25/1/11

Η φανερή γοητεία του κομμουνισμού

 
του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

από το ΠΡΙΝ, 23.1.2011

Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Verso το αγγλόφωνο βιβλίο «Η Ιδέα του κομμουνισμού». 

Πρόκειται για συλλογικό έργο, στο οποίο περιλαμβάνονται εισηγήσεις στην ομώνυμη, διεθνή διάσκεψη που οργανώθηκε τον Μάρτιο του 2009 στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου από το Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Σπουδών Μπίρκμπεκ- μια διάσκεψη που σημείωσε μεγάλη επιτυχία και απασχόλησε μεγάλης κυκλοφορίας διεθνή μέσα ενημέρωσης. 

Την επιμέλεια της έκδοσης είχαν δύο εκ των πανεπιστημιακών που ανέλαβαν την πρωτοβουλία, οι Κώστας Δουζίνας και Σλάβοϊ Ζίζεκ. Στο ενδιαφέρον (αν και άνισο, από πλευράς έκτασης και ποιότητας των άρθρων) τομίδιο περιλαμβάνονται εισηγήσεις γνωστών αριστερών διανοουμένων, όπως οι Αλέν Μπαντιού, Τόνι Νέγκρι, Μάικλ Χαρντ, Ζακ Ρανσιέρ κ.α. 

Ο πλουραλισμός πολιτικών και φιλοσοφικών απόψεων, η διεπιστημονική σύνθεση της διάσκεψης και η ευθεία αντιπαράθεση, αρκετές φορές, μεταξύ των εισηγητών προσέδωσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ζωντάνια στη διάσκεψη, όπως μαρτυρούν όσοι βρέθηκαν στα ασφυκτικά γεμάτα αμφιθέατρα. Κάτι από αυτή τη δημιουργική ένταση διασώζεται στο εν λόγω βιβλίο.

Θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι η έκδοση αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα των αναζητήσεων στο χώρο της σύγχρονης διανόησης με κομμουνιστική αναφορά. 

Από πλευράς ειδίκευσης, ή αν θέλετε οπτικής γωνίας, υπερεκπροσωπούνται η φιλοσοφία και η κριτική του πολιτισμού, ενώ σχεδόν απουσιάζουν η πολιτική οικονομία και η πολιτική επιστήμη.

Από την πλευρά των ιδεολογικών ρευμάτων, δυσανάλογα μεγάλο είναι το βάρος της λεγόμενης «Λακανικής Αριστεράς» (με αναφορά στον Γάλλο ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν) και των μετα- Αλτουσεριανών. 

Πολλοί από τους εισηγητές δεν χαρακτηρίζουν καν τους εαυτούς τους μαρξιστές, αλλά αναζητούν έναν «μετα- μαρξιστικό» κομμουνισμό. 

Απουσιάζουν σημαντικά ονόματα του σύγχρονου, μαχόμενου μαρξισμού, όπως οι Ιστβαν Μέσαρος, Ιβόν Κινού, Ζακ Μπιντέ, Ντέιβιντ Χάρβεϊ, Έλεν Μέικσινς Γουντ, Άλεξ Καλίνικος, οι ομάδες περιοδικών όπως, π.χ., τα Historical Materrialism, Actuel Marx, Contretemps και La Pensee, για να μην αναφερθούμε στους Έλληνες και Λατινοαμερικούς μαρξιστές που έχουν διαρκή παρουσία στη θεωρητική παραγωγή.

Βεβαίως καμία πρωτοβουλία δεν μπορεί να καλύψει τα πάντα. Και μόνο το γεγονός ότι ένα σοβαρό πανεπιστήμιο μεγάλης δυτικής χώρας οργανώνει θεωρητικό συνέδριο γύρω από τη βλάσφημη λέξη του κομμουνισμού- κάτι που θα ήταν αδιανόητο πριν από πέντε χρόνια- αποτελεί σημείο των καιρών. 


Προφανώς, αυτή η μεταστροφή δεν είναι άσχετη με τη ριζοσπαστικοποίηση του κοινωνικού περιβάλλοντος υπό την καταλυτική επίδραση της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Άλλωστε, η τάση αυτή αντανακλάται και στις αισθητές διαφοροποιήσεις (προς τα αριστερά) αρκετών εκ των εισηγητών, σε σύγκριση με τις θέσεις που μέχρι πρόσφατα υποστήριζαν.

Στην εισήγησή του, ο Αλέν Μπαντιού χαρακτηρίζει τον κομμουνισμό ως τη «μοναδική Ιδέα άξια της φιλοσοφίας, από την εποχή του Πλάτωνα ως τις μέρες μας». Αυτός ο εξω-ιστορικός (και εν πολλοίς εξω- ταξικός) κομμουνισμός θυσιάζει κάτι από την αιθέρια φύση του για να γίνει πιο γήινος όταν ο Μπαντιού τον βλέπει να ενσαρκώνεται στο κόμμα, που κινείται και στα τρία επίπεδα της λακανικής τριάδας πραγματικό- φαντασιακό- συμβολικό: Η συνάρθρωση του πολιτικού- πραγματικού, του ιδεολογικού- φαντασιακού και του ιστορικού- συμβολικού δίνει τη δυνατότητα στον κομμουνιστή μαχητή να παρεμβαίνει στον απτό κόσμο της πολιτικής συγκυρίας και των κοινωνικών κινημάτων, να υπερασπίζεται την αλήθεια του στο πεδίο της ιδεολογίας και να διαλέγεται με την Ιστορία, δίνοντας σπουδαίο νόημα και στα πιο μικρά, οργανωτικά καθήκοντα. 

Ωστόσο, αυτό που χαρακτήρισε το ιστορικό κομμουνιστικό κίνημα δεν υπάρχει πια, υποστηρίζει ο Μπαντιού, ακολουθώντας την προβληματική των τελευταίων βιβλίων του «Η κομμουνιστική υπόθεση» και «Τίνος πράγματος το όνομα είναι ο Σαρκοζί». «Η μορφή του κόμματος, όπως και εκείνη του σοσιαλιστικού κράτους», γράφει ο Γάλλος φιλόσοφος, «δεν είναι πλέον κατάλληλες να υποστηρίξουν την Ιδέα», όπως η εργατική τάξη δεν είναι πλέον το υποκείμενο της κομμουνιστικής πρακτικής. 

Αναζητώντας υποκατάστατο, στρέφεται προς το παγκόσμιο προλεταριάτο των αγροτών του Τρίτου Κόσμου, των μεταναστών, των ανέργων και της εργασιακής επισφάλειας στις μητροπόλεις, χωρίς να μας λέει πολλά για την άρθρωσή τους σε μια κοινωνική και πολιτική ολότητα.

Στη λογική του Μπαντιού περί «πολιτικής σε απόσταση από το κράτος και το κόμμα» ασκεί κριτική ένας από τους πιο γνωστούς μελετητές του, ο καθηγητής ισπανικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Κορνέλ, Μπρούνο Μποστίλς, στο άρθρο του με τίτλο «Η αριστερίστικη υπόθεση» (ευθεία αντίστιξη με την «Κομμουνιστική Υπόθεση» του Μπαντιού). «Τι απομένει, άραγε, από την κομμουνιστική υπόθεση όταν αφαιρέσουμε όλες τις μορφές διαμεσολάβησης- το κόμμα, τα συνδικάτα, τη συμμετοχή στις εκλογές, οτιδήποτε άλλο από το αλφάβητο του λενινισμού- για να αφήσουμε μόνο την αυτόνομη δράση των μαζών, η οποία, μάλιστα, δεν στρέφεται εναντίον, αλλά εκτυλίσσεται σε απόσταση από το κράτος», διερωτάται ο συγγραφέας.

Διαφωτιστική είναι η αναφορά του στον Βολιβιανό θεωρητικό Άλβαρο Γκαρσία Λίνεα, αντιπρόεδρο σήμερα της χώρας του, υπό τον Έβο Μοράλες. Στο βασικό έργο του «Η πληβειακή δύναμη», ο παλιός αντάρτης αναζητά το νέο υποκείμενο που θα υπερβεί το παραδοσιακό προλεταριάτο στις αδιαφοροποίητες, πληβειακές μάζες, προικισμένες- υποτίθεται- με το χάρισμα της αυτόνομης οργάνωσης και επαναστατικότητας. Το ότι κήρυκας αυτής της αυτονομίας είναι ο σημερινός αντιπρόεδρος της Βολιβίας δεν αποτελεί μόνο ιστορική ειρωνεία για τον Μποστίλς, ο οποίος βλέπει το συγκεκριμένο συμβάν ως μεταφορά: «Κανείς δεν γράφει τόσο γλαφυρά για τους κινδύνους που παραμονεύουν αυτούς τους ‘στρατευμένους διανοούμενους’, οι οποίοι μιλούν στο όνομα αυτών των ‘απαλλοτριωμένων μαζών’, ενώ έχουν τα μάτια καρφωμένα στα υλικά και ηθικά προνόμια που τους προσφέρει η προνομιακή θέση τους μέσα ή κοντά στους μηχανισμούς του κράτους».

Με άλλα λόγια, η άρνηση κάθε μορφής διαμεσολάβησης- κόμματος, οργάνωσης κλπ- στο όνομα της αυτονομίας αφήνει ανοιχτό το χώρο στον Μεσσία που δεν είναι δύσκολο να γίνει σφετεριστής και τύραννος.

Οι οπαδοί του Αντόνιο Νέγκρι μάλλον θα απογοητευτούν από την παρέμβασή του, η οποία ανακυκλώνει τις βασικές ιδέες της τριλογίας που έγραψε μαζί με τον Μάικλ Χαρντ (Αυτοκρατορία- Πλήθος- Κοινοπολιτεία). Κεντρική θέση κατέχει η λογική του κομμουνισμού ως έμμονης (εσωτερικής, αυτοαναπτυσσόμενης, όχι σχεδιασμένης και επιβεβλημένης) διαδικασίας, η οποία αναπτύσσεται όχι απλώς ως δυνατότητα, αλλά και ως (έστω καταπιεσμένη) πραγματικότητα στο σύγχρονο καπιταλισμό της «άυλης εργασίας».

Είναι ωστόσο ενδιαφέρον ότι οι σχεδόν απολογητικές, έναντι του υπό αμερικανική ηγεμονία, παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, πλευρές προηγούμενων έργων του («Αυτοκρατορία», «Αντίο κ. Σοσιαλισμέ») μετριάζονται κάπως (μια τάση που ήδη ήταν διακριτή και στην «Κοινοπολιτεία») προς όφελος ριζοσπαστικότερων ή απλώς ορθολογικότερων τοποθετήσεων. 

Οι πιεστικές ανάγκες των κινημάτων φαίνεται να παίζουν το ρόλο τους όταν ο κατ’ εξοχήν θεωρητικός της αυτονομίας γράφει: «Οδηγός μας είναι όχι η τυχαία εμφάνιση ανταρσιών, αυτών των θεϊκών λάμψεων ελπίδας που χαράσσουν φωτεινούς δρόμους μέσα στη νύχτα, αλλά η σταθερή, κριτική δουλειά και οργάνωση, το υπολογισμένο ρίσκο της εξέγερσης… Το συμβάν είναι πάντα σημείο κατάληξης (της μακρόχρονης, οργανωμένης προσπάθειας), ποτέ το σημείο αφετηρίας».

Μια από τις πιο πυκνές σε νοήματα και πολιτικά ευθύβολες παρεμβάσεις είναι εκείνη του Σλάβοϊ Ζίζεκ, υπό τον τίτλο «Πώς να ξαναρχίσουμε από την αρχή»- τίτλος που παραπέμπει στο σημαντικό άρθρο του Λένιν «Σημειώσεις ενός δημοσιολόγου» (Άπαντα, τ.44, σελ. 415- 423, Σύγχρονη Εποχή, 1983), που γράφτηκε το 1922, στις συνθήκες της παγκόσμιας επαναστατικής υποχώρησης και της Νέας Οικονομικής Πολιτικής. 

Ο Ζίζεκ πρέπει να έκανε πολλούς εκπροσώπους του ακαδημαϊκού μαρξισμού να αισθανθούν άβολα όταν καυτηρίασε τον κομμουνισμό- εκκεντρική Ιδέα, τον κομμουνισμό ως «ναρκισσιστική υποστήριξη μιας χαμένης υπόθεσης» από τον δήθεν «αιρετικό» διανοούμενο και τόνισε ότι δεν νοείται κομμουνισμός χωρίς πολιτικό υποκείμενο. Προσγειώνοντας σε υλιστικό έδαφος τη συζήτηση, σημείωσε ότι ο κομμουνισμός, ως «πραγματικό κίνημα που αλλάζει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων», δεν μπορεί να οικοδομηθεί παρά μόνο στη βάση των ιστορικά συγκεκριμένων αντιθέσεων του παγκόσμιου καπιταλισμού, ιεράρχησε δε τέσσερις από αυτές ως καθοριστικές: Την οικολογική καταστροφή, την πνευματική ιδιοκτησία στην εποχή της γενικής διάνοιας- νέα μορφή «περίφραξης» του κοινού αγαθού- τη βιοπειρατεία και το παγκόσμιο κοινωνικό απαρτχάιντ. 

Σε διαμετρική αντίθεση με τις εκδοχές του αυτονομιστικού, ελευθεριακού κομμουνισμού, υπερασπίστηκε κριτικά τη γιακωβίνικη και λενινιστική παράδοση, για να τονίσει ότι η επανάσταση νοηματοδοτείται όχι τόσο με τα αποσπασματικά ξεσπάσματα λαϊκής οργής, όσο από τη συντεταγμένη οικοδόμηση μιας νέας τάξης πραγμάτων- μια ιδέα που ανέπτυξε περισσότερο και κατά την πρόσφατη διάλεξή του στην Αθήνα.

Πολύ λιγότερο σαφείς, ωστόσο, ήταν οι απόψεις του για το νέο, «διευρυμένο» προλεταριάτο της εποχής μας και για τη διαίρεσή του σε τρία τμήματα, με αντίστοιχους, διαφορετικούς πολιτισμούς- τους εργαζόμενους της πνευματικής παραγωγής, το παραδοσιακό βιομηχανικό προλεταριάτο και το υποπρολεταριάτο των παραγκουπόλεων, της ανεργίας και της επισφάλειας. 

Σε κάθε περίπτωση, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές του στη δουλειά του Ιταλού οικονομολόγου Κάρλο Βερτσελόνε περί τάσης μερικής «μετατροπής του κέρδους σε πρόσοδο» και τα εγγενώς απολυταρχικά, πειρατικά, παρασιτικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού της «γενικής διάνοιας»- αν και επί του προκειμένου περισσότερα είναι τα ερωτήματα από τις απαντήσεις.

Αποτιμώντας γενικά το βιβλίο- επίλογο του συνεδρίου του Λονδίνου, μπορούμε να πούμε ότι ναι μεν δεν έφερε κάποιες ριζικά νέες ιδέες (οι οποίες, άλλωστε, σπανίως εμφανίζονται σε συνέδρια, είτε θεωρητικά, είτε κομματικά), έκανε όμως ένα βήμα για την αλληλεπίδραση μεταξύ διαφορετικών ρευμάτων και για την τοποθέτηση των ερωτημάτων που (ελπίζεται ότι) θα γεννήσουν τις αυριανές υπερβάσεις.

Ο Κώστας Δουζίνας αποτύπωσε έντιμα τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή των αναζητήσεων για την κομμουνιστική επαναθεμελίωση στο τρίπτυχο: Διαζύγιο με την παράδοση του κρατισμού και του οικονομισμού- Υπεράσπιση του κοινού αγαθού (commons) απέναντι στις νέες «περιφράξεις» του κεφαλαίου, στην εποχή της εκθετικής κοινωνικοποίησης της γνώσης και της εργασίας- Αναζήτηση της κοινωνικής χειραφέτησης με όρους ελευθερίας και ισότητας.

Ένα θεωρητικό ελάχιστο που δεν είναι βέβαια επαρκές, αλλά παραμένει αναγκαίο ως σημείο αφετηρίας.  

 Πηγή: http://www.aristerovima.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου