Για τις ανυπέρβλητες αντιφάσεις του αριστερού ευρωπαϊσμού.
Η επιστροφή της συζήτησης για την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση
Η όξυνση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, η εκτίναξη της κρίσης χρέους στους περιφερειακούς σχηματισμούς της ΕΕ, η απειλή αποσταθεροποίησης του συστήματος του ευρώ, για πρώτη φορά θέτουν σε αμφισβήτηση την ίδια τη βιωσιμότητα του σχεδίου της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης.
Γι’ αυτό το λόγο και τόσο σε επίπεδο τοποθετήσεων διανοουμένων και αναλυτών, όσο και σε επίπεδο μαζικών συλλογικών τοποθετήσεων είδαμε το τελευταίο διάστημα να αποκτούν ξεχωριστή σημασία και απήχηση τα αιτήματα που αφορούν τη ρήξη με την ΟΝΕ, το ευρώ, την ΕΕ. Από την άλλη, μεγάλο μέρος των δημόσιων τοποθετήσεων, ιδίως από το χώρο του Συνασπισμού αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ, κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: μια προσπάθεια προκαταβολικά να απορριφθεί οποιαδήποτε σκέψη για ανάδειξη αιτημάτων που αφορούν τη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση.
Το ενδιαφέρον αυτής της επιχειρηματολογίας είναι ότι δεν αναπαράγει τόσο την κλασική τοποθέτηση της ανανεωτικής Αριστεράς για τον αυταπόδεικτα θετικό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως διαδικασίας θεσμικού εκσυγχρονισμού και ως ανάδειξης αντίπαλου δέους στις ΗΠΑ. Αντίθετα, προσπαθεί να διατυπωθεί από τη σκοπιά μιας αντίληψης που τουλάχιστον διακηρυκτικά διεκδικεί να είναι ταξική και διεθνιστική.
Ειδικότερα, αυτή η επιχειρηματολογία στρέφεται σε δύο κατευθύνσεις: στο επίπεδο των άμεσων επιπτώσεων και στο επίπεδο της στρατηγικής. Στο επίπεδο των επιπτώσεων υποστηρίζεται ότι οποιαδήποτε ρήξη σήμερα με την ΟΝΕ, εγκατάλειψη του ευρώ και υιοθέτηση κοινού νομίσματος θα οδηγήσει στην ραγδαία οικονομική επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων καθώς θα υποτιμηθεί το νέο εθνικό νόμισμα και θα ακριβύνουν τα εισαγόμενα προϊόντα, ενώ θα υπάρξει και αύξηση της ανεργίας καθώς θα έχουμε φυγή κεφαλαίων και μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων.
Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι η αύξηση του πληθωρισμού θα εξανεμίσει τις καταθέσεις των εργαζομένων, ενώ σύντομα θα έχουμε και κατάρρευση του αναγκαστικά πληθωριστικού νομίσματος.
Σε πιο στρατηγικό επίπεδο υποστηρίζεται ότι σήμερα δεν μπορούν να υπάρξουν διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού στο επίπεδο των εθνικών κρατών, παρά μόνο σε επίπεδο ευρύτερων περιφερειακών ενώσεων.
Όλα αυτά διανθίζονται με μια πολεμική ενάντια στους υποστηρικτές της αντίθετης άποψης. Υποστηρίζεται έτσι ότι όσοι μιλούν για έξοδο από το ευρώ αναπαράγουν μια αστικά ηγεμονευόμενη εκδοχή οικονομικής πολιτικής, που δεν βλέπει ταξικές σχέσεις και συγκρούσεις αλλά μόνο την «εθνική οικονομία».
Η ρήξη με την ΟΝΕ παρουσιάζεται ως αίτημα αύξησης των εξαγωγών, μείωσης των εισαγωγών και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Συνολικά, η ρήξη με την ΕΕ παρουσιάζεται ως παραλλαγή ενός οικονομικού και πολιτικού εθνικισμού που συγκαλύπτει τον ταξικό ανταγωνισμό και αναπαράγει την ιστορική απόκλιση της Αριστεράς προς μια εκδοχή οικονομισμού, παραγωγισμού και κρατισμού.
Τελικά τι είναι η ΕΕ;
Εκτιμώ ότι απέναντι σε αυτή την επιχειρηματολογία χρειάζεται να επανέλθει η συζήτηση στην πραγματική της βάση. Καταρχάς χρειάζεται να έχουμε μια εκτίμηση για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση και τη συγκρότηση της ΕΕ. Κατά τη γνώμη μου επιβάλλεται να επιμείνουμε να την αντιμετωπίζουμε όχι ως μια νομοτελειακή ολοκλήρωση μιας διαδικασίας θεσμικού εκσυγχρονισμού, αλλά ως μια ταξική στρατηγική.
Εξαρχής η οικοδόμηση της ΕΕ αφορούσε την προσπάθεια των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων να διαμορφώσουν έναν ενιαίο οικονομικό χώρο (πολύ πέρα από μια «ενιαία αγορά») και να δοκιμάσουν εκτεταμένες μορφές οικονομικού συντονισμού, με στόχο να βελτιώσουν τη θέση τους και έναντι των εργαζομένων και έναντι των ανταγωνιστών τους στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Παρότι αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει και τη μερική απεμπόληση στοιχείων εθνικής κυριαρχίας, εντούτοις δεν αποτελεί διαμόρφωση υπερκράτους, κύρια γιατί οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις, παρά τη σχετική κοινότητα συμφερόντων τους, δεν διαμορφώνουν ένα υπερεθνικό συνασπισμό εξουσίας, ενώ αντίστοιχα ούτε οι εργατικές τάξεις και συνολικά οι υποτελείς τάξεις συγκροτούνται σε υπερεθνικό επίπεδο.
Όμως, αυτή η μερική απεμπόληση στοιχείων εθνικής κυριαρχίας, επέτρεπε να επιβάλλονται πιο εύκολα αλλά και να νομιμοποιούνται πλευρές μιας επιθετικής αστικής ταξικής στρατηγικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η υποχρεωτική «απελευθέρωση», δηλ. ιδιωτικοποίηση, της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών και άλλων υποδομών.
Το ευρώ ως ταξική στρατηγική
Το θέμα τώρα του κοινού νομίσματος αποτέλεσε την πιο επιθετική εκδοχή οικονομικού συντονισμού μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ύπαρξη κοινού νομίσματος εξαρχής προβλήθηκε, ήδη από τη δεκαετία του 1970, ως βασική πλευρά της διαμόρφωσης ενός ενιαίου οικονομικού χώρου: η κινητικότητα κεφαλαίων και εμπορευμάτων και η δυνατότητα επενδύσεων θεωρήθηκε ότι προϋποθέτουν την εξάλειψη των νομισματικών διακυμάνσεων. Το δε κοινό νόμισμα, με Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θεωρήθηκε ότι θα ήταν πολύ αποτελεσματικότερο από την απλή επιδίωξη σταθερών ισοτιμιών, καθώς θα απέκλειε προκαταβολικά τον κίνδυνο κερδοσκοπικών επιθέσεων σε επιμέρους νομίσματα. Σημαντική πλευρά του σχεδίου για το κοινό νόμισμα ήταν και η επιδίωξη να παίξει το ευρώ το ρόλο διεθνούς νομίσματος αναφοράς, δηλ. παγκόσμιου χρήματος και να υποκαταστήσει το δολάριο σε αυτό το ρόλο.
Σύμφωνα με την επίσημη αφήγηση της ΟΝΕ, το μόνο που θα απειλούσε το κοινό νόμισμα θα ήταν μεγάλες αποκλίσεις στον πληθωρισμό και τα ελλείμματα, καθώς θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποσταθεροποιητικές ανοδικές τάσεις επιτοκίων. Αυτό που δεν μπορούσαν να προβλέψουν, όμως, ήταν μια συγκυρία δομικής καπιταλιστικής κρίσης και το ενδεχόμενο κρίσης του κρατικού χρέους, που αποδείχτηκε ακόμη πιο αποσταθεροποιητικό από τις αποκλίσεις στα «κριτήρια» σύγκλισης.
Για να κατανοήσουμε το ρόλο του ευρώ ως ταξικής στρατηγικής πρέπει να δούμε το ρόλο των συναλλαγματικών ισοτιμιών μέσα στο διεθνές σύστημα. Ο ανταγωνισμός στη διεθνή αγορά ουδέποτε ήταν αδιαμεσολάβητος και στηριζόμενος απλώς στις διαφορές παραγωγικότητας και την εξειδίκευση στα «συγκριτικά πλεονεκτήματα». Ιστορικά προϋπέθετε και την ύπαρξη κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Αυτές έχουν ως αποτέλεσμα σχηματισμοί με χαμηλότερη μέση παραγωγικότητα να επιβιώνουν μέσω του μηχανισμού προστασίας που προσέφεραν οι διακυμάνσεις των ισοτιμιών (μέσω υποτίμησης), όπως και άλλοι μηχανισμοί προστασίας όπως οι δασμολογικοί και μη δασμολογικοί φραγμοί και οι άμεσες και έμμεσες επιδοτήσεις.
Ο Klaus Busch ονόμασε στη δεκαετία του 1970 αυτή τη λειτουργία των συναλλαγματικών ισοτιμιών «τροποποίηση του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά». Αυτό επέτρεπε την οικοδόμηση συμμαχιών (με μερίδες της αστικής τάξης αλλά και μικροαστικά στρώματα), την προσέλκυση επενδύσεων (ως υποκατάσταση εισαγωγών), την ενίσχυση της θέσης των επιμέρους αστικών τάξεων μέσα στην παγκόσμια αγορά. Από την άλλη, άλλες μερίδες του κεφαλαίου, ιδίως το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αλλά και οι μεγάλοι διεθνοποιημένοι όμιλοι, καθώς και οι ηγεμονικοί σχηματισμοί, όπως οι ΗΠΑ, υποστήριζαν την ανάγκη απελευθέρωσης του εμπορίου και άρσης αυτών των προστατευτικών μηχανισμών (έστω και εάν οι ίδιοι εφάρμοζαν «προστατευτικές» πολιτικές π.χ. η υποτίμηση του δολαρίου ή οι αμερικανικές επιδοτήσεις).
Σε αυτό το φόντο επανέρχονταν διαρκώς το αίτημα σταθερών ισοτιμιών ή της πρόσδεσης σε κάποιο νόμισμα και μάλιστα αποτέλεσε μια από τις βασικές συνταγές του ανοίγματος στην «παγκοσμιοποίηση» στη δεκαετία του 1990. Βέβαια, όπου αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε, οδήγησε σε οριακές εκδοχές νομισματικής αποσταθεροποίησης με κορυφαίο παράδειγμα την Ασιατική κρίση του 1997-98 ή τα προβλήματα στις οικονομίες της Λατινικής Αμερικής όπως η Αργεντινή.
Ωστόσο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση μια σχετικά ευνοϊκή οικονομική συγκυρία από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και η πολιτική απόφαση των ηγεμονικών σχηματισμών να προχωρήσουν αποφασιστικά, επέτρεψε την κρίσιμη τομή που δεν ήταν η – ευάλωτη όπως έδειξε η έξοδος της Βρετανίας το 1992 από το ΕΝΣ – λογική των σταθερών ισοτιμιών, αλλά το κοινό νόμισμα. Πώς, όμως, λειτουργεί το κοινό νόμισμα; Στο βαθμό που στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουμε πραγματικές διαφορές παραγωγικότητας, το κοινό νόμισμα λειτουργεί ως μηχανισμός νομισματικής ανατίμησης για τους λιγότερο παραγωγικούς σχηματισμούς και νομισματικής υποτίμησης για τους περισσότερο παραγωγικούς σχηματισμούς.
Με αυτό τον τρόπο, το ενιαίο νόμισμα κάνει ακόμη πιο έντονες τις τάσεις ανισόμετρης ανάπτυξης που διαπερνούν την Ευρώπη, ως αποτέλεσμα των διαφορών παραγωγικότητας, ανταγωνιστικότητας και οικονομικής ισχύος ανάμεσα στους σχηματισμούς. Γι’ αυτό και το ευρώ σαφέστατα ενισχύει τη θέση των ηγεμονικών σχηματισμών και ιδίως της Γερμανίας, που μπορούσε να συσσωρεύει σημαντικά πλεονάσματα. Είναι, δηλαδή, και ένας μοχλός για την παγίωση της ηγεμονικής θέσης σχηματισμών όπως η Γερμανία και για την ενίσχυση ιεραρχιών μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
Ταυτόχρονα, κάνοντας ακόμη πιο έντονες τις διαφορές παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας που ούτως ή άλλως υπάρχουν, το κοινό νόμισμα διαμορφώνει και μια συνθήκη ιδιαίτερα μεγάλης πίεσης για αναδιαρθρώσεις, για ένταση της εκμετάλλευσης, για αύξηση της παραγωγικότητας, για μείωση του μισθολογικού κόστους. Είναι μια έκθεση στον ανταγωνισμό χωρίς προστατευτικό μηχανισμό. Αυτός είναι ο λόγος που και τα αστικά κράτη των μη ηγεμονικών σχηματισμών, όπως η Ελλάδα, επέλεξαν να στηρίξουν τη στρατηγική του κοινού νομίσματος.
Το ευρώ μπορεί να φέρνει «δυσκολίες» σε μερίδες του κεφαλαίου, αλλά συνολικά ασκεί πίεση για την συνολικότερη αναβάθμιση των κεφαλαίων τους, δηλαδή την ένταση του εκμεταλλευτικού ρόλου τους. Διαμορφώνει κατά κάποιο τρόπο ένα «ατσάλινο κλουβί του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού. Είναι κλασική περίπτωση λειτουργίας του κράτους ως συλλογικού κεφαλαιοκράτη, που προσπαθεί να προάγει μια στρατηγική για συνολικό κεφαλαιοκρατικό συμφέρον, έστω και σε σύγκρουση με επιμέρους ατομικούς κεφαλαιοκράτες.
Δεν είναι τυχαίο ότι και στην Ελλάδα ήδη από το 1986, είχαμε πολιτική πραγματικής ανατίμησης του εθνικού νομίσματος («σκληρή δραχμή», καθώς ο ρυθμός διολίσθησης ήταν μικρότερος από τη διαφορά πληθωρισμού με τους αναπτυγμένους ευρωπαϊκούς σχηματισμούς).
Άρα λοιπόν η πολιτική του κοινού νομίσματος εξέφραζε και μια βαθιά ταξική στρατηγική για την έκθεση των σχηματισμών στις πιέσεις από το διεθνή ανταγωνισμό με άρση παραδοσιακών προστατευτικών μηχανισμών, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να πιεστούν να προχωρήσουν σε όλες εκείνες τις αναδιαρθρώσεις αλλά και τις τομές στη μισθολογική πολιτική που θα εξασφαλίσουν την εντονότερη παρά ποτέ εκμετάλλευση των εργατικών τους τάξεων.
Καπιταλιστική ανάπτυξη και ευρωπαϊκή ενοποίηση
Το ευρώ όπως και συνολικά οι πολιτικές της ΕΕ, επομένως, δεν «βλάπτουν» την «εθνική οικονομία». Αυτός ήταν ένας μύθος της Αριστεράς που προσπαθούσε να πείσει ότι είναι μια «εθνική δύναμη» και εσφαλμένα αντί να καταγγείλει την ένταση της εκμετάλλευσης που θα έφερνε η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, κινδυνολογούσε για την επαπειλούμενη κατάρρευση – που ποτέ δεν ερχόταν… – της εθνικής καπιταλιστικής οικονομίας.
Το ευρώ και η ΕΕ, σε γενικές γραμμές, ευνόησαν την «εθνική» καπιταλιστική οικονομία και τη θέση σημαντικού τμήματος των ελλήνων κεφαλαιοκρατών, έστω και συγκυριακά. Αυτό δείχνουν άλλωστε οι «αναπτυξιακές δυναμικές» από τα μέσα στης δεκαετίας του 1990 έως το ξέσπασμα της κρίσης. Αντίθετα, αποδεδειγμένα έβλαψαν την εργατική τάξη, εφόσον συνέβαλαν στις ιδιωτικοποιήσεις, στις εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις, στις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, στην ένταση του ποσοστού εκμετάλλευσης.
Προφανώς και αυτή η ωφέλεια για τους καπιταλιστές είχε τα χαρακτηριστικά ενός στρεβλού μοντέλου ανάπτυξης, την κρίση του οποίου διαπιστώνουμε άλλωστε σήμερα, και το οποίο άφηνε πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες ανεκμετάλλευτες, υπερεκμεταλλευόταν άλλες, και σίγουρα δεν οδηγούσε στην πραγματική κοινωνική ευημερία.
Στην καλύτερη περίπτωση οδηγούσε στην υπερεπένδυση σε συγκεκριμένους κλάδους όπως οι κατασκευές (που ενισχύθηκαν και από τη μείωση των επιτοκίων και τις ροές από την ΕΕ για υπερκοστολογημένα «μεγάλα έργα»), σε έναν καταναλωτικό ηδονισμό που στηριζόταν στη διόγκωση της καταναλωτικής πίστης και την υπερεργασία, στη προνομιμοποίηση κλάδων όπως ο εφοπλισμός ή οι υπηρεσίες που σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόνταν από την διεθνή οικονομική συγκυρία.
Αντίστοιχα, η αγροτική παραγωγή σε κρίσιμα προϊόντα υποχώρησε ή έγινε χαμηλότερης ποιότητας, ολόκληροι ισχυροί άλλοτε κλάδοι όπως η κλωστοϋφαντουργία οδηγήθηκαν στην απαξίωση, η οποία επέκταση του εκπαιδευτικού μηχανισμού έγινε σε αγοραία και τεχνοκρατική κατεύθυνση.
Όμως, η κριτική του στρεβλού προτύπου καπιταλιστικής συσσώρευσης που κυριάρχησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 δεν γίνεται για να διεκδικήσουμε μια υποθετική βέλτιστη συνθήκη καπιταλιστικής ανάπτυξης που θα αξιοποιούσε τις παραγωγικές δυνάμεις. Γίνεται από τη σκοπιά ενός πραγματικού αιτήματος αναβάθμισης των δυνάμεων της εργασίας σε ρήξη με τη λογική του κεφαλαίου, από τη σκοπιάς μιας άλλης ριζικά αντικαπιταλιστικής λογικής για το πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε –με όρους συλλογικού κοινωνικού σχεδιασμού και αυτοδιαχείρισης – τις παραγωγικές δυνατότητες αυτής της χώρας.
Και αυτό σημαίνει ότι η σημερινή εμφανής κρίση του ελληνικού καπιταλιστικού αναπτυξιακού υποδείγματος δεν σημαίνει ότι το ευρώ ή η ΕΕ γενικά κι αφηρημένα διαλύουν την οικονομία. Αναδεικνύουν την κρίση ενός καθεστώτος καπιταλιστικής συσσώρευσης και διαμορφώνουν όρους για τη μετάβαση σε ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης, το πιο πιθανό – εάν δεν υπάρξουν αντιστάσεις και ανατροπές – μετά από μια μακρά περίοδο καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων και ολόπλευρης μισθολογικής και κοινωνικής υποτίμησης της εργατικής δύναμης. Είναι μια προοπτική που για τις δυνάμεις του κεφαλαίου μπορεί να είναι «δημιουργική καταστροφή», αλλά για τις δυνάμεις της εργασίας συνιστά πραγματική κοινωνική παρακμή.
Μπορεί να υπάρξει μια «καλή» Ευρωπαϊκή Ένωση;
Προφανώς και θα μπορούσε κανείς να φανταστεί μια διαφορετική λειτουργία του ευρώ και μια άλλη αρχιτεκτονική της ΟΝΕ και της ΕΕ, που θα στηριζόταν σε εκτεταμένες αναδιανεμητικές δαπάνες, εξίσωση των μισθών σε όλη την Ευρώπη, επενδύσεις στην κάλυψη του παραγωγικού χάσματος κ.ο.κ. Όμως, αυτό θα σήμαινε μια Ευρώπη που θα έκανε επίθεση στα ίδια τα συμφέροντα των ευρωπαίων καπιταλιστών, επιβάλλοντάς τους τεράστιο οικονομικό κόστος. Όμως, ούτε οι ευρωπαίοι καπιταλιστές έδειξαν ποτέ αυτή τη διάθεση, ούτε τα κράτη-εκπρόσωποί τους την ανάλογη βούληση.
Αυτό σημαίνει ότι ένα «καλό ευρώ» (κατά την έκφραση του Κ. Λαπαβίτσα) σε μια Ευρώπη της αναδιανομής αποτελεί αφελή εκδοχή ουτοπίας. Ακόμη και όταν μια τέτοια τοποθέτηση δεν αρθρώνεται από τη σκοπιά ενός αφελούς αριστερού ευρωπαϊσμού αλλά από τη σκοπιά ενός πολιτικά έντιμου διεθνισμού της δυνατότητας πανευρωπαϊκής αντικαπιταλιστικής ρήξης, αυτό που παραβλέπεται είναι ότι η ΕΕ όσο και εάν βάθυνε τα στοιχεία καπιταλιστικής ολοκλήρωσης ποτέ δεν έπαψε να είναι ένα βαθιά ανταγωνιστικό πεδίο, άρα με έντονο το στοιχείο της άνισης ανάπτυξης και των ιεραρχικών συσχετισμών. Η προσπάθεια για ένα «καλό ευρώ» θα ήταν δομικά ατελέσφορη.
Η επικαιρότητα της ρήξης με το ευρώ και την ΕΕ
Σε αυτό το φόντο, το αίτημα για ρήξη με την ΟΝΕ, έξοδο από το ευρώ και αποδέσμευση από την ΕΕ δεν διατυπώνεται ως αίτημα για μια καλύτερη «καπιταλιστική ανάπτυξη». Διατυπώνεται ως αίτημα απαλλαγής της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων από ένα μηχανισμό επιβολής των πιο σκληρών αντιλαϊκών πολιτικών. Εκφράζει την προσπάθεια ρήξης με τον «υπαρκτό ιμπεριαλισμό» και την ειδική εκδοχή διεθνοποίησης του κεφαλαίου που εκφράζει η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Αποτελεί απόπειρα υπονόμευσης της θέσης των δυνάμεων του κεφαλαίου και ενίσχυσης της θέσης των λαϊκών τάξεων.
Υποστηρίζεται ότι όσοι λέμε ρήξη με το ευρώ βασιζόμαστε στην αυταπάτη ότι στη σημερινή συνθήκη της διεθνοποίησης θα μπορούσαμε να έχουμε υποτίμηση του νομίσματος, ενίσχυση των εξαγωγών και καπιταλιστική ανάπτυξη και μας καταγγέλλουν ότι παραβλέπουμε την αύξηση του – εισαγόμενου – πληθωρισμού, την αναγκαστική παύση πληρωμών και προς την εργατική τάξη και διαμόρφωση οικονομικού χάους που θα δώσει στις αστικές δυνάμεις την πρωτοβουλία. Με έναν τρόπο κατηγορούμαστε ότι έχουμε και δεξιές αυταπάτες και ανευθυνότητα απέναντι στην εργατική τάξη.
Σε αυτή την κριτική έχουμε να απαντήσουμε τα ακόλουθα:
Πρώτον, η ρήξη με το ευρώ αλλά και συνολικά την ΕΕ αποσκοπεί ακριβώς στο να απαλλαγούμε από ένα σύνολο θεσμικών υποχρεώσεων που οδηγούν στην ένταση της εκμετάλλευσης: την υποχρεωτική λιτότητα, τις υποχρεωτικές περικοπές δαπανών και τα πλαφόν στα ελλείμματα, την πίεση για εσωτερική υποτίμηση, τις υποχρεωτικές ιδιωτικοποιήσεις. Όσο παραμένουμε μέσα σε αυτό το σύστημα, ιδίως σε μία συνθήκη κρίσης χρέους, τόσο θα οδηγούμαστε σε αλλεπάλληλα Μνημόνια, ιδίως από τη στιγμή που είναι ανέφικτο να έχουμε ένα «καλό ευρώ».
Δεύτερον, η ρήξη με το ευρώ και την ΟΝΕ για εμάς συνδέεται αλληλένδετα με τη διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση των τραπεζών και την επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, άρα περνάει μέσα από τη συνολική ανατροπή των όρων έκθεσης στο διεθνή ανταγωνισμό και διαπλοκής με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, τη ριζική αλλαγή του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία, την επανοικειοποίηση σημαντικού μέρους του συνολικού κοινωνικού πλούτου, τη μερική τουλάχιστον απαλλοτρίωση των καπιταλιστών και την επιβολή μορφών ρύθμισης και ελέγχου κοινωνικού σημαντικών πλευρών της οικονομικής δραστηριότητας.
Με άλλα λόγια, τα συγκεκριμένα μέτρα είναι ταυτόχρονα ο τρόπος για να αποφευχθούν «τεχνικά» τυχόν άμεσα καταστροφικά ενδεχόμενα (φυγή κεφαλαίων, έξοδος καταθέσεων, κατάρρευση του νέου νομίσματος, ντε φάκτο σύστημα δύο «παράλληλων» νομισμάτων) αλλά και η σαφής κατάδειξη ότι η τομή με την ΕΕ δεν είναι «οικονομοτεχνικό» ζήτημα για την καλύτερη λειτουργία του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά πολιτική ρήξη με τις δυνάμεις του κεφαλαίου.
Τρίτον, όλα αυτά προφανώς και εμπνέονται και από τη ριζική ανταγωνιστικότητα ανάμεσα στο καπιταλιστικό πρότυπο ανάπτυξης και τις δυνατότητες πραγματικής κοινωνικής ανάπτυξης που θα έδινε η αμφισβήτηση των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης.
Παρότι η έξοδος από το ευρώ, η διαγραφή του χρέους και η ρήξη με την ΕΕ δεν παραπέμπονται, τουλάχιστον στην οπτική που προκρίνουμε, στο… μακρινό σοσιαλιστικό μέλλον, αλλά προτείνονται ως άμεσες αναγκαίες πολιτικές τομές, είναι σαφές ότι εμπνέονται από μια δυναμική κοινωνικού μετασχηματισμού.
Και εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: με όρους ποσοτικούς αυτή η διαδικασία το πιο πιθανό είναι να μην έχει το στοιχείο της οικονομικής μεγέθυνσης. Αντίθετα, ποσοτικά θα τείνει περισσότερο προς την «αποανάπτυξη». Αλλά από τη σκοπιά της πραγματικής κοινωνικής ευημερίας θα είναι τομή.
Προφανώς και τα εισαγόμενα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων και των καυσίμων θα είναι ακριβότερα, η δυνατότητα φτηνών καταναλωτικών δανείων θα περιοριστεί ριζικά και το πιο πιθανό είναι σε πραγματικούς όρους οι μισθοί να μην εκτιναχθούν. Όμως, το πρότυπο κοινωνίας που οραματιζόμαστε δεν είναι η κατοχή οθόνης plasma και δύο αυτοκινήτων μεσαίου κυβισμού ανά οικογένεια. Το πρότυπό μας οφείλει να είναι μια ευημερία που να μετριέται με την ποιότητα της δημόσιας και πλήρως δωρεάν παιδείας, την πλήρη πρόσβαση σε δωρεάν παροχές υγείας, τη μείωση του χρόνου εργασίας την ανάπτυξη εκτεταμένου συστήματος δημόσιων συγκοινωνιών, την πολιτιστική αναγέννηση, την διατροφική επάρκεια και αυτάρκεια, την προστασία του περιβάλλοντος, τον κοινωνικό σχεδιασμό και την πραγματική αξιοποίηση των συλλογικών παραγωγικών δυνάμεων, την προσπάθεια για ένταξη σε διεθνείς συναλλαγές με κριτήριο την αμοιβαιότητα, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και όχι τον εξαναγκασμό του κέρδους.
Προφανώς και σε όλες τις τομές θα υπάρξουν και ρήξεις με συγκεκριμένα συμφέροντα, τόσο τα συμφέροντα των ηγετικών μερίδων της αστικής τάξης όσο όμως και των μη ηγετικών αλλά και μικροαστικών στρωμάτων που αναπαράγονταν σε αυτό το συγκεκριμένο καθεστώς συσσώρευσης. Στρώματα «επενδυτών» ή «αποταμιευτών» ή «καταθετών» θα θιχτούν και μπορεί να δουν απαξίωση μέρους των ατομικών τους περιουσιακών στοιχείων και αυτό να ενισχύει και έναν καλλιεργούμενο πανικό απέναντι σε ριζοσπαστικές λύσεις Όμως, για το μεγαλύτερο μέρος των λαϊκών στρωμάτων η εξέλιξη θα είναι πραγματικά λυτρωτική απέναντι στο φαύλο κύκλο λιτότητας και υπερχρέωσης.
Ποιος απομονωτισμός;
Υπάρχει βέβαια και το επιχείρημα ότι τυχόν έξοδος από το ευρώ και την ΕΕ (όπως και διαγραφή του χρέους) θα οδηγούσε σε μια ιδιαίτερα οδυνηρή απομόνωση της χώρας από το διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Πέραν της αυτονόητης διαπίστωσης ότι υπάρχουν χώρες που μπορούν και επιβιώνουν χωρίς το ευρώ, μια τέτοια τοποθέτηση θα σήμαινε ότι θα αποδεχόμασταν ότι δεν μπορεί να επιβιώσει μια κοινωνία έξω από τις διαδικασίες καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Πολύ περισσότερο θα σήμαινε ότι αποδεχόμαστε ως νομοτέλεια την έκθεση των κοινωνιών στις πιέσεις για ένταση της παραγωγικότητας (και του καπιταλιστικού εκμεταλλευτικού χαρακτήρα της παραγωγής) που αναπαράγει η εμπλοκή στις διαδικασίες της διεθνοποίησης.
Βέβαια, τέτοιες ενστάσεις αντανακλούν και μια πιο στρατηγική τοποθέτηση: είναι η θέση ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε έναν μεμονωμένο σχηματισμό, ακριβώς επειδή η ιμπεριαλιστική απομόνωση θα οδηγήσει σε συνθήκες ανέχειας που θα διακυβεύσουν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Όμως, αυτό παραβλέπει τον αναγκαστικά άνισο – και άρα σε επίπεδο εθνικών κοινωνικών σχηματισμών – χαρακτήρα που θα είχε οποιαδήποτε διαδικασία επαναστατικής ρήξης.
Άλλωστε, μια τέτοια ρήξη στην πραγματικότητα θα ήταν η μόνη δυνατότητα να αποσταθεροποιηθούν και άλλοι σχηματισμοί και άρα να υπάρξουν όροι διαφορετικών διεθνών σχέσεων στη βάση της αλληλεγγύης και της συνεργασίας.
Αντί επιλόγου
Ο βασικότερος κίνδυνος από την υποτίμηση ή άρνηση των στόχων ρήξης με το ευρώ και της ΕΕ είναι να οδηγηθούμε σε αναγκαστικό συντονισμό με τις πιο επιθετικές αστικές στρατηγικές. Γι’ αυτό το λόγο και πραγματικός εγκλωβισμός στα αδιέξοδα της καπιταλιστικής «εθνικής» οικονομίας, θα ήταν να παραμείνουμε μέσα στην αυταπάτη ότι δεν υπάρχει ζωή έξω από την ΕΕ.
Η λογική ότι δεν μπορεί να υπάρξει ρήξη με την ΕΕ από τη σκοπιά των δυνάμεων της εργασίας αναπαράγει ακριβώς τον κυρίαρχο ιδεολογικό λόγο περί της απουσίας εναλλακτικών λύσεων, θεωρεί αναπόδραστη την καπιταλιστική διεθνοποίηση και αποδέχεται ότι οποιαδήποτε εκδοχή φιλολαϊκής πολιτικής θα πρέπει αναγκαστικά να συμφιλιώνεται με τον εξαναγκασμό των πιέσεων από τις διεθνείς αγορές. Με αυτόν τον τρόπο, δεν θα έκανε τίποτε άλλο παρά να αναπαράγει μια βαθιά ηττοπαθή λογική, σύμφωνα με την οποία δεν μπορούμε να ανατρέψουμε τις βασικές επιλογές του αντιπάλου, παρά μόνο να προσπαθήσουμε να τις μετασχηματίσουμε εκ των έσω.
Ουσιαστικά, όχι μόνο δεν θα έβλεπε την πραγματική δυνατότητα να υπάρξουν «αδύναμοι κρίκοι» σήμερα, αλλά και θα προλείαινε το έδαφος για την πλήρη συμμόρφωση με τη δυναμική της κυρίαρχης πολιτικής και θα αναπαρήγαγε το αρχέτυπο του αριστερού ρεφορμισμού ήδη από τον καιρό του Μπερνστάιν: την αντιμετώπιση των αστικών ταξικών στρατηγικών ως αντικειμενικών – και άρα σε τελική ανάλυση προοδευτικών… – δυναμικών.
Ας μη αντιδρούμε απέναντι στις ιστορικές δυνατότητες που ανοίγονται με τον τρόπο των χαρτογράφων του Μεσαίωνα που στις εσχατιές της – επίπεδης – γης που οραματίζονταν έβαζαν φανταστικά τέρατα.
Τα τέρατα βρίσκονται εντός παιδιάς και εάν τολμήσουμε να συγκρουστούμε μαζί τους θα διαπιστώσουμε ότι κάθε άλλο παρά ανίκητα είναι.
Πηγή: http://www.aristerovima.gr/
Πηγή: http://www.aristerovima.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου