Στα χρόνια του Μνημονίου, με αποκορύφωμα τους τελευταίους μήνες της Κυβέρνησης Σαμαρά, ο δημόσιος διάλογος στρέφεται γύρω από τα μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Έτσι, καθημερινά ανακοινώνονται προτάσεις φόρων και πιθανών ρυθμίσεων, κι εμείς επιχειρηματολογούμε για το εύρος των μέτρων (οριζόντια, ισοδύναμα, αναλογικά), για το ύφος τους (δυσβάσταχτα αλλά αναγκαία) για τον χρονικό τους ορίζοντα (τα τελευταία μέτρα, για δύο χρόνια ή όπως τώρα «μέχρι η ανεργία να φτάσει το 10%») και για τον αποδέκτη των μέτρων (μισθωτοί, συνταξιούχοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες και πιθανοί αγοραστές δημόσιας περιουσίας).
Ανακοινώνονται βροχηδόν κι εμείς συζητούμε αν το α είναι καλύτερο από το β ή αν τροποποιώντας ελαφρά το α θα ήταν δικαιότερα δυσβάσταχτο ή αν το γ είναι δίκαιο αλλά ανεφάρμοστο κ.ο.κ. με την κρυφή σκέψη «εγώ ελπίζω να τη βολέψω».
Οι άξονες των μέτρων αυτών και η στοχοθεσία τους είναι ήδη θεσμοθετημένη (αν και με αμφίβολης συνταγματικότητας διαδικασίες και όρους). Για τους άξονες αυτούς δεν συζητούμε. Έχουν ήδη σφραγισθεί με την υπογραφή των μνημονίων από τους κυβερνώντες.
Σύμφωνα πχ. με τον ν.4046/14-02-12, ορισμένες ρυθμίσεις του Μνημονίου 1 και 2 «συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου».
Μέχρι πρότινος, πηγές του ελληνικού δικαίου ήταν το Σύνταγμα, οι κανόνες διεθνούς δικαίου και το δίκαιο της ΕΕ (όπως ενσωματώνονται στην εθνική νομοθεσία) και οι νόμοι, τυπικοί (όσοι ψηφίζονται από τη Βουλή, εκδίδονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και δημοσιεύονται σε ΦΕΚ) και ουσιαστικοί (τίθενται από την εκτελεστική εξουσία ύστερα από σχετική εξουσιοδότηση).
Σε κάθε περίπτωση δηλαδή, ο κανόνας δικαίου που ρυθμίζει τη ζωή του ελληνικού λαού – για να θεσπιστεί, να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί - υπόκειται στον έλεγχο της βουλής, δηλαδή στον έλεγχο του ελληνικού λαού, μέσω των αντιπροσώπων του.
Αυτή εξάλλου είναι και η πρώτιστη επιταγή του Συντάγματος (άρθρο 1), σύμφωνα με την οποία «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
Με τον ν.4046/12, η Κυβέρνηση Παπαδήμου κυρώνει τις ως άνω ρυθμίσεις και εξουσιοδοτεί το Υπουργικό Συμβούλιο (και όχι το σύνολο της Βουλής των Ελλήνων) να ρυθμίσει (με Π.Υ.Σ.) οποιοδήποτε σχετικό ζήτημα. Φυσικά ο νόμος αυτός πάσχει ακυρότητος, όμως αυτό θα το κρίνει το ΣτΕ, η στάση του οποίου τα τελευταία χρόνια γεννά πολλές επιφυλάξεις. Οι ρυθμίσεις που συνιστούν κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής είναι η μείωση των ελάχιστων μισθών από 22% έως 32%, δεσμεύσεις για «Αφαίρεση της ‘μονιμότητας’», «Πάγωμα της ‘ωρίμανσης’ … μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από 10%», εξάλειψη της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και θέσπιση νομοθεσίας για μείωση των εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης κατά 5%.
Δεν είναι απαραίτητο να διαβάσει κανείς όλο το μνημόνιο. Ακόμη και από την φτωχή αυτή παράθεση άρθρων καθίσταται φανερό ότι οι μνημονιακές κυβερνήσεις γνώριζαν όχι μόνο ότι θα υπάρξουν νέα μέτρα κάθε φορά που ανακοινώνουν ότι αυτά που λαμβάνουν είναι τα τελευταία ή όταν προεκλογικά διακήρυσσαν ότι δεν θα υπάρξουν οριζόντια μέτρα (δηλαδή μη αναλογικά, αντισυνταγματικά μέτρα), αλλά σε πολλές περιπτώσεις γνωρίζουν και ότι τα μέτρα αυτά δεν έχουν σαφή χρονικό ορίζοντα: Έχουν ενυπόγραφα δηλώσει ότι θα ισχύσουν μέχρι να φτάσει η ανεργία το 10%, δηλαδή μέχρι να επιτευχθεί ένας δείκτης, τον οποίο το κράτος δεν είναι σε θέση να ελέγξει πλήρως, με προσλήψεις πχ. στον δημόσιο τομέα, καθώς η μείωση του δημοσίου είναι πρωταρχικός στόχος της πολιτικής θεραπείας. Ήτοι, πάγωμα της ωρίμανσης επ’ άπειρον.
Η παραπλανητική στάση των κυβερνήσεων αυτών απέναντι στο λαό, μπορεί να ελεγχθεί από τις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές. Όμως και αυτές σιωπούν.
Η ΠΥΣ 6/28-02-12 ρυθμίζει ειδικότερα δύο ζητήματα: Το ότι η μείωση των κατώτατων ορίων μισθών θα γίνεται ανεξάρτητα από τη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων και ότι καταργούνται όλες οι διατάξεις και οι κανονιστικές αποφάσεις που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν ρήτρες μονιμότητας. Επομένως, ούτε η κατάργηση αυτών των διατάξεων χρειάζεται να υποστεί τον έλεγχο της Βουλής των Ελλήνων. Έχει ήδη θεσμοθετηθεί από το υπουργικό συμβούλιο της Κυβέρνησης Παπαδήμου. Αν ανακύψει ανάγκη προσδιορισμού των διατάξεων αυτών, αυτές πάλι θα προσδιοριστούν από το τρέχον ή το επόμενο υπουργικό συμβούλιο (σύμφωνα με την εξουσιοδότηση του ν.4046/12) και ουδέποτε θα τεθούν υπό τον έλεγχο των αντιπροσώπων του ελληνικού λαού.
Είναι σαφές, ήδη από την υπογραφή των Μνημονίων, ότι έχει συντελεστεί και συνεχίζει να συντελείται πρωτοφανής Συνταγματική Εκτροπή, ένα πρωτόγνωρο είδος πραξικοπήματος, που επιτρέπει τη ρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της χώρας μας από εξωτερικά κέντρα αποφάσεων.
Και όμως, η εκτροπή αυτή δεν είναι κρυφή. Είναι ξεκάθαρα γραμμένη στα πολυσέλιδα αυτά κείμενα. Η παρ.4.1 πχ. ξεκινάει ως εξής: «Δεδομένου ότι η έκβαση του κοινωνικού διαλόγου για την προώθηση της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες, η Κυβέρνηση θα λάβει μέτρα …». Και παρακάτω: «Εάν ο συνεχιζόμενος κοινωνικός διάλογος είναι ανεπιτυχής στον καθορισμό συγκεκριμένων λύσεων έως το τέλος Φεβρουαρίου για την επίτευξη του στόχου αυτού, η κυβέρνηση θα λάβει τα αναγκαία νομοθετικά μέτρα, με γνώμονα το επείγον δημόσιο συμφέρον, για να επιτρέψει την προσαρμογή του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους όπως απαιτείται».
Με άλλα λόγια, η τότε κυβέρνηση αναγνώριζε ότι δεν υπήρχε κοινωνική συμφωνία για την ψήφιση των μέτρων, απλώς στις μιντιακές της εμφανίσεις ονόμαζε την διαφωνία αυτή συντεχνιακή.
Ακόμη περισσότερο, είναι πλέον πλήρης κανόνας δικαίου το ότι κοινωνική συμφωνία δεν απαιτείται για την προώθηση των μέτρων. Αυτό που αρκεί για την προώθησή τους είναι η δήλωση ότι αυτά λαμβάνονται με γνώμονα το επείγον δημόσιο συμφέρον. Έτσι, οι ιδέες του διαφωτισμού για τη δημοκρατία και το κοινωνικό συμβόλαιο «νομίμως» πλέον υποχωρούν μέχρι η ανεργία να φτάσει το ποσοστό 10%. Το γεγονός ότι το κοινωνικό συμβόλαιο είναι η μοναδική και απαράβατη προϋπόθεση για την νομιμοποίηση της εξουσίας του κράτους επί των πολιτών του, κρίνεται ως αμελητέο.
Όμως, εμείς δεν συζητάμε γι αυτό. Μας απασχολεί ο φόρος ακίνητης περιουσίας, το σκάνδαλο με το σιντί της Λανγκάρντ, οι μαϊμούδες συνταξιούχοι και οι άκομψες εκδηλώσεις αγανάκτησης των πολιτών. Σε αυτές τις πολύωρες συζητήσεις περί μέτρων, αναζητούμε λάθη υπολογισμών, λάθη τακτικής, ευθύνες και απονομή δικαιοσύνης, με κριτήρια την προάσπιση του εθνικού συμφέροντος (που πλέον δεν προσδιορίζεται εθνικά) και των ευρωπαϊκών αξιών (που δεν διαπνέουν τα μέτρα, καθώς είναι αντισυνταγματικά). Αυτές οι συζητήσεις μπορούν να είναι ατέρμονες, όσο και τα επιμέρους μέτρα αναρίθμητα, με τροποποιήσεις, ειδικές ρυθμίσεις και εξαιρέσεις ων ουκ έστι αριθμός, με βαθυστόχαστες αναλύσεις και παραπομπές σε πίνακες και μετρήσεις με στατιστικά στοιχεία και προβλέψεις, είναι όμως συζητήσεις εκτός θέματος και χωρίς ουσία. Γιατί το κυρίως θέμα, οι άξονες της πολιτικής, έχουν αποφασιστεί.
Από θεωρητικής απόψεως, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά: Άσκηση πολιτικής χωρίς έλεγχο των οικονομικών δεν μπορεί να υπάρξει, καθώς άσκηση πολιτικής σημαίνει θέση προτεραιοτήτων, ήτοι κατανομή πόρων για την άσκηση πολιτικής κατά προτεραιότητα. Η αποδοχή του μνημονίου δεν επιτρέπει την παραγωγή πολιτικής. Τουλάχιστον όχι σε εθνικό επίπεδο, στο επίπεδο δηλαδή που ο διατάκτης είναι ο λαός και ο εντολοδόχος του είναι η κυβέρνηση, η οποία οφείλει να ασκήσει την πολιτική που αντιπροσωπεύει τα αιτήματα του λαού, σύμφωνα με το όραμα του λαού και να διαχειρίζεται την περιουσία του με γνώμονα το συμφέρον του.
Η μόνη παραγωγή πολιτικής που επιτρέπεται είναι σε υπερεθνικό επίπεδο, όπου αυτοί που αποφασίζουν είναι εξω-εθνικά κέντρα που δεν θα ελεγχθούν ποτέ από τον ελληνικό λαό, με κανένα τρόπο. Η υλοποίηση του μνημονίου αφαιρεί πλήρως από το λαό την κυριαρχία και μεταφέρει την παραγωγή πολιτικής από το ελληνικό κοινοβούλιο σε κλειστές αίθουσες διαπραγματεύσεων.
Οι στόχοι τους είναι εκ των πραγμάτων υπερεθνικοί και μόνο προσχηματικά δηλώνεται ότι μέσω αυτών εξυπηρετείται και το εθνικό/δημόσιο συμφέρον της χώρας μας. Στο περιθώριο της ιστορίας, ο λαός συμμετέχει μόνο στην νομιμοποίηση των διαχειριστών-εντολοδόχων μέσω των εκλογών, όταν αυτές κριθεί ότι επιτρέπεται να γίνουν. Εν συνεχεία, καθώς τα μέτρα είναι μονόδρομος, οι όποιες αντιρρήσεις, ενστάσεις, διαμαρτυρίες, απεργίες, κινητοποιήσεις δεν ακούγονται και θα καταστέλλονται, όπως εξάλλου έχει ήδη επίσημα θεσμοθετηθεί.
Οι μη ψύχραιμοι, εξανίστανται και συχνά καταφεύγουν σε κάποια έκφραση ατομικής διαμαρτυρίας. Αλλά κι αυτή η διαμαρτυρία είναι διαμαρτυρία για τα μέτρα, τα συγκεκριμένα μέτρα. Γιατί πχ. να πληρώσω τόσο τοις εκατό φόρο εγώ που….
Αμέσως, τα ΜΜΕ και οι υπερασπιστές μιας νοσηρής ευρωπαϊκότητας θα υπενθυμίσουν στον διαμαρτυρόμενο πως είναι ο ίδιος εκείνος που φοροδιέφυγε, εκείνος που λαδώθηκε, εκείνος που ξανοίχτηκε πέρα από τις δυνάμεις του, εκείνος που συμμετείχε, εκείνος που συνέφαγε και επομένως, το μέτρο, το συγκεκριμένο μέτρο, ακόμη κι αν είναι άδικο (αυτό είναι λεπτομέρεια), α) ηθικά του αναλογεί για την παρελθούσα αμαρτία και β) εθνικά επιβάλλεται για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω.
Εν συνεχεία, τον λόγο αναλαμβάνουν δικαιωματικά μόνο οι αναμάρτητοι και, εφόσον κάποιοι από αυτούς αποδειχθούν αμαρτήσαντες, έτεροι αναμάρτητοι παίρνουν τη σκυτάλη, σέρνοντας τη συζήτηση προς την ίδια κατεύθυνση.
Το ρόλο αυτό επεφύλαξαν για τον εαυτό τους τρεις βασικές ομάδες: Οι πολιτικοί, εξ αντανακλάσεως, επειδή ανέλαβαν τον ρόλο του κατηγόρου του λαού (εν συνόλω και επιμέρους δαιμονοποιώντας σταδιακά διάφορες εργασιακές ομάδες) εντός και εκτός Ελλάδος. Οι δημοσιογράφοι, επειδή εξ επαγγέλματος έχουν τον ρόλο του ουδέτερου παρατηρητή-ερμηνευτή των ειδήσεων. Και οι τίμιοι, συνετοί συμπολίτες ή/και οι συμπολίτες που δια της καθάρσεως, συνυπογράφοντας την προσωπική τους δήλωση μετανοίας, αναλαμβάνουν το ρόλο του κριτή του λαού. Αντουανέττες.
Είναι αναπόφευκτο: Όσο η συζήτηση αφορά στα επιμέρους μέτρα/συμβάντα, τόσο η επιχειρηματολογία, οι αντιδράσεις και οι κρίσεις επ’ αυτών θα αφορούν αναπόδραστα τα επιμέρους μέτρα.
Αν όμως μεταφέρουμε το πεδίο της συζήτησης σε αυτό που πραγματικά διακυβεύεται, η όποια επίφαση νομιμοποίησης εκμηδενίζεται. Γιατί αυτό που διακυβεύεται είναι η ίδια η λαϊκή κυριαρχία, η οποία είναι αξιωματική και δεν υπόκειται σε κανέναν έλεγχο, πόσο μάλλον σε έλεγχο πρότερου έντιμου βίου. Δεν υπάρχει αμάρτημα ικανό να επιβαρύνει συλλογικά έναν λαό σε σημείο τέτοιο ώστε να απολέσει το δικαίωμά του να ορίζει την τύχη του.
Όσο για το δημόσιο συμφέρον, αυτό οι ίδιοι οι υπογράψαντες τα Μνημόνια το έχουν ήδη υπαγάγει σε δεύτερη μοίρα, καθώς έχουν αποδεχτεί πως αυτό θα επιδιωχθεί κυρίαρχα μέσω της εκπλήρωσης δημοσιονομικών στόχων. Εξάλλου, αν αντίφαση δεν υπήρχε, το Σύνταγμα και οι δημοκρατικές διαδικασίες δεν θα αποτελούσαν εμπόδιο στην εξυπηρέτηση αυτών των στόχων.
Στ’ αλήθεια όμως, οι κυβερνώντες χρησιμοποιούν την έκφραση δημόσιο συμφέρον, ενώ στη θέση του ήδη εννοούν δημοσιονομικό συμφέρον κάποιου αόριστου αποδέκτη.
Η διατήρηση ενός κράτους δικαίου υπό τις επιταγές δημοσιονομικών όρων είναι βέβαια παντελώς αδύνατη. Κατ’ ανάγκην, η θέσπιση δικαίου με αποκλειστικά δημοσιονομικούς όρους παράγει αλυσιδωτές αδικίες.
Αν όμως επαναπροσδιορίσουμε την έννοια του δικαίου στα όρια της έννοιας της εξοικονόμησης πόρων, αν ενστερνιστούμε την νέα αυτή συστημική λογική, όλα είναι αποδεκτά και επομένως, όλα είναι ανεκτά: Ό,τι θεωρείται κοστοβόρο, καταργείται. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν οι διαρροές κάποιων προτάσεων της Τρόικας: Η διασπορά πχ. του πληθυσμού στα ελληνικά νησιά, η νησιωτικότητα, έχει υπερβολικό κόστος για τα τρέχοντα δημοσιονομικά μας. Επομένως, ορθά δημοσιονομικώς καταργείται, αν όχι τώρα, οσονούπω.
Τι είναι αυτό που τελικά καταργείται; Οι υποχρεώσεις του κράτους απέναντι σε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες του ελληνικού λαού. Αν όμως είναι έτσι, αν το θέμα τεθεί εκεί, μήπως θα έπρεπε να καταργήσουμε συλλήβδην το κράτος; Σε τι συνίσταται πλέον η νομιμοποίηση της εξουσίας του;
Στην περίπτωση των μαζικών κινητοποιήσεων, η επίσημη κριτική από τα ΜΜΕ και τους δυτικοθρεμμένους μεταπτυχιακούς άνω των 40 που επιφυλάσσουν στον εαυτό τους το ρόλο του ψύχραιμού ορθολογικού διανοητή που δυστυχώς του έλαχε ο κλήρος να ζει ανάμεσα σε εκατομμύρια απαίδευτους απατεώνες, διαβλέπει εκφράσεις λαϊκισμού, αισθητικά γκροτέσκο και άμετρες, εν ολίγοις χυδαίες, όχι μόνο γιατί εκφράζονται από την «απαίδευτη» μάζα για το συντεχνιακό της συμφέρον, αλλά κυρίως επειδή εκφράζονται από την ένοχη μάζα, που αρνείται να υποστεί την τιμωρία της.
Αυτοί οι διανοητές του μέτρου λειτουργούν σαν υποβολέας ενός νέου ήθους, όπου τα δικαιώματα εκχωρούνται ως ανταμοιβή ή λόγω γενναιοδωρίας. (Εξάλλου, η ηθική της φιλανθρωπίας στις μέρες μας γνωρίζει νέες δόξες). Εξασφαλίζουν την ηθική νομιμοποίηση των εφαρμοζόμενων πολιτικών και την ενοχοποίηση κάθε μορφής διαμαρτυρίας, είτε μέσω της λογικής του προτέρου ανέντιμου βίου είτε μέσω της λογικής του μέτρου (κατατάσσοντας τις αντιδράσεις στα άκρα), είτε με ελλιπείς αναλύσεις κόστους-οφέλους, είτε με τη λογική της πρόσκαιρης θυσίας εν΄ όψει της σύγχρονης Μεγάλης Ιδέας.
Είναι οι διανοητές που έχουν την αξιοθαύμαστη εγρήγορση να χλευάζουν τον λαό για το παραμικρό αισθητικό-εκφραστικό του ατόπημα, ενώ υπογραμμίζουν σε κάθε ευκαιρία πως οι ίδιες οι διαμαρτυρίες κατά της κρίσης συνθλίβουν τις συνταγματικά κατοχυρωμένες ατομικές ελευθερίες, βαθαίνουν την κρίση και πλήττουν πρώτιστα εκείνους που μαστίζονται από αυτήν.
Αυτοί οι τιμητές του λαού προτάσσουν το έλασσον για να κρύψουν το μείζον, την παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων συλλογικών ελευθεριών. Ακούραστα, καθημερινά, εντοπίζουν ταχύτατα τα ορθογραφικά λάθη του φτωχούλη λαού, κάθε ατυχή έκφραση, κάθε προσβλητική ή αφελή γενίκευση, την οποία βέβαια συγκαταβατικά κατανοούν, αφού ο διεφθαρμένος αυτός λαός καταναλώνει βραζιλιάνικα και τουρκικά σήριαλ
Παρά την τόση τους πολυπραγμοσύνη και ετοιμότητα, το συντελούμενο πραξικόπημα διέλαθε της προσοχής τους.
Ίσως, θα έπρεπε να παρακολουθήσουν και οι ίδιοι τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, καθώς εκφράζει απλά και κατανοητά την ουσία του εξευρωπαϊσμού που αυτοί πρεσβεύουν: Σε μια σκηνή, ο Χότζας, με πλήρη ευγένεια και υποταγή, με απόλυτη διακριτικότητα, παρατηρεί πως ίσως ο τάδε, στον οποίο ο Σουλεϊμάν ανέθεσε σημαντικά καθήκοντα, δεν ήταν δίκαιη επιλογή εκ μέρους του Σουλτάνου. Ο Σουλεϊμάν, με την αίγλη ενός μακροσκελούς γκρο πλαν, του απαντάει: «Δικαιοσύνη είναι αυτό που υπάρχει ανάμεσα στα χείλη μου, Χότζα». Αυτή ακριβώς είναι η ευρωπαϊκή προοπτική που οραματίζονται για τη χώρα, εκπεφρασμένη λαϊκά και θεσμοθετημένη νομοθετικά.
Όσο η εγχώρια διανόηση σιωπά, όσο η ερμηνεία των γεγονότων επαφίεται στις λαλίστατες Αντουανέττες της οργανικής διανόησης, τόσο θα εκμαυλίζονται τα αιτήματα του λαού και θα διαστρέφεται η εσωτερική του φωνή.
Ο λαός όμως θα προχωρήσει, χωρίς εκείνους.
Ελπίζω.
πηγή: afterhistory.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου