του Ωμέγα
Στο Β’ μέρος[1] του άρθρου είδαμε ότι αυτό που ονομάστηκε θατσερισμός ξεκίνησε με την κυβέρνηση των Εργατικών το 1976, ύστερα απ’ την προσφυγή της Βρετανίας στο ΔΝΤ. Το 1979 η ηγέτιδα των Συντηρητικών Μάργκαρετ Θάτσερ ανέλαβε την πρωθυπουργία και συστηματοποίησε αυτή την πολιτική, δημιουργώντας «δίδυμο» με τον Ρόναλντ Ρήγκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80. Το 1981 αποχώρησε μια ομάδα της δεξιάς πτέρυγας[2] του Εργατικού κόμματος και δημιούργησε το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Στο Β’ μέρος[1] του άρθρου είδαμε ότι αυτό που ονομάστηκε θατσερισμός ξεκίνησε με την κυβέρνηση των Εργατικών το 1976, ύστερα απ’ την προσφυγή της Βρετανίας στο ΔΝΤ. Το 1979 η ηγέτιδα των Συντηρητικών Μάργκαρετ Θάτσερ ανέλαβε την πρωθυπουργία και συστηματοποίησε αυτή την πολιτική, δημιουργώντας «δίδυμο» με τον Ρόναλντ Ρήγκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80. Το 1981 αποχώρησε μια ομάδα της δεξιάς πτέρυγας[2] του Εργατικού κόμματος και δημιούργησε το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Ταυτόχρονα η αριστερή πτέρυγα απομονωνόταν και η επιρροή των συνδικάτων στο Εργατικό κόμμα συρρικνωνόταν. Παράλληλα, είδαμε ότι με αυτές τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στη Βρετανία δοκιμαζόταν για ακόμα μια φορά η σχέση της χώρας με την ΕΟΚ. Οι απόψεις της Βρετανίδας πρωθυπουργού Θάτσερ ήταν πολύ επικριτικές για τη μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε ΕΕ.
Στο Γ’ μέρος του άρθρου θα δούμε τις εξελίξεις στη Βρετανία υπό τη σκιά της Συνθήκης του Μάαστριχτ και τις νομισματικές επιθέσεις στη Στερλίνα που οδήγησαν στην Black Wednesday του 1992. Παράλληλα θα παρακολουθήσουμε το ρόλο της Βρετανίας και τη συμμαχία της με τις ΗΠΑ στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις σε Βαλκάνια και Κόλπο, τόσο υπό το νέο ηγέτη των Συντηρητικών Μέιτζορ που θα παραμείνει για 7 χρόνια στο τιμόνι της χώρας, όσο και υπό το νέο ηγέτη των Εργατικών Τόνι Μπλερ.
Παράλληλα θα δούμε πως στη δεκαετία του ’90 ολοκληρώνεται η πλήρης αντιδραστική μετάλλαξη του Εργατικού κόμματος υπό την ηγεσία του Τόνι Μπλέρ. Εξελίξεις που όπως θα φανεί, πατούσαν πάνω στη κοινωνική διαίρεση της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού της κινήματος, ύστερα απ’ την εφαρμογή της «συνταγής» του ΔΝΤ τόσο απ’ τους Εργατικούς όσο και τους Συντηρητικούς.
ΔΝΤ: Περιπτώσεις εφαρμογής μονοπωλιακής πολιτικής στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Η περίπτωση μιας ηγετικής ιμπεριαλιστικής χώρας: Η Μεγάλη Βρετανία ή Ενωμένο Βασίλειο.
Η στερλίνα, η πτώση της Θάτσερ και η άνοδος του Μέιτζορ το 1990
Οι αντιδράσεις που προκάλεσε, τόσο η αντιλαϊκή εσωτερική πολιτική της Θάτσερ, όσο και η εξωτερική της πολιτική, ήταν πολλές και από ισχυρούς παράγοντες ώστε τον Νοέμβρη του 1990 ο Χεζελτάιν ανήγγειλε την υποψηφιότητά του για την αρχηγία του Συντηρητικού κόμματος. Στις εσωκομματικές εκλογές που ακολούθησαν, η Θάτσερ απέτυχε να πάρει την πλειοψηφία στον πρώτο γύρο των εκλογών και στο δεύτερο γύρο υποστήριξε τον Μέιτζορ, ο οποίος επικράτησε στις 27 Νοέμβρη 1990 για αρχηγός του κόμματος και την επόμενη έγινε και πρωθυπουργός. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε πολλά σχόλια για το τι συνέβη με τη Θάτσερ. Αρκετοί μιλήσανε για μια μεγάλη συνωμοσία που την οδήγησε στην παραίτηση. Το σίγουρο είναι ότι οι απόψεις της Θάτσερ και η πολιτική που ακολούθησε σε μια σειρά κρίσιμα ζητήματα δεν μπόρεσαν να επικρατήσουν έναντι άλλων μερίδων του μονοπωλιακού κεφαλαίου[3], που αποδείχθηκαν πολύ πιο ισχυρά στη δεδομένη στιγμή, των επιλογών της μερίδας που εκπροσωπούσε η Θάτσερ.
Η Θάτσερ παρά την οξύτατη αντίθεσή της στη συμμετοχή της Στερλίνας στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών είχε αναγκαστεί ύστερα από αφόρητες πιέσεις να δεχτεί τη συμμετοχή της Στερλίνας στο ΜΣΙ και έτσι στις 5 Οκτώβρη του 1990, η στερλίνα μπήκε στον μηχανισμό, με 6% δικαίωμα απόκλισης από την κεντρική ισοτιμία των 2,95 μάρκων. Μετά από 20 μέρες η Θάτσερ υπέβαλε την παραίτηση της και –όπως είδαμε– αρχηγός του Συντηρητικού κόμματος και πρωθυπουργός έγινε ο Τζον Μέιτζορ.
Με την πτώση της Μάργκαρετ Θάτσερ από την Πρωθυπουργία στις 25 Νοέμβρη 1990, τελειώνει η περίοδος της «Σιδηράς Κυρίας» με 11 χρόνια στην Πρωθυπουργία του Ενωμένου Βασιλείου και 15 χρόνια στην Αρχηγία του Συντηρητικού Κόμματος. Ο διάδοχος της Θάτσερ, Τζον Μέιτζορ έμεινε στην πρωθυπουργία της Βρετανίας απ’ τις 28 Νοέμβρη του 1990 ως την 1η Μάη του 1997. Στα πρώτα δύο χρόνια της ηγεσίας του και μέχρι τις εκλογές του Απρίλη 1992, ο Μέιτζορ έχει δυο σημαντικές αποφάσεις στο ενεργητικό του.
Ο πρώτος πόλεμος κατά του Ιράκ
Η πρώτη απόφαση του Μέιτζορ είναι ότι δυνάμωσε την αμερικανό-βρετανική συνεργασία, που εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη ένταση στην πρώτη επίθεση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού κατά του Ιράκ και του καθεστώτος Σαντάμ Χουσεΐν από τον –διάδοχο του Ρήγκαν στην προεδρία των ΗΠΑ, επίσης ρεπουμπλικάνο– Τζορτζ Μπους (πατέρας του κατοπινού προέδρου των ΗΠΑ) στις 17 Γενάρη του 1991.
Η Βρετανία συμμετείχε στη στρατιωτική επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου» με βομβαρδισμούς στόχων, επιβολή των ζωνών απαγόρευσης πτήσης, με χερσαίες επιχειρήσεις που οδήγησαν τελικά στις 23 Φλεβάρη 1991 στην αποχώρηση των ιρακινών στρατευμάτων από το Κουβέιτ, που είχε καταληφθεί από τις δυνάμεις του Σαντάμ Χουσεΐν στις 2 Αυγούστου του 1990. Το οικονομικό κόστος από τη συμμετοχή της Βρετανίας στις στρατιωτικές επιχειρήσεις ήταν πολύ μεγάλο για την οικονομία της. Βέβαια για τα μονοπώλια της πολεμικής της βιομηχανίας, των κατασκευών και του πετρελαίου η συμμετοχή της Βρετανίας στην επέμβαση κατά του Ιράκ ήταν πολύ επικερδής.
Η συνθήκη του Μάαστριχτ και η στερλίνα
Η δεύτερη σημαντικότατη απόφαση είναι η υποστήριξη του Μέιτζορ στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η Συνθήκη συμφωνήθηκε στο Συμβούλιο Κορυφής της Κοινότητας (ΕΟΚ) στις 9-10 Δεκέμβρη του 1991 και υπογράφηκε στις 7 Φλεβάρη του 1992 από τους ηγέτες των κρατών μελών της. Αποτελεί ένα από τα πιο βασικά κείμενα συσπείρωσης των καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης στη νέα διεθνή κατάσταση, που εμφανίστηκε από τη μεγάλη ανατροπή που έγινε στις σοσιαλιστικές ευρωπαϊκές χώρες, τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας και της Σοβιετικής Ένωσης και τη δραματική αλλαγή του μέχρι τότε διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων που δημιουργούσαν νέες καταστάσεις, οι οποίες δεν ήταν σίγουρο που θα οδηγούσαν.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ο Μέιτζορ εξασφάλισε, μέσα από σκληρές διαπραγματεύσεις, επιπλέον τη «δυνατότητα εξόδου της στερλίνας, σε περίπτωση κρίσης» από τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών. Οι υποστηρικτές βέβαια της πορείας της Βρετανίας μέσα στην ΕΟΚ και στην πιο στενή σύνδεση της οικονομίας της, αισιοδοξούσαν ότι αυτό δεν θα γίνει ποτέ. Αντίθετα και στα τρία βασικά κόμματα (Συντηρητικό, Εργατικό, Φιλελεύθεροι-Δημοκράτες) είχαν ενισχυθεί οι φιλο-ΕΟΚικές τάσεις καθώς και η συμμετοχή της στερλίνας στον ΜΣΙ. Το Συντηρητικό κόμμα μάλιστα κατά την εκλογική αναμέτρηση της 9ης Απρίλη του 1992 είχε φτάσει μέχρι του σημείου να υποστηρίξει ότι «η συμμετοχή του νομίσματος μας στον ΜΣΙ αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της αντιπληθωριστικής μας πολιτικής»[4] .
Η εκλογική νίκη του Μέιτζορ και η νέα ήττα των Εργατικών το 1992
Στο Εργατικό κόμμα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει[5], η από το 1985 ήττα της συγκλονιστικής απεργίας των ανθρακωρύχων, δίνει το σινιάλο στη νέα ηγετική ομάδα και τον πρόεδρο του κόμματος Νιλ Κίνοκ να αναγάγει σε κύριο μέλημά του, την απομόνωση της αριστερής πτέρυγας του κόμματος. Οι καταστάσεις αυτές δεν βοηθούσαν πρώτα απ’ όλα το εργατικό κίνημα και τα συνδικάτα να αντιπαρατεθούν στην αντιδραστική μονοπωλιακή πολιτική του Συντηρητικού κόμματος. Οι εσωτερικές εξελίξεις επίσης στο Εργατικό κόμμα δεν βοηθούσαν να υπάρξει μια ισχυρή αντιπολιτευτική γραμμή και οι αδυναμίες αυτές φάνηκαν όταν ξέσπασε η εσωτερική κρίση στο Συντηρητικό κόμμα μετά την παραίτηση της Θάτσερ και την ανάδειξη του Μέιτζορ.
Ο Κίνοκ ζήτησε εκλογές και οργάνωσε την εκστρατεία κάτω από το σύνθημα «είναι ώρα για μια Αλλαγή». Τα προγνωστικά ήταν πολύ καλά για το Εργατικό κόμμα. Όμως τα αποτελέσματα της εκλογικής αναμέτρησης αποτέλεσαν μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη για το Εργατικό κόμμα υπό τον Κίνοκ, αλλά και τις εταιρείες δημοσκοπήσεων. Προεκλογικά, οι περισσότερες δημοσκοπήσεις έδειχναν νίκη του Εργατικού κόμματος και συντριβή του Συντηρητικού κόμματος. Τα περισσότερα δημοσιεύματα και οι αναλύσεις των ΜΜΕ κινούνταν στην ίδια κατεύθυνση.
Τις εκτιμήσεις αυτές ενίσχυσαν και τα πολύ άσχημα μαντάτα που έρχονται από την οικονομία, μιας και η Βρετανία είχε μπει σε φάση ύφεσης με αύξηση της ανεργίας και πολιτικές λιτότητας, αλλά και από σημαντικές εξελίξεις σε άλλες χώρες της ΕΟΚ. Πρώτα απ’ όλα από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας που αντιμετώπιζε προβλήματα από την προσάρτηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Στη Δανία όπως και στη Γαλλία είχαν εξαγγελθεί δημοψηφίσματα για την έγκριση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ενώ σε όλες τις χώρες είχαν ανέβει οι κριτικές αντιπαραθέσεις και οι αμφισβητήσεις της Συνθήκης.
Η κατάσταση στην οικονομία επιδεινωνόταν. Η Στερλίνα συμμετέχοντας στον ΜΣΙ δεχόταν άμεσα τις επιδράσεις από τις διακυμάνσεις των νομισμάτων άλλων οικονομιών της ΕΟΚ, ιδιαίτερα της ΟΔ της Γερμανίας, η οποία αντιμετώπιζε προβλήματα με την προσάρτηση της Ανατολικής Γερμανίας (ΓΛΔ). Απ’ τις αρχές του 1991, η Bundesbank είχε λάβει την απόφαση ν’ αυξήσει τα επιτόκιά της, για να αντιμετωπίσει την αύξηση δημοσίων δαπανών που δημιουργούσε η νέα κατάσταση. Την απόφαση αυτή ακολούθησαν και τα άλλα μέλη του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος αυξάνοντας τα επιτόκια τους.
Ωστόσο οι ανάγκες της Βρετανικής οικονομίας δεν απαιτούσαν αύξηση επιτοκίων, αλλά μείωση και ενίσχυση της ρευστότητας. Έτσι με επιτόκια στο 10% η οικονομική κατάσταση στη Βρετανία χειροτέρευε, οι πτωχεύσεις αυξήθηκαν κατακόρυφα και η αύξηση της ανεργίας καθώς και οι απεργιακές κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες προκαλούσαν πιέσεις και στο εσωτερικό του Συντηρητικού κόμματος καθώς μετρήσεις έβλεπαν να το εγκαταλείπουν ψηφοφόροι του από τη μεσαία αστική τάξη και μια γενικότερη δυσαρέσκεια από την οικονομική πολιτική που εφάρμοζε ο Μέιτζορ.
Τελικά το Συντηρητικό κόμμα και ο Μέιτζορ εξέρχονται νικητές απ’ τις εκλογές της 9ης Απρίλη με 41,9%, ενώ το Εργατικό κόμμα παίρνει 34,4%!
Η επίθεση στη Στερλίνα και το κραχ του 1992
Μέσα στο καλοκαίρι του 1992, ξεκίνησαν οι πρώτες επιθέσεις κατά της στερλίνας, που άρχισε να χάνει έδαφος.
Τον Αύγουστο του 1992, η Τράπεζα της Αγγλίας προχώρησε στη λήψη δανείου από την Bundesbank για να στηρίξει τη στερλίνα. Αλλά οι επιθέσεις στη στερλίνα συνεχίστηκαν. Ένας από τους πρωταγωνιστές της επίθεσης ήταν και ο –πολύ γνωστός στην Ελλάδα– Τζορτζ Σόρος. Η Βρετανική κυβέρνηση, αρνιόταν να αυξήσει τα επιτόκια, μέχρι τη στιγμή που οι δηλώσεις του Προέδρου της Bundesbank, Helmut Schlesinger, περί πιθανής υποτίμησης της στερλίνας, έβαλαν μπουρλότο στις αγορές. Σε μια τελευταία προσπάθεια, η Τράπεζα της Αγγλίας ανακοίνωσε την αύξηση του επιτοκίου κατά 2%, που έφτανε πλέον το 12%, ενώ άφηνε να διαρρεύσει ότι στην ανάγκη θα το αύξανε στο 15%!
Ο τότε υπουργός των Οικονομικών Λαμόντ αφηγείται τα αποτελέσματα των αποφάσεών του, που δεν μπόρεσαν όμως να σταματήσουν τη συναλλαγματική αιμορραγία της Βρετανικής οικονομίας: «Προχώρησα στον προθάλαμο τον γραφείου μου, στο Υπουργείο, και αντίκρισα την οθόνη των Reuters περιμένοντας την ανακοίνωση της αύξησης των επιτοκίων κατά 2%. Κι όταν έγινε, η στερλίνα δεν κουνήθηκε καθόλου. Το κατάλαβα. Το παιχνίδι είχε λήξει. Ένιωθα όπως ο γιατρός που βλέπει το καρδιογράφημα του ασθενούς στην οθόνη, να δείχνει μια ευθεία. Ο ασθενής είχε πεθάνει και το μόνο που απέμενε ήταν να αποσυνδέσω τα καλώδια»[6].
Με αυτό τον δραματικό τόνο η στερλίνα, την «Μαύρη Τετάρτη» (Black Wednesday) στις 16 Σεπτέμβρη 1992 εγκατέλειπε, τον Συναλλαγματικό Μηχανισμό του ΕΝΣ, με απώλειες 14% και από τότε παραμένει φανατικά εκτός!
Μετά από αυτή την σκληρή νομισματική ήττα ο Μέιτζορ είχε να αντιμετωπίσει το ζήτημα της έγκρισης από το κοινοβούλιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Οι δυσκολίες αυξήθηκαν μετά από το ΟΧΙ που είπαν οι Δανοί στο δημοψήφισμα στις 2 Ιούνη 1992 καθώς και το ασθενικό ΝΑΙ που απέσπασε το δημοψήφισμα της 20ης Σεπτέμβρη 1992 στη Γαλλία. Τελικά ο Μέιτζορ κατόρθωσε να εγκριθεί η Συνθήκη παρά τις πολύ μεγάλες αντιδράσεις στις 20 Ιούλη του 1993. Δεν εγκρίθηκε όμως ο Κοινωνικός Χάρτης που αποτελεί μέρος της Συνθήκης.
Η Βρετανία και οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις σε Βαλκάνια και Κόλπο
Επί Μέιτζορ επίσης είχαμε την άμεση συμμετοχή της Βρετανίας στη διάλυση της Ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και την πρώτη επέμβαση του ΝΑΤΟ με αφορμή τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Τη στενή συνεργασία του αμερικάνικου και βρετανικού ιμπεριαλισμού που οδήγησε στον εξαναγκασμό της υπογραφής από τον Μιλόσεβιτς της Συμφωνίας του Ντέιτον τον Νοέμβρη του 1995.
Το 1995 θα ξεσπάσει νέα κρίση στο κυβερνών Συντηρητικό κόμμα. Η ηγεσία του θ’ αμφισβητηθεί και στις 22 Ιούνη 1995 ο Μέιτζορ παραιτείται απ’ την αρχηγία για να επανεκλεγεί επικεφαλής του Συντηρητικού κόμματος στις 4 Ιούλη. Η πρωθυπουργία του Συντηρητικού ηγέτη θα διαρκέσει ως το 1997. Την 1η Μάη του 1997 θα κερδίσει τις εκλογές και θα επανέλθει στην κυβερνητική εξουσία[7] μετά από 18 χρόνια το Εργατικό κόμμα με νέο ηγέτη τον Τόνι Μπλερ. Ο Τόνι Μπλερ είχε εκλεγεί στην ηγεσία του Εργατικού κόμματος τον Ιούλη του 1994[8].
Ο Τόνι Μπλερ συνέχισε ακάθεκτος τη συνεργασία του με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και το ΝΑΤΟ, και πήρε ενεργό μέρος στην επίθεση κατά της Σερβίας και κατά του ηγέτη της, Μιλόσεβιτς, το Μάρτη του 1999. Συμμετείχε ενεργά με τις ΗΠΑ στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Αφγανιστάν που ξεκίνησε στις 7 Οκτώβρη του 2001 με πρόσχημα την καταδίωξη του Οσάμα Μπιν Λάντεν και της οργάνωσής του Αλ-Κάιντα. Συμμετείχε στη δεύτερη ιμπεριαλιστική επέμβαση των ΗΠΑ κατά του Ιράκ και του Σαντάμ Χουσεϊν που ξεκίνησε στις 20 Μάρτη του 2003. Παροιμιώδεις είναι οι ομιλίες του και η επίκληση κατασκευασμένων πληροφοριών για να δικαιολογήσει τη συμμετοχή της Βρετανίας στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις του μεγάλου συμμάχου της, των ΗΠΑ.
Απ’ το Εργατικό κόμμα στο «New Labour»
Υπό την ηγεσία του Μπλερ βάθυναν οι διεργασίες που είχαν αρχίσει επί Κίνοκ για ριζικές αλλαγές στη φυσιογνωμία και την πολιτική του Εργατικού κόμματος. Το πρώτο ήταν η εμφάνιση της αναφοράς του ονόματος του κόμματος ως «Νέο Εργατικό» (New Labour) σαν σύνθημα σε μια σύσκεψη το 1994. Σ’ εκείνη την ομιλία του, ο Τόνι Μπλερ αναφέρθηκε στην ανάγκη να υπάρξουν νέοι προσανατολισμοί στο Εργατικό κόμμα, νέοι στόχοι και αξίες. Οι ιδέες του Μπλερ είχαν εκτεθεί πολύ νωρίτερα στη Φαβιανή Εταιρία σε μια μπροσούρα που είχε γράψει το 1993. Στη μπροσούρα αυτή ασκούσε κριτική στο περίφημο άρθρο 4 (Clause 4) του Καταστατικού του Εργατικού κόμματος που προέβλεπε την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής κλπ και αποτελούσε τη βάση των αναφορών του κόμματος και της επιρροής του στην εργατική τάξη της Βρετανίας, παρά τις προσπάθειες παρερμηνείας που είχαν γίνει κατά καιρούς του άρθρου και το τι σημαίνει η αναφορά σε κοινωνικοποίηση (the common ownership of the means of production, distribution and exchange).
Οι απόψεις αυτές ξεσήκωσαν μεγάλη διαμάχη στο Εργατικό κόμμα και στα συνδικάτα που αποτελούσαν την εκλογική βάση του κόμματος. Ξύπνησαν μνήμες από την διαμάχη που είχε ξεσπάσει για το ίδιο θέμα το 1960 και την ήττα που υπέστησαν αυτές οι απόψεις. Ιδιαίτερα αντιτάχθηκε και πολέμησε τις απόψεις για κατάργηση του άρθρου 4 η αριστερή πτέρυγα του κόμματος. Αλλά το Εργατικό κόμμα με τις πολιτικές του επιλογές -όπως έχουμε δει- είχε αλλάξει βασικές αναφορές του και είχε αρχίσει να χάνει την εμπιστοσύνη ψηφοφόρων από την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα.
Τελικά σε μια ειδική συνδιάσκεψη που έγινε το Πάσχα του 1995 ψηφίστηκε η κατάργηση του άρθρου 4. Τώρα το Εργατικό κόμμα για πρώτη φορά χαρακτηριζόταν ως ένα δημοκρατικό σοσιαλιστικό κόμμα. Κατόπιν οι «νέες» κατευθύνσεις πήραν την οριστική τους μορφή με ένα σχέδιο Μανιφέστου για το κόμμα το 1996 κάτω από τον τίτλο Νέο Εργατικό, Νέα Ζωή για τη Βρετανία. (New Labour, New Life For Britain).
Η «βιομηχανική δημοκρατία» και «το δικαίωμα της επιλογής»
Η δεύτερη εξέλιξη αφορά στα συνδικάτα και τις αλλαγές που έφεραν οι επιθέσεις του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Από το 1979 που ανέβηκε στην κυβέρνηση το Συντηρητικό κόμμα, συστηματοποιήθηκε η επίθεση κατά του συνδικαλιστικού κινήματος και ιδιαίτερα του πιο προωθημένου πολιτικά. Η επίθεση είχε ξεκινήσει από το Εργατικό κόμμα και την προσφυγή του στο ΔΝΤ το 1976.
Η Θάτσερ παρενέβη υπέρ του μονοπωλιακού κεφαλαίου στη σύγκρουση του τελευταίου με τα συνδικάτα. Επαναθεσμοθέτησε τις «ελεύθερες» συλλογικές διαπραγματεύσεις κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της αυξανόμενης ανεργίας, η οποία επιδρούσε καταλυτικά στην διαπραγματευτική ικανότητα των συνδικάτων. Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τις εξουσίες της ως εργοδότης για να θέσει υπό διατίμηση τις μισθολογικές διεκδικήσεις στον δημόσιο τομέα.
Κάτω από τον μανδύα της περίφημης «βιομηχανικής δημοκρατίας» που είχε λανσάρει προηγούμενα το Εργατικό κόμμα, η Θάτσερ επιτέθηκε για να ξεχαρβαλώσει όλο το σύστημα άμυνας των εργαζομένων απέναντι στον κεφαλαιοκράτη. Έτσι υποχρεώνονταν τα μέλη ενός κλαδικού συνδικάτου να ψηφίζουν σ όλη την επικράτεια της Αγγλίας για την απόφαση απεργιακής κινητοποίησης και να την κοινοποιούν τουλάχιστον 2 βδομάδες πριν στις επιχειρήσεις.
Η Θάτσερ χτύπησε και το δικαίωμα που είχαν κατακτήσει τα συνδικάτα, ότι κάθε εργαζόμενος που προσλαμβανόταν θα γραφόταν μέλος στο συνδικάτο.
Επί Θάτσερ καθιερώθηκε ότι οι εργάτες είχαν «το δικαίωμα να διαλέξουν» (!) αν θα γίνονταν μέλη ή όχι του συνδικάτου με αποτέλεσμα να γίνονται εύκολη λεία στις απαιτήσεις των κεφαλαιοκρατών. Αυτή ήταν η περίφημη προπαγάνδα των δημοσιολόγων του Συντηρητικού κόμματος και του μονοπωλιακού κεφαλαίου για το «δικαίωμα επιλογής». Έχω δηλαδή το δικαίωμα να συνδικαλιστώ, αλλά και να μη συνδικαλιστώ, έχω το δικαίωμα να απεργήσω αλλά έχω και το δικαίωμα να εργαστώ.
Έτσι δίνονταν όπλα σε κάθε επιχείρηση να χτυπάει την οργάνωση στα συνδικάτα, τις απεργιακές κινητοποιήσεις και να εκβιάζει τους εργαζόμενους να μη συμμετέχουν.
Ταυτόχρονα ο καθορισμός της εισοδηματικής πολιτικής που είχε καθιερωθεί από το Εργατικό κόμμα, επί Θάτσερ βρήκε την πλήρη εφαρμογή της. Στο δημόσιο τομέα καθορίζονταν αυστηρά ανώτατα και κατώτατα όρια στην εισοδηματική πολιτική (πάτωμα και οροφή). Ενώ, αντίθετα στον ιδιωτικό τομέα –και ιδιαίτερα στα τμήματα που αναπτύσσονταν πιο γρήγορα, με νέες τεχνολογίες κλπ- ο καθορισμός των αμοιβών στους εργαζόμενους ήταν «ελεύθερη» και πάντα κατά τι καλύτερη από το δημόσιο. Με αυτό τον τρόπο άρχισε η μετάλλαξη της εκλογικής -και όχι μόνο- συμπεριφοράς των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, υπέρ του Συντηρητικού κόμματος.
Αντίθετα, το Εργατικό κόμμα έμειναν να το υποστηρίζουν εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, τμήματα εργαζομένων σε τομείς της βιομηχανίας που ήταν λιγότερο αποδοτικοί ή βρίσκονταν σε παρακμή και γενικότερα τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα. Με αυτό τον τρόπο η εργατική τάξη διαιρέθηκε ακόμα πιο πολύ.
Ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο η αναφορά που κάνει ο Ένγκελς[9] για τον συναγωνισμό ανάμεσα στους εργάτες: «Αυτός λοιπόν ο συναγωνισμός των εργατών ανάμεσα τους είναι, κάτω από τις σημερινές συνθήκες ζωής, ό,τι το χειρότερο μπορεί να υπάρξει για τον εργαζόμενο, το πιο αποτελεσματικό όπλο της αστικής τάξης στην πάλη της κατά του προλεταριάτου. Από δω πηγάζουν και οι προσπάθειες των εργαζομένων να εξαφανίσουν αυτό το συναγωνισμό με τη συνένωση τους, κι από εδώ πηγάζει, επίσης, η λύσσα της αστικής τάξης ενάντια σ’ αυτές τις ενώσεις και οι κραυγές θριάμβου που εκπέμπει σε κάθε ήττα που τυχόν τους επιβάλλει».
Το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα της Βρετανίας μέσα από τη μακρόχρονη ιστορία του φαίνεται πως αυτή την περίοδο βρίσκεται σε μια ανάλογη κατάσταση όπου οι κραυγές θριάμβου της αστικής τάξης δεν έχουν καταλαγιάσει… Μένει να δούμε ως πότε…
ΥΓ: Η επίδραση της προσφυγής στο ΔΝΤ στην κατάσταση του Κομμουνιστικού κινήματος της Βρετανίας και στο εργατικό κίνημα.
[2] Η ομάδα αυτή της δεξιάς πτέρυγας έγινε γνωστή απ’ την πολεμική που άσκησε η αριστερή πτέρυγα του Εργατικού κόμματος και ως «συμμορία των 4». Δες «Η προσφυγή της Μεγάλης Βρετανίας στο ΔΝΤ (Β’ μέρος)» http://www.inprecor.gr/index.php/archives/129608
[3] Δες προηγούμενο άρθρο μας για τις σχέσεις ΕΟΚ και Μεγάλης Βρετανίας στα μέσα και τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις σχετικές με αυτό απόψεις της Θάτσερ. Ειδικά δε τις φοβίες και αντιδράσεις της για την ισχυροποίηση της Δυτικής Γερμανίας, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την προσάρτηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. http://www.inprecor.gr/index.php/archives/129608
[4] Conservative Party Manifesto, «The Best Future for Britain«, σελ. 374.
[6] Lamont Norman, In Office, σελ. 248-9, London: Little, Brown, and Company, 1999
[7] Η διακυβέρνηση των Εργατικών κράτησε μέχρι το 2010. Στις 6 Μάη του 2010, ο νέος πρωθυπουργός και αρχηγός του Νέου Εργατικού κόμματος μετά την παραίτηση του Μπλερ, Γκόρντον Μπράουν παρέδωσε στο Συντηρητικό κόμμα με αρχηγό τον Κάμερον που ανέβηκε στην κυβέρνηση σε συμμαχία με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες και κυβερνά μέχρι σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές…
[8] Είχε προηγηθεί τον Ιούλη του 1992 η παραίτηση απ’ την προεδρία του κόμματος του Νίλ Κίνοκ μετά την ήττα απ’ το Συντηρητικό κόμμα υπό την ηγεσία του Μέιτζορ στις γενικές εκλογές της Βρετανίας τον Απρίλη του 1992. Την αρχηγία των Εργατικών είχε αναλάβει ο Τζον Σμιθ, ο οποίος πέθανε το Μάη του 1994 από καρδιακό επεισόδιο.
[9] Φρίντριχ Ένγκελς, Ο συναγωνισμός. Από το έργο «Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία», μέρος Α’, σελ. 139, εκδόσεις «Μπάιρον».
πηγή: http://www.inprecor.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου