε μια επτακομματική βουλή που εκφράζει όλο το πολιτικό φάσμα, κανένας δεν θέτει θέμα εξόδου από την ευρωζώνη» (π.χ. Βορίδης στην ΕΡΤ 3, 19-10). Κοντά στα άλλα, έτσι συγκαλύπτεται ο φιλοσυστημικός ρόλος της ακροδεξιάς που φυσικά δεν λέει κουβέντα για ευρώ και ΕΕ. Η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει άμεσα να αναβαθμίσει την υπάρχουσα «πρωτοβουλία ενάντια στο ευρώ και στην ΕΕ» σε ΜΑΖΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ – ΚΙΝΗΜΑ, που από την μια θα αναδεικνύει τον αντιδραστικό – ταξικό χαρακτήρα της ΕΕ και από την άλλη θα προωθεί το αίτημα μονομερούς εξόδου από την ευρωζώνη, περιγράφοντας πλήρως και πρακτικά τους όρους με τους οποίους αυτό μπορεί να γίνει πράξη. Στο μέτωπο – κίνημα αυτό φυσικά έχουν θέση δυνάμεις προερχόμενες από το «μέτωπο ΑΑ» ή αποχωρήσαντες από το ΕΠΑΜ κλπ, αλλά φυσικά με αίτημα την άμεση έξοδο από την ευρωζώνη και όχι τη θολή «ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ».
3) Η περί των εκλογών αυταπάτη.
Στις εκλογές του Ιουνίου αναδείχτηκε ένα πολύ επικίνδυνο και ανησυχητικό φαινόμενο : η ιδεολογική συριζοποίηση του κόσμου της αριστεράς. Η αυταπάτη της άμεσης εκλογικής – κυβερνητικής λύσης κυριάρχησε συντριπτικά, με αποτέλεσμα ένας στους δύο ψηφοφόρους του ΚΚΕ και δύο στους τρεις ψηφοφόρους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (σε σχέση με τον Μάϊο) να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό σε μια αριστερά όπως η ελληνική που είχε δώσει για δεκαετίες σκληρό αγώνα ενάντια στην εκλογικίστικη λογική του «μικρότερου κακού» στην διακυβέρνηση …
Σήμερα, τέσσερις μήνες μετά, δεν έχει γίνει κανένα σοβαρό βήμα για τον απεγκλωβισμό της αγωνιστικής αριστερής συνείδησης από τον αστικό εκλογικό κρετινισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργεί την προοπτική του «ώριμου φρούτου», φαντασιώνεται την ομαλή εκλογική μετάβαση και αδυνατεί να μετασχηματίσει την γενική εκλογική επιρροή σε δυναμική οργανωτική συγκρότηση. Η πολιτική αυτή υπνηλία εκφράζεται και στην αντικαπιταλιστική αριστερά, που με τη σειρά της αδυνατεί να μετασχηματίσει σε επαναστατική – πολιτική συγκρότηση την συνδικαλιστική της επιρροή. Αντίθετα οι καθεστωτικές δυνάμεις ανασυγκροτούνται με ταχύτατους ρυθμούς.
Κατ’ αρχήν, Οικοδομείται ένα πανίσχυρο ολοκληρωτικό κράτος και από κοντά του ένα ισχυρό ακροδεξιό παρακράτος με αλληλοδιαπλεκόμενους μηχανισμούς καταστολής, τρομοκρατίας και προβοκάτσιας. Το σύμπλεγμα εξουσίας – ΜΜΕ προπαγανδίζει τόσο ασύστολα την κυρίαρχη πολιτική, ώστε καθημερινά και ο πιο δύσπιστος διαπιστώνει την ύπαρξη ενιαίου κέντρου καθοδήγησης με 24ωρη λειτουργία. Το κόμμα της ΝΔ με δόλωμα την «κουτάλα» της εξουσίας ξαναφτιάχνει τους μηχανισμούς του, σε αγαστή συνεργασία με το μεγάλο κεφάλαιο, την αστυνομία και τις ακροδεξιές συμμορίες.
Σε αυτό το περιβάλλον, η αριστερά φαντάζει να βαδίζει αμέριμνη με αφέλεια χειρότερη από αυτήν της ΕΔΑ την δεκαετία του ΄60. Η αντικαπιταλιστική αριστερά πρέπει άμεσα να πάρει δραστικά μέτρα ενάντια στην ιδιότυπη αυτή «υπνηλία», που πρώτα και κύρια πρέπει να είναι πολιτικά και ιδεολογικά. Οι πρωτοπόροι αγωνιστές του λαϊκού και εργατικού κινήματος πρέπει επειγόντως να συνειδητοποιήσουν πως η ροή της ιστορίας θα κριθεί ανάλογα με τον βαθμό ταξικής πολιτικής συγκρότησης της κοινωνικής πλειοψηφίας, από την οποία προκύπτουν οι πραγματικοί συσχετισμοί.
Πως η «εκλογική ανάθεση» σε έναν πολιτικό σχηματισμό της αριστεράς «να κυβερνήσει» με το λαϊκό κίνημα στον ρόλο του παρατηρητή, δεν είναι απλά αδιέξοδη αλλά κυριολεκτικά καταστροφική –είναι συνταγή στρατηγικής ήττας στις σημερινές συνθήκες.
4) Η έλλειψη μάχιμης αντικαπιταλιστικής πολιτικής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ με το ιδεολογικό σχήμα «τα κακά μνημόνια που πνίγουν την οικονομία» συσκοτίζει την απλή αλήθεια : το Δ΄ Ράϊχ του γερμανικού κεφαλαίου βασίζεται στην ιστορική συμμαχία του κεφαλαίου αυτού με τις τοπικές πλουτοκρατίες των επιμέρους χωρών. Η συμμαχία αυτή είναι ολοκληρωτική και συντριπτική. Εκφράζεται με μηχανισμούς οικονομικούς (τραπεζικό σύστημα κλπ) και πολιτικούς. Η ντόπια αστική τάξη προς όφελος της συμμαχίας αυτής αδίστακτα σπάζει όλους τους παλιούς δεσμούς με τη μεσαία τάξη και την πάλαι ποτέ εργατική αριστοκρατία. Έχει αποδειχτεί περίτρανα τα 3 τελευταία χρόνια πως δεν υπάρχει κανένα σοβαρό κομμάτι της αστικής τάξης που να αντιτίθεται στην πολιτική ΕΕ – ΔΝΤ ούτε στην Ελλάδα, ούτε στην Ισπανία ούτε στην Πορτογαλία. Χαρακτηριστικά, τις τελευταίες μέρες η τρόικα «πιέζει» για μέτρα που αποτελούν αποκλειστικά «δωράκι» στους ντόπιους μεγαλοεργοδότες (π.χ. αναδρομική περικοπή αποζημιώσεων για απολύσεις που έχουν ήδη γίνει). Δεν μπορεί να υπάρχει αντιμνημονιακή – και φυσικά πολύ περισσότερο αντι ΕΕ – πολιτική που να μην είναι ταυτόχρονα αντικαπιταλιστική πολιτική. Και όμως : η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στον πολιτικό της λόγο ταυτίζεται με τους Ανεξάρτητους Έλληνες καλλιεργώντας μια γενική αντιμνημονιακή θολούρα, ενώ το ΚΚΕ παραπέμπει την επαναστατική αντικαπιταλιστική προοπτική στην «άλλη ζωή» αφού πρώτα «ωριμάσει» ο ανώριμος λαός. Είναι χαρακτηριστικό πως συγκεκριμένες καταγγελίες (π.χ. το σκάνδαλο με τη βίλα της κ. Γιάννας Αγγελοπούλου πρόσφατα) που αποκαλύπτουν τον ρόλο συγκεκριμένων εκπροσώπων της πλουτοκρατίας γίνονται πιο συχνά από άλλους (π.χ. πρώην σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές όπως ο Φωτόπουλος) παρά από την κοινοβουλευτική αριστερά. Οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, παρά το γεγονός πως ομολογουμένως προβάλλουν την αντικαπιταλιστική ανατροπή στον καθημερινό τους λόγο, αδυνατούν να την εντάξουν πειστικά σε ένα άμεσο πρόγραμμα λαϊκής – εργατικής επαναστατικής προοπτικής. Π.χ. διστάζουν να προβάλλουν σαν άμεσο αίτημα που θα τίθεται προς ψηφοφορία στις συνελεύσεις των σωματείων την κοινωνικοποίηση – κατάσχεση ολόκληρου του ΑΕΠ υπέρ της επιβίωσης του λαού και της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
5) Το σύμπλεγμα ελιτισμού, αβανγκαρντισμού και ανθρωποφοβίας.
Η σοβαρή αυτή «αρρώστια» έχει μεταδοθεί από την ηγεσία του ΚΚΕ σε όλη την αριστερά. Ο περιορισμός της παρέμβασης σε ένα ευνοϊκό, προνομιακό ακροατήριο «που καταλαβαίνει», για να προλάβουμε πριν μας το φάνε οι άλλοι …Με την ίδια λογική, ενώ (σωστά) η αριστερά καταγγέλλει την προσπάθεια των καθεστωτικών δυνάμεων να σπείρουν την αμορφωσιά, την θρησκοληψία, την μεταφυσική και την συνωμοσιολογία, από την άλλη πολύ συχνά εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια παρέμβασης σε κοινωνικές μάζες ευάλωτες ακριβώς σε αυτόν τον σκοταδισμό, θεωρώντας σημαντικότερη την στοχοπροσήλωση σε στρώματα και ομάδες πιο “εύκολες”, με τις οργανώσεις της αριστεράς αλληλοδιαγκωνιζόμενες στις ομάδες αυτές για την αύξηση της επιρροής τους. Παρά τα τεράστια βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει ακόμα πολλά να διορθώσει τόσο όσον αφορά την τόλμη, όσο και την τέχνη της επαναστατικής πολιτικής στα πιο πλατειά στρώματα, στα “βαθειά νερά” της κοινωνικής πλειοψηφίας, στα σχολεία, στις γειτονιές, στους ανέργους κλπ. Η εμπειρία π.χ. από τις πλατείες πέρυσι είναι πολύτιμη και πρέπει ιδιαίτερα να συζητηθεί και να αξιοποιηθεί. Επίσης, να συζητηθεί και να αξιοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο κάθε εμπειρία από χώρους εργασίας και κατοικίας που έχει κατακτηθεί αυτό το ζητούμενο, δηλαδή της επαναστατικής αντικαπιταλιστικής παρέμβασης με καθολικούς όρους.
6) Η οραματική νεκροφιλία.
Πάλι με βασική ευθύνη του ΚΚΕ, η αριστερά έχει την τάση να προσκολλάται με αντιδιαλεχτικό τρόπο σε “πρόσωπα” και “περιόδους” της ιστορίας, με νοοτροπία οπαδού ποδοσφαιρικής ομάδας και όχι με αντίληψη εργατικής πολιτικής. Η νοοτροπία αυτή αφορούσε και την “ευρωκομμουνιστική” αριστερά (προνομιακές σχέσεις με το καθεστώς Τσαουσέσκου, “κινεζούπολη” στα φεστιβάλ του “Ρήγα Φεραίου” κλπ) αλλά αφορά και τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς – “θρησκευτικού” τύπου προσωπολατρεία για προσωπικότητες όπως ο Μάο, ο Τρότσκι, ακόμα και ο Κιμ – ιλ – Σουνγκ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην κεντρική προεκλογική της συγκέντρωση τον περασμένο Μάη διακήρυξε για άλλη μια φορά πως “εμείς είμαστε με τον ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΥΠΑΡΞΕΙ ΑΚΟΜΑ”. Αυτό πρέπει να γίνει “φραγκοδίφραγκα” μάχιμης ιδεολογικής γραμμής. Να ξεκαθαρίζεται καθημερινά πως η αντικαπιταλιστική αριστερά σε αντίθεση με την ρεφορμιστική δεν έχει “όραμα” ούτε το καθεστώς του Μπρέζνιεφ, ούτε αυτό του Τενγκ – Τσιάο – Πινγκ, πως αυτά αποτελούσαν ουσιαστικά καπιταλισμό με σοσιαλιστικό μανδύα γι’ αυτό είχαν την εξέλιξη που είδαμε (από την μία … εκούσια παράδοση και κατάρρευση, και από την άλλη εισαγωγή του φριντμανισμού και των πιο άγριων αγοραίων ρυθμίσεων από την δεκαετία του ’90). Παραπέρα, να γίνει επιτέλους (και αν όχι τώρα, πότε; ) μια συντροφική συγκροτημένη συζήτηση για τον απολογισμό του κομμουνιστικού κινήματος του 20ου αιώνα που άμεσα θα καταλήξει σε ορισμένες βασικές “θέσεις αρχής”, που θα μπορούν να διατυπώνονται στην καθημερινή πολιτική διαπάλη. Το απλώς να “προσπερνάμε” τα ζητήματα αυτά σε μια εποχή που η πολιτική συζήτηση στις μάζες έχει ανέβει σε ΑΣΥΛΛΗΠΤΟ βαθμό και που κυκλοφορούν και παγιώνονται συντηρητικές -απλοϊκές (π.χ. “Στάλιν και Χίτλερ ήταν οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος”, “ο κομμουνισμός απέτυχε, το μαγαζί έκλεισε”) ή ακροδεξιές – φασιστικές απόψεις, είναι ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟ. Ούτως ή άλλως ακόμα και στον πιο στενό περίγυρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς αυτή η συζήτηση ΓΙΝΕΤΑΙ “στα καφενεία”, στο ίντερνετ κλπ. Είναι ζωτική ανάγκη να γίνει οργανωμένα με κριτήριο και ζητούμενο την συγκρότηση ΜΑΧΙΜΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΓΡΑΜΜΗΣ.
7) Ο σεχταρισμός.
Παρά τα τεράστια βήματα υπέρβασης που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια (η ίδια η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι το καλύτερο παράδειγμα), υπάρχουν ομάδες στην “μικρή” αριστερά που σαφώς κινούνται με κριτήριο τον ατομικισμό και τους μικροεγωισμούς, ενώ η επίκληση ιδεολογικής ή όποιας καθαρότητας είναι τελείως προσχηματική. Το σημαντικότερο, υπάρχουν οργανώσεις ΠΟΥ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΝΤΑΡΣΥΑ οι οποίες δίνουν την εντύπωση πως κάνουν το δικό τους “παιχνιδάκι” χρησιμοποιώντας απλά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν όχημα στενών και οργανωτίστικων επιδιώξεων. Το σπουδαιότερο που πρέπει να χαρακτηρίζει μια πολιτική συνεργασία αντικαπιταλιστών επαναστατών είναι ΝΑ ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΙ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ χωρίς κουτοπονηριές. Οι νοοτροπίες αυτές αποτελούν ΒΡΑΧΝΑ και ΤΡΟΧΟΠΕΔΗ στην ανάπτυξη της επαναστατικής πτέρυγας. Ο νοών νοείτο …
Η επαναστατική υπέρβαση των παραπάνω είναι στις σημερινές συνθήκες ζήτημα ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ. Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού, και πολύ σύντομα θα κριθεί αν θα πάει μπροστά ή πίσω, προς την ελπιδοφόρα επαναστατική προοπτική της νέας εποχής ή προς την πιο μαύρη νύχτα του σκοταδισμού, αν θα αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση ή προς αποφυγή για τους λαούς της Ευρώπης και του κόσμου.
πηγή: prin.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου