Στις 18 Μαρτίου 1996, 330 Αφρικανοί «χωρίς χαρτιά», άντρες γυναίκες και παιδιά, μπήκαν στην εκκλησία του Αγίου Αμβροσίου στο Παρίσι. Η γαλλική αστυνομία εκκένωσε την εκκλησία στις 22 Μαρτίου. Ακολούθησαν ανάλογες κινητοποιήσεις, όπως η απεργία πείνας τριακοσίων Αφρικανών «χωρίς χαρτιά» στην εκκλησία του Αγίου Βερνάρδου στις 28 Ιουνίου· εκδιώχθηκαν στις 23 Αυγούστου. Στις 21 Δεκεμβρίου 1996, και ενώ κορυφώνονταν οι διαμαρτυρίες εναντίον του διαβόητου νομοσχεδίου Ντεμπρέ, σύμφωνα με το οποίο όποιος παρείχε στέγη σε μετανάστες «χωρίς χαρτιά» έπρεπε να το δηλώσει στο οικείο αστυνομικό τμήμα, ειδάλλως διέπραττε «αδίκημα φιλοξενίας», στο Théâtre des Amandiers στη Ναντέρ, πραγματοποιήθηκε μια μεγάλη εκδήλωση αλληλεγγύης. Η εκεί ομιλία του Ζακ Ντερριντά με τίτλο «Παραλείψεις του δικαιώματος στη δικαιοσύνη (μα τι λείπει λοιπόν στους “χωρίς χαρτιά”;)» περιλαμβάνεται στον τόμο Jacques Derrida, Πέραν του κοσμοπολιτισμού, μετάφραση-σημειώσεις: Βαγγέλης Μπιτσώρης, Κριτική, Αθήνα 2003, σ. 130-157.
Αλληλέγγυοι στους μετανάστες απεργούς πείνας της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, με τη σκέψη μας στο ζοφερό ανθρωποφαγικό κλίμα που απειλεί βέβαια πολύ περισσότερα από τα δικαιώματα των μεταναστών, δημοσιεύουμε αποσπάσματα από το στοχαστικό αυτό κείμενο, φωτεινό δείγμα της παρέμβασης του διανοούμενου και πολίτη Ζακ Ντερριντά. Ο τίτλος είναι των «Ενθεμάτων».
“ΕΝΘΕΜΑΤΑ”
του Ζακ Ντεριντά
Δεν γνωρίζω ποιος επινόησε τούτη τη διατύπωση –«χωρίς χαρτιά»–, και πώς εδραιώθηκε σταδιακά, ώστε να νομιμοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, η τρομακτική έκφραση «χωρίς χαρτιά». […] Όταν κατονομάζεται –με μία λέξη– ένας «χωρίς χαρτιά», υποθέτουμε ότι κάτι του λείπει. Αυτός είναι «χωρίς». Αυτή είναι «χωρίς». Τι του λείπει, τι της λείπει, ακριβώς; Το έλλειμμά τους θα πρέπει να είναι αυτό που αντιπροσωπεύει το εν λόγω χαρτί. Το δικαίωμα, το δικαίωμα στο δικαίωμα. Υποθέτουμε ότι ο «χωρίς χαρτιά» τελικά είναι «χωρίς δικαίωμα» και δυνάμει εκτός νόμου.
Η αμφισβήτηση της φυσιολογικής του κατάστασης και της ταυτότητάς του ως πολίτη λίγο απέχει από την αμφισβήτηση απλώς της ταυτότητάς του. Θα έλεγε κανείς ότι του λείπει κάτι περισσότερο από ένα ορισμένο πράγμα, ένα πράγμα μεταξύ άλλων πραγμάτων: είναι γυμνός και εκτεθειμένος, χωρίς δικαιώματα, χωρίς καταφυγή, εν ελλείψει του ουσιαστικού πράγματος. Χωρίς τίποτε. Αυτό που του λείπει, στ’ αλήθεια, αυτή η έλλειψη που του αποδίδει κανείς και θέλει να την κολάσει, να την τιμωρήσει –ας μην το κρύβουμε από τους εαυτούς μας, μάλιστα θα ήθελα να το δείξω χρησιμοποιώντας εσκεμμένα τούτη την πολύ συγκεκριμένη λέξη– είναι η αξιοπρέπεια. Ο «χωρίς χαρτιά» φαίνεται να έχει έλλειψη αξιοπρέπειας. Ποια αξιοπρέπεια; Τίνος πράγματος είναι ανάξιος ο «χωρίς χαρτιά»; Και γιατί ένας «χωρίς χαρτιά» υποτίθεται ότι είναι ανάξιος-αναξιοπρεπής; Γιατί, εν ονόματι ποίου πράγματος του αρνείται κανείς την αξιοπρέπεια; Διότι ο νόμος και η γαλλική αστυνομία δεν αρκούνται να μεταχειρίζονται σκληρά τους «χωρίς χαρτιά», να τους αναγκάζουν να στοιβάζονται σε τόπους που μόλις και μετά βίας είναι κατοικήσιμοι, πριν τους συγκεντρώσουν σε ένα είδος στρατοπέδων διαλογής, στρατοπέδων «μετάβασης», πριν τους καταδιώξουν, πριν τους εκδιώξουν από τις εκκλησίες και την επικράτεια, πριν τους αντιμετωπίσουν περιφρονώντας συχνά τα δικαιώματα του ανθρώπου, θέλω να πω ακριβώς τα δικαιώματα που εγγυάται η Σύμβαση της Γενεύης και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 3), περιφρονώντας τα εν λόγω δικαιώματα του ανθρώπου και περιφρονώντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια — η οποία, και το λέω ζυγίζοντας αυτές τις λέξεις, κυριολεκτικά δεν τους αναγνωρίζεται, τους αμφισβητείται ρητά. […]
Η αμφισβήτηση της φυσιολογικής του κατάστασης και της ταυτότητάς του ως πολίτη λίγο απέχει από την αμφισβήτηση απλώς της ταυτότητάς του. Θα έλεγε κανείς ότι του λείπει κάτι περισσότερο από ένα ορισμένο πράγμα, ένα πράγμα μεταξύ άλλων πραγμάτων: είναι γυμνός και εκτεθειμένος, χωρίς δικαιώματα, χωρίς καταφυγή, εν ελλείψει του ουσιαστικού πράγματος. Χωρίς τίποτε. Αυτό που του λείπει, στ’ αλήθεια, αυτή η έλλειψη που του αποδίδει κανείς και θέλει να την κολάσει, να την τιμωρήσει –ας μην το κρύβουμε από τους εαυτούς μας, μάλιστα θα ήθελα να το δείξω χρησιμοποιώντας εσκεμμένα τούτη την πολύ συγκεκριμένη λέξη– είναι η αξιοπρέπεια. Ο «χωρίς χαρτιά» φαίνεται να έχει έλλειψη αξιοπρέπειας. Ποια αξιοπρέπεια; Τίνος πράγματος είναι ανάξιος ο «χωρίς χαρτιά»; Και γιατί ένας «χωρίς χαρτιά» υποτίθεται ότι είναι ανάξιος-αναξιοπρεπής; Γιατί, εν ονόματι ποίου πράγματος του αρνείται κανείς την αξιοπρέπεια; Διότι ο νόμος και η γαλλική αστυνομία δεν αρκούνται να μεταχειρίζονται σκληρά τους «χωρίς χαρτιά», να τους αναγκάζουν να στοιβάζονται σε τόπους που μόλις και μετά βίας είναι κατοικήσιμοι, πριν τους συγκεντρώσουν σε ένα είδος στρατοπέδων διαλογής, στρατοπέδων «μετάβασης», πριν τους καταδιώξουν, πριν τους εκδιώξουν από τις εκκλησίες και την επικράτεια, πριν τους αντιμετωπίσουν περιφρονώντας συχνά τα δικαιώματα του ανθρώπου, θέλω να πω ακριβώς τα δικαιώματα που εγγυάται η Σύμβαση της Γενεύης και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 3), περιφρονώντας τα εν λόγω δικαιώματα του ανθρώπου και περιφρονώντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια — η οποία, και το λέω ζυγίζοντας αυτές τις λέξεις, κυριολεκτικά δεν τους αναγνωρίζεται, τους αμφισβητείται ρητά. […]
Αν και η έκφραση «χωρίς χαρτιά» είναι προφανώς γαλλικό ιδίωμα, πρέπει εντούτοις να διευκρινίσουμε δύο πράγματα ως προς αυτήν: αφενός το σύμπτωμα είναι οικουμενικό και καταρχάς ευρωπαϊκό, είναι το νόσημα όλων των «πλούσιων» και «νεοφιλελεύθερων» χωρών, οι οποίες, ανάλογα με τις ανάγκες της οικονομίας τους, υποδέχονται ή αφήνουν να έλθουν από τις οικονομικά λιγότερο ευνοημένες χώρες –συνηθέστερα πρώην αποικίες– εργατικά χέρια που τα εκμεταλλεύονται έως την ημέρα που μια άλλη οικονομική, πολιτική, ιδεολογική, εκλογική συγκυρία επιτάσσει έναν άλλο υπολογισμό και οργανώνει μια πολιτική ρατσιστικής αλλεργίας, ξενόφοβου προστατευτισμού, παγάνας και απέλασης, περιφρονώντας όλες τις αρχές που διακηρύσσουν στεντορείως οι πολιτικάντηδες και οι ρητορίζοντες της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου — δεξιά και αριστερά. Σήμερα δεν υπάρχει στον κόσμο χώρα ή κράτος-έθνος –προπάντων στις πλούσιες καπιταλιστικές χώρες– που να μην αναπτύσσονται η πολιτική που κλείνει τα σύνορα, η χειμερία νάρκη των αρχών του ασύλου, της φιλοξενίας προς τον ξένο — η οποία κρίνεται καλή μόνο για τη στιγμή που «πάει καλά» και που «εξυπηρετεί», που «είναι οπωσδήποτε χρήσιμη» (μεταξύ της αποτελεσματικότητας, της εξυπηρέτησης και της δουλείας).
Τη στιγμή που, εδώ και μερικές δεκαετίες, μια άνευ προηγουμένου κρίση του κράτους-έθνους ρίχνει στους δρόμους χιλιάδες ανθρώπους στην πραγματικότητα εκπατρισμένους, αυτό που μένει από το κράτος-έθνος συχνά εντείνεται σπασμωδικά μέσα σε έναν εθνικοπροστατευτικό, ταυτοτικό και ξενόφοβο παροξυσμό, ένα παλαιό και συνάμα ανανεωμένο σχήμα του ρατσισμού. […]
Είτε πρόκειται για την αυξανόμενη ανεργία, είτε πρόκειται για μια οικονομία της αγοράς είτε για μια κερδοσκοπία της οποίας η απορύθμιση είναι ένας μηχανισμός που παράγει εξαθλίωση, περιθωριοποίηση, είτε πρόκειται για έναν ευρωπαϊκό ορίζοντα που καθορίζεται από απλοϊκούς υπολογισμούς, από μια οικονομική ψευδοεπιστήμη και μια παράλογη μονεταριστική ακαμψία κλπ., από την εγκατάλειψη της εξουσίας στα χέρια των κεντρικών τραπεζών, σύμφωνα με όλες αυτές τις απόψεις, πρέπει να γνωρίζουμε ότι η πολιτική έναντι των «χωρίς χαρτιά» και της μετανάστευσης εν γένει είναι ένας ψηφοθηρικός αντιπερισπασμός, μια επιχείρηση «αποδιοπομπαίου τράγου», ένας άθλιος ελιγμός για τσιμπολόγημα ψήφων, μια μικροπρεπής και ελεεινή πλειοδοσία, για να νικηθεί το Εθνικό Μέτωπο στο δικό του έδαφος. Και να μη λησμονούμε ποτέ ότι αν τα πρώτα θύματα αυτής της αποτυχημένης στρατηγικής είναι οι φίλοι μας, οι φιλοξενούμενοί μας, οι μετανάστες και οι «χωρίς χαρτιά», αυτό που έχει τεθεί σε εφαρμογή από την κυβέρνηση είναι ένα αστυνομικό σύστημα αυθαίρετης εξέτασης, φακελώματος, χτενίσματος (σε γαλλικό και ευρωπαϊκό έδαφος). Αυτός ο μηχανισμός απειλεί όλες τις ελευθερίες, τις ελευθερίες όλων, των «χωρίς χαρτιά» και των «μη χωρίς χαρτιά». […]
Πρέπει να ενεργήσουμε έτσι ώστε να μπορέσουμε τελικά να ζήσουμε, να μιλήσουμε, να ανασάνουμε διαφορετικά. Πρέπει να μπορέσουμε να βρούμε εκ νέου την όρεξη να κατοικούμε σε μια κουλτούρα, σε μια γλώσσα και μια χώρα όπου τελικά η φιλοξενία δεν θα είναι πλέον έγκλημα, της οποίας η εθνική αντιπροσωπεία δεν θα υποβάλει πλέον την πρόταση να τιμωρείται η υποδοχή του ξένου, και όπου κανένας δεν θα τολμήσει εκ νέου να κάνει λόγο για «αδίκημα φιλοξενίας».
μετάφραση: Βαγγέλης Μπιτσώρης
Πηγή: http://enthemata.wordpress.com/2011/01/30/derrida/#more-2653
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου