του Λουτσιάνο Γκαλίνο
«Ανάμεσά μας μεγαλώνει μια συγκέντρωση ιδιωτικής εξουσίας που δεν έχει το όμοιό της στην ιστορία». Το 1938 ο Ρούσβελτ έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για τις τύχες μιας δημοκρατίας που κινδύνευε από την υπερεξουσία της μεγάλης ιδιωτικής επιχείρησης. Σήμερα, εκείνος ο κίνδυνος επαληθεύτηκε.
Η δημοκρατία, διαβάζουμε στα βιβλία, είναι μια μορφή διακυβέρνησης, κατά την οποία τα μέλη μιας συλλογικότητας έχουν τόσο το δικαίωμα, όσο και την υλική δυνατότητα να συμμετάσχουν στη διαμόρφωση των αποφάσεων μεγάλης σημασίας που αφορούν την ύπαρξή τους. Η δυνατότητα να παρέμβουν στην διαδικασία λήψης αποφάσεων, να έχουν φωνή στις αποφάσεις που μετράνε, μπορεί να υλοποιηθεί τόσο με την άμεση συμμετοχή όσο και μέσα από μορφές αντιπροσώπευσης.
Όσον αφορά τις αποφάσεις που άπτονται της υπόστασης του μεγαλύτερου αριθμού των μελών μιας συλλογικότητας, όλων μας, μοιάζει φυσιολογικό να εντάξουμε σ’ αυτές διάφορες πλευρές που έχουν σχέση με την οικονομία, ή που συνδέονται στενά μ’ αυτήν.
Ανάμεσα στις αποφάσεις που επιδρούν στην ύπαρξή μας βρίσκουμε: το είδος των προϊόντων και υπηρεσιών που παράγονται, τους τόπους παραγωγής των μεν και των δε, τις συνθήκες εργασίας με τις οποίες παράγονται στη χώρα μας ή στο εξωτερικό, τη δυνατότητα για τον καθένα από μας να βρει το ταχύτερο μια σταθερή δουλειά, κατάλληλη για το ταλέντο του και τον βαθμό μόρφωσής του.
Επίσης, την παραγωγή των τροφίμων με τα οποία τρεφόμαστε, την προέλευσή τους, τον τρόπο με τον οποίο διανέμονται, από το μαγαζάκι της γωνίας μέχρι το εμπορικό κέντρο που είναι μεγάλο σαν γήπεδο ποδοσφαίρου, το κόστος καθενός από αυτά τα αγαθά και υπηρεσίες, το είδος των μεταφορικών μέσων με τα οποία θα εξυπηρετηθούμε, καθώς και την άνεση και το κόστος τους, την ποιότητα του αέρα που αναπνέουμε, τα ρούχα που φοράμε, το είδος κατοικίας μέσα στην οποία ζούμε, τη θέση της και τα έπιπλα με τα οποία έχει επιπλωθεί, την φωνητική και οπτική ένταση της διαφήμισης μέσα στο χώρο και στο χρόνο, στην οποία εκτίθενται τα παιδιά μας από πολύ μικρή ηλικία, τον τρόπο με τον οποίο το χρηματοπιστωτικό σύστημα συνδέεται με την πραγματική οικονομία, τον τρόπο με τον οποίο διατίθενται οι οικονομίες μας για την κοινωνική ασφάλιση και, τέλος, την κοινωνική δομή της κοινότητας στην οποία ανήκουμε.
Οικονομία χωρίς δημοκρατία
Υπό τις συνθήκες που κυριαρχούν εδώ και δεκαετίες στην οικονομία και στην κοινωνία , είναι επιβεβλημένη μια παρατήρηση: το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είναι εντελώς αποκλεισμένο από τη διαμόρφωση των αποφάσεων που κάθε μέρα λαμβάνονται στα πεδία που προαναφέραμε. Το υποκείμενο που συνήθως τις λαμβάνει ή που έμμεσα καθορίζει την πορεία των ίδιων αυτών αποφάσεων, είναι η μεγάλη επιχείρηση, βιομηχανική είτε χρηματοπιστωτική, και δεν έχει σημασία αν είναι ιταλική ή ξένη. Το νέο γεγονός της εποχής μας είναι ότι η εξουσία της μεγάλης επιχείρησης να αποφασίζει με απόλυτη ελευθερία τι να παράγει, πού να το παράγει, με ποιο κόστος για την ίδια και για τους άλλους, όχι μόνο δεν υπήρξε ποτέ τόσο μεγάλη, αλλά και ποτέ δεν είχε τόσο αρνητικές επιπτώσεις πάνω στην κοινωνία και στην ίδια την οικονομία. Γι’ αυτό το θέμα ένας πολιτικός πρώτου μεγέθους είπε πριν από καιρό: «Η ελευθερία μιας δημοκρατίας δεν είναι παγιωμένη, εάν το οικονομικό της σύστημα δεν παρέχει απασχόληση, δεν παράγει και δεν διανέμει αγαθά κατά τέτοιον τρόπο ώστε να στηρίζει ένα ανεκτό επίπεδο ζωής. Σήμερα, ανάμεσά μας μεγαλώνει μια συγκέντρωση ιδιωτικής εξουσίας που δεν έχει το όμοιό της στην ιστορία. Αυτή η συγκέντρωση θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της ιδιωτικής επιχείρησης ως μέσου παροχής απασχόλησης για τους εργαζομένους και χρησιμοποίησης του κεφαλαίου, καθώς και ως μέσου εξασφάλισης μιας δικαιότερης διανομής του εισοδήματος και των κερδών στο λαό όλου του έθνους».
Ο πολιτικός ήταν ο αμερικανός πρόεδρος Φράνκλιν. Ντ. Ρούσβελτ. Ήταν το έτος 1938. Ο Ρούσβελτ ανησυχούσε γιατί η ιδιωτική επιχείρηση δημιουργούσε όλο και λιγότερη απασχόληση και συνέβαλε στη συγκέντρωση του εισοδήματος σε λίγα χέρια αντί για την αναδιανομή του. Ανησυχούσε ακόμη περισσότερο για τις τύχες της δημοκρατίας απέναντι στην αύξηση μιας ιδιωτικής εξουσίας, που είχε φθάσει στο σημείο να γίνει πιο ισχυρή από το ίδιο το δημοκρατικό Κράτος.
Έπειτα από ένα ιντερμέδιο που κράτησε λίγες δεκαετίες, η ανησυχητική εκτίμηση του Ρούσβελτ επαληθεύτηκε πλήρως, από κάθε άποψη. Τόσο σε βιομηχανικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο λίγες εταιρίες τεραστίου μεγέθους έφθασαν στο σημείο να σχηματίζουν την πραγματική κυβέρνηση της χώρας. Αν όχι σε όλους, πάντως σε πολλούς τομείς της ζωής των πολιτών η δημοκρατία στις ΗΠΑ έχασε το νόημά της. Οι νόμοι βγαίνουν από το Κογκρέσο, αλλά οι υποδείξεις για τη σύνταξή τους προέρχονται ως γνωστό από τις βιομηχανικές και χρηματιστικές εταιρίες. Αυτές οι εταιρίες ξόδεψαν εκτός των άλλων 500 εκατομμύρια δολάρια για να στηρίξουν το 2008 τον προεκλογικό αγώνα και των δύο υποψηφίων στις προεδρικές εκλογές, 300 εκατομμύρια για να καταστήσουν αποτελεσματική το λιγότερο δυνατό τη μεταρρύθμιση της Γουόλ Στριτ το 2010 και άλλα τόσα για να προσπαθήσουν να μπλοκάρουν τη μέτρια μεταρρύθμιση της υγείας που επιθυμούσε ο πρόεδρος Ομπάμα. Με την πρόβλεψη ότι, εφόσον άλλαξε τον Νοέμβριο του 2010 η σύνθεση του Κογκρέσου, σχεδόν σίγουρα θα τα καταφέρουν στο προσεχές μέλλον.
Οι επιπτώσεις στους εργαζόμενους
Αυτοί που είχαν τη χειρότερη τύχη, ήταν οι αμερικανοί εργαζόμενοι. Δουλεύουν τουλάχιστον διακόσιες ώρες παραπάνω από του ευρωπαίους και οι μισθοί τους, με πραγματικούς όρους, είναι περίπου στο επίπεδο του 1973 – σχεδόν σαράντα χρόνια πίσω. Ένα από τα αίτια υπήρξε η μεταφορά ολόκληρων βιομηχανικών τομέων από τις ανεπτυγμένες χώρες στις αναπτυσσόμενες, με απώλεια δεκάδων εκατομμυρίων θέσεων εργασίας. Χάρη στις μετεγκαταστάσεις οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στην ουσία διαλύσει μεγάλο μέρος της μεταποιητικής τους βιομηχανίας.
Σήμερα στις ΗΠΑ φαίνεται να έχει εξαφανιστεί εντελώς η παραγωγή των τομέων που πριν λίγες δεκαετίες κυριαρχούσαν όχι μόνο στην εσωτερική αγορά, αλλά σε μεγάλο μέρος των δυτικών αγορών. Ανάμεσα σ’ αυτούς εμφανίζονται χώροι γιγαντιαίων διαστάσεων όπως οι ηλεκτρικές οικιακές συσκευές, οι τηλεοράσεις υψηλής πιστότητας, τα κομπιούτερ και οι μικροεπεξεργαστές, τα κινητά τηλέφωνα, η ένδυση, τα παιχνίδια.
Σε σχέση με όλα αυτά δεν προκύπτει ότι εκείνοι οι εργαζόμενοι είχαν την παραμικρή δυνατότητα να κάνουν τη φωνή τους να ακουστεί, και ακόμη λιγότερο – εκτός από σπάνιες τοπικές περιπτώσεις – να παρέμβουν με κάποια αποτελεσματικότητα σε αποφάσεις που αναστάτωναν τη ζωή τους, τις οικογένειές τους, την κοινότητά τους. Γι’ αυτό και είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να καταλάβουμε πώς γίνεται να παρουσιάζεται πανηγυρικά η αμερικανική περίπτωση από τους ιταλούς μάνατζερ και τους πολιτικούς σαν μια μορφή εκσυγχρονισμού των βιομηχανικών σχέσεων. Είναι ακόμη πιο δύσκολο να καταλάβουμε –αλλά μάλλον κάνω λάθος, γιατί παραείναι εύκολο-
πώς και δεν υψώθηκε μέχρι σήμερα μια φωνή από τις γραμμές της αντιπολίτευσης στην Ιταλία για να διαπιστώσει ότι η εξουσία που ασκείται από τις εταιρίες πάνω στις ζωές μας στοιχειοθετεί ένα τέτοιο έλλειμμα δημοκρατίας, ώστε να αποτελεί πλέον το μεγαλύτερο πολιτικό πρόβλημα της εποχής μας.
πώς και δεν υψώθηκε μέχρι σήμερα μια φωνή από τις γραμμές της αντιπολίτευσης στην Ιταλία για να διαπιστώσει ότι η εξουσία που ασκείται από τις εταιρίες πάνω στις ζωές μας στοιχειοθετεί ένα τέτοιο έλλειμμα δημοκρατίας, ώστε να αποτελεί πλέον το μεγαλύτερο πολιτικό πρόβλημα της εποχής μας.
Κατακτήσεις που χάθηκαν
Στην ΕΕ μπορούμε να αντιληφθούμε την απώλεια νοήματος που το οικονομικό και χρηματιστικό σύστημα επέβαλε στην πραγματική δημοκρατία, χάρη στο γεγονός ότι μεταξύ του τέλους του πολέμου και του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ‘70 έγιναν γενναίες ενέσεις δημοκρατίας στο οικονομικό σύστημα λόγω διάφορων παραγόντων. Ανάμεσα σ’ αυτούς θα θύμιζα τους αγώνες των εργαζομένων και το βάρος που είχαν τότε τα συνδικάτα, ακόμη και ως αριθμός εγγεγραμμένων. Όπως και την παρουσία στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια ισχυρών αριστερών κομμάτων και το βάρος των κεντρώων σχηματισμών των προοδευτικών καθολικών ή ορισμένου αριθμού επιχειρηματιών και μάνατζερ του δημοσίου που προτιμούσαν να αντιμετωπίσουν μακρές και δύσκολες διαπραγματεύσεις αντί να πετάξουν πάνω στο τραπέζι κάποια έγγραφα του τύπου «όλα ή τίποτα».
Χωρίς να ξεχνάμε ότι η σκιά της σοβιετικής αρκούδας έτεινε να καθιστά πιο υποχωρητικούς τους συνδέσμους βιομηχάνων όλων των χωρών της δυτικής Ευρώπης. Τα αποτελέσματα τα είδαμε.
Το εθνικό σύστημα υγείας, η ανάπτυξη του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος, οι μειώσεις ωραρίου, αρχίζοντας από την καθολική αργία του Σαββάτου. Επίσης, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας, ο Καταστατικός Χάρτης των εργαζομένων. Όλα αυτά αποτελούσαν κομμάτια πραγματικής δημοκρατίας που αποσπάστηκαν από τη μεγάλη επιχείρηση, ή που εκείνη –αν προτιμάτε- εξαναγκάστηκε να παραχωρήσει.
Η μεγάλη επιχείρηση αντεπιτίθεται
Τώρα η μεγάλη επιχείρηση παλεύει να ανακτήσει το χαμένο έδαφος μεταξύ του 1950 και του 1980. Μπροστά της ανοίγονται απέραντες εκτάσεις. Η ανησυχητική σκιά της αρκούδας εξαφανίστηκε.
Τα κόμματα της αριστεράς είναι κάτι χειρότερο από εξαφανισμένα: ακόμη κι όταν αγωνίζονται να πουν κάτι αριστερό, διαφαίνεται αμέσως, στην Ιταλία και στη Γαλλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γερμανία (σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να πούμε ότι υπάρχει η εξαίρεση της Linke), ότι έχουν γίνει οι καλύτεροι ερμηνευτές των συμφερόντων της μεγάλης επιχείρησης στον καιρό της παγκοσμιοποίησης.
Σε όλες τις χώρες τα συνδικάτα έχουν γίνει πιο αδύναμα λόγω της μείωσης των μελών τους -κατά μέσον όρο πάνω από το ήμισυ στη μεταποιητική βιομηχανία- και από τον διαχωρισμό εκείνων που τείνουν να συνεργάζονται πριν ακόμα αρχίσει η διαπραγμάτευση και εκείνων που προτιμούν αντίθετα να διαλέγονται με όρους σύνθεσης ανά περίπτωση σύγκρουση σε μια που είναι ιστορικά δομική και δομικά αδύνατο να επιλυθεί- εκτός και αν προβλεφθεί μια έξοδος από τον καπιταλισμό.
Η δημοκρατία απειλείται
Αυτό που διαμορφώνεται στη χώρα μας, όπως και σε ολόκληρη την ΕΕ των 15, είναι μια οπισθοχώρηση όχι μόνο των σχέσεων στη βιομηχανία, αλλά και ολόκληρης της δημοκρατικής διαδικασίας. Μια οπισθοχώρηση τέτοιου μεγέθους που ιστορικά έχει σημειωθεί μόνο όταν ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα αντικαθίσταται από μια δικτατορία. Αν το δούμε με απρόσεχτη ματιά, όπως τείνουμε κατά κάποιον τρόπο να κάνουμε όλοι, η διαδρομή μοιάζει ακίνδυνη. Η παγκοσμιοποίηση, ισχυρίζονται, απαιτεί να μειωθούν τα δικαιώματα, οι μισθοί, το κοινωνικό κράτος, για να αντιμετωπιστεί η οικονομική ισχύς των αναδυομένων χωρών. Η μεγάλη επιχείρηση συμβάλλει στη διαδικασία αυτή αποδίδοντάς της χαρακτήρα αναπόδραστου: δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Παίζονται μεγάλες επενδύσεις και πολλές θέσεις εργασίας. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο παρά να συμβιβαστούμε με τη λογική της οικονομίας. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για οικονομική λογική, αλλά για πολιτική εξουσία. Το γεγονός ότι αφαιρείται προοδευτικά από τους εργαζομένους κάθε απομεινάρι δυνατότητας συμμετοχής στον καθορισμό των ωραρίων, των μισθών, των συνθηκών εργασίας κ.α. προαναγγέλλει την αφαίρεση από όλους της δυνατότητας συμμετοχής σε οποιαδήποτε απόφαση οποιασδήποτε σημασίας σε οποιοδήποτε πλαίσιο. Προαναγγέλλεται, μ’ άλλα λόγια, η υποταγή σε μια ολοκληρωτική εξουσία.
Ο ρόλος
των ιδιωτικοποιήσεων
των ιδιωτικοποιήσεων
Η ιδιωτικοποίηση των πάντων, από την πρόνοια μέχρι το σχολείο και το νερό, που είναι ένας από τους τελευταίους τομείς από τους οποίους η μεγάλη επιχείρηση μπορεί να επιδιώξει να αποσπάσει μια αυξημένη αξία, επειδή στην περιοχή μας πρόκειται για πεδία που ακόμη δεν έχουν δουλευτεί αρκετά, είναι ένα άλλο ενδιάμεσο σημαντικό βήμα. Και είναι άξιο απορίας και εδώ το γεγονός ότι η κεντροαριστερά το θεωρεί οικονομικό ζήτημα, ενώ πρόκειται για κομβικό πολιτικό ζήτημα ζωτικής σημασίας. Η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών αγαθών, πράγματι, σημαίνει να αφαιρείς από τους πολίτες ένα ευρύ έδαφος πολιτικής συμμετοχής, άσκησης δημοκρατικής αγωγής, για να το μεταβιβάσεις και να το αφήσεις στη διακριτική ευχέρεια της μεγάλης επιχείρησης.
Άρα, ίσως να έχει έρθει η στιγμή να συζητήσουμε για τους τρόπους με τους οποίους η εξουσία της μεγάλης επιχείρησης, που βγαίνει εκτός ορίων, θα πρέπει να υποβληθεί σε κανόνες, όπως και οποιοδήποτε άλλο κέντρο εξουσίας.
Έχοντας στον ορίζοντα έναν απλό σκοπό: να ξαναδώσουμε ζωή, νόημα, καθημερινό περιεχόμενο, κίνητρα πολιτιστικής και ηθικής έλξης στην ιδέα της δημοκρατίας.
Μετάφραση
από το «Μανιφέστο»
Τόνια Τσίτσοβιτς
από το «Μανιφέστο»
Τόνια Τσίτσοβιτς
Πέμπτη, 28 Ιούλιος 2011 10:00
πηγή: http://www.epohi.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου