του Παναγιώτη Γαβάνα
Στο κείμενο που ακολουθεί επιχειρούμε μια πρώτη προσέγγιση ενός επίκαιρου φαινομένου με το οποίο οι Έλληνες έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι:
Το φαινόμενο του δεξιού εξτρεμισμού, του ρατσισμού και τον συνδεόμενο με αυτούς ιρασιοναλισμό.
Ο ρατσισμός ανήκει τα τελευταία χρόνια στην καθημερινότητα. Αν προσέξει κανείς από κοντά τα γεγονότα, γίνονται σαφείς οι διαστάσεις της «ελληνικής μιζέριας».
Δεν πρέπει να παραβλεφτεί το γεγονός, ότι οι παρεκτροπές βίας βρίσκουν σύμφωνη μια μερίδα του ελληνικού πληθυσμού. Οι μέχρι σήμερα δράστες ανήκουν στο χώρο των δεξιών εξτρεμιστικών οργανώσεων αλλά και της Αστυνομίας.
Η δεξιά εξτρεμιστική ιδεολογία χαρακτηρίζεται κυρίως από συγκεκριμένα βασικά πρότυπα, αυτά όμως δεν δίνουν ένα κλειστό σύστημα ερμηνείας, όπως παρουσιάζει για παράδειγμα η συντηρητική σκέψη.
Με τον όρο «δεξιός εξτρεμισμός» εννοούμε το σύνολο των πεποιθήσεων, των τρόπων συμπεριφοράς και των ενεργειών, οργανωμένων ή όχι, οι οποίες ξεκινούν απ΄ την ρατσιστική ή εθνική υποθετική ανισότητα των ανθρώπων, απαιτούν την εθνική ομογένεια των λαών, απορρίπτουν την υπαγόρευση για ισότητα της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τονίζουν την προτεραιότητα της ομάδας απέναντι στο άτομο, ξεκινούν απ΄ την υποταγή του πολίτη κάτω απ΄ την κρατική οντότητα, απορρίπτουν ακόμη και τον πλουραλισμό αξιών της αστικής δημοκρατίας, ενώ θέλουν να πισωγυρίσουν τον εκδημοκρατισμό.
Παραπέρα, με τον όρο «δεξιός εξτρεμισμός» εννοούμε ειδικότερα τούς τιθέμενους στόχους, οι οποίοι θέλουν να άρουν την ατομικότητα προς όφελος μιας λαϊκίστικης, κολεκτιβίστικης εθνικά ομογενούς κοινωνίας σε ένα ισχυρό εθνικό κράτος, ενώ σε σύνδεση μ΄ αυτό, απορρίπτουν και καταπολεμούν τη συνύπαρξη ανθρώπων με διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις.
Ο δεξιός εξτρεμισμός είναι μια παλιά μορφή διαμαρτυρίας, η οποία αντιδρά στα κοινωνικά αποτελέσματα της βιομηχανικής και κοινωνικής ανάπτυξης, έχοντας πάρει τη μορφή ενός κινήματος με πανευρωπαϊκές διαστάσεις.
Οι δημόσιες τοποθετήσεις των πολιτικών του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας απέναντι στο δεξιό εξτρεμισμό και ρατσισμό, παραμένουν εγκλωβισμένες σε γνωστές αποκηρύξεις περί βίας.
Κατά κανόνα η άνοδος της επιρροής του ρατσισμού εξηγείται απ΄ την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική κρίση που διέρχεται η αστική κοινωνία.
Η κρίση αυτή αντανακλάται στον ψυχικό κόσμο των ατόμων. Το άτομο αδυνατεί να πραγματοποιήσει την ψυχοκοινωνική του σταθερότητα στον καθημερινό-πρακτικό ορίζοντα.
Όταν εξαιτίας της κοινωνικής περιθωριοποίησης, της απώλειας της θέσης εργασίας ή του επαγγελματικού υποβιβασμού το άτομο αδυνατεί να ικανοποιήσει τις βασικές του ανάγκες, τότε εμφανίζεται μια κατάσταση η οποία ευνοεί διάφορες μορφές «απόκλισης συμπεριφοράς».
Η εξέλιξη αυτή σε κοινωνική ανομία κατανοείται σαν κατάρρευση της πολιτισμικής δομής, η οποία ειδικότερα επέρχεται, όταν εμφανίζεται ένας οξύς διαχωρισμός μεταξύ των πολιτισμικών στάνταρ και σκοπών, και αφετέρου των κοινωνικών δυνατοτήτων των μελών της ομάδας που δρουν σύμφωνα μ΄ αυτά τα στάνταρ και τους σκοπούς.
Οι κοινωνικές αδικίες και η περιθωριοποίηση ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού, οδηγούν ένα σημαντικό τμήμα του, στην αδυναμία να κατανοήσει τα συμβάντα γύρω του.
Επειδή σε μια κοινωνία κυρίαρχες ιδέες είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης (Μαρξ / Ένγκελς), στις καπιταλιστικές κοινωνίες οι οποίες ήταν και παραμένουν ταξικές, οι λαϊκές μάζες βρίσκονται πάντα κάτω από την επιρροή αυτών των ιδεών.
Η παρακμασμένη ιδεολογία της σημερινής αστικής τάξης, διακρίνεται σε σχέση με την αριστερή-ριζοσπαστική και μαρξιστική, απ΄ τον πεσιμιστικό της χαρακτήρα.
Ο άνθρωπος σπρώχνεται στο περιθώριο των γεγονότων. Τη θέση του παίρνει η μυστικιστική «τύχη» σαν ένα είδος υπερανθρώπινης εξουσίας.
Ο άνθρωπος φαίνεται σαν παθητικό υποκείμενο αυτής της τύχης, απανθρωποποιείται. Η ανθρωπολογική του οντότητα κυριαρχείται απ΄ το αρνητικό, το κακό, το αμαρτωλό, τις ορμές, το Εγώ, το θάνατο και το φόβο.
Η απελευθέρωση ή «απολύτρωση» του ανθρώπου, η οποία για τη μαρξιστική σκέψη είναι έργο του ίδιου του ανθρώπου, στην αποτελματωμένη αστική σκέψη μυστικοποιείται είτε στο καθαρά υπεργήινο ή σε μια «καθαρή εσωτερίκευση» του ατόμου, η οποία διαβιβάζεται στην «ψυχή».
Με αυξανόμενη ταχύτητα ξαπλώνονται σ΄ αυτό το πνευματικό κενό η πίστη σε θαύματα, οι μυθικές αρχαίες λατρείες, η χειρομαντεία, η χαρτομαντεία, η αστρολογία, ο σατανισμός. Βιβλία του σπιριτουαλισμού εκδίδονται σε χιλιάδες αντίτυπα.
Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα ιρασιοναλισμού, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και οι ιδέες του δεξιού εξτρεμισμού και του ρατσισμού.
Η κατανόηση επομένως του κόσμου που περιβάλει τον άνθρωπο σαν «κοινωνικό ον της φύσης» (Μαρξ), είναι ζήτημα θεμελιακής σημασίας. Από τις συνθήκες ζωής του πρέπει να φτιάξει μια εικόνα ώστε να μπορεί να δράσει σαν ύπαρξη.
Τόσο όμως από την καθημερινή πρακτική, όσο και από τις κοινωνικές μορφές οργάνωσης, τίθενται διάφοροι φραγμοί κατανόησης του κόσμου.
Όσο όμως πιο μπερδεμένα και αινιγματικά φαίνονται στον άνθρωπο τα κοινωνικά συμβάντα, τόσο πιο φετιχοποιημένα δομημένη είναι πάνω σ΄ αυτή τη βάση, η αυθόρμητα εξελισσόμενη εικόνα που φτιάχνει για τον εαυτό του.
Μια ακόμη πιο δυσμενής κατάσταση γεννιέται όταν τα άτομα αποβάλλονται στο περιθώριο. Οι μέχρι τούδε ισχύοντες προσανατολισμοί καταρρέουν παραδίδοντας το υποκείμενο απροστάτευτο στα βιώματα της κοινωνικής ανασφάλειας.
Επειδή το αποξενωμένο και απομονωμένο υποκείμενο αδυνατεί να μετατρέψει τις εμπειρίες του σε προτσές μάθησης, αντιδρά «ανεγκέφαλα». Ο φόβος και η απαισιοδοξία είναι οι πιθανότερες συνέπειες αυτής της κατάστασης στη ζωή του.
Για να ειπωθεί πιο συγκεκριμένα: Υπάρχουν ψυχικές και πνευματικές διαθέσεις, οι οποίες είναι ευπρόσβλητες στο δεξιό εξτρεμισμό και ρατσισμό.
Κατά παρόμοιο τρόπο δρουν πάνω στο υποκείμενο τα συναισθήματα της ταπείνωσης και της εξουθένωσης, όταν η κρατική και κυβερνητική πολιτική, προσπαθεί να κάνει υπεύθυνα για την κατάσταση που βρίσκονται, τα ίδια τα άτομα.
Η επίδραση της δεξιάς εξτρεμιστικής και ρατσιστικής σκέψης, συνίσταται επίσης σ΄ ένα σημαντικό βαθμό, απ΄ την ικανότητα σύνδεσης των υπαρκτών επιθυμιών των ανθρώπων για προστασία και συντροφική αλληλεγγύη.
Τα δεξιά εξτρεμιστικά στερεότυπα αρπάζονται απ΄ τα θραύσματα της συνείδησης, προσπαθώντας να τα «ομογενοποιήσουν» σε μια αληθοφανή κλειστή κοσμοαντίληψη. Με τον τρόπο αυτό παράγεται μια πλασματική ιδεολογική ενότητα.
Ο δεξιός εξτρεμισμός και ο ρατσισμός καλλιεργούν ακόμη και τον αυθόρμητο αντικαπιταλισμό των μαζών (με τη μορφή της δυσφορίας απέναντι στους πλούσιους), χωρίς όμως να υπερβαίνουν πνευματικά το έδαφος της υπάρχουσας κοινωνίας, ενώ δεν κατονομάζουν τις αιτίες της ανισότητας και της αδικίας.
Κατά τις προκαταλήψεις και τις επιφυλάξεις απέναντι στους «ξένους», έχουμε να κάνουμε με ψυχικές μορφές αντίδρασης, οι οποίες υπάρχουν ανεξάρτητα από τις προσωπικές εμπειρίες.
Πάνω στους μετανάστες προβάλλεται η αβεβαιότητα που βιώνουν τα ίδια τα υποκείμενα: Όσο μεγαλύτερα είναι τα συναισθήματα της κοινωνικής αβεβαιότητας, τόσο πιο εντατικά καταγράφεται κάθε «απόκλιση» και κάθε «εξαίρεση απ΄ τον κανόνα».
Οι ξένοι και άγνωστοι άνθρωποι τραβούν επάνω τους την αποποίηση και το μίσος επειδή βιώνονται σαν σύμβολο ενός ξένου σώματος και ενός αδιόρατου κοινωνικού χώρου, ο οποίος βρίσκεται έξω απ΄ τις βιωμένες εμπειρίες.
Στην πίεση απ΄ τα πάνω τα άτομα αντιδρούν με επιθετικότητα απέναντι σ΄ αυτούς που αδυνατούν να αμυνθούν. Το ότι αυτός ο μηχανισμός άμυνας σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι πρώτιστα ρατσιστικός (με τη βιολογική έννοια), αλλά περισσότερο υποκινούμενος «κοινωνικο-σωβινιστικά», αυτό γίνεται σαφές απ΄ την πιο επιεική στάση που δείχνεται απέναντι σε αλλοδαπούς που προέρχονται από αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες, οι οποίοι έχουν ξεπεράσει το καθεστώς της φτώχειας και του περιθωρίου.
Ο μετανάστης ανταγωνιστής στην αγορά εργασίας, βομβαρδίζεται τόσο με το επιχείρημα ότι θα πάρει την εργασία από τους Έλληνες, όσο και με την προκατάληψη ότι είναι τεμπέλης.
Όταν τα απειλούμενα υποκείμενα, μπροστά στην αυξανόμενη κοινωνική ανασφάλεια, τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν (περί εργατικότητας, αξιοπιστίας προσόντων κτλ των Ελλήνων), αποδεικνύονται αβάσιμα, τότε καταφεύγουν σε κριτήρια επιλογής όπως η εθνικότητα και το χρώμα δέρματος, για να διαμαρτυρηθούν και για το τελευταίο «πλεονέκτημα» που έχουν απέναντι στους ανταγωνιστές τους.
Πολλά στοιχεία της ρατσιστικής ιδεολογίας, βασίζονται πάνω σε μια παραμορφωμένη εικόνα για τον άνθρωπο.
Τα στοιχεία διαμόρφωσης της συνείδησης λαμβάνονται απ΄ την καθημερινή πρακτική. Στις άμεσες καθημερινές εμπειρίες, ανήκουν, η ικανότητα επιβολής του ισχυρού, η ύπαρξη μιας ιεραρχικής κοινωνικής δομής, η επικράτηση της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς και η ύπαρξη κοινωνικών ανισοτήτων.
Η πάλη για την ύπαρξη και η πανταχού παρούσα βία, παίρνει τη μορφή «φυσικού νόμου» και εντάσσεται σ΄ ένα κοσμοθεωρητικό «κατανοητό» μοντέλο.
Η κοινωνική δύναμη επιβολής «ερμηνεύεται» μέσω αντιλήψεων του κοινωνικού δαρβινισμού για το δίκαιο του ισχυρού, ενώ η κοινωνική ιεραρχία και η ανταγωνιστική συμπεριφορά αποδίδονται σε φυσικές σταθερές.
Γεγονός είναι επίσης, ότι, παρόλη τη διεύρυνση του πολιτισμικού ορίζοντα, οι προκαταλήψεις εξακολουθούν να έχουν μια καταπληκτική δύναμη επιβίωσης.
Η γειτονιά, η κοινωνική επικοινωνία, ακόμη και η φιλία ανάμεσα σε Έλληνες και μετανάστες, δεν έχουν αλλάξει τα στερεότυπα.
Ακόμη και ο τουρισμός, οι διεθνείς σχέσεις και η συνομιλία με τους ξένους, έχουν αλλάξει πολύ λίγο τη συνείδηση. Τα ταξίδια έγιναν ένα στοιχείο αλλαγής τόπου, όχι όμως και της πολιτισμικής συνάντησης, δυναμώνοντας μάλιστα μερικές φορές τις προκαταλήψεις ακόμη περισσότερο.
Δεν μπορεί όμως να υπάρξει ρατσισμός χωρίς θεωρία (Μπαλιμπάρ). Οι διάφορες ρατσιστικές θεωρίες και αντιλήψεις προβάλλονται κατά κανόνα μέσα απ΄ τους μηχανισμούς ηγεμονίας της κυρίαρχης τάξης (ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, τηλεόραση, ραδιόφωνο, εκκλησία, σχολείο κτλ).
Ταυτόχρονα η κυρίαρχη τάξη μέσω της πνευματικής της ηγεμονίας, παρουσιάζει τα δικά της συμφέροντα σαν συμφέροντα ολόκληρης της κοινωνίας (Μαρξ / Ένγκελς), εξασφαλίζοντας έτσι σε σύγχρονη μορφή την αναπαραγωγή της ταξικής κοινωνίας, χωρίς να υπάρχει πάντα η αναγκαιότητα χρήσης καταστολής και μέσων εξαναγκασμού (Γκράμσι).
Μέσω της δομής των «σύγχρονων» καπιταλιστικών κοινωνιών, συσκοτίζεται η πραγματική δομή κυριαρχίας.
Η εξουσία βρίσκεται παντού, όμως δεν έχει πραγματική μορφή. Η γραφειοκρατική μεταχείριση και η διάταξη του τεχνικού μηχανισμού παραμένουν καλυμμένες κάτω απ΄ το μανδύα της εξουσίας, η κυριαρχία παρουσιάζεται καθολική και απρόσωπη, κρυβόμενη πίσω από καταστάσεις που φαίνονται «φυσιολογικές».
Στον άνθρωπο που δρα πάνω σ΄ αυτή τη βάση, αποτυπώνεται πάνω του η ανασφάλεια για τις συνθήκες της κοινωνικής του ύπαρξης.
Στην πρακτική πολλών γραφείων ευρέσεως εργασίας του ΟΑΕΔ για παράδειγμα, υπάρχουν δυό βαθμίδες ιεραρχίας γι αυτούς που προσφέρουν την εργατική τους δύναμη: Οι Έλληνες και οι «συνηθισμένοι» μετανάστες. Για τους Έλληνες δίνεται πάντα προτεραιότητα.
Με την πρακτική αυτή δεν θεσμοποιείται μόνο η άνιση μεταχείριση, αλλά δημιουργείται και ένα ρατσιστικό μοντέλο για μια μερίδα του πληθυσμού, βασισμένο πάνω σε προνόμια.
Η πρακτική της εξουσίας φαίνεται και με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τους δράστες. Στη βία που εξασκείται πάνω στους μετανάστες, ο μηχανισμός της Δικαιοσύνης αντιδρά με μια καταπληκτική επιείκεια.
Επιθέσεις που εξασκούνται πάνω στη σωματική ακεραιότητα, τιμωρούνται συστηματικά πιο επιεικώς από «επιθέσεις» πάνω στην ιδιοκτησία. Ναι μεν τιμωρείται η απόπειρα κλοπής, όχι όμως και η απόπειρα σωματικής βλάβης.
Για βαριά σωματικά τραύματα η ελληνική Δικαιοσύνη συχνά επιβάλλει ποινές με αναστολή, ενώ για ληστείες τραπεζών επιβάλλονται ποινές φυλάκισης μερικών ετών.
Οι φλυαρίες περί «κράτους δικαίου» που τόσο φανφαρώδικα προπαγανδίζουν οι απολογητές του καπιταλισμού, αποδεικνύονται στην πράξη σαπουνόφουσκες, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του Μπρεχτ , ότι, «το δίκαιο είναι μια γάτα στο σακί».
Όπως έγραφε το 1932 ο Γερμανός θεωρητικός του φασισμού Κ. Σμιτ, «το Πολιτικό έχει...το καθήκον, να ξεχωρίζει σωστά τον φίλο από τον εχθρό... ο πολιτικός εχθρός... είναι ο Άλλος, ο ξένος».
Με το θεσμικό ρατσισμό που επιβάλλει σήμερα η ΕΕ , θέλει μεταξύ των άλλων, να παρουσιάσει την οικονομική και πολιτική υπεροχή της πάνω στα άλλα έθνη. Έτσι, κάθε άλλη χώρα, κάθε άλλος πληθυσμός εκτός ΕΕ, κρίνεται αξιωματικά ανταγωνιστής, αντίπαλος ή εχθρός.
Μ΄ αυτό τον τρόπο τίθεται και η πρώτη, η αποφασιστική βάση της εχθρότητας απέναντι στους μετανάστες – όσο διάστημα ισχύει η ανταγωνιστική πάλη ανάμεσα στα έθνη. Αλλά κάθε έθνος, κάθε άλλος πληθυσμός, μπορεί να γίνει και φίλος: Όσο διάστημα φαίνεται ότι αποφέρει πλεονεκτήματα και χρησιμεύει για το ίδιον πρόγραμμα υπεροχής.
Επομένως η φιλία αυτή, ζει απ΄ τον στρατηγικό υπολογισμό διατήρησης της πολιτικής εξουσίας.
Αυτό αποτελεί και το ρατσιστικό περιεχόμενο της όμορφης φράσης περί «κατανόησης μεταξύ των λαών».
Η εχθρότητα όμως ενάντια στους μετανάστες, δεν στρέφεται μόνο προς τα έξω, όχι μόνο ενάντια σε άλλες χώρες, αλλά και προς τα μέσα, εντός των τειχών:
Ο πληθυσμός των χωρών της ΕΕ διαχωρίζεται κι αυτός σε φίλους και εχθρούς, επειδή η διατήρηση της εξουσίας του κεφαλαίου χρειάζεται τους οπαδούς ενός υπάκουου πληθυσμού.
Χωρίς αυτούς, μια τέτοιου είδους πολιτική, θα ήταν μια μοναχική βρομοδουλειά.
Έτσι κάθε χώρα-μέλος της ΕΕ εξετάζει, ελέγχει, ταξινομεί, «καθαρίζει» το δικό της πληθυσμό: όποιος γίνεται υποτελής είναι ο πραγματικός φίλος.
Όποιος ακολουθεί μια άλλη πολιτική μη αρεστή στο σύστημα, είναι ο πραγματικός εχθρός, ο εσωτερικός εχθρός.
Ο εσωτερικός εχθρός δεν υπηρετεί το καλό του έθνους, το εθνικό συμφέρον. Επομένως είναι ένα «παράσιτο», ένας «ακοινώνητος», ένας «εγωιστής» - αυτή είναι η γλώσσα της περιφρόνησης των κυριάρχων.
Κανένας λαός δεν έχει λόγο να χαίρεται όταν τού παρουσιάζουν την πολιτική περί εξωτερικών εχθρών του έθνους.
Επειδή η δήλωση εχθρότητας προς τα έξω, είναι ταυτόχρονα η αμφισβήτηση προς τα μέσα: Στρέφεται ενάντια σε καθέναν που την αμφισβητεί. Έτσι καθένας είναι εν δυνάμει εχθρός, και φίλος είναι μόνο εκείνος που πιστεύει στην «ορθότητα» αυτής της πολιτικής. Η φιλία δε αυτή ισχύει για τόσο διάστημα, όσο δεν εγείρεται καμιά αμφισβήτηση. Επομένως, για τη ρατσιστική πολιτική, η διαφορά μεταξύ εξωτερικών και εσωτερικών εχθρών, μεταξύ μεταναστών και του ιδίου πληθυσμού, δεν παίζει απολύτως κανέναν ρόλο.
Αυτή στρέφεται:
-ενάντια στους Αλβανούς (για την Ελλάδα), τους Τούρκους (για την Γερμανία), τους Αφρικανούς (για την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο) κ.ο.κ, διότι όπως λένε «μάς παίρνουν τις δουλειές», «ζητάνε δικαιώματα», «είναι κλέφτες και δολοφόνοι» και «από τη φύση τους απολίτιστοι»,
-ενάντια στους μουσουλμάνους, επειδή έχουν άλλη θρησκεία με την οποία δεν μπορεί να επεκταθεί η ευρωπαϊκή παγκόσμια πολιτική, γιατί διαβάζουν το Κοράνι, άρα «δεν ανήκουν στο σύγχρονο πολιτισμό μας»,
-ενάντια στους μετανάστες, στους φυγάδες και τους ζητούντες πολιτικό άσυλο, γιατί εκτός απ΄ τους πιο πάνω λόγους, «δεν αναγνωρίζουν» την επέκταση των ευρωπαϊκών εθνών, αλλά και επειδή «είναι πολλοί» και «βλάπτουν το εθνικό μας συμφέρον»,
-ενάντια στους Σίντι και Ρόμα (τσιγγάνους), επειδή έχουν «νομαδικές συνήθειες ζωής», «είναι απολίτιστοι και κλέφτες»,
-ενάντια στους άστεγους και τους άνεργους, επειδή «ζητάνε πολλά» και αντί να βοηθάνε το έθνος να επιτύχει, χρειάζονται οι ίδιοι βοήθεια και έτσι το «επιβαρύνουν»,
-ενάντια στους ίδιους τους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επειδή αντί να βοηθήσουν τις εθνικές αξιώσεις για εξουσία, αυτοί επιδιώκουν τη δική τους ευτυχία και την εκπλήρωση των δικών τους αναγκών και συμφερόντων:
«Παρακμή», «ηθικός ξεπεσμός», «καταναλωτισμός», «ίδιον όφελος», «εγωισμός»...αυτή είναι η ρατσιστική γλώσσα της περιφρόνησης,
-ενάντια σε εκείνους που παλεύουν για την ειρήνη, επειδή αυτή έρχεται σε αντίθεση με το ρατσιστικό πρόγραμμα εξουσίας της ΕΕ πάνω στους άλλους λαούς.
Η ειρήνη ισχύει σαν «αδύνατη» και ουτοπική», ενάντια σ΄ όλους αυτούς που αμφισβητούν την «ορθότητα» και την «αναγκαιότητα» αυτής της πολιτικής, εκείνους που αμφισβητούν τη βασιλεία τους, επειδή οι αμφισβητίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Έτσι περιφρονούνται και ενίοτε καταδιώκονται οι εχθροί της ιμπεριαλιστικής ευρωπαϊκής επεκτατικής εξουσίας.
Όχι μόνο στην Πολωνία ή στη Γερμανία, στην Αγγλία ή την Ιταλία, στην Ολλανδία ή την Ελλάδα, αλλά παντού όπου οι πληθυσμοί βιώνουν την αυταπάτη, ότι η γνωστοποίηση εξωτερικών ή εσωτερικών «εχθρών του έθνους» θα ήταν προς όφελός τους.
Παντού, όπου οι άνθρωποι δεν βλέπουν την περιφρόνηση και καταδίωξη των «επίσημων εχθρών», παρέχουν ακριβώς τη χειρότερη υπηρεσία:
Γίνονται οι ίδιοι οπαδοί μιας πολιτικής η οποία τους χρησιμοποιεί. Κι απ΄ αυτή την πολιτική ωφέλιμη βγαίνει μόνο η μια πλευρά: ακριβώς αυτή η ρατσιστική πολιτική.
Από μια σειρά λεπτομερών παρατηρήσεων, δίνεται η συνολική εικόνα μιας αδύνατης αστικής δημοκρατίας, η οποία χαρακτηρίζεται:
-από μια εκτεταμένη απάθεια και αδιαφορία πολλών πολιτών απέναντι σε ρατσιστικά φαινόμενα, που φθάνουν μέχρι και τις παρυφές της επαναστατικής Αριστεράς,
-από μια υποσκαφή της πολιτικής θεσμικής δομής, με μια μεταβίβαση των πολιτικών αποφάσεων στις δικαστικές αρχές, και όχι τελευταία,
-από την ψήφιση ρατσιστικών νόμων απ΄ τα κόμματα εξουσίας, οι οποίοι υποσκάπτουν τις θεμελιακές αρχές του ίδιου του αστικού συντάγματος.
Ο αγώνας για τη διαφώτιση του πληθυσμού που πρέπει να διεξάγει το αριστερό / μαρξιστικό κίνημα, κάτω από έναν άνισο συσχετισμό δυνάμεων, είναι μεγάλος.
Θεωρητικά του όπλα παραμένουν οι αρχές του προλεταριακού διεθνισμού και της διεθνιστικής αλληλεγγύης, με όλους τους καταπιεσμένους αυτού του πλανήτη.
Πηγή: http://aristerovima.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου