30/4/11

Γιατί δεν συγκινούν οι δημοκρατικές επαναστάσεις;

του Νικόλα Σεβαστάκη
 
Μήνες τώρα οι αραβικές επαναστάσεις κρατούν σταθερό πόστο στη δημοσιότητα. Αρχίσαμε πια να το συνηθίζουμε το θέμα, σαν να πρόκειται για κάποια έκτακτη επικαιρότητα που ανεπαισθήτως μεταβλήθηκε σε τακτική. Τελευταίο από τα επείγοντα: η Συρία του Μπασάρ Αλ Άσαντ και της «αγίας οικογένειας». Η κτηνώδης καταστολή, οι δολοφονίες στη μέση του δρόμου, οι τρεμάμενες λήψεις από το κινητό συνδυασμένες με την πτώση των κορμιών στην άσφαλτο, το κροτάλισμα των πολυβόλων από τις ταράτσες των κτιρίων.

Εικόνες πραγματικής δικτατορίας. Όχι ενός, όπως λέγεται, «αυταρχικού» καθεστώτος αλλά ωμής δικτατορίας. Θα έπρεπε να είναι πρώτος τίτλος. Κυριολεκτικά και συμβολικά. Αλλά δεν είναι.
Δεν έχω σκοπό να επαναλάβω εδώ απορίες που διατύπωσα ήδη με τη λιβυκή εξέγερση και τις περιπλοκές που δημιουργήθηκαν με τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς και τη σχετική συζήτηση περί ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Για παράδειγμα μπορώ να καταλάβω –όχι φυσικά να συμμεριστώ– την επιφύλαξη και τη ψυχρότητα όσων κρίνουν και πολιτεύονται με όρους στυγνής real politik για τη μια ή την άλλη περιοχή του κόσμου. Η ανομολόγητη, τις περισσότερες φορές, πεποίθησή τους είναι ότι μια «λειτουργική» δικτατορία παρέχει ένα κάποιο ανάχωμα στις εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις, στις δυνάμεις του φυλετικού χάους. Όταν τα πράγματα «πάνε καλά» –δηλαδή εκεί όπου, γι’ αυτούς, δεν υπάρχει αναβρασμός, εξεγέρσεις, ανακατωσούρα κλπ.– οι ίδιοι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι η «πολιτική σταθερότητα» διευκολύνει την «οικονομική ανάπτυξη», τις νέες επενδυτικές ευκαιρίες, τις στρατηγικές συμμαχίες και τους αμοιβαία επωφελείς συνεταιρισμούς. Αυτή είναι βεβαίως η φιλοσοφία μιας Δύσης αλά Πούτιν ή αλά Xoυ Τζιντάο. Μιας Δύσης που το έσχατο όραμά της έχει πια γίνει ένας «ανώτερος κινεζισμός», όπως έγραφε ενάμιση αιώνα πριν ο διορατικός Νίτσε.

Γιατί όμως και ένας κόσμος που διαθέτει ριζοσπαστικές αναφορές, ένας κόσμος ο οποίος κρατά ακόμα την ιδέα της κοινωνικής χειραφέτησης και της εξόδου των μαζών από το ημίφως, γιατί μοιάζει κάπως αδιάφορος για τα δημοκρατικά κινήματα των αραβικών λαών;

Ίσως η λέξη αδιαφορία να είναι άδικη. Και υπερβολική. Ας πούμε καλύτερα ότι η διεθνιστική χορδή δεν δονείται όσο θα απαιτούσε η σοβαρότητα του γεγονότος.

Νομίζω ότι κάπου εδώ υπάρχει ένα βαθύτερο πρόβλημα. Και το πρόβλημα αυτό μπορεί να λέγεται… μαρξισμός. Εξηγούμαι: όταν μιλώ για «μαρξισμό» εννοώ την γοητευτικά παραπλανητική ιδέα μιας περιεκτικής εξήγησης των πάντων, ή σχεδόν των πάντων, με βάση ένα «υλιστικό/οικονομικό» λεξιλόγιο. Αυτή η ιδέα έχει επιστρέψει σε ορισμένους χώρους. Και είναι ευεξήγητο το ότι η κρίση και η πολιτική διαχείρισή της από τις κυρίαρχες δυνάμεις επαναφέρει το ενδιαφέρον για μια συνολική θεωρητική εποπτεία των μεγάλων μετασχηματισμών στο κράτος, στις κοινωνικές σχέσεις, στην εργασία, στους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς. Η συγκυρία ευνοεί, και αυτό είναι καλό, την εκ νέου ανακάλυψη του γεγονότος ότι ο καπιταλισμός υπάρχει και γίνεται όλο και πιο επικίνδυνος, ότι το κοινωνικό ζήτημα έχει αποκτήσει και πάλι την ορατότητα που του πρέπει — και προφανώς δεν «λύθηκε» από τις τεχνολογικές επαναστάσεις, την άνοδο των μεσαίων τάξεων ή τον «θάνατο του κοινωνικού», όπως υποστήριζαν πολλοί τις τελευταίες δεκαετίες.

Υπάρχει όμως και μια προβληματική πλευρά σε αυτόν τον «γενικό» –κατά το γενική ιατρική—μαρξισμό, ο οποίος μετατρέπεται συχνά σε ένα είδος αφόρητου ακαδημαϊκού νεοσχολαστικισμού. Το κακό είναι ότι μεταφέρει ακόμα και σήμερα τη γνωστή και ακριβά πληρωμένη υποτίμηση της σημασίας των πολιτικών επαναστάσεων στον βωμό μιας ορισμένης ιδέας περί της πραγματικής, της μοναδικά αυθεντικής επανάστασης. Αυτή η υποτίμηση εμφανίζεται σε έναν βαθμό ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο διαβάζονται οι τρέχουσες αναδιαρθρώσεις στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Οι νέες κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές θεωρούνται κατά κύριο λόγο ως επιθέσεις στον πολιτισμό της ισότητας και των κοινωνικών δικαιωμάτων, και μόνο δευτερευόντως ως προκλήσεις κατά του πολιτισμού των ελευθεριών και της ίδιας της δημοκρατικής εμπειρίας. Μια φιλόσοφος που δεν έχει καμιά σχέση με τη ριζοσπαστική Αριστερά,[1] το επισημαίνει στο τελευταίο της βιβλίο: η νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση και οι νόρμες τις οποίες επιδιώκει να εμπεδώσει σε όλα τα επίπεδα συνιστά μια διαστροφή της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Είναι μια διακυβέρνηση αντιδημοκρατική και κατά βάση αντι-φιλελεύθερη, καθώς επιδιώκει να «κατασκευάσει» την ενότητα κράτους, κοινωνίας και αγοράς στη βάση μιας καθορισμένης νόρμας και των μεταρρυθμίσεων οι οποίες την υπηρετούν: της ανταγωνιστικότητας και της μετρήσιμης «οικονομικής» αποτελεσματικότητας.

Επανέρχομαι όμως στο ζήτημα των δημοκρατικών κινημάτων. Αυτά λοιπόν τα απροσδιόριστα και ανοργάνωτα κινήματα, αυτές οι μεγαλειώδεις «συμμορίες» (κατά τους Καντάφι, Άσαντ και σία) επιβεβαιώνουν τα μεγάλα αποθέματα που διατηρεί ακόμα η ιδέα της δημοκρατίας. Διαψεύδουν τη ρηχή «δημοκρατική ρητορική» των ελίτ αλλά και την οξεία πολιτική απομάγευση που περνούν οι Ευρωπαίοι, η ίδια η οποία τους οδηγεί να ψηφίζουν τους… Αληθινούς Φιλανδούς και να επιδοκιμάζουν μια Μαρίν Λεπέν.

Για την ελληνική Αριστερά, η υπόθεση που κάνω είναι ότι η τσιγκούνικη, ψυχρή και κάποτε ασυγχώρητα καχύποπτη στάση απέναντι σε αυτές τις εξεγέρσεις συγκαλύπτει κυρίως ένα κενό πολιτικής παιδείας και μια μεγάλη ιστορική απώθηση. Αυτό το κενό καλύπτεται ενίοτε από μεγάλες δόσεις μαρξοφανούς παντογνωσίας, ενώ σε μια άλλη, και χειρότερη περίπτωση, από έναν περίεργο «στρατηγικό ρεαλισμό» αναδίπλωσης στο «δικό μας πρόβλημα».

Το κενό πάντως υπάρχει. Είναι η έλλειψη πρωτογενούς συγκίνησης γι’ αυτό καθαυτό το δημοκρατικό μυστήριο, έτσι όπως επανεμφανίζεται απροσδόκητα εκεί που δεν το περιμένεις. Γι’ αυτές τις αιφνίδιες αναδύσεις στην επιφάνεια, που πολλές φορές δείχνουν να παραβιάζουν τη φυσική τάξη των πραγμάτων, τους οδικούς χάρτες των αφεντικών του κόσμου αλλά και τις διανοητικούς μαιάνδρους των «κομμουνιστικών Υποθέσεων» επί χάρτου.

Επί του παρόντος η δημοκρατική μελαγχολία των μετριοπαθών δεν αφήνει περιθώρια ενθουσιασμού για το κουράγιο των άλλων, για το αξιοζήλευτο θάρρος που δείχνουν οι άνθρωποι μιας Μισράτα ή μιας Νταραά. Κατ’ αναλογία, η αντικαπιταλιστική αγανάκτηση ημών των ριζοσπαστικών δεν χωρά άλλες εμπειρίες θυμού και ηθικής εξέγερσης ενώπιον της σφαγής των άλλων, των κατοίκων μιας Μισράτα ή μιας Νταραά.

Μπορεί και να είναι έτσι. Το δικό μας επείγον, οι δικές μας εκκρεμότητες ίσως να μην αντέχουν πια το βάρος των άλλων, των πιο μακρινών. Είπαμε: καιρός της συντήρησης δυνάμεων, καιρός αποταμίευσης και οικονομίας αισθημάτων, καιρός μονοκαλλιέργειας της οργής. Φαίνεται όμως ότι κάπου αλλού η Ιστορία δεν έχει λήξει ακόμα…


Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ


[1] Myriam Revault d’Allonnes, Pourquoi nous n’aimons pas la démocratie, Seuil, Παρίσι 2010.

Πηγή: http://enthemata.wordpress.com/2011/04/30/sevastakis-15/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου