15/7/11

Χρόνος του κινήματος, χρόνος της πολιτικής

του Στάθη Κουβελάκη

Πολλά, όπως ήταν αναμενόμενο, ακούστηκαν και γράφτηκαν για το κίνημα των πλατειών και τη σημασία του. Αν έπρεπε να συγκρατήσω δύο μόνο στοιχεία, θα έλεγα ότι η τομή που έφερε το κίνημα αυτό είναι αφ' ενός η ρήξη με τη λογική της παθητικότητας, της υποταγής και της ενοχής (τη λογική του "τι να κάνουμε, όλοι φταίμε") και, αφ' ετέρου, η ανάδειξη νέων μαζικών πρακτικών, αμεσοδημοκρατικού χαρακτήρα, σε απόσταση από όλα τα προϋπάρχοντα πλαίσια συλλογικής δράσης, ειδικότερα από τα κομματικά

Με άλλα λόγια, το κίνημα κατάφερε να ανοίξει μια καινούργια δυνατότητα υποκειμενικής συγκρότησης, εκεί ακριβώς που οι προηγούμενες μορφές δράσης του τελευταίου χρόνου είχαν αποτύχει, και γι αυτό ακριβώς το λόγο δημιουργεί ένα αναντικατάστατο κεκτημένο για κάθε μελλοντική μορφή κινητοποίησης.

Ας είμαστε όμως ειλικρινείς. Ένα κίνημα δεν είναι μόνο μια υποκειμενική συγκρότηση, έχει στόχους ως προς τους οποίους κρίνεται τελικά η εμβέλειά του. Και από αυτήν την άποψη, η μάχη που έδωσαν οι πλατείες για να μην περάσει το Μεσοπρόθεσμο δεν κερδήθηκε. Το Μεσοπρόθεσμο πέρασε και η αστυνομική κτηνωδία δεν εξηγεί από μόνη της αυτήν την αποτυχία. Αυτό που διαπιστώσαμε είναι ότι μετά την κορύφωση της 15ης Ιούνη και το πέρασμα σε μια πιο ανοιχτά συγκρουσιακή φάση, το κίνημα δεν μπόρεσε να κινηθεί σε ένα επίπεδο που θα του επέτρεπε να προχωρήσει με όρους νίκης στη μετωπική αναμέτρηση στην οποία το οδηγούσαν η κυβέρνηση και οι ευρωπαίοι κηδεμόνες της. 

Αυτό είναι και το βασικό όριο του κινήματος και το όριο αυτό είναι πολιτικό. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η σημασία της στιγμής που διανύουμε τώρα: μπορούμε και οφείλουμε να αποτιμήσουμε την τεράστια εμπειρία που συσσωρεύτηκε τις τελευταίες βδομάδες και να την κάνουμε όπλο για να πάμε πιο πέρα, υπερβαίνοντας τα όρια που ανέδειξε αυτός ο κινηματικός κύκλος.
 
Η ενδοκινηματική πολιτική
 
Ας γίνω πιο συγκεκριμένος: έστω ότι πρωταρχικός και ενοποιητικός στόχος των πλατειών συνοψίστηκε στο εξής: «πάρτε το μνημόνιο και φύγετε από δω». Δύο ερωτήματα προκύπτουν αμέσως: πως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο και τι θα συμβεί μετά; Δηλαδή αν όντως φύγουν με τη μνημόνιο υπό μάλης ποιοί θα τους διαδεχθούν και για να κάνουν τι; Αυτά τα ερωτήματα είναι τα κατ' εξοχήν ερωτήματα της πολιτικής γιατί αφορούν τον πυρήνα της, το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας
Η ανάπτυξή τους ορίζει έναν ιδιαίτερο χρόνο, τον πολιτικό χρόνο, που δε συμπίπτει απόλυτα με το χρόνο του κινήματος. Για να το πούμε διαφορετικά, ένας κινηματικός κύκλος μπορεί να τελειώνει, όπως συμβαίνει τώρα, αλλά ο πολιτικός χρόνος έχει διαφορετική διάρκεια και ρυθμό. Μπορεί και οφείλει όμως, όταν πρόκειται για το χρόνο της αριστερής πολιτικής, να συγχρονιστεί με τον χρόνο του κινήματος. Και αν το επιτύχει, άρα υπό προϋποθέσεις, μπορεί να ωθήσει σε μια κινηματική επανεκκίνηση σε ένα ανώτερο επίπεδο, ενδεχομένως και με όρους νίκης.
 
Ποιές είναι αυτές οι προϋποθέσεις; Κατά τη γνώμη μου αυτές που προσπαθούν να απαντήσουν στα δυό ερωτήματα που ανέφερα προηγουμένως: πως τους νικάμε, με ποιούς στόχους και βέβαια δια μέσου ποιών υποκειμένων επιφορτισμένων με την υλοποίησή τους.

Το πρώτο ερώτημα, το πως, ορίζει το πεδίο της ενδοκινηματικής πολιτικής. Κι αυτό ακόμη θέτει ευθύς εξ΄ αρχής ζητήματα οργανωτικού και στρατηγικού χαρακτήρα: πως οργανωνόμαστε; Πως ενοποιούμε τα ποικίλα και διόλου ομοιογενή κομμάτια που αποτελούν αυτό που αποκαλούμε «το κίνημα»; Αυτό που με άλλα λόγια κωδικοποιήθηκε σχηματικά στο Σύνταγμα γύρω από τη σχέση «πάνω» και «κάτω» πλατείας. Και βεβαίως: πως διευρύνουμε την κινητοποίηση, τι σχέση επιδιώκουμε με άλλες συγκροτημένες δυνάμεις, με τα συνδικάτα, τους κοινωνικούς φορείς, αλλά και με τα πολιτικά κόμματα. 

Καθόλου απλά ερωτήματα, που απασχόλησαν έντονα τον «λαό των πλατειών». Ερωτήματα που, εν πολλοίς, έμειναν ανοιχτά και γι αυτό ακριβώς οριοθέτησαν ένα πλαίσιο εντός του οποίου αντιπαρατέθηκαν, μετατοπίσθηκαν και ενίοτε συντέθηκαν απόψεις. Το γεγονός αυτό και μόνο αρκεί για να δείξει ότι το κίνημα των πλατειών, και, γενικότερα, τα κινήματα δεν αποτελούν αυτάρκη υποκείμενα. Στην ίδια τη δυναμική τους συναντιούνται και συνδιαλέγονται με διαμεσολαβήσεις κάθε είδους, με οργανώσεις, θεσμούς, με ιδεολογικές αναφορές και με κοινωνικές πολώσεις. 

Η πολιτική ξεπηδάει λοιπόν από το ίδιο το κίνημα, από τα ερωτήματα που αυτό θέτει, αλλά ταυτόχρονα το υπερβαίνει στο βαθμό που το συνδέει με το γενικότερο συσχετισμό εντός της κοινωνίας και, εν τέλει, με το πεδίο όπου συμπυκνώνεται αυτός ο συσχετισμός, το πεδίο του κράτους και της πολιτικής εξουσίας. 
Για να είμαι ακριβής, κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί μόνο στο βαθμό που αυτή η εσωτερική σύνδεση πραγματοποιείται, στο βαθμό που η ίδια η πολιτική συγχρονίζεται με το κίνημα, μαθαίνει και αλλάζει μέσα απ' αυτό, αποβάλλοντας κάθε υπεροψία και τάση χειραγώγησης.

Αντίστροφα, όταν κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιείται, όταν έχουμε χωρισμό κινήματος και πολιτικής, τότε τίθεται ένα όριο στην ανάπτυξη της λαϊκής αυτενέργειας. Η έλλειψη πολιτικής σύνθεσης και υπέρβασης έχει ένα κόστος, κόστος το οποίο πλήρωσε κατά τη γνώμη μου τόσο το κίνημα των πλατειών όσο και η πολιτική αριστερά. Όχι μόνο η αριστερά που απείχε ή που αντιμετώπισε το κίνημα με καχυποψία και εχθρότητα αλλά και η εκείνη που συμμετείχε και προσπάθησε να συνδιαλλαγεί μαζί του. Και τούτο γιατί και αυτή η αριστερά, παρά την αναμφισβήτητη συμβολή των αγωνιστών και αγωνιστριών της, δε μπόρεσε να απαντήσει τόσο στα ερωτήματα που έθεσε το κίνημα όσο και στα γενικότερα ζητήματα της κεντρικής πολιτικής από τα οποία εξαρτάται εν τέλει η έκβαση της μάχης.

ΤΡΕΙΣ ΚΟΜΒΟΙ: ΧΡΕΟΣ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΕΕ

Για προφανείς λόγους συντομίας θα σταθώ στους τρεις κόμβους αυτών των ζητημάτων όπως προκύπτουν από την όλη δυναμική της κατάστασης που δημιούργησε η πολιτική του Μνημονίου, δηλαδή στο χρέος, τη δημοκρατία και το ρόλο της ΕΕ.

ΧΡΕΟΣ

Το «δεν χρωστάω, δεν πουλάω, δεν πληρώνω» ήταν σίγουρα από τα πιο προωθημένα αιτήματα που ακούστηκαν στις πλατείες και μάλλον το μόνο αξιόλογο αποτέλεσμα συγκροτημένης παρέμβασης δυνάμεων της αριστεράς σ' αυτές. Τίποτε το τυχαίο σ' αυτό: η απονομιμοποίηση του χρέους αποτελεί την λαϊκή απάντηση στον άξονα γύρω από τον οποίο συμπυκνώνεται η επίθεση της ελληνικής άρχουσας τάξης και των διεθνών κηδεμόνων της. Σήμερα ο καθένας πλέον έχει συνειδητοποιήσει ότι το δημόσιο χρέος δεν μπορεί να αποπληρωθεί και ότι βασική λειτουργία του είναι η δημιουργία ενός μηχανισμού διαρκούς αφαίμαξης και μεταφοράς εισοδήματος και πλούτου εντός και εκτός της χώρας. Με τη μια ή την άλλη μορφή η αναδιάρθρωση του, δηλαδή η αθέτηση πληρωμών, είναι αναπόφευκτη, οι προθεσμίες μόνο παίζουν, και μάλλον όχι για πολύ. Το όλο ζήτημα είναι με ποιούς όρους θα γίνει αυτή η αθέτηση, δηλαδή ποιός θα πάρει την πρωτοβουλία και θα τους επιβάλει. Για μια υπεύθυνη αριστερά, η απάντηση δεν μπορεί να είναι παρά η μονομερής αθέτηση πληρωμών ως προϋπόθεση για κάθε επαναδιαπραγμάτευση του χρέους προς όφελος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. 

Αλλά ξέρουμε πλέον και τι συνεπάγεται άμεσα μια τέτοια επιλογή: την έξοδο από το ευρώ και την ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας, με ταυτόχρονη εθνικοποίηση των τραπεζών. Αυτά τα βήματα βέβαια δεν επαρκούν και πρέπει να συνδυαστούν με μια σειρά μέτρων που στοχεύουν στην αναδιανομή και την παραγωγική ανασυγκρότηση. 
Εδώ είναι και το σημείο που σκοντάφτει ένα ολόκληρο κομμάτι της αριστεράς που απορρίπτει την έξοδο τόσο τη στάση πληρωμών όσο και την έξοδο από το ευρώ αναμασώντας τα ευχολόγια για ένα καλύτερο ευρώ και για την μεταρρύθμιση της ΕΕ. Αδυνατεί όμως κατ' αυτόν τον τρόπο να εξηγήσει πως αυτή η ευνοϊκή για τα λαϊκά συμφέροντα επαναδιαπραγμάτευση εντός των πλαισίων της ΕΕ μπορεί να γίνει συναινετικά, χωρίς μονομερείς κινήσεις που θα άλλαζαν προς όφελος του δανειζόμενου το συσχετισμό δύναμης.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Ας έρθουμε τώρα στο θέμα της δημοκρατίας, που απετέλεσε αναμφισβήτητα τον κινητήρα του κινήματος των πλατειών. Μετατρέποντας τη βαθειά αλλά βουβή δυσαρέσκεια σε ενεργό αποδοκιμασία και ανοιχτή οργή, οι πλατείες αφαίρεσαν όχι μόνο από την κυβέρνηση αλλά από το ίδιο το πολιτικό σύστημα τη νομιμοποιητική του βάση. Αυτή ακριβώς η καθοριστικής σημασίας τομή είναι που ωθεί το πολιτικό σύστημα και το βαθύ κράτος στη φυγή προς τα εμπρός, στην καταρράκωση κάθε έννοιας δημοκρατίας, στην απροσχημάτιστη αντιμετώπιση του λαού ως εχθρού. 

Απόλυτα δικαιολογημένοι λοιπόν οι όροι «αντιδημοκρατική εκτροπή» και «ανωμαλία» που ακούγονται τελευταία. Πρόκειται ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, για κάτι βαθύτερο, δηλαδή για τη σταδιακή αλλά συνεχή αυτονόμηση του πολιτικού συστήματος από τις κλασσικές σχέσεις εκπροσώπησης και τους κανόνες της κοινοβουλευτικής εναλλαγής στην εξουσία. Είναι, με άλλα λόγια, το τέλος και αυτής ακόμη της διαμεσολαβημένης παρουσίας των λαϊκών τάξεων στο πεδίο της πολιτικής με τη γραφειοκρατικοποιημένη έστω και εν πολλοίς διεφθαρμένη μορφή των μαζικών κομμάτων όπως διαμορφώθηκαν μεταπολιτευτικά. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια βαθύτερη καθεστωτική μετάλλαξη στην οποία κεντρική θέση κατέχει η αυταρχική θωράκιση του κράτους και η διαρκής ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΕ

Από την αρχή της «θεραπείας-σοκ» που εφαρμόστηκε στη χώρα μας, η ΕΕ έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαδικασία κατάλυσης βασικών πτυχών του ίδιου του αστικού κοινοβουλευτισμού. 

Ήδη το Μνημόνιο καταργούσε το ρόλο του κοινοβουλίου δίνοντας στον υπουργό Οικονομικών τη δυνατότητα να παίρνει καθοριστικής σημασίας αποφάσεις με απλή υπουργική πράξη, χωρίς καν τυπική κοινοβουλευτική έγκριση. Η αυταρχική «μεταδημοκρατία» στην οποία διολισθαίνει η χώρα είναι άρρηκτα δεμένη με το καθεστώς επιτήρησης νεο-αποικιακού τύπου που έχει επιβληθεί διαμέσου της τρόικας. 

Γι αυτό και οι ελληνικές σημαίες στις πλατείες είχαν και αυτήν τη θεμελιώδη δημοκρατική σημασία: την άρνηση του ξεπουλήματος του εθνικού πλούτου βεβαίως αλλά και τη δήλωση του αναφαίρετου δικαιώματος του ελληνικού λαού να αποφασίζει για τις υποθέσεις του και το μέλλον της χώρας του. Όχι ενάντια σε άλλους λαούς, καλλιεργώντας εθνικιστικούς διαχωρισμούς και αντιπαλότητες, αλλά μαζί τους, ισότιμα και δημοκρατικά.

Το θέμα της ΕΕ δείχνει εν τέλει πόσο άρρηκτα δεμένες είναι η οικονομία και η πολιτική. Η ρήξη με την ΕΕ δεν είναι αναγκαία μόνο γιατί η αθέτηση πληρωμών και ή έξοδος από το ευρώ αποτελούν βασικές προϋποθέσεις μιας ευνοϊκής για τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα διεξόδου από την οικονομική κρίση. Είναι απαραίτητη για τη δημοκρατική επαναθεμελίωση και την αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας ακόμη και εντός των αστικών πλαισίων.

ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ

Χρέος-δημοκρατία-ΕΕ: δηλαδή στάση πληρωμών - έξοδος από το ευρώ - ανατροπή της αυταρχικής μετάλλαξης - ρήξη με την ΕΕ – εθνική και λαϊκή κυριαρχία. 

Αυτοί είναι οι κόμβοι που ορίζουν τα κεντρικά επίδικα της παρούσας συγκυρίας. Ας είμαστε σαφείς και ρεαλιστές: αν δεν κινηθεί σ'αυτό το έδαφος η αριστερά, θα το κάνει κάποιος άλλος, με τη δική του λογική, που μάλλον δε θα είναι της αρεσκείας μας. Ενδεχόμενη εθνικιστική και λαϊκιστική διέξοδος θα είναι η απόλυτα προβλέψιμη τιμωρία της αριστεράς για την αδράνεια και τον παραλυτική της εσωστρέφεια. 
Και όμως υπάρχουν μέσα σ' αυτήν δυνάμεις, προς το παρόν κατακερματισμένες και ασυντόνιστες, που έχουν κατασταλάξει σ' αυτούς τους άξονες. Δυνάμεις εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ, εντός και εκτός της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Ήρθε η ώρα οι δυνάμεις αυτές να συναντηθούν με την κοινωνία, να συγκροτήσουν ένα πολιτικό μέτωπο που θα δώσει έκφραση και συγκρότηση στην αριστερή ριζοσπαστική πρόταση.

Ο χρόνος της αριστερής πολιτικής είναι ακόμη μπροστά μας. Όχι για πολύ όμως. Από μας εξαρτάται αν θα τον κατακτήσουμε.

Παρέμβαση στη συζήτηση "Για μια πραγματική δημοκρατία" στο φεστιβάλ Resistance
πηγή: http://www.iskra.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου