29/10/13

«Ξανθoί άγγελοι», βαλκανικά παράσιτα και queer προλεταριακότητες


του Άκη Γαβριηλίδη

Στα λατινικά, η λέξη proles/ proletis σημαίνει «τέκνο, απόγονος».

Στην αρχαία Ρώμη, η λέξη αυτή αποτέλεσε τη ρίζα για έναν άλλο όρο που έμελλε να διαγράψει μακροχρόνια καριέρα στο ευρωπαϊκό λεξιλόγιο των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών. 

Στη δημοκρατία [respublica], και μετέπειτα στην αυτοκρατορία, proletarii αποκαλούνταν οι πολίτες οι οποίοι δεν είχαν καμία φορολογήσιμη περιουσία και, έτσι, το μόνο που μπορούσαν να εισφέρουν στην πολιτεία ήταν να γεννήσουν απογόνους.

Οι πολίτες αυτοί συνιστούσαν χωριστή κατηγορία φορολογουμένων. 
Το ομώνυμο λήμμα τής wikipedia αρχίζει ως εξής:

Η προέλευση του ονόματος συνδέεται μάλλον με την απογραφή, την οποία πραγματοποιούσαν κάθε πέντε χρόνια οι ρωμαϊκές αρχές προκειμένου να συντάξουν ένα μητρώο των πολιτών και της περιουσίας τους, από το οποίο θα καθορίζονταν οι στρατιωτικές υποχρεώσεις και τα δικαιώματα ψήφου που τους αναλογούσαν. Για πολίτες, των οποίων η περιουσία (…) βρισκόταν κάτω από το χαμηλότερο όριο για τη στρατιωτική θητεία, αντί για την περιουσία καταχωρίζονταν στη μερίδα τους τα παιδιά τους· εξ ου και το όνομα proletarius, «αυτός που παράγει απογόνους». Η μόνη συμβολή τού proletarius στη ρωμαϊκή κοινωνία θεωρούνταν η ικανότητά του να ανατρέφει παιδιά, μελλοντικούς Ρωμαίους πολίτες οι οποίοι θα μπορούσαν να αποικίσουν τις νέες περιοχές που κατακτούσε η Ρωμαϊκή Δημοκρατία και αργότερα η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
 
Ήδη εξ αρχής, λοιπόν, ο συγκεκριμένος όρος είχε χαρακτήρα βιοπολιτικό, καθώς παρήχθη στο πλαίσιο διοικητικών πρακτικών ελέγχου, ταξινόμησης και αξιοποίησης των πληθυσμών (απογραφή/ φορολογία/ στρατολόγηση/ αποικισμός).
 
Κατά τις πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις που οδήγησαν στη συγκρότηση του έθνους-κράτους, ο όρος επανέρχεται ως εργαλείο της εξουσίας για την ταξινόμηση των πληθυσμών, ενώ, βαθμιαία, οι ίδιοι οι πληθυσμοί τούς οποίους αφορά αρχίζουν να οικειοποιούνται με τη σειρά τους τον όρο και να τον χρησιμοποιούν αυτοί ως στοιχείο ταύτισης και υπερηφάνειας.

Τόσο στη μία, όσο και στην άλλη περίπτωση, ο βιοπολιτικός καθορισμός του όρου, η κυριολεκτική του σύνδεση με τον έλεγχο της τεκνογονίας, τείνει να ξεχνιέται –ίσως παράλληλα με τη σχετική έκλειψη της λατινικής γλώσσας και ετυμολογίας από τη μνήμη των ευρωπαϊκών λαών. Η απώθηση αυτή ίσως ήταν ένας από τους λόγους –ή τα συμπτώματα- μίας σχετικής αποσύνδεσης, ενός «διαζυγίου» ανάμεσα στο εργατικό και το γυναικείο κίνημα· με αυτήν συνδέεται η ανάδειξη του ζητήματος της «οικονομικής εκμετάλλευσης» ως διακριτού και πρωτεύοντος σε σχέση με το «μερικό» ζήτημα της οργάνωσης της σεξουαλικότητας.
 
Όπως παρατηρούν εύστοχα οι ιστορικοί Πήτερ Λάινμπω και Μάρκους Ρέντικερ στο βιβλίο τους για την «Ύδρα με τα πολλά κεφάλια», η ανάδυση του όρου στις νεότερες, εθνικές ευρωπαϊκές γλώσσες συνδέθηκε με μία νέα άρθρωση της εργασίας και της τεκνογονίας -ή της τεκνογονίας ως (μη) εργασίας των γυναικών:

Η ελευθερία για τον «Άγγλο που γεννιέται ελεύθερος» βασιζόταν στον τοκετό, αλλά η τεκνογονία θεωρούνταν ταυτόχρονα τερατώδης, μεταιχμιακή και διαβολική. Κατά την περίοδο αυτή [τα μέσα του 17ου αιώνα] εισήλθε ο όρος προλεταριάτο στο αγγλικό λεξιλόγιο· η είσοδός του ήταν λόγια, με την έννοια ότι οι κλασικοί φιλόλογοι τον δανείστηκαν από την οργάνωση της ρωμαϊκής πολιτείας επί Σερβίου. Αυτή που έμεινε ήταν η μειωτική του σημασία -εκείνη που αναφέρεται στα μέλη της φτωχότερης τάξης, τους κατώτερους και χυδαίους- αλλά η αρχική του έννοια είχε μια ακριβέστερη σημασία, ήτοι «υποκείμενα πολλαπλασιασμού και παραγωγής γόνων» (1609), «περιορισμένοι αποκλειστικά στο να γεννάνε παιδιά» (1610), ή, όπως εξήγησε ο Τζέιμς Χάρριγκτον στο έργο του Oceana (1658), «τέτοιοι ώστε, λόγω της φτώχειας τους, δεν συνέβαλλαν τίποτε στην Κοινοπολιτεία παρά μόνο παιδιά». Έτσι, αντανακλά την απαξίωση της αναπαραγωγικής εργασίας των γυναικών. Η καθιέρωση του όρου ανήκει στην εποχή κατά την οποία καίγανε τις μάγισσες. Η γέννηση του καπιταλισμού, βασισμένη καθώς ήταν στην εκμετάλλευση απλήρωτης εργασίας, απαιτούσε έλεγχο ακόμη και πάνω στην ανθρώπινη τεκνογονία[1].
Το σκεπτικό με το οποίο οι ελληνικές αρχές απήγαγαν το ξανθό κοριτσάκι από τους οικείους του στα Φάρσαλα και απήγγειλαν εις βάρος τους κατηγορίες για «απαγωγή ανηλίκου», ήταν η ρατσιστική αρχή κατάταξης των πληθυσμών με βάση την εμφάνιση: η λευκότητα δεν μπορεί να γεννιέται από «μαύρους» πληθυσμούς. Όταν προκύπτει κάποια τέτοια περίπτωση, κάτι ύποπτο και τερατώδες συμβαίνει.
 
Αυτή η κρατική δυσανεξία απέναντι στην ανάμιξη, απέναντι στη «λερναία», άναρχη συνύπαρξη πραγμάτων που πρέπει να μένουν διαχωρισμένα, μας δείχνει ότι η παραδοσιακή αυτοκρατορική/ αποικιακή ιεράρχηση των proletarii στην τελευταία βαθμίδα της κατάταξης ζει και βασιλεύει.
Μας δείχνει όμως, εξ αντιδιαστολής, και κάτι ακόμα. Ότι στις προλεταριακές πρακτικές, περισσότερο από τη συνειδητή υιοθέτηση της προλεταριακότητας ως πηγής πολιτικής υποκειμενοποίησης και οργάνωσης, επιβιώνει η μνήμη της επιθυμίας εξόδου από την αυτοκρατορική κατάταξη σε αυτήν. Ή, πράγμα που είναι το ίδιο με άλλα λόγια, η μνήμη της αξιοποίησης των ίδιων των μηχανισμών πληθυσμιακής ταξινόμησης στην κατεύθυνση της εξουδετέρωσης και της υπονόμευσής τους. Ένα στοιχείο χαρακτηριστικά queer.
 
Στο λόγο του ελληνικού κράτους (καθώς και του λαού του –αν έχει κάποιο νόημα να κάνουμε τη διάκριση αυτή) γύρω από το περιστατικό, είναι φανερό ότι το άγχος τους από την ανεύρεση ενός ξανθού παιδιού μεταξύ των Ρομά συνδέεται με αυτή την κατάργηση των ορίων, με την πληθωρική δήλωση πολλών ταυτοτήτων που ισοδυναμεί με αναίρεση της έννοιας της ταυτότητας και έτσι οδηγεί στο μπλοκάρισμα της ληξιαρχικής καταγραφής.
Π.χ.:

Η γυναίκα που συνελήφθη για την υπόθεση της μικρής Μαρίας στα Φάρσαλα εισέπραττε επίδομα από τον ΟΓΑ, ως πολύτεκνη, αρχικά από το 1996, όταν είχε εμφανιστεί με το όνομα Σαλή.

Άλλη αίτηση είχε γίνει το 1997 και μία ακόμα το 2013. Κάθε φορά η «μητέρα» της Μαρίας παρουσίαζε διαφορετικό αριθμό παιδιών, όπως και διαφορετικό όνομα, αφού για τη λήψη δύο εκ των τριών επιδομάτων δήλωσε το επώνυμο Δημοπούλου.
Αυτό το μπλοκάρισμα της κρατικής διαχείρισης των πληθυσμών δεν έχει φυσικά μόνο «ταυτοτικό» ή «διοικητικό» χαρακτήρα, δεν αφορά κάποιο «εποικοδόμημα», αλλά έχει άμεσα οικονομικές συνέπειες, όπως δείχνει ήδη ο τίτλος του παραπάνω δημοσιεύματος: «Ο ΟΓΑ εντόπισε φάμπρικα επιδομάτων από τη ‘μητέρα’ της Μαρίας» (ΑΝΤ1, 22 Οκτωβρίου 2013).
Ο λόγος αυτός φυσικά συνιστά άλλη μια παραλλαγή του γνωστού θέματος περί «κατάχρησης της γενναιοδωρίας του έθνους [ή/ και] κράτους», το οποίο χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται ενάντια στους μετανάστες, στους δημόσιους υπαλλήλους, στις γυναίκες που συνταξιοδοτούνται πρόωρα, στους τυφλούς της Ζακύνθου, στους τεμπέληδες νοτιοευρωπαίους … Κατηγορίες στις οποίες αποδίδεται με απαρέγκλιτη σταθερότητα η ιδιότητα του παρασίτου.
 
Όπως μας έδειξε μεταξύ άλλων ο Μισέλ Σερ, παρά-σιτος κατά κυριολεξία είναι αυτός που τρέφεται δίπλα, αλλά μεταφορικά παράσιτο αποκαλείται επίσης ο θόρυβος με την έννοια της πληροφορικής και των τεχνολογιών της επικοινωνίας –δηλ. η μετάδοση περισσότερων μηνυμάτων απ’ όσα αναμένει και απ’ όσα μπορεί να κατανοήσει και να διαχειριστεί το σύστημα, η οποία δεν το αφήνει να είναι τέλειο, να «κλείνει». Μια ραδιοφωνική εκπομπή που δεν μπορούμε να «πιάσουμε» καλά είναι μια εκπομπή με παράσιτα.
 
Η παρασιτική λειτουργία, με αυτές τις έννοιες, έρχεται πριν από την «κανονική», εύρυθμη, ισότιμη εμπορική συναλλαγή.

Μερικές φορές, ένα έμβιο ον στοιχειώνει ένα άλλο έμβιο ον και απομυζά τα προς το ζην, τροφή και θερμότητα, μέσα στον οργανισμό του ξενιστή του, που του δίνει ένα κομμάτι του εαυτού του, μέχρι θανάτου μερικές φορές. Το παράσιτο έρχεται πριν από τον συνδαιτυμόνα, ο οποίος προσφέρει στον άλλο κάποιο πλεονέκτημα σε ανταπόδοση: μία συμβίωση υπό όρους ανταλλαγής, ήδη πιο πολύπλοκη (Michel Serres, Το παράσιτο, Σμίλη, Αθήνα 2009, σ. 12).
Αυτό, πάντοτε κατά τον Σερ, συμβαίνει κατεξοχήν με την τεκνογονία:

Μήπως δεν έχουμε διαμείνει στο στήθος της μητέρας μας αφού είχαμε αρχικά τραφεί με το αίμα της; Μήπως η γέννησή μας δεν μπορεί να αναχθεί στην αποβολή ενός ξένου οργανισμού που ο θηλυκός ξενιστής δεν μπορεί πλέον να τον υπομείνει, αφότου παρήλθε ο καιρός της δωρεάς; Τις περισσότερες φορές, ό,τι έχουμε πάρει από τους γονείς μας το δίνουμε στα παιδιά μας: ξενιστές των παιδιών μας, παράσιτα των γονέων μας. Η πρώτη μορφή κτηνοτροφίας, ο απογαλακτισμός, η γένεση του οίκου … κοντολογίς, η εκπαίδευσή μας δεν έχει σκοπό άραγε να μας κάνει να γίνουμε παράγοντες ανταλλαγής και να αποκοπούμε λίγο λίγο από τα αρχέγονα παρασιτικά μας ήθη; (ό.π. σ. 12-13· η υπογράμμιση στο πρωτότυπο).
 
Η «μηχανή» την οποία είχανε στήσει οι σκουρόχρωμοι προλετάριοι των Φαρσάλων, και την οποία σκανδαλισμένο το κρατικό ειδησεογραφικό σάιτ ωθήθηκε αυθόρμητα να περιγράψει με μία πολύ δηλωτική μεταφορά από την εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού: φάμπρικα, είναι ακριβώς μία τέτοια (μετα)νεωτερική χρήση των «αρχέγονων παρασιτικών μας ηθών». Είναι δηλαδή μία πολεμική μηχανή που επικάθεται πάνω στη λειτουργία του οίκου, της οικο-νομίας και της ανταλλαγής, και τις εκτρέπει από τους σκοπούς τους. Τις εκτρέπει, χωρίς όμως να τις παραβιάζει.

Νομίζω ότι το σκάνδαλο και η ενόχληση που προκαλεί η πρακτική των συγκεκριμένων προλεταρίων δεν οφείλεται τόσο στην «εμπορευματοποίηση της τεκνογονίας». Αυτός/ -ή που εισπράττει επιδόματα επειδή γέννησε πολλά παιδιά, ας πούμε Χ ευρώ το κεφάλι, δεν εμπορευματοποιεί τη σεξουαλικότητα περισσότερο από εκείνον που υπόσχεται και καταβάλλει αυτά τα επιδόματα. Η πρώτη εμπορευματοποίηση έχει ως αιτία και προϋπόθεση τη δεύτερη. Όσο για την υπόνοια είσπραξης αμοιβών από αδήλωτες υιοθεσίες, αυτή μπορεί να σκανδαλίσει μόνο όσους δεν γνωρίζουν πώς γίνονται οι «κανονικές», δεδηλωμένες υιοθεσίες: και εκεί, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων οι θετοί γονείς καταβάλλουν επίσης ένα ποσό στους φυσικούς. Η βασική διαφορά είναι ότι στη μία περίπτωση οι θετοί γονείς επιλέγονται από επιτροπές γιατρών, νομικών και παπάδων, ενώ στην άλλη «αυθόρμητα» και άτυπα. Από την «αγορά», θα μπορούσε να πει κανείς. Και στην άλλη περίπτωση όμως αγοραπωλησία συντελείται, όχι δωρεά.
 
Αυτό λοιπόν που σκανδαλίζει στην πρακτική των «επικίνδυνων τάξεων» είναι ότι οι σύγχρονοι προλετάριοι αρνούνται να εγγράφονται τα τέκνα τους ως οφειλή προς το έθνος κράτος, και αξιώνουν από το έθνος κράτος να εκ-πληρώσει τη δέσμευση που το ίδιο ανέλαβε απέναντί τους· να χρησιμοποιήσουν τους proletes, τους απογόνους τους, ως «στοιχείο του ενεργητικού». Ή –ακόμα χειρότερα- τους απογόνους άλλων, μη προλεταρίων, ή απογόνους για τους οποίους κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα πώς προέκυψαν και από πού κατάγονται.
 
Με άλλα λόγια, η ενόχληση προέρχεται από αυτή την πολεμική μηχανή που εκτρέπει την ετεροκανονική λειτουργία τόσο της συγκρότησης και της ληξιαρχικής καταγραφής υποκειμένων, όσο και των οικονομικών συναλλαγών που βασίζονται σε αυτές και δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς αυτές.
Μια δραστηριότητα που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε και απλώς ως πολιτική –στο μέτρο που ως πολιτική νοούμε μια πρακτική διακοπής  και εξόδου από τις αστυνομικές-ληξιαρχικές κατανομές, περιλαμβανομένης και της κατανομής σε κοινωνικές τάξεις.

Η πολιτική είναι αυτό που διακόπτει το παιχνίδι των κοινωνιολογικών ταυτοτήτων. Το 19ο αιώνα, οι επαναστάτες εργάτες των οποίων τα γραπτά μελέτησα έλεγαν:

«Δεν είμαστε τάξη».

Οι αστοί τούς προσδιόριζαν ως μια επικίνδυνη τάξη. Αλλά γι’ αυτούς, ο ταξικός αγώνας ήταν ο αγώνας για να μην αποτελούν πλέον τάξη, ο αγώνας για να βγουν από την τάξη και από τη θέση που προέβλεπε γι’ αυτούς η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων …[2]

Για το λόγο αυτό, η περιπέτεια του ζεύγους των Ρομά είναι άξια της προσοχής μας όχι μόνο από νομική, αλλά και από πολιτική άποψη.
Καταρχάς, από τη στιγμή που ξεκαθάρισε το ζήτημα της πατρότητας για τη μικρή Μαρία, έγινε νομίζω φανερό ότι αυτός που είναι περισσότερο άξιος να χαρακτηριστεί απαγωγέας ανηλίκου είναι η ελληνική αστυνομία και το «Χαμόγελο του Παιδιού», όχι οι αποκαλούμενοι «θετοί» γονείς της –που υπήρξαν οι μόνοι πραγματικοί γονείς της. Γι’ αυτό θα πρέπει χωρίς καθυστέρηση να ζητήσουμε να αποφυλακιστούν και να αποσυρθεί η σχετική κατηγορία εις βάρος τους, καθώς και να επιστραφεί το κορίτσι υπό την επιμέλειά τους.
 
Πέραν τούτου, όμως, νομίζω ότι η πρακτική τους μας χρησιμεύει ως ένα πολύτιμο δίδαγμα-δείγμα της λειτουργίας του παρασίτου, και με τις δύο (ή περισσότερες) έννοιες του όρου. Μια λειτουργία η οποία μπορεί να μας βοηθήσει να σκεφτούμε καλύτερα τι να κάνουμε, ή να σκεφτούμε τι κάνουμε ήδη ώστε να το κάνουμε καλύτερα.

Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, οι επιστήμονες άρχισαν να θεωρούν τα παράσιτα και άλλους παθογενείς οργανισμούς, όχι απλά ως προβλήματα, αλλά ως δομικά στοιχεία οικοσυστημάτων. (…) Τα παράσιτα ανακατευθύνουν αγαθά, ενέργεια, ζωή, χρήματα και χρόνο με το να αναδιαπραγματεύονται αυτές τις σχέσεις. (…) διοχετεύουν «νόμιμες» ή «φυσικές» σχέσεις στους δικούς τους σκοπούς. Δεν αναδιανέμουν γιατί δεν τους ενδιαφέρει τι είναι δίκαιο. Αντί γι’ αυτό, ο παρασιτισμός συνδυάζει την κατάληψη και την παρεκτροπή∙ μας θυμίζει ότι υπάρχει μία τρίτη μορφή σχέσης που δεν αναφέρεται ούτε στη συμμετοχή και ούτε στην αποστασιοποίηση, ούτε στην εξάλειψη και ούτε στην αναδιανομή, αλλά στη χρήση για άλλο σκοπό[3].


[1] Peter Linebaugh & Marcus Rediker, The Many-Headed Hydra: Sailors, Slaves, Commoners, and the Hidden History of the Revolutionary Atlantic. Boston: Beacon Press, 2000, σ. 93.

[2] Jacques Rancière, «Le plaisir de la métamorphose politique», συνέντευξη (μαζί με την Judith Revel) στη Libération, 24 Μαΐου 2008. Η υπογράμμιση δική μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου